Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Περί της υπάρξεως του Θεού και περί της δημιουργίας του κόσμου

Περί της υπάρξεως του Θεού και περί της δημιουργίας του κόσμου






66. Περί της υπάρξεως του Θεού και περί της δημιουργίας του κόσμου


Αυτό το θέμα είναι συνυφασμένο, κατά κάποιο τρόπο, αλλά συγχρόνως και ανεξάρτητο, από το φιλοσοφικό πρόβλημα περί της υπάρξεως του Θεού. Το φιλοσοφικά επιχειρήματα των ειδωλολατρών εναντίον της υπάρξεως του Χριστιανικού Θεού ήταν τα ίδια με τα φιλοσοφικά επιχειρήματά τους εναντίον του δόγματος περί δημιουργίας.

Έλεγαν δηλαδή οι ειδωλολάτρες: Οι Χριστιανοί λένε ότι υπάρχει Θεός δημιουργός και ότι ο Θεός αυτός είναι τέλειος. Αλλά, εάν  ο Θεός ήταν τέλειος, τότε τι ανάγκη είχε ο Θεός να δημιουργήση τον κόσμο; Η δημιουργία του κόσμου αποδεικνύει φιλοσοφικά ότι ο Θεός χωρίς τον κόσμο είναι διαφορετικός από τον Θεόν με τον κόσμο. Διότι, αν   ο Θεός ήταν τέλειος και τελείως ευδαίμων με τον εαυτό Του, είχε δηλαδή αυτοαγάπη – αν χρησιμοποιήσωμε βέβαια χριστιανικά κατηγορήματα περί αγάπης – δεν θα είχε ανάγκη να δημιουργήση τον κόσμο. Αλλά, επειδή δεν είναι τέλειος, γι’ αυτό φαίνεται ότι δημιούργησε τον κόσμο. Αυτή η χρήσις των φιλοσοφικών επιχειρημάτων εναντίον της Χριστιανικής πίστεως βασίσθηκε στην φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό.

Όμως η εκκλησιαστική διάκρισις δεν είναι φιλοσοφική, αλλά προέρχεται από την Αποκάλυψι του Θεού στον άνθρωπο. Είναι δηλαδή εμπειρική. Έτσι η Εκκλησία αποδεικνύει την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Διότι βασίζεται στην εμπειρία των θεουμένων. Παρόμοια αποδεικνύει και την ύπαρξι του Θεού. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας ίσως το μοναδικό επιχείρημα, για να καταδείξουν την ύπαρξι του Θεού, είναι ένα γεγονός και όχι μία διαλεκτική λογική απόδειξι.  Ποιο γεγονός; Το ότι υπάρχει μία ομάδα ανθρώπων που λέγονται Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι, οι οποίοι είδαν τον Θεόν. Για έναν φιλόσοφο ή επιστήμονα, είτε είναι άθεος είτε όχι, ο ισχυρισμός αυτός, το ότι δηλαδή οι Προφήται, οι Απόστολοι και οι Άγιοι είδαν τον Θεό, θέλει κάποια αντιμετώπισι. Δεν μπορεί κάποιος να τον προσπεράση αδιάφορος.
Δηλαδή ή θα το πιστέψη και θα δεχθή ότι είδαν τον Θεό αυτοί οι άνθρωποι, ή θα συζητήση το θέμα, αν δηλαδή η κατάτασις φωτισμού και θεώσεως είναι μία πραγματικότητα ή όχι. Αλλά, για να γίνη αυτό, χρειάζονται ωρισμένες προϋποθέσεις,
να υπάρχουν δηλαδή και ωρισμένα κοινά κριτήρια. Μία όμως σωστή επιστημονική συζήτησις δεν μπορεί να γίνη με ανθρώπους

συνθηματολόγους, διότι ο συνθηματολόγος θα πη ναι ή όχι εκ των προτέρων• πριν αρχίση δηλαδή η συζήτησις, θα προδικάση το αποτέλεσμα.
Ένας πιστός Ορθόδοξος π.χ., που μεγάλωσε μέσα στο Ιερό ενός ναού και βαστούσε το θυμιατό του παπά, όταν ήταν μικρός (που ήταν δηλαδή παπαδάκι), ένας δηλαδή που μεγάλωσε μέσα στην Εκκλησία και του άρεσε να πηγαίνη να παίρνη την Θεία Κοινωνία, επειδή ήταν γλυκό εκείνο το κρασάκι και που του άρεσε να παίρνη το αντίδωρο, την Κυριακή, επειδή ήταν
πεινασμένος και περίμενε πότε να τελειώση η Θεία Λειτουργία, και μετά έγινε ψάλτης κλπ., όποιος μεγάλωσε με την απόλυτη
πεποίθησι περί της ορθότητος του Ορθοδόξου δόγματος που πιστεύει και περί της δεδομένης ορθότητος της Ορθοδόξου λατρείας στην οποία μετέχει από μικρός και για την ορθότητα της οποίας δεν έχει καμμία αμφιβολία, ότι δηλαδή όλα τα Ορθόδοξα, όπως τα πιστεύει και τα νομίζει, είναι ωραία και σωστά, όποιος λοιπόν δεν αφίνει περιθώρια εξετάσεως και ερεύνης περί της ορθότητος και αληθείας αυτού που πιστεύει και δεν έχει καμμία αμφιβολία γι’ αυτά, αλλά ούτε είχε και ποτέ και ο οποίος ίσως έφθασε και μέχρι το Πανεπιστήμιο χωρίς αμφιβολίες γι’ αυτά και ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο να μαθαίνη τα μαθήματά του για να πάρη το πτυχίο του και να καταλάβη μία θέσι στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος, για να βολευτή ή, αν γίνη και παπάς, να μπη στην πρώτη μισθολογική κατηγορία, για να βολευτή και αυτός σε μία ενορία και να ζήση καλά και να παντρέψη τα παιδιά του, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει βέβαια τις προϋποθέσεις για μία επιστημονική συζήτησι. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο όλα, όσα πιστεύει, είναι ωραία, όταν έχη τη υποστήριξι των Ενόπλων Δυνάμεων 127 .
Όμως δεν είναι μόνον οι Ορθόδοξοι ευσεβείς ή ζηλωτές Χριστιανοί που έχουν απόλυτη πεποίθησι για την θρησκεία τους, αλλά υπάρχουν και μη Ορθόδοξοι, π.χ. Μουσουλμάνοι με αντίστοιχο πνεύμα, όπως οι Πέρσες του Χομεϊνί π.χ., οι οποίοι πιστεύουν ότι, αν φυλάξουν την ορθή πίστη, ο Θεός θα του χαρίση μία σχετική υλική ευδαιμονία κλπ.
Όταν όμως κάποιος κινήται έξω από τον χώρο της Ελλάδος, όπου δεν υπάρχει η προστασία των Ενόπλων Δυνάμεων, εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κάθε Εκκλησία ζη στον δικό της χώρο με τις ιδικές της δυνάμεις και δίνει μάχη βάσει ιδεών και πεποιθήσεων. Στο Εξωτερικό οι Εκκλησίες της Δύσεως, της Σχολαστικής παραδόσεως και της Προτεσταντικής παραδόσεως, τα τελευταία χρόνια έχουν βρη σκούρα τα πράγματα και παρατηρείται μία μεγάλη στροφή προς την Ορθοδοξία.
Μόνο στην Γερμανία υπάρχουν διακόσιες χιλιάδες Γερμανοί που έχουν γίνει Ορθόδοξοι. Αυτοί όμως συνήθως, πάνε στην Ρωσσική Εκκλησία για να βαπτισθούν, διότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει κάνει συμφωνία με την τοπική Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Γερμανίας, που ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, να μη δέχεται προσηλύτους και να μη τους κάνη
κληρικούς. Δεν ξέρω όμως αν αυτό στέκη εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου. Διότι κατά τους κανόνες της Εκκλησίας ο κάθε
επίσκοπος είναι υπεύθυνος στην δικαιοδοσία του, για να οδηγήση τους αιρετικούς ή τους μη Χριστιανούς στην Ορθοδοξία. Είναι υποχρεωμένος να το κάνη αυτό. Και οποιοσδήποτε επίσκοπος αρνηθή να δεχθή έναν αιρετικό, που μετανοεί, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βάσει των Κανόνων καθαιρείται. Φαίνεται όμως ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρεί ότι δεν υπάρχουν πλέον αιρετικοί…
Πάντως στα μέρη αυτά εκτός της Ελλάδος τα προβλήματα περί της δημιουργίας του κόσμου και η φιλοσοφική οπτική του προβλήματος παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο. Αρκεί κάποιος να σπουδάση φιλοσοφία στην Δύσι από τους χρόνους μετά την Σχολαστική περίοδο μέχρι την σύγχρονη εποχή και θα δη ότι επανειλημμένως ασχολούνται με αυτό το απλό πρόβλημα από φιλοσοφικής απόψεως. Δηλαδή με το πως μπορεί ο τέλειος Θεός να θεωρήται δημιουργός του κόσμου, καθώς και τι σημαίνει δημιουργία εκ του μηδενός, με την έννοια ότι το μηδέν είναι ανύπαρκτο και ο Θεός έφερε στην ύπαρξι τα όντα από την ανυπαρξία, ενώ ο Ίδιος πάντοτε υπήρχε.
Το βασικό κατηγόρημα της Ορθοδόξου θεολογίας στην περίπτωση αυτή είναι το κτιστό και το άκτιστο. Το κτιστό είναι εκείνο που προέρχεται από την ανυπαρξία, από το μη ον, ενώ το άκτιστο είναι εκείνο που δεν είναι κτίσμα και το οποίο πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχη. Όλα τα άκτιστα πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν, ενώ όλα τα κτιστά προήλθαν από την ανυπαρξία και θα υπάρχουν στο μέλλον, εφ’ όσον ο Θεός θελήση να υπάρχουν.
Αυτή η διδασκαλία είναι η διδασκαλία της Αγίας Γραφής καθώς και η διδασκαλία της Εβραϊκής παραδόσεως (πριν δηλαδή γραφή η Παλαιά Διαθήκη), όπως επίσης και η διδασκαλία της Εκκλησίας. Από την στιγμή όμως που θα προσπαθήση
κάποιος να φιλοσοφήση επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία, τότε συναντά τις δυσκολίες που περιγράψαμε. Οι δυσκολίες δηλαδή
προέρχονται από την φιλοσοφοποίηση αυτής της διδασκαλίας.
Αλλά ίσως ρωτήση κάποιος: Από που ήξεραν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι αυτά τα δόγματα περί της δημιουργίας εκ του μηδενός, περί κτιστού, ακτίστου κλπ.;
Πρώτα τα ήξεραν από την Αγία Γραφή, αφ’ ότου γράφτηκε η Αγία Γραφή. Κατά την περίοδο όμως προ της Αγίας
Γραφής από που ήξεραν οι Προφήτες τα δόγματα αυτά; Τι υπάρχει προ της Αγίας Γραφής; Υπάρχει η προφορική Εβραϊκή παράδοσις από τον Αδάμ μέχρι τον Μωϋσή. Ποιος είναι ο πυρήνας αυτής της προφορικής παραδόσεως; Ποια πρόσωπα είναι οι φορείς της; Είναι οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Οι Πατριάρχες υπήρχαν πριν από το γραπτό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά γιατί ήταν αυτοί οι φορείς της Παραδόσεως; Και σε τι διέφεραν οι Πατριάρχες από τους άλλους ανθρώπους; Διέφεραν στο ότι αυτοί είχαν την θεοπτία. Αυτοί είδαν τον Θεό. Ακόμη και ο Αδάμ με την Εύα θεόπτες ήσαν. Ο πυρήνας της Παραδόσεως αυτής είναι η θεοπτία,  η συνάντησις δηλαδή του Θεού με τους φίλους Του, που είναι οι Πατριάρχες και οι Προφήτες. Ο πυρήνας λοιπόν της παραδόσεως αυτής έχει σχέσι με κάποια εμπειρία.
Γνωρίζομε από την εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων, από του βίους τους δηλαδή, ότι και αυτοί εξακρίβωσαν κατά την εμπειρία της θεώσεως ότι δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι ο Θεός είναι αυθύπαρκτος, αφού δεν έχη καμμία ομοιότητα με τα κτιστά και δεν έχει την αιτία της υπάρξεώς Του σε τίποτα. Δηλαδή ο Θεός είναι αναίτιος κατά την ύπαρξί Του 128 . Υπάρχει από την ύπαρξί Του ο Θεός Πατέρας129 . Επίσης ότι το αρχέτυπον Φως είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου ή της σαρκωμένης  εικόνος του Φωτός (δηλαδή του Χριστού), καθώς και του Αγίου Πνεύματος. Και επίσης εξακρίβωσαν κατά την εμπειρία της θεώσεως ότι είναι μία η δόξα και των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και μία η ουσία Τους.
Βέβαια οι Πατέρες και οι Άγιοι δεν έχουν εμπειρία της ουσίας του Θεού, διότι κανένας άνθρωπος δεν είχε ποτέ την εμπειρία της ουσίας του Θεού, αλλά μόνο την εμπειρία της φυσικής ενεργείας της ουσίας του Θεού, που είναι η δόξα του Θεού130 . Εξακρίβωσαν δηλαδή μέσα από την εμπειρία τους ότι έχομε τρίφωτο Θεότητα εν μια Θεότητι ή εν ενί Φωτί. Δηλαδή ένα Φως, το

