Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Λόγος του Ιωάννου Χρυσοστόμου εις τους κορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο

 

Eἰς τoὺς κoρυφαίους τῶν ἀπoστόλων Πέτρoν καὶ Παῦλoν, καὶ τὸ αὐτῶν μαρτύριον ἐνδοξότατον.
αʹ. Οὐρανoῦ καὶ γῆς ἅμιλλαν ὁρῶ διὰ τὴν παροῦσαν πανήγυριν τῆς μνήμης τῶν ἀπoστόλων, τῶν μὲν ἐπουρανίων δυνάμεων εὐφημουσῶν ἐντίμοις φωναῖς τοῦ πόνου αὐτῶν τὸ διδασκάλιον, ὡς δι’ αὐτῶν γνωρισθὲν αὐτοῖς τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον, καθὼς ὁ Παῦλος βοᾷ, Ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ· τῶν δὲ ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων ἐκβιαζομένων ἀξίαν εὐφημίαν διὰ τῆς τιμῆς πρὸς τοὺς κορυφαίους δεῖξαι, ὡς δι’ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν ἐπανελθόντων. Τί γὰρ Πέτρου μεῖζον; τί δὲ Παύλου ἴσον; οἵτινες τῷ ἔργῳ καὶ τῷ λόγῳ πᾶσαν τὴν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς κτίσιν ἐνίκησαν· οἱ τῷ πηλῷ τοῦ σώματος συμπεπλεγμένοι, καὶ ἀμείνους ἀγγέλων εὑρεθέντες. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς τοὺς διδασκάλους τῆς ἄνω καὶ τῆς κάτω κτίσεως; Οὐχ εὑρίσκω γὰρ λόγον ἐπάξιον ἐγκωμιάσαι τοὺς ἐγκωμιάσαντας τὸ γένος ἡμῶν, τοὺς τὴν ἅπασαν γῆν καὶ θάλασσαν περιελθόντας, καὶ τὰς ῥίζας τῶν ἁμαρτημάτων ἀνασπάσαντας, καὶ τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας καταβαλόντας ἐν ταῖς καρδίαις τῶν ἀπειθούντων ἀνθρώπων.
Πέτρος ὁ καθηγητὴς τῶν ἀποστόλων, Παῦλος ὁ γνωριστὴς τῆς οἰκουμένης, καὶ τῶν ἄνω δυνάμεων συμμέτοχος· Πέτρος τῶν ἀγνωμόνων Ἰουδαίων ὁ χαλινὸς, Παῦλος τῶν ἐθνῶν ἡ παράκλησις. Καὶ βλέπε μοι τοῦ Δεσπότου τὴν ὑπερέχουσαν σοφίαν. Τὸν γὰρ Πέτρον ἀπὸ ἁλιέων ἐξελέξατο, τὸν δὲ Παῦλον ἀπὸ σκηνοῤῥάφων· καὶ τοῦτο δὲ πρὸς ὠφέλειαν πεποίηκεν· ἐβυθίζετο γὰρ ἡ δόξα τῶν Ἰουδαίων. Διὰ τοῦτο τούτῳ τῷ ἁλιεῖ ἐνεπίστευσεν ὁ Κύριος, φήσας πρὸς αὐτόν· Ἄπελθε εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ βάλε ἄγκιστρον· καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἄρας, ἄνοιξον τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ εὑρήσεις στατῆρα Θάλασσαν λέγων, τὴν ἄστατον τῶν ἀνόμων Ἰουδαίων γνώμην· ἄγκιστρον, τὸν ἔντεχνον λόγον τῆς διδασκαλίας· ἰχθὺς, τὸν νόμον σημαίνει. Τὸ δὲ ἀνοῖξαι τὸ στόμα αὐτοῦ, τὸ ἑρμηνεύειν αὐτὸν λέγει·

Πώς συμβιβάζεται η αρχικώς αρνητική στάση του Χριστού στο περιστατικό με την Χαναναία, με την παναθρώπινη αντίληψη του Χριστιανισμού; (Μτθ. 15, 21-28)


Πώς συμβιβάζεται η αρχικώς αρνητική στάση του Χριστού στο περιστατικό με την Χαναναία, με την παναθρώπινη αντίληψη του Χριστιανισμού; (Μτθ. 15, 21-28)

Ματθ. 15,21-28
Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι.  ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Ἡ ἀσυνήθιστη στάση τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στή Χαναναία εἶναι καί τό κατ’ἐξοχήν σημεῖο τῆς περικοπῆς στο ὁποῖο στέκονται οἱ ἑρμηνευτές καί μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Πρώτα, ὅμως, πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε πώς ἡ ὁδηγία πρός τούς μαθητές γιά τον εὐαγγελισμό ὅλων τῶν ἀνθρώπων δίνεται ἀπό το Χριστό πολύ αργότερα, μετά τήν ἀνάστασή του. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας δράσης του ὁ Χριστός εἶχε δώσει ἐντολή στούς μαθητές του νά περιορίσουν τό κήρυγμά τους στούς Ἰουδαίους: «εἰς ὁδόν ἐθνῶν μή ἀπέλθητε καί εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μή εἰσέλθητε. Πορεύεσθε δέ μᾶλλον πρός τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Μθ 10,5-6).
Πιό συγκεκριμένα, στό περιστατικό μέ τή Χαναναία, παρατηρεῖται μία κλιμάκωση τῆς «ἀδιαφορίας» τοῦ Χριστοῦ. Στην ἀρχή ὁ Κύριος την προσπερνᾶ χωρίς νά ἀνταποκριθεῖ οὔτε θετικά, οὔτε ἀρνητικά στίς κραυγές της. Στή συνέχεια, μετά ἀπό παρέμβαση τῶν μαθητῶν του να τή διώξει, τῆς λέει τό «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Κι ὅταν ἐκείνη ἐπιμένει καί πέφτει προσκυνώντας στά πόδια του, φτάνει στό σημεῖο νά τῆς μιλήσει προσβλητικά, λέγοντας «οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων και βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Ἀξιοσημείωτο εἶναι ἐπίσης ὅτι ὁ Χριστός για πρώτη φορά μεταβαίνει ἐκτός ὁρίων τῆς πατρίδας του, κι ἐκεῖ, στο ἐξωτερικό, μεταβαίνει ἐπίσης ἐκτός ὁρίων τῆς δικῆς της πατρίδας ἡ Χαναναία γιά νά τόν συναντήσει –κάτι πού δείχνει πώς ἡ φήμη τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἤδη ξεπεράσει τά σύνορα τῆς χώρας του.  Ἐπιπλέον πρέπει νά διευκρινιστεῖ ὅτι ὁ Χριστός δέν κάνει αὐτό τό ταξίδι γιά νά κηρύξει, ἀλλά φαίνεται νά περνᾶ ἀπαρατήρητος. 
Ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ πρός τή γυναίκα ἑρμηνεύεται εὔκολα ἄν λάβουμε ὑπόψιν μας δύο στοιχεῖα. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶχε ἀπαγορεύσει στούς Ἰουδαίους στήν Παλαιά Διαθήκη νά ‘χουν ὁποιαδήποτε συναλλαγή μέ τούς Χαναναίους. Κι αὐτό γιατί οἱ Χαναναίοι ἦταν λαός ἀνήθικος, μέ λατρεῖες πού ἀπαιτοῦσαν ἀνθρωποθυσίες. (Αὐτή ἡ ἀπαγόρευση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν σίγουρα γνωστή καί στή Χαναναία, ἡ ὁποία δέν τόλμησε νά πάει στήν Ἰουδαία νά συναντήσει τόν Χριστό, παρότι ἀσφαλῶς πολύ θά τό ἐπιθυμοῦσε). Ὁ Χριστός τηρεῖ τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε καί σε ἄλλες περιπτώσεις -ὅταν γιά παράδειγμα δέχεται τήν περιτομή ἤ ὅταν θεραπεύει τόν λεπρό καί τόν στέλνει νά τακτοποιήσει τίς ὑποχρεώσεις του πρός τό Ναό, ὅπως ὅριζε ὁ Μωυσῆς. Αὐτό ὑπογραμμίζει μία βασική εὐαγγελική ἀλήθεια: Ὁ Κύριος δέν κατάργησε τό Μωσαϊκό Νόμο ἐπειδή δέν θά  μποροῦσε νά τόν ἐφαρμόσει, ἀλλά ἀντίθετα μέσα ἀπό τήν ἐφαρμογή του τόν ἀποδεικνύει ἐλλιπή καί τον τελειοποιεῖ. Ἔτσι, ἀρχικά δέν ἀνταποκρίνεται στίς σπαρακτικές κραυγές τῆς Χαναναίας, ἀκολουθώντας τό γράμμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

