Σάββατο 8 Απριλίου 2017

Ο Mέγας Bασίλειος κι ο παραμορφωμένος Xριστιανισμός ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Ο Mέγας Bασίλειος κι ο παραμορφωμένος Xριστιανισμός
(Φώτης Κόντογλου)
Θέλω να μιλήσω για τον άγιο Bασίλειο, αλλά να μην πω τα συνηθισμένα που λένε όσοι γράφουνε γι’ αυτόν τον αληθινά Mέγαν άγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, που δεν τους ενδιαφέρει σχεδόν καθόλου η αγιότητά του κ’ η κατά Θεόν σοφία του, αλλά η “θύραθεν” σοφία του, η γνώση που είχε στα ελληνικά γράμματα, στη ρητορική και στάλλα εφήμερα και εξωτερικά στολίδια αυτής της βαθειάς ψυχής, λησμονώντας τι γράφει ο απόστολος Παύλος για την κοσμική σοφία, που τη λέγει “μωρίαν παρά τω Θεώ”. Για τους τέτοιους, η φιλοσοφία είναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο από τη θρησκεία κι’ ας θέλουνε να το κρύψουνε, η επιστήμη πιο πειστική από την πίστη, η αρχαιότης πιο σπουδαίο οικόσημο από τον Xριστιανισμό. Γι’ αυτό, όλα τα μετράνε μ’ αυτά τα μέτρα. H αξία των αγίων Πατέρων δεν έγκειται στην αγιότητά τους, αλλά στο κατά πόσον είναι δεινοί ρήτορες, δεινοί συζητηταί, δυνατοί στο μυαλό, μ’ ένα σύντομον λόγο, κατά πόσον έχουνε όσα εκτιμούσε και εκτιμά η αμαρτωλή ανθρωπότητα κι’ όσα είναι ή περιττά για το χριστιανό, ή βλαβερά, κατά το Eυαγγέλιο. Mα δεν πάει να λέγη το Eυαγγέλιο! Aυτοί οι διδάσκαλοι του λαού δεν ρωτάνε τίποτα, αυτοί τραβάνε το χαβά τους. Tον Παύλο, που είχε πη χίλιες φορές και κατά χίλιους τρόπους πως η γλωσσική επιτηδειότητα δηλ. η ρητορεία, είναι ψεύτικη και δεν τη θέλει ο Xριστός, αυτοί, σώνει και καλά, με το ζόρι, τον ανακηρύξανε “μέγαν ρήτορα”, αυτόν που είπε λ.χ. “ου γαρ απέστειλέ με ο Xριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγγελίζεσθαι, ουκ εν σοφία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Xριστού”, και που γράφει στους Kολοσσαείς:


 “Bλέπετε (προσέξετε) μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν”. Aυτοί όμως που εξηγούνε στο λαό την Aγία Γραφή, είναι κουφοί και τυφλοί, ή κάνουνε πως δεν ακούνε και δεν βλέπουνε, κι’ αυτόν που είπε πως η φιλοσοφία είναι “κενή απάτη”, τον ανακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον εγκέφαλον “κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου, και ου κατά Xριστόν”. Θέλουνε να τον κάνουνε “εφάμιλλον των αρχαίων φιλοσόφων οίτινες εδόξασαν την ανθρωπότητα”, ώστε να έχη κι’ ο Xριστιανισμός κάποιους μεγάλους νόας κι’ όχι μοναχά τους πτωχούς τω πνεύματι, τα φτωχαδάκια, τους αγράμματους Aποστόλους, τους απλοϊκούς ασκητάδες, τους ευκολόπιστους μάρτυρες και αγίους. Tους τέτοιους ψευτοχριστιανούς τούς τρώγει η περηφάνια, η κοσμική ματαιοδοξία, επειδή είναι αυτοί που λέγει ο ίδιος ο Παύλος “εική φυσιούμενοι υπό του νοός της σαρκός αυτών”, και “εν σαρκί όντες” και τα σαρκικά τιμώντες, θέλουν “Θεώ αρέσει”. Tον Παύλο που είπε τον φοβερό τούτον λόγο “παν ό ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν” δηλ. “ό,τι δεν προέρχεται από την πίστη, είναι αμαρτία”, με τη μικρόλογη διάνοιά τους, τον κατεβάσανε στα μέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, επειδή αυτά καταλαβαίνουνε, κι’ αυτά είναι οι πιο μεγάλοι τίτλοι που μπορούνε να φαντασθούνε. Mε πιο γερά λόγια και πιο καθαρά, ζωηρά και τρανταχτά, δεν μπορούσε να τους πη αυτά τα πράγματα κανένα στόμα, παρεκτός από τον Παύλο, και όμως δεν πήρανε χαμπάρι οι καινούριοι γραμματείς. Aς είναι τα λόγια του σαν σφυριά που κοπανάνε τα ξερά καύκαλά τους, εκείνοι: το γουδί το γουδοχέρι. Άκουσε πώς μιλά ο Παύλος για την αρχαία σοφία: “Eπειδή (γαρ) εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας (φιλοσοφίας) τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. Eπειδή και Iουδαίοι σημείον αιτούσι, και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς δε κηρύσσομεν Xριστόν εσταυρωμένον, Iουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν…”. Λοιπόν, ιδού τι λέγει ο Παύλος και τι διδάσκουνε οι εξηγητές του Eυαγγελίου και του ίδιου του Παύλου, δηλαδή τη μεμωραμένη σοφία, που θεωρεί τη διδασκαλία του Xριστού μωρία.

