Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποκαλύπτει την αληθινή φύση του ανθρώπου


Μας αποκαλύπτει έτσι η Μεταμόρφωση του Χριστού και την αληθινή φύση του ανθρώπου. Γνωρίζοντας από κοντά την θεωμένη φύση του Χριστού, όπως αποκαλύφθηκε κατά την ένδοξη εμφάνισή του στο όρος Θαβώρ, μαθαίνομε συγχρόνως και τη δική μας αληθινή φύση. Δεν ήμαστε αυτό που με τόση ευκολία και ευπιστία νομίζομε. Δεν είναι η αληθινή φύση μας αυτή που θεωρούμε πραγματικότητα με βάση την καθημερινή εμπειρία. Αυτά όλα φαίνονται, μα δεν είναι αληθινά, γιατί δεν εκφράζουν την βούληση του Θεού για το γένος μας, όταν το έπλασε. Ίσως μιλήσει κάποιος για πραγματικότητα. Είναι όμως, αληθινά πραγματικότητα το μίσος, το άγχος, ο φόβος του θανάτου, τα κόμπλεξ, η αποξένωση από τον συνάνθρωπο; Είναι στ’ αλήθεια πραγματικότητα οι καυγάδες, η ζήλεια, ο πόλεμος και η διαμάχη ανάμεσα στους ανθρώπους, που ο Θεός έπλασε για να ’ναι αδελφοί; Η απάντηση της Μεταμορφώσεως είναι μονοσήμαντη: όχι, δεν είναι αυτή η ανθρώπινη φύση, όπως την θέλει και την έπλασε ο Θεός. Η πραγματικότητα είναι η αλήθεια που παρουσιάστηκε ζωντανή στον κόσμο με τον Χριστό. Είναι η πραγματικότητα του Χριστού. Αυτός έδειξε ποιός είναι ο αληθινός άνθρωπος.Η αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη είναι όμως δυνατή μέσα στο κοινωνικό σύνολο, μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης ιστορίας. Κι αυτό μας το θυμίζουν τα πρόσωπα που παρίστανται στη Μεταμόρφωση. Την μέχρι τότε πορεία του ανθρώπου τη θυμίζουν ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Ο μεγάλος νομοθέτης και ο Προφήτης που μετατέθηκε ζωντανός κοντά στο Θεό μέσα στο πύρινο άρμα της θεϊκής δόξας. Αυτοί είναι όσοι βάδισαν συνειδητά προς το Χριστό, όσοι έζησαν προσμένοντας τη δόξα του. Και κοντά σ’ αυτούς οι τρεις Απόστολοι, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας. Αυτοί προγεύονται την τελική δόξα. Ζουν από τώρα κιόλας, από το παρόν την αλλαγή που προσμένει όλους τους πιστούς στο μέλλον. Παίρνουν από τώρα μια γεύση της θαυμαστής αλλαγής. Για να μπορούν να μαρτυρήσουν μέσα στον κόσμο για τη θεϊκή δωρεά. Για να έχουν καθαρή την αίσθηση και να μη ξεγελιούνται από τα ψεύτικα φώτα του παρόντος. Για να φωτίσουν τους άλλους με το άκτιστο φως που την ομορφιά του πρώτοι οι ίδιοι δοκίμασαν. Βλέπουν οι Απόστολοι τον Χριστό «εν ετέρα μορφή», για να πάρουν μια ιδέα πώς θα γίνουν και οι ίδιοι, αλλά και όλοι οι πιστοί στο τέλος των καιρών, όταν το φως της παρουσίας του Θεού θα φωτίζει τον κόσμο. Για τον Μωϋσή και τον Ηλία η Μεταμόρφωση είναι η ώρα που εκπληρώνεται η προσδοκία τους. Για τους τρεις Αποστόλους και για μας είναι η στιγμή που ανοίγει ένα παράθυρο στον μελλούμενο κόσμο.

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ἡ τιμητική προσκύνηση τῶν κτισμάτων (Ἅγιος Ἰ. Δαμασκηνός).



«Πρώτα εκείνοι στους οποίους αναπαύεται ο Θεός, ο μόνος άγιος ‘’εν αγίοις αναπαυόμενος’’ (Ης. 57,15), όπως είναι η αγία Θεοτόκος και όλοι οι άγιοι. Αυτοί είναι εκείνοι που κατά το δυνατόν έγιναν όμοιοι με το Θεό και από τη δική τους προαίρεση και από τη θεία ενοίκηση και βοήθεια, οι οποίοι λέγονται και θεοί, αληθινά, όχι κατά φύση, αλλά κατά θέση, όπως και το πυρακτωμένο σίδερο λέγεται φωτιά, όχι ως προς τη φύση του, αλλά ως προς τη θέση και τη μέθεξη της φωτιάς· γιατί λέει ‘’άγιοι έσεσθε, ότι Εγώ άγιος ειμί’’(Δευτερονόμιο 19,2). Αυτό είναι το πρώτο, δηλαδή η προαίρεση.Έπειτα, στον καθένα που θέλει το αγαθό, ο Θεός βοηθάει για το αγαθό, έπειτα ‘’ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω’’ (Β’ Κορ. 6,16), και ‘’ναοί εσμέν Θεού και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν ημίν’’ (Α’ Κορ. 3,16), και ‘’έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν’’ (Ματθ. 10,1), και ‘’ζω Εγώ, λέγει Κύριος, αλλ’ η τους δοξάζοντάς με δοξάσω’’ (Ά Βας. 2,30), και ‘’είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν’’ (Ρωμ. 8,17),

Δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ ὁ Θεός


Agios-Ioannis-o-Damaskinos-35  (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού)
 Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να αποκαλεί την παραχώρηση του Θεού, «ενέργεια». Λέει, για παράδειγμα, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του: «Μήπως δεν έχει εξουσία ο αγγειοπλάστης, χρησιμοποιώντας το ίδιο υλικό, να κατασκευάζει άλλα σκεύη για τι­μητική χρήση και άλλα για ατιμωτική;».
Ο ίδιος δηλαδή τεχνίτης πλάθει και τα πρώτα και τα δεύτερα. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός των πάντων, αλλ’ όμως δεν είναι Εκείνος που κατασκευάζει αγγεία για διαφορετικές χρήσεις, αλλά η προσωπική προ­αίρεση του κάθε ανθρώπου. Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος Παύλος στην Δεύτερη Επιστολή του προς τον Τιμόθεο: «Σ’ ένα αρχοντόσπιτο», λέει, «δεν υπάρχουν μονάχα χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και οστράκινα και προορίζονται άλλα για τιμητική χρήση και άλλα για ατιμωτική.Αν λοιπόν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του από τις αμαρτίες είναι σκεύος που θα τιμηθεί, θα αγιασθεί και θα είναι πολύ χρήσιμο στον Θεό που το εξου­σιάζει και επιπλέον θα είναι ετοιμασμένο για κάθε έργο αγαθό».
Είναι βέβαια ολοφάνερο ότι αυτή η κάθαρση γίνεται, αν ο ίδιος ο άνθρωπος το θελήσει. «Αν κά­ποιος καθαρισθεί», λέει ο Απόστολος. Αν όμως δεν το κάνει, αν δεν καθαρίσει δηλαδή τον εαυτό του, θα είναι αγγείο για ατιμωτική χρήση, άχρηστο στον Δεσπότη Χριστό, δοχείο που θά ’πρεπε καλύτερα να γίνει κομμάτια.
Το ρητό λοιπόν του ’Αποστόλου Παύλου που λέει «επέτρεψε ο Θεός να πέσουν όλοι μαζί στην απείθεια», καθώς και το άλλο που λέει «τους έδωσε ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, μάτια που δεν μπορούσαν να δουν και αυτιά που δεν μπορούσαν να ακούνε», πρέπει να τα εννοήσουμε ότι έγιναν, όχι γιατί τα θέλησε και τα δημιούργησε έτσι ο Θεός, αλλά γιατί τα παραχώρησε ο Θεός.
Γιατί το καλό είναι δημιούργημα της ελευ­θερίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία.
Συνηθίζει λοιπόν η Αγία Γραφή να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού, ενέργεια και δημιουργία. Όταν όμως λέει ότι «ο Θεός δημιουργεί κακά» και «δεν υπάρχει κακία σε μια πόλη που να μην τη δημιούργησε ο Θεός·», δεν εννοεί ασφαλώς ότι ο Θεός είναι αίτιος του κακού.

Ἅγιος Ἰ.Δαμασκηνός: Λόγος ψυχωφελής καί θαυμάσιος


Πρέπει να ξέρομε ότι ο άνθρωπος είναι διπλός, δηλαδή από σώμα και ψυχή, και έχει διπλές τις αισθήσεις και διπλές τις αρετές τους. Πέντε αισθήσεις έχει η ψυχή και πέντε το σώμα. Οι ψυχικές αισθήσεις είναι, νους, διάνοια, γνώμη, φαντασία και αίσθηση• οι σοφοί τις ονομάζουν και δυνάμεις. Οι σωματικές αισθήσεις είναι τούτες: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή. Γι΄ αυτό και διπλές είναι οι αρετές, διπλές και οι κακίες. Ώστε είναι αναγκαίο να γνωρίζει καθαρά ο κάθε άνθρωπος, πόσες είναι οι ψυχικές αρετές και πόσες οι σωματικές. Και ποια είναι τα ψυχικά πάθη και ποια τα σωματικά. Ψυχικές αρετές είναι εν πρώτοις οι τέσσερις γενικότατες αρετές, οι οποίες είναι, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Από αυτές γεννιούνται οι ψυχικές αρετές πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ανεξικακία, χρηστότητα, αοργησία, θεία γνώση, ευφροσύνη, απλότητα, αταραξία, ειλικρίνεια, η χωρίς έπαρση διάθεση, η χωρίς υπερηφάνεια, φθόνο, δόλο, η αφιλαργυρία, συμπάθεια, ελεημοσύνη, μεταδοτικότητα, αφοβία, αλυπία, κατάνυξη, σεμνότητα, ευλάβεια, επιθυμία των μελλόντων αγαθών, πόθος της βασιλείας του Θεού και επιθυμία της θείας υιοθεσίας.
Σωματικές αρετές, η μάλλον εργαλεία των αρετών, πού όταν γίνονται με γνώση κατά το θέλημα του Θεού και μακριά από κάθε υποκρισία και ανθρωπαρέσκεια, κάνουν τον άνθρωπο να προκόβει στην
ταπείνωση και την απάθεια, είναι οι εξής: εγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, αγρυπνία, ολονύκτια στάση στην προσευχή, συνεχής γονυκλισία, αλουσία, χρήση ενός μόνο ενδύματος, ξηροφαγία, το να τρώει
κανείς αραιά, να πίνει μόνο νερό, χαμαικοιτία, φτώχεια, ακτημοσύνη, αποφυγή περιποιήσεως, καλλωπισμού, αφιλαυτία, μόνωση, ησυχία, το να μη βγαίνει κανείς έξω, στέρηση, αυτάρκεια, σιωπή,
το να κάνει κανείς εργόχειρο με τα χέρια του, και κάθε κακοπάθεια και σωματική άσκηση, και άλλα τέτοια, τα όποια, όταν είναι το σώμα εύρωστο και ενοχλείται από τα σαρκικά πάθη, είναι αναγκαιότατα και ωφελιμότατα. Όταν όμως το σώμα είναι εξασθενημένο και έχει, με τη βοήθεια του Θεού, νικήσει τα πάθη, δεν είναι τόσο αναγκαία, γιατί η αγία ταπείνωση και η ευχαριστία τα αναπληρώνουν όλα.
Τώρα πρέπει να κάνομε λόγο και για τις ψυχικές και σωματικές κακίες, δηλαδή τα πάθη. Ψυχικά πάθη είναι η λήθη, η ραθυμία και η άγνοια. Από τα τρία αυτά σκοτίζεται το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, και κυριεύεται από όλα τα πάθη, τα όποια είναι: ασέβεια, κακοδοξία, δηλαδή η κάθε αίρεση, βλασφημία, θυμός, οργή, πικρία, οξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρίς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, υπερηφάνεια, υποκρισία, ψεύδος, απιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, εμπαθής προσκόλληση σε κάτι, σχέση με γήινα πράγματα, ακηδία, μικροψυχία, αχαριστία, γογγυσμός, οίηση, έπαρση, σπουδαιοφάνεια, αλαζονεία, φιλαρχία, ανθρωπαρέσκεια, δολιότητα, αναίδεια, αναισθησία, κολακεία, υπουλότητα, ειρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σε αμαρτήματα του παθητικού μέρους της ψυχής και συνεχής μελέτη αυτών, περιπλάνηση των λογισμών, η μητέρα των κακών φιλαυτία και η ρίζα όλων των κακών φιλαργυρία, κακοήθεια και πονηρία.

