Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Φως στον Κόσμο


Φως στον Κόσμο
ΦΩΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
του π. Γεωργίου Μεταλληνού
 
«Υμείς εστε το φως του κόσμου»
Η Εκκλησία μας, προβάλλει σήμερα στο πλήρωμά της τις μορφές των Αγίων Πατέρων της Δ’ Οικουμ. Συνόδου (Χαλκηδόνα, 451 μ.Χ.).... Ο εκκλησιαστικός όρος «Πατήρ» είναι προ πάντων συνυφασμένος με την θυσία για την Ορθοδοξία και την αναίρεση της αιρέσεως. Μια, βιαστική έστω, θεώρηση της αιρέσεως θα υπογραμμίση την σημασία των Πατέρων στη ζωή της Εκκλησίας.
 
Εκκλησία και κόσμος
Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, σαν σώματος Χριστού, στον κόσμο είναι η συνεχής εν Χριστώ μεταμόρφωση του κόσμου. Η ελεύθερη, χωρίς καταναγκασμό, εκκλησιοποίηση του κόσμου. Όλες οι πτυχές της ζωής μας και οι δομές της να φωτισθούν από την ζωοποιό χάρη της χριστιανικής αληθείας. Να γίνη «βασιλεία Χριστού» ο κόσμος μας. «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» είναι η εντολή του Χριστού μας. Αν η Εκκλησία κάποια στιγμή έπαυε να έχη σαν στόχο της την εκκλησιοποίηση του κόσμου, θα ήταν σαν να ηρνείτο τον εαυτό της, θα έχανε την ταυτότητά της. Τί ήταν όμως ο κόσμος, όταν η Εκκλησία ξεκινούσε την πορεία της μέσα στην ιστορία; Μια εύγλωττη εικόνα της καταστάσεως του κόσμου, και τότε και σήμερα, μας δίνει ο Απ. Παύλος στο α’ κεφάλαιο της προς Ρωμαίους Επιστολής του. Είναι ακόμη χαρακτηριστικοί οι λόγοι του ίδιου Αποστόλου στους Χριστιανούς της Εφέσου: «Ήτε ποτέ σκότος, νυν δε φως εν Κυρίω» (Εφεσ. ε’ 8). Σαν φως στο σκοτάδι του κόσμου έλαμψε η Εκκλησία. Όσοι δεχόντουσαν ελεύθερα την κλήση της και γίνονταν μέλη της, δεχόντουσαν την πίστη της και την ζωή της. Ένωναν ουσιαστικά και οργανικά την ζωή τους με την ζωή της και ζούσαν με την αλήθειά της. Αυτή την ολοκληρωτική αλλαγή ζητούσε -και ζητά- η Εκκλησία. Να γίνη ο άνθρωπος και η ανθρώπινη κοινωνία «καινή κτίσις» (Γαλ. στ’ 15).
 
Ανάγκη καθολικής αναγεννήσεως
 Για να γίνη όμως αυτό πραγματικότητα, πρέπει να αφήση ο άνθρωπος να αναγεννηθή στην αλήθεια της Εκκλησίας. Να βαπτισθή δηλ. όχι μόνο σωματικά, αλλά να βαπτισθή και πνευματικά. Να θάψη όχι μονάχα την παλαιά του φύση, αλλά και τον παλαιό «έσω άνθρωπον», για να είναι τέλειος ο εγκεντρισμός του στο σώμα του Χριστού. Και είναι πολλοί εκείνοι, που σ’ όλους τους αιώνες φαίνονται πρόθυμοι να ανταποκριθούν στην απαίτηση αυτή. Άγιοι, όπως ο ι. Αυγουστίνος, ο άγ. Κυπριανός, η οσία Μαρία η Αιγυ­πτία είναι από τα δυνατώτερα παραδείγματα μιας αναγεννητικής εντάξεως στο σώμα της Εκκλησίας. Δεν είναι όμως λίγοι και εκείνοι, που παρά την αυτοπροαίρετη έξοδό τους από τον κόσμο και την ένταξή τους στη ζωή της Εκκλησίας, δεν θέλουν να παραιτηθούν τελείως από την παλαιά ζωή τους. Συμβαίνει δηλ. σ’ αυτούς, ό,τι στους Ισραηλίτες, που αν και ανέπνευσαν τον αέρα της ελευθερίας, νοστάλγησαν στην έρημο τα σκόρδα και τα κρεμμύδια της Αιγύπτου (Αριθμ. ια’ 5)! Μπαίνοντας στην Εκκλησία, δεν ελευθερώνονται από το «φρόνημα του κόσμου». Δεν αποβάλλουν τις παλαιές ιδέες και αντιλήψεις τους, τον παλαιό τρόπο σκέψεως και ζωής τους. Έτσι καταντούν να δέχονται από την διδασκαλία του Χριστιανισμού, ό,τι τους ευνοεί ή τους συμφέρει. Δέχονται ένα μέρος της Χριστιανικής αλήθειας, όχι όμως ολόκληρη την αλήθεια. Έτσι δημιουργούν ένα δικό τους Χριστιανισμό, που τον παρουσιάζουν όμως σαν Χριστιανισμό της Εκκλησίας. Άλλοι πάλι δέχονται την αλήθεια, που τους προσφέρει η Εκκλησία κατά το δικό τους τρόπο, την «ερμηνεύουν» με τις δικές τους προϋποθέσεις, όχι σαν αναγεννημένες εν Χριστώ υπάρξεις, αλλά κατά τις διαθέσεις των καρδιών τους.
 
Ιδεολογικοποίηση της Πίστεως
 Πρόσωπα με τέτοιες τάσεις και προϋποθέσεις, σε οποιαδήποτε εποχή, υποκαθιστούν με μια δική τους ιδεολογία (θεωρία) την πίστη της Εκκλησίας. Αυτό το γεγονός στην γλώσσα της Εκκλησίας ονομάζεται αίρεση. Το να παρουσιάζη δηλ. κανείς τις δικές του πεποιθήσεις σαν διδασκαλία της Εκκλησίας, και την δική του ερμηνεία (κατανόηση) της θείας Αποκαλύψεως σαν ερμηνεία της Εκκλησίας. Είναι λοιπόν φανερό, πως η αίρεση δημιουργεί κακό πολύ μεγαλύτερο από την αμαρτία. Ο αμαρτωλός έχει την δυνατότητα κάθε στιγμή να σωθή, κάνοντας χρήση των λυτρωτικών μέσων της Εκκλησίας. Ο αιρετικός κόβεται από το σώμα της Εκκλησίας αμετάκλητα. Γιατί δεν πιστεύει στην Εκκλησία σαν κιβωτό της θείας Αποκαλύψεως. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του, και κάνει το λογικό του κριτήριο της «παραδοθείσης πίστεως» (Ιούδ. 3). Θεοποιεί δηλ. τον εαυτό του, που τον δέχεται σαν αυθεντία. Κάθε αίρεση είναι εξάνθημα της ίδιας αρρώστιας, του ανθρώπινου εγωισμού. Είναι πτώση, όπως εκείνη των Πρωτοπλάστων, που έβαλαν το δικό τους θέλημα πάνω από το θέλημα του Θεού, και ζήτησαν να σωθούν με τις δικές τους δυνάμεις. Ο αιρετικός όμως συνήθως δεν κόβεται μόνο ο ίδιος από την εκκλησιαστική κοινωνία. Σχίζει συγχρόνως και το σώμα του Χριστού και καταστρέφει την ενότητα της Εκκλησίας. Εξ ίσου όμως τρομερό είναι, ότι η αίρεση επιφέρει...
 
Καταστροφή και της κοινωνικότητος της Εκκλησίας
 Η αίρεση δεν καταστρέφει μόνο την πνευματική ενότητα της Εκκλησίας, αλλά και την κοινωνικότητά της. Αλλοιώνει την δομή και τον χαρακτήρα της κοινωνίας της. Όπως η πίστη της Εκκλησίας δεν μένει μια υπόθεση του λογικού, αλλά δημιουργεί φρόνημα ορθόδοξο στον άνθρωπο, που σαρκώνεται σε συγκεκριμένο τρόπο ζωής, την εκκλησιαστική κοινωνία, έτσι και η αίρεση δημιουργεί φρόνημα αιρετικό, που έχει σαν συνέπεια αιρετικό τρόπο ζωής, αιρετική -όχι δηλ. γνήσια χριστιανική- κοινωνία. Η Ορθοδοξία, σαν απόλυτη κατάφαση της θείας Αποκαλύψεως, είναι το θεμέλιο της ζωής της Εκκλησίας, συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο. Μία πίστη όμως αποσπασματική και τεμαχισμένη, όπως είναι η πίστη των αιρέσεων, οδηγεί στην πραγμάτωση ενός νόθου σώματος, που δεν μπορεί να είναι συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, και συνεπώς ούτε φανέρωση του Χριστού στην ζωή του Σώματός του, της Εκκλησίας.
Αν λοιπόν η Εκκλησία μας σήμερα ονομάζη «Φως» τους αγίους Πατέρας, είναι γιατί με τον αγώνα και τη μαρτυρία τους άφησαν το Φως του Χριστού, την Ορθοδοξία, να φωτίζη και να σώζη τον κόσμο. Δέχθηκαν όλο το φως του Χριστού και το πρόσφεραν στον κόσμο, σ’ αντίθεση με τους αιρετικούς, που νοθεύουν το φως του Χριστού με το δικό τους το σκοτάδι....
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ"
(Απάνθισμα κηρυγμάτων από την
«ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ» των ετών 1980 και 1983)
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: Η Πατερική θεολογία

 



Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος: Η Πατερική θεολογία
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη από τήν Εκκλησία στούς αγίους Πατέρες πού συνεκρότησαν τήν Δ' Οικουμενική Σύνοδο στήν Χαλκηδόνα τό έτος 451 μ.Χ., η οποία αντιμετώπισε τήν αίρεση τού μονοφυσιτισμού. Πρόκειται γιά τήν αίρεση εκείνη πού υποστηρίζει ότι οι δύο φύσεις τού Χριστού –θεία καί ανθρωπίνη– ενώθηκαν σέ μία φύση καί συγκεκριμένα η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από τήν θεία φύση. Αυτή η άποψη ανέτρεπε όλη τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας, η οποία υποστηρίζει ότι διατηρείται η ανθρώπινη φύση στόν Χριστό καί μετά τήν ένωσή της μέ τήν θεία φύση.
Η αίρεση τού μονοφυσιτισμού είναι συνέχεια τής μεγάλης αιρέσεως τού αρειανισμού, πού ισχυριζόταν ότι ο Χριστός είναι κτίσμα καί όχι Θεός. Η βάση τών πρώτων αυτών αιρέσεων ήταν ότι προσπαθούσαν νά ερμηνεύουν μέ τήν λογική τό Πρόσωπο τού Χριστού. Τό σημαντικό είναι ότι οι αιρετικοί καί όλοι οι ομόφρονές τους θεολόγησαν χρησιμοποιώντας τήν ελληνική φιλοσοφία καί τόν στοχασμό, ενώ οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν τήν εμπειρία τών Προφητών καί τών Αποστόλων, όπως διατυπώθηκε μέσα στήν Αγία Γραφή, αλλά καί όπως επιβεβαιώθηκε από τήν δική τους πνευματική, εκκλησιαστική εμπειρία. Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ τών αιρετικών καί τών Πατέρων. Οι αιρετικοί προσπαθούσαν νά ερμηνεύσουν τήν σχέση τού Πατρός μέ τόν Λόγο, καί τήν σχέση τών δύο φύσεων στόν Χριστό, μέ τήν χρήση φιλοσοφικών προϋποθέσεων, ενώ οι Πατέρες εγνώριζαν από τήν πείρα τους ότι ο Λόγος είναι Θεός, γιατί κατά τήν εμφάνισή Του στούς Αποστόλους καί σέ αυτούς τούς ίδιους έλαμπε ως Φώς, όπως ο ήλιος. Έτσι, ο Λόγος έχει τήν ίδια ουσία καί ενέργεια μέ τόν Πατέρα καί τό Άγιον Πνεύμα. Επίσης, η ένωση τών δύο φύσεων στό Πρόσωπο τού Χριστού, έγινε «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αδιαιρέτως» καί «αχωρίστως».
Πράγματι, κατά τήν Μεταμόρφωση τού Χριστού επάνω στό όρος Θαβώρ, οι τρείς Μαθητές είδαν τό πρόσωπο τού Χριστού νά λάμπη όπως ο ήλιος, καί τά ιμάτιά Του νά είναι λευκά όπως τό φώς άκουσαν καί τήν φωνή τού Πατρός, πού εμαρτύρησε ότι ο Χριστός είναι αγαπητός Υιός Του καί είδαν τό Άγιον Πνεύμα ως νεφέλη φωτεινή. Ο αρχιδιάκονος καί πρωτομάρτυρας Στέφανος στό Συνέδριο τών Ιουδαίων είδε μεγάλη δόξα-λάμψη Θεού καί τόν Χριστό νά βρίσκεται στά δεξιά τού Πατρός. Ο Απόστολος Παύλος είδε τόν Χριστό μέσα στό Φώς, καί μάλιστα ένα Φώς τού οποίου η λαμπρότητα υπερείχε τής λαμπρότητος τού ηλίου. Αυτήν τήν εμπειρία είχαν οι Προφήτες στήν Παλαιά Διαθήκη, όπως ο θεόπτης Μωϋσής, αλλά καί οι θεοφόροι Πατέρες διά μέσου τών αιώνων. Σέ μιά τέτοια εμπειρική θεολογία δέν μπορεί νά αντέξη οποιαδήποτε φιλοσοφία καί οποιοσδήποτε στοχασμός.
Ο Απόστολος Πέτρος πού παρευρέθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση τού Χριστού στό όρος Θαβώρ, γράφει ότι έγινε «επόπτης» τής μεγαλειότητος τού Θεού καί δέν Τόν γνώρισε μέ «σεσοφισμένους μύθους», δηλαδή μέ παραμύθια τά οποία παρουσιάζονται μέ σοφούς λόγους καί, ασφαλώς, εδώ εννοείται η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πού χαρακτηρίζεται μεταφυσική (Β' Πέτρ. α', 16-21).
Η θεολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας είναι εμπειρική καί όχι ορθολογιστική, εκφράζεται από αυτόπτες μάρτυρες τής θεότητος τού Χριστού καί όχι από φιλοσόφους πού χρησιμοποιούν τόν στοχασμό καί τήν φιλοσοφία. Αυτό τό τελευταίο είναι διακριτικό γνώρισμα τών αιρετικών, οι οποίοι αναμειγνύουν τήν λογική μέ τόν νού, τήν φαντασία μέ τήν πραγματικότητα, τήν φιλοσοφία μέ τήν αλήθεια, τόν στοχασμό μέ τήν Αποκάλυψη. Γι’ αυτό τιμάμε τούς Πατέρας τής Εκκλησίας ως απλανείς διδασκάλους, ως μεγάλους θεολόγους, ως αστέρες πολύφωτους τού νοητού στερεώματος, ως άνθη τού Παραδείσου, ως πάγχρυσα στόματα τού Λόγου καί πολλά άλλα τά οποία ακούσαμε νά ψάλλωνται σήμερα κατά τήν διάρκεια τού Όρθρου στόν Ναό.
Καί αυτό είναι σημαντικό, γιατί υπάρχουν σήμερα πολλοί πού αλλοιώνουν τόν Πατερικό λόγο, μέ τήν σκέψη ότι ζούμε σέ μιά άλλη εποχή, διαφορετική από τήν εποχή τών Πατέρων, οπότε κάνουν λόγο γιά μεταπατερική θεολογία, αλλά καί τόν παρερμηνεύουν μέ περίπλοκο τρόπο, ώστε νά τόν υπονομεύουν. Είναι οδυνηρές αυτές οι παρερμηνείες, καί στήν ουσία τους αντιεκκλησιαστικές, αφού η Εκκλησία τιμά μέ ύμνους καί προσευχές τούς Πατέρες καί όχι τούς φιλοσόφους.
Τιμάμε κι εμείς τούς Πατέρες, όταν αποδεχόμαστε τόν λόγο τους καί εφαρμόζουμε τήν διδασκαλία τους, η οποία είναι πάντα επίκαιρη.
Ο Μητροπολιτης

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου - Διά τους πενθούντας

 



Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου - Διά τους πενθούντας
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Διά τους πενθούντας
... Και ο αμαρτωλός που πέθανε σ' όλη τη ζωή του καταπονήθηκε άσκοπα και ούτε μία ήμερα έζησε για τον εαυτό του, αλλά για την τρυφή, την ασέλγεια, την πλεονεξία, την αμαρτία, τον διάβολο. Αυτόν λοιπόν δεν θα θρηνήσουμε, πες μου- δεν θα προσπαθήσουμε να τον αρπάξουμε μέσα από τους κινδύνους; Διότι είναι δυνατό, αν θέλουμε, να γίνει ελαφριά η τιμωρία σ' αυτόν.
Αν λοιπόν κάνουμε συνεχείς προσευχές υπέρ αυτού, αν δίνουμε ελεημοσύνη• και αν ακόμα εκείνος είναι ανάξιος, ο Θεός θα δείξει το έλεός του σ' αυτόν. Αν και χάρη του Παύλου διέσωσε άλλους και για χάρη άλλων δείχνει ευσπλαχνία για άλλους, πώς δεν θα κάνει το ίδιο και για μας; Από τα χρήματα εκείνου από τα δικά σου, από όπου θέλεις, βοήθησε πρόσφερε λάδι, μάλλον σε νερό.
Δεν έχει δικές του ελεημοσύνες να επιδείξει; ας είναι συγγενικές. Δεν έχει να παρουσιάσει τις δικές του ελεημοσύνες; ας δείξει εκείνες που έγιναν γι' αυτόν. Έτσι η σύζυγός του με θάρρος θα παρακαλέσει το Θεό γι' αυτόν, εφόσον κατέθεσε λύτρο γι' αυτόν. Όσων περισσοτέρων αμαρτημάτων είναι υπεύθυνος, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη από ελεημοσύνη υπάρχει γι' αυτόν. Όχι μόνο αυτό, αλλά διότι τώρα η ελεημοσύνη δεν έχει την ίδια δύναμη, αλλά πολύ μικρότερη. Διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα να κάνει κάποιος ελεημοσύνη αυτός ο ίδιος και να κάνει αυτήν άλλος υπέρ αυτού. Όσο λοιπόν μικρότερη είναι αυτή, τόσο μεγαλύτερη κατά το ποσό ας την προσφέρουμε.
Ας μη ασχολούμαστε με σημεία τάφων και εντάφια. Προστάτεψε τις χήρες• αυτό είναι το σπουδαιότερο εντάφιο. Πες το όνομα- ζήτησε να κάνουν όλες τις δεήσεις και τις ικεσίες υπέρ αυτού- θα εξευμενίσει, αυτό το Θεό, αν και δεν έγινε απ' αυτόν η ελεημοσύνη, αλλά άλλος γίνεται αίτιος ελεημοσύνης γι' αυτόν. Και αυτό είναι νόμος της φιλανθρωπίας του Θεού. Χήρες, που στέκονται γύρω και κλαίνε, όχι μόνο από τον παρόντα, αλλά και από τον μέλλοντα θάνατο μπορούν να διασώσουν κάποιον. Πολλοί άνθρωποι ωφελήθηκαν από τις ελεημοσύνες που έγιναν από άλλους. Διότι αν και όχι τελείως, όμως βρήκαν κάποια παρηγοριά- διότι εάν δεν συμβαίνει αυτό, πώς σώζονται τα παιδιά; αν και αυτά βέβαια, τίποτε δεν συνεισφέρουν, αλλά οι γονείς συνεισφέρουν το παν και στις γυναίκες πολλές φορές χαρίσθηκαν παιδιά, που δεν πρόσφεραν αυτά τίποτε. Πολλούς δρόμους μάς έχει δώσει ο Θεός για τη σωτηρία μας, μόνο να μην αμελούμε. (Πράξ. 9, 26-43).
* * *
...Δεν γίνονται άσκοπα οι προσφορές γι' αυτούς που πέθαναν, ούτε οι ικεσίες, ούτε οι ελεημοσύνες• όλα αυτά το Πνεύμα τα διέταξε, θέλοντας να ωφελούμαστε εμείς μεταξύ μας. Διότι πρόσεχε. Ωφελείται εκείνος με τη βοήθεια σου, ωφελείσαι συ εξ αιτίας εκείνου- περιφρόνησες τα χρήματα, αφού αποφάσισες να επιτελέσεις κάτι το σπουδαίο-  και εσύ έγινες αίτιος της σωτηρίας αυτού, και εκείνος για σένα έγινε αίτιος ελεημοσύνης. Να μη αμφιβάλλεις, ότι θα αποκομίσεις κάποια ωφέλεια. Δεν αναφωνεί άσκοπα ο διάκονος "υπέρ εκείνων που έχουν κοιμηθεί εν Χριστώ, και υπέρ εκείνων που κάνουν το μνημόσυνο γι' αυτούς"- δεν είναι ο διάκονος εκείνος, που αναφωνεί αυτά, αλλά το Πνεύμα το άγιο - αυτό δε εγώ το λέγω χάρισμα. Τι λέγεις; Στα χέρια του είναι η θυσία και όλα βρίσκονται ενώπιόν του τακτοποιημένα- παραβρίσκονται άγγελοι, αρχάγγελοι, παραβρίσκεται ο Υιός του Θεού- με τόση φρίκη στέκονται όλοι-  παραστέκονται εκείνοι ψάλλοντας, ενώ όλοι σιγούν και νομίζεις ότι τυχαία γίνονται όλα τα τελούμενα; Λοιπόν και τα άλλα, γίνονται τυχαία και τα υπέρ της εκκλησίας και τα υπέρ των ιερέων προσφερόμενα και τα υπέρ του πληρώματος της εκκλησίας; μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά όλα γίνονται με πίστη. (Πράξ. 9, 26-43).
* * *
... Γνωρίζοντας αυτά, ας επινοούμε όσες μπορούμε παρηγοριές γι' αυτούς που πέθαναν αντί για δάκρυα, για θρή-νους και για μνημεία, τις ελεημοσύνες, τις ευχές, τις προσφορές, για να επιτύχουν και εκείνοι και εμείς τα αγαθά που έχει υποσχεθεί ο Κύριος... Αμήν.

... Δεν είναι αυτά δείγματα συμπαθείας προς τον απελθόντα, αλλά ματαιοδοξίας- διότι, εάν θέλης να δείξης συμπόνοια διά τον αποθανόντα, σού δείχνω άλλην οδόν κηδείας και σε συμβουλεύω να τον ενδύης με ενδύματα που ανασταίνονται μαζί με αυτόν και τον καθιστούν λαμπρόν διότι αυτά τα ενδύματα ούτε από τον σκόρον φθείρονται ούτε από τον χρόνον καταστρέφονται ούτε από τους τυμβωρύχους κλέπτονται. Ποία λοιπόν, είναι αυτά; Η ενδυμασία της ελεημοσύνης- διότι αυτή η στολή ανασταίνεται μαζί με αυτόν καθ' όσον η σφραγίς της ελεημοσύνης είναι μαζί με αυτόν. Από αυτά τα ενδύματα λάμπουν εκείνοι που θα ακούσουν τότε- "Με είδατε πεινασμένον και με εθρέψατε", αυτά τους καθιστούν σπουδαίους, αυτά περιφανείς, αυτά ασφαλείς.

Πηγη: Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Περί ελεημοσύνης, περί μετανοίας και διά τους πενθούντας

Εκόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Θεσσαλονίκη

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου: Τα άγρια θηρία των παθών

 



Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου: Τα άγρια θηρία των παθών
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
 
 ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΜΕ για την διόρθωσι των παθών. Για σκεφθήτε τι άσχημο πράγμα είναι να βλέπη κανείς το σπίτι του σε κακή κατάστασι και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν, και αντί να το διορθώση, κάθεται και κατασκευάζει αυλές και προαύλια. Ή να είναι άρρωστο το σώμα και αντί να φροντίζη γι' αυτό, κάθεται και υφαίνει χρυσά φορέματα.
Έτσι γίνεται τώρα. Ενώ η ψυχή μας βρί­σκεται σε κακή και αθλία κατάστασι˙ενώ κυριεύεται από τον θυμό, από την κακολογία, από αισχρές επι­θυμίες, από επίδειξι και κενοδοξία, από ατίθασες και επαναστα­τικές κινήσεις, ενώ σύρεται στο χώμα και σπαράζεται από τόσα θηρία, αντί να κοιτάξουμε να την απαλλάξουμε από τα πάθη, ασχολούμεθα με σωματικές ανέσεις και καλλωπισμούς.
Όταν μία αρκούδα ξεφύγη από εκεί που την φυλάνε και γυρίζη ελεύθερη στους δρόμους, κλείνουμε τα σπίτια μας και βαδίζουμε από στενά δρομάκια για να μη πέσουμε επάνω σ' αυτό το θηρίο. Και τώρα που όχι ένα θηρίο, αλλά πολλά σπαράζουν τον ψυχικό μας κόσμο ούτε είδησι παίρνουμε.
Για την ασφάλεια της πόλεως φροντίζουμε πολύ και κλεί­νουμε τα θηρία σε απόμερα μέρη και σε σιδερένια κλουβιά. Και τα φυλάμε όχι κοντά στην Βουλή ούτε στα δικαστήρια ούτε στα ανάκτορα, αλλά πολύ μακρυά. Απ’ εναντίας όμως στην ψυχή μας όπου υπάρχουν κάποια άλλη βουλή και κάποια άλλα ανάκτορα και δικαστήρια, αφίνουμε τα θηρία να ανεβαίνουν μέχρι τον νου, δηλαδή τον θρόνο τον βασιλικό, και να ωρύωνται και να θορυβούν.
Αυτή είναι η αιτία που όλα γίνονται άνω-κάτω και όλα γεμίζουν από ταραχή και τα εσωτερικά και τα εξωτερικά, και καθόλου δεν διαφέρουμε από πόλι που την αναστήλωσε βαρβα­ρική επιδρομή. Και ομοιάζει η κατάστασις σαν να επετέθη ένας δράκοντας σε φωλιά με νεοσσούς, και οι νεοσσοί με φωνές τρόμου πετούν κατατρομαγμένοι εδώ κι' εκεί μη ξέροντας πως να απαλλαγούν από την αγωνία τους.
Γι' αυτό σας παρακαλώ, ας φονεύσουμε τον δράκοντα, ας δεσμεύσουμε τα θηρία, ας τα πνίξουμε, ας τα σφάξουμε. Κάθε πονηρία που υπάρχει μέσα στο νου μας ας την εξοντώσουμε με την «μάχαιραν του Πνεύματος».
Έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε κι' εμείς λέοντες που έχουν φοβερά δόντια και όποιος πέσει σ' αυτά τον κομματιάζουν. Τέ­τοιοι λέοντες είναι ο θυμός, η σαρκική επιθυμία... Κοίταξε λοιπόν να ομοιάσης με τον προφήτη Δανιήλ και μη επιτρέψης σ' αυτά τα πάθη να εμπήξουν τα δόντια τους μέσα στην ψυχή σου.
Μερικά άγρια θηρία, όταν είναι εύσωμα και καλοθρεμμένα, νικούν τους αντιπάλους των. Όταν όμως τα υποβάλη κανείς σε πείνα και τα αδυνατήση, τους εκοίμισε το θυμό και τους αφή­ρεσε την δύναμι, ώστε και ένας ασήμαντος αντίπαλος να τα βάζη μαζί τους.
Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τα πάθη της ψυχής. Όποιος τα αδυνατίζει, τα καθιστά υποχείρια στο λογικό. Όποιος τα καλοτρέφει, καθιστά την πάλη μαζί τους δυσκολώτερη, με αποτέλεσμα να τα τρέμη και να καταντήση δούλος των για πάντα.
Κάποιος σοφός έλεγε: «Η αμαρτία ξεκινά από την υπε­ρηφάνεια». Δηλαδή ηυπερηφάνειαείναι ρίζα και πηγή και μητέρα της αμαρτίας.
Εξ αιτίας αυτής ο πρωτόπλαστος έχασε την μακαρία εκείνη ζωή στον παράδεισο, και ο διάβολος που τον εξηπάτησε, έχασε το τόσο υψηλό αξίωμά του. Γνωρίζοντας ο ακάθαρτος διάβολος ότι η υπερηφάνεια μπορεί και από τον ουρανό να γκρεμίζη, την σκέφθηκε ενώ επιχειρούσε να ρίξη κάτω τον Αδάμ από την τιμημένη θέσι του. Αφού τον «εφούσκωσε» με την υπόσχεσι πως θα γίνη ίσος με τον Θεόν, τον συνέτριψε και τον κατέβασε στα βάραθρα του άδη.
Τίποτε δεν αποξενώνει από την φιλανθρωπία του Θεού και τίποτε δεν παραδίνει στην φωτιά της κολάσεως, όσο το τυραννικό πάθος της υπερηφάνειας. Όταν υπάρχη μέσα μας αυτή, όλη η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω και αν διαθέτουμε καθαρότητα ή παρθενία ή νηστεία ή ευχές ή ελεημοσύνη ή ο,τιδήποτε άλλο. Διότι, όπως λέγει η Γραφή, «είναι ακάθαρτος στα μάτια του Κυρίου κάθε υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιστ', 5).
Όχι μόνο η πορνεία ή η μοιχεία μολύνει τους ανθρώπους, αλλά και η υπερηφάνεια και μάλιστα πολύ περισσότερο από αυ­τές. Γιατί; Διότι η ανηθικότης αν και είναι ασυγχώρητο κακό, άλλ' όμως ξεκινά από την αιτία της επιθυμίας. Στην αλαζονεία όμως δεν μπορείς να βρης κάποια αιτία ή κάποια πρόφασι, ώστε να έχης κάποιο ίχνος δικαιολογίας και συγγνώμης. Τίποτε άλλο δεν είναι αυτή, παρά διαστρέβλωσις της ψυχής και αρρώστεια βαρύτατη που δεν γεννάται από τίποτε άλλο παρά από την ανοη­σία. Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα στον κόσμο από τον αλα­ζονικό άνθρωπο.
Οιδόξεςκαι οι λαμπρότητες του κόσμου είναι ασταθείς. Τίποτε δεν διαφέρουν τα λαμπρά πράγματα του κόσμου από τις θεατρικές παραστάσεις και από την ομορφιά των ανοιξιάτικων λουλουδιών. Πριν ακόμα εμφανισθούν, αναχωρούν. Αλλά και αν παραμείνουν λίγο καιρό, αμέσως υποκύπτουν στην φθορά.
Αλήθεια, ποιο πράγμα είναι πιο μηδαμινό, από την τιμή και την δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους; Ποιος είναι ο καρπός της; Ποια η ωφέλειά της; Σε ποιο χρήσιμο αποτέλε­σμα καταλήγει; Και είθε να ήταν μόνο αυτό το άσχημο! Αλλά τώρα, εκτός τού ότι δεν προσφέρει κέρδος, προξενεί και ζημίες.
Όποιος υπακούει σ' αυτήν την τόσο σκληρή και άσχημη «δέσποινα», είναι υποχρεούμενος να υποφέρη συνεχώς πολλά λυπηρά και επιβλαβή πράγματα. Είναι πράγματι «δέσποινα» σε όσους την έχουν και όσο πιο πολύ κολακεύεται από τους δού­λους της, τόσο περισσότερο σηκώνει το ανάστημά της και τους βασανίζει με σκληρότερες διαταγές. Αντιθέτως, αυτούς που την περιφρονούν και την απορρίπτουν, δεν μπορεί καθόλου να τους αντισταθή.
Είναι δηλαδή χειρότερη και από κάθε τύραννο και από κάθε θηρίο. Διότι ο τύραννος και τα θηρία, αν τους καλοπιάση και τους θωπεύση κανείς, πολλές φορές ημερεύουν, ενώ αυτή όσο περισσότερο πάμε με τα νερά της, τόσο πιο πολύ αγριεύει. Και όταν βρη κάποιον που υποτάσσεται σε όλα, τίποτε δεν δι­στάζει να τον διάταξη.
Έχει και κάποια σύμμαχο, που δεν σφάλλουμε αν την ονομάσουμε θυγατέρα της. Δηλαδή, όταν τραφή και αυξηθή και ριζώση καλά μέσα μας, γεννά την «απόνοιαν», που όχι λιγώτερο από την ίδια καταστρέφει και κατακρημνίζει την ψυχή τού ανθρώπου.
Πως λοιπόν θα μπορέσουμε να νικήσουμε το πάθος της κενοδοξίας;Αν στην μια δόξα αντιτάξουμε άλλη δόξα. Πολλές φορές καταφρονούμε τον υλικό πλούτο, όταν ατενίσουμε προς κάποιον άλλο πλούτο. Επίσης περιφρονούμε και την ίδια μας την ζωή, όταν αντιληφθούμε πως υπάρχει κάποια άλλη πολύ ανώτερη. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την δόξα. Μπορούμε να περιφρονήσουμε εντελώς την δόξα τούτου τού κόσμου, όταν αντιληφθούμε πως υπάρχει κάποια άλλη πολύ πιο σπουδαία, η πραγματική δόξα.
Η δόξα τούτου τού κόσμου είναι άδεια και άχρηστη και διατηρεί το όνομα χωρίς περιεχόμενο. Η άλλη όμως δόξα είναι η αληθινή. Προέρχεται από τον ουρανό και έχει ως εγκωμιαστάς όχι ανθρώπους, αλλά αγγέλους και αρχαγγέλους και τον Δε­σπότη των αρχαγγέλων.
Εάν λοιπόν στραφής προς εκείνη την ομήγυρι, εάν καταλάβης τι στεφάνια υπάρχουν εκεί, εάν κοιτάξης προς τα χειρο­κροτήματα που υπάρχουν εκεί, ποτέ δεν θα μπορέσουν να σε κυριεύσουν τα εδώ ένδοξα πράγματα˙και ούτε όταν τα απολαμβάνης θα τα θεωρής σπουδαία ούτε όταν σου λείπουν θα τα αναζητής.
Άλλωστε και στα ανάκτορα κανείς από τους δορυφόρους τού βασιλέως δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να είναι αρεστός σ' αυτόν που φορεί το στέμμα και κάθεται επάνω στον θρόνο,και αντ' αυτού να περιεργάζεται τις φωνές από τα σαλιγγάρια ή τον βόμβο από τις μυΐγες και τα κουνούπιαπου πετούν γύρω. Πράγματι οι έπαινοι των ανθρώπων δεν είναι πολύ σπουδαιότε­ροι από αυτά. Ας καταλάβουμε λοιπόν πόσο φτηνά είναι τα ανθρώπινα και ας συγκεντρώνουμε ό,τι καλό έχουμε στα ασύλητα ταμεία τού ουρανού και ας επιζητούμε την δόξα που είναι μόνιμη και αμετακίνητη.
Πες μου γιατί δεν μπορείς να νικήσης τον πειρασμό της δόξας, την στιγμή που άλλοι άνθρωποι τον νικούν. Μήπως αυτοί δεν έχουν την ίδια ψυχή, το ίδιο σώμα, την ίδια μορφή, την ίδια ζωή;
Σκέψου τον Θεόν. Σκέψου την δόξα τού ουρανού. Σύγκρινέ την με τα παρόντα, και γρήγορα θα διώξης μακρυά την επίγεια δόξα.
Εάν ποθής δόξα, να ποθής την πραγματική. Τι δόξα είναι αυτή που προξενεί ατιμίες; Τι δόξα είναι αυτή που σε αναγκάζει να επιθυμής ασήμαντες τιμές και να τις θεωρής απαραίτητες; Τιμή πραγματική είναι το να δοξάζεσαι από σπουδαία πρόσωπα, όχι από ασήμαντα. Εάν λοιπόν αγαπάς με πάθος την δόξα, να ποθής την δόξα που προέρχεται από τον Θεόν. Εάν συμβή αυτό, θα καταφρόνησης την επίγεια δόξα, και θα την ιδής άτιμη.
Εάν όμως δεν αντικρύσης την δόξα τού Θεού, ούτε θα κατανόησης ότι η εδώ δόξα είναι αισχρή και καταγέλαστη.Όπως ακριβώς συμβαίνει με την φιλία μιας κακής και άσχημης γυναίκας.Όσο κανείς συνδέεται μαζί της με πάθος, δεν μπορεί να ιδή την δυσμορφία της, διότι το πάθος σκοτίζει την ορθή κρίσι.
Τι είναι η δόξα; Δώσε μου έναν ορισμό της. Είναι, θα ειπή κάποιος, το να θαυμάζεσαι από όλους. Πως να θαυμάζεσαι δίκαια ή άδικα; Εάν άδικα, τότε δεν πρόκειται για θαυμασμό, αλλά για κατηγορία και κολακεία και κατηγορία. Εάν δίκαια, τούτο είναι κάτι αδύνατο. Διότι οι άνθρωποι δεν κρίνουν ορθά, αλλά θαυμάζουν όσους τους εξυπηρετούν στις επιθυμίες τους. Και αν αμφιβάλλετε, κοιτάξτε αυτούς που αφιερώνουν τα πρά­γματά τους και τα χρήματά τους στις ανήθικες γυναίκες, στους ηνιόχους, στους χορευτές.
Εάν κάποιος πεθαίνη για επαίνους, ενεργεί όχι όπως θέλει ο ίδιος, αλλά σύμφωνα με την όρεξι των άλλων. Έτσι γρήγορα ξεφεύγει από τον δρόμο της αρετής.
Τι θα είχαμε να συμβουλεύαμε σ' αυτό το ζήτημα; Τι άλλο παρά να κοιτάμε προς τον Θεόν, να πράττουμε όλα όσα Εκείνος υιοθετεί, να εφαρμόζουμε το καλό και να μη χάσκουμε προς τα ανθρώπινα πράγματα και τον ανθρώπινο έπαινο. Ο υπολογισμός στον ανθρώπινο έπαινο φθείρει και την νηστεία και την προσευ­χή και την ελεημοσύνη· και όλο μας τον πνευματικό πλούτο τον αδειάζει. Για να γλυτώσουμε από όλα αυτά, ας φύγουμε μακρυά από το πάθος της φιλοδοξίας. Και πάντοτε να κοιτάμε ένα πράγμα, τον έπαινο του Θεού, την ιδική Του γνώμη, την επευφημία αυτού που είναι Δεσπότης όλων μας. Έτσι θα δια­νύσουμε ενάρετα την επίγεια ζωή μας και θα αξιωθούμε μαζί με όλους τους φίλους τού Θεού των μελλοντικών αγαθών.
Εκείνος που έχει μάθει να μη πέφτη σε πορνεία, ούτε σε μοιχεία θα πέση, ενώ εκείνος που έχει παραδοθή στο πρώ­το, γρήγορα θα κατάληξη και στο δεύτερο.
Τι έχω να σάς συμβουλεύσω; Θα σάς συμβουλεύσω κάτι για να κόψουμε τις ρίζες του κακού.
Όσοι έχετε νέα παιδιά και πρόκειται να τα οδηγήσετε στον κοσμικό βίο, να τα παρακινήτε γρήγορα για τον γάμο. Στους νέους είναι εξημμένες και ενοχλητικές οι σαρκικές επιθυμίες. Γι' αυτό στον προ του γάμου καιρό να τους συγκρατήτε με συμβουλές, με απειλές, με φόβους, με υποσχέσεις, με αναρί­θμητα άλλα. Όταν όμως είναι καιρός γάμου, να μη αναβάλλετε να τους στεφανώνετε.
Μόλις το παιδί μεγαλώση, πριν πάη στρατιώτης, πριν από τις άλλες βιωτικές υποθέσεις, φρόντιζε για τον γάμο του. Και όταν εκείνο ιδή ότι γρήγορα τού φέρνεις την νύμφη και ότι είναι σύντομος ο χρόνος, θα μπόρεση να δαμάση την φλόγα.Αν όμως ιδή ότι αμελείς και αργείς και περιμένεις πότε θα αυξηθή η περιουσία, θα απελπισθή από το μακρό χρονικό διά­στημα και θα γλυστρήση στην ανηθικότητα. Αλλά αλλοίμονο! Και εδώ ρίζα τού κακού η φιλαργυρία!
