Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Δελτίο Τύπου των 22 Ορθοδόξων Χριστιανικών Σωματείων Θεσσαλονίκης για το Πανεθνικό Συλλαλητήριο του Σαββάτου 8 Σεπτεμβρίου



Δελτίο Τύπου
Τα 22 Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία της Θεσσαλονίκης συμμετέχουμε με ενθουσιασμό και αγωνιστικό παλμό στο Πανεθνικό Συλλαλητήριο του Σαββάτου 8 Σεπτεμβρίου και ώρα 7:00 μ.μ. στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Διατρανώνουμε την αντίθεσή μας στην επαίσχυντη συμφωνία των Πρεσπών που παραδίδει την ιστορία, την γλώσσα και την ταυτότητα της Μακεδονίας μας. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Το ζήτημα βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού λαού, που δεν υπέγραψε και δεν παρέδωσε τίποτα.
Καλούμε όλους τους Έλληνες να δώσουν το "παρών" σε αυτόν τον δίκαιο αγώνα.
Θεσσαλονίκη 4/9/2018

Τα 22 Ορθόδοξα Χριστιανικά Σωματεία Θεσσαλονίκης
1. ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
2. ΓΟΝΕΩΝ ΕΝΩΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ (Γ.Ε.Χ.Α.)
3. ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ "ΟΙ ΠΑΝΑΓΙΟΦΙΛΟΙ"
4. "ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ"
5. ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ "ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ"
6. ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Π.Α.Τ.Ρ.Ι.Σ
7. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ "ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΛΠΙΣ"
8. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ "ΑΓΑΠΗ ΧΡΙΣΤΟΥ"
9. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ "ΑΓΙΑ ΦΟΙΒΗ"
10. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ "ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ"
11. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ "ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ"
12. "ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ"
13. ΠΑ.ΣΥ.ΒΑ. (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ)
14. ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΟΝΕΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ
15. ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
16. ΣΥΛΛΟΓΟΣ "Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ"
17. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΡΑΣΕΩΣ "Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ"
18. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ ΝΟΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ "ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ"
19. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ "ΑΓ.ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ"
20. Σ.Φ.Ε.Β.Α. (ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ)
21. ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ "ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΤΩΧΩΝ"
22. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΟΝΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Εκκλησία και ποδόσφαιρο (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης)




1. Χριστιανική ζωή και αθλητισμός
2. Ενότητα και συμφωνία των Πατέρων έναντι της κοσμικής ψυ­χαγωγίας και του αθλητισμού
3. Έπρεπε να μετάσχει η Εκκλησία στους πανηγυρισμούς για την νίκη της εθνικής ομάδος ποδοσφαίρου;
4. Δεν ενδιαφέρονται, για τον αθλητισμό οι Απόστολοι και οι Άγι­οι. Άλλα θεάματα και άλλα ακούσματα
5. Η στάση των Τριών Ιεραρχών. Οι λόγοι απορρίψεως τον ποδο­σφαίρου
α’. Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος
β’. Μ. Βασίλειος
γ’. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
δ’. Οι λόγοι απορρίψεως τον ποδοσφαίρου
1. Χριστιανική ζωή και αθλητισμός
Η εκκοσμίκευση προχωρεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στους ρυθμούς που επιβάλλουν οι τεχνολογικές εξελίξεις και η ηλεκτρονική δημοσιο­γραφία. Άρτος και θεάματα δεν προσφέρονται μόνον στους κατοίκους μιας πόλεως, όπως στην αρχαία Ρώμη, ο ιππόδρομος της οποίας εγέμιζε ασφυκτικά από τον όχλο, που αναζητούσε διέξοδο στα καθημερινά προβλήματα της φτώχιας και της καταπίεσης, αλλά στους κατοίκους όλης της γης, που καθηλώνονται στις οθόνες των τηλεοράσεων, για να παρακολουθήσουν συνήθως κατωτέρας ηθικής ποιότητος θεάματα, συνδεδεμένα με την βία και το σεξ, ή ουδέτερες και αδιάφορες ηθικά και πνευματικά εκδηλώσεις, η παρακολούθηση των οποίων αποτελεί τουλάχιστον σπατάλη του πολυτίμου για την σωτηρία χρόνου που μας προσμετρήθηκε από τον Θεό, και εγκατάλειψη του εσταυρωμένου βίου και της εσχατολογικής προσδοκίας και αναμονής.
Όλες αυτές οι «ψυχαγωγικές» εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων των θεατρικών, κινηματογραφικών και τηλεοπτικών έργων ως και των αθλητικών αγώνων, ακόμη και όταν σε κάποιες από αυτές δεν υπάρχει ηθική κατάπτωση και βία, που είναι ο συνήθης κανών, αποτελούν στοι­χεία του κόσμου, είναι κοσμικές εκδηλώσεις, πνευματικά όχι απλώς αδιάφορες, αλλά και επιζήμιες. Των Χριστιανών το πολίτευμα υπάρ­χει στους ουρανούς· «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει»1· ο νους, η σκέψη, τα αισθήματα, οι επιδιώξεις, οι σχεδιασμοί, τα προγράμματα, οι αγώνες, οι κόποι στρέφονται προς τα άνω: «Άνω σχώμεν τάς καρδίας· έχομεν προς τον Κύριον»2. Δεν συγκινούνται, ούτε θριαμβο­λογούν, ούτε μετέχουν στα του κόσμου· δεν ενδιαφέρονται ούτε για τους αγώνες του ιπποδρόμου, ούτε για τους ολυμπιακούς, ούτε για τους ποδοσφαιρικούς ή άλλους αθλητικούς αγώνες· έχουν τον καθημερινό δικό τους πνευματικό αγώνα προς το κακό, προς τον Διάβολο· παρα­κολουθούν καθημερινά τα αθλήματα και κατορθώματα των Αποστό­λων, των Μαρτύρων, των Οσίων, των Μεγάλων Ιεραρχών και Διδα­σκάλων, των οποίων στόχος δεν είναι η κοσμική δόξα και διάκριση, το να φανεί κανείς και να αναδειχθεί ανώτερος του αντιπάλου, πρώτος ή δεύτερος ή τρίτος, αλλά η ταπείνωση, η αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον, η πνευματική τελείωση και προκοπή, η επιτυχία του «καθ’ ομοίωσιν» Θεού.

Δεν υπάρχουν αντίπαλοι συνάνθρωποι· ο μόνος αντίπαλος και αν­τίδικος είναι ο Διάβολος, ο οποίος επιχειρεί να παρεμποδίσει την ανο­δική πορεία, όχι ο συναθλητής συνάνθρωπος, τον οποίο ανταγωνιζόμεθα· όλα αυτά τα περί ευγενούς αμίλλης, που μας παρεδόθησαν από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και εξακολουθούμε να τα παραδίδουμε, δεν ισχύουν στην χριστιανική πνευματικότητα, όταν συνδέονται με την φιλοπρωτία, την φιλοδοξία, την δόξα, την απόκτηση θέσεων, χρημά­των. Έχουν ανατροπή και κατεδαφισθή με επαναστατικό τρόπο· όποι­ος θέλει να αποκτήσει πρωτιές και διακρίσεις μένει διακριτικά τελευ­ταίος· οι έσχατοι γίνονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. Υψώνεται αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του και αυτοεξουθενώνεται. Είναι το σκάνδαλο, η μωρία του Σταυρού, το μυστήριο του Σταυρού, τον οποίο υπέμεινε ο παντοδύναμος και παντοκράτωρ Κύριος, ο μόνος πρώτος και μόνος δυνατός, ασυναγώνιστος και ανυπέρβλητος, υποδείξας ημίν οδόν αρίστην σωτηρίας, την ταπείνωσιν. Θα ημπορούσε ποτέ να δια­νοηθεί κανείς ότι στην ένταση της προσπαθείας του κάποιος δρομεύς, για να φθάσει πρώτος στο τέρμα, ενώ έχει τις δυνάμεις και τις δυνα­τότητες να το επιτύχει, χαλαρώνει την προσπάθεια και αφήνει τους άλλους να τον προσπεράσουν, από ταπείνωση και αυτοεξουθένωση; Θα γινόταν γελοίος και καταγέλαστος και η στάση του θα προκαλούσε του κόσμου τα αρνητικά σχόλια. Αυτό δεν έκαναν όμως οι κατά Χριστόν σαλοί, που έκρυβαν την αγιότητα και την υψηλή πνευματική τους προκοπή με εκδηλώσεις συμπεριφοράς παράξενες και τρελλές; Ο Χρι­στιανός χαίρεται για την πνευματική προκοπή και πρόοδο των άλλων, κρύβει και σκεπάζει την δική του και τους χειροκροτεί, τους δοξάζει, λυπάται γι’ αυτούς που μένουν πίσω, που δεν θέλουν ή δεν έχουν δυ­νάμεις να συνεχίσουν, τους συμπαρίσταται, τους βοηθεί, ώστε να προχωρήσουν όλοι μαζύ· δεν έχουμε ατομικά κατορθώματα και ρεκόρ, αφού η αγάπη προς τον πλησίον κυρίως στα πνευματικά πρέπει να εκδηλώνεται.