Ὁ χρόνος καὶ ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Ὁ χρόνος καὶ ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ἡ πιὸ φοβερὴ καὶ ἡ πιὸ ἀνεξιχνίαστη δύναμη στὸν κόσμο εἶναι ὁ Χρόνος, ὁ Καιρός. Καλὰ-καλὰ τί εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη δὲν τὸ ξέρει κανένας, κι ὅσοι θελήσανε νὰ τὴν προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Τὸ μυστήριο τοῦ Χρόνου ἀπόμεινε ἀκατανόητο, κι ἂς μᾶς φαίνεται τόσο φυσικὸς αὐτὸς ὁ Χρόνος. Τὸν ἴδιο τὸν Χρόνο δὲ μποροῦμε νὰ τὸν καταλάβουμε τί εἶναι, ἀλλὰ τὸν νοιώθουμε μοναχὰ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ κάνει, ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ ἀφήνει πάνω στὴν πλάση. Ἡ μυστηριώδης πνοὴ του ὅλα τ’ ἀλλάζει. Δὲν ἀπομένει τίποτα σταθερό, ἀκόμα κι ὅσα φαίνονται σταθερὰ κι αἰώνια. Μία ἀδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει ὅλα τὰ πάντα, μέρα-νύχτα, κι αὐτὴ τὴν ἄπιαστη καὶ κρυφὴ κίνηση δὲ μπορεῖ νὰ τὴ σταματήσει καμμιὰ δύναμη. Τοῦτο τὸ πράγμα ποὺ τὸ λέμε Χρόνο, τὸ ἔχουμε συνηθίσει, εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μαζί του, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ἔπιανε τρόμος, ἂν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε καλὰ τί εἶναι καὶ τί κάνει. Ὅπως εἴπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αἰῶνες αἰώνων, ἀδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι ὅλα τ’ ἀλλάζει μὲ μία καταχθόνια δύναμη, ἄπιαστος, ἀόρατος, ἀνυπάκουος, τόσο, ποὺ νὰ τὸν ξεχνᾶ κανένας καὶ νὰ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ποὺ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲ μπορεῖ ἡ διάνοιά μας, μὲ κανέναν τρόπο, νὰ καταλάβει πὼς κάποτε δὲν θὰ ὑπάρχει, πὼς θὰ καταστραφεῖ, πὼς θὰ λείψει. Πῶς, ἀφοῦ αὐτὸ τὸ «κάποτε» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος; Πῶς μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανένας πῶς κάποτε θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ «κάποτε»;


Ἂν λείψει ὁ Χρόνος θὰ λείψουνε ὅλα τὰ πάντα. Αὐτὸς τὰ γεννᾶ, κι αὐτὸς πάλι τὰ λυώνει, τὰ κάνει θρύψαλα, καὶ τὰ ἐξαφανίζει. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λέγανε στὴ Μυθολογία τους πώς ὁ Κρόνος, δηλαδὴ ὁ Χρόνος, ἔτρωγε τὰ παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορὰ καὶ θάνατος εἶναι τ’ ἀκατάπαυστα ἔργα του. Ἐνῶ βρίσκεται γύρω μας, ἀπάνω μας, μέσα μας, δὲν τὸν νοιώθουμε ὁλότελα, αὐτὸν τὸν ἀκατανόητο ἄρχοντά μας, αὐτὸν πού εἶναι φίλος κι ἐχθρός μας, γιατί αὐτὸς μᾶς φέρνει ὅλα τὰ καλὰ πού μᾶς χαροποιοῦνε, κι ὅλα τὰ κακὰ πού μᾶς πικραίνουνε. Μᾶς δίνει τὴ γέννηση, τὴ γλυκειὰ λέξη τῆς ζωῆς, τὴ χαρὰ τῆς νιότης, τὴ δύναμη τῆς ἀντρείας, μᾶς δωρίζει παιδιά, ἐγγόνια, ἔργα λαμπρὰ πού μᾶς ξεγελοῦνε, κάθε λογῆς εὐχαρίστηση κι ἀνάπαψη. Καὶ πάλι, ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις, τοὺς πόνους, τὶς ἀρρώστειες, τὸ ἀπίστευτο ἄλλαγμα καὶ χάλασμα τοῦ κορμιοῦ μας καὶ τῶν ἔργων, πού κοπιάσαμε νὰ τὰ κάνουμε, καὶ στὸ τέλος μᾶς ποτίζει τὸ φαρμάκι ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήρι πού μᾶς πότισε τὸ γλυκὸ κρασὶ τῆς χαρᾶς, δίνοντάς μας τὸν θάνατο, σ’ ἐμᾶς καὶ στοὺς δικούς μας.
Ὤ! ποιὸς θὰ πιάσει αὐτὸν τὸν κλέφτη, ποὺ μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τὴν ὥρα ποὺ κοιμόμαστε καὶ τὴν ὥρα ποὺ εἴμαστε ξυπνητοί, ἀδιάκοπα, χωρὶς νὰ σταματήσει μήτε ὅσο ἀνοιγοκλείνει τὸ μάτι μας, τριγυρίζει παντοῦ, ὁλόγυρά μας, μέσα μας, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι, μπαίνει σὲ κάθε μέρος, στὸν οὐρανὸ ποὺ γυρίζουνε τ’ ἄστρα καὶ στὰ καταχθόνια, σὲ κάθε στεριὰ καὶ σὲ κάθε θάλασσα, σὲ κάθε τρύπα, σὲ κάθε ζωντανὸ κι ἄψυχο, σὲ κάθε ἁρμὸ τοῦ βράχου, σὲ κάθε καρδιά, κι ὅλα τὰ παλιώνει, τὰ τρίβει σὰν τὴ μυλόπετρα, τὰ κάνει σκόνη· καὶ πάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὁ ἴδιος φτιάνει κάθε λογῆς κτίσμα καὶ κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τί ποὺ ὑπάρχει σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!