Κανένας δεν ενδιαφέρεται πως το παιδί θα αποκτήση σεμνότητα, σωφροσύνη, επιείκεια, αλλά κοιτούν με μανία πως να συγκεντρώσουν χρήματα. Χάριν τού χρυσού παραγκωνίζονται όλα τα άλλα.
Σάς παρακαλώ λοιπόν να φροντίζετε πρώτα για τις ψυχές των παιδιών σας.
Αν το παιδί σας πλησίαση αγνό τη νύφη, τότε η χαρά θα είναι πιο ευλογημένη, ο φόβος τού Θεού μεγαλύτερος και ο γάμος πραγματικά τίμιος, αφού θα υποδέχεται σώματα κα­θαρά και αμόλυντα, και τα παιδιά που θα γεννηθούν θα είναι γε­μάτα από πολλή ευλογία, και μεταξύ τους οι σύζυγοι θα ομο­νοούν.
Όταν όμως ο νέος αρχίζη να διαπράττη ασέλγειες και συνηθίση στην ζωή της ανηθικότητος, τότε και όταν παντρευθή τα ίδια θα κάνη. Η γυναίκα του την πρώτη και την δεύτερη ημέρα θα τού φανή καλή και επαινετή. Αμέσως θα επανέλθη στην προηγούμενη ασέλγεια, στα ασύδοτα και άσεμνα γέλια, στα αισχρά λόγια, στα σχήματα και στις κινήσεις της μαλθακότητος και σ' όλη την άλλη απρέπεια, που δεν μας επιτρέπεται να την περιγράψουμε.
Ησοβαρή και αξιοπρεπής γυναίκα του δεν εκθέτει τον εαυτό της σε τέτοιες απρέπειες. Διότι εδόθηκε στον άνδρα για να ζήσουν μαζί, να αποκτήσουν παιδιά, όχι για ασχημίες και γέλια· για να παραμένη στο σπίτι και να το τακτοποιή, για να τον διδάσκη να είναι σεμνός και εγκρατής.
Αλλά σου φαίνονται γλυκά τα κινήματα της αμαρτωλής γυναίκας; Το ξέρω κι' εγώ. Το διακηρύσσει και η Γραφή: «Από τα χείλη της ανήθικης γυναίκας στάζει μέλι» (Παροιμ. ε', 3). Για αυτό σου ομιλώ έτσι, για να μη γευθής εκείνο το μέλι, διότι αμέ­σως μετατρέπεται σε χολή. Και αυτό το τονίζει η Γραφή: «Αυτή η γλυκύτητα για λίγο ευχαριστεί τον φάρυγγά σου, και έπειτα το μέλι γίνεται πικρότερο από την χολή και σφάζει περισσότερο απ’ ό,τι το ακονισμένο δίκοπο μαχαίρι» (Παροιμ. ε', 4).
Είπα προς τους πατέρες σας ότι πρέπει γρήγορα να σας οδηγούν στον γάμο, αλλά όμως και εσείς οι νέοι δεν είσθε ανεύ­θυνοι. Δεν φταίει το νεαρό της ηλικίας, διότι θα έπρεπε τότε όλοι οι νέοι να είναι ανήθικοι, αλλά εσείς οι ίδιοι σπρώχνετε τον εαυτό σας στην φωτιά.
Όταν πας στο θέατρο και αφήσης τα μάτια σου να χορ­ταίνουν με τα άσεμνα και τα γυμνά,για λίγο αισθάνθηκες ηδονή, αλλά κατόπιν απεκόμισες από εκεί πολλή έξαψι και φλό­γα. Όταν παρακολουθής θεάματα και τραγούδια που δεν έχουν κανένα άλλο θέμα παρά τον παράνομο έρωτα... πως θα μπόρεσης να δείξης σωφροσύνη και εγκράτεια; Αυτά τα διηγήματα, αυτά τα θεάματα, αυτά τα τραγούδια σου κυρίευσαν την ψυχή. Και το βράδυ που θα κοιμηθής θα τα ιδής και στα όνειρά σου, διότι συνήθως η ψυχή φαντάζεται στα όνειρα ό,τι σκέπτεται και επι­θυμεί κατά την ημέρα.
Όταν λοιπόν πηγαίνης σ' αυτά τα θεάματα, και βλέπης αισχρά πράγματα και ακούς λόγια αισχρότερα, και τραυματί­ζεσαι, χωρίς έπειτα να χρησιμοποιής φάρμακα, πως δεν θα αυξηθή η σήψις; Πως δεν θα χειροτέρευση η αρρώστεια; Όταν λοιπόν επισωρεύουμε επάνω μας αυτά που βλάπτουν, και καθό­λου δεν φροντίζουμε γι' αυτά που ωφελούν, πως μπορεί να έχουμε κάποια υγεία;
Εύκολο είναι να αποκτήση κανείς εγκράτεια και σωφροσύνη, αρκεί να το θελήση, αρκεί να απομακρύνεται από τις επι­βλαβείς αιτίες.
Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να περιπατή ο άνθρωπος. Και όμως και αυτό γίνεται κουραστικό και δύσκολο σε μερικές γυναίκες, αλλά και σε άνδρες, από την ζωή της χλι­δής, της ανέσεως και της μαλθακότητος.
Όταν θελήσουμε κάτι, δεν υπάρχει καμμιά δυσκολία. Και όταν δεν το θελήσουμε, δεν υπάρχει καμμιά ευκολία. Όλα εξαρ­τώνται από εμάς. Από το εάν θέλουμε ή εάν δεν θέλουμε.
Ο Παύλος γράφοντας προς τους Εβραίους ομιλεί και συμβουλεύει ως εξής: «Να επιδιώκετε την ειρήνη με όλους, και τον αγιασμό, διότι χωρίς αυτόν κανείς δεν θα ιδή το πρόσωπον τού Κυρίου» (Εβρ. ιβ', 14). Εδώ λέγοντας αγιασμό εννοεί την σωφροσύνη, να αρκήται δηλαδή ο καθένας στην ιδική του γυ­ναίκα και να μη πηγαίνη σε άλλη.
Όποιος δεν αρκείται στην ιδική του, δεν υπάρχει τρόπος να σωθή, αλλά οπωσδήποτε θα απολεσθή, έστω κι' αν έχη αναρί­θμητα καλά έργα. Εξ αιτίας της πορνείας δεν πρόκειται να εισέλθη στην βασιλεία των ουρανών. Αλλά δεν πρέπει αυτό να το ονομάσουμε πορνεία, θα το ονομάσουμεμοιχεία. Όπως η συζευγμένη γυναίκα, αν πάη με άλλον άνδρα, γίνεται μοιχαλίδα, έτσι και ο συζευγμένος με γυναίκα, αν πλησιάζη σε άλλη, γί­νεται μοιχός.
Ο μοιχός δεν θα κληρονομήση την βασιλεία, αλλά θα πέση στην κόλασι. Άκου τι λέγει γι' αυτούς ο Χριστός: «Το σκουλήκι που θα τους τρώγη δεν θα πεθαίνη, και η φωτιά που θα τους καίη, δεν θα σβήση» (Μαρκ. θ', 45). Καμμιά συγχώρησι δεν έχει αυτός που έχοντας τόση ανάπαυση στην γυναίκα του παρανομεί με άλλη.Αυτό είναι ακράτεια. Εάν τόσοι άνδρες απέχουν και από την ιδική τους γυναίκα, όταν είναι καιρός νη­στείας, όταν είναι καιρός προσευχής, τι να ειπούμε γι' αυτόν που ούτε στην ιδική του αρκείται, αλλά και άλλη πλησιάζει; Πόση φωτιά επισωρεύει επάνω του;
Ο άνδρας που θα απομακρύνη και θα διώξη την ιδική του γυναίκα, δεν επιτρέπεται να πλησίαση άλλη, γιατί αυτό αποτελεί μοιχεία. Για σκεφθήτε τώρα τι αμάρτημα είναι, να έχη κανείς την ιδική του και να εισάγη και άλλη. Κανείς ας μη αφήση αυτό το νόσημα στην ψυχή του, αλλά ας το ξερριζώση αμέσως. Γιατί δεν ζημιώνει τόσο την γυναίκα του, όσο τον εαυτό του. Πρόκει­ται για πολύ βαρύ και ασυγχώρητο αμάρτημα. Γι' αυτό, αν μία γυναίκα έχη ειδωλολάτρη σύζυγο και τον χωρίση παρά την θέ­λησή του, τιμωρείται από τον Θεόν. Εάν όμως χωρίση αυτόν που την εξαπατά, δεν τιμωρείται.
«Εάν μια γυναίκα Χριστιανή έχη άνδρα άπιστο (ειδωλο­λάτρη), και αυτός συγκατανεύει να συγκατοική μαζί της, ας μη τον αφίνη» (Α' Κορ. ζ',15). Όταν όμως έχουμε στην μέση πορνεία, η Γραφή ομιλεί διαφορετικά: «Εάν κάποιος διώξη την γυναίκα του, χωρίς να υπάρχη λόγος πορνείας, την κάνει να γίνη μοιχαλίδα» (Ματθ. ε', 32).
Εκείνος που θα συνέλθη με πόρνη, θα γίνη κατ' ανάγκη ένα σώμα μαζί της. Πως λοιπόν η σεμνή σύζυγός που είναι μέ­λος τού σώματος τού Χριστού, θα τον δεχθή; Πως θα ενωθή με αυτόν που έγινε μέλος τού σώματος της πόρνης;
Και πρόσεξε τι άλλο αναφέρει η Γραφή: Αυτή που έχει σύζυγο ειδωλολάτρη δεν είναι ακάθαρτη, «διότι έχει αγιασθή ο σύζυγος δια της γυναικός» (Α' Κορ. ζ',14). Ενώ για την πόρνη ομιλεί διαφορετικά: «Να πάρω λοιπόν τα μέλη τού Χριστού και να τα κάνω μέλη πόρνης»; (Α' Κορ. στ',15). Στην πρώτη περίπτωσι, παρά την συνοίκησι με ειδωλολάτρη, ο αγιασμός παραμένει και δεν απομακρύνεται, ενώ στην δεύτερη περίπτωσι φεύγει.
Φοβερό λοιπόν αμάρτημα η πορνεία. Φοβερό και πρόξενο αθανάτου κολάσεως. Αλλά και σ' αυτήν την ζωή επιφέρει αναρίθμητα κακά, διότι αυτός που πορνεύει, αναγκάζεται να κάνη ζωή κουραστική, αγωνιώδη και ταλαίπωρη. Μπαίνοντας στο ξένο σπίτι, κατέχεται από υποψία, υποψιάζεται τους υπηρέ­τες, υποψιάζεται τους υπολοίπους, ζειμια ζωή που δεν είναι κα­λύτερη από τη ζωή των κολασμένων.
Γι' αυτό σάς παρακαλώ, φροντίστε να απαλλαγήτε από το νόσημα αυτό.Διαφορετικά μη εισέρχεσθε στον ιερό χώρο της Εκκλησίας.Τα γεμάτα ψώρα πρόβατα δεν πρέπει να είναι μαζί με τα υγιή, αλλά μακρυά, μέχρις ότου θεραπευθούν. Έχουμε γίνει μέλη τού Χριστού. Ας μη γίνουμε μέλη της πόρνης. Εδώ δεν είναι οίκημα αμαρτίας, αλλά Εκκλησία.Εάν εσύ έχης καταστήση τον εαυτό σου μέλος της πόρνης, μη στέκεσαι στην Εκ­κλησία, για να μη μολύνης τον τόπο.
Και αν ακόμη δεν υπήρχε κόλασις, εσύ έπειτα από την ιερή συμφωνία, από τιςλαμπάδες τού γάμου, από τον νόμιμο δεσμό, από την παιδοποιία, από τον σύνδεσμο, πως θα το ανεχθής να προσκολλάσαι σε άλλη γυναίκα; Και πως δεν ντρέ­πεσαι; Πως δεν κοκκινίζεις; Αγνοείς ότι πολλοί άνθρωποι κατα­δικάζουν και αυτούς που μετά τον θάνατο της συζύγου των παίρνουν άλλη, παρ' όλο που το πράγμα δεν είναι κολάσιμο. Εσύ όμως, εισάγεις άλλη γυναίκα, ενώ ακόμη ζειη ιδική σου! Αυτά όλα πόση ακράτεια και σαρκικότητα δείχνουν!
Μάθε πως για όλα αυτά έχει λεχθή: «Το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει και η φωτιά δεν σβήνει» (Μάρκ. θ',45). Ας φρίξης την απειλή, ας φοβηθής την κόλασι.Η εδώ ηδονή δεν συγκρί­νεται με την εκεί κόλασι.
Πιο βλαβερή από όλες τις δαιμονικές ενέργειες είναι η υπερβολικήαθυμίακαιμελαγχολία. Όποιους ο δαίμονας έχει δεμένους με αυτές, κυριαρχεί πλήρως επάνω τους. Αν όμως απαγκιστρωθούν, δεν μπορεί να τους κάνη κανένα κακό.
Την αθυμία και μελαγχολία τις τοποθέτησε ο Θεός μέσα στην ανθρώπινη φύσι όχι για να τις χρησιμοποιούμε αντικανο­νικά και απάνθρωπα και να καταστρέφουμε τους εαυτούς μας, αλλά για να ωφελούμεθα. Και πως μπορεί να ωφελούμεθα; Όταν τις χρησιμοποιούμε τότε που πρέπει. Όχι τότε που μας βλάπτουν οι άλλοι, αλλά τότε που βλάπτουμε εμείς τους άλλους.Εμείς όμως αντιστρέψαμε τους όρους και ενώ διαπράττουμε τόσες κακίες δεν στενοχωρούμεθα καθόλου. Αν τύχη όμως και μας βλάψη κανείς στο παραμικρό, τα παραδίνουμε όλα, απογοη­τευόμαστε, μας πιάνει ίλιγγος, είμαστε έτοιμοι να αυτοκτονή­σουμε, να πεθάνουμε. 
Οθυμόςείναι φοβερή φωτιά που κατατρώγει τα πάντα. Καταστρέφει το σώμα. Διαφθείρει και κάνει κακόμορφη και αηδιαστική την ψυχή. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αισχρό, πιο άτιμο, πιο φοβερό, πιο αποκρουστικό, πιο βλαβερό από τον θυμό.Αν μπορούσε ο οργίλος να παρατηρούσε τον εαυτό του την ώρα της οργής, δεν θα χρειαζόταν άλλη νουθεσία. Δεν υπάρχει τίποτε πιο άσχημο από το ωργισμένο πρόσωπο.
Η οργή είναι μια μέθη ή καλύτερα κάτι χειρότερο από την μέθη και αθλιώτερο από τον διάβολο. Εκείνος που κατα­λαμβάνεται από το πάθος της οργής είναι σαν μεθυσμένος. Το πρόσωπο του φουσκώνει, η φωνή του τραχύνεται, τα μάτια του κοκκινίζουν, το μυαλό του σκοτεινιάζει, ο νους του καταποντί­ζεται, η γλώσσα του τρέμει, τα μάτια του αναταράζονται, τα αυτιά του ακούνε άλλα άντ' άλλων, τα μηνίγγια του κτυπώνται από την οργή πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν τα κτυπούσε το πιο δυνατό κρασί. Και επικρατεί επάνω του τέτοια ζάλη και ανατα­ραχή και τρικυμία που χειρότερες δεν γίνονται.
Αν όμως συγκρατούμε τον εαυτό μας να μη ξεσπά σε κραυγές, θα βρούμε μια σπουδαία και φιλοσοφημένη αντιμετώπισι. Γι' αυτό και ο Παύλος μαζί με την οργή απαγορεύει και την κραυγή: «Κάθε οργή και κραυγή ας φύγη μακρυά σας» (Εφεσ. δ',31).
Πρέπει να φεύγουμε μακρυά από την οργή, και στις συ­ζητήσεις μας να δείχνουμε την ειλικρίνειά μας όχι μόνο με την αποφυγή της οργής αλλά και της κραυγής. Η κραυγή είναι το υλικό της οργής. Ας δέσουμε το άλογο, για να εξοντώσουμε και τον καβαλάρη. Ας κόψουμε τα φτερά τού θυμού, και δεν πρόκειται να ανεβή προς τα ύψη το κακό. Η οργή ανήκει στα πάθη που χαρακτηρίζονται για ταχύτητα και οξύτητα, και μπορεί
με πολλή ευκολία να ληστέψη τις ψυχές μας. Γι' αυτό πρέπει από παντού να της κλείνουμε την πόρτα. Γιατί οπωσδήποτε δεν στέκει, τα μεν άγρια θηρία να κατορθώνουμε να τα εξημερώ­νουμε, ενώ την ψυχή μας να την αφίνουμε σε κατάστασι αγριότητος.
Μερικές φορές ο θυμός είναι χρήσιμος. Πότε; Όταν επιτίθεται εναντίον των εχθρών μας. Αν μπόρεσες και κυριάρ­χησες επάνω του, τότε συντήρησέ τον, γιατί θα είναι χρήσιμος σαν άλλος σκύλος που δεν θα γαυγίζη τα πρόβατα ή τους ιδικούς μας, αλλά τους λύκους, τους πειρατές, τον λήσταρχο (διάβολο).
Σ' εκείνον που αρχίζει να λέγη για τους άλλους, πες του:«Έχεις να επαινέσης και να εγκωμιάσης κάποιον; Τότε, ανοίγω τα αυτιά μου, για να δεχθώ τα αρώματα. Εάν όμως πρόκειται να τον κακολογήσης, κλείνω την είσοδο. Δεν δέχομαι κόπρο και βόρβορο. Τι ωφέλεια θα έχω εγώ, αν μάθω ότι ο τάδε είναι κακός; Αντιθέτως θα βλαβώ και θα ζημιωθώ υπερβολικά».