Αποστολικότης της Εκκλησίας Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς



 
Αποστολικότης της Εκκλησίας
Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς
 Οι άγιοι Απόστολοι είναι οι πρώτοι θεάνθρωποι κατά χάριν. Δι' όλης της ζωής των έκαστος εξ αυτών, κατά τον Απόστολον Παύλον, λέγει περί εαυτού: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Έκαστος εξ αυτών είναι ο επαναληφθείς Χριστός, ή ακριβέστερον ο παρατεινόμενος Χριστός. Εις αυτούς τα πάντα είναι θεανθρώπινα, διότι τα πάντα είναι εκ του Θεανθρώπου. Η αποστολικότης δεν είναι άλλο τι παρά ο Θεάνθρωπος Χριστός εκουσίως οικειοποιηθείς διά της αγίας ασκήσεως των θείων αρετών: της πίστεως, της αγάπης, της ελπίδος, της προσευχής, της νηστείας, και των λοιπών αγίων αρετών. Τούτο δε σημαίνει ότι παν το ανθρώπινον εις αυτούς ζη εκουσίως διά του Θεανθρώπου, σκέπτεται διά του Θεανθρώπου, αισθάνεται, θέλει και ενεργεί διά του Θεανθρώπου. Διά τους αγίους Αποστόλους ο ιστορικός Ιησούς Χριστός ο Θεάνθρωπος, τον Οποίον αυτοί κηρύττουν, είναι η υψίστη αξία και το έσχατον παν-κριτήριον. Ό,τι έχουν μέσα τους και ό,τι πράττουν ή κηρύτ­τουν ή παραδίδουν είναι από τον Θεάνθρωπον, εν τω Θεανθρώπω και διά τον Θεάνθρωπον.
*.... Διά τούτο τόσος τονισμός της Παραδόσεως εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, όπως π.χ. όταν λέγη ο Απόστολος Παύλος: «παρέδωκα υμίν, ο και παρέλαβον» (Α' Κορ. 15, 3. πρβλ. 11, 2) ή όταν λέγη ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Εμόν μεν ουδέν ερώ παντελώς. ο δε παρά των Πατέρων εδιδάχθην, φημί» (Μαξίμου Ομολογητού, Επ. 15, PG 91, c. 544D). Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκφράζει την καθολικήν συνείδησιν των Πατέρων λέγων τα εξής: «Πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου, και προφητών, και αποστόλων, και ευαγγελι­στών δεχόμεθα, και γινώσκομεν, και σέβομεν, ουδέν πε­ραιτέρω τούτων επιζητούντες... Ταύτα ημείς στέρξωμεν, και εν αυτοίς μείνωμεν, μη μεταίροντες όρια αιώνια, μηδέ υπερβαίνοντες την θείαν Παράδοσιν» (Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθ. Ορθ. πίστεως, PG 94, c. 792Α). Ο αυτός Πατήρ, απευθυνόμενος προς όλους τους ορθοδόξους, λέγει: «Διό, αδελφοί, στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως, και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια, α έθεντο οι άγιοι Πατέρες ημών μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν, και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ει γαρ δοθή άδεια παντί βουλομένω κατά μικρόν όλον το σώμα της Εκκλησίας καταλυθήσεται».

Καθολικότης της Εκκλησίας του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς



Καθολικότης της Εκκλησίας
του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς
 
     Η ιδία η φύσις της Εκκλησίας είναι καθολική, διότι ο θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας, ούσης το Σώμα του Χριστού, περιέχει τα πάντα: ολόκληρον την δημιουργίαν του Θεού, ακριβέστερον την Οικονομίαν του Θεού περί του κόσμου και του ανθρώπου. Ο Θεάνθρωπος Χριστός δι' Εαυτού και εν Εαυτώ ήνωσε κατά τελειώτατον και πληρέστατον τρόπον τον Θεόν και τον άνθρω­πον, και διά του ανθρώπου όλους τους κόσμους και ό­λην την κτίσιν, διότι η κτίσις είναι ουσιαστικώς συνδεδεμένη με τον άνθρωπον (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-24) και η ένωσις αυτή εν Χριστώ είναι η υπόστασις της καθολικότη­τος της Εκκλησίας. Ο Θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας του Χριστού περιλαμβάνει και τον Θεόν και τον άνθρωπον και «τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και αόρατα, είτε (εισί) θρόνοι, είτε αρχαί, είτε κυριότητες, είτε εξουσίαι» (Κολ. 1, 16), διότι «τα πάντα δι' αυτού -του Θεανθρώπου- και εις Αυτόν - τον Θεάνθρωπον- έκτισται.... και συνέστηκε, και Αυτός εστιν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας» (Κολ. 1, 17-18).
*   Ο Σωτήρ Χριστός ηγίασε την Εκκλησίαν δι' όλης της Θεανθρωπίνης ζωής Του... αμείωτος και άτρεπτος είναι η αγιότης του Χριστού, της Κεφαλής της Εκκλησίας, και του Αγίου Πνεύματος, της ψυχής της, ως και επίσης η αγιότης της θείας διδασκαλίας της, της χάριτός της εις τα μυστήριά της και εις τας αρετάς της... Μόνον οι αμετανόητα αμαρτωλοί, οι εμμένοντες επιμόνως εν τω κακώ και εν θεομάχω εκουσία πονηρία, αποκόπτο­νται από την Εκκλησίαν....
*   Έξω από την Εκκλησίαν ούτε πραγματικόν πρόσωπον υπάρχει ούτε πραγματική κοινωνία. Η Εκκλησία είναι η μόνη πραγματική και αληθινή κοινωνία.
*   Διά τους Πατέρας, όπως και διά τους Αποστόλους η μοναδική Αλήθεια ήτο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός... και οι πρώτοι και οι δεύτεροι ουδέν γνωρίζουν ειμή τον Ιησούν Χριστόν, Εσταυρωμένον, Αναστάντα και Αναληφθέντα. Ο Σωτήρ Χριστός είναι το περιεχόμενον της παραδόσεως της αποστολικότητος εν τω Σώματι της Εκκλησίας.

Ενότης και μοναδικότης της Εκκλησίας Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς



 
Ενότης και μοναδικότης της Εκκλησίας
Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς

        Όπως η Υπόστασις του Θεανθρώπου Χριστού είναι μία και μοναδική, ούτω και η Εκκλησία, δι’ Αυτού, εν Αυτώ και επ’ Αυτού θεμελιωθείσα, είναι μία και μοναδική. Η ενότης της Εκκλησίας απορρέει αναγκαίως εκ της ενότητος του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Η Εκκλησία ούσα καθολικώς εις και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της. Ενιδρυμένη όλη εν τω Θεανθρώπω, η Εκκλησία πρωτίστως είναι Θεανθρώπινος οργανισμός και κατόπιν Θεανθρωπίνη οργάνωσις. Διά τούτο ό,τι έχει μέσα της είναι Θεανθρώπινον και αδιαίρετον: η πίστις, η αγάπη, η αλήθεια, το Βάπτισμα, η Ευχαριστία και κάθε θείον μυστήριον και κάθε θεία αρετή και γενικώς όλη η ζωή και η διάρθρωσίς της. Επομένως εν αυτή είναι αδιαίρετος και η διδασκαλία, και το έργον της και ο αγιασμός και η θέωσις. Τα πάντα είναι διά της χάριτος οργανικώς ηνωμένα εις ένα Θεανθρώπινον σώμα, του οποίου ο Χριστός είναι η μόνη και μοναδική Κεφαλή. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή οι πιστοί, καίτοι ως πρόσωπα είναι ακέραιοι και άμικτοι, ενούμενοι διά της μιας και της αυτής χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσω των μυστηρίων και των αρετών, εις οργανικήν ενότητα, αποτελούν εν σώμα και εν πνεύμα και ομολογούν μίαν πίστιν (πρβλ. Εφ. 4, 4-5), η οποία τους ενώνει μετά του Χριστού και μετ' αλλήλων.
 
       Μετά των άλλων αποστόλων, ιδίως ο χριστοφόρος Απόστολος των εθνών, διά Πνεύματος Αγίου κηρύττει την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας, βασίζοντάς την εις την ενότητα και μοναδικότητα του προσώπου του θεμελιωτού της, του Θεανθρώπου Χριστού: «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α’ Κορ. 3, 11).

        Ακολουθούντες τους αγίους Αποστόλους, οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, μετά του αυτού ζήλου ομολογούν, κηρύττουν και υπερασπίζουν την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας των Ορθοδόξων. Ο ζήλος των διά την διαφύλαξιν της ενότητος της Εκκλησίας εξεδηλούτο κυρίως εις τας περιπτώσεις αποσχίσεως μερικών ανθρώπων ή ομάδων από την Εκκλησίαν, δηλαδή εις τας περιπτώσεις αιρέσεων και σχισμάτων. Εις το θέμα της ενότητος ειδικήν σημασίαν και σπουδαιότητα είχον και έχουν αι Οικουμενικαί και Τοπικαί Σύνοδοι της Εκκλησίας. Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των Συνόδων η Εκκλησία είναι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο εις και μοναδικός Θεάνθρωπος, η Κεφαλή της, δεν δύναται να έχη πολλά σώματα. Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού. Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά μόνον χωρισμός από την Εκκλησίαν. Κατά τον λόγον του Κυρίου δεν διαιρείται η Άμπελος, αλλά μόνον τα εκουσίως άκαρπα κλήματα εκπίπτουν και ξηραίνονται από την αείζωον Άμπελον (πρβλ. Ιω. 15, 1-6). Εκ της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας του Χριστού εις διαφόρους καιρούς απεσχίσθησαν και απεκόπησαν οι αιρετικοί και σχισματικοί, οι οποίοι κατά συνέπεια έπαυσαν να είναι μέλη της Εκκλησίας και σύσσωμοι του θεανθρωπίνου σώματός της. Τοιούτοι ήσαν πρώτον οι Γνωστικοί, κατόπιν οι Αρειανοί και Πνευματομάχοι, έπειτα οι Μονοφυσίται και Ουνίται και όλη η άλλη αιρετική και σχισματική λεγεών.

«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 3. ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2001. Θεσ/νίκη

Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Αγιότης της Εκκλησίας του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς



Αγιότης της Εκκλησίας
του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς
       Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς «εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής» (Εφ. 5, 25. 26). παρέδωσεν ολόκληρον τον εαυτόν Του διά την Εκκλησίαν. Άφησεν ολόκληρον τον εαυτόν Του εις αυτήν, την εθεμελίωσεν ολόκληρον επί του ιδίου του εαυτού. Όλη η ζωή του Θεανθρώπου ουδέν άλλο είναι ειμή αγών διασώσεως του κόσμου από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, διά της ιδρύσεως και συντηρήσεως της Εκκλησίας εις τον κόσμον. Αυτός επλήρωσε το είναι της Εκκλησίας με τον εαυτόν Του, με τας αγίας θείας δυνάμεις Του, αγιάσας ούτω αυτήν ολοτελώς, ώστε αυτή τώρα να σώζη τους ανθρώπους από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, διά των α­γίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Ιδιαιτέρως έπραξε τούτο διά της βαπτίσεως αυτής εν Αγίω Πνεύματι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, διά να ημπορέση και αυτή να αγιάζη βαπτίζουσα διά του Αγίου Πνεύματος και ύδατος (Εφ. 5, 26. Πρβλ. Τιμ. 3, 5. Ιω. 3, 5). Και μόνον δι' αυτής της τελείας και παντοδυνάμου αγιότητος αυτή καθαρίζει το ανθρώπινον είναι από παν το μη άγιον, το αμαρτωλόν και δαιμονικόν. μέσα της κάθε άνθρωπος αγιάζεται και καθαρίζεται «τω λουτρώ του ύδα­τος εν ρήματι» (Εφ. 5, 26. Πρβλ. Τιτ. 3, 5. Ιω. 3, 5). Το «ρήμα» του Θεού αγιάζει το ύδωρ διά του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιον Πνεύμα είναι κάτι το αόρατον, το δε ηγιασμένον ύδωρ κάτι το ορατόν. Δίδεται και το μεν και το δε διότι ο άνθρωπος είναι διπλούν ον, αποτελούμενον από το αόρατον πνεύμα και το ορατόν σώμα. Αφού το ρήμα του Θεού αγιάζει το νεκρόν ύδωρ, πώς να μην αγιάση την ζώσαν ανθρωπίνην ψυχήν, την θεοειδή και αθάνατον; Και πράγματι, μόνον η αγία και παναγιάζουσα δύναμις του Χριστού, η παρούσα διά του ρήματος του Θεού μέσα εις το ύδωρ, καθαρίζει τον άνθρωπον από κάθε ακαθαρσίαν, αμαρτίαν και διάβολον, πληρούσα αυτόν διά της θείας αγιότητος και του Θεού, διότι ο εις Χρι­στόν βαπτιζόμενος ενδύεται τον Χριστόν (Γαλ. 3, 27).