Δ Ι Α Θ Ρ Η Σ Κ Ε Ι Α Κ Ε Σ Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων Του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης




1.      Από το φως της Βηθλεέμ και του Ιορδάνη στο σκότος της Ασίζης



Δεν ήταν εκκλησιαστική η σύναξη της Ασίζης, που συνεκάλεσε ο πάπας στις 24.1.2002. Αν διαβάσει κανείς το Ευαγγέ­λιο και ερευνήσει την Ιστορία της Εκκλησί­ας δεν θα συναντήσει πουθενά τέτοια συνάντηση, τέτοιο κακό συναπάντημα. Η Εκκλησία επί δύο χιλιάδες χρόνια λει­τουργεί ως σύναξη και κοινωνία των πιστών και ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι ενωμένοι με το ένα Βάπτισμα και την μία Ευχαριστία, ομολογούν την μία πίστη εις Πατέρα, εις Υιόν και εις Άγιον Πνεύμα, εις Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον. Όλες οι χριστιανικές συνάξεις αρχίζουν με την δοξολόγηση της βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ή επικα­λούνται το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Μετά την εναν­θρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού ο κόσμος φωτίσθηκε με την αληθινή θεογνω­σία του Τριαδικού Θεού, με το φως της Αγίας Τριάδος. Η Γέννηση του Χριστού «ανέτειλε τω κοσμώ το φως το της γνώσεως». Εγκαταλείπονται όλες οι άλλες ψεύτι­κες θρησκείες· στα πρόσωπα των τριών μά­γων, που προσκύνησαν τον Χριστό εκ­προσωπείται όλη η προ Χριστού θρησκεύουσα ανθρωπότης, η οποία διδάσκεται πλέ­ον να προσκυνεί τον Ήλιο της Δικαιο­σύνης, την εξ ύψους Ανατολή, το φως εκ φωτός, που έλαμψεν στον κόσμο. Στον Ιορ­δάνη ποταμό κατά την βάπτιση του Χριστού «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις».

Δεν υπάρχουν πλέον άλλα φώτα, άλλες πί­στες, άλλοι δρόμοι σωτηρίας. Ο Χριστός είναι η μοναδική οδός σωτηρίας. Ο ίδιος δια­κηρύσσει ότι «εγώ ειμί το φως του κόσμου» (Ιω. 8,12). Όποιος δεν βαδίζει μέσα στο δικό του φως βρίσκεται στο σκοτάδι και δεν ξέρει που πηγαίνει. Υιοί φωτός είναι μόνον όσοι ακολουθούν τον Χριστό και την διδασκαλία Του. Κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη ο Χρι­στός είναι «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. 1, 9). Από της εποχής του Αγίου Ιωάν­νου, του Βαπτιστού και Προδρόμου, του προ των Αποστόλων Αποστόλου, η Εκκλησία δια των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των διαδόχων τους έχει μία και μοναδική αποστολή, να μαρτυρεί περί του φωτός, να αποκαλύπτει και να φανερώνει αυτό το φως στους «εν σκότει και σκιά θανάτου» καθήμε­νους και να τους οδηγεί στο δρόμο της σω­τηρίας. Στο αποστολικό και αγιοπατερικό αυτό έργο ουδέποτε υπήρξαν επιφυλάξεις και συμψηφισμοί, κοσμικές ευγένειες και εξισώσεις, συγκρητισμοί και αναμείξεις, υποχωρήσεις σε άρχοντες για λατρεία άλλων θεών ή αναγνώριση των άλλων θεών και των άλλων θρησκειών. Είτε επρόκειτο για Ιουδαίους άρχοντες, είτε για ειδωλολάτρες, είτε για Μουσουλμάνους, πού ζητούσαν αναγνώριση των δικών τους θεών και σεβασμάτων, η στάση των Χριστιανών δεν ήταν συμβιβαστική και εξισωτική, όπως συμβαίνει σήμερα με πολλούς θεολόγους και κλη­ρικούς των διαθρησκειακών συναντήσεων και διαλόγων, αλλά απόλυτη και σαφής· πουθενά αλλού, σε κανένα άλλο Θεό ή σέβασμα, δεν υπάρχει δυνατότης σωτηρίας. Ενώπιον των Εβραίων αρχόντων oδηγηθέντες οι Απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης — αυτές είναι οι αληθινές διαθρησκειακές συναντήσεις, οι γνήσιοι διαθρησκειακοί διάλογοι — δεν τους είπαν ότι έχομε την ίδια πίστη με σας, πιστεύομε στον ίδιο Θεό, αλλά με παρρησία τους επέκριναν για την άρνηση και την σταύρωση του Χρι­στού, ο οποίος αποτελεί την μοναδική οδό και ελπίδα σωτηρίας: «Και ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ.4,12).

Το καρναβάλι λοιμική νόσος (Πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)



ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ λοιμικής νόσου προσλαμβάνει κάθε χρόνο το καρναβάλι, αφού πολλοί δήμαρχοι και άλλοι φορείς επιδεικνύουν ασυνήθιστο ζήλο και κοπιώδη δραστηριότητα για το ποιος θα οργανώσει το εντυπωσιακότερο καρναβάλι ξο­δεύοντας τεράστια ποσά και απασχολώντας εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπων. Και δεν είναι βέβαια μόνο η σπατάλη τόσων χρημάτων, που θα μπορούσαν να διατεθούν σε κά­λυψη άλλων σπουδαίων αναγκών, όχι μόνο στην ανακούφι­ση πτωχών και ενδεών ανθρώπων, αλλά και σε πολιτιστικούς και πνευματικούς στόχους, στη βελτίωση π.χ. των συνθηκών υγείας και παιδείας. Το σημαντικώτερο είναι η ηθική ζημία και βλάβη από την αναισχυντία της γύμνιας, την ξετσιπωσιά της αισχρότητας, τις βωμολοχίες και τα πορνικά άσματα και θεάματα, την παρότρυνση σε σαρκικά αμαρτήματα κάτω μά­λιστα από την ελευθερία κινήσεων που προσφέρει η μάσκα, άσυλο αδιαντροπιάς και αποπροσωποίησης. Κάτω από το προσωπείο ο άνθρωπος παύει να είναι πρόσωπο, που έχει απέναντί του και βλέπει τον Θεό και τους συνανθρώπους — προς + όψις ή —ώψ— και μεταβάλλεται σε απρόσωπο όν, μέ­λος ενός ανωνύμου πλήθους, που κινείται μόνο από εμπα­θείς ορέξεις και επιθυμίες. Παλαιότερα το καρναβάλι είχε κάποια σεμνότητα στην εμφάνιση όσων έπαιρναν μέρος, και η Εκκλησία το ανε­χόταν, μολονότι κατ’ ακρίβειαν καταδικάζεται από τους κα­νόνες· πολύ περισσότερο σήμερα, που έχει υποστή τελεία αλλαγή επί τα χείρω με εισαγόμενα πρότυπα καρναβαλιού από μεγαλουπόλεις του εξωτερικού, και πολλές φορές με περιφερόμενους και αδρά αμειβόμενους ξένους καρναβα­λικούς θιάσους, όπου κυριαρχούν οι γυμνές γυναίκες. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την διαφαινόμενη σαφή τάση των φορέων που οργανώνουν το καρναβάλι επιστροφής στο παγανιστικό ειδωλολατρικό παρελθόν, απ’ όπου κατάγεται το καρναβάλι, με σύγχρονη αδιαφορία και περιφρόνηση των αρχών του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας, που έβαλε τέρ­μα στα παλιά, ξερίζωσε τις κακές συνήθειες και εισήγαγε το νέο άνθρωπο της αρετής και της αγιότητας. Όταν πρόκειται μερικοί να αντισταθούν στο Χριστό και στο Ευαγγέλιο, ξεχνούν τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο και επιστρέφουν αιώνες πίσω, στο σκοτάδι της προ Χριστού εποχής. Η πόλη της Θεσσαλονίκης και μαζί μ’ αυτήν όσες άλλες πόλεις δεν οργανώνουν καρναβαλικές εκδηλώσεις πρέπει να καυχώνται, γιατί δεν μολύνουν την ατμόσφαιρά τους με τις αισχρότητες και βωμολοχίες του καρναβαλιού και δεν αποδιώχνουν έτσι την χάρη και προστασία του Θεού και των αγίων πολιούχων τους. Οι δημοτικοί άρχοντες επίσης πρέπει να γνωρίζουν ότι οι πιστοί Χριστιανοί λαμβάνουν υπ’ όψιν και κρίνουν θετικά ή αρνητικά όλες τις ενέργειές τους, καταδικάζουν δε απερίφραστα όσα καταδικάζουν οι κανόνες της Εκκλησίας. Και για να μην υπάρχει επ’ αυτού καμμία αμφιβολία και αμφιταλάντευση, ούτε εκ μέρους λαϊκών πιστών, ούτε πολύ περισσότερο εκ μέρους κληρικών, οι οποίοι επιδεικνύουν αδικαιολόγητη ελαστικότητα και επιείκεια, παραθέτουμε τον 62 κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος καταδικάζει τις μεταμφιέσεις και τις μάσκες, όπως και τους χορούς και τους αστεϊσμούς, που ελάμβαναν χώρα σε παρόμοιες καρναβαλικές εορτές του παρελθόντος, και επι­βάλλει στους κληρικούς, που μετέχουν την ποινή της καθαιρέσεως, στους δε λαϊκούς την ποινή του αφορισμού: «Τάς ούτω λεγομένας Καλάνδας, και τα λεγόμενα Βοτά, και τα καλούμενα Βουμάλια,

Ηθικά κεφάλαια (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)


biblia
(Εκδόσεις ‘ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ’, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 204)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
ΚΕΦ. Δ: Ιδιοκτησία και πλούτος κατά τους τρεις Ιεράρχας
ΚΕΦ. ΣΤ: Οι λαϊκοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία
ΚΕΦ. Ζ: Η συμβολή της γυναίκας στο ενοποιητικό έργο της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο
ΚΕΦ. Η: Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (διαβάστε το παρόν κεφάλαιο πατώντας τον τίτλο)
ΚΕΦ. Θ: Τα Γηρατειά. Ένα μεγάλο υπαρξιακό και κοινωνικό πρόβλημα (διαβάστε το παρόν κεφάλαιο πατώντας τον τίτλο)
ΚΕΦ. Ι: Χριστιανική θεώρηση του πόνου (διαβάστε το παρόν κεφάλαιο πατώντας τον τίτλο)
ΚΕΦ. ΙΒ: Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
ΚΕΦ. ΙΓ: Η Κυριακή προσευχή ερμηνευομένη από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.