Πες του: «Ας κοιτάξουμε τα ιδικά μας, ας ενδιαφερθούμε για τις αμαρτίες μας και την ενοχή μας. Ας δείξουμε περιέργεια και φροντίδα για την ιδική μας ζωή. Τι απολογία θα έχουμε, τι συγχώρησι θα βρούμε, την στιγμή που τα ιδικά μας ούτε καν τα σκεπτόμαστε και ασχολούμεθα με πάθος για τα ξένα; Όπως είναι αυθάδεια περνώντας να σκύψουμε σ' ένα ξένο σπίτι και να κοιτάμε μέσα, έτσι ακριβώς είναι κατωτερότης να περιεργαζώμεθα την ζωή τού άλλου».
Αν, βαδίζοντας στον δρόμο, ανακατέψη κάποιος βόρβο­ρο, δεν τον παρατηρείς και δεν τον ελέγχεις για την πράξι του; Αυτό χρειάζεται να κάνουμε και σε όσους κουτσομπολεύουν και κατηγορούν τους άλλους.
Ο βόρβορος που θα ανακατευθή δεν χτυπάει στο κε­φάλι με την δυσωδία του τόσο πολύ, όσο λυπούν και βλάπτουν την ψυχή των ακροατών ακάθαρτες διηγήσεις για την ζωή των άλλων.
Προσοχή στα λόγια σου.Μη κακολογής, για να μη μολύνης τον εαυτό σου. Να μη αναμειγνύης τον βόρβορο με την λάσπη και τους πλίνθους, αλλά να πλέκης στεφάνια από τριαν­τάφυλλα και μενεξέδες και άλλα άνθη.
Να μη βάζης κόπρο στο στόμα σου, όπως οι κάνθαροι. (Κάνθαροι είναι αυτοί που ομιλούν άπρεπα. Και γεύονται πρώ­τοι την δυσωδία αυτοί οι ίδιοι). Αλλά να πλησιάζης το στόμα σου στα άνθη σαν τις μέλισσες και να κατασκευάζης κηρύθρες όπως εκείνες, και σε όλους να είσαι ευγενής και γλυκομίλητος.
Τον άνθρωπο που κακολογεί όλοι τον αποστρέφονται σαν κάτι σάπιο που αναδίδει δυσοσμία, σαν την βδέλλα που πίνει αίμα και σαν τον κάνθαρο που τρέφεται με κόπρο, με ό,τι δηλαδή ακάθαρτο υπάρχει στους άλλους.
Και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην ημέρα της Κρίσεως θα δώσουμε λόγο για κάθε μας «αργόν λόγον» (Ματθ. ιβ', 36), πολύ δε περισσότερο για κάθε μας ύβρι και κακολογία.
Μη μου ειπής ότι δεν κάνεις ανήθικες πράξεις. Τι το όφελος αν δεν είσαι ανήθικος, αλλά είσαι φιλάργυρος; Το πουλί και αν δεν πιασθή ολόκληρο στην παγίδα, αλλά μόνο από το ένα του πόδι, όλο είναι πιασμένο και καταδικασμένο. Και τίποτε δεν το ωφελούν τα φτερά, αφού είναι πιασμένο από το πόδι.
Στον ψυχικό μας κόσμο, ο θυμός, η επιθυμία και τα άλλα, εάν ξεπεράσουν το όριό τους επιφέρουν φθορά.Έτσι συμβαίνει και με το φαγητό. Εάν υπερβή το κανονικό όριο, προξενεί στο σώμα αρρώστεια. Από που προέρχονται οι πόνοι στα πόδια, οι παραλυσίες, οι τρομώδεις κινήσεις;
Εάν ο οφθαλμός θελήση να καταλάβη περισσότερο χώρο στο σώμα ή να ιδή περισσότερο από ό,τι μπορεί ή να αποκτήση περισσότερο φως, οπωσδήποτε αντί για καλό ζημιώθηκε. Σκέψου μάλιστα να θελήση να αντικρύση δυνατώτερο φως!
Το αυτί, εάν δεχθή ισχυρό ήχο, μας δημιουργεί αναστάτωσι.
Το μυαλό, εάν σκεφθή όσα υπερβαίνουν την δύναμί του, σαστίζει και δεν κερδίζει τίποτε.
Όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά πλεονεξία.
Όταν θελήσουμε να αποκτήσουμεπολλά χρήματα, χωρίς να το καταλάβουμε, τρέφουμε μέσα μας ένα θηρίο. Τότε έχουμε πολλά, μας λείπουν πολλά, βάζουμε τον εαυτό μας σε αναρί­θμητες φροντίδες, προσφέρουμε στον διάβολο πολλές λαβές. Γι' αυτόο διάβολος δεν κουράζεται πολύ με τους πλουσίους. Εξ αιτίας τού πλούτου μπορεί εύκολα και τους καταβάλλη, όπως αντίθετα δυσκολεύεται πολύ με τους πτωχούς. Γι' αυτό, σας παρακαλώ, φεύγετε μακρυά από την φιλοχρηματία.
Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τονφιλάργυρο. Και τον εαυτό του βλάπτει και με όλο τον κόσμο και την κτίσι κα­ταντά εχθρός. Υποφέρει που δεν βγάζουν χρυσάφι αντί για στάχυα η γη και αντί για νερό οι βρύσες και αντί για πέτρες τα βουνά.
Σε κάθε καλή κατάστασι, σε κάθε κοινωφελή προσπάθεια παρουσιάζεται διστακτικός και αντίθετος και διώχνει κάθε τι που δεν πρόκειται να τού αποφέρη χρήματα. Αντίθετα υπομένει τα πάντα, προκειμένου να αποκτήση έστω και δύο δεκάρες.
Όλους τους ανθρώπους τους μισεί, και τους φτωχούς και τους πλουσίους. Τους φτωχούς μη τυχόν και τού ζητήσουν χρήματα. Τους πλουσίους γιατί δεν έχει τα χρήματά τους. Κατά την γνώμη του όσα έχουν οι άλλοι είναι ιδικά του. Γι' αυτό και με όλους διάκειται δυσμενώς, σαν να τον έχουν αδικήσει.
Χορτασμό δεν γνωρίζει, ικανοποίησι δεν ξέρει, απ’ όλους είναι αθλιώτερος. Καθώς πάλι ο απηλλαγμένος από αυτό το πάθος είναι πιο αξιοζήλευτος από όλους τους φιλοσόφους.
Ας μη σκεπτώμαστε ότι είναι τυραννικό πάθος η φιλο­χρηματία, αλλά ότι εκείνο που μας τυραννεί είναι η αμέλεια και η ραθυμία μας. Υπάρχουν άνθρωποι που ούτε καν γνωρίζουν τα χρήματα. Δεν πρόκειται για μία φυσική επιθυμία. Οι φυσικές επιθυμίες τοποθετήθηκαν στον άνθρωπο από την δημιουργία του. Εξ αρχής. Το χρυσάφι όμως και το ασήμι, μέχρι πολλού χρόνου ήταν εντελώς άγνωστα.
Πως λοιπόν εμφανίσθηκε έντονη η φιλοχρηματία; Από υπερβολική κενοδοξία και αμέλεια και ραθυμία.
Υπάρχουν επιθυμίες αναγκαίες, φυσικές, ουδέτερες. Αναγκαίες είναι όσες επιφέρουν τον θάνατο, εάν δεν ικανοποιη­θούν. Αυτέςείναι φυσικές και αναγκαίες, όπως λ. χ. το φαγητό, το ποτό, ο ύπνος. Η σαρκική επιθυμία είναι φυσική, αλλά δεν είναι αναγκαία, διότι πολλοί την ενίκησαν, χωρίς να πάθουν τίποτε. Ενώ ο πόθος της φιλοχρηματίας ούτε φυσικός είναι ούτε αναγκαίος, αλλά περιττός. Γι' αυτό από την θέλησί μας εξαρτάται αν θα υποκύψουμε σ' αυτήν.
Ο Χριστός ομιλώντας για την παρθενία λέγει: «Ο δυνά­μενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ',12). Δηλαδή «όποιος μπορεί να νιώση και να εφαρμόση τον λόγο περί παρθενίας, ας τον νιώση και ας τον εφαρμόση». Ενώ για τα χρήματα δεν ωμίλησε έτσι, αλλά διαφορετικά: «Όποιος δεν απαρνηθή όλα τα υπάρ­χοντά του, δεν μου είναι άξιος» (Λουκ. ιδ', 33).
Εκείνο δηλαδή που ήταν εύκολο, το επρότεινε, ενώ εκείνο που ήταν για λίγους, το άφινε στην εκλογή τού καθενός.
Ας προσέξουμε λοιπόν και ας μη καταστήσουμε τους εαυτούς μας αναπολόγητους. Γιατί εκείνος που θα νικηθή από το σκληρότερο πάθος, δεν θα τιμωρηθή πολύ, ενώ εκείνος που θα νικηθή από το μικρό, θα είναι αναπολόγητος.
Τι θα Τού απαντήσουμε τότε, όταν μας ειπή: «Με είδατε πεινασμένο και δεν με εθρέψατε»; (Ματθ. κε',35). Τι θα Τού απολογηθούμε;Θα Τού προβάλουμε την φτώχεια μας;Αλλά δεν πρόκειται να είμαστε πιο φτωχοί από εκείνη την χήρα που έδωσε τους δύο οβολούς και τους ξεπέρασε όλους (Μαρκ. ιβ',42).
Άκου τι λέγει ο Παύλος: «Όσοι επιθυμούν να πλουτήσουν, πέφτουν μέσα σε πειρασμούς» (Α'Τιμοθ. στ',9). Ας πει­σθούμε λοιπόν σ' αυτόν, διότι και εκείνοι (οι συνταξιδιώτες του από την Κρήτη ως την Μάλτα — Πράξ., κεφ. κζ') που δεν επείσθηκαν, είδατε τι κακό έπαθαν... Ας νομίζουμε ότι η οικουμένη είναι ένα πλοίο, όπου υπάρχουν οι κακούργοι και ελεεινοί, οι άρχοντες, οι φύλακες, οι δίκαιοι, όπως ο Παύλος, οι δέσμιοι, οι δεσμευμένοι από τις αμαρτίες. Εάν υπακούσουμε στον Παύλο, δεν θα χαθούμε δέσμιοι, αλλά και θα απαλλαγούμε από τα δεσμά. Προς χάριν του ο Θεός θα μας σώση κι' εμάς(Πράξ. κζ', 24).
Μήπως νομίζεις ότι οι αμαρτίες και τα πάθη δεν είναι δεσμός βαρύς και άσχημος; Γιατί σ' αυτήν την περίπτωσι δεν είναι μόνο τα χέρια δεμένα, αλλά ολόκληρος ο άνθρωπος.
Πες μου, όταν κάποιος έχη στην κατοχή του πολλά χρή­ματα και δεν τα εξοδεύη, αλλά τα φυλάη, αυτός δεν δεσμεύεται με αδιάσπαστα δεσμά και δεν καταντά χειρότερος από κάθε δέσμιο;
Εάν κάποιος άλλος πιστεύη στηνμοίρα, δεν παραδίνει τον εαυτό του σε δεσμά;
Εάν πάλι παραδίνη τον εαυτό του σε σαρκικές επιθυμίες και έρωτες;
Και ποιος θα μπόρεση να μας σπάση αυτά τα δεσμά;
Οπωσδήποτε χρειαζόμαστε την βοήθεια τού Θεού, για να μπορέσουμε να τα σπάσουμε.
Μερικά πράγματα που φαίνονται αδιάφορα, πλην όμως γεννούν αμαρτίες, ας τα διώξωμε από τη διάνοιά μας. Υπάρχουν πράγματα που είναι αμαρτήματα, και υπάρχουν άλλα που δεν είναι, αλλά προκαλούν. Π. χ. τα γέλια δεν είναι κατ' ουσίαν αμαρτία, αλλά όταν προχωρήσουν πολύ, καταλήγουν. Δηλαδή από τα γέλια προέρχονται τα ευτράπελα, από τα ευτράπελα τα αισχρόλογα, από τα αισχρόλογα οι αισχρές πράξεις, και από τις αισχρές πράξεις η κόλασις και η τιμωρία. Εξουδετέρωσε λοιπόν από την αρχή τη ρίζα, και έτσι εξοντώνεις όλη την αρρώστεια.
Εάν προφυλασσώμεθα από αυτά που είναι αδιάφορα, δεν πρόκειται να φθάσουμε ποτέ σ' αυτά που είναι απηγορευμένα.Το να κοιτάξη κανείς γυναίκες φαίνεται στους πολλούς αδιάφορο.Αλλάαπό το κοίταγμα δημιουργούνται ανήθικες επιθυ­μίες, από τις επιθυμίες ανήθικες πράξεις και από αυτές κόλασις και τιμωρία.
Δεν βλέπετε τους ηνιόχους με πόση ακρίβεια και εξά­σκηση, και κούρασι αγωνίζονται, και πως εγκρατεύονται από φαγητά και από όλα τα άλλα, ώστε να μη καταβληθούν και πέσουν κάτω από τα άρματα. Βλέπεις πόση τέχνη χρειάζεται. Και υπάρχουν ανδρείοι ηνίοχοι που αντί για έναν, αναλαμ­βάνουν δύο ίππους και τους ηνιοχούν με ευκολία.
Αναφέρεται ότι στην Ινδία το μεγάλο και φοβερό θηρίο που λέγεται ελέφαντας είναι δυνατόν να πειθαρχή φρόνιμα ακό­μη και σε παιδί δεκαπέντε ετών. Και γιατί τα είπα όλα αυτά; Για να μάθουμε να φροντίζουμε όχι πως να δαμάζουμε τούς ελέ­φαντες και τους ίππους, αλλά τα πάθη που έχουμε μέσα μας.
Όταν κάποιος σε ταράζη και σε ενοχλή, μη κοιτάζης αυτόν, αλλά τον δαίμονα ο οποίος τον σπρώχνει, και όλη σου την οργή ας την στρέψης εναντίον του.Τον άνθρωπο που γίνεται όργανο τού δαίμονος λυπήσου τον και δείξε του ευσπλαγχνία. Ο Χριστός λέγει ότι το ψεύδος προέρχεται από τον διάβολο (Ιωάν. η',44). Πολύ περισσότερο η αναίτιος οργή.
Όταν κάποιος σε περιγελά, σκέψου ότι ο διάβολος τον σπρώχνει. Αυτό δεν προέρχεται από τους Χριστιανούς. Διότι ο Χριστιανός έχει εντολή να πενθή, και ακούει τον Χριστόν να τού λέγη: «Αλλοίμονο σ' αυτούς που γελούν» (Λουκ. στ', 25). Εάν παρ' όλα αυτά ονειδίζη και περιγελά και εξάπτεται, εμείς δεν πρέπει να τον περιγελούμε, αλλάνα τον θρηνούμε.
Ο Απόστολος συνιστά: «Νεκρώσατε τα μέλη σας τα επί της γης» (Κολ. γ',5). Ας σβήσουμε λοιπόν την κακή επιθυμία, ας φονεύσουμε τον θυμό, αςθανατώσουμε τον φθόνο. Αυτό σημαίνει «θυσία ζωντανή» (Ρωμ. ιβ',1). Αυτή η θυσία δεν κατα­λήγει σε στάχτη, δεν σκορπίζεται σε καπνό, δεν έχει ανάγκη από ξύλα και φωτιά και μαχαίρι. Για φωτιά και μαχαίρι έχει το Άγιον Πνεύμα.
Χρησιμοποίησε και συ αυτό το μαχαίρι και κάνε περιτομή της καρδιάς σου. Κόψε από την καρδιά σου ό,τι περιττό και ξένο. Άνοιξε και ό,τι κλειστό υπάρχει στην ακοή σου. Διότι τα πάθη και οι αμαρτωλές επιθυμίες φράζουν την είσοδο τού λόγου τού Θεού. Όταν εμφανισθή επιθυμία για χρήματα, δεν μας αφίνει να ακούσουμε τον λόγο για την ελεημοσύνη. Όταν εμφανισθή φθόνος, εμποδίζει να ακούσουμε διδασκαλίες περί αγάπης. Και όταν παρουσιασθή κάποιο άλλο πάθος, φέρνει νωθρότητα στην ακοή για κάθε καλή διδασκαλία. Ας φονεύ­σουμε λοιπόν τις πονηρές επιθυμίες. Ας το θελήσουμε.Αν το θελήσουμε, αυτό είναι αρκετό· όλα τα πάθη θα σβήσουν.
Εκείνος μόνο είναι ελεύθερος και εκείνος μόνο είναι άρχοντας και πιο βασιλικός από τους βασιλείς, ο απηλλαγμένος από τα πάθη.
Αφού το γνωρίζουμε αυτό, ας επιζητήσουμε την αληθινή ελευθερία και ας απαλλάξουμε τον εαυτό μας από την κακή δουλεία. Και ας μη νομίσουμε τίποτε πιο αξιομακάριστο, ούτε τα μεγάλα αξιώματα ούτε τα τυραννικά πλούτη, αλλά μόνο την αρετή.
Τόσο πολύ απέχει από την υποδούλωσι σ' ένα πάθος αυτός που αγαπά τον Χριστόν, όσο απέχει από το να δεχθή κηλίδες το καθαρό χρυσάφι που πυρακτώνεται στην φωτιά. Όπως ακριβώς οι μυΐγες δεν τολμούν να πέσουν μέσα στις φλόγες, αλλά φεύγουν μακρυά, έτσι και τα πάθη δεν τολμούν ούτε καν να πλησιάσουν σ' έναν τέτοιο άνθρωπο