Διαφωτισμός και Αριστερά Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Κατά καιρούς έχω αναφερθή γραπτώς και προφορικώς στον Διαφωτισμό, που είναι ένα φιλοσοφικο-κοινωνικό σύστημα που παρατηρήθηκε στο τέλος του 17ου και αρχές του 18ου αιώνος στον Δυτικοευρωπαϊκό «χώρο» και δημιούργησε πολλές θρησκευτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις.
Μελετώντας, λοιπόν, αυτό το κίνημα πολλές φορές διερωτήθηκα ποιά είναι η σχέση του με την Αριστερά.
Στο άρθρο αυτό θα τονισθούν μερικές σύντομες απόψεις, γιατί το θέμα αυτό είναι μεγάλο και χρήζει σοβαρής επιστημονικής ανάπτυξης. Τα όσα εκτεθούν, φυσικά, δεν εξαντλούν το θέμα, αλλά είναι μερικές αφορμές για περαιτέρω συζήτηση.


Ο δυτικοευρωπαϊκός Διαφωτισμός
Ο δυτικοευρωπαϊκός Διαφωτισμός είναι ένα κίνημα το οποίο παρατηρήθηκε στην Ευρώπη και έχει σχέση με την άν02οδο της αστικής τάξης και τον περιορισμό των προνομίων της αριστοκρατικής τάξης. Ακόμη, ο Διαφωτισμός στράφηκε και εναντίον της δυτικής μεταφυσικής, με τις απολυτότητές της, και εναντίον της θρησκευτικής δεισιδαιμονίας, καθώς επίσης και εναντίον της φεουδαρχίας που μάστιζε τον δυτικοευρωπαϊκό χώρο.

Φυσικά, όταν κάνουμε λόγο για τον Διαφωτισμό πρέπει οπωσδήποτε να διακρίνουμε διάφορα ρεύματα και διάφορες τάσεις, όπως τον αγγλικό εμπειρισμό, τον γαλλικό εγκυκλοπαιδισμό, τον γερμανικό ιδεαλισμό, τον ιταλικό αντικληρικαλισμό και τον ελληνικό μετριοπαθή Διαφωτισμό.

Οι διαφωτιστές έκαναν λόγο για την ελευθερία του ανθρώπου, για τις φυσικές δυνατότητές του, για το φυσικό δίκαιο και την φυσική θρησκεία, για την ανάπτυξη της παιδείας. Ομίλησαν για ελευθερία, ισότητα, παιδεία κλπ. Πρόκειται για μεγάλες αρχές, οι οποίες οπωσδήποτε είχαν καταστρατηγηθή στην Δύση, τόσο από τον Χριστιανισμό της με την σχολαστική-μεταφυσική του νοοτροπία, όσο και από την φεουδαλιστική, καπιταλιστική-μοναρχική αντίληψη.

Ο Διαφωτισμός, επομένως, είναι αντίδραση στην δυτική μεταφυσική, και την φεουδαλιστική νοοτροπία του δυτικού κόσμου. Και, βεβαίως, η ελληνορθόδοξη Παράδοση, όπως εκφράσθηκε και βιώθηκε από την Ρωμηοσύνη, δεν έχει καμμιά σχέση με την νοοτροπία αυτή που αναπτύχθηκε στην Δύση, ούτε με την μεταφυσική και τον καπιταλισμό, αλλά έχει καθαρώς θεραπευτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Έτσι, ο Διαφωτισμός είναι εισαγόμενος-μεταπρατικός στον δικό μας χώρο και εκείνοι που προσπάθησαν να τον εισάγουν στην χώρα μας είναι μεταπράτες.

Δυό χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Διαφωτισμού
Ο δυτικοευρωπαϊκός Διαφωτισμός έχει πολλά γνωρίσματα, αλλά εδώ θα περιορισθώ σε δύο από αυτά που τα θεωρώ σημαντικά και ξεκαθαρίζουν κάπως το τοπίο, όταν μελετάται το θέμα της σχέσης του με την αριστερά ιδεολογία.

Το ένα γνώρισμα είναι ότι στην πλειοψηφία τους οι διαφωτιστές δεν ήταν άθεοι, αλλά δεϊστές και αγνωστικιστές.

Είναι γνωστόν σε όσους ασχολούνται με τα ρεύματα αυτά ότι παρατηρούνται τρεις τάσεις στον δυτικό χώρο σε σχέση με τον Θεό.

Η μία είναι ο αθεϊσμός. Οι άθεοι αρνούνται τον Θεό και πολλοί από αυτούς πολεμούν την άποψη για τον Θεό, διακρίνονται, δηλαδή από μια πολεμική εναντίον του και πιστεύουν ότι ο κόσμος αυτοερμηνεύεται, δηλαδή μέσα στον κόσμο υπάρχουν οι δυνάμεις που τον ερμηνεύουν, και δεν είναι ανάγκη να υπάρχη ένας Θεός για να τον δημιουργήση και να τον κυβερνά. Όμως, το να πολεμά κανείς τον Θεό, το να δημιουργή λέσχες για την πολεμική αυτή, είναι μια ιδιότυπη Θρησκεία, αφού όταν κανείς δεν πιστεύη σε κάτι, τότε δεν ασχολείται μαζί του.

Η Ταυτότητα της Εκκλησίας Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου



Ο λόγος για τα Δελτία Ταυτοτήτων οδηγεί στην αντιμετώπιση του θέματος ποιά είναι η ταυτότητα των Χριστιανών. Πράγματι πολλές φορές διδάσκουμε ότι δεν αρκεί να είμαστε Χριστιανοί της (αστυνομικής) ταυτότητος, αλλά πρέπει να γίνουμε Χριστιανοί στην αλήθεια και την ζωή.