Ούτε αίρεσις ούτε σχίσμα ο παπισμός (Πλέον τολμηροί οι νέοι Λατινόφρονες) (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Καθ. της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης)




1. Μικρές ή μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν;
2. Είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, γιατί σφάλλουν στην πίστη
3. Οι Λατίνοι ούτε αιρετικοί ούτε σχισματικοί, αλλά αδελφοί άλλου δόγματος
4. Οι απόψεις του αρχιεπι­σκόπου και του μητρο­πολίτου Καλαβρύτων
5. Συκοφαντίες και διώξεις των αγωνιστών
Επίλογος
1. Μικρές ή μεγάλες οι διαφορές που μας χωρίζουν;

Στα «Απομνημονεύματα» του Συλβέστρου Συροπούλου, την πιο αυθεντική και αξιόπιστη πηγή για όσα συνέβησαν στην «Ενωτική ψευδοσύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), υπάρχει ένα επεισόδιο, όπου πρωταγωνιστούν οι λατινόφρονες της συνόδου και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, το οποίο προβαλλόμενο στη σημερνή συγκυρία των αγαπητικών ασπασμών και θεολογικών ανοιγμάτων προς τον Παπισμό, φανερώνει ότι οι σημερινοί λατινόφρονες έχουν προχωρήσει στον φιλολατινισμό, επομένως και στην αποστασία και προδοσία της πίστεως, πολύ περισσότερο από τα παλαιά πρότυπά τους, τον Βησσαρίωνα Νικαίας, τον Ισίδωρο Κιέβου, κ.α..
Είχε ήδη συγκροτηθεί κατά την διάρκεια της συνόδου η ισχυρή ομάδα των λατινοφρόνων, οι οποίοι εξεβίασαν ακόμη και τον αυτοκράτορα για την υπογραφή του ενωτικού όρου. Ο μόνος άκαμπτος και ανυποχώρητος ήταν ο μητροπολίτης της Εφέσου Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο οποίος επέμενε ότι έπρεπε πρώτα οι Λατίνοι να παραδεχθούν τις πλάνες και τις αιρέσεις τους, να συμφωνήσουν στις αλήθειες της βασιζόμενης στην Αγία Γραφή και στην Πατερική Παράδοση κοινής μέχρι του σχίσματος διδασκαλίας, και κατόπιν να υπογραφεί ο όρος της ενώσεως, ώστε η ειρήνη και η ενότητα να είναι αληθινή και σταθερή, όχι εικονική και εύθραυστη. Πώς είναι δυνατόν να ενωθούν η αλήθεια και η πλάνη, η Ορθοδοξία και η αίρεση;
Στη συνάφεια αυτή μας διηγείται ο Συρόπουλος οτι «οι του λατινικού εφιέμενοι», οι λατινόφρονες δηλαδή εκ των Ορθοδόξων, επαινούσαν την ομόνοια και την ειρήνη, χωρίς δογματικές προϋποθέσεις, όπως κάνουν και σήμερα οι Οικουμενισταί, που παρασύρουν τον ακατήχητο και απληροφόρητο λαό με παχειά λόγια περί αγάπης, ωσάν να είναι αυτοί αγαπητικώτεροι και φιλανθρωπότεροι του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων, που καταδικάζουν με αυστηρότητα την πλάνη και την αίρεση, τους ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους. Εσχεδίαζαν μάλιστα και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται και σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλείτουργα και αμοιβαία εκκλησιολογική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό ποτήριο, όταν έλθει επισήμως, να αποτελεί απλώς μια επισφράγιση και επικύρωση της γενόμενης ήδη ενώσεως. Άλλωστε, μήπως δεν υπάρχει και σήμερα κοινό ποτήριο με τους Μονοφυσίτες στην Αντιόχεια, στην Αμερική και αλλαχού, όπως και με τους Λατίνους σε

Μακράν της οδού των αγίων Πατέρων η συνάντησις Βαρθολομαίου και πάπα Ρώμης Βενεδίκτου (Πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλονίκης)



"Έπαυσαν οι άνθρωποι να διακρίνουν μεταξύ ορθού και εσφαλμένου, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Το ναρκωτικό του Οικουμενισμού, της νέ­ας αυτής θρησκείας του Αντιχρίστου, της Παναιρέσεως αυτής κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, διδόμενο κατά μικρές δόσεις επί δεκαετίες και καλυμμένο με ορθοδοξοφανές περικάλυμμα σαν την Ουνία, με παρερμηνευόμενα χωρία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκ­κλησίας, έχει ναρκώσει τις συνειδήσεις των περισσοτέρων και μάλιστα πολλών κληρικών και θεολόγων. Έχει δημιουργή­σει μία φανταστική, ψεύτικη ατμόσφαιρα ειρήνης και ενότητος με τον δήθεν διάλο­γο της αγάπης, μέσα στην οποία αναπαύο­νται μακάρια τα πλήθη, που παίρνουν ανυποψίαστα και δωρεάν από τα μέσα ενη­μέρωσης το χαπάκι της οικουμενιστικής ηρωίνης."
1. Λύπη και πίκρα των Ορθοδόξων

Γεμάτο πίκρα και στενοχώρια παρακολούθησε το θεοσεβές πλήρωμα της Εκκλησίας, του Χριστού όσα συνέβησαν κατά την συνάντηση του πατριάρχου Βαρθολομαίου με τον πάπα Βενέδικτο στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα πολλά τηλεφωνήματα που εδέ­χθη ο γράφων, εκφραστικά αυτής της πικρίας, από πολλές επαρχίες και μητροπόλεις και από το Άγιον Όρος, ιδιαίτερη εντύπωση του προκάλεσαν δύο: Ευλαβέστατος πνευματικός της Θεσσαλονίκης με πλήθος πνευματικών τέκνων είπε ότι δεν μπορεί να ησυχάσει, λυπάται μέχρι θανάτου, διότι εβίασαν, ατίμασαν την μάννα μας, την Ορθοδοξία. Έγγαμος ιερεύς, πολύτεκνος, της Ιεράς Μητροπόλε­ως Δημητριάδος, αποφασισμένος να διακόψει το μνημόσυνο του συμφωνούντος με όλα αυτά επισκόπου του, όταν διακριτικά του υπενθύμισα τις πιθανές διώξεις και ποινές μου είπε: «Προτιμώ να καλλιεργώ τα χωράφια μου, ως απλός αγρότης, και να κρατήσω την πίστη μου, παρά να συνεργήσω στην κατεδάφισή της και να πάω στην κόλαση μαζί με τον πατριάρχη και τους επισκόπους».
Δεν ξέρω αν ο απλοϊκός αυτός και ολιγογράμματος ιερεύς είχε διαβάσει συγγράμματα Αγίων Πατέρων· αυτά που είπε όμως εκφράζουν την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας για την στάση όλων των πι­στών και των λαϊκών απέναντι των επισκόπων και των πρεσβυτέρων σε περίπτωση που δεν ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας, αλλά ενι­σχύουν την αίρεση και την πλάνη. Το πλήθος των σχετικών πατερικών μαρτυριών υπάρχει τώρα στο βιβλίο μας «Κακή Υπακοή και Αγία Ανυπακοή». Υπενθυμίζουμε απλώς εδώ ενδεικτικά την γνώμη του μεγάλου αγωνιστού της Ορθοδοξίας εναντίον της αιρέσεως του Αρειανισμού, του Μ. Αθανασίου. Γράφει ότι στην περίπτωση που ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, οι οφθαλμοί της Εκκλησίας, συμπεριφέρονται κακώς και σκανδαλίζουν τον λαό, πρέπει να εκδιώκο­νται, έστω και αν υπάρχει κίνδυνος να μείνουν οι πιστοί χωρίς ποιμέ­να. Είναι καλύτερα, συμφέρει, χωρίς επισκόπους και ιερείς να γίνονται οι συνάξεις στους ναούς, παρά να ριφθούν οι πιστοί μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς στην κόλαση, όπου πήγαν οι Εβραίοι της εποχής του Χριστού μαζί με τους αρχιερείς τους Άννα και Καϊά­φα: «Συμφέρον γαρ άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον ή μετ’ αυτών εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα, εις την γέενναν του πυρός»(1). Αυτό έπραξε στις ήμερες μας ο Αγιορείτης Ιερομόναχος Γαβριήλ και με μια ολιγόλογη και θαρραλέα Δήλωση και Ομολογία διέκοψε το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, μετά τις συμπροσευχές και τις κοινές δηλώσεις με τον προηγούμενο πάπα, που έγιναν πριν από δύο έτη κατά την θρονική εορτή της Ρώμης στις 29 Ιουνίου του 2004 και την τελετήν των θυρανοιξίων ορθοδόξου ιερού ναού την 1ην Ιουλίου του αυτού έτους. Στο εξής, γράφει, για να μη θεωρηθεί ότι με την σιωπή μου συμφωνώ με όσα γίνονται, δεν θα συμμετέχω στις ακολουθίες που μνημονεύ­εται το όνομα του οικουμενικού πατριάρχου, αλλά θα παραμένω εις το κελλάκι μου «κάμνων την κανονικήν και καθωρισμένην μοναχικήν ακολουθίαν μου κατά μόνας εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και έως ότου λάβη σαφή και συγκεκριμένην θέσιν η Ι. Κοινότης του Αγίου Όρους περί των συμβάντων γεγονότων των ως άνω ημερών» (2).