Το Άγιον Πνεύμα ψυχή της Εκκλησίας Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς



Το Άγιον Πνεύμα ψυχή της Εκκλησίας
Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς
 
       Τα πάντα εν τη Εκκλησία είναι θεανθρώπινα: ο Θεός πάντοτε κατέχει την πρώτην, ο δε άνθρωπος την δευτέραν θέσιν. Χωρίς την θείαν δύναμιν οι άνθρωποι δεν δύνανται να ζουν την θεανθρωπίνην θείαν ζωήν ούτε να προκόπτουν εν αύτη. Διά παν το θεανθρώπινον, ο άνθρωπος έχει ανάγκην βοηθείας. Μόνον ενδυθέντες με την «δύναμιν εξ ύψους» (Λκ. 24, 19. Πράξ. Απ. 1, 8), δηλαδή με την θείαν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, oι άνθρωποι δύνανται να ζουν ευαγγελικώς επί της γης. Διά τούτο και εφανέρωσεν ο Σωτήρ, κατά τον Μυστικόν Δείπνον, την θείαν αλήθειαν περί του Αγίου Πνεύματος ως του πραγματοποιούντος και εκτελούντος την σωτηρίαν των ανθρώπων τη θεία ενεργεία Του εν τω Θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας (πρβλ. Ιω. 14, 16-17. 26. 15, 26. 16, 7-13). Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενοικεί διά του Αγίου Πνεύματος εις τον άνθρωπον, τον ανακαινίζει, τον αγιάζει και τον χριστοποιεί (Εφ. 3, 16-17). Χωρίς το Ά­γιον Πνεύμα, το πνεύμα του ανθρώπου φθείρεται και διασκορπίζεται διά των αμαρτιών εις αναριθμήτους θανάτους, εις αναρίθμητα μη όντα και ψευδοόντα. Το Πνεύμα το Άγιον ήλθεν εις τον κόσμον διά τον Χριστόν και διά του Χριστού, και έγινε η ψυχή εις το σώμα της Εκκλησίας: και μόνον διά του Χριστού και διά τον Χρι­στόν δίδεται εις τους ανθρώπους. Τούτο σημαίνει ότι το Άγιον Πνεύμα μόνον διά τον Χριστόν και διά του Χριστού ζη εις την Εκκλησίαν. Όπου δεν υπάρχει ο Θεάν­θρωπος, εκεί δεν υπάρχει ούτε το Άγιον Πνεύμα. Διότι ο Χριστός ζη εις την Εκκλησίαν διά του Αγίου Πνεύμα­τος το οποίον αποτελεί την ψυχήν της...
*   Η θεία Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία μας ενώ­νουν όχι μόνο με Αυτόν, τον Αναντικατάστατον, αλλά και μεταξύ μας. «Εν σώμα οι πολλοί εσμέν», διότι κανείς από εμάς δεν αποτελεί ολόκληρον το σώμα, αλλ' έ­καστος είναι μόνον μέρος του σώματος, και τούτο πρέπει να αισθανώμεθα πάντοτε και να γνωρίζωμεν πόσον εξαρτώμεθα ο εις από τον άλλον: όλοι από ένα έκαστον, και έκαστος απ' όλους. Και να γνωρίζωμεν επί πλέον πόσον αναγκαίοι είμεθα ο εις εις τον άλλον: Όλοι εις έκαστον και έκαστος εις όλους, αλλά και έκαστος εις έκαστον. Η δύναμίς μας και η ισχύς μας, η ζωή μας και η αθανασία μας και η μακαριότης μας ευρίσκονται εις αυτήν την ενότητα και μόνον. Ποίος μας την δίδει αυτήν; Το σώμα του Χριστού, το σώμα του Θεού. Ο θαυμαστός Κύριος Ιησούς Χριστός είναι η αληθινή «βρώσις» μας και η αληθινή «πόσις» μας (Ιω. 6, 55) «Ούτω οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ' εις αλλήλων μέλη» (Ρωμ. 12, 5 και Α' Κορ. 12, 27).

Αββάς Ιουστίνος Πόποβιτς




Σύντομη βιογραφία και Θεόσοφες διδαχές
Ό όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνιε της νοτίου Σερβίας. Ό πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων και ή μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Ευάγ­γελος. Ή οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς = Παπαδόπουλος. Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τούς γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πτσίνσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν ή τακτική ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερα του χρόνια μα και ή ασκητική βίωση του μέχρι το τέλος της ζωής του.

Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε για τον μικρό Πόποβιτς η ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Έλεγε ό ίδιος χαρακτηριστικά: «η Ορθοδοξία δεν είναι βιβλιοθήκη, την οποία μπορείς να μελετήσεις, αλλά βίωμα το όποιο καλείσαι να ζήσεις. Ή Ορθοδοξία εί­ναι πρώτιστα βιοτή και μάλιστα Όσια Βιοτή και ύστερα διδαχή και μάλιστα διδαχή ζωής, χάριτος, η ο­ποία δεν έχει τίποτε από την νέκρα του σχολαστικι­σμού και τον ορθολογισμό του προτεσταντισμού. Ή Ορθοδοξία έχει την δική της μεθοδολογία και παιδα­γωγική, τους Βίους των Αγίων».

Από την φύση του φιλόσοφος και διψασμένος για την θεία μα και την ανθρώπινη γνώση, ό μικρός Ευάγγελος εγγράφεται στα 1905 στην Εκκλησιαστική Σχολή του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι όπου αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλο του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ό Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ' όδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκόδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Επιστολές του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς





ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Η χριστοειδής καρδία του κόσμου

Και δω σε μας δουλεύουν σκληρά μα δουλεύουν δίχως προσευχή. Και σε μας υπάρχει σκέψη μα σκέ­ψη δίχως προσευχή. Φαίνεται πώς όλοι, συνειδητά και ασυνείδητα, πασχίζουν να αλλάξουν την από Χριστού δοσμένη οικονομία της εκκλησιαστικής ζωής, να την φτιάξουν κατ' εικόνα και ομοίωση δική τους. Στην θέση της εικόνος του Χριστού ν' αποτυπώσουν την δική τους εικόνα, να καταλάβουν το μέρος της ει­κόνος. Όλα αυτά όμως, λίγο ή πολύ, αγγίζουν τα όρια της ανταρσίας: απέρριψαν τον από Χριστού ορισμένο οικονόμο, την προσευχή, από τον οίκο της προσευ­χής και νευρικά εισήγαγαν τούς νομικούς και συνταγ­ματικούς και τούς επιστημοφιλοσοφικούς οικονό­μους, αυτούς τούς στερημένους από χάρη και προσευ­χή·

Είναι φοβερά και απελπιστικά πολλοί, πάμπολλοι εκείνοι πού εξυμνούν (θεοποιούν) το «πνεύμα των και­ρών», το ενθρονίζουν στην καθέδρα της διανοίας τους, το προσκυνούν ως βασιλέα και θεό τους, του προσφέρουν θυσίες νομίζοντας ότι προσφέρουν υπη­ρεσία στον Χριστό. Γι' αυτούς δεν είναι το Αιώνιο κριτήριο για τον χρόνο, αλλά ό χρόνος για την αιωνιότητα. Δεν νιώθουν πώς ό χρόνος δίχως την Αιω­νιότητα είναι το πιο φρικιαστικό μεταφυσικό τέρας το όποιο σχεδιάζει κακοποιημένες φιγούρες της ζωής παρμένες από το φυσικό χώρο, πλάθει την ύλη σαν άλλο ζυμάρι και την καταβροχθίζει με λαιμαργία. Και ό Χριστός; Αυτός ό περίεργος Χριστός; - Για την χριστομάχο υψηλοφροσύνη δεν είναι παρά μία τελειωμέ­νη ιστορία στα μεθυσμένα στόματα της τραγωδίας πού έχει μεθύσει τον πλανήτη.

* Ό Χριστός, ή απτή Του παρουσία, το θελκτικό Του πρόσωπο, είναι για μένα ή αναγκαιότερη των α­ναγκαιοτήτων. Ποθώντας συνεχώς Εκείνον, πώς να μην αποκάμει ή ψυχή μου στην προσευχή; Μα μήπως μπορώ να Τον προσεγγίσω και αλλιώς παρά μονάχα με την προσευχή; Ποιος είμαι εγώ για να φιλοσοφή­σω, για να φιλοσοφώ περί Εκείνου δίχως προσευχή;

Τι είναι η Εκκλησία; Αββάς Ιουστίνος Πόποβιτς



Ο Θεάνθρωπος Πανευαγγέλιον
Του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς.
Αποσπάσματα

Ολόκληρον το μυστήριον της χριστιανικής πίστεως είναι η Εκκλησία. ολόκληρον το μυστήριον της Εκκλη­σίας είναι ο Θεάνθρωπος. ολόκληρον το μυστήριον του Θεανθρώπου έγκειται εις το ότι ο Θεός έγινε «σαρξ», ότι δηλαδή εις το ανθρώπινον σώμα κατώκησεν όλον το πλήρωμα της Θεότητός Του με όλας τας θείας δυνάμεις και τελειότητας, δηλαδή όλον το μυστήριον του Θεού. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου Χριστού συνοψίζεται εις το εξής παγχαρμόσυνον μήνυμα: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α' Τιμ. 3, 16). Ο Θεός Λόγος έγινεν η κεφαλή του θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας. Κατά τον θεόσοφον Απόστολον ο Θεός Πατήρ διά του Αγίου Πνεύματος «έδωκε» τον Θεάνθρωπον, «κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκ­κλησία, ήτις εστί το σώμα Αυτού, το πλήρωμα του τα πά­ντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. 1, 22-23).

Ο Θεάνθρωπος και εν Αυτώ η Εκκλησία Του είναι το παν διά τα σύμπαντα. Και πώς να μην ονομάση κανείς πανευαγγέλιον την φανέρωσιν της αληθείας της ζωής κατά την οποίαν ο Θεάνθρωπος αυτός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας! Εις την πραγματικότητα «αυτός εστι προ πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε» (Κολ. 7, 17). Διότι Αυτός είναι Θεός, Αυτός Δημιουργός, Αυτός Προνοητής, Αυτός Σωτήρ, Αυτός η Ζωή της ζωής, και το ον του όντος, και η ύπαρξις της υπάρξεως: «ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα» (Κολ. 1, 16). Αυτός είναι το τέλος παντός του υπάρχοντος. Ολόκληρος η κτίσις εδημιουργήθη ως Εκκλησία, και αποτελεί την Εκκλησίαν, «και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας» (Κολ. 1, 18).