Α'
 Η λέξη ταυτότητα δηλώνει την ομοιότητα και την ταύτιση του σημαινομένου με το σημαίνον, “τό είναί τι ταυτόν το ίδιον”, κατά τον Αριστοτέλη. Δηλαδή, ο Χριστιανός που είναι βαπτισμένος στο Όνομα του Τριαδικού Θεού πρέπει να είναι πραγματικό μέλος της Εκκλησίας και να ανταποκρίνεται στον σκοπό της εκκλησιαστικής ζωής. Ταυτότητα σημαίνει ακόμη και το ιδιαίτερο σε σχέση με κάποιον άλλο, φανερώνει, δηλαδή, την ετερότητα του κάθε προσώπου.

Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης μιλώντας για την σημασία της ταυτότητος γράφει χαρακτηριστικά:

“Όταν λέμε ότι ταυτίζουμε κάποιο όν εννοούμε ότι επισημαίνουμε την ιδιαιτερότητά του, ότι δηλ. καθορίζουμε τα στοιχεία εκείνα τα οποία δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε σύγχυση μεταξύ αυτού του όντος και κάποιου άλλου. Όταν λέμε π.χ. ότι έχουμε την αστυνομική μας ταυτότητα ο καθένας, αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία κάνει μια προσπάθεια να επισημάνει την ιδιαιτερότητα του καθενός μας. Με σκοπό να μη γίνει σύγχυση μεταξύ των πολιτών, σημειώνει το όνομα, το επώνυμο κλπ., και ακόμη βάζει τα δακτυλικά αποτυπώματα. Όλα αυτά αποβλέπουν στο να αποφευχθεί η σύγχυση ενός προσώπου με κάποιο άλλο. Η ταυτότητα λοιπόν αποβλέπει στην ιδιαιτερότητα, αλλά η ταύτιση αυτή, αυτή η ιδιαιτερότητα δεν μπορεί να είναι ποτέ απόλυτη, και αυτό δημιουργεί δυσκολία στο να κάνουμε λόγο για ταυτότητα. Όλα τα ονόματα ή και οι ιδιότητες που έχουμε στις ταυτότητές μας (τό επάγγελμα, το ύψος κλπ.) μπορούν να εφαρμοστούν σε περισσότερα από ένα όντα, σήμερα μάλιστα με την γενετική μηχανική –ακούμε πολύ τον τελευταίο καιρό αυτή την περίφημη κλωνοποίηση– αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ακόμη και τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν θα εξασφαλίζουν πλέον την ιδιαιτερότητα ενός όντος. Σε απόλυτο βαθμό είναι πάρα πολύ δύσκολο να επισημάνει κανείς την ιδιαιτερότητα και την ταυτότητα ενός όντος. Αυτό που αναζητούμε όταν ταυτίζουμε κάτι, είναι αυτό που λέμε “η ειδοποιός διαφορά”, είναι κάποιο στοιχείο που να αφορά μόνο σε ένα συγκεκριμένο όν και όχι σε άλλα”.

Για την ταυτότητα της Εκκλησίας ο Σεβασμιώτατος παρατηρεί:

“Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι και ζεί μέσα στην ιστορία, πορεύεται μέσα στην ιστορία χωρίς να χάνει την ταυτότητά της. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό αλλά δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι είδαμε ότι χριστιανικές εκκλησίες στην ιστορία που ξεκίνησαν με την σωστή ταυτότητα κατέληξαν να αλλοιώσουν την ταυτότητά τους και να διερωτάται κανείς σήμερα εάν είναι εκκλησίες ή όχι.

Αυτό είναι ένα μήνυμα το οποίο πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά εμείς οι ορθόδοξοι, διότι είναι πράγματι και για μας ο κίνδυνος μεγάλος μέσα σε όλη την δραστηριότητα μας, η οποία καμιά φορά μας κάνει να αισθανόμαστε αυτοϊκανοποίηση, να εκτραπούμε από την ταυτότητα της εκκλησίας και να μην είμαστε στην ουσία εκκλησία, αλλά κάτι άλλο, ένας άλλος οργανισμός”.

Περί της Οδού Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου



Συχνά τίθεται τό ερώτημα άν ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία ή Εκκλησία. Σέ αυτό τό ερώτημα δόθηκαν διάφορες απαντήσεις, οι περισσότερες τών οποίων κατατείνουν στό ότι ο Χριστιανισμός εκφράζεται περισσότερο ως Εκκλησία παρά ως θρησκεία. Σέ αυτό έχω καταλήξει στό βιβλίο μου «Θρησκεία καί Εκκλησία στήν κοινωνία».

Ο όρος θρησκεία χρησιμοποιείται από τόν Απόστολο Παύλο γιά νά χαρακτηρίση τήν αίρεση τού Ιουδαϊσμού (Πράξ. κστ', 4-5), καί τήν «θρησκεία τών αγγέλων», πού επαγγελλόταν ο γνωστικισμός (Κολ. β', 18-19). Κυρίως, όμως, η λέξη θρησκεία χρησιμοποιείται από τόν Αδελφόθεο Ιάκωβο πού κάνει λόγο γιά «θρήσκο», ο οποίος δέν χαλιναγωγεί τήν γλώσσα του, αλλά απατά τήν καρδία του καί γι’ αυτό η θρησκεία του είναι μάταιη. Καί στήν συνέχεια, κάνει λόγο γιά «θρησκεία καθαρά καί αμίαντον» από τόν Θεό καί Πατέρα πού σημαίνει «επισκέπτεσθαι ορφανούς καί χήρας εν τή θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από τού κόσμου» (Ιακ. α', 26-27). Ο Απόστολος Παύλος, όπως είναι γνωστόν, επιμένει κυρίως στόν όρο Εκκλησία, πού είναι τό Σώμα τού Χριστού (Κολ. Α', Τιμ. γ', 15. Α’ Κορ. ιβ', 12-30. Εφ. δ', 11-16 καί ε', 29-30 καί αλλού).
Σέ σχετικό κείμενό μου ανέλυσα ότι στήν Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνται καί άλλοι όροι γιά νά δηλώσουν τήν νέα ζωή πού έφερε στόν κόσμο ο Χριστός, όπως Ευαγγέλιο, Βασιλεία καί στρατεία. Βέβαια, όλοι αυτοί οι όροι είναι κτιστά ρήματα καί νοήματα πού θέλουν νά εκφράσουν, όσο είναι δυνατόν, τήν άκτιστη πραγματικότητα, τήν εμπειρία τής ακτίστου δόξης τού Θεού. Έτσι, άλλο είναι η θεία αποκάλυψη πού είναι μέθεξη τής ακτίστου πραγματικότητος, πού γίνεται χωρίς κτιστά ρήματα καί νοήματα, καί άλλο είναι η μεταφορά αυτής τής ακτίστου πραγματικότητος μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα.
Ειδικότερα σήμερα θά αναφερθώ σέ έναν καινοδιαθηκικό όρο πού χαρακτηρίζει τήν νέα πραγματικότητα στόν κόσμο, πού δημιουργήθηκε μέ τήν ενανθρώπηση τού Χριστού καί τήν Πεντηκοστή. Καί αυτός ο όρος είναι η «οδός».