οποίο είναι τρία Φώτα, τα οποία όμως Φώτα δεν είναι τρία ξεχωριστά Φώτα. Ο θεούμενος εν ενί Φωτί μέσω του άλλου Φωτός βλέπει το αρχέτυπον Φως. Αυτή ήταν η βάσις της εμπειρίας τους.
Επίσης όμως εξακρίβωσαν ότι όλα τα κτιστά όντα προέρχονται εκ του μη όντος. Όλα τα κτιστά υπάρχουν κατά την βούλησι του Θεού• δεν προέρχονται όμως εκ του Θεού, δηλαδή εκ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά προέρχονται εκ του μη όντος. Και αυτό εξακριβώνεται από την εμπειρία της θεώσεως.
Οπότε βλέπομε ότι υπάρχει ταυτότης εμπειρίας στους Πατριάρχες και στους Προφήτες με τους Πατέρες της Εκκλησίας και του Αγίους. Όλοι τους διεπίστωσαν τις ίδιες αλήθειες. Έτσι οι διακρίσεις, που υπάρχουν μεταξύ των υποστάσεων του Θεού, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, μεταξύ του σαρκωθέντος Λόγου και του Θεού και μεταξύ της θεώσεως του σαρκωθέντος Λόγου σε σχέσι με την θέωσι των ανθρώπων, όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις, που πήραν μετά μορφή ορολογίας μέσα στην Εκκλησία, όλα αυτά ως βασικό θεμέλιο έχουν την εμπειρία της θεώσεως. Γι’ αυτό η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που κάνει η Εκκλησία, δεν είναι φιλοσοφική, αλλά είναι καθαρά εμπειρική.

 

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Διάκρισις ουσίας και ενεργείας

Διάκρισις ουσίας και ενεργείας






65. Διάκρισις ουσίας και ενεργείας


Ποια τώρα είναι η διαφορά μεταξύ της φιλοσοφικής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, και της Πατερικής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας;

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η αρχαία Εκκλησία ήταν η φιλοσοφία του Αριστοτέλους και ειδικότερα η διδασκαλία του Αριστοτέλους περί εντελεχείας. Αυτή λέγει ότι σε κάθε μεταβλητό υπάρχει το   δυνάμει και το ενεργεία. Ο σπόρος π.χ. είναι δυνάμει δένδρο. Οπότε ο σπόρος δεν είναι τέλειος, αλλά ατελής. Ο σπόρος γίνεται τέλειος, όταν φυτεύεται, ποτίζεται, αυξάνει και αναπτύσσεται σε δένδρο. Η τελειοποίησις του σπόρου είναι η δενδροποίησίς του.
Σε όλα τα μεταβλητά υπάρχει κατά τον Αριστοτέλη αυτή η εντελέχεια, οπότε τελειοποιείται το μεταβλητό μεταβαίνοντας από το δυνάμει στο ενεργεία. Και αυτό ο Αριστοτέλης το παρετήρησε σε όλα τα μεταβλητά. Ξεχώρισε τα αμετάβλητα από τα μεταβλητά, ξεχώρισε δηλαδή τα μετά τα φυσικά, στα οποία δεν υπάρχει αυτή η αλλαγή από το δυνάμει στο ενεργεία, τα οποία γι’ αυτό είναι και αμετάβλητα. Είναι δε αμετάβλητα, διότι είναι τέλεια κατά την φύσι τους. Και γιατί είναι τέλεια κατά την φύσι τους; Διότι δεν είναι φυσικά, δεν αλλάζουν.


Για τον Αριστοτέλη μεταξύ των μετα-φυσικών είναι και τα άστρα, τα οποία είναι ορατά και τα οποία τότε για εκείνους ήταν και αμετάβλητα, επειδή πίστευαν ότι αμεταβλήτως κινούνται. Αυτή η Αριστοτελική φιλοσοφία δημιούργησε ωρισμένα σοβαρά προβλήματα στους Χριστιανούς, διότι έλεγαν οι φιλόσοφοι ότι ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι Θεός, επειδή είναι μεταβλητός. Εφ’ όσον δηλαδή έλεγαν οι Χριστιανοί ότι κάποτε δεν υπήρχε ο κόσμος, αυτό για τους φιλοσόφους σήμαινε ότι τότε ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός του κόσμου, έγινε δε μετά την Δημιουργία ενεργεία δημιουργός του κόσμου. Δηλαδή ο Θεός των Χριστιανών ήταν ατελής, διότι για να γίνη τέλειος δημιουργεί τον κόσμο, επειδή χρειάζεται τον κόσμο για να τελειοποιηθή.

Ο Θεός τους δηλαδή, έλεγαν οι Αριστοτελικοί, δεν μπορεί να υπάρχη χωρίς τον κόσμο. Και όταν έλεγαν οι Χριστιανοί ότι ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, εκείνοι το ερμήνευαν κατά το πνεύμα του Πλάτωνος, ότι δηλαδή ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο. Όμως ο έρωτας για τους Πλατωνικούς είναι μία αδυναμία. Διότι κατ’ αυτούς κάποιος έχει έρωτα για κάτι, επειδή το έχει ανάγκη. Λένε δηλαδή ότι εάν δεν έχης ανάγκη από κάτι, δεν έχεις έρωτα γι’ αυτό. Λοιπόν ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο, γι’ αυτό και ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκε η ανάγκη εκ μέρους ωρισμένων Χριστιανών να απαντούν στα επιχειρήματα αυτά των Αριστοτελικών και κατέφυγαν στην διάκρισι που έκαναν οι Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας. Έλεγαν δηλαδή στους Αριστοτελικούς ότι ο Θεός δεν είναι κατά την ουσία Του ούτε δυνάμει ούτε ενεργεία Δημιουργός. Ο Θεός κατά την ουσία Του είναι αμετάβλητος. Όμως, επειδή ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος, δεν ταυτίζεται η βούλησις του Θεού με τη ουσία του Θεού, διότι, αν ταυτιζόταν η βούλησις του Θεού με την ουσία του Θεού, τότε ο Θεός δεν θα ήταν ελεύθερος. Επειδή όμως ο Θεός είναι ελεύθερος, δεν ταυτίζονται η ουσία και η ενέργεια στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός πράττει τα πάντα κατά βούλησιν, ποτέ όμως κατ’ ουσίαν. Διότι, εάν τα έπραττε κατ’ ουσίαν, τότε ο Θεός θα ήταν υποδουλωμένος σε κάποια ανάγκη. Οπότε, εάν ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός κατ’ ουσίαν και μετά γινόταν ενεργεία δημιουργός κατ’ ουσίαν, θα είχαν βέβαια δίκιο οι Αριστοτελικοί να λένε ότι ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο.

Έτσι αντιπαρέθεσαν οι Χριστιανοί με μεγάλη επιτυχία αυτήν την επιχειρηματολογία στον αντίλογό τους προς τους Αριστοτελικούς. Βάσει λοιπόν αυτής της επιχειρηματολογίας απαντούσαν ότι, εφ’ όσον ο Θεός δεν ποιή τίποτε κατ’ ουσίαν, αλλά όλα κατά βούλησιν, άρα ο Θεός είναι ελεύθερος. Οπότε ο Θεός θα μπορούσε να μην είχε δημιουργήσει τον κόσμο, διότι ο κόσμος δεν προσθέτει τίποτε στον Θεό. Ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν αυτός που είναι και κάνει αυτό που κάνει όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν, δηλαδή κατ’ απόλυτον ελευθερίαν, χωρίς να εξαναγκάζεται από τίποτε.
Πήραν λοιπόν ωρισμένοι Χριστιανοί από τους Πατέρες την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό και την εφιλοσοφοποίησαν κατά τον ανωτέρω τρόπο. Και λέμε εφιλοσοφοποίησαν, διότι όλα αυτά που είπαμε έχουν να κάνουν με την φιλοσοφική διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Είναι όμως αξιοσημείωτο το φαινόμενο, ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργεία έχει γίνει το θεμέλιο και η πηγή των αιρέσεων.

Η Πατερική όμως διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας δεν έχει καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά προέρχεται από την εμπειρία τη θεώσεως. Φαίνεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είχαν εντυπωσιασθή τόσο πολύ από τα επιχειρήματα εναντίον των Αριστοτελικών, τα οποία προέβαλε η παράταξις των αιρετικών (Παύλος Σαμοσατεύς κλπ.), διότι η ιδική τους αντιμετώπισις στο δόγμα περί της δημιουργίας του κόσμου δεν ήταν φιλοσοφική. Και τούτο, διότι ήξεραν την διάκρισι μεταξύ κτιστού και ακτίστου από την εμπειρία της θεώσεως και ήξεραν ότι η Αγία Γραφή δεν κάνει φιλοσοφία, όταν ομιλή περί της δημιουργίας του κόσμου. Φαίνεται όμως ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε αιτία να γίνουν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες.

Έτσι η δύναμις αυτής της διακρίσεως ήταν μεγάλη, και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Διότι και εγώ χρησιμοποιούσα αυτήν την διάκρισι για χρόνια. Το Προπατορικό Αμάρτημα στην πρώτη του έκδοση ήταν βασισμένο σ’ αυτήν την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, από την αρχή μέχρι του τέλους του, αλλά στην νέα έκδοσι 125 θα τακτοποιηθή το βιβλίο ως προς το σημείο αυτό. Αλλά και πολλούς ετεροδόξους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν την εμπειρική διάκριση

μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, έπεισα για την ανάγκη να γίνεται αυτή η διάκρισις χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βέβαια, ναι μεν τους έπεισα, αλλά τους έπεισα στραβά επάνω στο θέμα αυτό. Διότι μετά ανεκάλυψα ότι οι Πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ουσίας  και ενεργείας στον Θεό, αλλά κάνουν εμπειρική διάκριση. Δηλαδή Βιβλική διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως και όχι στην φιλοσοφία.

Ο Ωριγένης σ’ αυτά τα θέματα είναι πολύ Ορθόδοξος. Είναι αιρετικός σε άλλα θέματα, διότι δέχθηκε την προΰπαρξι της ψυχής του Χριστού, την αποκατάστασι των πάντων στην αιρετική μορφή αυτής της διδασκαλίας, την προΰπαρξι των ψυχών των ανθρώπων κλπ. Είχε ο Ωριγένης κάτι τέτοιες δεισιδαιμονικές ιδέες. Αλλά δεν είναι ο πατέρας του Αρειανισμού. Ο πατέρας του Αρειανισμού είναι καθαρά ο Παύλος ο Σαμοσατεύς.

Η πηγή του κακού ήταν πρώτα οι δυναμικοί Μοναρχιανοί (Παύλος ο Σαμοσατεύς κλπ.) και μετά οι τροπικοί Μοναρχιανοί. Από τους δυναμικούς Μοναρχιανούς ξεφυτρώνουν από το ένα μέρος οι Αρειανοί (Άρειος, Συλλουκιανισταί κλπ.), των οποίων η εμφάνισις οφείλεται στον Λουκιανό και από το άλλο μέρος όσοι έγιναν αιρετικοί στα Χριστολογικά θέματα
(Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), δηλαδή οι Νεστοριανοί. Τα φιλοσοφικά θεμέλια του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια ακριβώς. Και τα δύο βασίζονται στην φιλοσοφοποίησι της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
Πριν λίγα χρόνια επικρατούσε η άποψις ότι αρχικά μόνον οι Καππαδόκες Πατέρες έκαναν περιωρισμένα διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, βασισμένη στην εμπειρία τους της θεώσεως και ότι αργότερα μόνον ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε την ξεκάθαρη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Όμως και ο Άρειος κάνει διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οπότε αποκαλύφθηκε ότι εκτός από την Πατερική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως, υπάρχει και η αιρετική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που είναι όμως φιλοσοφική και την περιγράψαμε παραπάνω.