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς και Οικουμενισμός



ΑΓΙΟΣ  ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ (ΠΟΠΟΒΙΤΣ) ΚΑΙ  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Διαπρύσιος κήρυκας της οικουμενικότητας  
της «θεανθρώπινης» Ορθοδοξίας
Άσπονδος εχθρός του «ουμανιστικού, ανθρωποπαγούς και ανθρωπολατρικού οικουμενισμού

[Η κάτωθι θεολογική γνωμοδότηση του Οσίου και θεοφόρου Πατρός Ιουστίνου (Πόποβιτς) προκλήθηκε κατόπιν αιτήματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Σερβίας για το αν μπορεί να συμμετάσχει η Ορθόδοξη Εκκλησία σε «οικουμενικές ακολουθίες» που διοργάνωναν η ρωμαιοκαθολικοί της Γιουγκοσλαβίας στα πλαίσια της «εβδομάδος εν τη ενότητι». Έχει δημοσιευθεί με εισαγωγικό σημείωμα του τότε ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς στο περιοδικό Κοινωνία τα 18 (1975), σ. 95- 101, σε μετάφραση από τα σερβικά της Μαρίνας Σκλήρη.
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος]

*****
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ»
ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
(του αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς)

Πανιερώτατοι Πατέρες,
Την στάσιν της έναντι των αιρετικών - και αιρετικοί είναι όλοι οι μη Ορθόδοξοι - η Εκκλησία του Χριστού έχει καθορίσει άπαξ δια παντός, δια των Αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων, δηλαδή δια της αγίας Θεανθρωπίνης Παραδόσεως, της μοναδικής και αναλλοιώτου.
Συμφώνως προς αυτήν την στάσιν, εις τους Ορθοδόξους είναι απηγορευμένη κάθε συμπροσευχή και κάθε λατρευτική επικοινωνία μετά αιρετικών. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; η τις μερίς πιστώ μετά απίστου;» (Β΄ Κορινθ. 6, 14-15). Ο 45ος κανών των Αγίων Αποστόλων ορίζει: ”Επίσκοπος η πρεσβύτερος…, αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω· ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω”. Αυ­τός ο ι­ε­ρός Κα­νών των α­γί­ων Α­πο­στό­λων δεν προσ­δι­ο­ρί­ζει ποί­α α­κρι­βώς προ­σευ­χή η α­κο­λου­θί­α α­πα­γο­ρεύ­ε­ται, αλ­λά α­πα­γο­ρεύ­ει κά­θε κοι­νήν με­θ’ αι­ρε­τι­κών προ­σευ­χήν, έ­στω και την κα­τ’ ι­δί­αν (“συ­νευ­ξά­με­νος”­). Εις δε τας οι­κου­με­νι­στι­κάς κοι­νάς προ­σευ­χάς μή­πως δεν γί­νων­ται και α­δρό­τε­ρα και ευ­ρύ­τε­ρα τού­των; Ο 32ος  κα­νών της εν Λα­ο­δι­κεί­α Συ­νό­δου ο­ρί­ζει· «Ό­τι ου δεί αι­ρε­τι­κών ευ­λο­γί­ας λαμ­βά­νειν, αί­τι­νές ει­σιν α­λο­γί­αι μάλ­λον η ευ­λο­γί­αι». Μή­πως ό­μως δεν συμ­βαί­νει εις τας κοι­νάς οι­κου­με­νι­στι­κάς συ­ναν­τή­σεις και συμ­προ­σευ­χάς να ευ­λο­γούν αι­ρε­τι­κοί ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί ε­πί­σκο­ποι και ι­ε­ρείς, προ­τε­στάν­ται πά­στο­ρες, α­κό­μη δε και γυ­ναίκ­ες; (­!­).
Αυ­τοί και ό­λοι οι άλ­λοι σχε­τι­κοί κα­νό­νες των α­γί­ων Α­πο­στό­λων και των α­γί­ων Πα­τέ­ρων ί­σχυ­ον ό­χι μό­νον κα­τά την πα­λαι­άν ε­πο­χήν, αλ­λ’ ε­ξα­κο­λου­θούν να εί­ναι εν α­πο­λύ­τω ι­σχύ­ϊ και σή­με­ρον, δι’ ό­λους η­μάς τους συγ­χρό­νους ορ­θο­δό­ξους Χρι­στι­α­νούς.  Ισχύουν αναμφιβόλως και δια την θέσιν μας έναντι των ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών. Διότι ο μεν ρωμαιοκαθολικισμός είναι πολλαπλή αίρεσις, περί δε του προτεσταντισμού τι να είπωμεν;  Καλλίτερον να μη ομιλώμεν. Ήδη ο Άγιος Σάββας εις την εποχήν του, επτάμισυ αιώνας πριν, δεν ωνόμαζεν άραγε τον ρωμαιοκαθολικισμόν «λατινικήν αίρεσιν»; Και πόσα από τότε νέα δόγματα δεν επενόησεν ο πάπας και «αλαθήτως» εδογμάτισε ! Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα, ο ρωμαιοκαθολικισμός κατέστη παναίρεσις.
Και η πολύ επαινουμένη Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος ουδέν ήλλαξεν ούτε όσον αφορά εις την τερατώδη ταύτην αίρεσιν, αλλά, τουναντίον, επεκύρωσεν αυτήν.
Ένεκα τούτου, αν είμεθα Ορθόδοξοι και θέλωμεν να παραμείνωμεν Ορθόδοξοι, τότε οφείλομεν και ημείς να τηρήσωμεν την στάσιν του Αγίου Σάββα,  του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του Αγίου Κοσμά Αιτωλού, του Αγίου Ιωάννου Κροστάνδης και των λοιπών Αγίων Ομολογητών και Μαρτύρων και Νεομαρτύρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έναντι των ρωμαιοκαθολικών και των προτεσταντών, εκ των οποίων ούτε οι μεν, ούτε οι δε, δεν πιστεύουν ορθοδόξως εις τα δύο βασικά δόγματα του Χριστιανισμού : εις την Αγίαν Τριάδα και εις την Εκκλησίαν.

Ο Θεός ως κριτής Αββάς Ιουστίνος Πόποβιτς



ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
 ΠΕΡΙ TOY ΘΕΟΥ ΩΣ ΚΡΙΤΟΥ
Η αιωνία ευαγγελική αλήθεια περί του Θεού ως Κριτού δεν είναι βιαίως επιβεβλημένη εις την ανθρωπίνην συνείδησιν ούτε είναι αφύσικη η θέσις της μεταξύ των αποκεκαλυμμένων αληθειών. Είναι φυσικόν και συστατικόν μέρος της θείας Αποκαλύψεως εν τω Θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν η λογική της Αποκαλύψεως δεν θα ήτο θεία και η θεανθρωπίνη Οικονομία της σωτηρίας δεν θα ήτο ολοκληρωμένη. Χωρίς αυτήν η θεία Αποκάλυψις θα ήτο παρομοία με τον κόσμον χωρίς τον ουρανόν επάνω του. Αυτή είναι η στέγη η καλύπτουσα και ολοκληρούσα τον μαργαρίτινον ναόν των θεανθρωπίνων αληθειών περί του ανθρώπου και του κόσμου. Η φύσις των άλλων αγίων δογμάτων και αληθειών είναι και η ιδική της φύσις. είναι ομοούσιος με αυτάς. ευρίσκεται μέσα τους όπως και αυταί εντός αυτής. έχει την αυτήν αξίαν και ζωτικήν δύναμιν με αυτάς, δεν δύναται να χωρισθή απ' αυτάς, επειδή όλαι μαζί αποτελούν ένα αχώριστον θεανθρώπινον οργανισμόν. Είναι φυσικόν, ο Θεός ο οποίος είναι Δημιουργός, Σωτήρ και Αγιασμός, να είναι ταυτοχρόνως και Κριτής. Διότι ως Κτίστης μας εισήγαγεν από το μη είναι εις το είναι, ορίσας ως σκοπόν της υπάρξεώς μας την εξομοίωσιν με τον Θεόν δια του θεοειδούς της ψυχής μας, ληφθέντος ως δώρου, και δια της αυξήσεως εις την αύξησιν του Θεού «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (πρβλ. Κολ. 2, 19. Εφ. 4, 13). ως Σωτήρ, μας έσωσε από την αμαρτίαν, από τον θάνατον και από τον διάβολον, εισαγαγών εις την φύσιν του ανθρώπου, θνητοποιημένου δια της αμαρτίας, την αρχήν και την δύναμιν της αναστάσεως και της αθανασίας. ως Αγιασμός, μας έδωσε μέσα εις το θεανθρώπινον Σώμα Του όλα τα μέσα της χάριτος και όλας τας θείας δυνάμεις, δια την οικείωσιν του θεανθρωπίνου έργου Του της σωτηρίας και την επίτευξιν του σκοπού της υπάρξεώς μας. ως Κριτής, σταθμίζει, κρίνει και λαμβάνει απόφασιν περί της συμπεριφοράς μας προς Εκείνον ως τον Κτίστην και προς τον εαυτόν μας ως το θεοειδές κτίσμα, προς Εκείνον ως τον Σωτήρα και προς τον εαυτόν μας ως αντικείμενον της σωτηρίας, προς Εκείνον ως τον Θεάνθρωπον - την Εκκλησίαν - τον Αγιασμόν, και προς τον εαυτόν μας ως αντικείμενον αγιασμού, θεώσεως και θεανθρωποποιήσεως. Εις αυτό το τετραπλούν έργον Του ο Θεός πάντα ενεργεί «κατά την βουλήν του θελήματος αυτού» (Εφ. 1, 11), δηλαδή κατά το προαιώνιον σχέδιόν Του περί του κόσμου και του ανθρώπου, με τον σκοπόν «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα τε εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφ. 1, 10. Πρβλ. Κολ. 1, 16-17 και 20).
Ο Θεός έβαλε εις το φύραμα του ανθρωπίνου είναι την ζύμην του έρωτος προς τον Χριστόν, ώστε ο άνθρωπος, και μαζί του και όπισθέν του όλη η κτίσις, να ποθή και να τείνη προς τον Χριστόν. Όθεν όλη η κτίσις είναι εις τον πυρήνα της Χριστοκεντρική και τείνει και φέρεται προς τον Χριστόν ως προς το φυσικόν κέντρον της και σκοπόν (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-23. Κολ. 1, 16-17. Εφ. 1, 4-5). Ενώ εις το δημιουργικόν, σωτηριώδες και αγιαστικόν έργον Του ο Θεός εμφανίζεται ως ο αροτριών, ο σπορεύς και ο καλλιεργητής, εις το δικαστικόν έργον Του εμφανίζεται ως ο θεριστής και ο αλωνιστής. Είναι εντελώς φυ­σικόν ο ουράνιος Σπορεύς, ο πλουσιοπαρόχως σπείρας το σπέρμα των αιωνίων θείων αληθειών εις την γην των ανθρωπίνων ψυχών, να έλθη και να ιδή πόσον από το σπέρμα αυτό έχει σαπίσει εις την λάσπην των ηδονών, πόσον έχει πνιγεί εις τα αγκάθια των παθών, πόσον έχει μαρανθή εις την φωτιάν της φιλαμαρτησίας, και πόσον έχει καρποφορήσει και φέρει τον θείον καρπόν, και να θερίση και αλωνίση τους ώριμους βλαστούς του επιγείου σίτου. Επειδή είναι, ακριβώς, ο αροτριών, ο σπορεύς και ο καλλιεργητής, έχει το δικαίωμα να είναι και ο θεριστής και ο αλωνιστής. επειδή έχει δωρήσει εις τους ανθρώπους όλα τα μέσα τα αναγκαία διά την επίτευξιν του από τον Θεόν οριζομένου σκοπού της ζωής, έχει δικαίωμα να είναι και ο Κριτής. Θα ήτο ασυγχώρητος αδικία και προσβολή και τυραννία, εάν επαρουσιάζετο ο Θεός ως Κριτής, χωρίς να έχη προηγουμένως εμφανισθή ως η Σωτηρία και ο Αγιασμός. Δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα ο Θεός ο οποίος δεν θα ήθελε να αποκαλύψη εις τους ανθρώπους την οδόν προς την αιώνιον ζωήν, να ειπή εις αυτούς την αιώνιον Αλήθειαν, να τους δώση τα μέσα διά την σωτηρίαν από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, με μίαν λέξιν, ο Θεός ο οποίος δεν θα ήθελε να γίνη ο Σωτήρ των. Εις ένα τοιούτον Θεόν εκβιαστήν η ανθρωπότης θα είχε δικαίωμα ομοψύχως και ομοφώνως να πετάξη κατά πρόσωπον εκείνο το οποίον είπεν ο κακός δούλος της παραβολής των ταλάντων (Ματθ. 25, 24-25).

Ανθρωπιστική και Θεανθρώπινη πρόοδος ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, 1894-1979



ΑΓΙΟΥ  ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, 1894-1979

«Έσεσθε ουν ημείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48).