Τρία Θεολογικά Μηνύματα από τα Άγια Λείψανα Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Το λείψανο του Αγ. Πολυκάρπου στο Ιάσιο Ρουμανίας Το λείψανο του Αγ. Πολυκάρπου στο Ιάσιο Ρουμανίας
Θά ήθελα νά ευχαριστήσω ολοκαρδίως τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μολδαβίας καί Μπουκοβίνας κ. Θεοφάνη γιά τήν πρόσκλησή του νά έλθω στό Ιάσιο τήν σημαντική αυτή ημέρα, κατά τήν οποία παρευρίσκεται πλήθος λαού, καί νά μεταφέρω τό ευλογημένο δεξί χέρι τού αγίου Πολυκάρπου πού φυλάσσεται στήν Ιερά Μητροπόλη Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου τήν οποία ποιμαίνω.
Τόν Σεβ. Μητροπολίτη σας τόν γνωρίζω από τότε πού ήταν Μητροπολίτης Ολτενίας καί διέκρινα τήν αγάπη του στήν Εκκλησία καί τόν μοναχισμό, τήν σεμνότητά του, τό βαθύ εκκλησιαστικό φρόνημά του καί τίς γνώσεις του. Είσθε ευεργετημένοι από τόν Θεό πού έχετε έναν τέτοιο καλό Ποιμένα μέ επίγνωση τής αποστολής του.
Επειδή μέ παρεκάλεσε νά απευθύνω μερικούς λόγους στήν αγάπη σας, θά τό κάνω μέ μεγάλη χαρά, έστω καί άν γίνεται διά μέσου μεταφράσεως, τονίζοντας ιδιαιτέρως τρία σημεία.

1. Στήν σημερινή θεία Λειτουργία φάνηκαν καθαρά οι τρείς άξονες τής εκκλησιαστικής καί πνευματικής ζωής, πού είναι η θεία Ευχαριστία, οι Άγιοι καί οι Επίσκοποι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας, ερμηνεύοντας τήν τελετή τών εγκαινίων τού Ιερού Ναού, λέγει ότι αυτό γίνεται μέ τούς τρείς παράγοντες, ήτοι τόν Επίσκοπο πού εγκαινιάζει, τήν αγία Τράπεζα η οποία εγκαινιάζεται καί τά λείψανα τών Αγίων τά οποία τοποθετούνται στήν Αγία Τράπεζα. Έτσι, όποιος έχει εκκλησιαστικό φρόνημα συνδέεται στενότατα μέ τόν Επίσκοπο, τό Θυσιαστήριο καί τούς Αγίους. Άν υπάρχη μόνον τό ένα χωρίς τά άλλα, τότε δέν υπάρχει αληθινό εκκλησιαστικό φρόνημα.
Σήμερα τελέσαμε τήν θεία Λειτουργία καί κοινωνήσαμε τών αχράντων Μυστηρίων, έχουμε μεταξύ μας τά λείψανα τής αγίας Παρασκευής τής Επιβατινής καί τού αγίου Πολυκάρπου καί, βεβαίως, η θεία Λειτουργία τελέσθηκε από τούς Επισκόπους καί τούς Ιερείς. Πάντοτε πρέπει νά είμαστε συνδεδεμένοι μέ τούς τρείς αυτούς άξονες τής εκκλησιαστικής ζωής.
Ιδιαιτέρως θά ήθελα νά τονίσω τήν αξία τών ιερών λειψάνων γιά τήν εκκλησιαστική ζωή, πού δείχνουν ποιός είναι ο σκοπός τής Εκκλησίας καί τί είναι η εκκλησιαστική ζωή. Πολλά από τά λείψανα τών αγίων είναι άφθαρτα, άλλα ευωδιάζουν καί άλλα κάνουν θαύματα. Πράγματι, τά λείψανα τών αγίων είναι τά πραγματικά μέλη τού Σώματος τού Χριστού, πού δείχνουν ότι νικήθηκε ο θάνατος. Κάποτε, όταν γινόταν ανασκαφή στίς κατακόμβες, βρέθηκε ένα μικρό πήλινο δοχείο μέσα στό οποίο υπήρχαν λείψανα μαρτύρων καί απ' έξω η επιγραφή σημείωνε: «μέλη τού Χριστού».
Τά λείψανα δέ ακόμη δείχνουν ότι η Εκκλησία αγιάζει τόν άνθρωπο καί στήν ψυχή καί στό σώμα καί εργάζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε νά κάνη τούς αθρώπους νά φθάσουν στήν θέωση ψυχής καί σώματος καί έτσι νά γίνουν ιερά λείψανα.

Η Οικουμενικότητα της Ρωμηοσύνης Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


 Από μερικούς ασκείται κριτική γιά τήν θεωρία τού π. Ιωάννου Ρωμανίδη σχετικά μέ τήν Ρωμηοσύνη, από τήν άποψη ότι πρόκειται γιά μιά εθνικιστική θεωρία, επειδή συνδέει τήν Ορθοδοξία μέ τόν Ελληνισμό, όπως εκφράσθηκε στό λεγόμενο Βυζάντιο –στήν πραγματικότητα Ρωμανία–, ενώ η Ρωμηοσύνη συνδέεται μέ τήν οικουμενικότητα καί όχι μέ τόν εθνοφυλετισμό. Θεωρώ ότι αυτή η κριτική είναι άδικη καί μή πραγματική, γιά τέσσερεις βασικούς λόγους.
 Ο πρώτος λόγος είναι τό ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μέ τήν θεωρία αυτή στήν πραγματικότητα συνδέει τήν θεολογία μέ τήν ιστορία, γιατί, όπως πολλές φορές έλεγε, δέν είναι δυνατόν νά ερμηνεύση κανείς τήν θεολογία, άν δέν τήν δή μέσα στό ιστορικό πλαίσιό της. Η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας δέν είναι άσαρκη καί ιδεολογική, δέν είναι ουτοπιστική. Σέ αυτό τό θέμα συνεχίζει τήν σκέψη τού διδασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ο οποίος σαφέστατα έκανε λόγο γιά τό ότι η θεολογική συνείδηση είναι ιστορική.
Συγκεκριμένα, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στό κείμενό του μέ τίτλο «Οι δρόμοι τής ρωσικής θεολογίας» αναφέρεται σέ αυτό τό θέμα. Κάνει λόγο ότι οι Προτεστάντες στήν κριτική τους εναντίον τής Ρώμης γιά όλες τίς παπικές καινοτομίες έγιναν δημιουργοί τής εκκλησιαστικής ιστορίας, «ως μιάς ιδιαίτερης επιστήμης, καί συνέβαλαν περισσότερο από κάθε άλλον σ' αυτήν τήν εκκλησιαστική επιστήμη». Τό αντικείμενο αυτής τής έρευνας ήταν νά παρουσιασθή ο «αρχέγονος» Χριστιανισμός, «κάτι πού προηγείται τής ιστορίας τής Εκκλησίας», πράγμα τό οποίο είναι τό βασικό σημείο τού «μοντερνισμού» καί «κρύβει μέσα του ένα είδος απιστίας πρός τήν ιστορία», πού οδηγεί στόν «θετικισμό καί τόν ουμανισμό». Μέ αυτήν τήν άποψη αμφισβητείται η ιστορία καί επιβεβαιώνεται η πίστη.
Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι επιμένει, όμως, ότι αυτή η αντιμετώπιση είναι λανθασμένη, αφού δέν μπορεί νά αποδεσμευθή ο Χριστιανισμός από τήν ιστορία καί νά συνδεθή μέ μιά απλή γνωσιολογική καί ιδεολογική πίστη. Γράφει: «Η θεολογική συνείδηση πρέπει νά γίνη ιστορική. Μόνο άν είναι ιστορική μπορεί ίσως νά γίνη καθολική. Αδιαφορία γιά τήν ιστορία οδηγεί πάντα σέ μιά αιρετική ξηρότητα, σέ μιά δογματιστική διάθεση. Η ιστορική ευαισθησία είναι απαραίτητη γιά τόν θεολόγο, είναι αναγκαίος όρος γιά νά είναι κανείς μέσα στήν Εκκλησία. Οποιοσδήποτε είναι αναίσθητος γιά τήν ιστορία δύσκολα θά είναι καλός Χριστιανός».
Ο Χριστιανισμός συνδέεται αναπόσπαστα μέ τήν ιστορία, είναι μέσα στήν ιστορία, δέν πρόκειται γιά «μιά αποκάλυψη στήν ιστορία, αλλά μάλλον μιά αναφορά στήν ιστορία, στήν ιστορική δράση καί δημιουργία». Ο Χριστός ενηνθρώπησε στόν κόσμο, στήν ιστορία καί δέν μπορεί κανείς νά τόν αποσαρκώση καί η Εκκλησία εργάζεται στήν ιστορία, χωρίς νά εκκοσμικεύεται. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον οι Πατέρες πού χρησιμοποίησαν την ελληνική ορολογία γιά νά εκφράσουν τά δόγματα έζησαν καί εργάστηκαν μέσα στήν ιστορία καί μέ αυτήν τήν έννοια «ο Ελληνισμός, ούτως ειπείν, προσέλαβε αιώνιο χαρακτήρα στήν Εκκλησία έχει ενσωματωθή σ' αυτήν τή δομή τής Εκκλησίας ως η αιώνια κατηγορία τής χριστιανικής υπάρξεως». Επισημαίνει δέ ότι, όταν ο θεολόγος θεωρή ότι «"οι ελληνικές κατηγορίες" είναι απηρχαιωμένες, αυτό απλώς σημαίνει ότι αυτός έχει βγεί έξω απ' τόν ρυθμό τής Εκκλησίας. Η θεολογία δέν μπορεί ίσως νά είναι καθολική, παρά μόνον μέσα στόν Ελληνισμό». Όταν κανείς αρνήται τούς όρους μέ τούς οποίους διατυπώθηκαν τά δόγματα, καθώς επίσης καί όλη τήν σοφία τής εκκλησιαστικής ζωής καί θέλει «νά επιστρέψη σ' ένα καθαρά "βιβλικό" θεμέλιο», τότε «τό αποτέλεσμα είναι ότι ολόκληρος ο Χριστιανισμός αποσυντίθεται σέ ουμανιστική ηθική, κατ' ουσίαν σέ μιά παρωδία μιά τέτοια επιστροφή στήν Βίβλο είναι μιά αυταπάτη».