Εδώ έχομε ένα κλασσικό παράδειγμα, του ότι μπορεί κάποιος να πάρη μία διδασκαλία της Εκκλησίας, που βασίζεται επάνω στην εμπειρία της θεώσεως, και να κάνη φιλοσοφία επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία και να βρεθή στο τέλος ζημιωμένος και να γίνη πηγή πολλών αιρέσεων. Έτσι και αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε η βάσις
της αιρέσεως του Παύλου Σαμοσατέως και του Λουκιανού, που είναι ένας από τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέως, των εγγονών του, που ήταν οι Αρειανοί και των δισεγγονών του, που ήταν οι Νεστοριανοί. Οπότε έχομε το αξιοσημείωτο φαινόμενο οι τρεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι να ασχολούνται με τις ίδιες φιλοσοφικές διακρίσεις, που ξεφυτρώνουν και στα ανωτέρω τρία είδη των αιρέσεων.

Στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν που διαμορφώθηκε αυτή η φιλοσοφική γραμμή, που βασίσθηκε επάνω στην διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που έκαναν οι παλαιοί Εβραίοι, αλλά και οι αρχαίοι Χριστιανοί. Βάσει αυτής της φιλοσοφικής διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού αντιμετωπίσθηκαν οι Αριστοτελικοί και οι Πλατωνικοί από τους Χριστιανούς της αρχαίας Εκκλησίας και φαίνεται ότι κατατροπώθηκαν με αυτά τα επιχειρήματα.
Λεπτομέρειες αυτών των επιχειρημάτων βρίσκει κανείς σε συγγράμματα, τα οποία αποδίδονται στον Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα, έχει όμως αποδειχθή ότι δεν είναι δικά του. Τέτοια επιχειρήματα βρίσκει επίσης κανείς στο «Κατά Κέλσου»  του  Ωριγένους,  ο  οποίος  απήντησε  σε  έναν  φιλοσοφούντα  ειδωλολάτρη,  ο  οποίος  κορόϊδευε  τις  Χριστιανικές διδασκαλίες. Ένα από τα σημεία που ενέπαιζε ο ειδωλολάτρης ήταν η Χριστιανική διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου.

Βέβαια σήμερα αυτό ίσως να φαίνεται αστείο σε έναν ο οποίος μεγάλωσε σε Ορθόδοξο περιβάλλον, στο οποίο περιφρουρείται  η  Ορθοδοξία  από  αεροπορία,  στρατό  και  ναυτικό 126   και  ο  οποίος δεν  καταλαβαίνει  την  δύναμι αυτής  της φιλοσοφικής σκέψεως, ως και της αντιρρήσεως στην Ορθόδοξη διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου. Αυτό το θέμα όμως απασχόλησε  όλους  τους  Σχολαστικούς  θεολόγους  και  ήταν  καθοριστικό  στην  ανάπτυξι  της  Σχολαστικής  παραδόσεως. Απασχόλησε τους Μετασχολαστικούς φιλοσόφους της Δύσεως και ακόμη μέχρι των ημερών μας απασχολεί και μερικούς φιλοσοφούντας και θεολόγους, οι οποίοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα.






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως

Τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως





64. Τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως

Ποια είναι τώρα τα θεμέλια της εμπειρίας της θεώσεως; Από εμπειρικής απόψεως η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στο Θεό βασίζεται στο γεγονός ότι ο ορώμενος, δηλαδή ο Λόγος, είναι η φυσική πηγή της δόξης του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος μετέχει κατά χάριν, καθώς και στο ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται ποτέ κατά την μέθεξι κατά φύσιν θεός, αλλά μόνο κατά χάριν θεός. Η μέθεξις στην Θεία δόξα είναι ένα δώρο στον άνθρωπο από τον Θεό. Αυτό είναι το ένα βασικό θεμέλιο κάθε εμπειρίας θεώσεως. Το άλλο θεμέλιο είναι ότι δεν είναι το ίδιο η δόξα του Λόγου και η ουσία του Λόγου. Μετέχοντας κανείς στην δόξα του Λόγου δεν μετέχει και στην ουσία του Λόγου. Μετέχει δηλαδή κανείς στην ενέργεια του Λόγου, αλλά δεν μετέχει στο είναι του Λόγου.

Αυτός όμως ο Λόγος, που είναι η φυσική πηγή της δόξης, μετέχει στην ουσία του Αρχετύπου, που είναι ο Πατέρας, οπότε η σχέσις του Πατέρα με τον Λόγο είναι μία φυσική και ουσιαστική σχέσις και δεν είναι μία κατά χάριν σχέσις. Διότι, ο Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός και όχι κατά χάριν Θεός. Έχει την δόξα από τον Πατέρα κατά φύσιν και όχι κατά χάριν. Ο Πατέρας δίδει την δόξα Του στον Λόγο, αλλά δεν δίδει και την πατρότητά Του στον Λόγο.


Οπότε έχομε εδώ μία σχέσι κατά την οποία ο Πατέρας είναι η πηγή της υπάρξεως του Λόγου, αλλά δεν είναι η πηγή της υπάρξεως της δόξης του Λόγου. Διότι ο Πατέρας δίδει την ίδια την ιδική Του δόξα στον Λόγο, οπότε και ο Λόγος γίνεται φυσική πηγή της δόξης. Ώστε η δόξα του Λόγου είναι όχι μόνο του Λόγου, αλλά και του Πατρός. Η ύπαρξις όμως του Λόγου είναι εκ του
Πατρός, αλλά δεν είναι η ύπαρξις του Πατρός. Ο Λόγος δεν είναι ο Πατέρας. Άλλος είναι ο Λόγος και άλλος ο Πατέρας. Οπότε έχομε Θεό Πατέρα και Θεό Λόγο. Παρά ταύτα δεν έχομε δύο Θεούς, αλλά έχομε μία Θεότητα, διότι έχουν την ίδια φύσι και δόξα.

Αυτές οι διακρίσεις βασίζονται στην αντίληψι του θεουμένου ότι δεν είναι ο ίδιος ο θεούμενος κατά την φύσιν Θεός, οπότε μετέχει όχι στην ύπαρξι του Θεού, αλλά στην ενέργεια του Θεού, καθώς και στο ότι αυτή η Χάρις της θεώσεως είναι δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Λόγος μετέχει στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν, όχι κατά χάριν. Ο άνθρωπος όμως μετέχει κατά χάριν.  Και  στην  Παλαιά Διαθήκη και  στην  Καινή Διαθήκη ο  Λόγος μετέχει  στην δόξα του Πατρός κατά φύσιν.  Με την Ενσάρκωσι όμως παρεμβάλλεται και η ανθρώπινη φύσις του Λόγου, η οποία είναι ενωμένη με τον Λόγον όχι κατά χάριν, αλλά κατά φύσιν. Έχομε στο πρόσωπο του Χριστού φυσική ένωσι, υποστατική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού, της Θείας και της ανθρωπίνης. Όχι χαρισματική ένωσι. Δηλαδή ο Χριστός δεν είναι ένας Προφήτης 124 , αλλά ο ίδιος ο Λόγος που έγινε άνθρωπος.
Αυτή λοιπόν η γνώσις, που προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποίαν ο άνθρωπος ενώνεται με την δόξαν του Λόγου και δια της δόξης του Λόγου με την δόξαν του Πατρός, αυτή η διάκρισις υποχρεώνει την Εκκλησία να κάνη σαφή διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν θεός, όταν θεούται, ο δε Θεός έχει κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σχέσεις με τον άνθρωπον, δεν έχει όμως μαζί του σχέσεις κατ’ ουσίαν ούτε φυσική σχέσι.

Ο Θεός μόνο στην Ενσάρκωσι έχει φυσική, υποστατική ένωσι με την ανθρωπίνη φύσιν εν τω σεσαρκωμένω Λόγω δηλαδή τον Χριστό. Η ένωσις μεταξύ ακτίστου και κτιστού στο πρόσωπο του Χριστού δεν είναι κατά Χάριν, αλλά κατά φύσιν. Ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Στο πρόσωπο δηλαδή του Χριστού δεν έχομε να κάνωμε με μία χαρισματική ένωσι, αλλά με μία φυσική ένωσι της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Συγχρόνως όμως αυτή η ένωσις είναι και υποστατική, διότι με την ανθρωπίνη φύσι ενώθηκε όχι η υπόστασις του Πατρός, όχι  η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος, αλλά η υπόστασις του Λόγου (του Υιού). Αυτό πάλι πως το ξέρομε; Από την εμπειρία της θεώσεως. Στην εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται, ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι ενωμένη με τον Λόγον και όχι με τον Πατέρα ή με το Άγιον Πνεύμα.

Έχομε λοιπόν πρώτον ότι, βλέποντας τον Χριστό, βλέπομε την πηγή της ακτίστου δόξης και δεύτερον ότι από τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ενσαρκωμένος είναι μόνον ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον. Αν λάβωμε λοιπόν σφαιρικά υπ’ όψιν αυτές τις εμπειρίες, που είναι καθαρά Βιβλικές, βλέπομε αμέσως γιατί η Εκκλησία υποχρεώθηκε με την πάροδο του χρόνου να μιλάη για μία ουσία και τρεις υποστάσεις καθώς και για μία φυσική ενέργεια της ουσίας στον Θεό.

Επειδή ενσαρκώθηκε ο Λόγος και όχι ο Πατήρ ή το Πνεύμα το Άγιον, υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ των τριών υποστάσεων εξ επόψεως της Ενσαρκώσεως, η οποία είναι μία ακοινώνητος διαφορά. Οπότε στην Αγία Τριάδα έχομε τα ακοινώνητα, εκείνα δηλαδή που δεν κοινωνούνται, που είναι τα Πρόσωπα, δηλαδή η Πατρότης, η Υιότης και το Πνεύμα το Άγιον. Τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα μεταξύ τους.

Εδώ βέβαια στην Ελλάδα υπάρχουν μερικά συγγράμματα που μιλάνε για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Πατέρες όμως δεν μιλάνε ποτέ για κοινωνία των Προσώπων στην Αγία Τριάδα. Μιλάνε αντιθέτως για το ακοινώνητο των Προσώπων. Κοινωνία στην Αγία Τριάδα έχομε μόνο στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας των Προσώπων. Εδώ υπάρχει ταυτότης ενεργειών και ταυτότης ουσίας. Αυτά, δηλαδή η ενέργεια και η ουσία, είναι τα κοινά στην Αγία Τριάδα. Οι υποστάσεις είναι τα ακοινώνητα. Αυτά τα ακοινώνητα είναι τα χαρακτηριστικά της κάθε υποστάσεως.

Και όλα αυτά γιατί; Διότι ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δίνει δηλαδή την ύπαρξι στον Λόγο και στο Πνεύμα το Άγιο, στις υποστάσεις Τους, αλλά δεν δίνει την ύπαρξι στην ουσία και στην φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή η ουσία και η φυσική ενέργεια της ουσίας του Πατρός κοινωνεί με την ουσία και την φυσική ενέργεια της ουσίας του Λόγου, καθώς και με εκείνες του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατήρ είναι όμως η αιτία της υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου και της υποστάσεως του Αγίου  Πνεύματος.
Εξ επόψεως εκφράσεων θα μπορούσαν οι Πατέρες να χρησιμοποιήσουν και άλλες ορολογίες για να εκφράσουν αυτά τα Μυστήρια,  τα  οποία  είναι  στην  ουσία  ανέκφραστα.  Η  ορολογία  όμως  που  επεκράτησε    στην  Εκκλησία,  ήταν  εκείνη  που χρησιμοποιήθηκε στους αγώνες της εναντίον των αιρέσεων που αντιμετώπισε. Ανάλογα με τις αναφυόμενες αιρέσεις η Εκκλησία έκανε πάντα μία προσαρμογή στην ορολογία της για να διασαφηνίση και να θεμελιώση την διδασκαλία της έναντι συγκεκριμένων αιρέσεων.  Γι’ αυτό και η ορολογία της διδασκαλίας της αναπτύχθηκε πάντα σε σχέσι με τις αναφυόμενες αιρέσεις και όχι από κάποια επιθυμία  των  θεολόγων  της Εκκλησίας  να  εμβαθύνουν  στην  Ορθόδοξη  Θεολογία.  Δεν  έκαναν  δηλαδή  οι  Πατέρες μεταφυσική. Νοησιαρχική εμβάθυνσις στην Θεολογία δεν υπάρχει, στην Πατερική παράδοσι. Υπάρχει απλώς μία διασάφησις στην ορολογία και στην περιγραφή των Μυστηρίων της Εκκλησίας, όχι όμως προσπάθεια εμβαθύνσεως α’ αυτά.