Ο άνθρωπος του Χριστού κινείται εις την οδόν της θείας τελειότητος, νικών διά μέσου των ευαγγελικών αρετών το κακόν και την αμαρτίαν μέσα του και μέσα εις τον περιβάλλοντα αυτόν κόσμον. Πορεύεται πάντοτε από το εν καλόν εις το άλλον, από το μικρότερον προς το μεγαλύτερον, από το μεγαλύτερον προς το μέγιστον. Ακόμη, ποτέ δεν σταματά, δεν βραδυπορεί, διότι κάθε σταμάτημα σημαίνει πνευματικήν παράλυσιν, νέκρωσιν, θά­νατον. Δι' εκάστης καθαράς σκέψεως, δι' εκάστου αγίου αισθήματος, δι' εκάστης αγαθής επιθυμίας και καλού λόγου, αυτός οδεύει προς την ανάστασιν, προς την αθανασίαν, προς την αιώνιον ζωήν.

Νικών την αμαρτίαν και τον θάνατον ο άνθρωπος του Χριστού διέρχεται εις αυτήν την ζωήν τρία κύρια στάδια χριστιανικής «εξελίξεως»:

την εν Χριστώ γέννησιν,

την εν Χριστώ μεταμόρφωσιν,

την εν Χριστώ ανάστασιν.

Ο τελικός σκοπός του αγώνος του είναι το συν τω Χριστώ αναστήναι. Τούτο δε σημαίνει την νίκην του θανάτου. Ιδού, συ ενίκησες ήδη τον θάνατον, εάν ολοψύχως επίστευσες εις την ανάστασιν του Θεανθρώπου, διότι Αυτός είπεν: «ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώ­νιον»... «μετεβέβηκεν εκ του Θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 6, 47. 5, 24).

Ευθύς ως πιστεύση και μόνον όταν πιστεύση εις τον αναστάντα Θεάνθρωπον αρχίζει ο άνθρωπος να γίνεται άνθρωπος, διότι ελευθερούται της αμαρτίας και του θανάτου και αποκτά την αίσθησιν της αθανασίας. Η αμαρτία είναι αρρώστια, η οποία αμβλύνει, αφήνει υπανάπτυκτον, παραλύει εν τω ανθρώπω την αίσθησιν της αθανασίας, ώστε ο άνθρωπος να μη φθάνη μέχρι του Θεού του ζώντος και αληθινού ούτε με την σκέψιν ούτε με την αί­σθησιν. Τοιούτος άνθρωπος είναι ανάπηρος, ημιάνθρωπος, υπάνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος ενίκησε την αμαρτίαν και τον θάνατον διά της αναστάσεως, διά να εγείρη τον άνθρωπον εις την αθανασίαν και την αιώνιον ζωήν, να ζωοποιήση μέσα του την υπανάπτυκτον και νεκρωθείσαν αίσθησιν της αθανασίας και να την ανακαινίση, ώστε να αισθανθή ο άνθρωπος τον Θεόν και την αιώνιον ζωήν ως το νόημα της ανθρωπίνης ζωής και επί της γης και εν ουρανώ.

Ανθρωπιστικός Οικουμενισμός



† Αρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, 1894-1979
 
...Ας μη απατώμεθα. Υπάρχει και ο «διάλογος του ψεύδους», όταν οι διαλεγόμενοι συνειδητώς ή ασυνειδήτως ψεύδονται ο εις εις τον άλλον. Τοιούτος διάλογος είναι οικείος εις τον «πατέρα του ψεύδους», τον Διάβολον, «ότι ψεύστης εστίν και ο πατήρ αυτού» (Ιω. 8, 44). Οικείος είναι και εις όλους τους εκουσίους ή ακουσίους συνεργάτας του, όταν αυτοί θελήσουν να πραγματοποιήσουν το καλόν των διά του κακού, να φθάσουν εις την «αλήθειάν» των με την βοήθειαν του ψεύδους. Δεν υπάρχει «διάλογος της αγάπης» άνευ του διαλόγου της αληθείας. Άλλως τοιούτος διάλογος είναι αφύσικος και ψευδής. Όθεν και η εντολή του Αποστόλου ζητεί να είναι «η αγάπη ανυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9)....

Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι το αγιοπατερικόν μέτρον της αγάπης προς τους ανθρώπους και της σχέσεως προς τους αιρετικούς, από των Αποστόλων κληρονομηθέν, έχει ολοτελώς θεανθρώπινον χαρακτήρα. Τούτο εκφράζουν θεοπνεύστως οι εξής λόγοι του Α­γίου Μαξίμου: «Ου θέλων δε τους αιρετικούς θλίβεσθαι, ουδέ χαίρων τη κακώσει αυτών γράφω ταύτα, μη γένοιτο, αλλά τη επιστροφή μάλλον χαίρων και συναγαλλόμενος. Τί γαρ τοις πιστοίς τερπνότερον του θεάσθαι τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγόμενα εις εν; Ούτε υμίν του φιλανθρώπου το απηνές παραινών προτιθέναι. μη ούτω μανείην. αλλά μετά προσεχείας και δοκιμασίας ποιείν τε και ενεργείν τα καλά εις πάντας ανθρώπους, και πάσι πάντα γινομένους, καθώς έκαστος επιδείται υμών, παρακαλών. προς μόνον το καθοτιούν αιρετικοίς συνάρασθαι εις σύστασιν της φρενοβλαβούς αυτών δόξης, σκληρούς παντελώς είναι υμάς και αμειλίκτους βούλομαί τε και εύχομαι. Μισανθρωπίαν γαρ ορίζομαι έγωγε και αγάπης θείας χωρισμόν το τη πλάνη πειράσθαι διδόναι ισχύν εις περισσοτέραν των αυτή προκατειλημμένων φθοράν» (Αγ. Μαξίμου Ομ. PG 91).

...Μόνον μέσα εις την Εκκλησίαν, εις το μοναδικόν τούτο Παμμυστήριον του Χριστού, δύναται να γίνη λόγος περί των Μυστηρίων. Διότι η Εκκλησία η Ορθόδοξος, ως το Σώμα του Χριστού, είναι η πηγή και το κρι­τήριον των Μυστηρίων και όχι το αντίθετον. Τα Μυστήρια δεν δύνανται να αναβιβάζωνται υπεράνω της Εκκλησίας ούτε να θεωρώνται έξω από το Σώμα της Εκκλησίας.   
 

Ένεκα τούτου, συμφώνως προς το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και συμφώνως προς ολόκληρον την ορθόδοξον Παράδοσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξιν άλλων μυστηρίων έξω απ' αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθη τις διά της μετανοίας εκ της αιρετικής «εκκλησίας», δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Μέχρις ότου δε μένει τις έξω από την Εκκλησίαν, μη ηνωμένος μετ' αυτής διά της μετανοίας, μέχρι τότε είναι αυτός διά την Εκκλησίαν αιρετικός και αναποφεύκτως ευρίσκεται εκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας. Διότι «τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β' Κορ. 6, 14).

Άνθρωπος και Θεάνθρωπος



ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ    
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ


1. Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου. Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων. Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12). Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν  εξομολόγησιν:   «ουδέν   εμαυτώ   σύνοιδα» (Α’ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τί είναι ο άνθρωπος, ούτε τί είναι ο Θεός, ούτε τί είναι ο θάνατος, ούτε τί είναι η ζωή. Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου. Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τί κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; — Δυσωδία, σήψις, σκώληκες... «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24).
Ουδείς, ουδείς πλην του Θεανθρώπου. Διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τον θάνατον δια της αναστάσεως, κατέλυσε «το σώμα του θανάτου» ως οντολογικήν πραγματικότητα (πρβλ. Αποκ. 20, 14. 10), ελύτρωσε το ανθρώπινον γένος εκ του θανάτου, του εχάρισε την αιωνίαν Ζωήν, την αιωνίαν Αλήθειαν, την αιωνίαν Αγάπην, την αιωνίαν Δικαιοσύνην, την αιωνίαν Χαράν και όλα τα άλλα αιώνια Θεία Αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας δύναται να χαρίση. Και ούτως έλυσεν όλον το πρόβλημα του ανθρώπου, ολόκληρον το παμπρόβλημα του ανθρώπου. Πράγματι, αφ’ ότου ο Θεός έγινεν άνθρωπος, εφανερώθη ως Θεάνθρωπος και δια του σώματός Του — της Εκκλησίας — παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος εις τον επίγειον κόσμον, έγινεν Αυτός άπαξ δια παντός η υψίστη παναξία και το υπέρτατον κριτήριον του ανθρωπίνου γένους, Αυτός ο Μόνος Αληθινός Θεός και ο Μόνος Αληθινός Άνθρωπος, ο Μόνος Τέλειος Θεός και ο Μόνος Τέλειος Άνθρωπος. Ως τοιούτος, Αυτός είναι η μόνη υψίστη παναξία και το μόνον έσχατον κριτήριον αυτού του ανθρώπου εις την ψυχοσωματικήν του οντότητα και την θεανθρωπίνην του δυνατότητα, και παντός ό,τι είναι ανθρώπινον και του ανθρώπου. Μόνον εν τω Θεανθρώπω είδεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν τον εαυτόν του τέλειον και αιώνιον. Και εγνώρισε τον εαυτόν του εις όλας τας διαστάσεις του. Εντεύθεν η νέα αξιολογική και γνωσιολογική καθολική αρχή του ανθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος». Αλλά το «μέτρον πάντων άνθρωπος» εξακολουθεί να βασιλεύη και να κυριαρχή, ως επί το πλείστον ferro ignique, εις τον ειδωλολατρικόν και πολυθεϊστικόν εξωχριστιανικόν κόσμον. Δια τούτο ο θεοσοφώτατος γνώστης του ανθρώπου και του Θεανθρώπου, ο Απόστολος Παύλος, συνοψίζει όλας τας φιλοσοφίας του ανθρωπίνου γένους εις δύο: εις την φιλοσοφίαν κατ’ άνθρωπον και εις την φιλοσοφίαν κατά Θεάνθρωπον (Κολ. 2, 8).

2. Μόνον ο Θεάνθρωπος είναι τέλειος και τετελειωμένος άνθρωπος. Αλλά ταυτοχρόνως: και τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Εδώ η Υπόστασις του Θεού Λόγου είναι ο σπουδαιότερος παράγων. Τούτο ωμολόγησαν σαφώς και ηρμήνευσαν θεοπνεύστως οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου εν Χαλκηδόνι. Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ ο άνθρωπος έφθασεν εις όλας τας τελειότητάς του: δια του Θεού ετελειοποίησε και ωλοκλήρωσε την ψυχήν του και την συνείδησίν του, την βούλησίν του και τον νουν του, την καρδίαν του και το σώμα του. με μιαν λέξιν, ολόκληρον τον εαυτόν του. Και έγινε το σπουδαιότερον και το πλέον αξιαγάπητον θαύμα: ο Θεάνθρωπος άφησε τον Εαυτόν Του εις τον γήινον κόσμον μας και εις όλους τους κόσμους, ως Εκκλησίαν, ως σώμα Του, δια να δυνηθή κάθε άνθρωπος να καταστή «σύσσωμος» του σώματος του Θεανθρώπου και ούτω να φθάση εις όλας τας τελειότητάς του (πρβλ. Εφ. 3, 6). Μόνον εν τω Θεανθρώπω και δια του Θεανθρώπου ημπορεί κάθε ανθρωπίνη ύπαρξις να γίνη αληθινός άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, πλήρης άνθρωπος. Μόνον με τον Θεάνθρωπον εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» δύναται να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 3,18. 4, 11-16). Εν τω Θεανθρώπω Χριστώ «κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς», δια να ημπορή να πληρωθή καθείς από ημάς εν τη Εκκλησία και δια της Εκκλησίας με το πλήρωμα αυτό της Θεότητος (Κολ. 2, 9-10). Και τούτο είναι δυνατόν να επιτύχη έκαστος εξ ημών μόνον «συν πάσι τοις αγίοις», δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών, προηγουμένης της αγίας πίστεως και της αγίας αγάπης (Εφ• 3, 17-20).

ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς


ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ
*Οι ασκητές είναι οι μοναδικοί ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας και ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραπο­στολική σχολή μέσα στην Ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι άσκηση και ζωή γι' αυτό και μονάχα διά της α­σκήσεως και της ζωής επιτελείται το κήρυγμα και η ιεραποστολή. Ή ανάπτυξη της ασκητικότητας -προ­σωπικά και καθολικά- αυτή πρέπει να γίνει ή εσωτε­ρική αποστολή της Εκκλησίας μας μέσα στον λαό. Οι ενορίες πρέπει να μεταβληθούν σε ασκητικά κέ­ντρα, αλλά αυτό μπορεί να το επιτύχει μονάχα ένας ε­φημέριος - ασκητής. Πρέπει να ενισχύσουμε την προ­σευχή και την νηστεία, να αναπτύξουμε την εκκλη­σιαστική ευταξία ή οποία είναι από τα κύρια μέσα της Ορθοδοξίας με το όποιο εκείνη επιδρά αναγεννη­τικά στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως απαιτούν ως προϋπόθεση: οι ιερείς και οι μοναχοί μας να γίνουν οι ίδιοι ασκητές.


*Το χειρότερο πράγμα για τούς ανθρώπους είναι ό θάνατος: το να γίνω λάσπη, να μεταβληθώ σε σκου­λήκια, σε πηλό! Αξίζει τάχα να είναι κανείς άνθρω­πος; Γιατί να σε αγαπήσω, Θεέ μου, αφού αύριο θα μεταβληθώ σε σκουλήκια και πηλό; Να, όμως, πού ό Κύριος Ιησούς Χριστός σε σώζει από τον θάνατο διά της Αναστάσεως Του, εξασφαλίζει την αιώνιο ζωή για την ψυχή σου και το σώμα, όταν εκείνο θα ανα­στηθεί λαμπερό και θα ενωθεί με την ψυχή.
Γι' αυτό και ό Κύριος Ιησούς έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ό Μόνος Φιλάνθρωπος, ό μόνος από κα­τασκευής κόσμου μέχρι της Φοβέρας Κρίσεως. Μονά­χα εκείνος πού νίκησε τον θάνατο είναι ό Μόνος Φι­λάνθρωπος και όλα τα άλλα είναι άπλες φλυαρίες. Και οι κουλτούρες, οι πολιτισμοί, οι επιστήμες και οι τέχνες; - Τί αστεία πράγματα! Μα τί να την κάνω την τεχνολογία και την επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη; Εκείνος είναι ό μόνος φιλάν­θρωπος, αυτός πού με ελευθερώνει από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Γιατί ό διάβολος είναι ό εφευρέτης της αμαρτίας και μαζί μ' αυτήν και του κα­κού.

*Αυτό είναι ή αγάπη του Χριστού προς τον άν­θρωπο: ή λύτρωση από τον θάνατο. Λέει ή δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε­αυτόν» (Μτ. 22, 39). Πότε αγαπούμε λοιπόν πραγματι­κά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την α­μαρτία του, από την κόλαση... αυτή είναι ή γνήσια α­γάπη προς τον άνθρωπο. Άπατα εαυτόν όποιος νομί­ζει πώς αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατο του και όχι τον ίδιο. Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμη του- τότε τον αγαπά αληθινά.

Θα ρωτήσει κάποιος: και ή αγάπη των γονέων προς τα τέκνα; Και ή αγάπη του συζύγου προς την σύ­ζυγο; Και ή αγάπη του ανθρώπου προς την πατρίδα; Δεν είναι και αυτά αγάπη; Τα ονομάζουμε βέβαια όλα αυτά αγάπη άλλα είναι άραγε έτσι; Όλα αυτά δεν έ­χουν ίχνος αγάπης εάν δεν είναι ο Χριστός η δύναμη εκείνη μέσα από την οποία αγαπάμε. Αν ό πατέρας δεν αγαπά τα τέκνα του με την αγάπη του Χριστού, αν δεν τα παιδαγωγεί στο αγαθό, αν δεν τα οδηγεί στον ί­σιο δρόμο, αν δεν τα διδάσκει να σωθούν από την α­μαρτία, παρά μονάχα τα χαϊδεύει και τα κολακεύει, τότε τα μισεί και τα φονεύει. Αν πάλι, ό σύζυγος αγα­πά την σύζυγο μονάχα σαρκικά, γίνεται ό φονιάς της. Έτσι συμβαίνει με κάθε γήινη, σαρκική αγάπη.

Επιλεγμένα κηρύγμτα του Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς


ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ
*Οι ασκητές είναι οι μοναδικοί ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας και ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραπο­στολική σχολή μέσα στην Ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι άσκηση και ζωή γι' αυτό και μονάχα διά της α­σκήσεως και της ζωής επιτελείται το κήρυγμα και η ιεραποστολή. Ή ανάπτυξη της ασκητικότητας -προ­σωπικά και καθολικά- αυτή πρέπει να γίνει ή εσωτε­ρική αποστολή της Εκκλησίας μας μέσα στον λαό. Οι ενορίες πρέπει να μεταβληθούν σε ασκητικά κέ­ντρα, αλλά αυτό μπορεί να το επιτύχει μονάχα ένας ε­φημέριος - ασκητής. Πρέπει να ενισχύσουμε την προ­σευχή και την νηστεία, να αναπτύξουμε την εκκλη­σιαστική ευταξία ή οποία είναι από τα κύρια μέσα της Ορθοδοξίας με το όποιο εκείνη επιδρά αναγεννη­τικά στον άνθρωπο. Όλα αυτά όμως απαιτούν ως προϋπόθεση: οι ιερείς και οι μοναχοί μας να γίνουν οι ίδιοι ασκητές.


*Το χειρότερο πράγμα για τούς ανθρώπους είναι ό θάνατος: το να γίνω λάσπη, να μεταβληθώ σε σκου­λήκια, σε πηλό! Αξίζει τάχα να είναι κανείς άνθρω­πος; Γιατί να σε αγαπήσω, Θεέ μου, αφού αύριο θα μεταβληθώ σε σκουλήκια και πηλό; Να, όμως, πού ό Κύριος Ιησούς Χριστός σε σώζει από τον θάνατο διά της Αναστάσεως Του, εξασφαλίζει την αιώνιο ζωή για την ψυχή σου και το σώμα, όταν εκείνο θα ανα­στηθεί λαμπερό και θα ενωθεί με την ψυχή.
Γι' αυτό και ό Κύριος Ιησούς έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ό Μόνος Φιλάνθρωπος, ό μόνος από κα­τασκευής κόσμου μέχρι της Φοβέρας Κρίσεως. Μονά­χα εκείνος πού νίκησε τον θάνατο είναι ό Μόνος Φι­λάνθρωπος και όλα τα άλλα είναι άπλες φλυαρίες. Και οι κουλτούρες, οι πολιτισμοί, οι επιστήμες και οι τέχνες; - Τί αστεία πράγματα! Μα τί να την κάνω την τεχνολογία και την επιστήμη όταν με μεταβάλουν σε σκουλήκια και λάσπη; Εκείνος είναι ό μόνος φιλάν­θρωπος, αυτός πού με ελευθερώνει από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο. Γιατί ό διάβολος είναι ό εφευρέτης της αμαρτίας και μαζί μ' αυτήν και του κα­κού.

*Αυτό είναι ή αγάπη του Χριστού προς τον άν­θρωπο: ή λύτρωση από τον θάνατο. Λέει ή δεύτερη μεγάλη εντολή: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε­αυτόν» (Μτ. 22, 39). Πότε αγαπούμε λοιπόν πραγματι­κά τον άνθρωπο; Όταν τον λυτρώνουμε από την α­μαρτία του, από την κόλαση... αυτή είναι ή γνήσια α­γάπη προς τον άνθρωπο. Άπατα εαυτόν όποιος νομί­ζει πώς αγαπά τον άνθρωπο ενώ εγκρίνει τις αμαρτίες του και αναπαύει τα πάθη του. Τότε αγαπά τον θάνατο του και όχι τον ίδιο. Μονάχα όταν αγαπά κανείς τον άνθρωπο διά του Χριστού -με όλη την ψυχή και την δύναμη του- τότε τον αγαπά αληθινά.

Αββά Ιουστίνου - Ασκητικά και Θεολογικά κεφάλαια


Αββά Ιουστίνου Πόποβιτς
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ
*Που είναι ό Χριστός της Ευρώπης; Που θα γεννηθή ό Χριστός; Μήπως στην ατσαλένια κονίστρα πού γεννήθηκε το γερμανικό βρέφος, ό ευρωπαϊκός πόλεμος; Χριστιανισμοί εδώ, χριστιανισμοί εκεί, στην έρημο και στις πόλεις, στα κανόνια και στους φόνους, μα ό Χριστός πουθενά: «Ότι ήραν τον Κύριον μου και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν» (Ίω. 20, 13). Ήρθαν πολλοί με το ένδυμα του Χριστού επάνω τους και τον λύκο μέσα τους. Ήρθαν πολλοί με το ό­νομα του Χριστού λέγοντας: «Εγώ ειμί ό Χριστός», μα διέκρινα πώς αγάπη Χριστού δεν είχαν μέσα τους....

*Τροφή μου είναι τα βιβλία, γράμματα τρώω - με τα γράμματα τρέφομαι. Βιβλιοφάγος και γραμματοφάγος, για αυτό είμαι μονίμως πεινασμένος και διψασμέ­νος. Σαν να μου έχουν πέσει τα αυτιά και δεν ακούω τούς λόγους Εκείνου: «Εμόν βρώμα έστιν, ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με» (Ίω. 4, 34). Το γράμμα αποκτείνει, το πνεύμα ζωοποιεί. Όλη ή σοφία του αν­θρώπου και όλη ή επιστήμη δεν είναι τάχα ένα κομποσκοίνι από γράμματα; Ό άνθρωπος έγινε γραμματισμένος, έγινε όλος ένα αλφάβητο και νομίζει πώς έ­γινε το αλφάβητο όλου του κόσμου και του Θεού. Ό πολιτισμός μας γεννήθηκε μέσα στα τυπογραφεία, και κάθε τί το πολιτισμένο υποκλίνεται μπροστά στα γράμματα, σε αυτά τα λεπτεπίλεπτα είδωλα. Έτσι, τα γράμματα έγιναν ό θησαυρός και οι εκτιμητές κάθε α­ξίας. Ακόμα και ό Θεός άρχισε να εκτυπώνεται αφού έπαψε να βιώνεται και να επιβιώνει. Τα τυπογραφεία μεταμορφώθηκαν σε ναούς, σε βασίλεια των γραμμά­των, αυτός είναι ό πολιτισμός μας. Βασίλευσε το γράμμα και σήμερα σκοτώνει την Ευρώπη, αφού «το γράμμα αποκτέννει, το δε πνεύμα ζωοποιεί» (Β' Κορ. 3,6).

*Όταν μπαίνω σε αίθουσα δίχως εικόνα, μου μοιάζει τυφλή, απρόσωπη, δίχως παράθυρο στον ου­ρανό.

*Ή προσευχή είναι πρόσφορο ζυμωμένο από δά­κρυα και καρδιά.

*Για ποιό λόγο υπάρχει ό χρόνος; Ποιό το νόημα του χρόνου; Μα για να σαρκώσει την αιωνιότητα, διά της σαρκώσεως του Θεού σε άνθρωπο. Για να επιτελέ­σει την θέωση του ανθρώπου, διά του Θεανθρώπου, και διά μέσου του ανθρώπου την θέωση του χρόνου και του χώρου, δηλ. του κόσμου (Ρμ. 8, Έφ. 1 και 4, Κολ. 2). Η σάρκωση του Θεού Λόγου, η ενανθρώπηση Του αποτελεί το κέντρο του χρόνου και της ύλης, του ανθρώπου ως ψυχοφυσικής υπάρξεως.

*Από τότε πού εμφανίστηκαν σε μας οι εφημερί­δες, ή ανάγνωση δηλαδή των εφημερίδων, έγιναν ή «πρωινή προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου». Αυτός ό «μοντέρνος» άνθρωπος μεταλλάσσεται γοργά σε «υπάνθρωπο» του οποίου ό πρόγονος μα και ό έσχα­τος απόγονος είναι ό «απάνθρωπος».

*Στον Οικουμενισμό, όλες οι αδυναμίες, οι απο­κλίσεις, τα λάθη, προέρχονται από την κατάχρηση του Αγίου Πνεύματος. Στην περίπτωση αυτή απαιτού­νται οι αυστηρότατοι περιορισμοί και ή διορατικότη­τα των Πατέρων: το Άγιο Πνεύμα δίδεται μονάχα στην Εκκλησία του Θεανθρώπου, ως ανταμοιβή της πίστεως στον Θεάνθρωπο. Απόδειξη αυτού είναι ή Πεντηκοστή. Δεν δίδεται εκτός Εκκλησίας, εκτός Θε­ανθρώπου. Όλες οι αποκλίσεις δεν είναι παρά ανθρω­πιστικές πλάνες. Αυτή είναι η αποστολική παράδοση και κληρονομιά.