Η Φαρισαϊκή Δικαιοσύνη και ο Τελωνικός Στεναγμός Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Ο τελώνης και  ο φαρισαίος Ο τελώνης και ο φαρισαίος από τον Ιερό Ναό Σωτήρος Καλύμνου
…Ο Φαρισαίος με τον τρόπο που προσευχόταν έδειξε πώς ζούσε μια δαιμονιώδη πνευματικότητα, μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση, που ήταν αλύτρωτη. Ο Τελώνης με την προσευχή "ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ" (Λουκ. ιη’, 13) έδειξε την πνευματική του υγεία, γι’ αυτό "κατέβη δεδικαιωμένος" (Λουκ. ιη’, 14). Όσο κανείς επιδιώκει μόνος του να δικαιώση τον εαυτό του, τόσο και αποκόπτεται από την λύτρωση, ενώ όσο κανείς μαστιγώνει ανηλεώς τον εαυτό του, θεωρώντας τον ανάξιο του θείου ελέους, τόσο γίνεται δέκτης της θείας Χάριτος.
Πάντοτε η φαρισαϊκή δικαιοσύνη είναι έξω από την ατμόσφαιρα της θείας Χάριτος, γιατί είναι μια ευσεβιστική κατάσταση. Εδώ πρέπει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ του ευσεβούς και του ευσεβιστού, γιατί η περίπτωση του Φαρισαίου και όλων των δια μέσου των αιώνων Φαρισαίων υπενθυμίζει τον ευσεβιστή.

Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή ότι η ευσέβεια δεν είναι μια εξωτερική παρουσίαση, αλλά η ένωσή μας με το Χριστό και δι’ Αυτού με όλη την Παναγία Τριάδα. Ο Απόστολος Παύλος ταυτίζει το μυστήριο της ευσεβείας με την ενανθρώπηση του Χριστού. "Και ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω ανελήφθη εν δόξη" (Α' Τιμ. γ', 16)169.
Επομένως η ευσέβεια δεν είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ενέργεια αλλά ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Από την αρχή αυτή ξεκινώντας μπορούμε να πούμε ότι ο ευσεβιστής έχει μερικές επιφανειακές αρετές και κάνει μερικά εξωτερικά έργα "πρός το θεαθήναι τοις ανθρώποις". Οι αρετές του δεν είναι καρπός της εν Χριστώ ζωής, δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά είναι ανθρώπινα έργα που γίνονται στην προσπάθειά του να προβληθή. Αντίθετα τα έργα και οι αρετές του ευσεβούς είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος, αποτέλεσμα της ενώσεώς του με τον Χριστό. Δηλαδή οι αρετές έχουν ένα βαθύ θεολογικό νόημα. Δεν είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, ή μια συνήθεια, αλλά δώρα και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δίνονται στον άνθρωπο εκείνο που με την εργασία των εντολών του Θεού υπέταξε το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό. Έτσι στον ευσεβιστή όλες οι πράξεις είναι ανθρώπινες, είναι πράξεις "τής αυτόνομης ηθικής δεοντολογίας", ενώ στον ευσεβή όλες οι πράξεις είναι θεανθρώπινες.

Ο Θάνατος του Θεού και του Πλησίον Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Ο καλός σαμαρείτης Ο καλός σαμαρείτης από τον Ιερό Ναό Σωτήρος Καλύμνου
Την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου ε.έ. πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό Ξενοδοχείο των Αθηνών η καθιερωμένη, από την αρχή σχεδόν της αρχιερατείας του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Ναυπακτιακή Βασιλόπιττα, ήτοι η κοπή της πρωτοχρονιάτικης Βασιλόπιττας για τους Ναυπακτίους των Αθηνών.
Την εκδήλωση διοργάνωσαν η Ομοσπονδία Συλλόγων Ναυπακτίας, με Πρόεδρο τον κ. Ιωάννη Τσιώτα, και η Εταιρεία Ναυπακτιακών Μελετών, με Πρόεδρο τον κ. Χαράλαμπο Χαραλαμπόπουλο.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης περιελάμβανε την κοπή της βασιλόπιττας, χαιρετισμούς επισήμων, εισήγηση και βράβευση Ναυπακτίων συγγραφέων και των Συλλόγων που εκδίδουν αφιλοκερδώς τα έργα τους.
Παρόντες ήσαν ο Δήμαρχος Ναυπακτίας και η Αντιδήμαρχος επί των πολιτιστικών, πρόεδροι και μέλη των Συλλόγων και πολλοί Ναυπάκτιοι των Αθηνών που γέμισαν την Αίθουσα του Ξενοδοχείου. Απουσίαζαν οι Βουλευτές του Νομού, δικαιολογημένα βεβαίως, αφού την ίδια ώρα συνεδρίαζε η Βουλή για να ψηφίση το νέο μνημόνιο.
Ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος ανέπτυξε το επίκαιρο θέμα «Ο θάνατος του Θεού και του πλησίον». Την εισήγησή του δημοσιεύουμε κατωτέρω.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την Ομοσπονδία Συλλόγων Ναυπακτίας (ΟΣΥΝ) και την Εταιρεία Ναυπακτιακών Μελετών (ΕΝΑΜ) για την πρόσκλησή τους να παραστώ στην κοπή της Ναυπακτιακής Βασιλόπιττας του έτους 2012 και να ομιλήσω σε αυτήν την σημαντική εκδήλωση που συναντώνται όλα τα βασικά στελέχη που συνδέονται με την πολιτιστική και κοινωνική ζωή της Ναυπακτίας.
Θεωρώ δε σημαντικό ότι στην σημερινή εκδήλωση θα τιμηθή ουσιαστικά ο εθελοντισμός, οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι που ασχολούνται εθελοντικά με τον άνθρωπο, πράγμα το οποίο είναι απαραίτητο στις σύγχρονες περιστάσεις, στις οποίες καταρρέουν ιδεολογίες και θεσμοί.
Λόγω αυτού του γεγονότος θέλησα στην σημερινή συνάντηση να ασχοληθώ με ένα θέμα πού, κατά την γνώμη μου, είναι επίκαιρο και έχει τον τίτλο «ο θάνατος του Θεού και του πλησίον».