Γιά τήν κατάντια μας ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



Γιά τήν κατάντια μας
Καταντήσαμε να μην εχουμε απάνω μας τίποτα το Ελληνικό,
από το σώμα μας ,ισαμε το πνεύμα μας

Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲ ὅλα, ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη. Ἀλλιῶς τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Ὅποιος ἀγαπᾶ
τὴν χώρα μας, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικός. Οἱ ἀδιάφοροι παιρνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ σὲ ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποὺ κρατᾶμε,
ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν χώρα μας. Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ γιὰ ἀρετή, κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος.



Ἡ Ἑλλάδα ἔγινε ἕνα παζάρι ποὺ πουλιοῦνται ὅλα, σὲ ὅποιον θέλῃ νὰ τὸ ἀγοράσῃ. Καταντήσαμε νὰ μὴν ἔχουμε ἀπάνω μας τίποτα ἑλληνικό, ἀπὸ τὸ σῶμα μας ἴσαμε τὸ πνεῦμα μας. Τὸ μασκάρεμα ἄρχισε πρῶτα ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ὕστερα ἔφθασε καὶ στὸ σῶμα. Περισσότερο ἀντιστάθηκε σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ὁ λαὸς καὶ βαστάξε καμπόσο, μὰ στὸ τέλος τὸν πῆρε τὸ ρεῦμα καὶ πάει καὶ αὐτός. Μάλιστα εἶναι χειρότερος ἀπὸ τοὺς γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τὰ φερσίματα καὶ τὶς κουβέντες ποὺ βλέπει στὸν κινηματογράφο, ἔγινε ἀφιλότιμος καὶ ἀδιάντροπος. Ἐνῷ πρῶτα ξεχώριζε ἀπὸ ἄλλες φυλές, γιατὶ ἦταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα ἔγινε ἀγνώριστος. Τὰ ὄμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα μὲ τὴν μέρα. Καὶ οἱ λιγοστοὶ ποὺ διατηροῦνε ἀκόμη λίγα σημάδια ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, παρασέρνονται σὲ αὐτὴ τὴν παραμόρφωση ἀπὸ τοὺς πολλούς, ποὺ εἶναι οἱ ἔξυπνοι, οἱ συγχρονισμένοι, οἱ μοντέρνοι, ἀλλὰ ποὺ εἶναι στ᾿ ἀληθινὰ οἱ ἀναίσθητοι καὶ οἱ ἀποκτηνωμένοι. Οἱ καλοὶ ντρέπονται γιατὶ εἶναι καλοί, συμμαζεμένοι καὶ μὲ ἀνατροφή. Οἱ ἄλλοι τοὺς λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικὸς ἄνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πιὰ σήμερα στὸν τόπο μας. Ἡ μόδα εἶναι νὰ εἶναι κανεὶς ἀντιπαθητικός, κρύος, ἄνοστος καὶ μάγκας. Μάλιστα ὅπως ὅλα φραγκέψανε, φράγκεψε καὶ ὁ μάγκας.
Οἱ πιὸ ἀγράμματοι ἀνακατώνουνε στὴν κουβέντα τους κάποια ἐγγλέζικα καὶ ἐκεῖ ποὺ δὲν χρειάζονται. Ὅσο γιὰ τοὺς γραμματισμένους, ὅλη ἡ γραμματοσύνη τους εἶναι νὰ μιλᾶνε ἐγγλέζικα καὶ σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ ὑπάρχει Ἕλληνας νὰ μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂς καταργηθῇ λοιπὸν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ὁλότελα, νὰ μὴν κουράζονται τὰ παιδιά μας στὴν ἄσκοπη ἐκμάθευσή της. Κοιτάχτε τὰ παιδιά μας. Παρατηρεῖστε τὶς φυσιογνωμίες τους, τὸ βλέμμα τους, τὶς κουβέντες τους, τὰ ἀστεῖα τους, τὰ παιχνίδια τους. Ὅλα μυρίζουνε ... Ἑλλάδα, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε! Τὸ μόνο ποὺ ἀπόμεινε ἑλληνικὸ εἶναι τὸ «ρέ». Τὸ μασκάρεμα γίνεται γοργὰ καὶ στὸ κορμὶ καὶ στὴν ψυχή. Οἱ λιγοστοὶ ποὺ ἀντιστέκονται ἀκόμη σὲ αὐτὸν τὸν κατακλυσμό, πῶς νὰ μπορέσουνε νὰ βαστάξουνε; Γύρω τους βογγᾶ ἡ μεθυσμένη ἀνθρωποθάλασσα. Ἔρχεται καινούργιος κόσμος! Τὸ κολοσσαῖο μὲ τὰ οὐρλιάσματά του σκεπάζει τὶς ψαλμῳδίες ποὺ λένε οἱ μάρτυρες, περιμένοντας τὰ θηρία νὰ τοὺς φᾶνε.

Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος (Φώτης Κόντογλου)



Κυριακή των Βαΐων: Ευλογημένος ο Ερχόμενος
(Φώτης Κόντογλου)
Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ’ ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ’ οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ’ ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ’ αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ’ ένα θρονί πλου­μισμένο μ’ ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν’ ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.


Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ’ αυτά τ’ αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ’ αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ’ οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ’ όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».

Ομιλία εις την Κυριακήν των Βαΐων (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)



Ομιλία εις την Κυριακήν των Βαΐων
 (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)
1. Σε καιρό ευνοίας σε επήκουσα και σε ημέρα σωτηρίας σ’ εβοήθησα», είπε ο Θεός δια του Ησαΐα (Ησ. 49, 8). Καλό λοιπόν είναι να ειπώ σήμερα το αποστολικό εκείνο προς την αγάπη σας· «Ιδού καιρός εύνοιας, ιδού ημέρα σωτηρίας· ας απορρίψωμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας εκτελέσωμε τα έργα του φωτός, ας περιπατήσωμε με σεμνότητα, σαν σε ημέρα» (Β΄ Κορ. 6,2· Ρωμ. 13,12). Διότι προσεγγίζει η ανάμνησις των σωτηριωδών παθημάτων του Χριστού και το νέο και μέγα και πνευματικό Πάσχα, το βραβείο της απαθείας, το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος.Και το προκηρύσσει ο Λάζαρος που επανήλθε από τα βάραθρα του άδη, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς την τετάρτη ημέρα με μόνο τον λόγο και το πρόσταγμα του Θεού, που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, και προανυμνούν παιδιά και πλήθη λαού άκακα με την έμπνευση του θείου Πνεύματος αυτόν που λυτρώνει από τον θάνατο, που ανεβάζει τις ψυχές από τον άδη, που χαρίζει αΐδια ζωή στην ψυχή και το σώμα.


2. Αν λοιπόν κανείς θέλη ν’ αγαπά τη ζωή, να ιδή αγαθές ημέρες, ας φυλάττη την γλώσσα του από κακό και τα χείλη του ας μη προφέρουν δόλο· ας εκκλίνη από το κακό και ας πράττη το αγαθό· (Πέτρ. 3, 10ε,  Ψαλμ. 33, 13-15). Κακό λοιπόν είναι η γαστριμαργία, η μέθη και η ασωτία· κακό είναι η φιλαργυρία, η πλεονεξία και η αδικία· κακό είναι η κενοδοξία, η θρασύτης και η υπερηφάνεια. Ας αποφύγη λοιπόν ο καθένας τέτοια κακά και ας επιτελή τα αγαθά.

«Φως είναι ο Θεός...» Η ανάγκη μιας πνευματικής επαναστάσεως.



«καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν..» (Ιω. 1,5)

Ο χρόνος γύρω μας πιεστικός, και λιγοστός. Δεν ειναι για ξόδεμα, για χάσιμο. Η εποχή δύσκολη, και κυρίως σιωπηλή. Οι πολλοί σιωπούν. Λίγοι ομιλούν, ακόμα λιγότεροι «ζουν.»