Οπότε η ιστορία της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η ιστορία της προσπαθείας κάποιων θεολόγων που φιλοσοφούν επάνω τα δόγματα. Η μόνη εμβάθυνσις στα δόγματα από Ορθοδόξου απόψεως είναι η χρήσις τους επάνω στην προσπάθεια που κάνει κάποιος για να φθάση κάποιος στην κατάστασι του φωτισμού. Αυτή είναι η Ορθόδοξη εμβάθυνσις στα Μυστήρια και στα δόγματα και όχι η νοησιαρχική εμβάθυνσις της λογικής του με σκοπό να προσπαθήση να κατανοήση τα Μυστήρια ή τα δόγματα ή να  εισέλθη  στο  βάθος  τους.  Τα  δόγματα  δεν  κατανοούνται.  Τα  δόγματα  καταργούνται  στην  εμπειρία  της  θεώσεως,  διότι  αντικαθίστανται από την ίδια την ζώσα αλήθεια, την οποία εκφράζουν. Τα δόγματα είναι απλοί οδηγοί προς τον Θεό. Όταν κανείς δη τον Θεό, τότε το δόγμα καταργείται.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτά τα πλαίσια έχομε τις Πατερικές διακρίσεις μεταξύ ουσίας και ενεργείας, καθώς και μεταξύ των υποστάσεων στον Θεό. Επίσης έχομε την ορολογία Τρεις υποστάσεις, Μία ουσία, Φυσική ενέργεια της ουσίας, Θεία Χάρις, Ομοούσιος, Γέννησις, Εκπόρευσις κλπ.
Αυτά είναι φιλοσοφικές διακρίσεις; Δηλαδή οντολογικές ή μεταφυσικές; Η απάντησις είναι όχι, διότι είναι θεοειδείς διακρίσεις.  Γίνονται  θεοπρεπώς.  Αυτές  οι  διακρίσεις  εξ  επόψεως  της  εμπειρίας  της  θεώσεως  δεν  έχουν  καμμία  σχέσι  με φιλοσοφικό στοχασμό. Όσοι έκαναν φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα θέματα αυτά, έπεσαν σε αιρέσεις.


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

. Πώς οι Πατέρες θεολογούν

. Πώς οι Πατέρες θεολογούν





63. Πως οι Πατέρες θεολογούν


Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως οι Πατέρες πως θεολογούν; Οι Πατέρες πρώτον επικαλούνται την Αγία Γραφή για να υποστηρίξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Επί πλέον όμως επικαλούνται και την εμπειρία των ζώντων θεουμένων, όταν εμφανισθή μία αίρεσις. Όταν εμφανίσθηκε η αίρεσις του Αρείου, οι Πατέρες επεκαλέσθησαν και την εμπειρία των θεουμένων που ζούσαν κατά την εποχή της Αρειανικής διαμάχης. Έτσι έχομε δύο ειδών επιχειρήματα. Για να είναι όμως κάτι Ορθόδοξο, πρέπει αυτό τα δύο να είναι συμβατά μεταξύ τους είτε να ταυτίζωνται είτε να είναι αλληλοσυμπληρούμενα. Όχι αλληλοσυγκρουόμενα. Η βασική επιχειρηματολογία πηγάζει από την Αγία Γραφή. Η επισφράγισις όμως της επιχειρηματολογίας αυτής καθώς και η επιβεβαίωσις της γνησιότητός Της γίνονται πάντοτε βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των Πατέρων και των κεκοιμημένων Αγίων της Εκκλησίας, καθώς και της εμπειρίας των ζώντων Αγίων της εποχής κατά την οποία εμφανίζεται μία αίρεσις.
Το ίδιο όμως συμβαίνει σε κάθε επιστήμη.
Π.χ. στην Αστρονομία, αν διαβάσωμε τα Κινεζικά χειρόγραφα, θα δούμε ότι την 12η Ιουλίου 1054 έγινε μία μεγάλη έκρηξις στο σύμπαν, την οποία οι Κινέζοι αστρονόμοι μπόρεσαν και κατέγραψαν. Επί δύο εβδομάδες έβλεπαν το φως από την έκρηξι αυτή. Εδώ δηλαδή έχομε ένα Κινέζικο σύγγραμμα, το οποίο αναφέρει αυτό το γεγονός. Εμείς σήμερα το διαβάζομε και μπορούμε να πούμε «κουραφέξαλα…»!117  Όμως οι σημερινοί αστρονόμοι πιστοποίησαν ότι πράγματι συνέβη τότε αυτή η έκρηξις (μία σουπερνόβα), το δε αποτέλεσμά της ήταν ένα νεφέλωμα που του έδωσαν το όνομα Crab Nebula. Εδώ δηλαδή βλέπομε ότι έχομε μία κατατεθειμένη γραπτή μαρτυρία για ένα φαινόμενο, το οποίο επιβεβαιώνεται από την εμπειρία των σημερινών αστρονόμων.

Κατά παρόμοιο τρόπο έχομε κατατεθειμένη στην Αγία Γραφή την εμπειρία των Προφητών και των Αποστόλων. Πως όμως θα γίνη η πιστοποίησις αυτής της εμπειρίας τους σήμερα; Πως θα βεβαιωθούμε ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως περιγράφονται στην Αγία Γραφή προκειμένου περί του Θεού και του Χριστού; Από Πατερικής απόψεως αυτό γίνεται βάσει της προσωπικής εμπειρίας εκείνων των ζώντων Αγίων σε κάθε εποχή, οι οποίοι έφθασαν να δουν τον Χριστόν εν δόξη και οι οποίοι μπορούν να διαβεβαιώσουν τους ανθρώπους της εποχής τους για την αλήθεια των αναφερομένων στην Αγία Γραφή. Εκτός δηλαδή από την προσωπική εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι είχαν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες και τους Αποστόλους, έχομε επί πλέον και την εμπειρία των ζώντων Αγίων σε κάθε εποχή. Η παράδοσις της εμπειρίας της θεώσεως βλέπομε να συνεχίζεται ολοζώντανη μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας και να δεσπόζη στην συνείδησι των Ορθοδόξων 118 .

Έτσι υπάρχουν Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στον αγώνα τους εναντίον των αιρετικών επικαλούνται και την προσωπική τους εμπειρία, της θεώσεως. Π.χ. ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επικαλείται και την προσωπική του εμπειρία στον αγώνα του εναντίον των Ευνομιανών.
Αλλά το θέμα είναι αν καταλαβαίνωμε την σχέσι μεταξύ του γραπτού κειμένου της Αγία Γραφής και της υπαρχούσης σήμερα εμπειρίας. Το αν βέβαια η σημερινή εμπειρία είναι σωστή, είναι άλλο θέμα. Θα το εξετάσωμε αυτό ξεχωριστά.

Το θέμα μας είναι το ίδιο, όπως στην Αστρονομία. Υπάρχει η γραπτή Αστρονομία, υπάρχει και η έμπρακτος, η εμπειρική Αστρονομία. Η ίδια σχέσις που υπάρχει μεταξύ της κατατεθειμένης στα συγγράμματα Αστρονομίας και της Αστρονομίας του σημερινού τηλεσκοπίου, υπάρχει και στην Αγία Γραφή, μεταξύ αφ’ ενός της κατατεθειμένης στην Αγία Γραφή εμπειρίας του δοξασμού των Προφητών και των Αποστόλων ως και της κατατεθειμένης εμπειρίας της θεώσεως μέσα στην Πατερική παράδοση και αφ’ ετέρου της σημερινής εμπειρίας των ζώντων Αγίων.
Αν τώρα αγνοήσωμε την υπάρχουσα σημερινή εμπειρία των ζώντων Αγίων, είναι σαν να αγνοούμε την εμπειρική Αστρονομία του τηλεσκοπίου και να επαναπαυώμεθα μόνο στην κατατεθειμένη στα βιβλία Αστρονομία. Που σημαίνει ότι, αν για κάποιο λόγο οι σημερινοί αστρονόμοι μείνουν κάποτε μόνο με όσα περιγράφουν τα βιβλία περί Αστρονομίας, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να επιβεβαιώσουν με την παρατήρησι δια των τηλεσκοπίων τα όσα αναφέρουν αυτά τα βιβλία της Αστρονομίας, αυτή θα είναι Ορθόδοξη Αστρονομία ή αιρετική Αστρονομία; Ασφαλώς αιρετική Αστρονομία, δηλαδή όχι γνήσια. Διότι πως θα μπορούσε να ήταν γνήσια, αφού δεν θα μπορούσε να επιβεβαιωθή εμπειρικά με την παρατήρησι; Εξ άλλου ποτέ μία περιγραφή δεν μπορεί να αποδώση πλήρως την ζώσα εμπειρία και πραγματικότητα.
Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις θετικές επιστήμες, το ίδιο συμβαίνει και στην Θεολογία. Η ζώσα εμπειρία είναι εκείνη που ελέγχει την γνησιότητα ή μη της κατατεθειμένης γραπτής ή προφορικής παραδόσεως.

Ερώτησις επ’ αμφιθεάτρω: Δεν είναι αρκετή η μαρτυρία της Αγία Γραφής; Γιατί να είναι απαραίτητη η εμπειρία της θεώσεως για την πιστοποίησι της αληθείας της Αγίας Γραφής;
Απάντησις: Διότι με την εισαγωγή της Νεοελληνικής θεολογίας κάθονται σήμερα οι Ορθόδοξοι στην Ελλάδα και ασχολούνται με την Αγία Γραφή ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις της. Και έχει γίνει η Αγία Γραφή ένα βιβλίο ξεχωριστό από την εμπειρία των Προφητών και των Αποστόλων. Ενώ η ίδια η Αγία Γραφή μιλάη για την εμπειρία της θεώσεως των Προφητών και των Αποστόλων, η Νεοελληνική Θεολογία ούτε ξέρει ούτε ασχολείται με το ότι η Αγία Γραφή μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Ως απόδειξι πάρτε τα μοντέρνα θεολογικά συγγράμματα. Δεν θα βρήτε πουθενά να μιλάνε για την θέωσι και τον δοξασμό των Αποστόλων και των Προφητών. Δηλαδή έχει εξαφανισθή από την Ερμηνευτική της Αγία Γραφής στην σημερινή Ελλάδα 119 αυτή η Πατερική ερμηνεία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Γιατί; Διότι οι ιδικοί μας ερμηνευτές της Αγίας Γραφής τόσο πολύ έχουν επηρεασθή από τους Ρώσσους,  τους Προτεστάντες και τους Παπικούς, ώστε δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους την Πατερική μέθοδο ερμηνείας της Αγίας Γραφής.

Έχομε την Παλαιά Διαθήκη, έχομε την Καινή Διαθήκη, έχομε τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, έχομε την Πατερική παράδοσι. Παρ’ όλα αυτά όμως έχομε σήμερα ανθρώπους στην Ελλάδα, οι οποίοι λένε ότι είναι συντηρητικοί, οι οποίοι όμως αποδέχονται την Παράδοσι από μία τυφλή αφοσίωσι στην Παράδοσι, δηλαδή μόνο τυπικά.
Εάν κάποιος δεν γνωρίζη τα θεμέλια της Προφητικής, της Αποστολικής και της Πατερικής εμπειρίας, που είναι και τα θεμέλια των δογμάτων, πως θα μπορέση να υποστηρίξη τα Ορθόδοξα δόγματα χωρίς να κάνη αναφορά στις εμπειρίες των Πατέρων; Μόνο από ό,τι αναφέρει η Αγία Γραφή; Αν κάνη αναφορά μόνο στην Αγία Γραφή και όχι στις Πατερικές εμπειρίες, δεν θα μπορέση να εξηγήση πως οι Πατέρες εδογμάτισαν και θα υποχρεωθή έτσι να συμφωνήση με τους ετεροδόξους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Πατέρες φιλοσοφούσαν (!), όταν εδογμάτιζαν με βάσι τα αναφερόμενα στην Αγία Γραφή. Η αλήθεια είναι όμως ότι οι Πατέρες εδογμάτισαν βάσει της εμπειρίας τους της θεώσεως, και όχι μετά από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω στα αναφερόμενα στην Αγία Γραφή.
Έτσι εμφανίζεται η παράδοξη παράδοσι ότι, όταν η Νεοελληνική Θεολογία παρεξέκλινε από την ησυχαστική παράδοσι, η οποία διεσώζετο μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, υποχρεώθηκε, χωρίς να το καταλάβη, να πάρη τον δρόμο των φιλοσόφων Πατέρων της Εκκλησίας (Αυγουστίνου κλπ.). Ο δε δρόμος αυτός είναι να εμφανίζωνται οι Πατέρες ως φιλόσοφοι πλέον, οι οποίοι στοχάζονται φιλοσοφικώς βάσει του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος, για να διατυπώσουν τα δόγματα, πράγμα που δεν είναι η περιγραφή της Πατερικής παραδόσεως, αλλά μία καθαρή καρικατούρα.