Νεοβαρλααμισμός η «Λειτουργική Αναγέννηση» (Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης)


1. Η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»
Για όσους δεν έχουν ειδική θεολογική μόρφωση ο τίτλος του θέματος είναι ασφαλώς δυσνόητος. Τί σημαίνει ο όρος «Νεοβαρλααμισμός» και ποιά είναι η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»; Αυτά θα αναλύσουμε στις δύο ενότητες της εισηγήσεως.
Είναι δύσκολο σε μία σύντομη εισήγηση να εξαντλήσουμε την ιστορία αυτής της λειτουργικής κινήσεως, τα ποικίλα θέματα και προβλήματα που θίγει. Απλώς θα παρουσιάσουμε μία αδρομερή εικόνα της. Εχει πάντως συγγραφή αξιοπρόσεκτη βιβλιογραφία, ιδιαίτερα μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965), η οποία εφήρμοσε την λειτουργική ανανέωση στον χώρο του Παπισμού) και επηρέασε και πολλούς δικούς μας λειτουργιολόγους, κληρικούς και λαϊκούς, οι oποίοι εισήγαγαν στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας ξένη και άγνωστη προβληματική, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ανάλογη ποιμαντική αναγκαιότητα. Το πνεύμα του κόσμου, όπως εφαρμόζεται στην πολιτική, με τα γοητευτικά συνθήματα της αλλαγής, του εκσυχρονισμού, περνάει δυστυχώς και στην Εκκλησία ως εκκοσμίκευση· αντί να αλλάξει η Εκκλησία τον κόσμο, αλλάζει ο κόσμος την Εκκλησία· αφού ο κόσμος θέλει αλλαγή και εκσυγχρονισμούς, γιατί εμείς να μείνουμε «συντηρητικοί» και «οπισθοδρομικοί»; Ας αλλάξουμε, ας ανανεώσουμε, ας εκσυγχρονίσουμε και εμείς τα δικά μας.

Μέχρι τώρα η προβληματική αυτή περιοριζόταν σε μικρό αριθμό προσώπων ήταν περισσότερο μία ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση με ελάχιστη απήχηση στην εκκλησιαστική πράξη. Ελαχιστότατοι επίσκοποι και ιερείς με δική τους πρωτοβουλία προέβαιναν σε αλλαγές και ανανεώσεις μέσα στο χώρο της Θ. Λατρείας. Τώρα η «Λειτουργική Αναγέννηση» απέκτησε εκκλησιαστική κάλυψη και συνοδική έκφραση. Από το 1999 έχει συσταθή και λειτουργεί «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως», η οποία μάλιστα σπεύδει, βιάζεται, να «ανανεώσει» και να «αναγεννήσει» πολλά στοιχεία της πολύτιμης και πατροπαράδοτης, της ατίμητης και μοναδικής Ορθόδοξης Λατρείας. Επί τόσους αιώνες μεγάλοι Αγιοι και Πατέρες, και στους καιρούς μας σύγχρονοι Αγιοι και Γέροντες, δεν κατάλαβαν, δεν συνέλαβαν την ανάγκη της ανανεώσεως· η Εκκλησία φαίνεται ότι βρισκόταν σε ένα είδος απραξίας, παραδοσιαρχίας, συντηρητισμού, νάρκης· το Αγιο Πνεύμα εκοιμάτο, δεν ενεργούσε, ο Χριστός εκάθευδε, για να χρησιμοποιήσουμε άλλη πατερική έκφραση. Ερχονται λοιπόν τώρα οι ανανεωτές, για να σώσουν την Εκκλησία από την παλαιότητα και τον συντηρητισμό, να την κάνουν σύγχρονη, δυναμική, προοδευτική. Συγκαλούνται κάθε χρόνο υπό την ευθύνη αυτής της ειδικής συνοδικής επιτροπής λειτουργικά συνέδρια και ορίζονται εισηγητές, κυριαρχικά από τους κύκλους των ανανεωτών, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι η θεολογική επιστήμη, οι ειδικοί λειτουργιολόγοι, συμφωνούν και υπερθεματίζουν για τις σχεδιασθείσες και αποφασισθείσες λειτουργικές αλλαγές.

Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς: Ενας ανήσυχος κυνηγός της Αλήθειας (Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)


Ο Χριστιανισμός εμφανίστηκε στον κόσμο σαν μία πνευματική επανάσταση. Στην επαναστατική διδασκαλία του Χριστιανισμού αντέδρασε το κατεστημένο της τότε εποχής. Το κατεστημένο, όχι μόνον υπό την έννοια της αντιδραστικής τάξεως των αρχόντων, αλλά και υπό την έννοια ορισμένων ταπεινωτικών για τον άνθρωπο ηθικών αρχών, τις οποίες εδέχετο και εφήρμοζε ο λαός. Όταν υποταγεί κανείς εις τα πάθη και τις κακίες του, συνηθίζει σ’ αυτή την κατάσταση∙ όποιος επιχειρήσει να τον βγάλει απ’ αυτήν, γίνεται εχθρός του.
Με πρωτοφανή εχθρότητα λοιπόν αντιμετωπίστηκε ο Χριστιανισμός στα πρώτα του βήματα από το πάσης φύσεως κατεστημένο. Επαγγελματίες που δεν τους συνέφερε η λιτή και απλή χριστιανική ζωή, φιλόσοφοι που έχαναν τους μαθητάς των και ο όχλος που δεν εύρισκε στον Χριστιανισμό τον κόλακα αλλά τον τιμητή των κακιών του, ξεσήκωσαν πρωτοφανή εκστρατεία κατασυκοφαντήσεως και αποδυναμώσεως του Χριστιανισμού.
Η αλήθεια, μία αλήθεια που αιώνες περίμενε η ανθρωπότητα, καθόταν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, όπως συμβαίνει συνήθως σε κάθε εποχή. Και σε κάθε εποχή, ο γνήσιος άνθρωπος, ο ασυμβίβαστος, ο ανήσυχος, ο δυναμικός άνθρωπος, καλείται να διαλέξει ανάμεσα στο ψεύδος και την αλήθεια, έστω κι αν αυτό σημαίνει γκρέμισμα και αφανισμό της προηγούμενης πνευματικής του υποδομής και υλική κακοπάθεια.
Το δρόμο και τα βήματα που οδήγησαν στην αλήθεια μία εκλεκτή προσωπικότητα του δεύτερου αιώνος μετά Χριστόν, της ταραγμένης αυτής εποχής, κατά την οποία ο Χριστιανισμός γνήσιος, ενθουσιώδης και αγωνιστικός, ξεχυνόταν μέσα στη λυσσασμένη αντίδραση των πολλών, για να κατακτήσει τον κόσμο, θα παρακολουθήσουμε εδώ σύντομα.
Ανήσυχος στη νεότητά του μας παρουσιάζει ο Ιουστίνος, ο υιός του Πρίσκου και εγγονός του Βακχείου. Οι γονείς του, εξελληνισμένοι Ρωμαίοι, ζούσαν στη Φλαβία Νεάπολη, η οποία κτίσθηκε πάνω στα ερείπια της αρχαίας σαμαρειτικής πόλεως Συχέμ, εκεί όπου ο Χριστός υποσχέθηκε να δώσει στη Σαμαρείτιδα το ζωντανό νερό της διδασκαλίας του, που σβήνει για πάντα την πνευματική δίψα. Σ’ αυτό το νερό έσβησε και ο νεαρός Ιουστίνος τη δίψα του, αφού δοκίμασε πολλές άλλες πηγές. Η Φλαβία Νεάπολη με τη συνένωση του αρχαίου σαμαρειτικού της παρελθόντος και του ελληνορωμαϊκού παρόντος ήταν ένα αξιόλογο κοσμοπολίτικο κέντρο. Κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρά της όλα τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά ρεύματα και ήταν έτσι ένα ιδανικό περιβάλλον για μεταφυσικές αναζητήσεις.

Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)



Με αφορμή την πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να εισαγάγει το μάθημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα δημοτικά σχολεία από την επόμενη διδακτική χρονιά, αναδημοσιεύουμε σήμερα σχετικό απόσπασμα του κεφαλαίου Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ από το βιβλίο του π. Θεοδώρου Ζήση (πρωτοδημοσιευμένο στις 20 Απριλίου 2006) "Ηθικά κεφάλαια".

Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση


Ενδιαφέροντα είναι και όσα λέγει (ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος) για την σεξουαλική διαπαι­δαγώγηση των νέων, τα οποία βεβαίως βρίσκονται σε αντίθεση προς όσα η σημερινή ελευθεριάζουσα και αχαλίνωτη βιοθεωρία και παι­δαγωγική προβάλει. Η σαρκική επιθυμία από το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας επιτίθεται με σφοδρότητα και η χαλιναγώγησή της είναι πολύ δύσκολη. Συνιστά να αποφεύγονται τα αισχρά θεάματα και ακούσματα, που διεγείρουν την επιθυμία. Ως αντιστάθμισμα για την απώλεια αυτής της ψυχαγωγίας συνιστά τη στροφή του ενδια­φέροντος των νέων προς άλλες κατευθύνσεις· σε εκδρομές, επισκέ­ψεις πόλεων και μουσείων, συναναστροφές με πνευματικούς και αγί­ους ανθρώπους.
Στην εποχή μας η κατάσταση σχετικά με το θέμα αυτό ευρίσκε­ται πλέον εκτός ελέγχου. Δεν αρκεί ο καταιγισμός των εντυπώσεων και των ερεθισμών που δέχονται τα παιδιά από την αναίσχυντη εμφά­νιση και την προκλητική γύμνια ανδρών και γυναικών, που τείνει να γίνει θεσμός, ως και από την πορνογραφική υστερία ιδιαίτερα των καναλιών της τηλεοράσεως, οι σοφοί παιδαγωγοί των καιρών μας, ουσιαστικά όμως καταστροφείς της νεολαίας, προγραμματίζουν την εισαγωγή στα σχολεία και τη διδασκαλία του μαθήματος της «σε­ξουαλικής διαπαιδαγώγησης». Η σοφή παιδαγωγική παράδοση των Πατέρων μας στο θέμα αυτό προσπαθεί να ελέγξει τους ερεθισμούς και τις εντυπώσεις, ώστε οι νέοι κατά το δυνατόν ήρεμοι και απερίσπαστοι να ασχοληθούν δημιουργικά με την παιδεία και την μάθη­ση αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου να γευθούν τις χαρές αυτής της περιοχής μέσα στον ευλογημένο θεσμό του γάμου, ο οποίος έτσι και σε φυσικό επίπεδο παραμένει πηγή χαράς και ευφροσύνης. Οι σημερινοί απαίδευ­τοι παιδαγωγοί δεν αφήνουν ήσυχους τους νέους ούτε μέσα στο σχο­λείο, όπου θα έπρεπε να είχαν αποκλεισθή οι πειρασμοί και οι ερε­θισμοί, για να λειτουργεί η παιδεία ως ευγενική διέξοδος και κατάλλη­λος εργαστηριακός χώρος για τη σπουδή και τη μάθηση. Πόσοι από τους εκπαιδευτικούς είναι πρόσωπα ηθικά και πνευματικά καλλιεργη­μένα, ώστε να αναλάβουν με σοβαρότητα και ευθύνη το έργο αυτό; Και πόσοι από τους γονείς θα δέχονταν ευχαρίστως αυτή η κατ’ εξο­χήν ιερή και προσωπική περιοχή των παιδιών τους να κακοποιηθεί και να διαστραφεί στα χείλη και στη διδασκαλία του οποιουδήποτε δασκάλου, ο οποίος μπορεί να κουβαλάει στο θέμα αυτό τις δικές του κακές εμπειρίες και γνώμες, ακόμη και διαστροφές; Και τί θα απομεί­νει να μάθουν και να γευθούν οι νέοι μέσα στο γάμο, όταν τα μα­θαίνουν και τα γεύονται έξω από αυτόν; Γι’ αυτό ο γάμος και η οικο­γένεια έχουν χάσει στις ημέρες μας κάθε γοητεία και έλξη, αφού τελικώς αυτός ο ιερός και μοναδικός και προσωπικός δεσμός δύο ανθρώ­πων ετερόφυλων κατήντησε ένας από τους πολλούς δεσμούς που είχαν πριν απ’ αυτόν άνδρας και γυναίκα, συγκριτικά μάλιστα σε χειρότε­ρη θέση, αφού συνδέεται με τα προβλήματα της αναγκαστικής συμβίω­σης και των ποικίλων δεσμεύσεων.
Δεν χρειάζεται διδασκαλία εις τα του γάμου. Είναι αυτάρκης διδάσκαλος η φύση. Ακριβώς όπως δεν χρειάζεται να μάθουμε πώς θα φάμε, και πώς θα πιούμε και πώς θα κοιμηθούμε. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού. Γενεές γενεών ανθρώπων έκαναν γάμους και οικογένειες, και μάλιστα ευτυχισμένες και σταθερές, χωρίς σεξουαλι­κή διαπαιδαγώγηση, η οποία αποτελεί μία ακόμη τορπίλη στα θε­μέλια της παιδείας και της οικογενείας. Τελικώς πιστεύει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος ότι ο γάμος σε νεαρή ηλικία είναι από τα προσφορότερα μέσα όχι μόνον για την αντιμετώπιση του προβλή­ματος της σεξουαλικής επιθυμίας αλλά και για την ευτυχία μέσα στο γάμο.

Εδιώξαμεν τον Χριστόν από την Παιδείαν και την Κοινωνίαν (π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομότιμος Καθηγ. Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ)


Ουδεμία αλλαγή πολιτικής θα επιτύχη άνευ της θείας Ηθικής του Ευαγγελίου
Νέα Δεκεμβριανά παρ’ ολίγον
Περίλυποι και ανήσυχοι παρακολουθήσαμε όλα όσα συνέβησαν στην χώρα μας, την κάποτε ευλογημένη, την αγιοτόκο Ελλάδα, μετά τον φόνο του δεκαπεντάχρονου μαθητή από ειδικό φρουρό της Αστυνομίας το Σάββατο, 6 Δεκεμβρίου, εορτή του φιλάνθρωπου και πράου Αγίου Νικολάου. Σε μία ηλεκτρισμένη κοινωνικά και πνευματικά άδεια και έρημη ατμόσφαιρα το γεγονός αυτό λειτούργησε ως σπίθα η και ως αφορμή, για να εκτονωθούν το μίσος, η οργή, η αγανάκτηση, η εκδίκηση, ιδιαίτερα των νέων, εναντίον των κρατούντων, των αρχών και των εξουσιών, των πλουσίων και των ισχυρών, εναντίον του ιδίου του κράτους, που φάνηκε να ξαφνιάζεται από αυτήν την έκρηξη. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα και άλλες πόλεις παραδόθηκαν στις φλόγες μεγάλες, περιουσίες καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν. Παρ’ ολίγον να εξελισσόταν η κατάσταση σε νέα Δεκεμβριανά, σε εμφύλιο σπαραγμό, να αφαιρεθούν και άλλες ζωές, αν η κυβέρνηση και η αστυνομία εκινούντο επιθετικά προς τους καταστροφείς και πυρπολητάς.