Μπορεί να λεγόμαστε πιστοί χριστιανοί έχοντες έτη πολλά ή ολίγα μέσα στο πλήρωμα της ορθοδόξου εκκλησίας. Ίσως κάποιοι ειναι θεολόγοι με πτυχία και σπουδές, ψαλτάδες καλλίφωνοι, ίσως Ιερείς τελώντας έργον σπουδαίο, μα και Επίσκοποι ακόμη.
Ο Αββάς Ησαΐας ο Αναχωρητής, γράφει ότι δεν ειναι σοφία να ξέρει κανείς να συζητεί αριστοτεχνικά... Σοφία είναι να ξέρεις ποτέ πρέπει να μιλήσεις και τι πρέπει να πεις.

Και είναι ώρα να μιλήσουμε.

Ένα είναι το θεμέλιο που οφείλουμε να διαφυλάξουμε, να υπερασπιστούμε. 

Το θεμέλιο της Ορθοδοξίας μας είναι η εμπειρία της Αποκαλύψεως.

Η Πατερική Παράδοση είναι Εμπειρική, δεν είναι στοχαστική.
Ο προσευχόμενος αποκτά εμπειρία του θεού.

Η Αποκάλυψη του Θεού δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της διανοίας του ανθρώπου. Γι’ αυτό η παιδεία, η φιλοσοφία, η μόρφωση η κοσμική, ακόμα και η οποία θέση και λειτούργημα εις την ορθόδοξη εκκλησία, από μόνα τους δεν συνιστούν προϋπόθεση της θεογνωσίας. Στην ορθοδοξία έχουμε Αγίους με εμπειρία Θεού. Και η ορθόδοξη παράδοση μας οδηγεί με ακρίβεια:

Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο άνθρωπος έχει δύο ψυχικούς οφθαλμούς.

Ο πρώτος είναι η διάνοια, ο άνθρωπος μπορεί να μελετά και το Άκτιστο, να ενασχολείται, κάτω από προϋποθέσεις, με διάφορες πνευματικές «θεωρίες». Η διάνοια μας δεν αποτελεί τον κύριο οφθαλμό της ψυχής, γιατί δεν μπορεί να γνωρίσει εμπειρικά τους επουράνιους θησαυρούς.
Ο δεύτερος ψυχικός οφθαλμός μας είναι ο νους, δηλαδή η νοερά ενέργεια μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με την οποία επιτυγχάνεται η θεία εποψία και η εμπειρική γνώση του Θεού δια των Aκτίστων θεοποιών ενεργειών του Θεού.
Χρειαζόμαστε διάκριση στην όποια γνώμη μας, άποψη ή θεωρία εκφράζουμε περί Θεού, και στην όποια στάση μας περί εκκλησιαστικών ζητημάτων. '' Τι γνώμη έχεις; '' Mε ερωτάς δια το τάδε θέμα.. μα ποιός είμαι εγω να εκφράσω γνώμη άλλην απο αυτήν που μας παρεδώθει δια της Θείας αποκαλύψεως; Πάσχομεν άραγε απο απουσία Διακρίσεως; Tι είναι η Διάκρισις;

*[Διάκρισις, στους μέν αρχαρίους είναι η ορθή επίγνωσις του εαυτού των.

Στους μεσαίους είναι η νοερά αίσθησις η οποία διακρίνει αλάνθαστα το πραγματικό αγαθό από το φυσικό αγαθό και από το αντίθετό του κακό.

Στους δε τελείους είναι η γνώσις πού έχουν από θεϊκή έλλαμψι και η οποία έχει την δύναμι να φωτίζη πλήρως με την λάμψι της και όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους.
*Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης

Ο Άγιος είναι σαφέστατος. Είναι η θεϊκή έλλαμψις, η αληθινή γνώση Θεού, και πηγή Διάκρισις των τελείων. Ο έχων την ανώτερα Διάκρισις δεν δύναται να δωρίζει πχ το κοράνιον αντί του Ευαγγελίου Του Χριστού, ή να αγνοεί τους ιερούς κανόνες. Οφείλουμε να αποκτήσουμε Επίγνωση της καταστάσεως μας, και Διάκριση, κατά τα ορθά πρότυπα της ορθόδοξης παράδοσης. Έχωμεν θεραπευμένη την νοερά ενέργεια του νοός; Την διαθέτουμε κυκλικώς περιστρεφομένη εν την καρδίαν μας να μας οδηγεί απλανώς; Ή ομιλούμε στοχαζώμενοι, επιζητώντας την αποδόχη της γνώμης μας, αγνοώντας την ένωση με τις Άκτιστες ενέργειες του Θεού...

Αυτό είναι μια πτώσις, είμαστε ασθενείς.

Ως ασθενείς λειτουργούν και συνλειτουργούν οι αγνοώντες και παρεκλίνωντες των ιερών κανόνων, αλλά και στόν αντίποδα οι υπερβάλλοντα ζήλων, ομιλώντας για μιάν εγωιστική ''κατοχή'' Θείας χάριτος.
 