Οπότε    εξ  επόψεως  καθαρά  επιστημονικής  επιβάλλεται  στον  Ορθόδοξο  να  ξεδιπλώση  την  ιστορική  πορεία  της Ορθοδόξου θεολογίας βάσει της Πατερικής μεθοδολογίας, για να μπορέση να καταλάβη που βρισκόμαστε σήμερα. Εάν δεν το κάνη αυτό, τότε η Ορθοδοξία δεν μπορεί να σταθή. Διότι μία τέτοια Ορθοδοξία εξ επόψεως επιστημονικής είναι μία καθαρή βλακεία 120 . Και τούτο διότι όποιος γνωρίζει καλά την μοντέρνα φιλοσοφική μέθοδο, την επιστημονική μέθοδο, την ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς και την ιστορία της Θεολογίας (με τον τρόπο που ασχολούνται οι ετερόδοξοι), θα δη ότι η Ορθοδοξία μπορεί μόνο με στρατιωτικές δυνάμεις να σταθή και ότι δεν πείθεται κανείς σοβαρός άνθρωπος για την αλήθεια και την ισχύ των Ορθοδόξων δογμάτων με αυτόν τον τρόπο.
Και ο πρώτος, που δεν θα επειθόμην, θα ήμουν εγώ. Διότι, αν η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διδάσκουν τα Νεοελληνικά εγχειρίδια, εγώ σήμερα θα ήμουν άθεος. Η Ορθόδοξη   διδασκαλία δηλαδή αποκομμένη από τα θεμέλια της, είναι μία σκέτη βλακεία. Και η Αγία Τριάδα και η Ενσάρκωσις κλπ. Διότι τι σημαίνει π.χ. το «μία ουσία, τρεις υποστάσεις»; Εάν αυτή η διατύπωσις είναι αποκομμένη από την εμπειρία της θεώσεως, δηλαδή της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, δεν σημαίνει λογικά απολύτως τίποτε. Μετά, ποιος είναι ο σκοπός της θεολογίας; Μήπως είναι το να έχω ένα θείο δόγμα για να το βάλω επάνω στο ντουλάπι μου και να το προσκυνάω; Ή μήπως είναι το να έχω ένα δόγμα για να κάνω ηθικολογία;

Το θέμα είναι ότι ο κάθε άνθρωπος είναι άρρωστος από την Πατερική άποψι. Δεν υπάρχει ένας άνθρωπος που να είναι φυσιολογικός, εκτός από τους Αγίους. Σήμερα το τι είναι φυσιολογικός άνθρωπος, είναι κάτι που κρίνει ο καθένας με τα ιδικά του κριτήρια. Ποιος όμως είναι ο πραγματικά φυσιολογικός; Ποιος είναι ο τρελλός και ποιος δεν είναι; Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που είναι τόσο πολύ αφύσικοι, ώστε τους κλείνουν μέσα σε τρελλοκομεία, επειδή είναι επικίνδυνοι είτε για τον εαυτό τους είτε για την κοινωνία. Υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι, που είναι εξ ίσου επικίνδυνοι, που δεν είναι όμως κλεισμένοι στα τρελλοκομεία. Πως λοιπόν μπορούμε να διακρίνωμε ποιος είναι νορμάλ και ποιος δεν είναι νορμάλ;

Έρχεται λοιπόν η Πατερική Θεολογία και λέγει ότι κανένας δεν είναι νορμάλ. Και επεξηγεί:
Ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο νοερά ενέργεια, η οποία είναι ένα φυσιολογικό συστατικό της ανθρωπίνης φύσεως, και η οποία δυστυχώς στον άνθρωπο δεν λειτουργεί καθόλου ή λειτουργεί υποτυπωδώς. Για να επαναλειτουργήση αυτή η νοερά ενέργεια, χρειάζεται να προηγηθή η θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Αυτές τώρα οι παράμετροι, δηλαδή η ανάγκη θεραπείας και η μέθοδος θεραπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, συνιστούν την ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Αλλά δεν είναι μόνο η νοερά ενέργεια των Ορθοδόξων που πρέπει να θεραπευθή. Η νοερά ενέργεια δεν είναι Ορθόδοξη. Δηλαδή δεν είναι μόνον των Ορθοδόξων Χριστιανών αυτή η ανάγκη, αλλά όλων των ανθρώπων. Νουν έχει όλος ο κόσμος και ο νους αυτός πρέπει να θεραπευθή. Έτσι, όταν μιλάμε για Ορθόδοξη πνευματικότητα,  όπως την εννοούν  οι  Πατέρες της Εκκλησίας,  σημαίνει ότι  μιλάμε για την  θεραπεία του νοός όλων  των ανθρώπων. Δηλαδή, η Ορθόδοξος πνευματικότης είναι μία θεραπευτική αγωγή, η οποία απευθύνεται προς όλους του ανθρώπους και είναι σχεδιασμένη να περιλάβη όλους τους ανθρώπους. Λέγεται Ορθόδοξος, επειδή δεν μπορεί κάποιος να θεραπευθή, αν δεν έχη ασπασθή το Ορθόδοξο δόγμα αν, δηλαδή, δεν έχη Ορθόδοξη δογματική συνείδησι. Εδώ ο σκοπός του δόγματος δεν είναι να καθυποτάξη τον άνθρωπο και να τον εγκλωβίση μέσα σε κάποια θρησκευτικά πλαίσια, αλλά να βοηθήση  τον άνθρωπο να θεραπευθή. Το δόγμα καθ’ εαυτό δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό, εκτός από το να οδηγήση τον άνθρωπο προς την θεραπεία αυτή.

Τώρα ποια είναι η δυσκολία της Νεοελληνικής θεολογίας; Είναι το ότι, ενώ οι Πατέρες αναγνωρίζουν την ύπαρξι του νοός  σε  όλους  τους  ανθρώπους 121 ,  καθώς  και  την  ανάγκη  θεραπείας  του,  η  Νεοελληνική  Θεολογία,  η  μοντέρνα  δηλαδή Ορθοδοξία, δεν αναγνωρίζει αυτήν την ανάγκη! Εάν δεν ξανατεθή η θεραπευτική αγωγή του νοός στα θεμέλια της μοντέρνας Ορθοδοξίας, εάν δεν επανέλθη δηλαδή το Πατερικό θεμέλιο, τότε δεν θα έχωμε ως συνέπεια μόνον ότι το δόγμα αποκόπτεται από τα θεμέλια του και γίνεται αθεμελίωτο και ακατανόητο, αλλά θα έχωμε και το ότι η Ορθοδοξία θα ξεφεύγη από τον κύριο σκοπό της, το κύριο έργο της και έτσι δεν θα μπορή να σταθή.
Θα είναι σαν ένας ουρανοξύστης, ο οποίος δεν θα κάθεται επάνω σε θεμέλια, αλλά επάνω σε ένα σύννεφο. Αν ένας κοινός άνθρωπος δη μία τέτοια εικόνα, τι θα πη; Θα πη: ότι αυτό είναι μία βλακεία! Και αν θα υπάρξουν μερικοί που θα πιστέψουν ότι είναι δυνατόν ένας ουρανοξύστης να κάθεται επάνω σε ένα σύννεφο, αυτοί δεν θα είναι βλάκες; Τι άλλο μπορεί να είναι δηλαδή; Έτσι λοιπόν, αν ξεκόψης το δόγμα από το θεμέλιο του, καταντά να είναι ακατανόητο εξ επόψεως προελεύσεως.
Οπότε τι κάνουν τώρα οι Νεοέλληνες θεολόγοι; Έβγαλαν την εμπειρία της θεώσεως από τα θεμέλια των δογμάτων και στην θέσι της έβαλαν την Αγία Γραφή. Βέβαια μέσα της η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, των Προφητών και των Αποστόλων. Λέγει δηλαδή ότι εδοξάσθη ο τάδε και ο τάδε. Και ναι μεν στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι όλοι οι Προφήτες είδαν την δόξαν του Θεού, όταν όμως δεν υπάρχη ο έλεγχος αυτής της εμπειρίας, τότε ο καθένας αρχίζει να ερμηνεύη εκείνα που αναφέρει η Αγία Γραφή κατά την φαντασία του.

Διαβάζει π.χ. κάποιος ότι ο Χριστός ανελήφθη στον ουρανό μέσα σε νεφέλη. Από την   μία μεριά, αν είναι ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, που δεν έχει σχέσι με την εμπειρία της θεώσεως ούτε έχει ακούσει τίποτε σχετικό, άμα διαβάση κάτι τέτοιο, θα γελάση. Θα πη δηλαδή: Πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να κάθεται επάνω σε σύννεφο; Από την άλλη μεριά, αν είναι ένας δεισιδαίμων Ορθόδοξος, θα πη: Α, έκανε και αυτό το θαύμα ο Χριστούλης μας! Κάθησε επάνω σε σύννεφο και ανέβηκε στον ουρανό. Και θα το πιστεύη αυτό. Ένας άλλος πάλι ίσως νομίσει ότι ο Χριστός κατά την Ανάληψί Του άρχισε να ανυψώνεται επάνω σε ένα σύννεφο, όπως ανεβαίνει ένα ασσανσέρ!

Κατά τους Πατέρες όμως αυτή η νεφέλη δεν είναι μία κτιστή νεφέλη, ένα σύνολο δηλαδή υδρατμών. Η νεφέλη αυτή είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. Στην Αγία Γραφή η δόξα του Θεού λέγεται και νεφέλη και φως και πυρ. Όταν η Αγία Γραφή αναφέρη για στήλη πυρός ή στήλη νεφέλης, η οποία επροπορεύετο των Ισραηλιτών στην έρημο, και τα δύο είναι το ίδιο πράγμα. Είναι δηλαδή η δόξα του Θεού. Οπότε ο Χριστός δεν ανελήφθη μέσα ή επάνω σε σύννεφο υδρατμών ούτε ανέβαινε στον ουρανό σαν με ασσανσέρ, αλλ’ ανελήφθη εν δόξη, όπως λέγει και το Απολυτίκιο της εορτής της Μεταμορφώσεως. Δηλαδή, ο Χριστός απλώς εξαφανίσθηκε μέσα σε άκτιστη δόξα μπροστά στα μάτια των Αποστόλων.

Με την αποκοπή λοιπόν των δογμάτων από τα θεμέλια τους, τα δόγματα μένουν αστήρικτα. Γι’ αυτό και σήμερα 122 στην Ελλάδα η Εκκλησία περνάει μία κρίσι123 . Γιατί; Διότι μετά τον πόλεμο του ‘40 πήγαν τα Ελληνόπουλα στα Κατηχητικά Σχολεία του Νεοελληνισμού και εκεί έμαθαν τους ευσεβισμούς, έμαθαν την νέα ερμηνεία της Αγία Γραφής Προτεσταντικού τύπου, την
νέα ερμηνεία των δογμάτων, την νέα Ορθοδοξία κλπ… και γέμισαν από ηθικολογία και πουριτανισμό. Και βέβαια αυτά τα έμαθαν ως συνθήματα. Και ποιος ξέρει πόσοι από σας περάσατε από τέτοια Κατηχητικά σχολεία. Γεμάτα συνθήματα και τραγουδάκια. Με τραγούδια δηλαδή «Ω Χριστέ μας, ω Χριστέ μας…», τους έμαθαν Ορθοδοξία.

Μετά τι συνέβη; Όσοι πήγαν σε τέτοια Κατηχητικά σχολεία τι έπαθαν; Κλονίστηκε η πίστις τους, διότι δεν είχε θεμέλιο και τους έμεινε ο πουριτανισμός. Γι’ αυτό έχομε σήμερα στην Ελλάδα ηθικιστές πολιτικούς, που κάνουν δηλαδή ηθικολογία. Αυτοί οι πολιτικοί αντί να χρησιμοποιήσουν τον Νόμο ως κριτήριο εννόμου τάξεως, χρησιμοποιούν ηθικά κριτήρια για την αξιολόγησι της συμπεριφοράς των πολιτών (το καλός και το κακός δηλαδή). Γι’ αυτό και στην Ελλάδα σήμερα, κινδυνεύει η Δημοκρατία. Επειδή ταυτίζουν τον Νόμο με την ηθική, οπότε δεν μπορεί να έχη κανείς Δημοκρατία, αφού δεν μπορή να ανεχθή τους «κακούς».

Έτσι τώρα, που είναι κλονισμένη η πίστις σ’ αυτούς τους ανθρώπους, πως θα γίνουν Ορθόδοξοι; Σας διαβεβαιώ ότι σήμερα με την ελεύθερη διακίνησι των ιδεών, που υπάρχει, αυτή η Ορθοδοξία του Νεοελληνισμού θα θαφτή. Το εάν θαφτή από υλιστική ιδεολογία (Μαρξισμό, Υπαρξισμό, Αθεϊσμό κλπ.) ή εάν θαφτή από την αναβίωσι της Πατερικής παραδόσεως, είναι άλλο θέμα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι θα θαφτή. Δεν μπορεί να επιβιώση. Ίσως αναζωογονηθή η Πατερική παράδοσις και αυτή θάψη αυτήν την ψευτοορθοδοξία. Αλλά, εάν δεν την θάψη η Πατερική παράδοσις, θα την θάψη σίγουρα η μοντέρνα επιστημονική σκέψις. Και τούτο διότι δεν μπορεί να σταθή σήμερα μία ερμηνεία της Αγία Γραφής, η οποία δεν συνδέεται με την θεολογική μέθοδο της Αγία Γραφής.