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Λόγος περί προνοίας και προμηθείας του Θεού

 



Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Λόγος περί προνοίας και προμηθείας του Θεού
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ
ΠΕΡΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
 
Ευλόγησον Πάτερ.
ΤΙΝΟΣ ένεκεν, αδελφοί, καιδια ποίαν αφορμήν ο προγνώστης ημών Θεός δεν ηφάνισεν απ' αρχής τον πλανέσαντα ημάς διάβολον, ο οποίος μας εύγαλεν από την ζωήν και μας έφερεν εις τον θάνατον, και από τον Παράδεισον εις την γην, και ύστερον, αλλοίμονον, εις τον άδη και εις την αιώνιον κόλασιν;
 Εις τούτο λέγομεν, ότι εάν εξουσίαζεν ο διάβολος και ήθελεν ευγάλει τον άνθρω­πον μετά βίας από τον Παράδεισον, είχε κάποιον λόγον το ζητούμενον άλλ' επειδή ταύτης της δυνάμεως είναι εστερημένος ο διάβολος, μόνον δε συμβουλεύει και παρακινεί τον άνθρωπον εις το κακόν και όχι μετά της εξουσίας, εις ημάς έμεινε να μη τον ακούσωμεν. Άλλ' ημείς του δίδομεν θεληματικώς να μας εξουσιάζη και όχι βιαστικώς, και όχι όλοι νικούν αυτόν, αλλά μόνον οι ανδρείοι δια της προαιρέσεως τινές δε νικώνται από τους δαίμονας και από την αμέλειάν τους κολάζονται διότι ο μεν κακός άνθρωπος, εάν και αμαρτάνη, δεν αδικείται από τον διάβολον, αλλά από την αμέλειάν αυτού και τούτο είναι φανερόν από το πλήθος των νικώντων και εάν οι σπουδαίοι δια τούς κακούς επιβουλεύθησαν, είναι διότι δεν έχουν που να φανή η ανδρεία τους. Ούτω λοιπόν γίνεται και εις την διάπλασιν του στόματος, καιτωνομματίων, διότι δια τούτων επιθυμούσιν εκείνα όπου δεν πρέπει ήγουν από την θεωρίαν των οφθαλμών, πίπτουν πολλοί εις μοιχείαν, δια δε πάλιν του στόματος βλασφημούσι τον Θεόν και άλλοι δογματίζουναιρέσεις. Τάχα δια ταύτα να ήναι ο άνθρωπος χωρίς γλώσσαν και οφθαλμούς ; ή τα χεριά μας και τα πόδια μας να τα κόπτωμεν; διότι τα χέρια μας είναι γεμάτααίματα, τα δε πόδια μας τρέχουσιν ειςκακίανκαι μετά τούτων και τα αυτιά όπου δέχονται το ψεύδος και μολύνουσι την ψυχήν. Επειδή και αυτά λοιπόν τα φαγητά και τα πιοτά, ομοίως και αυτόν τον ούρανόν και την γην και την θάλασσαν, τον ήλιον και την σελήνην και τον χορόν όλον των αστέρων δεν ωφελούσι, πως θέλουν να ήναι χρήσιμα, επειδή έγειναν δια του κατακοπέντος ανθρώπου, ούτω ελεεινώς και δυστυχώς;
Βλέπεις τον άπρεπον γέλωτα, εις τον οποίον ο λόγος καταστρέφειν αναγκάζε­ται; Ο διάβολος λοιπόν από τον εαυτόν του είναι κακός και όχι δια ημάς έγεινε κακός, διότι εάν θελήσωμεν ημείς πολλά καλά κερδαίνομεν άπ' αυτόν, μη θέλοντος αυτού. Το δε μεγαλήτερον θαύμα εν τούτω της φιλανθρωπίαςτου Θεού και το μέγεθος είναι, ότι δι' αυτού οι άν­θρωποι γίνονται καλλίτεροι, όθεν δάκνει, καθ' εαυτόν λυπεί όταν δε δι' αυτού τούτο προξενείται ημίν, δεν ημπο­ρεί να υπομείνη την πείραξιν. Και εις τούτο λέγουσί τίνες ότι,εάν δεν επαραχώρει Θεός,δεν ήθελε πλανέση τον άν­θρωπον ο διάβολος από την αρχήν.
Τι λοιπόν να ειπούμεν εις τούτον;Ότι εάν μη τούτο ήθελε γείνει, δεν ήθελε μάθει ο Αδάμ πόσον καλόν είχεν εις τον Πα­ράδεισον, ουδέ ήθελον κριμνισθή από της ισοθεΐας και δεν ήθελε πέσει ποτέ εις την αθεΐαν και υπερηφανίαν˙ διότι εις το­σούτον ύψος υψώθη και εκαταξίωσε τον εαυτόν του, ώστε και Θεός να γένη επέτυχε.
Τι λοιπόν ούτος δεν ήθελεν αποτολμήσει να κάμη, εάν δεν ήθελε σωφρωνισθή με τον ξεπεσμόν;Όμως ας ειπούμεν, ότι ο διάβολος αν τον Αδάμ δεν ήθελε συμβουλεύσει τίποτε, τάχα άπται­στος ήθελεν απομείνει από τον κρεμνισμόν της παραβάσεως;Τούτο δεν είναι να το ειπούμεν˙ διότι αυτός ο τόσον εύ­κολα πεισθείς υπό της γυναικός, τούτο,και να μη ήτο ο διάβολος, γρήγορα από τον εαυτόν του ήθελε πέσει εις την παράβασιν της αμαρτίας· διότι τούτος όπου εδέχθη τόσον εύκολα την απάτην του άλλου, αυτός και πριν της απάτης αμε­λής ήτον˙διότι δεν εδύνατο ο διάβολος τοσούτον κακόν να προξενήση, εάν ήτον η ψυχή του έξυπνη.
Και επειδή ούτω έμελλε να γένη, δια ποίαν αφορμήν τοι­ούτον πρόσταγμα έδωκεν ο Θεός τω Αδάμ,προγινώσκωντούτο πως ήθελε να πέση εις την αμαρτίαν της παρα­κοής ; Και ότι έδωκε την εντολήν αυτώ, μεγάλης επιμελείας σημάδι ήτον, παρά να μη του είχε δώσει˙ πλήν ας ήναι, ο Αδάμ την μεν προαίρεσιν έχων τοιαύτης λογής αμελημένην,καθώς το ύστερον εφανέρωσε και μηδεμίαν εντολήν εδέχετο, άλλ' ας έμενε τρώγοντας και πίνοντας και διασκεδάζοντας˙τάχα η αμέλεια από της αναπαύσεως και τρυφής αυτής επί το χειρότερον ή επί το καλλίτερον έδωκεν; Άλλ' από όλα φανερόν είναι, ότι εις με­γάλην κακίαν κατέπεσεν, ως ανόητος όπου ήτον και ακόμη δεν εθάρρει να έχη την αθανασίαν και την ισοθεΐαν˙ άλλ' αβέβαιον ταυτην ούσαν την ελπίδα, και προς τόσην ανοησίαν καιυπερηφανίαν υψωθείς, τόσον ότι ήλπισε να γένη Θεός.
 Και ταύτα, ουδαμώς βλέπων πιστόν εκεί­νον όπου τον έταζεν, επειδή βεβαίαν είχε την αθανασίαν. Που δεν έφθασεν η υπερηφανία; Τις δεν ήθελεν αμαρτήσει; πότε δε αν υπήκουσε του Θεού; διότι αυτός μετά την δόσιν του προστάγματος, ούτω αγνώστως καταφρονήσας του Θεού όπου του έδωκε το πρόσταγμα αυτό, εάν μη καθόλου ήθελε παρ' αυτού, γρήγορα ηγνόησε πως είναι υποτασσόμενος˙ διότι εάν δεν εκολάζετο δια των πονηρών έρ­γων, μηδέ έαματο δια των καλών έργων. Πολλοί λοιπόν τω λόγω της αναστάσεως απιστούσι, και την μεν αρετήν έφευγον, ως κακών αιτίαν, την δε πονηρίαν, ως πρόξενον των καλών εργάζοντο. Και επειδή ενταύθα το κατ' αξίαν άπαν έπερνον, περισσόν ενόμιζον είναι και ψεύδος τον λόγον της Κρίσεως, ίνα μήτε ούτω απιστήτε, μήτε ο πολύς λαός και απαί­δευτος χειρότερος γένηται, καταφρονών την δικαίαν Κρίσιν του Θεού.
Πολλοί των αμαρτανόντων εδώ κολάζονται, και εις μερικούς όχι δια την απόδοσιν των κατορθωμάτων και το μη ποιείν εις όλους τον λόγον της Κρίσεως πιστούμενος˙ το δε και προ της Κρίσεως πολλούς κολά­ζει, τους πολύν ύπνον κοιμώντας εξυπνίζων˙ διότι με το να παιδεύωνται οι κα­κοποιοί άνθρωποι, πολλοί από τον φόβον της παιδεύσεως σωφρονίζονται, δια να μη πάθουν και αυτοί τα όμοια εκεί­νων. Εκείνοι πάλιν όπου δεν παιδεύον­ται εδώ δια τας αμαρτίας αυτών, άλλον καιρόν ο Θεός έχει να τούς κολάση˙ καθώς ο Κάϊν, όπου εφόνευσε τον αδελφόν του τον Άβελ, και εδώ εκολάσθη και εκεί αιω­νίως, και έγεινε παράδειγμα εις τον κόσμον. Κολάζει δε ο Θεός καμμίαν φοράν και όλους μαζύ, καθώς έκαμεν επί του Κατακλεισμού, εις τον καιρόν του Νώε, ειςσωφρονισμόντων πολλών.
Βούλεται και θέλει ο Θεός και τους μη πιστεύοντας ανθρώπους εις αυτόν να πιστεύσουν, δια να τους σώση˙ καθώς το λέγει και αυτός, ότι˙Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, άλλ˙ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, όταν δε και μετά την επιμέλειαν και συμπάθειαν όπου απήλαυσαν από του Θεού, και πάλιν δεν ηθέλησαν να γένουν καλ­λίτεροι και να γνωρίσουν την αλήθειαν, και πάλιν ουδέ τότε δεν τους άφησεν από το χέρι του, άλλ' επειδή της ουρανίου ζωής θεληματικώς μόνοι τους υστερήθησαν. Ο Θεός λοιπόν εις την ζωήν αυτήν δίδει τοις ανθρώποις όλα τα αγαθά ίσια˙ τον ήλιον ανατέλλει επί πονηρούς και α­γαθούς, και βρέχει επί δικαίους και αδί­κους, και τα πάντα της παρούσης ζωής εις σύστασιν ευεργετών. Εάν δε και εχ­θρών τοσαύτην προμήθειαν κηίμνη και κυβέρνησιν, πόσω μάλλον θα επιβλέψη επί τους πιστεύοντας αυτόν και δουλεύσαντας;
 Και δια ποίαν αφορμήν δεν εύγαλεν ο Θεός τον διάβολον από το μέσον του κόσμου;Λέγομεν εις αυτό, ότι είναι ένας παλαιστής και δύο πολέμαρχοι, και θέλουν να παλεύσουν με εκείνον τον παλαιστήν˙ και ο μεν ένας αγωνιστής να δώση τον εαυτόν του εις πολυφαγίαν και πολυποσίαν, και από την γαστριμαργίαν να γένη ωσάν παράλυτος και αδύνατος˙ ο δε άλλος σπουδάζων εις ταις παλαίστραις και εις άσκησιν και μάθησιν, εις φανέρωσιν πάντων πως ενίκησεν. Εάν λοιπόν φονεύσης τον ανταγωνιστήν, με τίνα τούτων ομοιώσεις; τάχα με τον γαστρίμαργον και αμελή; ή τω σπουδαίω και εγκρατεί; Φανερόν είναι ότι τω αγω­νιστή όπου πολλά εκοπίασε˙ διότι ο μεν δια την αμέλειάν αδικήθη, φονευθέντος του ανταγωνιστού, ο δε ραθύμως μένον­τος τούτου; όχι δια τον σπουδαίον επη­ρεάζεται, αλλά από της οικείας ραθυμίας κατέπεσεν. Ο ασθενής λοιπόν την προαίρεσιν και αμελής και να μην ήναι και ο διάβολος, ταχέως καταπίπτει και εις κρημνόν πολύν κακίας και ασεβείας τον εαυ­τόν του καταβάλλει διότι, εάν και τα μέ­λη μας εξετάσωμεν, και απέλθωμεν, και αυτά ευρήσωμεν αιτίαν απωλείας, εάν δεν φυλαγώμεθα όχι παρά την ιδικήν τους φύσιν, αλλά παρά την ιδικήν μας αμέλειάν. Και βλέπε˙ τοομμάτι εδόθηπαρά Θεού τω ανθρώπω ίνα βλέπη την Κτίσιν δια να δοξάζη τον Κτίστην και Δεσπότην του κόσμου˙ άλλ' εάν μη καλώς χρειασθής τον οφθαλμόν, γίνεταί σου μοιχείας πρόξενος˙ καιγλώσσαεδόθη σοι, ίνα υμνής και δοξάζης τον Θεόν' άλλ' εάν μη καλώς προ­σεχής, γίνεταί σου αιτία βλασφημίας και αισχρολογίας˙χείρεςσου εδόθησαν, ίνα σηκώνης αυτάς εις ευχάς και ευχαριστίας˙ άλλ' εάν δεν φυλάγης αυτάς, θέλεις τας απλώσει εις αρπαγήν και πλεονεξίαν˙πό­διασου εδόθησαν δια να τρέξης εις καλά έργα, ήγουν εις ασθενείς, εις φυλακωμέ­νους, εις Εκκλησίας και εις Αγίων μνήμας˙ άλλ' εάν δεν τα φύλαξης, θέλεις κά­μει δι' αυτών τα έργα του διαβόλου.
Βλέ­πεις ότι τον ασθενή όλα τον βλάπτουν, και αυτά λοιπόν τα καλά φάρμακα και σωτηρία, και εις θάνατον φέρουσιν, όχι παρά την ιδικήν τους φύσιν, αλλά παρά την ασθένειαν εκείνου. Όταν λοιπόν ίδωμεν πραγμάτων αταξίαν και ταραχήν, ας μη κατηγορούμεν του Θεού και να νομίζωμεν ότι τα παρόντα είναι απρονόητα διότι η ταραχή και η αταξία, άλλη είναι από τους καιρούς, άλλη από τον κακόν λογισμόν, ο οποίος εν μυρίαις ευταξίαις ουδέν απολαύει των αυτών˙ ώσπερ ο ο­φθαλμός όταν ήναι ασθενημένος, εάν ήναι ο ήλιος και εις το μέσον της ημέρας, σκό­τος πάλιν βλέπει˙ όταν δε ήναι γερός, και εν αύτη τη εσπέρα, δύναται να υπάγη όπου θέλει μετ' ασφαλείας˙ ώστε και το ομμάτι του νοός μας έως ου υγιαίνη, όλα τα κα­λά βλέπει˙ άλλ' όταν ήναι ο νους μας σκο­τισμένος και διεφθαρμένος, και εις αυτόν τον ουρανόν εάν και τον ανεβάσωμεν, των εκεί θείων θεωριών πολλήν ταραχήν και αταξίαν καταγνώσεται.
Δια τούτο μήτε από όλους εδώ ζητεί ο Θεός κρίσιν, ίνα μη απογνώσουν την Ανάστασιν και απελπίσουν την Κρίσιν, ώστε πάντων ενθάδε διδόντων λόγον, ού­τε πάντας αφίνει ο Θεός ατιμώρητους απελθείν, ίνα μη πάλιν απρονόητα είναι τα πάντα νομίσουν. Εάν δε τις άπιστη την Ανάστασιν, ας βάλη με τον νουν του, πόσα και πόσα έκαμεν ο Θεός, από εκεί όπου δεν ήσαν, και ας λάβη πληροφορίαν και περί εκείνης της παγκοσμίου Ανα­στάσεως. Και ότι πως επήρε γην ο Θεός και έπλασεν τον άνθρωπον, γη δεν ήτον προ τούτου, πως λοιπόν η γη γέγονεν άνθρωπος; πως αύτη η γη οπού δεν ήτον εφάνη; και ποίον θεμέλιον έχει και τι είναι υποκάτω της γης, και τι μετ' εκείνο πάλιν το μετά την γην; και πόσα άπ' αυ­τήν την γην εγεννήθησαν, όλα δηλ. τα άπειρα γένη των άλογων ζώων, τα παν­τός είδους σπέρματα, τα πολυάριθμα κάλλη των φυτών ; Τούτων δε απορώτερον και ανερμήνευτον της Αναστάσεως είναι το μυστήριον διότι δεν είναι όμοιον ανάψαι λύχνον και μηδαμού δείξαι πυρ, ουδέ σπήτι πίπτον ανακαινίσαι εκείνο˙ ουδέ ουσία εαίνετο.
Εκείνο όπου φαίνεται εις ημάς δυσκολώτερον, έκαμε πρότερον, ίνα από τούτου του ευ­κολότερου παράδοξη. Αλλά και από της ιδικής μας γεννήσεως, σπέρμα ολί­γον και βραχύ φλέγμα, το πρώτον άμορφον και ατύπωτον σπέρνεται εις την μήτραν την δεχομένην το σπέρμα; πόθεν γίνεται η τόση διάπλασις του ζώου, είτε λογικού είτε άλογου; τι δε ο σίτος; δεν είναι γυμνός κόκκος και μετά το σπαρθήναι. δεν σήπεται; πόθεν γίνεται άσταχυς, και ανθέρικας, και καλάμι και τα αλλά όλα ωσάν αυτά;
Πολλαίς φοραίς πίπτει σπυρί σύκου εις την γην, και ρίζαν, και κλάδους και καρπόν έκαμεν είτα από αυτά μεν δέχεσαι καθ' ένα και δεν τα εξετάζεις και μόνον τον Θεόν πολυπραγμονείς και εξε­τάζεις την κυβέρνησιν, και πως μεταπλάττει και ανασταίνει τα σώματα μας ; και που ταύτα συγχωρήσεως άξια ;Αλλά δια ποίαν αφορμήν αφήκεν ο Θεός τον διάβολον, τοιούτον μιαρόν και ακάθαρτον πνεύμα, να εμπερδεύεται και να μας ρίχνη πολλάκις εις την αμαρτίαν; τού­τον λοιπόν αφήκεν, ίνα από τον φόβον του πολεμίου και την ερχόμενην βλάβην περιμένοντες, πολλήν την φύλαξιν επιδείξωμεν και με παντοτεινήν αγρυπνίαν προσέχωμεν.
Και τι θαυμάζεις εάν τον διάβολον αφήκε; τούτο το κάμει, διότι φροντίζει και επιμελείται την σωτηρίαν μας, και έξυπνων ημάς από τον ύπνον της αμελείας και ετοιμάζων στεφάνων υπόθεσιν δια τούτο και αυτήν την γέενναν, ήγουν την κόλασιν έκαμεν, ίνα ο φόβος της τιμωρίας και της κολάσεως, το ανυπόμονη τον, προξενή εις ημάς την Βασιλείαν των ουρανών. Και πάλιν εάν ποίησης τίποτε καλόν και μη πάρης εδώ αυτού την ανταπόδοσιν, μη βαρυνθής, μηδέ συγχύζου, διότι μετά τον θάνατον εν τω μέλλοντι καιρώ σε περιμένει η ανταπόδοσις με αμοιβήν πολλήν και η αιώ­νιος Βασιλεία του Θεού. Εάν δε πάλιν κάμης τίποτε κακόν έργον και πονηρόν και δεν παιδευτής υπό του νόμου και του Πνευματικού σου Πατρός, μη θαρρής ότι ατιμώρητος θέλεις απομείνει, διότι εκεί σε δέχεται η αιώνιος τιμωρία της κολάσειος, εάν μη μετανοήσης και κάμνης αποχήν από της αμαρτίας δια των καλών έργων διότι λέγει˙ Έκκλινον  από κακού και ποίησον αγαθόν˙.
Αν τύχη και λυπάσαι πως βλέπεις άλ­λους και ζουν μετά πονηρίας και πλεονε­ξίας, και έχουν πλούτον και εν ευημερία απολαμβάνουν των παρόντων αγαθών και πικραίνεσαι επί τη μακροθυμία του Θεού, για βάλλε με τον νουν σου, πόσοι κακοποιοί άνθρωποι είναι όπου φυλά­γουν κακούς δρόμους και φονεύουν τους οδοιπόρους; πόσοι τους τοίχους και τους τάφους σκάπτουσι και κλέπτουν; πόσοι ποτίζουν φαρμάκι άλλους και απο­θνήσκουν. Τάχα δια τούτων κατηγορούμεν τον κριτήν Θεόν; όχι διότι˙ εάν λα­βών αυτούς υπό την ψήφον αφήση, και τον μεν παθόντα κακώς κολάση, τον δε ποιήσαντα καλά τιμήση και στεφανώσας εκπέμψη, αυτός συ γυρεύεις τας τιμω­ρίας και πρότερον καταφρονείς τον εαυ­τόν σου.
Συλλογίσου, άνθρωπε, τα όσα ήμαρτες εις όλην σου την ζωήν και θέ­λεις ευρεθή εις την ψήφον του θανάτου, και χάριν θέλεις έχει εις την ανεξικακίαν και μακροθυμίαν του Θεού˙ και θαύμασαι διότι ο Θεός αν ήθελε τιμωρήση καθ' ένα δια τας αμαρτίας όπου κάμνει, δεν ήθελε φθάσει όλον το γένος των ανθρώπων, αλλά ήθελεν αφτανισθή. Δια τούτο ας μη καταπέσωμεν, αδελφοί, διότι ημείς δεν φροντίζομεν τόσον την ιδικήν μας σωτηρίαν, όσον ο Ποιητής μας Θεός. Και όχι τόσον εις ημάς μέλλει να μη πάθωμεν κανένα κακόν, όσον τω Θεώ όπου μας εχάρισε την ψυχήν,διότι ούτε εν ταις συμφοραίς αφίνει ο Θεός πάντοτε τους ανθρώπους να πειράζωνται, δια να μη αποκάμωσι και αφανι­σθούν από την λύπην, ούτε πάλιν εν ταις ευημερίαις αυτών και καλοπάθειαις, δια να μη γενώσιν αμελέστεροι της σωτη­ρίας.Αλλά ταις εναλλαγαίς των πολλών ειδών, την σωτηρίαν αυτών οικονομών εργάζεται.
 Διότι εάν ένα καράβι όπου να ήναι χωρίς καραβοκύριν, αδύνατον είναι να σταθή, άλλ' εν ευκολία καταποντίζε­ται, λοιπόν ο κόσμος πως ήθελεν έμβη από τοσούτους χρόνους, μηδένας αυτόν κυβερνών ; Και δια να μη ειπώ άλλο πλέον, νόμισαι συ τον κόσμον, όπου εί­ναι επάνω εις την γην, πως είναι καράβι, άρμενον τον ουρανόν επιβάτας τους ανθρώπους πέλαγος την άβυσσον. Πως λοιπόν από τοσούτους χρόνους δεν έγεινε ναυάγιον, και απώλεια ποτέ τούτου του παγκοσμίου καραβιού; άφησε λοι­πόν το καράβι, μίαν ημέραν χωρίς κυβερνήτην και ναύτας, και θέλεις το ίδει παρευθύς καταποντιζόμενον. Αλλά ο κό­σμος ουδέν τοιούτον έπαθεν, έπτά χιλιά­δες χρόνους και περισσότερον έχων. Και τι λέγω καράβι και βάρκα ; καλύβην τις έστησεν εις το αμπέλι του και τρυγήσας τον καρπόν, αφήκεν έρημον, πολλάκις ουδέ δύο ημέρας δεν διαμένει, αλλά χαλά και πέφτει ταχέως. Και εάν καλύβη χω­ρίς του προνοούντος δεν ημπορεί να σταθή, και δημιούργημα ουρανού τε και γης, τοσούτον ούτε καλόν και θαυμαστόν, πως ήθελεν απομείνη τοσούτους χρόνους αδιάφθαρτον, χωρίς τίνος προμηθείας; Αδύνατον ή τον εννόησόν μοι το κάλλος και ωραιότητατου ουρανού πόσους χρό­νους έχει και δενεμαύρισε˙ γνώρισε και της γης την δύναμιν, πως δενατόνησενη κοιλία της τόσους χρόνους να γεννά τα πολυειδή σπέρματα ομοίως και τα πηγά­δια και ταις βρύσες, πως πάντοτε ανα­βλύζουν καιουδέποτεστερεύουν.
Εννόη­σον την θάλασσαν πόσους δέχεται ποτα­μούς, και δενυπερβαίνει το μέτρονδια τούτο πρέπει εις καθ˙ ένα ποίημα των λε­γομένων υπό Θεού, να λέγωμεν:Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, ότι πάν­τα εν σοφία εποίησας. Και πως να μη ήναι άπρεπον, ότι τον μεν κτίστην και λεπτουργόν βλέπομεν πως κόπτει τα ξύ­λα και πριονίζει, και δεν τον εξετάζομεν δια ποίαν αφορμήν το κάμνει ούτω ομοί­ως και τον ιατρόν όταν ιατρεύη τους α­σθενείς, άλλους μεν κόπτει τας σάρκας τους, άλλους δε καίει και φλεβοτομεί, άλ­λους δε αποκλείει εις τόπον αφεγγή, και στενοχωρεί αυτούς εν πείνη και δίψη˙ και ημείςβλέποντες αυτά όπου κάμνουν, δεν περιεργαζόμεθα να λέγωμεν διατί τούτο και διατί εκείνο κάμνουσιν; αλλά μόνον σιωπούμεν την δε ανερμήνευτον Σοφίαν του Θεού πολυπραγμονούμεν και εξετά­ζομενει δε και θελήση τις να κάμη ελεημοσύνην υπέρ των αδικούμενων και πτωχών, εξετάζομεν ακριβώς και λέγομεν διατί είναι ο δείνα πένης και ο δείνα πτω­χός, ή ο δείνα πλούσιος και δεν σκύπτεις κάτω να γνωρίσης τον εαυτόν σου τι εί­σαι και να βάλλης δεσμόν εις την γλώσσάν σου να μην περιεργάζεσαι άκαιρα, μόνον κοίταξε το πέλαγος των αμαρτιών σου, και αν ήσαι περίεργος, ζήτησε εις τον εαυτόν σου τιμωρίας, δια την πολυπραγμοσύνην εις τους κακούς λόγους όπου είπες˙ διότι έπρεπε τον εαυτόν σου να εξετάσης και όχι τον Θεόν και αυξάνεις εις τα αμαρτήματά σου άλλα βαρύτερα αμαρτήματα; και πως, δεν είναι άξια κολάσεως;
Άμποτες ο ελεήμων και εύσπλαχνος Χριστός ο Θεός, λυτρώνοντας εξ αυτής πάντας ημάς, καταξιώσει της Βα­σιλείας αυτού της επουρανίου μετά πάντων των Αγίων. 
 Αμήν