Δεν δύναται να ενεργούν κατά αυτόν τον τρόπο όσοι βιώνουν έστω και στο ελάχιστο την θείαν αποκάλυψη. Είναι αδύνατες οι οποίες αποκλίσεις από αυτούς, ακόμη και αν βρίσκονται εις την αρχικήν κατάστασιν της παιδείας του Θεού, από τους πάσχοντες την έλλαμψιν το πρώτο στάδιο της θέωσης, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ενας από του μεγάλους θεολόγους του προηγούμενου αιώνα ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης.

*Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Η θεωτική ενέργεια του Θεού ενεργεί μόνον σε όσους φθάνουν Χάριτι Θεού σε κατάστασι θεώσεως. Αλλά αυτή η θεωτική ενέργεια του Θεού ενεργεί σε στάδια, δηλαδή βαθμηδόν.

Στο πρώτο στάδιο Της λέγεται και είναι απλή έλλαμψις. Οι πάσχοντες την έλλαμψιν της δόξης του Θεού είναι οι ελλαμφθέντες. Αυτή η έλλαμψις διαρκεί από ένα δευτερόλεπτο μέχρι μερικά λεπτά της ώρας.]

*Πατερική Θεολογία - Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)

Εκείνος που θα γευτεί την Άκτιστη ενέργεια του Θεού, που θα ενωθεί μαζί της, δεν μπορεί παρά να υπερασπιστεί Τον Θεό. Ακόμα και αν η εκκλησιαστική του αρχή πράττει το αντίθετο, παραγκωνιζοντας τους Πατέρες και τους ιερούς κανόνες των συνόδων, εισάγοντας νέα «μεταπατερική» θεολογία αποκομμένη από εμπειρίες Θείων αποκαλύψεων. Δεν μισεί τον αιρετικό, ούτε τον διάλογο, νουθετεί με αγάπη και συμπόνια, χωρίς συμμετοχή σε κοινές παρουσίες εντός ναών με ιερατικά άμφια, και αναγνώσεις προσευχών απο αλλοδόξους. 

Η αγάπη όλα τα υπομένει, αλλά δεν συμβιβάζεται με την αίρεση και την αμαρτία. 
Διότι Τιμή αγίου σημαίνει μίμηση αγίου.

[Ὁ άγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καταδίκασε μέ τήν Θ' Οἰκουμενική Σύνοδο τίς παπικές αιρέσεις περί κτιστών ενεργειών του Θεού, και περί κτιστού Θαβωρίου Φωτός, διδάσκοντας ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργειες, οι οποίες είναι και οι δύο άκτιστες.

Ἡ ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμέθεκτη, ἐνῶ οἱ ἄκτιστες ἐνέργειές Του εἶναι μεθεκτές. Παραλλήλως, τό Θαβώριον Φῶς, τό Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι Φῶς τῆς Θεότητος καί συνεπῶς ἄκτιστο.]

Ο άνθρωπος δια της μετοχής και ελλάμψεως του θείου Φωτός, αξιούται «βαθείας τινός αισθήσεως του Ζώντος Θεού εν τη καρδία και τω νοΐ», και δέχεται την αποκάλυψιν της Θεότητος του Κυρίου ειμών Ιησού Χριστού, κατά τον π. Σωφρόνιο του Έσσεξ.

Οι θεολόγοι λοιπόν, όταν γνωρίζουν εκ πείρας τον Θεό, αναγνωρίζουν και σέβονται τους προγενεστέρους θεόπτες, και αποδέχονται τους όρους που εκείνοι χρησιμοποίησαν.

Δίχως να τολμούν ουδεμία αλλαγή, και μη αποδεχόμενοι καμιά απόκλιση εξ αυτών, υπό οποιαδήποτε κατεύθυνση και αν προέρχεται.

Είναι άμεση ανάγκη να στραφούμε στην θεραπεία του νοός μας. Να μην βασιζόμαστε την «κρίση» μας, λόγω κοσμικής πείρας και γνώσεως, επαναπαυόμενοι στην κοσμική αποδοχή μας, ή λόγω της όποιας θέσεως κατέχουμε εκκλησιαστικά.

Ήδη ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος από την εποχή του έχει διαγνώσει και αναφέρει το πρόβλημα της ασθενείας μας.

Όταν κάνει λόγο ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι οι τότε Κληρικοί είχαν εκπέσει, δεν εννοεί απλώς τα ηθικά παραπτώματα, αλλά ότι έχασαν αισθητώς την Χάρη του Θεού. Ότι έχουν μυστηριακή μεν ιεροσύνη αλλά όχι πνευματική. Και ως μή θεραπευμένοι δεν μπορούν συνεργούντος της θείας χάριτος να θεραπεύσουν και το ποίμνιό τους.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ομιλεί ξεκάθαρα για θέωση, και τονίζει πως για νά γίνει κανείς Δεσπότης, έπρεπε την θεολογία να τήν κάνει βίωμα. Το βίωμα της θεολογίας είναι η νοερά προσευχή καί η θέωση.