Ο Σφυγμός του Αγίου Όρους Γράφει ο Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθεου


Ο σφυγμός του Αγίου Όρους Ο σφυγμός του Αγίου Όρους
Δημοσιεύεται κατωτέρω η εισήγηση τού Σεβασμιωτάτου στήν παρουσίαση τού πολύτομου έργου τού Γέροντος Μωϋσή τού Αγιορείτου μέ τίτλο «Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών τού εικοστού αιώνος», στήν αίθουσα τού Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», 7-2-2012.
Εκτός από τόν Σεβασμιώτατο, τό έργο παρουσίασαν ο Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους π. Μεθόδιος, ο Πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, ο Ιερομόναχος π. Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, καί ο Πρωτοσύγκελλος τής Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης π. Ιουστίνος Μπαρδάκας.
Τήν εκδήλωση τίμησε μέ τήν παρουσία του καί απηύθυνε χαιρετισμό ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. 

Έχω γράψει πολλές φορές σέ βιβλία καί έχω μιλήσει σέ διάφορα ακροατήρια γιά τό Άγιον Όρος καί τήν ζωή του, από τήν ανατολή έως τήν δύση. Σέ μιά ομιλία μου καί συζήτηση πού έγινε σέ Ορθοδόξους φοιτητές καί επιστήμονες στήν Δαμασκό τής Συρίας καί κράτησε περίπου μιά ολόκληρη μέρα (9 ώρες) στό τέλος κάποιος αραβόφωνος Ορθόδοξος είπε μέ δυνατή φωνή: «Μάς μέθυσες από τό κρασί τού Αγίου Όρους». Πράγματι, τό Άγιον Όρος διαθέτει ένα δυνατό κρασί, άκρατον οίνον, ανέδειξε μοναχούς πού ήταν μεθυσμένοι από τήν νηφάλια μέθη καί γι’ αυτό ως μεθυσμένος μπορεί κανείς νά γράψη, νά μιλήση καί νά ακούση γιά τό Άγιον Όρος.
Σέ ένα άλλο τριήμερο σεμινάριο στήν Τακόμα τού Σιάτλ τής Αμερικής άκουσαν γιά τρείς ημέρες περίπου 200-300 προσήλυτοι στήν Ορθοδοξία γιά τήν διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά μέ ενδιαφέρον, προσευχή καί κατάνυξη, σέ συσχετισμό μέ τήν σύγχρονη ζωή τού Αγίου Όρους καί είπαν ότι οσφράνθηκαν τήν ατμόσφαιρα τού Αγίου Όρους. Παντού ο λόγος περί τού Αγίου Όρους προκαλεί ενδιαφέρον καί προσευχή.
Η συγγραφή τού τρίτομου έργου τού π. Μωϋσή μέ τίτλο «Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών τού εικοστού αιώνος» μού δίνει τήν ευκαιρία γιά μιά ακόμη φορά νά εκφράσω τήν αγάπη μου γιά τό Άγιον Όρος πού γνώρισα καί τήν σημασία του γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα, αλλά καί τήν ανθρωπότητα, γιατί παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής πού είναι δυσεύρετος. Γιά νά καταλάβη κανείς τό Άγιον Όρος χρειάζεται νά τό προσεγγίση μέ τά μάτια τής καρδιάς, μέ τόν έσω άνθρωπο, τήν ορμή τού πνεύματος, γιατί τό φώς του είναι τόσο δυνατό πού τυφλώνει τόν άρρωστο οφθαλμό καί η ακοή τόσο ισχυρή πού σπάζει τά τύμπανα, τά οποία είναι συνηθισμένα νά ακούνε συμβατικές φωνές.

Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου» κατά την φιλοσοφία και την πατερική θεολογία Γράφει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος

Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου» κατά την φιλοσοφία και την πατερική θεολογία
Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μετα­φέρεται από μερικούς στην θεολογία.
Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.

1. Η θέληση-βούληση στην δυτική θεολογία και φιλοσοφία
Ο καθηγηγής Γεώργιος Παναγόπουλος, αναλύοντας τα σχετικά με την δυτική θεολογία, επισημαίνει ότι ο σχολαστικός θεολόγος Ιωάννης Δούνς Σκώτος, εκφραστής της Φραγκισκανικής θεολογίας, εισήγαγε τον βολονταρισμό (βουλησιοκρατία) σε αντίθεση με την οντολογία του Θωμά Ακινάτη.
Ο Δούνς Σκώτος έκανε λόγο για την «θεία παντοδυναμία», την «απόλυτη ελευθερία του Θεού και την απουσία κάθε εξαναγκασμού από το θείο είναι». Μέ αυτήν την άποψη άνοιξε «μιά καινούργια ατραπό σκέψης στην δυτική θεολογία», αφού «τό βουλητικό στοιχείο ανατιμάται σε σχέση με το οντολογικό» και προοιώνισε «ένα από τα κεντρικά αιτήματα της Μεταρρύθμισης, την απόλυτη ελευθερία και προτεραιότητα του Θεού στο ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου».
Έτσι, ο βολονταρισμός-βουλησιοκρατία από την σχολαστική θεολογία πέρασε στην Μεταρρύθμιση και τον Προτεσταντικό κόσμο και από εκεί έφθασε και στην δυτική φιλοσοφία, στην οποία άλλοτε γίνεται λόγος για την προτεραιότητα της οντολογίας και άλλοτε για την προτεραιότητα της βουλησιοκρατίας.
Ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο για την βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ότι πρόκειται για το φιλοσοφικό εκείνο σύστημα «στό οποίο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει η βούληση, κατ' αντιδιαστολή προς το λόγο».
Επίσης, γράφει ότι ενώ οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν τα διάφορα ζητήματα που τους απασχολούσαν έχοντας ως γνώμονα τον λόγο, ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της βουλήσεως «στό πλαίσιο του πρακτικού συλλογισμού». Όμως, ιδιαίτερα στην νεώτερη εποχή διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Κάντ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε και ο Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στην βούληση και μάλιστα στην ελευθερία της βουλήσεως.
Κατά τον Σωκράτη Γκίκα η βουλησιοκρατία υποστηρίζει ότι «η βούληση αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας, το πιο δυναμικό της στοιχείο, γιατί κατευθύνει την δράση του ατόμου.
Η νόηση και το συναίσθημα έρχονται σε δεύτερη μοίρα». Η ψυχολογική βουλησιοκρατία αναπτύχθηκε από τον Βούντ, σύμφωνα με την οποία η βούληση επιδιώκει να πραγματοποιήση τους σκοπούς που επιλέγει η νόηση, και το συναίσθημα ή παρωθεί την βούληση ή στέκεται εμπόδιο στην βουλητική προσπάθεια.
Επίσης, από τον Σοπενχάουερ υποστηρίχθηκε «ο μεταφυσικός βουλητισμός», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει «η παγκόσμια τυφλή βούληση», αφού «όλα στον κόσμο κατευθύνονται από την θεϊκή βούληση» και η οποία «βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς και βιολογικούς νόμους».
Επίσης, η ελευθερία, κατά την σύγχρονη φιλοσοφία, είναι «η δυνατότητα του ανθρώπου ή μιας ομάδας να αυτοορίζεται, να μήν πιέζεται ή καταδυναστεύεται, να κινείται όπως θέλει, να αναπτύσσει δράση, να πραγματώνει τους σκοπούς που θέλει». Ο Κάντ έκανε λόγο για «τήν ηθική ελευθερία» ως δυνατότητα επιλογής.
Ο Φίχτε ομίλησε «γιά την απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπου, τελικά όμως θεώρησε μια τέτοια ελευθερία ιδιότητα του Θεού».
Ο Σάρτρ υποστήριζε ότι «η ελευθερία αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης», είναι ασταμάτητη και «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε ελευθερία», αφού «μέ την ελευθερία του δημιουργεί τον εαυτό του από το μηδέν».