*Εξάλλου, έτσι δικαιολογούνται όλες οι δυτικές «εκκλησίες» και αιρέσεις, τα φορτώνουν όλα στο Πνεύμα το Άγιο. Πορεύονται «κατ' άνθρωπον» με τον ακόλουθο τρόπο: αντί της μεθόδου του Σωτήρος -της αναγεννήσεως του έσω άνθρωπου- οδεύουν την οδό του ευρωπαϊκού ουμανισμού πασχίζοντας να με­ταμορφώσουν το πρόσωπο, διά της κοινωνίας και όχι διά της οδού του Σωτήρος ή οποία συνίσταται στη σωτηρία του άνθρωπου, διά του Θεού και όχι διά της κοινωνίας.

Φάντασμα και όνειρο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979)

20170421-1Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος είναι ο πλήρης άνθρωπος, όλος χρησιμοποιείται, όλος θεανθρωπείται, όλος απαθανατίζεται. Αντίθετα, εκτός της Εκκλησίας ο άνθρωπος δεν είναι άλλο παρά ένα σχήμα ανθρώπου, μια σκιά μάλλον του ανθρώπου, φάντασμα και όνειρο. Αισθάνεται άνευ περιεχομένου, κενός και έρημος.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Παπισμός κατά τον Γ. Ιουστίνο Πόποβιτς (β)



Ούτως, αδελφοί μου, ανέστη ως βρυκόλαξ εις τας ημέρας μας η σατανική Ρώμη, εκείνη η Ρώμη, προ του μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία εδίωκε με πυρ και μάχαιραν τους Χριστιανούς και ημπόδιζε τον Χριστόν να εισέλθη εις την Ευρώπην.
Νικόλαος Ζήσης
 ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ
κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς
       Να ήστε έτοιμοι εις μαρτύριον δια τον Χριστόν εκ μέρους της Λευκής Δαιμονίας  (= Ευρώπης).


        Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, γεννήθηκε το 1894. Το 1916, σε ηλικία 22 ετών, έλαβε το Μοναχικό Σχήμα. Σπούδασε την Θεολογία στην Σερβία και στην Ρωσία και ανεκηρύχθη διδάκτωρ της Θεολογίας από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1926. Το 1935 εξελέγη υφηγητής και αργότερα καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου, όπου παρέμεινε μέχρι το 1945, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς τον εξεδίωξε. Έ­κτοτε και μέχρι του θανάτου του (1979), αποσύρθηκε ως πνευματικός στην Ιερά Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε, όπου συνέχισε το πνευματικό και συγγραφικό του έργο, αποτελώντας, όπως λέγει ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, την «κεκρυμμένην συνείδησιν της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδοξίας εν γένει»1. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης παρουσιάζοντας ένα από τα έργα του Γέροντος Ιουστίνου, «πρέπει να ίδωμεν τον π. Ιουστίνον όχι ως δογματικόν διδάσκαλον μόνον, αλλά και ως όσιον και ως προφήτην, διότι ζη μέσα εις το φως του Θεού την τραγωδίαν των ανθρώπων, προς τους οποίους εξαγγέλει την μοναδικότητα του Θεανθρώπου, την μοναδικότητα της Εκκλησίας και την εκτροπήν του Ευρωπαίου ανθρώπου από της Αληθείας... Ό,τι αρνείται ο π. Ιουστίνος, το αρνείται με θετικόν τρόπον, διότι πιστεύει ακρα­δάντως, ότι η Εκκλησία κατέχει εντός της την δυνατότητα ικανοποιήσεως όλων των αιτημάτων του ανθρώπου και των εφέσεών του και μάλιστα εις ασυγκρίτως μεγαλύτερον βαθμόν, απ' ό,τι αυτός δύναται να επιθυμήση»2.
        Οι εμπειρίες των Σέρβων Ορθοδόξων από την συνοίκησή τους με λαούς οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στον παπισμό (Αυστριακούς, Ούγγρους, Κροάτες, Σλοβένους), φαίνεται πως υπήρξαν αφορμή για βαθεία ανάλυση εκ μέρους των Σέρβων θεολόγων του είδους ανθρώπου που διαμορφώνει ο ευρωπαϊκός ουμανισμός3 και το αποκορύφωμά του, ο Παπισμός4. Παρόμοιες εμπειρίες, άλλωστε, ήταν αυτές οι οποίες συνετέλεσαν στο να γνωρίσουν και οι Έλληνες Ορθόδοξοι την χριστιανική «αγάπη» και «δικαιοσύνη» των Φραγκο-Σαξώνων, στην πρόσφατη σταυροφορία και κατοχή του σερβικού Κοσσυφοπεδίου.
        Τα λόγια του Γέροντος Ιουστίνου δεν εκφράζουν βέβαια απαρέσκεια προς ανθρώπους, ούτε καν προς τους εχθρούς του έθνους του. όπως λέγει ο ίδιος, η ταύτιση αμαρτίας και αμαρτωλού είναι εφεύρημα του ουμανισμού και όχι διδασκαλία του Ευαγγελίου. Στα έργα του ο Παπισμός, όπως και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός ουμανισμός, κρίνεται εν συγκρίσει και κατ' αντιπαράθεση προς τον Θεανθρωπισμό ή Θεανθρωποκεντρισμό της Εκκλησίας. Οι λόγοι του κρίνουν τον Παπισμό ως παναίρεση και παναμαρτία, καταρρίπτοντας την αντίληψη πως ο Ρωμαιοκαθολικισμός διατηρεί την συγγενέστερη προς την Ορθοδοξία πίστη. Η ανατομία του σώματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού εκ μέρους του Γέροντος Ιουστίνου, η οποία ως εκ της καταστάσεως του πολιτισμού αυτού αποτελεί μάλλον νεκροψία, απαιτεί βεβαίως εμβριθέστερη μελέτη και ανάλυση. Η παρούσα μελέτη, δυστυχώς αδικεί το ύφος και το ύψος της θεολογίας του Σέρβου ασκητού, διότι επιδιώκει να παρουσιάσει απλώς τις απόψεις του για τον κυριώτερο πνευματικό καρπό της ευρωπαϊκής περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου αντιλήψεως, δηλ. τον Παπισμό. Ελπίζουμε, ωστόσο, πως έστω και αυτή η μερική γνώση της εκκλησιαστικής περί ουμανισμού αντιλήψεως, όπως αυτή εκφράζεται άριστα από τον Γέροντα Ιουστίνο, θα αποτελέσει για πολλούς αφορμή μελέτης των έργων του Γέροντος και θα διευρύνει την προοπτική με την οποία πρέπει ο Ορθόδοξος Χριστιανός να αντιμετωπίζει τον δυτικό πολιτισμό εν γένει, την αντίδραση κατά του οποίου προσπαθούν να μονοπωλήσουν, προς ίδιον όφελος, ιδεολογίες που έχουν και αυτές τις ρίζες τους στην άθεη Δύση, όπως ο μαρξισμός και ο αναρχισμός.

1. Η επιβίωση του Αρειανισμού5
       Ο κόσμος μας, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος, χαρακτηρίζεται από ένα διαρκή αγώνα ανάμεσα σε δύο μυστήρια: το μυστήριο του καλού και το μυστήριο του κακού. Το μυστήριο του κακού είναι έντεχνα ελκυστικό. γοητεύει τον άνθρωπο μέχρι έρωτος, και ο άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία ολοκαυτώματος στην φοβερή αυτή του αγάπη. Αντιθέτως το μυστήριο του καλού είναι ταπεινό και πράο, αντικείμενο λοιδορίας και εμπτυσμών, γι' αυτό και είναι λιγότεροι οι εραστές του μυστηρίου του καλού απ' αυτούς του μυστηρίου του κακού. Εναντίον του μικρού καλού αντιτάσσεται μικρό κακό και εναντίον μεγάλου καλού, μεγάλο κακό. Έτσι, εναντίον του Θεού του καλού, του Ιησού Χριστού, εξέρχεται ο ίδιος ο Σατανάς6. Κύριος σκοπός του Σατανά και όλης της στρατιάς του εναντίον του Χριστού, είναι να εκσαρκώσει τον Θεάνθρωπο, να δείξει ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλ' ένας απλούς και αδύνατος άνθρωπος. Ο Σατανάς πολέμησε την Εκκλησία έξωθεν με τους διωγμούς, αλλά και εσωτερικά με πιο φοβερό τρόπο, διά του Αρείου. Ο Σατανάς, αφού εξήλθε από τον θεοκτόνο Ιούδα, εισήλθε στον Άρειο, διά του οποίου ενήργησε πιο ολοκληρωτικά από οποτεδήποτε άλλοτε7.
       Ο Αρειανισμός από την μεταφυσική του πλευρά ριζώνει στον σατανισμό και από την ψυχολογική του πλευρά στον ορθολογισμό. Οι αρειανοί αντικατέστησαν τους χριστιανικούς νόμους του Αγίου Πνεύματος με τις ορθολογιστικές κατηγορίες της λογικής του Αριστοτέλους. προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή «κατά τον ίδιον νουν» και έφθα­σαν να μετρούν την φύση του Χριστού με βάση την δική τους φύση, γι' αυτό και κατεβίβασαν τον Χριστό στο επίπεδο των κτισμά­των8. Ο Αρειανισμός, θέλοντας να εκλογικεύσει τον Χριστό, εξέπεσε σε αίρεση. έχοντας σμικρύνει τον Θεάνθρωπο Χριστό στα επίπεδα ενός ημιθέου, έγινε αναστημένος παγανισμός9. Η σκέψη του Αρειανισμού, η οποία αρνείται την θεότητα του Χριστού, είναι τόσο σατανική, ώστε πρέπει να έχει την αρχή της στον νου του Σατανά. αν σε κάθε αίρεση υπάρχει κάτι το διαβολικό, η αίρεση του Αρείου είναι ολόκληρη εκ του Διαβόλου και ολόκληρη εν τω Διαβόλω10. Η καθολική πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας εκφρά­σθηκε ιδιαίτερα στην ισχυρή λέξη ομοούσιος11. «Δοκίμασε την πίστιν σου και έλεγξέ την με το Σύμβολον της πίστεως... Εάν απορρίπτης το ομοούσιον δεν είσαι του Χριστού, είσαι του Αντιχρίστου, είσαι του Ιούδα, διότι η Εκκλησία ονομάζει τον Άρειον "δεύτερον Ιούδα"»12.
        Ο Αρειανισμός δεν έχει ακόμη ταφεί. είναι σήμερα της μόδας και έχει διαχυθεί σαν ψυχή στο σώμα της σύγχρονης Ευρώπης. στην κουλτούρα της Ευρώπης, στην φιλοσοφία, στην επιστήμη, στον πολιτισμό και εν μέρει στην θρησκεία της, υπάρχει κρυμμένος ο Αρειανισμός. παντού ο Χριστός συστηματικά καταβιβάζεται σε απλό άνθρωπο. «Πόθεν τόσος αρειανισμός σήμερον;» διερωτάται ο Γέρων Ιουστίνος. «Ο άνθρωπος έγινε σήμερον το μέτρον των πάντων, μέτρον όλων των ορατών και αοράτων όντων και πραγμάτων. Μετρών με τον εαυτόν του τα πάντα ο ευρωπαϊκός άνθρωπος απορρίπτει παν ό,τι είναι ευρύτερον από τον άνθρωπον, μεγαλύτερον από τον άνθρωπον, απειρότερον από τον άνθρωπον. Το στενόν του μέτρον στενεύει τον Θεάνθρωπον εις άνθρωπον»13.

Περί συμμετοχής της Εκκλησίας στο Π.Σ.Ε



Η θέση του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς για την συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο "Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών"

«Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον  Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθή τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποι της, Θεολόγοι, ακόμη και Ιεράρχες, να επιζητούν την οργανωτικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το «Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών»; Αλίμονον, ανήκουστος προδοσία».

(π. Ιουστίνος Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Θες/νίκη 1974, σ. 224).

Ανθρωπιστική και Θεανθρώπινη πρόοδος ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, 1894-1979



ΑΓΙΟΥ  ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, 1894-1979

«Έσεσθε ουν ημείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. 5, 48).