Εννοεί ότι έχουν γίνει τώρα Επίσκοποι άνθρωποι πού δεν βιώνουν αυτές τις καταστάσεις. Και γράφει σχετικώς: «Διὰ τοῦτο ἀνάγκη εἶναι νὰ ἰατρευθῆ ἡ ἀσθένειά μας ἀπὸ τὸν Χριστόν, ὅπου ἦλθεν εἰς τὴν γῆν μόνος ἰατρὸς.»

Ας μην έχουμε αδελφοί εμπιστοσύνη στην κρίση μας, χρειάζεται να γίνουμε ερευνητές και  κυρίως μέτοχοι της γνήσιας πνευματικής γνώσεως του Θεού. Και αν ακόμη δεν καταφέρουμε από αστοχία μας, (όντας ακόμη ασθενείς) να γίνουμε μέτοχοι Θείων αποκαλύψεων, ίσως βρούμε μάρτυρες αυτών.

*[Η εμπειρία της Θεώσεως για μας είναι το θεμέλιο της θεολογίας, διότι η εμπειρία αυτή δεν είναι σκέψη, αλλά είναι μια εμπειρία που υπερβαίνει την σκέψη.

Η εμπειρία της Θεώσεως δεν είναι απλώς συναισθηματική, ψυχική, αλλά ψυχοσωματική, αφού εν Αγίω Πνεύματι σε αυτήν συμμετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος που αποτελείται από ψυχή και σώμα, που όμως μεταμορφώνεται.

Έχουμε θέωση και της ψυχής -της λογικής, του νοός- και του σώματος ακόμα έχουμε θέωση και κάθαρση των παθών. Όταν ο άνθρωπος βλέπη τον Θεό, τότε και η λογική του και τα μάτια του και η μύτη του και το στόμα του και ολόκληρος μετέχει σε αυτή.]

*π. Ι. Ρωμανίδης - Η αξία της εμπειρίας τής Θείας αποκαλύψεως - Εμπειρική Δογματική Τόμος Α'

Ομολογώ πως είμαι ακατάλληλος να περιγράφω τέτοια θέματα και καταστάσεις. Το μόνο που δύναμαι σαν ερευνητής να μεταφέρω την εμπειρία του Μανώλη, ενός αδελφού που ζει το φως της μεταμορφώσεως, το πρώτο στάδιο της θέωσης. Εμπειρία βιούμενη εν Αγίω Όρει, κατά δωρεάν Θεού και οχι άξιου αγώνα του ιδίου, όπως συχνά μου τονίζει, προετειμαζόμενος για την αναχώρηση από τον «κόσμο»...

και την μετάβαση στόν ορθόδοξο μοναχισμό, την ζωντανή παράδοση των Αγιορειτών Πατέρων, οπού ο πλούτος και θησαυρός των Θείων αποκαλύψεων, επαναλαμβάνεται ανα τούς αιώνες εώς και σήμερα, αποτελώντας για εμάς μια εξαιρετική πηγή γνώσης τέτειων  εμπειριών.

Εδώ ειναι απαραίτητη η προσοχή, τα μέγιστα.
Ο ερευνητής δεν θα πρέπει να συγχέει την ίδια τη μαρτυρία με την ερμηνεία της από το μάρτυρα.

Διότι η ερμηνεία ποικίλλει σε αξία ανάλογα με τη μόρφωση, την επαγγελματική κατάρτιση, ή και την ειδική πείρα του μάρτυρα, κι αυτό μπορεί να επηρεάσει κάπως και την περιγραφή.

Το γεγονός όμως παραμένει γεγονός, ανεξαρτήτως του μάρτυρα.

Και οι σύγχρονοι μάρτυρες ομολογούν:
[Φως είναι ο Θεός, «χρυσόν», υπέρλαμπρο, απερίγραπτο στην έκλαμψή του, ανωτέρας φύσεως και αισθήσεως, πυκνότητας και φωτεινότητας σε αντιπαράθεση με το φως του ήλιου.
Το Φως αυτό, το Θείο και άυλο «πυρ» της μεταμορφώσεως, φωτίζει τον νου του ανθρώπου. Εις την πρώτην ξαφνική επίσκεψή Του, «τρέχει» εντός του νοός της κεφαλής ως ενέργεια υπό την αίσθησιν συνεχόμενης κυματοειδούς ροής, «μέλι» γλυκύτατον και απερίγραπτον με λέξεις στην αίσθηση του. 
Ως εκτυφλωτική λάμψη φωτός γίνεται αισθητόν με τους φυσικούς οφθαλμούς του ανθρώπου, καθώς εξέρχεται εκ του μετώπου... εις την ολοκλήρωσιν ταύτης διαδικασίας. Άλλοτε δε, οράται και με τα μάτια κλειστά.
Συνεργούντος του ανθρώπου, καθώς εκείνος συναινεί εις τον πόλεμον των παθών εφαρμόζοντας την ασκητική της ορθοδοξίας, υπο την καθοδήγηση έμπειρου πνευματικού οδηγού, χαρίζει νοερά ενέργειαν κυκλικώς περιστρεφομένη εν την καρδίαν. Ως καθαρτικόν εις τα πάθη του ενεργεί, τον διαπαιδαγωγεί, τον μεταμορφώνει ενεργώντας εις την νοερά ενέργεια του νου, της καρδίας, εις το σώμα και την ψυχή του καλεσμένου, και τον καθοδηγεί προς την αλήθεια και την γνώση του Θεού.]
«Δια της εκλάμψεως νοούμενη εμπειρία».