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου περί της κολάσεως

 



Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου περί της κολάσεως
Η ΟΔΥΝΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΟI ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΗΔΟΝΕΣ δεν διαφέρουν κα­θόλου από τις σκιές και από τα όνειρα. Πριν καλά καλά τις γευθή ο αμαρτωλός, σβήνουν. Ενώ οι τιμωρίες που επισύρουν είναι χωρίς τέλος. Και το γλυκό που προσφέρουν στον άν­θρωπο είναι λίγο, ενώ το πικρό αιώνιο. Όποια σχέσι υπάρχει ανάμεσα σ' ένα όνειρο μιας ημέρας και ολοκλήρου τού χρόνου της ζωής μας, τέτοια υπάρχει ανάμεσα στις εδώ απο­λαύσεις και στις μελλοντικές τιμωρίες. Και ποιος, αλήθεια, θα προτιμούσε να ιδή ένα ευχάριστο όνειρο και εξ αιτίας του να τιμωρήται σ' όλη του την ζωή;
 Ας αποφύγουμε, αγαπητοί, την πονηρία του διαβόλου (που μας ξεγελά με μικρά πράγματα και μας κάνει να χάνουμε τα μεγάλα). Ας αποφύγουμε να υποστούμε μαζί με αυτόν την καταδίκη. Για να μην ειπή και σ' εμάς ο Κριτής: Πορεύεσθε απ' εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβάλω και τοις αγγέλοις αυτού (Ματθ. κε', 41).
Αλλά, λέγουν μερικοί, ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· δεν πρόκειται να συμβή αυτό. Τους ερωτούμε: Τότε λοιπόν αυτά γράφηκαν χωρίς λόγο; Όχι, αλλά για απειλή, για να είμαστε φρόνιμοι και καλοί. Αλλά, αν δεν είμαστε φρόνιμοι και παρα­μένουμε κακοί, δεν θα επιφέρη την κόλασι; Δεν θα αποδώση στους ενάρετους τις αμοιβές; Ναι. Θα τους αμείψη. Στον Θεόν ταιριάζει να κάνη ευεργεσία και περισσότερο από ό,τι αξίζουμε. Ώστε εκείνα είναι αληθινά, και οπωσδήποτε θα πραγμα­τοποιηθούν, ενώ τα σχετικά με την κόλασι δεν αληθεύουν;
 Ω, πόση είναι η κακοτεχνία τού διαβόλου! Ω πόσο απάν­θρωπη είναι αυτή η φιλανθρωπία! Ιδική του είναι αυτή η σκέψις· σκέψις που χορηγεί ανωφελή χάρι και οδηγεί στην αμέλεια και στην ραθυμία. Επειδή γνωρίζει ο διάβολος ότι ο φόβος της κολάσεως ωσάν χαλινάρι σφίγγει και συμμαζεύει την ψυχή μας και την απομακρύνει από το κακό, προσπαθεί πάση θυσία να τον ξερριζώση, ώστε άφοβα να προχωρούμε προς τους γκρεμούς.
 Ό,τι αναφέρουμε από την Γραφή για την κόλασι, λέγουν οι αντίθετοι πως γράφθηκε για απειλή. Καλά, ας πούμε ότι αυτό ισχύει για τα μελλοντικά, παρ' όλο που κάτι τέτοιο είναι πολύ ασεβές. Αλλά για όσα έγιναν, για όσα πραγματοποιήθηκαν, τι έχουν να ειπούν;
Τους ερωτούμε λοιπόν: Ακούσατε για τον κατακλυσμό, για την πανωλεθρία εκείνη; Μήπως και αυτό είχε ειπωθή για απειλή; Δεν έγινε, δεν πραγματοποιήθηκε; Δεν το μαρτυρούν και τα βουνά της Αρμενίας, όπου στάθηκε και παρέμεινε η κιβωτός; Και τα απομεινάρια της κιβωτού αυτής δεν σώζονται μέχρι και τώρα για να θυμίζουν το γεγονός; Έτσι έλεγαν και τότε μερικοί. Και ενώ επί εκατό έτη κατασκευαζόταν η κιβωτός, και ο δίκαιος Νώε εφώναζε, κανείς δεν επίστευε. Και επειδή δεν επίστευσαν στην απειλή των λόγων, υπέστησαν ξαφνικά την τιμω­ρία των πραγμάτων.
Εκείνος λοιπόν που επέφερε σ' αυτούς τόσο μεγάλη τι­μωρία, δεν θα μας τιμωρήση εμάς πολύ περισσότερο; Διότι βέβαια τα κακά που γίνονται τώρα δεν είναι μικρότερα από τα κακά που εγίνονταν τότε. Τώρα δεν υπάρχει είδος αμαρτίας που να μη διαπράττεται.
Πέστε μου εσείς που έτυχε να πάτε κάποτε στην Παλαι­στίνη. Πέστε να το ακούσουν και όσοι δεν επήγαν. Εκεί που καταλήγει ο ποταμός Ιορδάνης υπάρχει μία περιοχή πολύ εύ­φορη. Η καλύτερα υπήρχε. Τώρα δεν υπάρχει. Ήταν σωστός παράδεισος. Σύμφωνα με την Γραφή, είδε ο Λωτ όλη την περίχωρο του Ιορδανού που ποτιζόταν σαν τον παράδεισο τού Θεού (Γένεσ. ιγ',10). Αυτή λοιπόν η περιοχή η τόσο ευθαλής, που μπορούσε να αμιλλάται τις πιο εύφορες περιοχές, που έφθανε στην βλάστησι τον παράδεισο τού Θεού, σήμερα κατήντησε πιο άγονη από όλες τις έρημους.
Μπορεί να συνάντησης σ' αυτήν την περιοχή δένδρα και να δης επάνω τους καρπούς. Αλλά ο καρπός είναι για να θυμίζη την οργή τού Θεού. Συναντάς ροδιές. Τα κλωνάρια και ο καρπός φαίνονται ωραία εξωτερικά και σ' όποιον δεν ξέρει δίνουν πολ­λές ελπίδες. Μόλις όμως πιάσης στα χέρια σου τους καρπούς Και τους σπάσης, μόνο σκόνη και στάχτη θα ιδής να κρύβουν μέσα τους.
Συναντάς εκεί δένδρα και καρπούς, αλλά χωρίς να είναι στην πραγματικότητα δένδρα και καρποί. Συναντάς αέρα και νερό, αλλά δεν έχουν καμμία σχέσι με τον αέρα και το νερό. Όλα εκεί είναι άκαρπα, όλα είναι άγονα, όλα μιλούν για την οργή που ξέσπασε και προεικονίζουν την μελλοντική οργή.
Αυτό που σάς ανέφερα μήπως είναι λόγια απειλητικά; Μήπως λόγια που κάνουν κρότο; Όχι δεν πρόκειται για λόγια. Είναι πραγματικότητες.
Εάν λοιπόν κάποιος δεν πιστεύη στην κόλασι, ας συλ­λογίζεται τα Σόδομα, ας σκέπτεται τα Γόμορρα· την τιμωρία που υπέστησαν και που φαίνεται ακόμη. Αυτό είναι σημάδι και απόδειξις για την αιώνια κόλασι.
Μα, θα πήτε, αυτά τα λόγια για την καταστροφή των Σο­δόμων και Γομόρρων είναι κουραστικά. Αλλά εκείνα τα δικά σου λόγια ότι δεν υπάρχει κόλασις και ότι απλώς μας απειλεί ο Θεός, δεν είναι κουραστικά; Εάν εσύ επίστευες στα λόγια τού Χριστού, εγώ δεν θα αναγκαζόμουν να φέρω αποδείξεις για την κόλασι.
Τότε, στα Σόδομα, υπήρχε ένα φοβερό αμάρτημα. Μόνον ένα. Επιδίδονταν σε μια ασέλγεια και γι' αυτό τιμωρήθηκαν. Τώρα όμως γίνονται αναρίθμητα αμαρτήματα και σαν αυτό και ακόμη χειρότερα. Σε ερωτώ λοιπόν: Ο Θεός που τότε άφησε να ξεσπάση η οργή Του και δεν δυσωπήθηκε ούτε από την ικεσία τού Αβραάμ ούτε από τον Λωτ που κατοικούσε στην πόλι και που τις ίδιες τις θυγατέρες του εξέθεσε προκειμένου να διάσωση την τιμή των δύο απεσταλμένων Του, πως τώρα θα μας λυπηθή με τόσα αμαρτήματα; Τα λόγια αυτά, ότι δεν υπάρχει κόλασις, είναι αστεία, φλυαρίες, πλάνη και απάτη τού διαβόλου.
Θέλεις να σου φέρω και άλλο παράδειγμα; Θα σου φέρω τον γνωστό Φαραώ, τον βασιλέα της Αιγύπτου. Γνωρίζεις ασφα­λώς πως τιμωρήθηκε και πως καταποντίσθηκε και αυτός και τα άρματά του και το ιππικό του στην Ερυθρά θάλασσα.
Θέλεις και άλλα παραδείγματα, γιατί θα μου πης ότι εκεί­νος ήταν πολύ ασεβής. Και πράγματι ήταν ασεβής. Γι' αυτό θα σου δείξω πως τιμωρήθηκαν άλλοι που πίστευαν και ήταν κοντά στον Θεόν. Άκουσε τι λέγει ο Παύλος: Ας μη πορνεύουμε, όπως και μερικοί από αυτούς (τους Ισραηλίτες στην έρημο), και εξ αιτίας αυτού θανατώθηκαν σε μία ημέρα εικοσιτρείς χι­λιάδες. Και ας μη γογγύζουμε, όπως μερικοί απ' αυτούς, και απωλέσθησαν από τον εξολοθρευτή άγγελο. Και ας μη πειράζουμε τον Χριστόν, όπως μερικοί απ' αυτούς, και θανατώθηκαν από τα φίδια (Α' Κορ. ι', 810).
Αν λοιπόν είχε τέτοιο ολέθριο αποτέλεσμα η πορνεία και ο γογγυσμός, τι ολέθριες συνέπειες θα έχουν τα ιδικά μας αμαρτήματα;
Εάν όμως ο Θεός τώρα δεν τιμωρή αμέσως, μη θαυμάσης. Εκείνοι δεν ήξεραν τίποτε για μελλοντική κόλασι, γι' αυτό και έτιμωρούντο την ίδια ώρα. Εσύ όμως όσες αμαρτίες διαπράττεις, και αν καθόλου δεν τιμωρηθής εδώ, θα τις πλήρωσης εκεί. Έπειτα σκέψου και τούτο: Εάν εκείνους, τους Ισραηλίτες, που ευρίσκονταν σε νηπιακή πνευματική κατάστασι και δεν διέπρα­ξαν τόσο μεγάλες αμαρτίες, τους τιμώρησε πολύ, πως λοιπόν εμάς θα μας λυπηθή; Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Εμείς, έστω και αν διαπράττουμε τις ίδιες αμαρτίες, αξίζουμε μεγαλύ­τερη κόλασι. Γιατί; Διότι γευθήκαμε περισσότερη Χάρι. Όταν λοιπόν είμαστε ένοχοι για περισσότερα και μεγαλύτερα αμαρτή­ματα, πως δεν θα τιμωρηθούμε;
Θα πω και κάτι άλλο για τους Ισραηλίτες. Και ας μη νομίση κανείς ότι τους θαυμάζω ή ότι τους συγχωρώ. Μη γέ­νοιτο! Όταν ο Θεός τιμωρή, εκείνος που θα κρίνη διαφορετικά, το κάνει από σκέψι διαβολική. Όχι, δεν τους επαινώ, ούτε τους συγχωρώ, αλλά θέλω να δείξω την δική μας κακία. Εκείνοι λοι­πόν έπεφταν μεν στην πορνεία, αλλά μόλις είχαν βγή από το κακό περιβάλλον της Αιγύπτου, και καλά καλά δεν είχαν ακούσει τι κακό είναι η πορνεία. Ενώ εμείς έχουμε παραλάβει από τις προηγούμενες γενεές τις σωτήριες διδασκαλίες. Κατά συνέπεια αξίζουμε περισσότερη κόλασι.
Θέλεις να ακούσης και μερικά ακόμη, όσα έπαθαν δηλαδή οι Ισραηλίτες — πείνες, λοιμώδεις αρρώστειες, πολέμους, αιχμαλωσίες — στην εποχή των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων, των Μακεδόνων, του Αδριανού και τού Βεσπασιανού; Θέλω, αγαπητέ, να σου τα διηγηθώ, αλλά μη φύγης μακρυά.
Προηγουμένως θα σου διηγηθώ κάποιο άλλο: Είχε πέσει κάποτε πείνα, και ο βασιλεύς εβάδιζε στο τείχος της Σαμάρειας. Τον πλησιάζει μία γυναίκα και δείχνοντας του μίαν άλλη, του λέγει: Βασιλεύ,. αυτή η γυναίκα μου είπε: Να ψήσουμε σήμερα και να φάμε τον δικό σου γυιό, και αύριο τον δικό μου. Και ψή­σαμε και φάγαμε τον δικό μου, αλλά τον δικό της δεν τον δίνει (Δ' Βασιλ. στ',26  28). Ποια συμφορά χειρότερη από αυτή μπο­ρούσε να υπάρξη. Και άλλου σημειώνει ο Προφήτης: Χέρια ευσπλαγχνικών γυναικών έψησαν τα παιδιά τους (Θρήνοι, δ',10). Τέτοια τιμωρία υπέστησαν οι Ιουδαίοι. Εμείς λοιπόν δεν θα υποστούμε πολύ μεγαλύτερη;
Θέλεις να ακούσης και άλλες Ιουδαϊκές συμφορές; Διά­βασε τα βιβλία που έγραψε ο ιστορικός Ιώσηπος, και τότε θα μάθης όλη εκείνη την τραγωδία (της καταστροφής της Ιερουσαλήμ — 70 μ. Χ.). Ανάμεσα στα άλλα δεινά έπεσαν σε τόση φοβερή πείνα, που αναγκάσθηκαν να φάγουν και τις ζώνες τους και τα υποδήματα τους και άλλα πιο βδελυκτά πράγματα. Όλα η ανάγκη τα ωδηγούσε στο στόμα, όπως ση­μείωσε κάπου ο συγγραφεύς αυτός. Και δεν σταμάτησαν σ' αυτά, αλλά έφθασαν στο σημείο να φάγουν τα ίδια τα παιδιά τους!
Ίσως έτσι σε πείσουμε ότι υπάρχει κόλασις. Σκέψου; Εάν εκείνοι κολάζονταν, εμείς γιατί να μη κολασθούμε; Και πως είναι λογικό να μη κολαζώμαστε, την στιγμή που δια­πράττουμε χειρότερα αμαρτήματα; Το πράγμα είναι απλούν: Δεν τιμωρούμεθα, διότι μας περιμένει η μελλοντική κόλασις. Υπάρχει άμεση σχέσις μεταξύ αμαρτίας και κολάσεως. Και πριν από την μελλοντική κόλασι, οι πονηροί και οι αμαρ­τωλοί κολάζονται εδώ.
Βλέπεις έναν άνθρωπο που απολαμβάνει πολυτελή φαγη­τά και φορεί μεταξωτά ρούχα και προχωρεί έφιππος και με συνοδεία και καμαρώνει στην αγορά. Μη σταματήσης στα εξω­τερικά, αλλά άνοιξε και παρατήρησε την συνείδησί του, και θα ίδής εκεί μέσα πολύ θόρυβο από αμαρτίες, συνεχή φόβο, ανατα­ραχή. Θα ιδής να κάθεται η συνείδησις σαν δικαστής σε βασι­λικό θρόνο και οι λογισμοί να παραστέκουν σαν δήμιοι και να κρέμα την διάνοια και να την τιμωρή και να την πληγώνη για τα αμαρτήματα και να φωνάζη δυνατά. Και όλα αυτά χωρίς κανείς να τα αντιλαμβάνεται, παρά μόνο ο Θεός.
Ο μοιχός επί παραδείγματι, όσο πλούσιος και αν είναι, όσο και αν δεν τον κατηγορή κανείς, δεν παύει μέσα του να κατηγορή ο ίδιος τον εαυτό του. Η ηδονή που απήλαυσε υπήρξε πρόσκαιρη, ενώ η οδύνη διαρκής. Από παντού τον περικυκλώ­νει φόβος και τρόμος, υποψία και αγωνία. Φοβάται τα στενά δρομάκια, τρέμει τις σκιές, τρέμει τους υπηρέτες του, αυτούς που γνωρίζουν την υπόθεσι, αυτούς που την αγνοούν, την αδικη­μένη γυναίκα, τον ατιμασμένο σύζυγο.
Όπου και να πάη, περιφέρει μαζί του σαν αμείλικτο κατήγορο, την συνείδησί. Μόνος του καταδικάζει τον εαυτό του, και δεν μπορεί καν να πάρη αναπνοή. Είτε ευρίσκεται στο κρεββάτι είτε στο τραπέζι είτε στην αγορά είτε στο σπίτι είτε ήμερα είτε νύχτα, ακόμη και στα όνειρα βλέπει την αμαρτία πού διέπραξε και ζει την ζωή τού Κάϊν, στενάζοντας και τρέμον­τας όπως εκείνος. Και ενώ κανείς δεν το γνωρίζει, αυτός κου­βαλάει μέσα του φωτιά.
Παρόμοια πάσχουν και οι άρπαγες και οι πλεονέκτες. Επίσης και οι μέθυσοι, και γενικώς καθένας που ζει μέσα στην αμαρτία. Διότι είναι αδύνατο να καταργηθή το δικαστήριο της συνειδήσεως.
Όταν λοιπόν δεν ζούμε μέσα στην αρετή, υποφέρουμε γι' αυτό. Όταν ζούμε μέσα στην κακία, μόλις σταματήση η ηδονή της αμαρτίας αρχίζει η οδύνη.
Και αν ακόμη δεν υπήρχε κόλασις, το να χάση κανείς τον παράδεισο, μικρή κόλασις είναι; Μικρή τιμωρία είναι το να μη καταταγή στην χορεία των εισερχομένων στον παράδεισο; Το να στερηθή από την ανέκφραστη εκείνη δόξα; Το να άποκλεισθή από εκείνη την πανηγύρι και τα ανεκλάλητα αγαθά και να πεταχθή έξω;
Γνωρίζω ότι πολλοί φρίττουν και τρέμουν μόλις σκεφθούν την κόλασι. Εγώ όμως την έκπτωσι από την δόξα τού παραδεί­σου την θεωρώ πολύ πικρότερη από την κόλασι. Εάν βέβαια δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθή αυτό με λόγια, δεν έχει ση­μασία. Άλλωστε δεν γνωρίζουμε την μακαριότητα εκείνων των αγαθών, ώστε να κατανοήσουμε ακριβώς και την αθλιότητα που έχει η στέρησίς τους. Ο Παύλος όμως που τα εγνώριζε αυτά με ακρίβεια, μας βεβαιώνει πως η έκπτωσις από την δόξα τού Χρι­στού είναι το χειρότερο απ' όλα. Εμείς αυτό θα το αντιληφθούμε, όταν τύχη και το δοκιμάσουμε στην πράξι.
Αλλά ας μη πάθουμε ποτέ τέτοιο πράγμα, ω Μονογενή Υιέ τού Θεού, και ας μη γευθούμε ποτέ την ανυπόφορη κόλασι.
Πόσο κακό είναι να χάσουμε εκείνα τα αγαθά, δεν μπορεί κανείς εύκολα να το περιγράψη. Εγώ όμως όσο μου είναι δυνατό, θα προσπαθήσω και θα αγωνισθώ να σας το παρουσιάσω κάπως με ένα παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα αξιοθαύμαστο παιδί, που μαζί με την αρετή έχει και την βασιλεία όλης της οικουμένης. Και είναι τόσο πολύ ενάρετο προς όλους, ώστε να μπορή να τους κάνη όλους να το αγαπούν στοργικά, σα να ήταν πατέρες του· να το βλέπουν με πατρική φιλοστοργία να το νιώθουν σαν παιδί τους.
Φαντασθήτε τώρα τι δεν θα είναι έτοιμος να υποστή με ευχαρίστησι ο ιδικός του πατέρας, για να μη χάση την σχέσι του και την συντροφιά του! Τι μικρό ή μεγάλο κακό δεν θα είναι έτοιμος να δοκιμάση, προκειμένου να το βλέπη και να το απολαμβάνη;
Κάτι παρόμοιο ας σκεπτώμαστε και για εκείνη την δόξα. Δεν είναι τόσο ποθητό και αγαπητό στον πατέρα το παιδί, όσο ενάρετο και αν είναι, σαν την απόκτησι εκείνων των αγαθών, σαν το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι (Φιλιπ. α',23), να φύγη δηλαδή κανείς από αυτήν την ζωή και να πάη κοντά στον Χριστόν.
Η γέεννα και η κόλασις είναι ένα πράγμα αφόρητο. Πλην όμως, έστω και αν βάλη κανείς αναρίθμητες κολάσεις, τίποτε δεν ισοδυναμεί με το να χάσουμε την μακαρία εκείνη δόξα, το να μισηθούμε από τον Χριστόν, το να ακούσουμε δεν σάς γνω­ρίζω (Λουκ. ιγ',27), το να κατηγορηθούμε ότι Τον είδαμε πεινα­σμένο και δεν Τον εθρέψαμε.Θα ήταν προτιμότερο να υποστού­με αναρίθμητους κεραυνούς, παρά να ιδούμε το πρόσωπο εκείνο το ήμερο να μας αποστρέφεται και το γαλήνιο μάτι να μη ανέ­χεται να μας βλέπη.