Ο άνθρωπος του Χριστού κινείται εις την οδόν της θείας τελειότητος, νικών διά μέσου των ευαγγελικών αρετών το κακόν και την αμαρτίαν μέσα του και μέσα εις τον περιβάλλοντα αυτόν κόσμον. Πορεύεται πάντοτε από το εν καλόν εις το άλλον, από το μικρότερον προς το μεγαλύτερον, από το μεγαλύτερον προς το μέγιστον. Ακόμη, ποτέ δεν σταματά, δεν βραδυπορεί, διότι κάθε σταμάτημα σημαίνει πνευματικήν παράλυσιν, νέκρωσιν, θά­νατον. Δι' εκάστης καθαράς σκέψεως, δι' εκάστου αγίου αισθήματος, δι' εκάστης αγαθής επιθυμίας και καλού λόγου, αυτός οδεύει προς την ανάστασιν, προς την αθανασίαν, προς την αιώνιον ζωήν.

Νικών την αμαρτίαν και τον θάνατον ο άνθρωπος του Χριστού διέρχεται εις αυτήν την ζωήν τρία κύρια στάδια χριστιανικής «εξελίξεως»:

την εν Χριστώ γέννησιν,

την εν Χριστώ μεταμόρφωσιν,

την εν Χριστώ ανάστασιν.

Ο τελικός σκοπός του αγώνος του είναι το συν τω Χριστώ αναστήναι. Τούτο δε σημαίνει την νίκην του θανάτου. Ιδού, συ ενίκησες ήδη τον θάνατον, εάν ολοψύχως επίστευσες εις την ανάστασιν του Θεανθρώπου, διότι Αυτός είπεν: «ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώ­νιον»... «μετεβέβηκεν εκ του Θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 6, 47. 5, 24).

Ευθύς ως πιστεύση και μόνον όταν πιστεύση εις τον αναστάντα Θεάνθρωπον αρχίζει ο άνθρωπος να γίνεται άνθρωπος, διότι ελευθερούται της αμαρτίας και του θανάτου και αποκτά την αίσθησιν της αθανασίας. Η αμαρτία είναι αρρώστια, η οποία αμβλύνει, αφήνει υπανάπτυκτον, παραλύει εν τω ανθρώπω την αίσθησιν της αθανασίας, ώστε ο άνθρωπος να μη φθάνη μέχρι του Θεού του ζώντος και αληθινού ούτε με την σκέψιν ούτε με την αί­σθησιν. Τοιούτος άνθρωπος είναι ανάπηρος, ημιάνθρωπος, υπάνθρωπος. Ο Θεάνθρωπος ενίκησε την αμαρτίαν και τον θάνατον διά της αναστάσεως, διά να εγείρη τον άνθρωπον εις την αθανασίαν και την αιώνιον ζωήν, να ζωοποιήση μέσα του την υπανάπτυκτον και νεκρωθείσαν αίσθησιν της αθανασίας και να την ανακαινίση, ώστε να αισθανθή ο άνθρωπος τον Θεόν και την αιώνιον ζωήν ως το νόημα της ανθρωπίνης ζωής και επί της γης και εν ουρανώ.

Εις την πραγματικότητα η Εκκλησία του Θεανθρώπου δεν είναι άλλο παρά το θείον εργαστήριον, μέσα εις το οποίον ακαταπαύστως ανανεούται, ενδυναμούται και αναζωογονείται η ανθρωπίνη αίσθησις και συνείδησις της προσωπικής αθανασίας και του απείρου. Η προσευχή δεν καθιστά άπειρον την ψυχήν, όταν την ενώνη με τον Θεόν; Η αγάπη δεν αποθανατίζει την ψυχήν όταν την ανυψώνη έως του Θεού; Η ευσπλαγχνία, η καλωσύνη, η ταπείνωσις, η δικαιοσύνη, δεν αποθανατίζουν άρα γε τον άνθρωπον, μεταφέροντας το είναι του εις την βασιλείαν της αληθείας του Χριστού; Είναι απολύτως βέ­βαιον ότι δι' εκάστης ευαγγελικής αληθείας ο άνθρωπος νικά μέσα του ολίγον από τον θάνατον, έως ότου τον νικήση οριστικώς και εξασφαλίση εις τον εαυτόν του την αθανασίαν και την αιώνιον ζωήν.

Εις την θεανθρωπίνην πρόοδον ο άνθρωπος οδεύει ακαταπαύστως διά του Χριστού ως διά της οδού του Θεού, δηλαδή διά της θείας Αληθείας εις την ζωήν την αιώνιον και αθάνατον. Όλα δε αυτά τα εχάρισεν ο Θεάν­θρωπος Χριστός εις το ανθρώπινον γένος διά της ανα­στάσεώς Του. Όλη η αλήθεια όλων των κόσμων, όλον το νόημα όλων των κτισμάτων, όλη η χαρά όλων των όντων εδόθησαν εις το ανθρώπινον γένος διά της αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Διά τούτο η ανάστασις του Χριστού είναι το πλέον αποφασιστικόν γεγονός εις την ιστορίαν του κόσμου. από αυτήν πηγάζει η αιώνιος και θεία αξία όχι μόνον του κάθε ανθρώπου ως μεμονωμένου προσώπου, αλλά και όλων των ανθρώπων μαζί.

Αρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς

«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 10. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Έξοδος από όλα τα αδιέξοδα ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ



ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ 
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ 

ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
Η έξοδος από όλα τα αδιέξοδα, ανθρωπιστικά = οικουμενιστικά = παπιστικά, είναι ο ιστορικός Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και το ιστορικόν θεανθρώπινον οικοδόμημά Του, η Εκκλησία, της οποίας Αυτός είναι η αιωνία Κεφαλή και η οποία είναι το αιώνιον Αυτού Σώμα. Η Αποστολική = Αγιοπατερική = Αγιοπαραδοσιακή = Αγιοσυνοδική = Καθολική Ορθόδοξος Πίστις είναι το φάρμακον της αναστάσεως από όλας τας αιρέσεις, όπως και αν αύται ονομάζωνται. Εις τελευταίαν ανάλυσιν, κάθε αίρεσις είναι από τον άνθρωπον και «κατ' άνθρωπον». κάθε μία από αυτάς τοποθετεί τον άνθρωπον εις την θέσιν του Θεανθρώπου, αντικαθιστά τον Θεάνθρωπον δια του ανθρώπου. Με τούτο αρνείται και απορρίπτει την Εκκλησίαν, η οποία υπάρχει όλη εν τω Θεανθρώπω και είναι όλη εκ του Θεανθρώπου και όλη κατά τον Θεάνθρωπον. Η μόνη σωτηρία από αυτό είναι η αποστολική θεανθρωπίνη πίστις, δηλαδή ολική επιστροφή εις την θεανθρωπίνην οδόν των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων1. Τούτο  δε σημαίνει επιστροφήν εις την άμωμον ορθόδοξον πίστιν των εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν, εις την κεχαριτωμένην θεανθρωπίνην ζωήν των εν τη Εκκλησία δια του Αγίου Πνεύματος, εις την εν Χριστώ ελευθερίαν των, εις την οποίαν ο Χριστός μας ηλευθέρωσεν, εις την θεανθρωπίνην κεχαριτωμένην εμπειρίαν των εν Αγίω Πνεύματι, εις τας θεανθρωπίνας αγίας αρετάς των. Τούτο και μόνον τούτο δύναται να σώση και να απελευθερώση τον άνθρωπον εκ της δουλείας εις διαφόρους ουμανιστικάς ανθρωπαρεσκείας, ανθρωποδουλείας και ανθρωπολατρείας, και να καθαρίση όλας τας αμαρτίας του. Διότι η δουλεία αύτη είναι το αυτό με την λατρείαν των ψευδοθεών του αναρχικομηδενιστικού αιώνος μας. Άλλως, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν οδόν, χωρίς την αποστολικήν και αγιοπατερικήν ακολούθησιν όπισθεν του μόνου αληθινού Θεού εις όλους τους κόσμους, και την λατρείαν του μόνου αληθινού και Αειζώου Θεού, του Θεανθρώπου και Σωτήρος Χριστού, είναι βέβαιον ότι ο άνθρωπος θα καταποντισθή εις την νεκράν θάλασσαν της ευρωπαϊκής πολιτισμένης ειδωλολατρείας και αντί του Ζώντος και Αληθινού Θεού, θα λατρεύη τα ψευδοείδωλα του αιώνος τούτου, εις τα οποία δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε ανάστασις, ούτε θέωσις διά το θλιμμένον ον, το ονομαζόμενον άνθρωπος.
Λυτρωμένοι διά του Θεανθρώπου Χριστού από την ειδωλολατρείαν εις όλας τας μορφάς της, ιδού τί μας ευαγγελίζονται, παραγγέλλουν και αφήνουν ως ιεράν παρακαταθήκην, οι άγιοι Πατέρες των Επτά Οικουμενικών Συνόδων, ως την μόνην ορθόδοξον οδόν, την οδόν του Θεανθρώπου, την οποίαν πρέπει να ακολουθήση τις ανάμεσα από όλα τα ιστορικά σκότη και τους ζόφους του αιώνος και του κόσμου τούτου: «Την του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκπληρούντες θείαν πρόσταξιν οι άγιοι Πατέρες ημών, τον παρ' αυτού δοθέντα αυτοίς λύχνον της θείας γνώσεως ουχ υπό το μόδιον έκρυ­ψαν, αλλ' επί την λυχνίαν ανέθηκαν της ωφελιμοτάτης διδασκαλίας. ίνα λάμψη πάσι τοις εν τη οικία, τουτέστι τοις εν τη Καθολική Εκκλησία γεννηθείσι, δια το μήποτε προσκόψαι τινα προς λίθον τον πόδα της αιρετικής κακοδοξίας των ευσεβώς ομολογούντων τον Κύριον. Αυτοί γαρ πάσαν πλάνην αιρετικών εξωθούσι, και το σεσηπός μέλος, είπως ανίατα νοσεί, εκκόπτουσι. και το πτύον κατέχοντες την άλωνα καθαίρουσι. και τον μεν σίτον, ήτοι τον τρόφιμον λόγον, τον στηρίζοντα καρδίαν ανθρώπου αποκλείουσιν εν τη αποθήκη της Καθολικής Εκκλησίας, το δε άχυρον της αιρετικής κακοδοξίας έξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρί ασβέστω... Ημείς δε κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστίθεντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν. Αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα. Ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν, κα­θώς αι άγιαι και οικουμενικαί εξ Σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν... Και πιστεύομεν... ως φησιν ο προφήτης, ου πρέσβυς, ουκ άγγελος, αλλ' αυτός ο Κύριος έσωσεν ημάς (Ησ. 63, 9), ω και ημείς επόμενοι, και την τούτου φωνήν οικειούμενοι μεγαλοφώνως βοώμεν. ου σύνοδος, ου βασιλέων κράτος, ου συνομωσίαι θεοστυγείς της των ειδώλων πλάνης την Εκκλησίαν ηλευθέρωσαν, καθώς εληρώδησε το Ιουδαϊκόν συνέδριον... αλλ' αυτός ο της δόξης Κύριος ενανθρωπίσας Θεός και έσωσε, και της ειδωλικής απάτης απήλλαξεν. αύτώ τοίνυν δόξα, αυτώ χά­ρις, αυτώ ευχαριστία, αυτώ αίνος, αυτώ μεγαλοπρέπεια, αυτού η απολυξώτις, αυτού η σωτηρία του μόνου σώζειν εις το παντελές δυναμένου, και ουχ ετέρων των χαμαί ερχομένων ανθρώπων... Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν. ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών... Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν»2.
1. Ο «δέκατος τρίτος απόστολος», ο «πατήρ της Ορθοδοξίας», ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, ευαγγελίζεται με την αποστολικήν και πατερικήν σοφίαν όλην την αλήθειαν περί της αληθινής πίστεως, λέγων ότι ημείς κρατούμεν «αυτήν την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της Καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν και οι πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται, και ο ταύτης εκπίπτων ούτ' αν είη, ούτ' αν έτι λέγοιτο Χριστιανός» (Βλ. Προς Σεραπ. Επ. Α', PG 26, c. 593C, 596A).
2. Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, Πράξις δ', Mansi, vcl. 13, σ. 129. Βλ. επίσης και το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, Τριώδιον, εκδ. ΑΔ, Αθήναι 1960, σ. 145.

"Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ"
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974