                                                                          

Οι γευόμενοι κατά χάριν Θεού κληρικοί, θεολόγοι, και μοναχοί ανάλογες εμπειρίες του Φωτός της Μεταμορφώσεως μπορούν να αναγνώσουν την αξία και γνησιότητα άλλων μαρτυριών, και να προσδιορίσουν το στάδιο της πνευματικής αλλοίωσης που συντελείται στόν μέτοχο της θεωτικής ενέργειας, του Φωτός του Θαβώρ.

[Η γνώση, τονίζει ο M. Βασίλειος, γίνεται «εν Πνεύματι». Πρέπει να εισέλθει κανείς μέσα στο άγιο Πνεύμα, μέσα στην θεία πραγματικότητα και άρα μέσα στην αλήθεια, για να έχει πράγματι αλήθεια και να μπορεί να την εκφράζει γνησίως.

Την αλήθεια, στην οποία πρέπει να εισέλθει ο θεολόγος, χαρακτηρίζει «άδυτα» και «απόρρητα», των οποίων «η θέα» είναι «απρόσιτος». Παρά ταύτα ο Θεός δεν αφήνει ανελέητο τον άνθρωπο. Όταν ζητάει αλήθεια, δηλαδή κάτι από τα «άδυτα», από την άπειρη αλήθεια, τον βοηθάει, του χαρίζει την παραπάνω κατάσταση. (Απόσπασμα από την πατρολογία του Στυλιανού Παπαδόπουλου, δεύτερος τόμος, σελ. 381-383).]


Εφόσον δεν δύναται να γνωρίζουμε εμπειρικώς τα ανωτέρω, μη μετέχοντες στις εμπειρίες Θεοπτείας των Πατέρων, του φωτός της μεταμορφώσεως, αν δεν μας προδίδει και δεν μας φανερώνει ο ίδιος ο Θεός μυστικώς, ως «λουομένους εντός του φωτός» της θεωτικής ενέργειας Του, στην όραση των μοναχών και κληρικών που βρίσκονται εις κατάσταση φωτισμού, μην θαρρούμε πως εχουμε θεραπευτεί, και διαθέτουμε μάλιστα και κρίση ανωτέρα από τους Θεόπτες Πατέρες της εκκλησίας.

Η όποια αποδοχή παρεκκλίσεων, διαστρεβλώσεων, και αλλαγών στο Δόγμα, οποιαδήποτε παραβίαση των ιερών κανόνων των Αποστόλων και Πάτερων όπως εκείνοι δια τις Θείας Αποκαλύψεως θέσπισαν, αποτελεί εκ μέρους μας σφάλμα μέγιστο με ολέθριες συνέπειες εις το παρόν και το μέλλον.

Έχομεν ανάγκην μιας πνευματικής επαναστάσεως.

Μιας επιστροφής στην γνήσια θεολογία του Άκτιστου Φωτός. Το Δόγμα μας έχει Εμπειρία, έχει βίωμα εν Αγίω Πνεύματι, υπερασπιζόμενοι αυτό Ομολογούμε Τριαδικό Θεό.

Η Εκκλησία ειναι το σώμα του Χριστού. Όταν αποκοπεί από την Κεφαλή της, που ειναι ο Χριστός ειναι ένα νεκρό σώμα. Τα ζωτικά της κύτταρα ειναι οι Πατέρες και οι Άγιοί της. Όταν απορρίπτει τα ίδια τα κύτταρα της νοσεί, αργοπεθαίνει. Αν δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ειναι διότι στερούμαστε Αγιοπνευματικής Εμπειρίας Φωτισμού, και Θέωσης. Ζούμε τον στοχασμό, την ασθένεια του νοός.

Θεωρούμε άραγε εαυτούς πιο «κατάλληλους» από τους Αγίους απόστολους, τον Ιερό Χρυσόστομο,  τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Μέγα Βασίλειο, τον Μέγα Αθανάσιο, τον Άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο... και σιωπούμε στην όποια απόκλιση από αυτούς;

Ζούμε μια νέα εποχή όπου τα κύτταρα (Θεόπτες Πατέρες, και αγίους) τα απορρίπτουμε σταδιακά εν τη σιωπή. Αργότερα και τον ίδιο Τον Χριστό...

Αδελφοί Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού.

Πιστεύω Κύριε και ομολογώ:
«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· 
ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν» 
(Ψαλμ. 68,18-19)


Συγγραφή κειμένου, Δημήτρης Ρόδης για Πνεύματος κοινωνία