«Σχολαστική και μεταπατερική θεολογία» Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος


Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου
«Εισαγωγή στην Ιστορία της Δυτικής Θεολογίας»

Την Τρίτη 23 Απριλίου στο Μέγαρο Λόγου και Τέχνης Πατρών έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του Γεωργίου Παναγόπουλου, επίκουρου καθηγητού της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς, με τίτλο «Εισαγωγή στην Ιστορία της Δυτικής Θεολογίας».
Κατά την παρουσίαση ομίλησαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, ο Κ. Ντίνος, ιατρός, και ο συγγραφέας.
Στην συνέχεια παρατίθεται η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου με τίτλο «Σχολαστική και μεταπατερική θεολογία»:
Όταν κανείς δέχεται την πρόσκληση να συμμετάσχη σε μια εκδήλωση για να παρουσιάση ένα βιβλίο και να τιμήση τον συγγραφέα του, συνήθως δέχεται τις ευχαριστίες του τιμωμένου για τον κόπο που κατέβαλε για την παρουσία του και την παρουσίαση του βιβλίου. Όμως, στην παρούσα περίσταση θα ήθελα εγώ να ευχα­ριστήσω τον κοπιά­σαντα συγγραφέα του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα.
Είναι αλήθεια ότι κάθε μέρα στο γραφείο μου λαμβάνω μαζί με την αλληλογραφία και νέα βιβλία που μου αποστέλ­λονται με τιμή από τους συγγραφείς. Είναι ακόμη ευνόητο ότι δεν μπορώ να μελετήσω όλα τα βιβλία που λαμβάνω, αλλά επιλέγω εκείνα που με ενδιαφέρουν και μου προκαλούν την προσοχή, κυρίως σε ένα θέμα που με απασχολεί εκείνο τον καιρό.
Ένα από αυτά που απέσπασαν αμέσως την προσοχή μου είναι το βιβλίο του καθηγητή της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Βελλάς Ιωαννίνων Γεωργίου Παναγοπούλου, με τίτλο «Εισαγωγή στην ιστορία της δυτικής θεολογίας» και υπότιτλο «Πρόσωπα, διδασκαλία, κριτική θεώρηση από την άποψη της Ορθόδοξης Παράδοσης». Πάντοτε ενδιαφερόμουν για την δυτική θεολογία, μελέτησα πολλά κείμενα σχετικά με το θέμα αυτό, μάλιστα τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι με το θέμα αυτό, όπως θα πω στην συνέχεια, και γι’ αυτό αμέσως άρχισα την ανάγνωσή του, παίρνοντάς το μαζί μου κατά τις μετακινήσεις μου, και υπογραμμίζοντας τα σημεία που μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Έτσι, θεωρώ τιμή που με προσκάλεσε ο ίδιος ο συγγραφέας να συμμετάσχω σε αυτήν την παρουσίαση του βιβλίου του και να εκφράσω τις απόψεις μου γι’ αυτό.

Η θεολογία στην Ελλάδα της δεκαετίας του '60 Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος


Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την θεολογία στην Ελλάδα κατά την δεκαετία τού '60 και παρουσιάζεται αυτή η θεολογία ως μια νέα θεολογία, είτε ως επαναφορά στην διδασκαλία των Πατέρων τής Εκκλησίας, είτε ως μια νεοπατερική θεολογία, δηλαδή ως θεολογία τής Εκκλησίας πού εκφράζεται με μια νέα γλώσσα.