Και τα παλαιά Δεκεμβριανά του 1944 είχαν περίπου τις ίδιες γενεσιουργές αιτίες. Κηρύγματα μίσους, ιδεολογική προβολή και προπαγάνδα της πάλης των τάξεων, με υποδαύλιση του φθόνου των πτωχών και αδυνάτων εναντίον των πλουσίων και των δυνατών, εδίχασαν επί δεκαετίες τις κοινωνίες με απώλειες εκατομμυρίων ανθρώπων στους εμφυλίους πολέμους, στις φυλακές και στις εξορίες. Η κοινωνική αδικία και καταπίεση όμως, η απληστία και η ασπλαχνία των πλουσίων, δεν θεραπεύθηκαν με τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις, με την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών αθεϊστικών καθεστώτων, που κατεδίωξαν τον Χριστό και την Εκκλησία και απαγόρευσαν την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Η κοινωνική καταλλαγή και συμφιλίωση δεν επιτυγχάνονται μόνον με την αλλαγή προσώπων στην άσκηση της εξουσίας· εξαρτώνται από την εσωτερική ηθική ποιότητα και καλλιέργεια αρχόντων και αρχομένων, τα οποία αποδεδειγμένως καμμία κοσμική Ηθική, άλλα μόνο η θεία Ηθική του Ευαγγελίου μπορεί να προσφέρει. Ο κατασπαρασσόμενος από πολέμους και κοινωνικές αναστατώσεις αρχαίος κόσμος άρχισε να βελτιώνεται, μόνον όταν εδέχθη τον Χριστό, που τον ευαγγελίσθηκαν οι Άγγελοι ως φορέα και εγγυητή της «επί γης ειρήνης» κατά την νύκτα της Γεννήσεως[1]. Αυτό κατενόησε και εφήρμοσε, θεόθεν κληθείς, ο ισαπόστολος και Μέγας όντως Κωνσταντίνος, για να επιτύχει την ενότητα της οικουμενικής αυτοκρατορίας του, με το να καταστήσει τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους και να αναθέσει στην Εκκλησία, την ηθική νικήτρια των διωγμών, την πνευματική και ηθική καλλιέργεια των ανθρώπων. Θεμελίωσε πάνω στο Σταυρό και στο Ευαγγέλιο το πρώτο Χριστιανικό κράτος του Βυζαντίου, που παρήγαγε επί χίλια χρόνια αγίους και σοφούς, μοναδικό παράδειγμα ιστορικής αντοχής και διάρκειας στην παγκόσμια ιστορία. Χωρίς Χριστό η Σοβιετική Αυτοκρατορία διέψευσε τις προσδοκίες των ανθρώπων· δεν κράτησε ούτε εκατό χρόνια, γεμάτα από διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, θανάτους, γεμάτα από νέους μάρτυρες της πίστεως του Χριστού. Το ίδιο και με την κατ’ επίφαση Χριστιανική Αμερική, την υλοκρατούμενη και ηδονοθηρική· πνέει πλέον τα λοίσθια, μόλις πέρασε τους δύο αιώνες πολιτικής ύπαρξης. Όπου εκδιώκεται ο Θεός, είτε ε­πισήμως με συντάγματα και νόμους, είτε ανεπισήμως με την υλόφρονα και σαρκική ζωή, εισ­έρχεται ο Διάβολος, κουβαλώντας το μίσος, την αναρχία, την κοινωνική αναστάτωση. Είναι αξιωμα­τική και αναντίρρητη η διαπίστωση του Ντοστογιέφσκυ· «Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται».

Τα γηρατειά: Ένα μεγάλο υπαρξιακό και κοινωνικό πρόβλημα (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)


Τα γηρατειά απασχολούν όλους. Τους ίδιους τους γέροντες εν πρώτοις, που βλέπουν να τους εγκαταλείπουν σιγά-σιγά οι σωματικές τους δυνάμεις, να μη μπορούν να φροντίσουν πλέον για τον εαυτό τους και να έχουν ανάγκη από τη βοήθεια άλλων, των παιδιών τους ή του ευρύτερου συγγενικού τους περιβάλλοντος. Βιώνουν συγχρόνως τα γηρατειά ως προσέγγιση προς το τέλος της επίγειας ζωής. Είναι λοιπόν ευνόητο ότι και η σωματική αδυναμία και εξασθένηση, αλλά και η συναίσθηση ότι σε λίγο πλησιάζει ο θάνατος, για όσους μάλιστα δεν πιστεύουν σε μεταθανάτια ζωή και ύπαρξη, δημιουργούν οξύτατο υπαρξιακό πρόβλημα, που προκαλεί πολλές φορές θλίψη και απογοήτευση. Το υπαρξιακό μάλιστα αυτό πρόβλημα μεγαλώνει όταν προστίθεται η κοινωνική αναλγησία και απόρριψη των γερόντων, όταν αντιλαμβάνονται ότι ακόμη και στα παιδιά τους προκαλεί προβλήματα η παρουσία τους, τα οποία αντί να φερθούν με στοργή, σεβασμό και αγάπη, να δημιουργήσουν στους γέροντες την εντύπωση ότι τους αγαπούν, ότι τώρα τους είναι περισσότερο χρήσιμοι, συνήθως δείχνουν με τη συμπεριφορά τους, πολλές φορές μάλιστα και απερίφραστα το εκφράζουν, ότι είναι βάρος και καλά θα κάνουν να τους απαλλάξουν από την παρουσία τους, μετακομίζοντας είτε σε κάποιο άλλο χώρο είτε, το συνηθέστερο, στο γηροκομείο, το οποίο καλείται, και πολλές φορές το επιτυγχάνει, να αναπληρώσει την αγάπη και στοργή των σκληρών και ασπλάχνων συγγενών. Με το μεγάλο λοιπόν αυτό υπαρξιακό και κοινωνικό πρόβλημα ασχολούμαστε στο μελέτημα αυτό παρουσιάζοντας τις παραδοσιακές ελληνικές θέσεις, που δυστυχώς αρχίζουν να εγκαταλείπονται. Τις απόψεις αυτές τις ανακοινώσαμε ως εισήγηση στο 3ο Συνέδριο Γηριατρικής και Γεροντολογίας, που οργάνωσε η Γηριατρική και Γεροντολογική Εταιρεία Βορείου Ελλάδος στο Συνεδριακό Κέντρο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης από 10-12 Φεβρουαρίου 1995 στη Θεσσαλονίκη με θέμα: «Σύγχρονα ιατροκοινωνικά προβλήματα της τρίτης ηλικίας». Η δική μας εισήγηση είχε εκεί ως τίτλο: «Η αντιμετώπιση του Γήρατος από την Εκκλησία».

1. Πατέρας τρέφειν και μη φονεύειν
       Η αρχαιολογική επικαιρότης, που έστρεψε τις ημέρες αυτές το ενδιαφέρον στην πιθανή εύρεση του τάφου του Μ. Αλεξάνδρου στην έρημο Σίβα της Αιγύπτου, ξαναζωντάνεψε το μεγάλο επίτευγμα του Μακεδόνος στρατηλάτου να μετατρέψει μία στρατιωτική κατάκτηση σε εξημερωτική και πολιτιστική εκστρατεία. Ανάμεσα δε στα πολιτιστικά αγαθά που μετέφερε ο Αλέξανδρος σε απολίτιστους και βάρβαρους λαούς, τα οποία συναποτελούν το αγαθό της ελληνικής παιδείας, ήταν και ο σεβασμός των γερόντων, η φροντίδα των τέκνων για την γηροκόμηοη των γονέων. Ο Πλούταρχος στο έργο του Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής γράφει μεταξύ άλλων: «Την δ’ Αλεξάνδρου παιδείαν αν επιβλέπης… Σογδιανούς έπεισε πατέρας τρέφειν και μη φονεύειν…. Αλλ’ Αλεξάνδρου την Ασίαν εξημερούντος Όμηρος ην ανάγνωσμα, Περσών και Σουσιανών και Γεδρωσίων παίδες τας Ευριπίδου και Σοφοκλέους τραγωδίας ήδον»1 . Σταθερό όντως και μόνιμο γνώρισμα της ελληνικής παιδείας και κατά την προχριστιανική και κατά την χριστιανική περίοδο είναι ο σεβασμός και η τιμή προς το γήρας. Υπάρχει πλούσιο υλικό στις γραμματειακές πηγές που αξιοποιήθηκε επαρκώς από ξένους μελετητάς, ενώ η σχετική ελληνική βιβλιογραφία είναι πενιχρή. Αυτό ίσως οφείλεται εις το ότι, τουλάχιστον μέχρι των τελευταίων δεκαετιών, οι γέροντες, εντεταγμένοι αρμονικά μέσα στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, δεν αποτελούσαν πρόβλημα, αφού η ελληνική παιδεία και η ελληνική κοινωνία εξακολουθούσαν να μη θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα χρησιμοθηρικούς, συμφεροντολογικούς, υλιστικούς στόχους, αλλά ανθρωπιστικούς και πνευματικούς. Τώρα όμως που κατά αναπόδραστη αναγκαιότητα, ως συνέπεια της αλόγιστης τεχνολογικής προόδου και της αποθέωσης της υλικής ανέσεως και ευημερίας, άλλαξε η νοοτροπία των ανθρώπων, και μέσα στην οικογενειακή στέγη είναι δύσκολο να συμβιώσουν όχι τρεις και τέσσερεις γενεές, αλλά ακόμη και δύο, οι γονείς με τα παιδιά, είναι ανάγκη να ξαναδούμε την παιδευτική και πολιτιστική μας παράδοση, για να μη καταντήσουμε και εμείς βάρβαροι, σαν εκείνους τους βαρβάρους στους οποίους

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του (Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης)


Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ’ αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.

Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο- απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.

Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».

Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. Αυτό που προείχε ήταν να φωτισθεί το Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός. Έπρεπε στα σχολεία που άρχισαν να πυκνώνουν, στους δασκάλους, στους μοναχούς, στους κληρικούς να εξασφαλισθεί η δυνατότης να κατανοούν τα ελληνικά κείμενα με τη σχολική παιδεία, αλλά και να τους προσφερθούν τέτοια κείμενα με εκδόσεις, γιατί τα χειρόγραφα εσπάνιζαν, κρυμμένα σε μοναστηριακές βιβλιοθήκες ή συλημένα από επιτηδείους ξένους περιηγητάς.