Δεν βλέπεις ότι μερικοί έχουν περιπέσει σε συμφορές, είναι ανάπηροι στο σώμα και υποφέρουν τα πάνδεινα, ενώ άλλοι καλοπερνούν; Μερικοί που διέπραξαν φόνους τιμωρούνται, ενώ άλλοι ξεφεύγουν την τιμωρία. Μερικοί από τους μοιχούς τιμω­ρούνται, ενώ άλλοι πεθαίνουν ατιμώρητοι. Αλλά και πόσοι τυμβωρύχοι δεν διέφυγαν την τιμωρία; Πόσοι ληστές; Πόσοι πλεονέκτες; Πόσοι κλέπτες και άρπαγες;
Όταν λοιπόν ιδής ανθρώπους που διέπραξαν τα ίδια αμαρτήματα ή και περισσότερα, και μένουν ατιμώρητοι, θα πρέπη θέλοντας και μη να παραδεχθής ότι υπάρχει κόλασις, γιατί φυσικά ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης (Πράξ. ι',34).
Δεν θα ήταν δίκαιος ο Θεός, αν άφινε ατιμώρητους τόσο μεγάλους αμαρτωλούς και βασανισμένους τόσους ενάρετους, εάν δεν είχε ετοιμάσει και για τους μεν και για τους δε μια άλλη μελλοντική κατάστασι.
Ακόμη και οι ποιηταί, οι φιλόσοφοι, οι λογογράφοι και όλοι γενικώς οι άνθρωποι εφιλοσόφησαν για την μελλοντική ανταπόδοσι, και ωμίλησαν για τις τιμωρίες που υπάρχουν στον άδη. Αν και βεβαίως δεν μπόρεσαν αυτά να τα παρουσιάσουν επακριβώς, διότι εκινήθησαν από σκέψεις, ιδέες και παρακούσματα των αληθινών ιδικών μας δογμάτων, εν τούτοις πήραν μια κάποια εικόνα της κρίσεως.
Έτσι ομιλούν για Κωκυτούς και Πυριφλεγέθοντας ποτα­μούς και για το νερό της Στυγός και για τον Τάρταρο που απέχει τόσο από την γη, όσο η γη από τον ουρανό και για πολλά άλλα είδη κολάσεων.
Μερικοί λέγουν: Γιατί ο Θεός δεν τιμωρεί εδώ τους αμαρτωλούς; Τους απαντούμε: Για να δείξη την μακροθυμία Του. Για να χορήγηση σωτηρία δια της μετανοίας. Για να μη εξαφανισθή το ανθρώπινο γένος. Για να μη στερήση της σωτη­ρίας όσους μπορούν να δείξουν θαυμαστή μεταβολή. Διότι, εάν αμέσως μόλις διεπράττετο η αμαρτία τιμωρούσε και εθανάτωνε, πως θα σωζόταν ο Παύλος, πως ο Πέτρος, οι κορυφαίοι αυτοί διδάσκαλοι της οικουμένης; Πως θα κέρδιζε ο Δαβίδ την σωτη­ρία με την μετάνοια του; Πως οι Γαλάτες; Πως τόσοι άλλοι;
Για τον λόγο αυτό ούτε όλους τους τιμωρεί εδώ, αλλά μερικούς, ούτε όλους τους τιμωρεί εκεί. Τον ένα τον τιμωρεί εδώ, τον άλλον εκεί, ώστε με την τιμωρία να διεγείρη όσους ευρίσονται σε μεγάλη αναισθησία, και με την ατιμωρησία να μας κάνη να περιμένουμε τον μέλλοντα αιώνα.
Δεν βλέπεις ότι πολλοί τιμωρούνται σ' αυτήν την ζωή, όπως αυτοί που πλακώθηκαν από τον πύργο (Λουκ. ιγ', 4), όπως εκείνοι που το αίμα τους ο Πιλάτος το ανέμειξε με το αίμα των θυσιών που προσέφεραν στον Ναό (Λουκ. ιγ', 1), όπως εκείνοι οι Κορίνθιοι που εθανατώθηκαν πρόωρα, διότι επλησίασαν στην Θεία Κοινωνία αναξίως (Α' Κορ. ια', 30), όπως ο Φαραώ, όπως οι Ιουδαίοι που κατεσφάγησαν από τους βαρβάρους, όπως τόσοι άλλοι και τότε και τώρα και πάντοτε;
Ενώ άλλοι με πολλές αμαρτίες, έφυγαν από την ζωή αυτή, χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος της παραβολής, όπως άλλοι πολλοί.
Αυτά βεβαίως τα ενεργεί ο Θεός, για να ξυπνήση αφ' ενός όσους δυσπιστούν στα μέλλοντα και για να κάνη αφ' έτερου τους πιστούς, από αμελείς, πιο πρόθυμους. Διότι ο Θεός είναι κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν επιφέρει την τιμωρία καθημερινά (Ψαλμ. ζ',11). Εάν όμως περιφρονή­σουμε την μακροθυμία Του, θα έλθη καιρός που καθόλου δεν θα μακροθυμήση, αλλά αμέσως θα επιφέρη την καταδίκη.
Ας μη το ρίξουμε λοιπόν στα γλεντοκοπήματα και για μία στιγμή — μία στιγμή είναι όλη η επίγεια ζωή μας — κατα­λήξουμε στην ατέλειωτη και αιωνία κόλασι. Αλλά μία στιγμή ας κουρασθούμε, για να είμαστε συνεχώς στεφανωμένοι. Δεν βλέπετε και στα βιωτικά θέματα, οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι σκέπτονται, και προτιμούν τον μικρό κόπο χάριν της μεγάλης αναπαύσεως, αν και μερικές φορές τα πράγματα έρχονται αντίθετα.
Τι λόγο λοιπόν θα δώσουμε, πες μου, όταν στα βιωτικά προτιμούμε τον κόπο για να επιτύχουμε μικρή ανάπαυσι ή και καμμία, διότι είναι αβέβαιο το μέλλον, ενώ στα πνευματικά κά­νουμε το αντίθετο, και έτσι με μία μικρή αμέλεια και ραθυμία μας καταλήγουμε σε απερίγραπτη κόλασι; Γι' αυτό σάς παρα­καλώ όλους, έστω και αργά να τινάξετε από πάνω σας αυτόν τον λήθαργο. Διότι τον καιρό εκείνο δεν θα μπόρεση κανείς να μας γλυτώση. Ούτε αδελφός ούτε πατέρας ούτε φίλος ούτε γεί­τονας ούτε κανείς άλλος· αλλά αν καταδικασθούμε από τα έργα μας, όλα θα χαθούν και οπωσδήποτε θα απολεσθούμε.
Πόσο εθρήνησε εκείνος ο πλούσιος και πόσο παρεκάλεσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να τού στείλη τον Λάζαρο για να τού δροσίση την γλώσσα! Αλλά άκου τι έλεγε προς αυτόν ο Α­βραάμ: Ανάμεσα μας υπάρχει χάος, ώστε και αν ακόμη θέλουμε, να μη μπορούμε να έρθουμε εκεί (Λουκ. ιστ', 26). Πόσο παρεκάλεσαν εκείνες οι παρθένες τις συνομήλικες τους για λίγο λάδι! Αλλά άκου τι απάντησι πήραν: Δεν σας δίνουμε, μη τυχόν και δεν επαρκέση και για σας και για μας (Ματθ. κε',8). Και έτσι κανείς δεν μπόρεσε να τις εισαγάγη στον νυμφώνα.
Ας τα σκεπτώμαστε λοιπόν αυτά και ας επιμελούμεθα τη ζωή μας. Γιατί, όσους κόπους και να υποστής και όσες τιμωρίες, δεν έχουν καμμία σύγκρισι προς τα μελλοντικά αγαθά.
Και από την άλλη πλευρά, βάλε εμπρός σου φωτιά και σίδερο και θηρία και ό,τι φοβερώτερο· όλα αυτά ούτε σκιά είναι εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά βασανιστήρια. Διότι αυτά όταν μας επιπέσουν με σφοδρότητα, γίνονται πιο ελαφρά, και φέρουν γρήγορα την απαλλαγή, γιατί το σώμα δεν βαστά την σφοδρή και παρατεταμένη τιμωρία. Εκεί όμως συνυπάρχουν και τα δύο και η παράτασις και η σφοδρότης, τόσο στην χαρά όσο και στην λύπη.
Όσο υπάρχει καιρός ας προφθάσουμε το πρόσωπο Του με εξομολόγησι (Ψαλμ. 94,2), ώστε να Τον ιδούμε τότε ήμερο και γαλήνιο απέναντι μας και να γλυτώσουμε από εκείνες τις δυνάμεις τις απειλητικές. Δεν βλέπεις εδώ τους δημίους που εκτε­λούν τις διαταγές των αρχόντων, πως σύρουν τους κατάδικους, πως τους μαστιγώνουν, πως σχίζουν τις πλευρές τους, πως πλη­σιάζουν τις λαμπάδες, πως αποκόπτουν και σφάζουν!
Όλα αυτά είναι παιγνίδια και αστεία σε σύγκρισι με τις μελλοντικές τιμωρίες. Διότι αυτές οι κολάσεις είναι προσωρινές, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι σταματά ούτε η φωτιά σβήνει.
Επειδή άκουσες φωτιά, μη νομίσης ότι πρόκειται για φωτιά όμοια με την υλική, γιατί η υλική φωτιά σ' όποιον πέση τον καίει και τον εξοντώνει και κατά συνέπεια παύει μετά να αισθάνεται κάψιμο. Ενώ εκείνη η φωτιά όποιους περιλάβη θα τους καίη συνεχώς και ποτέ δεν θα σταματά, γι' αυτό και ονομά­ζεται άσβεστη — πυρ άσβεστον (Μαρκ. θ', 43).
Στην μελλοντική ζωή και οι αμαρτωλοί θα γίνουν άφθαρ­τοι, όχι για τιμή, αλλά για να τιμωρούνται συνεχώς. Αυτό το πράγμα πόσο είναι φοβερό, δεν μπορεί να το παρουσίαση ο λό­γος, αλλά από μερικά παραδείγματα είναι δυνατόν να πάρουμε κάποια μικρή ιδέα.
Εάν καμμία φορά μπήκες μέσα σε λουτρό που έτυχε να καίη περισσότερο από ό,τι έπρεπε, σκέψου τι θα είναι η φωτιά της κολάσεως. Και εάν κάποτε αρρώστησες και είχες πολύ υψηλό πυρετό, φαντάσου τι θα είναι η φλόγα εκείνη της κολάσεως. Εάν το καυτό λουτρό και ο υψηλός πυρετός μας ταλαίπωρη και μας αναστατώνη, πως θα αντιμετωπίσουμε τον ποταμό της φω­τιάς, όταν πέσουμε μέσα του; Τον ποταμό που κυλάει εμπρός στο φοβερό δικαστήριο.
Άκου πως ομιλούν οι προφήτες για την ημέρα εκείνη: Η ημέρα τού Κυρίου είναι αδυσώπητη, γεμάτη από θυμό και οργή (Ήσα. ιγ',9). Κανείς τότε δεν μπορεί να μας συμπαρασταθή, κανείς δεν μπορεί να μας γλυτώση. Πουθενά δεν θα βλέπης τότε το πρόσωπο τού Χριστού το ήμερο και γαλήνιο. Αλλά όπως αυτοί που τιμωρούνται να δουλεύουν στα μεταλλεία, παραδί­νονται σε σκληρούς ανθρώπους και κανέναν δεν βλέπουν από τους ιδικούς των, παρά μόνο τους αυστηρούς επιστάτες, έτσι θα συμβαίνη και τότε· η καλύτερα, θα συμβαίνη κάτι πολύ πιο άσχημο και πιο φοβερό. Διότι εδώ μπορείς να πας στον βασιλέα και να τον παρακάλεσης, και έτσι να απαλλάξης τον κατάδικο από την ποινή. Εκεί όμως όχι.
Εκεί δεν υπάρχει συγχώρησις, αλλά κάθε κατάδικος ψή­νεται και έχει τόσο πόνο που δεν είναι δυνατόν να τον έκφραση. Εάν εδώ δεν μπορή κανείς λόγος να παραστήση τους δριμείς πόνους, πολύ περισσότερο εκεί. Διότι εδώ σε λίγες στιγμές γί­νεται ό,τι έχει να γίνη, ενώ εκεί καίεται το σώμα, χωρίς να φθεί­ρεται και να λυώνη.
Τι θα κάνουμε λοιπόν εκεί; Το λέγω και για τον εαυτό μου. Θα ειπή κάποιος: Αν εσύ ο διδάσκαλος σκέπτεσαι πως θα πας στην κόλασι, εγώ δεν θα πρέπη να καταβάλω καμμία φροντίδα. Τι το αξιοθαύμαστο να κολασθώ και εγώ; Μη σκέπτεσθε, σας παρακαλώ, τέτοιες παρηγοριές. Αυτό δεν φέρει καμ­μία άνακούφισι.
Πέστε μου· ο διάβολος δεν ήταν άγγελος; Δεν ήταν ανώ­τερος από τους ανθρώπους; Υπέστη όμως πτώσι. Μπορεί λοι­πόν να παρηγορηθή κάποιος, επειδή θα κολάζεται μαζί με αυτόν; Ασφαλώς όχι.
Είναι πολύ απατηλός αυτός ο λόγος, το να νομίζη κανείς παρηγοριά την κόλασι μαζί με όλους τους άλλους, και να λέγη, όπως όλοι, έτσι και εγώ. Και γιατί να αναφέρω την μελλοντική κόλασι; Σκέψου αυτούς που έχουν δυνατούς πόνους στα πόδια — ποδαλγίαν — και δοκιμάζουν δριμεία οδύνη. Αν την ώρα της οδύνης τους δείξης άλλους που υποφέρουν χειρότερα, ούτε που σε προσέχουν. Ο υπερβολικός ιδικός τους πόνος δεν αφίνει την σκέψι τους να ασχοληθή με τους άλλους και να βρουν έτσι παρηγοριά.
Ας μη τρεφώμεθα λοιπόν με απατηλές ελπίδες. Μπορεί κανείς να παρηγορηθή από τα κακά του πλησίον, όταν το πάθη­μα είναι μέτριο. Όταν όμως η οδύνη είναι υπερβολική, και όλος ο ψυχικός κόσμος είναι γεμάτος ζάλη και ταραχή και η ψυχή δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να γνωρίση, τότε από που να άν­τληση παρηγοριά;
Είναι ελεεινή η κατάστασις στην κόλασι. Υπάρχουν εκεί σκοτάδι και βρυγμός των οδόντων και δεσμά άλυτα και σκουλήκι που δεν πεθαίνει και φωτιά που δεν σβήνει και θλίψις και στενοχώρια και γλώσσες που φλογίζονται και τηγανίζονται, όπως τού πλουσίου της παραβολής! Θα θρηνούμε και κανένας δεν θα μας ακούη, θα στενάζουμε και θα βογγούμε από τον πόνο, και κανένας δεν θα μας προσεχή. Θα κοιτάζουμε γύρω μας, και πουθενά παρηγοριά. Τότε πως να θεωρήσουμε όσους ευρίσκονται σ' αυτή την κατάστασι; Τι πιο άθλιο από αυτές τις ψυχές; Τι πιο ελεεινό;
Εάν κάποτε μπούμε σε δεσμωτήριο και άλλους τους ιδού­με αδύνατους και χλωμούς, άλλους δεμένους με σιδερένιες αλυ­σίδες, άλλους κλεισμένους σε όλο σκοτεινά κελλιά, κατασυγκινούμεθα, φρίττουμε, κάνουμε το πανγιανα μη δοκιμάσουμε κι' εμείς τέτοια ταλαιπωρία και θλίψι.
Αλλ' όταν θα οδηγηθούμε δεμένοι στα βασανιστήρια της κολάσεως, ποια θα είναι η θέσις μας; Τι θα κάνουμε τότε; Διότι τα δεσμά εκείνα δεν είναι φτιαγμένα από σίδερο, αλλά από φω­τιά. Από φωτιά άσβεστη. Κι' εκείνοι που θα μας επιτηρούν δεν θα είναι άνθρωποι όμοιοι μ' εμάς, που ίσως καμμιά φορά μαλα­κώνουν, αλλά σκληροί και φοβεροί άγγελοι, τους οποίους ούτε να κοιτάξη μπορεί κανείς. Άγγελοι γεμάτοι οργή για όσα εξυ­βρίσαμε τον Δεσπότη.
Δεν υπάρχει δυνατότης, όπως συμβαίνει εδώ, να έρθουν επισκέπτες και να φέρουν χρήματα ή τροφές ή να ειπούν λόγια παρηγοριάς. Όλα εκεί είναι χωρίς επιείκεια. Ακόμη και αν ο Νώε ή ο Ιώβ ή ο Δανιήλ έχουν ιδικούς τους κολασμένους, δεν τολμούν να τους συμπαρασταθούν και να τους δώσουν χέρι βοηθείας. Διότι τότε θα παύση να υπάρχη η συμπάθεια της φύ­σεως και της συγγενείας.
Συμβαίνει, ενάρετοι πατέρες να έχουν αμαρτωλά παιδιά, και παιδιά καλά να έχουν γονείς κακούς — το κακό δεν οφείλε­ται στην φύσι και στην συγγένεια, αλλά στην προαίρεσι — και για να απολαμβάνουν στον παράδεισο ακεραία την ευφροσύνη, και να μη ταράζωνται από την συμπάθεια προς τους κολαζομένους, σβήνει από τους ενάρετους η συμπάθεια και αγανακτούν και αυτοί μαζί με τον Δεσπότη εναντίον των ιδικών τους σπλάγ­χνων. Και σ' αυτή τη ζωή, μερικοί γονείς σαν ιδούν τα παιδιά τους φαύλα και έξαχρειωμένα, τα αποκηρύττουν και τα αποκό­βουν από την συγγένεια. Πολύ περισσότερο θα συμβή κάτι τέτοιο στην Κρίσι.
Αν έχης φλόγασαρκικήςεπιθυμίας, εννόησε την φλόγα εκείνη της κολάσεως, και θα σου σβήση αμέσως και θα εξαφα­νισθή εντελώς.
Αν θέλησης να ειπής κάτιάπρεπο, θυμήσου τον βρυγμό των οδόντων, και αυτό θα σου είναι χαλινός.
Αν θέλησης νααρπάξηςκάτι, άκουσε τον δικαστή να λέγη: Δέσατε τα χέρια του και τα πόδια του και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο (Ματθ. κβ', 13). Και έτσι θα αποβάλης αυτή την επιθυμία.
Αν είσαισκληρόςκαιάσπλαγχνος, θυμήσου εκείνες τις παρθένες, που έσβησαν οι λαμπάδες τους από έλλειψι ελαίου (το έλαιο συμβολίζει την ευσπλαχνία) και αποκλείσθηκαν από τον νυμφώνα. Και έτσι θα γίνης γρήγορα φιλάνθρωπος.
Αν επιθυμής ναμεθάςκαι ναδιασκεδάζης, άκουσε τον πλούσιο να λέγη: Στείλε τον Λάζαρο, για να δροσίση με την άκρη τού δακτύλου του την φλογισμένη γλώσσα μου (Λουκ. ιστ', 24) και να μη γίνεται δεκτό το αίτημα του. Και έτσι γρήγορα θα απομακρυνθής από αυτό το πάθος.
Αν έτσι σκεπτώμαστε και απαντούμε στις πονηρές μας επιθυμίες, γρήγορα θα ξεφύγουμε από την κακία και θα κατορ­θώσουμε την αρετή. Θα σβήσουμε τον έρωτα για τα παρόντα και θα ανάψουμε τον έρωτα για τα μέλλοντα.
Όσα σάς είπα για την κόλασι, δεν σάς τα είπα για να σάς τρομάξω ούτε για να κουράσω τις ψυχές σας, αλλά για να τις ξεκουράσω και τις σωφρονίσω.
Και εγώ ήθελα να μην υπάρχη κόλασις. Προ πάντων εγώ. Γιατί; Διότι ενώ εσείς τρέμετε και φοβείσθε ο καθένας για την ιδική σας ψυχή, εγώ αγωνιώ για τόσες ψυχές, για τις οποίες είμαι υπεύθυνος. Και μου είναι πιο δύσκολο να γλυτώσω την κόλασι.
Ας μη δείχνουμε απιστία στο θέμα της κολάσεως, για να μη καταλήξουμε σ' αυτήν. Όποιος απιστεί, γίνεται πιο ράθυμος. Και όποιος γίνεται πιο ράθυμος, οπωσδήποτε θα κατα­λήξη σ' αυτήν.
Αν ενθυμήσθε ό,τι σάς είπα για την κόλασι, θα είναι σαν να χρησιμοποιήτε ένα πικρό φάρμακο, το οποίο μπορεί να σάς συμμαζεύση την ψυχή, να αποδιώξη την πολιορκία των πονηρών επιθυμιών και να σάς καθαρίση από κάθε κακία. Αρκεί να το έχετε συνεχώς στο μυαλό σας.
Ας το χρησιμοποιούμε λοιπόν αυτό το φάρμακο, για να μας καθαρίση την καρδιά μας, και έτσι καθαροί ν' αξιωθούμε να ιδούμε όσα οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και μυαλό ανθρώπου δεν σκέφθηκε (Α' Κορ. β', 9). Είθε όλοι να αξιω­θούμε αυτών των αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ' ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νυν και άεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
 Αμήν.