Υπάρχουν πολλοί πού ισχυρίζονται ότι η θεολογία πού εμφανίσθηκε στήν Ελλάδα κατά τήν δεκαετία τού '60 ήταν ένα σημαντικό γεγονός γιά τήν Εκκλησία μας, αλλά, όπως υποστηρίζουν, διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν στό νά χαθή αυτή η σημαντική προοπτική πού δημιουργούσε αυτή η θεολογία.
Πρόκειται γιά τήν εμφάνιση μερικών νέων θεολόγων, οι οποίοι έγραψαν διάφορες επιστημονικές διατριβές ή συνέταξαν θεολογικά κείμενα, μέ τά οποία προσπαθούσαν νά δούν τήν ορθόδοξη διδασκαλία μέσα από μιά άλλη προοπτική, διαφορετική από εκείνη πού επικρατούσε τήν εποχή εκείνη.
Θά ήθελα νά υπογραμμίσω μερικά σημεία τά οποία, κατά τήν γνώμη μου, πρέπει νά συνεξετασθούν, μαζί μέ τίς άλλες μελέτες πού γίνονται στό θέμα αυτό.
1. Η θεολογία τής δεκαετίας τού '60
Είναι γνωστόν ότι στήν Ελλάδα πρίν καί μετά τήν απελευθέρωση από τόν τουρκικό ζυγό εισήχθη μιά θεολογία δυτικού τύπου, πού είχε σχέση είτε μέ τόν σχολαστικισμό τού Παπισμού είτε μέ τόν ηθικισμό τού Προτεσταντισμού. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίον ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έκανε λόγο γιά τήν βαβυλώνεια αιχμαλωσία τής ορθοδόξου θεολογίας.
Στήν συνέχεια, κάποια στιγμή μερικοί Έλληνες θεολόγοι ήρθαν σέ επικοινωνία μέ τά κείμενα τών Ρώσων εμιγκρέ (προσφύγων) στό Παρίσι ή άλλες ευαισθητοποιημένες φωνές καί διεπίστωσαν έναν διαφορετικό τρόπο μέ τόν οποίο εκφράζονταν γιά προβληματισμούς καί θέματα πού απασχολούσαν τόν δυτικό άνθρωπο.
Ενθουσιάσθηκαν μέ τέτοια κείμενα καί προσπάθησαν νά μεταφέρουν αυτές τίς απόψεις καί στό ορθόδοξο ελληνικό κοινό.
Παράλληλα, όμως, γινόταν καί μιά άλλη κίνηση από θεολόγους, κυρίως τής Θεσσαλονίκης, νά φέρουν σέ επιφάνεια τά έργα τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, ο οποίος εκφράζεται μέ ορθόδοξο ησυχαστικό τρόπο ζωής. Μέσα στήν προοπτική αυτή εγράφησαν διατριβές, μελέτες καί διάφορα θεολογικοκοινωνικά κείμενα.
Όλο αυτό τό ρεύμα ονομάσθηκε «θεολογία τής δεκαετίας τού '60» καί θεωρήθηκε ως κάτι καινούριο, γιατί αντιμετώπιζε τά φιλοσοφικά, θεολογικά, ανθρωπολογικά, εκκλησιολογικά καί κοινωνικά ζητήματα μέσα από μιά νέα προοπτική καί προσέφερε μιά καινούρια γλώσσα, πού άγγιζε περισσότερο τόν νέο άνθρωπο. Αυτό ξάφνιασε πολλούς, μεταξύ τών οποίων καί τούς αριστερούς καί οι επικριτές χαρακτήρισαν τήν κίνηση αυτή ως «νεορθοδοξία».
2. Τά αίτια γιά τά οποία εμφανίσθηκε η θεολογία τής δεκαετίας τού '60
Ασφαλώς πρέπει νά μελετηθή αυτό τό φαινόμενο καί νά εξετασθούν όλες οι παράμετροί του. Γιά παράδειγμα πρέπει νά ερευνηθούν τά αίτια πού προκάλεσαν τήν εμφάνιση αυτής τής θεολογίας, κατά πόσον αυτή η θεολογία έχει ερείσματα στήν διαχρονική παράδοση ή ήταν ένα εποχιακό φαινόμενο καί τελικά τί γονιμοποιήσεις προκάλεσε στήν χώρα μας καί στήν Εκκλησία.
Βεβαίως, όλο αυτό τό ρεύμα πρέπει νά μελετηθή μέ επάρκεια καί αντικειμενικότητα, διότι η αφετηρία καί προοπτική όλων τών θεολόγων πού εντάσσονται σέ αυτό τό θεολογικό ρεύμα δέν ήταν η ίδια, όπως ήδη αναφέρθηκε. Άλλοι από αυτούς ξεκίνησαν από μελέτη πατερικών κειμένων, μέσα στήν ησυχαστική παράδοση τού Αγίου Όρους, άλλοι από σύγχρονες φιλοσοφίες, όπως τού Μπερντιάγεφ, άλλοι από τήν μελέτη τών Ρώσων θεολόγων τής Διασποράς καί άλλοι επηρεάσθηκαν από τήν «πολιτική θεολογία» τής Λατινικής Αμερικής. Βεβαίως, όλες αυτές οι κατηγορίες κατέληγαν σέ διαφορετικά συμπεράσματα.
Σίγουρα η θεολογία τής δεκατετίας τού '60 πρέπει νά μελετηθή χωρίς υπερβολές καί χωρίς υποτιμήσεις καί νά αποδοθή ο δίκαιος έπαινος ή νά κριθή ανάλογα. Όμως παράλληλα δέν πρέπει νά παραθεωρηθή ότι τά ίδια ρεύματα παρατηρήθηκαν καί στίς δεκαετίες τού 20ου αιώνα στόν δυτικό χώρο. Οπότε, πρέπει νά εξετασθή η επιρροή τής δυτικής γερμανικής θεολογίας στήν διαμόρφωση ενός τουλάχιστον μέρους τής λεγομένης θεολογίας τής δεκαετίας τού '60 στήν Ελλάδα.
Εννοώ ότι στόν δυτικό κόσμο κυρίως στήν γερμανική θεολογία τής δεκαετίας τού '20, ύστερα από τά φρικτά αποτελέσματα τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου καί τήν συνεργασία Χριστιανών μέ τίς ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τής εποχής, αναπτύχθηκε η διαλεκτική θεολογία ή θεολογία τής κρίσεως ή νεορθοδοξία, η οποία προσπάθησε νά δή τήν σχέση τού Θεού μέ τόν κόσμο μέσα από άλλη προοπτική. Εμφανίσθηκαν νέοι προτεστάντες θεολόγοι, όπως ο Μπάρτ, ο Μπρούννερ, ο Μπούλτμαν, ο Τίλλιχ, οι οποίοι συναντήθηκαν μέ φιλοσόφους τής εποχής όπως τόν Κίρκεργκαρντ, τόν Μπερντιάγεφ, τόν Χάϊντεγκερ κλπ. αντίστοιχα, καί μίλησαν γιά τήν Εκκλησία σέ σχέση μέ τόν κόσμο μέ έναν διαφορετικό τρόπο από εκείνον πού μιλούσαν παλαιότεροι γερμανοί θεολόγοι όπως, γιά παράδειγμα, ο Χάρνακ.
Στήν γερμανική αυτή θεολογία τής δεκαετίας τού '20 ακούσθηκαν καί αναλύθηκαν όροι, όπως νεορθοδοξία, εκκοσμίκευση, εκκλησιολογία, πνευματολογία, εσχατολογία, οικουμενικότητα κλπ., οι οποίοι όροι χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τούς θεολόγους τής δεκαετίας τού '60 στήν Ελλάδα. Ακόμη, έγινε μεγάλος διάλογος στήν Γερμανία καί γενικότερα στήν Δύση γιά τίς σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας καί κόσμου, λογικής καί πίστεως, φιλοσοφίας καί θεολογίας, ιστορίας καί εσχατολογίας, λόγου καί αποκαλύψεως, είναι καί Θεού.
Επίσης, στόν δυτικό κόσμο κατά τήν δεκαετία τού '60 αναπτύχθηκαν διάφορα θεολογικά ρεύματα πού έκαναν λόγο γιά τήν εσχατολογική θεολογία, τήν μεταχριστιανική θεολογία, τήν θεολογία τού θανάτου τού Θεού, τήν πολιτική θεολογία κλπ. Καί τέτοιες ορολογίες μεταφέρθηκαν καί στήν Ελλάδα κατά τήν δεκαετία τού '60 καί μετέπειτα. Ο Καθηγητής Μάριος Μπέγζος παρουσίασε μέ ωραίο τρόπο όλη αυτήν τήν εξέλιξη τής θεολογίας στούς Προτεστάντες.
Έτσι, η θεολογία τής δεκαετίας τού '60 στήν Ελλάδα πρέπει ασφαλώς νά μελετηθή καί από τήν προοπτική αυτή, δηλαδή σέ σχέση μέ τίς παράλληλες θεολογικές κινήσεις πού έγιναν στόν Προτεσταντικό κόσμο καί κυρίως στήν Γερμανία καί νά ερευνηθή η σχέση μεταξύ τών ορθοδόξων θεολόγων τής δεκαετίας τού '60 καί τών προτεσταντών θεολόγων τών δεκαετιών τού '20 καί τού '60.