Περιτομή του Χριστού – Εορτή Μεγάλου Βασιλείου (Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης)



Τριπλή εορτή σήμερα! Οι δύο από τις εορτές έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα: η εορτή της περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όπως και η εορτή και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου Αρχιεπισκόπου Καισαρείας, Ουρανοφάντορος. Και κοντά σ’ αυτές τις δύο γιορτές υπάρχει θα λέγαμε και η πολιτική εορτή της ενάρξεως του νέου πολιτικού έτους, η πρωτοχρονιά και η πρωτομηνιά, η οποία όμως κι αυτή προσλαμβάνει, μέσα στην Εκκλησία για όλους μας, πνευματικό χαρακτήρα και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως μία κοσμική εορτή και να κάνουμε κι εμείς τα του κόσμου. Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της σημερινής ημέρας, το μεν Ευαγγέλιο του Όρθρου, από το κατά Ιωάννην Άγιο Ευαγγέλιο, ορίστηκε εξ αιτίας της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου· και εκεί, όσοι ήσαν το πρωί στον Όρθρο, άκουσαν ότι ο Χριστός μάς ομίλησε για τον καλό ποιμένα, ποιος είναι ο καλός ποιμήν· κι ότι τα πρόβατα ακούν τη φωνή του καλού ποιμένος, ενώ του κακού ποιμένος την φωνήν ως ξένου, ως αλλοτρίου, δεν την ακούν. Αλλοτρίω δε, ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν (Ιωάν., 10, 5). Και ορίστηκε αυτή η περικοπή, διότι καλός ποιμήν, κατ’ εξοχήν, καθ’ υπερβολήν μέγας ποιμήν της Εκκλησίας είναι ο εορταζόμενος σήμερα άγιος, ο Μέγας Βασίλειος.

Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της Κυριακής έχουν σχέση με την εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας, η οποία βέβαια δεν αναπτύσσεται εκτενώς μέσα στο Ευαγγέλιο· όπως ακούσαμε ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας είπε ότι συμπληρώθηκαν οι οχτώ ημέρες του περιτεμείν το παιδίον (Λουκ., 2, 21) και ότι οδήγησαν στο ναό τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό μετά από οκτώ ημέρες και εκεί έγινε η περιτομή, όπως προέβλεπε ο Μωσαϊκός νόμος και συγχρόνως του έδωσαν και το όνομα Ιησούς, κατά την περιτομήν, το οποίο ήδη είχε αναγγείλει ο Άγγελος.

Η Αποστολική περικοπή, από την προς Κολασσαείς επιστολή, έχει κι αυτή σχέση με την περιτομή, κάνει λόγο για την περιτομή την χειροποίητο, αυτήν την οποίαν υπέστη και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την Ιουδαϊκή περιτομή, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε από μας τους χριστιανούς. Γνωρίζετε όλοι ότι κατά τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας μας έγινε πολύ μεγάλο ζήτημα, ανάμεσα στους ιουδαΐζοντας χριστιανούς και στους μη ιουδαΐζοντας, αν θα έπρεπε και οι χριστιανοί, και εμείς, να περιτεμνόμαστε·  κάποιο διάστημα μάλιστα και ο Απόστολος Πέτρος παρασύρθηκε και υποστήριζε και αυτός ότι πρέπει όλοι μας να περιτεμνόμαστε, όπως οι Ιουδαίοι, και τον ήλεγξε αυστηρώς ο Απόστολος Παύλος και τελικώς η Α’ Αποστολική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη στα Ιεροσόλυμα το 49-50 μ.Χ., αποφάσισε ότι δεν πρέπει οι χριστιανοί να τηρούν τη διάταξη αυτή του Μωσαϊκού νόμου και να περιτεμνόμαστε. Αυτά όμως είναι εισαγωγικά.

Αυτό το οποίο σήμερα εδώ επέλεξα να σας αναπτύξω εν ολίγοις, είναι κάτι που έχει σχέση με την αποστολική περικοπή, η οποία είναι από την προς Κολασσαείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου, αλλά έχει σχέση επίσης και με μία νοοτροπία, η οποία έχει καλλιεργηθεί στις ημέρες μας, νοοτροπία και συνήθειες, οι οποίες μοιάζουν πολύ με αυτά που ζούσαν οι χριστιανοί στις Κολοσσές και τις οποίες συνήθειες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος. Και οι συνήθειες αυτές τις οποίες επικρίνει ο Απόστολος Παύλος είναι ότι, ενώ είχαν γίνει πολλοί χριστιανοί, εξακολουθούσαν να τηρούν διατάξεις παλαιές, να παρασύρονται από την κοσμική νοοτροπία κι από τον κοσμικό τρόπο διαβιώσεως και ζωής, κι έτσι ουσιαστικώς να μην τηρούν όσα προβλέπει το Ευαγγέλιο, όσα προβλέπουν οι εντολές του Κυρίου.

Χριστιανική θεώρηση του πόνου (Πρωτοπρεσβ. Θεόδωρος Ζήσης)


Διάλεξη στην εναρκτήρια τελετή του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου νόσου Alz­heimer, Θεσσαλονίκη 13-16 Ιανουαρίου 2000

1. Πολύς πόνος, λίγη βοήθεια

Υπάρχει στον κόσμο πολύς πόνος και ποικίλος. Όχι μόνο από τους πολλούς ασθενείς και τα ποικίλα είδη των ασθενειών, σωματικών και ψυχικών, που αντιμετωπίζουν οι γιατροί στα νοσοκομεία και στα ιατρεία, αλλά και από τις ποικίλες συμφορές και θλίψεις, από τα πάμπολλα δεινά που κατατρέχουν τους ανθρώπους, από την ημέρα που θα γεννηθούν σφραγίζοντας με το βρεφικό κλάμμα την αδυσώπητη πραγματικότητα του πόνου, μέχρι την ημέρα που θα τελειώσουν την επί γης πορεία τους με τον θάνατο, που είναι το αποκορύφωμα του πόνου. Επισκεπτόμενος κανείς τα νοσοκομεία βλέπει αθροιστικά την εικόνα αυτή του ανθρώπινου πόνου, αλλά και έξω από τα νοσοκομεία, στα σπίτια και στα εργαστήρια, υπάρχει κρυμμένος ή έκδηλος πολύς πόνος. κάθε σπίτι και κάθε άνθρωπος κουβαλά τον δικό του σταυρό, και, όπως συνήθως λέμε, υπάρχει πάντοτε μεγαλύτερος σταυρός από τον δικό μας. Έχει απλώσει ο πόνος τα δίχτυα του παντού ή μάλλον τα φορτία του πόνου διαρκώς γίνονται βαρύτερα και μοιάζει η ανθρωπότης να στενάζει και ως αχθοφόρος του πόνου να γονατίζει, να λυγίζουν τα γόνατά της, και να παραπατά, έτοιμη να πέσει από το βαρύ φορτίο.

Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις ημέρες μας, ούτε συνέβαινε σε κάποια εποχή μόνο, αλλά συμβαίνει σε όλες τις εποχές και χαρακτηρίζει τη ζωή όλων των επί γης ανθρώπων. Ο πόνος είναι αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου, και μολονότι κατά την χριστιανική αντίληψη δεν είναι φυσική κατάσταση, δεν πλάσθηκε δηλαδή ο άνθρωπος από τον Θεό για να πονά, να υποφέρει και να θλίβεται, εν τούτοις το πράγμα κατέληξε, ως κάτι επείσακτο και ξένο, να προστεθεί στη φύση μας να γίνει φύση της φύσεως του ανθρώπου.
Είναι τόσο οδυνηρή αυτή η πραγματικότητα και τόσο δυσερμήνευτη, ώστε και ο φιλοσοφών νους του ανθρώπου τα έχει χάσει μπροστά στο μυστήριο του πόνου και του θανάτου και ψάχνει ψηλαφώντας να βρει απάντηση, να δώσει εξηγήσεις1. Οι απαισιόδοξοι από τους φιλοσόφους δεν βλέπουν πουθενά φως και λύση, και ως μόνη διέξοδο για να βγει κανείς από την κοιλάδα αυτή του κλαυθμώνος συνιστούν τον θάνατο, ή περιμένουν τον θάνατο. Ο ποιητής Θέογνις διαπιστώνει ότι «όλβιος ουδείς ανθρώπων οπόσους ηέλιος καθορά» και ότι είναι άριστο το να μη γεννηθεί κανείς ούτε να αντικρύσει το φως του ηλίου, γνώμη που επαναλαμβάνει και ο Ευριπίδης λέγοντας ότι «το μη γενέσθαι κρείττον ή φύναι βροτούς», είναι δηλαδή καλύτερη η ανυπαρξία από την ύπαρξη. Είναι γνωστή η περίπτωση του Κυρηναϊκού φιλοσόφου Ηγησία, ο οποίος ονομάσθηκε Πεισιθάνατος, γιατί έπειθε τους ανθρώπους να αυτοκτονήσουν για να απαλλαγούν από τον πόνο και να επιτύχουν την αναισθησία. Μας θυμίζει αυτή η τοποθέτηση την τάση που υπάρχει και σήμερα στην κακή αντιμετώπιση του προβλήματος της ευθανασίας, σύμφωνα με την οποία ο πόνος στις μακροχρόνιες ανίατες ασθένειες εξουθενώνει τον άνθρωπο, τον κουρελιάζει δήθεν και τον εξευτελίζει, σύμφωνα με μία εσφαλμένη αντίληψη περί αξιοπρέπειας, ώστε να επιτρέπεται ηθικά η ενεργητική πρόκληση του θανάτου από τους ιατρούς ή από συγγενικά πρόσωπα του ασθενούς.