Η δε θεολογική μέθοδος της Αγίας Γραφής στηρίζεται στην εμπειρία του δοξασμού και της θεώσεως. Που το ξέρομε αυτό; Διαβάστε την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Θα δήτε εκεί πόσο συχνά αναφέρεται ότι εδοξάσθη ένας Προφήτης, δηλαδή ότι είδε την δόξα του Θεού, είδε τον Άγγελο της δόξης, είδε τον Θεό κλπ. Tο ίδιο πράγμα συμβαίνει και στην Καινή Διαθήκη. Αυτή είναι η Αγία Γραφή, δηλαδή μία περιγραφή των αποκαλύψεων του Χριστού προ και μετά την Ενσάρκωσι. Το αν κάνωμε τώρα σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής, αυτό είναι το θέμα. Δηλαδή πως ξέρομε ότι μία αποκάλυψις του Χριστού, δηλαδή μία εμπειρία θεώσεως που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, είναι αληθινή; Πως διακρίνομε, εάν ένας, που λέγει ότι είδε τον Θεό, είναι προφήτης ή ψευδοπροφήτης; Ο αληθινός, ο γνήσιος προφήτης, είναι εκείνος που έχει φθάσει σε θέωσι κατά τον απόστολο Παύλο. Kατ’ αντιδιαστολήν ο ψευδοπροφήτης είναι εκείνος που λέγει ότι έχει φθάσει σε θέωσι, χωρίς όμως να έχη φθάσει σε θέωσι.

Τα περί δημιουργίας του κόσμου ξέρει όποιος έχει φθάσει στην θέωσι, διότι σ’ αυτήν την κατάστασι βλέπει τα εκ του Πατρός και τα εκ του μη όντος. Δηλαδή βλέπει εκείνα που είναι από το μη ον, αλλά εξαρτώνται από την βούλησι του Θεού• βλέπει επίσης εκείνα που είναι από τον Θεόν. Αυτά δε τα τελευταία είναι τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, η ουσία, η φυσική ενέργεια της ουσίας, το κράτος, η βασιλεία, η δόξα, η ενέργεια του Θεού, που πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως στους πολλούς κλπ. Ό,τι προέρχεται και υπάρχει από τον Πατέρα και όχι από το μη ον, είναι άκτιστο, ενώ ότι προέρχεται από το μη ον είναι κτιστό.

Βάσει αυτής της εμπειρίας της θεώσεως εγράφησαν όσα εγράφησαν περί της δημιουργίας του κόσμου στην Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή δεν τα πήρε αυτά που λέγει «από τον ουρανό», δεν εγράφησαν ουρανοκατέβατα δηλαδή, ούτε η Αγία Γραφή ήλθε από τον ουρανό, όπως λένε οι Μουσουλμάνοι ότι ήλθε το Κοράνιο, οι οποίοι πιστεύουν ότι το Κοράνιο είναι άκτιστο. Ούτε είναι
η Αγία Γραφή μία νοησιαρχική αποκάλυψις. Αποκομμένη δηλαδή από την εμπειρία της θεώσεως.
Η Αγία Γραφή μιλάει για εμπειρίες Προφητών και Αποστόλων, μιλάει για δοξασμό, μιλάει για προσευχή του Αγίου Πνεύματος. Οπότε βλέπομε ότι μέσα στην Αγία Γραφή υπάρχει μία παράδοσις προ της εμφανίσεως της Αγίας Γραφής, πριν δηλαδή από την συγγραφή της Πεντατεύχου από τον Μωϋσέα. Η Αγία Γραφή εμφανίζεται σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή μέσα στην ιστορία. Ο πυρήνας όμως της Αγίας Γραφής υπάρχει πριν την εμφάνισί της ως γραπτού κειμένου. Ποιος όμως είναι αυτός ο πυρήνας; Είναι  η κοινωνία των  Πατριαρχών  και  των Προφητών μετά του  Θεού.  Οπότε ο  κεντρικός άξονας της Βιβλικής παραδόσεως  δεν είναι το βιβλίο της Αγίας Γραφής, αλλά οι εμπειρίες θεώσεως των Πατριαρχών και των Προφητών. Η Αγία Γραφή τότε τι κάνει; Απλώς καταθέτει γραπτώς την περιγραφή αυτών των εμπειριών, οι οποίες όμως ουσιαστικά δεν μπορούν να περιγραφούν, διότι είναι στην κυριολεξία απερίγραπτες, αφού είναι υπεράνω της λογικής του ανθρώπου. Η Αγία Γραφή δεν έχει ως σκοπό να περιγράψη τον Θεό, διότι ο Θεός είναι απερίγραπτος. Η Αγία Γραφή έχει σκοπό να οδηγήση τον άνθρωπο σε ένωσι με τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο η γλώσσα της Αγίας Γραφής είναι συμβολική, όταν μιλάη για τον Θεό. Διότι ο Προφήτης αναγκάζεται να χρησιμοποιήση νοήματα, σχήματα και εικόνες παρμένες από την ανθρώπινη εμπειρία για να περιγράψη το άκτιστο, που είναι απερίγραπτο.



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Περί της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας και της Σχολαστικής Θεολογίας.

Περί της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας και της Σχολαστικής Θεολογίας.






62. Περί της Μεσαιωνικής φιλοσοφίας και της Σχολαστικής Θεολογίας.


Εμείς ξέρομε ότι μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοσι έχωμε να κάνωμε με την Ελληνική και Ρωμαϊκή φιλοσοφία και ότι δεν έχομε καμμία άλλη φιλοσοφική εξέλιξι. Στην Δύσι όμως έχουν μία ξεχωριστή φιλοσοφική παράδοσι, την οποία ονομάζουν Μεσαιωνική φιλοσοφία, η οποία είναι η φιλοσοφία όπως ανεπτύχθη από τους Γερμανούς κατακτητές της Ευρώπης (Νορμανδούς, Φράγκους, Γότθους, Σάξονες, Λογγοβάρδους κλπ.). Οι ασχολούμενοι με αυτήν είναι οι λεγόμενοι Σχολαστικοί θεολόγοι του Δυτικού  Μεσαίωνα.  Εμείς  τους  λέμε  Λατίνους.  Είναι  οι  Φράγκοι,  που  λέγαμε  παλαιότερα  και  τώρα  τους  ονομάζουμε Ευρωπαίους.

Αυτοί οι κατακτηταί της Δυτικής Ρωμηοσύνης έχουν μία ειδική θεολογική παράδοσι, που λέγεται Σχολαστική και η οποία έχει μία ειδική φιλοσοφική παράδοσι, που λέγεται Μεσαιωνική φιλοσοφία. Με αυτό το όνομα αναφέρεται στα διδακτικά εγχειρίδια της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτά τα διδακτικά εγχειρίδια δεν ασχολούνται με την Θεολογία των Πατέρων της Ανατολής, παρά μόνον με εκείνην των Πατέρων της Δύσεως, την οποία διδάσκουν όπως οι Φράγκοι κατάλαβαν την Θεολογία. Οπότε, εφ’ όσον εμείς γίναμε αιρετικοί για τους Φράγκους, γι’ αυτό και μείναμε έξω από την ιστορική εξέλιξι και της θεολογίας και της φιλοσοφίας, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών.

Μετά δηλαδή το Σχίσμα δεν υπάρχουν Πατέρες από την Ανατολή για τους Ευρωπαίους! Αν πάρετε τις Πατρολογίες τους, θα το δήτε αυτό. Λένε ότι ο τελευταίος Πατέρας της Εκκλησίας είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (!) στην Ανατολή, ενώ στην Δύσι, ο Ισίδωρος της Σεβίλλης. Μετά έχομε την λεγόμενη Σχολαστική Θεολογία και μαζί της εμφανίζεται και η Μεσαιωνική φιλοσοφία για τους Δυτικούς, χωρίς καμμία απολύτως αναφορά στην Ανατολή!

Οι Δυτικοί δεν δέχονται ότι η Πατερική Θεολογία είναι ο Παλαμισμός. Η γραμμή των Δυτικών είναι ότι οι Ανατολίτες δεν κατάλαβαν(!) τους αρχαίους Πατέρες της Εκκλησίας, ενώ εκείνοι (οι Δυτικοί) έμειναν πιστοί στην Πατερική Παράδοσι, την οποία εμείς διαστρέψαμε! Αυτή είναι η γραμμή των Φράγκων. Όταν εμφανίζεται ξεχωριστή Θεολογία των Φράγκων, εμφανίζεται  με αυτόν τον παράδοξο ισχυρισμό, ότι δηλαδή οι Φράγκοι παρέμειναν πιστοί στην Πατερική Παράδοσι, ενώ ο Γραικοί (Graeci)115 πρόδωσαν την Ελληνική Παράδοσι των Πατέρων!

Όμως το πλέον αξιοσημείωτον είναι ότι οι Ελληνόφωνοι Ρωμηοί της Ανατολής, αλλά και οι Ρωμηοί της Δύσεως, κυρίως της Ιταλίας, έχουν μία αδιάκοπη συνέχεια με το παρελθόν τους, το γνωσιολογικό, το ιστορικό, το πολιτιστικό, το γλωσσικό και το θεολογικό, ενώ στην Δύσι παρατηρείται μία υποδούλωσις των Ρωμαίων Ορθοδόξων (Ρωμηών), μία μετατροπή των Ρωμαίων
Ορθοδόξων σε αγραμμάτους. Αυτό συμβαίνει και στην Γαλλία και στην Ισπανία, που ξέρουν ποιοι είναι οι τελευταίοι Ρωμαίοι συγγραφείς και ξέρουν ποιοι είναι οι Φράγκοι συγγραφείς. Ξέρουν δηλαδή ποιοι είναι οι τελευταίοι Ρωμαίοι που γράφουν στην Λατινική γλώσσα και ποιοι είναι οι πρώτοι Φράγκοι που γράφουν στην Λατινική γλώσσα.

Και είναι παράδοξο το ότι και στην Γαλλία και στην Ισπανία σταματούν τα Ρωμαϊκά συγγράμματα και τα διαδέχονται τα Γοτθικά και Φραγκικά συγγράμματα. Και πάλι το παράδοξο είναι ότι αυτή η ριζική διακοπή, που είναι μία εθνική καταστροφή για τους Ρωμαίους και νίκη των Γερμανικών φυλών, που επέφερε μία διάσπασι μεταξύ των δύο, αφού οι μεν υποδουλώθηκαν στους
δε, μαζί με την μακρόχρονη υποδούλωσι των Ρωμαίων στους Γότθους και στους Γερμανούς δημιούργησε μία κατάστασι, ώστε οι ίδιοι οι Ρωμαίοι να χάσουν την παληά επαφή τους με την Κωνσταντινούπολη και τον υπόλοιπο Ρωμαϊκό κόσμο. Αντιθέτως βλέπομε ότι στην Ανατολή κατά την ίδια χρονική περίοδο δεν υπάρχει καμμία διάσπασις, καμμία ανακοπή της ιστορικής εξελίξεως, αλλά ότι υπάρχει μία αδιάκοπη συνέχεια και στην πνευματική εμπειρία και στην συγγραφική δραστηριότητα των Πατέρων και στην Παράδοσι των Οικουμενικών Συνόδων κλπ. Εις πείσμα όμως αυτής της πραγματικότητος οι Φράγκοι κατηγορούν τους Graeci, δηλαδή τους Ρωμαίους της Ανατολής κατά τα μέσα του  9ου αιώνος, ότι δεν έχουν μείνει πιστοί στην Πατερική παράδοσι και καλούν εμάς να πιστέψωμε ότι πιστοί στην Πατερική παράδοσι έμειναν οι αγράμματοι Φράγκοι, που δεν ήξεραν καθόλου Ελληνικά ούτε ήξεραν να διαβάσουν σωστά τα Λατινικά κείμενα! Και συμβαίνει από τότε μέχρι σήμερα να συνεχίζουν να έχουν αυτήν την υπεροψία, ότι δηλαδή αυτοί είναι εκείνοι που διέσωσαν την Πατερική Παράδοσι(!) και μάλιστα την βελτίωσαν(!) με την Σχολαστική τους Θεολογία.

Σε αντίθεσι με όλα αυτά έχομε την παραμένουσα και διαιωνιζομένη μεθοδολογία της Ορθοδόξου παραδόσεως και θεολογίας. Βλέπομε δε να συμβαίνη τούτο, ότι δηλαδή στην Δύσι υπάρχει  η ίδια θεολογική μέθοδος μεταξύ των Ορθοδόξων Ρωμαίων, όπως υπάρχει και στην Ανατολή.  Η εμπειρία της θεώσεως και του φωτισμού είναι η ίδια και επομένως η Θεολογία είναι η ίδια και στους δύο χώρους. Αυτό εξακριβώνεται από τα συγγράμματα των Δυτικών κυρίως Ρωμαίων επάνω σε θέματα πνευματικής ζωής, ασκήσεως κλπ. Συμβαίνει μάλιστα σήμερα να έχουν αποδεχθή εκτός από τους Ορθοδόξους και οι Αγγλικανοί ότι τα πνευματικά θεμέλια της θεολογίας είναι τα ίδια και ότι η Θεολογία ήταν η ίδια και στην Δύσι και στην Ανατολή. Αυτοί εξακρίβωσαν πως και πότε άρχισε η διαφοροποίησις μεταξύ Δύσεως και Ανατολής επάνω στα θεολογικά και πνευματικά θέματα.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της διαφοροποιήσεως είναι το ότι στην περιοχή των κατακτήσεων στην Δύσι εγκαταλείφθηκε η παλαιά παράδοσις να εκλέγωνται οι επίσκοποι από τους φωτισμένους και θεουμένους. Σ’ αυτούς οι επίσκοποι εξελέγοντο όχι για πνευματικούς λόγους, άλλα για διοικητικούς. Οπότε ο επίσκοπος στην Δύσι μετατράπηκε από πνευματικό πατέρα σε πολιτικό διοικητή (φεουδάρχη) με εξουσίες πολιτικές και στρατιωτικές. Αυτό έγινε και στην Γοτθική παράδοσι και στην Φραγκική και στην Νορμανδική, όχι όμως τόσο στην Γερμανική, διότι ο Γερμανικός φεουδαλισμός διαφέρει αρκετά από τον Φραγκικό, τον Γοτθικό και τον Νορμανδικό φεουδαλισμό. Και τούτο, επειδή οι περισσότεροι Γερμανοί δεν είχαν ως σκλάβους Ρωμαίους δουλοπαροίκους, αφού ζούσαν στην Γερμανία, όπου δεν υπήρχαν Ρωμαίοι, οι δε δούλοι τους ήταν απλώς αιχμάλωτοι πολέμου. Όταν λοιπόν ο επίσκοπος γίνεται φεουδάρχης, αρχίζει πλέον να ασχολήται με την διοίκησι και με την καθυπόταξι των Ρωμαίων δουλοπαροίκων και βιλάνων. Έτσι δεν ησχολείτο πλέον με τα πνευματικά θέματα ούτε με τα θεολογικά γράμματα, αλλά με διοικητικά θέματα. Την δε Θεολογία την πήραν στα χέρια τους, κάτι καλόγεροι στα μοναστήρια. Οπότε η θεολογική επιστήμη εκαλλιεργείτο συνήθως μέσα στα μοναστήρια, τα οποία και αυτά όμως δεν ησχολούντο με το πως θα φθάσουν οι μοναχοί στην κατάστασι του φωτισμού και της θεώσεως, την οποία ούτε επεδίωκαν• διότι επηρεασμένοι όντες από την Θεολογία του Αυγουστίνου δέχθηκαν μία φιλοσοφική αντίληψι περί του φωτισμού και της θεώσεως.

Βλέπομε λοιπόν ότι στον χώρο των κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων η εμπειρία του φωτισμού φιλοσοφοποιήθηκε και εισήλθε στην διδασκαλία περί φωτισμού ο νοητός κόσμος του Πλάτωνος. Αυτή λοιπόν η διαστρεβλωμένη και παραποιημένη θεώρησις περί φωτισμού μπήκε μέσα στον μοναχισμό των Φράγκων και έτσι και ο μοναχισμός των Φράγκων έχει πλέον μία ιδιαίτερη  εξέλιξη  και  δεν  είναι  μία  συνέχισις  τη  αρχαίας  πνευματικότητος  και  ασκητικής  ζωής  της  Εκκλησίας,  αλλά διαμορφώθηκε μία παράδοσις διαφορετική. Η παράδοσις αυτή δεν είναι βέβαια εντελώς καινούργια, είναι όμως η παράδοσις του Αυγουστίνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι Φράγκοι θεολόγοι και πνευματικοί τους πατέρες διάβαζαν παρά πολύ τον Αυγουστίνο και σχεδόν καθόλου τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι πολύ παράδοξο το να ισχυρίζωνται οι Δυτικοί ότι εκείνοι μόνον καταλαβαίνουν την Πατερική παράδοσι και ότι εμείς παρεκκλίναμε από αυτήν. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι εμείς από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και μετά είμαστε μία ειδωλολατρική μορφή του Χριστιανισμού(!) 116 .

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται λοιπόν στην Δύσι η συζήτησις επάνω στα διάφορα κατηγορήματα της Πατερικής θεολογίας. Στην Δύσι για κάποιο λόγο δέχθηκαν ότι η ουσία και η ενέργεια του Θεού είναι το ίδιο πράγμα. Ταυτίζουν δηλαδή την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Μάλιστα υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και ο ίδιος ο Αυγουστίνος εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται καθαρά στα πρώτα συγγράμματά του. Φαίνεται δηλαδή ότι με έναν τρόπο καθαρά φιλοσοφικό εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Ο ίδιος επίσης διατείνεται επανειλημμένως ότι ο Θεός είναι una substantia (μία ουσία) και ό,τι υπάρχει στον Θεό ταυτίζεται με αυτήν την una substantia. Αυτά τα λέγει ο Αυγουστίνος όχι μία, αλλά πολλές φορές.

Έτσι φαίνεται ότι οι Γερμανικές φυλές του Μεσαίωνα υιοθέτησαν αυτήν την διδασκαλία. Αυτή λοιπόν η ταύτισις της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό έγινε πλέον η σπονδυλική στήλη της Σχολαστικής  παραδόσεως. Σ’ αυτήν όμως την γραμμή υπάρχουν και ωρισμένες παραλλαγές. Μερικοί εξ αυτών κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και προσόντων (attributia) στον Θεό. Σ’ αυτήν την εξέλιξι της Δύσεως οι εκπρόσωποι των τριών επικρατεστέρων τάσεων είναι ο Θωμάς Ακινάτης από το ένα μέρος, ο Duns Scotus από το δεύτερο μέρος και  ο Γουλιέλμος Ockham από το τρίτο μέρος. Ο Duns Scotus, του οποίου οι οπαδοί λέγονται Σκωτισταί, κάνει μία διάκρισι μεταξύ των προσόντων (attributia) και της ουσίας του Θεού, που μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την  Ορθόδοξη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Μοιάζει μεν, αλλά δεν ταυτίζεται, διότι η διάκρισίς του είναι καθαρά φιλοσοφική, ενώ η Ορθόδοξη διάκρισις είναι καθαρά εμπειρική. Γι’ αυτό και η διάκρισίς του αυτή ονομάζεται και οντολογική ή μεταφυσική. Στην αρχαία Εκκλησία τέτοιες διακρίσεις, οντολογικές ή μεταφυσικές, φιλοσοφικές δηλαδή, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού έκαναν συστηματικά οι αιρετικοί. Οι πιστοί της αρχαίας Εκκλησίας έκαναν και αυτοί διάκρισι, που ήταν όμως καθαρά εμπειρική, αφού εβασίζετο στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως.



 

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς

Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς






ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ : ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΑΝ   ΡΩΜΑΝΙΔΗ

Όταν κάποιος φθάση στην θέωσι, ξαναζή όλες τις φάσεις της Αποκαλύψεως (Μεταμόρφωσι -Πεντηκοστή), που σημαίνει ότι ο θεούμενος ξαναζή όλες τις αλήθειες που απεκαλύφθησαν στους Αποστόλους. Τότε διαπιστώνει εμπειρικά ότι η Ορθόδοξη Θεολογία έχει χαρακτήρα κυκλικό και ότι ο κύκλος έχει ως πυρήνα την Ενσάρκωσι. Ο πυρήνας είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Αυτό είναι ένα κυκλικό φαινόμενο,  που έχει έναν πυρήνα ή, αν θέλετε, ένα ελικοειδές φαινόμενο, που έχει έναν άξονα και αυτός ο άξονας είναι ο σαρκωμένος Λόγος. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε την Εκκλησία. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε την Κοινωνία των Αγίων. Βλέποντας τον Λόγο βλέπομε όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Χωρίς της θεωρία αυτού του πυρήνα δεν βλέπει κανείς σωστά τα πράγματα. Όταν ο άνθρωπος φθάση σ’ αυτόν τον πυρήνα κατά την εμπειρία της θεώσεως, τότε, επειδή φθάνει να του έχη αποκαλυφθή πάσα η αλήθεια, γίνεται απλανής περί τα θεία 113 . Και επειδή η αποκάλυψις περί των θείων Μυστηρίων είναι η ίδια σε όλους τους θεουμένους, γι’ αυτό υπάρχει ταυτότης διδασκαλίας σε όλους τους θεουμένους. Αυτή είναι η Πατερική παράδοσι, στην οποία όλοι οι Ορθόδοξοι αναφέρονται.
Όταν κάποιος αποκοπή από αυτόν τον πυρήνα της εμπειρίας και από αυτήν την διδασκαλία, ακόμη και από την ιστορία αυτής της διδασκαλίας, είναι αδύνατο να μην πέση σε αίρεσι, εάν προσπαθήση να θεολογήση. Το ότι θα πέση είναι αναπόφευκτο. Αν όχι σε αίρεσι, τουλάχιστον σε παρερμηνεία, είτε της Αγίας Γραφής είτε της Ιεράς Παραδόσεως. Έτσι οι Πατέρες, που είχαν αυτήν την εμπειρία της θεώσεως, ήξεραν ότι δι’ αυτής έγιναν κατά χάριν θεοί. Όχι κατά φύσιν. Ο Χριστός όμως, που είναι ο σαρκωμένος Λόγος, είναι κατά χάριν Θεός ή κατά φύσιν;
Ο Άρειος έλεγε ότι ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά χάριν Θεός. Οι Πατέρες έλεγαν: Όχι, ο Χριστός είναι κατά φύσιν Θεός. Ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά φύσιν Θεός. Ο Άρειος υπεστήριζε ότι ο σαρκωμένος Λόγος είναι κατά χάριν η πηγή της ακτίστου δόξης του Πατρός. Ο Άρειος ναι μεν δεν ηρνείτο ότι ο Χριστός είναι η πηγή της ακτίστου δόξης, υπεστήριζε όμως ότι ο Χριστός δεν είναι η φυσική  πηγή της ακτίστου δόξης, αλλά η κατά χάριν πηγή  της ακτίστου δόξης. Έλεγε ότι, αφού η ανθρωπίνη φύσις είναι κτίσμα, άρα ο Χριστός είναι κατά χάριν Θεός.

61. Πως οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους αιρετικούς

Ο Άρειος τόνιζε ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός προ των αιώνων. Παρ’ όλα αυτά κατηγορείται, από τον Μέγα Αθανάσιο ότι υπεστήριζε την εν χρόνω γέννηση του Λόγου. Γιατί όμως; Διότι προσέθετε το «ην ποτε ότε ουκ ην». Το «ποτέ» και το «ότε» είναι όμως χρονικά επιρρήματα. Διότι, όταν λέγη κανείς το «ην ποτε ότε ουκ ην», σημαίνει ότι υπήρχε κάποιο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν υπήρχε ο Λόγος. Γλωσσικά αυτό σημαίνει. Αλλά μέσα στα πλαίσια της Αποφατικής θεολογίας ό,τι και να πη κανείς για τον Θεό, περιορίζεται στα χρονικά κατηγορήματα. Οποιαδήποτε λέξι και αν χρησιμοποίηση κανείς για τον Θεό, δεν μπορεί να αποφύγη τις διαστάσεις του χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός. Γλωσσικά, εξ επόψεως νοήματος αυτό το γεννάται εκ του Πατρός μπορεί να σημαίνει είτε ότι κάποτε γεννήθηκε εκ του Πατρός ή ότι αενάως γεννάται εκ του Πατρός ή ότι εν χρόνω γεννάται εκ του Πατρός. Το ίδιο συμβαίνει και όταν λέγη κάποιος ότι: Ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός.Οι Πατέρες, για να πλαισιώσουν την διδασκαλία τους και για να περιφράξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν διάφορες ορολογίες. Βέβαια και οι Πατέρες λένε ότι ο Λόγος προ των αιώνων εγεννήθη εκ του Πατρός. Αλλά εκείνο που τονίζουν οι Πατέρες είναι ότι η ανθρωπίνη σκέψις ανταποκρίνεται μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία.Οπότε κάθε σκέψις, κάθε νοησιαρχική σύλληψις του ανθρώπου ανταποκρίνεται στις ανθρώπινες καθημερινές εμπειρίες και μόνον.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να διασπάση τους περιορισμούς της κτιστής του φύσεως, ώστε να μπορέση να συλλάβη το άκτιστο. Αυτό κατά τους  Πατέρες της Εκκλησίας είναι απολύτως αδύνατο. Ο άνθρωπος μπορεί να σκέπτεται για το άκτιστο ότι υπάρχει. Ότι υπάρχει κάτι το οποίο δεν έχει κτισθή, το οποίο υπάρχει πάντοτε και το οποίο δεν μοιάζει μα τα κτίσματα. Αλλά όλα αυτά τα κατηγορήματα, δεν είναι θετικά. Είναι πλήρως αρνητικά. Αυτές δεν είναι θέσεις, αλλά αρνήσεις. Όταν λέμε ότι ο Θεός είναι άκτιστος, δεν λέμε τι είναι ο Θεός, αλλά απλώς λέμε τι δεν είναι ο Θεός. Η λέξις άκτιστος σημαίνει απλώς ότι ο Θεός δεν είναι κτίσμα. Αυτό όμως λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι τι είναι ο Θεός. Είπαμε λοιπόν τι δεν είναι ο Θεός.

Ας πούμε τώρα τι είναι ο Θεός. Δεν υπάρχει όμως κανένα όνομα που να προσδιορίζη το τι είναι ο Θεός, διότι ο άνθρωπος από την φύσι του δεν μπορεί ποτέ να συλλάβη τον Θεό. Η βασική αιτία αυτού του γεγονότος είναι ότι ο άνθρωπος είναι κτίσμα. Έχει δημιουργηθή για να γνωρίση τον Θεόν, αλλά ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίση τον Θεόν. Όταν ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, τότε μόνο ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεόν. Και αυτό γίνεται δια του Φωτός, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό οι Πατέρες πάρα πολλές φορές ασχολούνται με την φράσι: «Εν τω φωτί σου οψόμεθα φως». Δηλαδή μέσα στο Φως του Θεού θα δούμε το Φως του Θεού. Μόνον, όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως. Ακριβώς, όπως γίνεται και στον φυσικό χώρο. Όταν κανείς βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, δεν βλέπει απολύτως τίποτε. Εάν όμως βρεθή μέσα στο φως, τότε βλέπει το φως.

Αυτή λοιπόν η γνωσιολογική αρχή είναι μία δεσπόζουσα αρχή στους Πατέρες της Εκκλησίας. Το φαινομενικά παράξενο όμως  είναι  ότι  οι Πατέρες παίρνουν  αυτό  το  Φως του Θεού  και  το ταυτίζουν με το  Σκότος (Γνόφος)  και  χρησιμοποιούν εναλλακτικά το Φως και το Σκότος. Οπότε το «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» και το «εν τω σκότει σου οψόμεθα σκότος» σημαίνει για τους Πατέρες το ίδιο πράγμα. Διότι ο Θεός ούτε Φως είναι ούτε Σκότος είναι• και τούτο, επειδή ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να μοιάζη με κάτι κτιστό, όπως είναι το φως ή το σκότος.

Εφ’ όσον λοιπόν οι γνωσιολογικές μας δυνάμεις αναλογούν στα κτιστά και δεν επεκτείνονται στα άκτιστα, γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο τα κτιστά. Επομένως οποιαδήποτε ορολογία χρησιμοποιήσωμε για τον Θεό, η ορολογία αυτή θα είναι παρμένη από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου και όχι από κάποια δυνατότητα του ανθρώπου να περιγράψη το άκτιστο. Αυτή η Πατερική αντίληψις περί γνωσιολογίας εμπίπτει απολύτως μέσα στα πλαίσια της μοντέρνας έρευνας, η οποία γίνεται επάνω στα γνωσιολογικά θέματα και η οποία σήμερα 114  γίνεται από νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ανθρωπολόγους και λίγο από ψυχιάτρους.
Όλες οι επιστήμες, που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, συμφωνούν ως προς την γνωσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης  υπάρξεως.  Όλα  στον  άνθρωπο  είναι  παρμένα,  απ’  ότι  ξέρομε μέχρι  τώρα,  από  τις  καθημερινές  εμπειρίες  του ανθρώπου. Ακόμη και οι αφηρημένες σκέψεις που κάνει ο άνθρωπος και οι μαθηματικοί υπολογισμοί, όλα αυτά πλέον έχει γίνει αποδεκτό ότι είναι διαστάσεις της υλικής υπάρξεως του κόσμου και καμμιάς πνευματικής αΰλου υπάρξεως.

Η κατηγορία πάντως του Μεγάλου Αθανασίου εναντίον του Αρείου, ότι διδάσκει την «εν χρόνω» γέννησι του Λόγου, προέρχεται από την ίδια την έκφρασι του Αρείου, την οποία εξεμεταλλεύθησαν οι Ορθόδοξοι και συνέχεια βομβάρδιζαν τους Αρειανούς επάνω στο θέμα αυτό. Τόσο δε πολύ τους βομβάρδιζαν, ώστε οι Αρειανοί αναγκάσθηκαν και απάντησαν. Με την απώλεια όμως, που συνέβη, των πολλών συγγραμμάτων των αιρετικών, χάθηκαν και οι απαντήσεις αυτές.

Οι Πατέρες κατηγορούσαν τον Άρειο ότι διδάσκει την εν χρόνω γέννησι του Λόγου. Απόδειξις δε για τους Πατέρες είναι ότι  ο Άρειος αναφέρει το «ποτέ» (κάποτε) και το «ότε». Ναι, αλλά σώζονται όμως αποσπάσματα των λεχθέντων του Αρείου και των Αρειανών, στα οποία οι Αρειανοί διαμαρτύρονται γι’ αυτήν την καταγγελία των Ορθοδόξων, ότι δηλαδή διδάσκουν την εν χρόνω γέννησι του Λόγου και υποστηρίζουν ότι συκοφαντούνται, καθ’ όσον οι ίδιοι διδάσκουν ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός «προ των αιώνων».

Αυτό το προ των αιώνων έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα οι αιώνες και ο χρόνος. Οι Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξύ αιώνων και χρόνου, αν και δεν ήξεραν μοντέρνα Φυσική. Στην Φυσική δεν έχομε πια τον χρόνο που είχαμε στο παρελθόν. Ο χρόνος του παρελθόντος εμετράτο από την σχετική κίνησι της γης ως προς τον ήλιο και την σελήνη. Τώρα όμως οι αντιλήψεις περί χρόνου έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Εκείνο που έχει για μας σημασία, είναι ότι οι Πατέρες διακρίνουν σαφώς μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, λένε οι Πατέρες, πρώτα δημιούργησε τους αιώνες, μετά τους αγγέλους, και μετά τον κόσμο αυτόν, καθώς
 και τον χρόνο. Δηλαδή οι Πατέρες ήξεραν ότι ο χρόνος είναι μία διάστασις ωρισμένου μέρους του κτιστού σύμπαντος. Διότι το πρώτο κτίσμα που κτίσθηκε είναι οι αιώνες και όχι ο χρόνος. Ο χρόνος δημιουργείται αργότερα από τον Θεόν.

Οπότε η κυρία διαφοροποίησις μεταξύ αιώνων και χρόνου είναι ότι στον χρόνο έχομε αλληλοδιαδοχή στα γεγονότα, ενώ στους αιώνες δεν έχομε αναγκαστικά αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, αλλά μία συνύπαρξη γεγονότων σε μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς αναγκαστικά να εμπλέκωνται τα γεγονότα με την αλληλοδιαδοχή. Ο άνθρωπος είναι περιωρισμένος στην
αλληλοδιαδοχική εμπειρία των καταστάσεων, επειδή είναι μέσα στον χρόνο. Ο άνθρωπος δεν έχει εμπειρία μιας υπάρξεως χωρίς αλληλοδιαδοχή. Την αποκτά όμως μόνο στην εμπειρία της θεώσεως, διότι τότε καταργείται ο χρόνος.

Μόνον εκείνος ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι έχει εμπειρία εκείνου του τρόπου της υπάρξεως που υπερβαίνει την ύπαρξι, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χρόνο, υπάρξεως που υπερβαίνει τον αιώνα, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χώρο, υπάρξεως που υπερβαίνει την λογική κλπ. Έχει δηλαδή ο θεούμενος την εμπειρία του ακτίστου, χωρίς όμως να γνωρίζη γνωσιολογικώς τι είναι αυτό το άκτιστο. Επειδή γνωσιολογικώς το άκτιστο για τον θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδή και ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται στον θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, αν και υποπίπτη στην αντίληψι του νοός και της λογικής και των αισθήσεων και του σώματος του ανθρώπου, παρά ταύτα ο Θεός παραμένει Μυστήριο, επειδή ξεφεύγει από τα όρια και τον τρόπο γνώσεως του ανθρώπου.
Και τούτο συμβαίνει, επειδή το θεμέλιο των ανθρωπίνων γνώσεων είναι η ομοιότητα και η διαφορά. Μεταξύ δε κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης.

Βλέπομε π.χ. έναν ελέφαντα, που για έναν, που δεν ξέρει τίποτε από ελέφαντες, δεν μοιάζει με τίποτε άλλο. Αλλά απλώς διαφέρει από τα άλλα ζώα. Μετά βλέπομε δύο ελέφαντες και λέμε α, αυτοί οι δύο μοιάζουν. Αν, όμως, τους εξετάσωμε ποιο προσεκτικά, στην περίπτωση που ο ένας είναι αρσενικός και ο άλλος θηλυκός, βλέπομε ότι διαφέρουν μεταξύ τους σε ωρισμένα μέρη του σώματος. Αλλά, παρά τις διαφορές τους, υπάρχει μία γενικώτερη ομοιότητα μεταξύ τους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε μιλάμε πάλι για ελέφαντες και τους βάζομε στην ίδια κατηγορία των άλλων ελεφάντων.
Όταν  όμως  έχη  κάποιος  την  εμπειρία  της  θεώσεως,  κάνει  τότε  μία  διαφοροποίησι,  αλλά  δεν  μπορεί  να  διακρίνη ομοιότητα, να βρη δηλαδή ομοιότητα μεταξύ του ακτίστου με κάποιο κτιστό. Η διαφοροποίησις όμως υπάρχει. Βλέπει δηλαδή κάτι, που δεν έχει ξαναδεί ποτέ στην ζωή του. Δεν υπάρχει όμως καμμία ομοιότης εκείνου που του αποκαλύπτεται με κάτι που ήδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει εκείνο που υποπίπτει στη αντίληψι του θεουμένου από όλα τα κτιστά. Διαφέρει, αλλά δεν μοιάζει με τίποτα, με κανένα γνωστό κτίσμα. Γιατί δεν μοιάζει; Διότι δεν έχει ούτε χρώμα ούτε διαστάσεις ούτε φως είναι ούτε σκότος είναι ούτε μεγάλο είναι ούτε μικρό είναι, δεν έχει σχήμα, δεν έχει είδος (μορφή).

Γι’ αυτό οι Πατέρες, όταν μιλάνε για την δόξα του Θεού, μιλάνε σαν να είναι κάτι το ασχημάτιστο και ανείδεο. Βέβαια αυτό το ανείδεο είναι επιχείρημα επιθέσεως εναντίων Πλατωνικών. Διότι οι Πλατωνικοί πίστευαν ότι υπάρχει ένας κόσμος των ιδεών. Όταν όμως οι Πατέρες λένε ότι η δόξα του Θεού είναι ανείδεος, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καμμία σχέσι με τον νοητό κόσμο του Πλάτωνος. Και κάθε φορά που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την δόξα του Θεού ως ανίδεο και ασχημάτιστο, κάθε φορά που το αναφέρουν αυτό, κάνουν κατ’ ευθείαν επίθεσι εναντίων των δοξασιών του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και γενικά εναντίον της φιλοσοφίας. Αυτό σημαίνει ότι η Θεολογία των Πατέρων ξεφεύγει από όλα τα κατηγορήματα του φιλοσοφικού τρόπου σκέψεως.
Το να ασχοληθή βέβαια κάποιος με την φιλοσοφία, αυτό δεν είναι κακό, διότι γυμνάζεται το μυαλό του ανθρώπου. Αρκεί όμως να μη δεχθή την διδασκαλία της φιλοσοφίας προκειμένου περί της υπάρξεως και φύσεως του Θεού. Αυτό λένε όλοι οι Ησυχαστές πατέρες. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος μάλιστα είναι ο κατ’ εξοχήν φιλοσοφών Πατέρας της Εκκλησίας. Ακόμη, αν διαβάση κανείς τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, θα δη ότι υπάρχει η ίδια γραμμή και σ’ αυτόν. Οπότε συμπεραίνομε ότι για τον   εκγυμνασμό του ανθρωπίνου πνεύματος δεν είναι κακό το να ασχολήται κάποιος με την φιλοσοφία, είναι όμως ανοησία το να παραδέχεται την διδασκαλία της προκειμένου περί θεολογικών θεμάτων.