Ορθοδοξία και οικολογία (π. Θεόδωρος Ζήσης)



ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ

ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

1. Ο κόσμος έχει αξία όταν σχετίζεται με τον Θεό και τον άνθρωπο 2. Το οικολογικό είναι πρωτίστως πνευματικό πρόβλημα 3. Ολιγοδεΐα – Ολιγάρκεια – Ασκητικότητα 4. Η αγωνία για τα οικολογικά δεινά αδικαιολόγητη με βασικές αρχές του χριστιανισμού 5. Προτάσεις για την αντιμετώπιση του οικολογικού προβλήματος

ΛΙΤΟΤΗΣ – ΟΛΙΓΑΡΚΕΙΑ Ελληνορθόδοξη απάντηση στην κοινωνική και οικολογική κρίση

1. Η δημιουργία πλασματικών αναγκών στην καταναλωτική κοινωνία 2. Η ζωή στην αρχαία Ελλάδα 3. Η Χριστιανική άσκηση α.  Στην Καινή Διαθήκη β.  Στους πατέρες της Εκκλησίας

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Στο λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα η Εκκλησία έχει τον λόγο της, αφού πρόκειται για την καταστροφή της δημιουργίας, η οποία, ενώ εξήλθε «λίαν καλή» από τα χέρια του Θεού, έχει τώρα λεηλατηθή και ληστευθή στα χέρια του ανθρώπου. Ενώ από τη φύση του ο κόσμος έχει ως στόχο να διακονεί και να υπηρετεί τον άνθρωπο, έχει τώρα εξεγερθή εναντίον του και λειτουργεί ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα, διαμαρτυρόμενος για την κακή μεταχείριση που υφίσταται. Στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού η Εκκλησία μπορεί να παίξει τον σπουδαιότερο ρόλο και να πει τον σοβαρώτερο λόγο, εφ’ όσον βέβαια ο λόγος της, λόγος πνευματικός, εύρει ανταπόκριση στην υλόφρονα εποχή μας και δεν ηχήσει εις ώτα μη ακουόντων.



    Ο κόσμος έχει αξία, όταν σχετίζεται με τον Θεό και τον άνθρωπο

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με βάση την Αγία Γραφή, βλέπουν τον υλικό κόσμο σε σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο. Ο κόσμος δεν έχει ανεξάρτητη ύπαρξη και αξία. Δημιουργήθηκε από το Θεό για να υπηρετεί τον άνθρωπο στις ποικίλες του ανάγκες. Ο άνθρωπος είναι ο βασιλεύς της κτίσεως, η κορωνίδα της δημιουργίας. Η σωτηρία του ανθρώπου και όχι του κόσμου είναι ο τελικός στόχος της θείας οικονομίας. Απόδοση στον κόσμο αξίας, χωρίς συσχέτιση προς τον Θεό, που τον εδημιούργησε «καλά λίαν», και προς τον άνθρωπο, για τον οποίο δημιουργήθηκε, καταλήγει σε νέο είδος ειδωλολατρείας. Η υπερβολική επομένως φροντίδα των διαφόρων οικολογικών οργανώ­σεων για την σωτηρία του κόσμου, την ίδια στιγμή που ο Θεός και ο άνθρωπος, ως πνευματική ύπαρξη, βρίσκονται στο περιθώριο των ενδιαφερόντων ή απουσιάζουν παντελώς, έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς την διδασκαλία του Χριστού, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν ωφελείται καθόλου «εάν κερδίση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού», και εμπίπτει στην επίκριση του αποστόλου Παύλου προς τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι «μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».

Σωστή ιεράρχηση των πραγμάτων απαιτεί πρώτα τον σεβασμό του Θεού, κατόπιν του ανθρώπου και τελευταία του κόσμου, ως έργου του Θεού και ως αναγκαίου πλαισίου για την πνευματική τελείωση και σωτηρία του ανθρώπου. Πίσω από πολλά οικολογικά κινήματα βρίσκει κανείς εγκοσμιοκρατικά υλιστικά συστήματα, τα οποία αφού κατέστρεψαν τον κόσμο με την αλόγιστη χρήση των αγαθών του, τώρα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και καλούν να συστρατευθεί και η Εκκλησία στην διαφύλαξη της δημιουργίας, όχι από γνήσιο και ειλικρινές ενδιαφέρον γι’ αυτήν, αλλά για να συνεχίσουν να απο­λαμβάνουν υλιστικώς τα αγαθά της. Η επίκληση πάντως της βοήθειας της Εκκλησίας φανερώνει την πνευματική διάσταση του οικολογικού προβλήματος.

2. Το οικολογικό είναι πρωτίστως πνευματικό πρόβλημα

Υπάρχει άμεση συνάρτηση της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου προς την κατάσταση του κόσμου. Ο κόσμος επηρεάζεται από την συμπεριφορά του ανθρώπου, τον οποίο παρακολουθεί κατά βήμα προσαρμοζόμενος στις επιλογές του. Πειθήνιος και υπάκουος μπροστά σ’ ένα πνευματικά ισορροπημένο άνθρωπο, επαναστατεί εναντίον του εμπαθούς και κακού ανθρώπου, που έχει χάσει την πνευμα­τική ευστάθεια και ισορροπία.

Παρηγοριά πενθούντων: Οι παραμυθητικές επιστολές του Μ. Βασιλείου (π. Θεόδωρος Ζήσης)



Εισαγωγικά 1. Εκκλησιαστικοί αγώνες και συγγραφικό έργο 2. Η ομάδα των παραμυθητικών επιστολών 3. Διακριτική συμπεριφορά προς τους πενθούντες 4. Θνητός ο άνθρωπος για το συμφέρον του. Και των νέων ο θά­νατος ευεργεσία 5. Τα σημαντικότερα παραμυθητικά επιχειρήματα α. Ο άνθρωπος γεννιέται θνητός. Δεν εξαιρείται κανείς β. Και η κτίσις θνητή: Ο ουρανός, η γη, τα άστρα γ. Ούτε αναλγησία και απάθεια, ούτε όμως υπερβολική λύπη. Μετρημένος πόνος, μετριοπάθεια δ. Η πρόνοια τον Θεού και στον θάνατο. Ούτε τύχη, ούτε πεπρωμένο, ούτε κακός Θεός ε. Τα όρια της ζωής τα ορίζει ο Θεός με σοφία. Οι άνθρωποι αδυνατούμε να τα καταλάβουμε στ. Η συμβίωση δημιουργεί οικειότητα. Να ευχαριστούμε το Θεό για όσο διάστημα μας εχάρισε αγαπητά πρόσωπα ζ. Ο θάνατος νέων ανθρώπων ευεργεσία και γι αυτούς που φεύγουν και γι’ αυτούς που μένουν η. Ο θάνατος δεν είναι τέλος, αλλά αρχή της αληθινής ζωής. Θα συναντηθούμε όλοι εκεί θ. Παράδειγμα ο Ιώβ και η μητέρα των Μακκαβαίων ι. Με ανδρεία τον πόνο, για το καλό των συγγενών μας και των άλλων ια. Φυλακή το φθαρτό σώμα. Είναι καλύτερα χωρίς αυτό ιβ. Με την προσευχή ο Θεός στέλνει παρηγοριά και ανακού­φιση Επίλογος

ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΠΕΝΘΟΥΝΤΩΝ

 ΟΙ ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ



Εισαγωγικά

Χωρίς αμφιβολία ο ωραιότερος καρπός της Καππαδοκίας είναι οι τρεις μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες του 4ου αιώνος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, οι οποίοι εσφράγισαν ανεξίτηλα όχι μόνο την πολιτιστική, την πνευματική ιστορία της πατρίδας τους αλλά του Χριστιανισμού γενικότερα και μάλιστα της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Και σήμερα ακόμη μετά την τραγική καταστροφή της Μικρασίας και το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, οι ιδιότυποι σχηματισμοί των βράχων της με τα ποικίλα πυραμιδοειδή ή κωνικά σχήματά τους φιλοξενούν και προβάλλουν στους επισκέπτες αυτό που επ’ αιώνες και χιλιετηρίδες ελάμπρυνε και καταξίωσε την Καππαδοκία, δηλαδή την ελληνορθόδοξη, την ελληνοχριστιανική της ιστορία και ταυτότητα. Εκκλησίες, μοναστήρια, ασκηταριά, τοιχογραφίες ζωντανεύουν τους άψυχους βράχους και το φυσικό τους περιβάλλον, το οποίο χωρίς αυτήν την πνευματική παρουσία θα ήταν απλώς ένα αξιοπαρατήρητο γεωλογικό φαινόμενο, σαν τους βράχους περίπου των Μετεώρων της Θεσσαλίας, χωρίς τα μοναστήρια και τα άλλα μοναστικά ιδρύματα.

Αυτή η ελληνορθόδοξη ταυτότητα που κραυγάζει μέσα από τα σιωπηλά τώρα και εγκαταλελειμμένα μνημεία, άρχισε να σχηματίζεται και να μορφοποιείται με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, ενισχύεται με την πρώιμη διάδοση του Χριστιανισμού επί της εποχής ήδη των Αποστόλων, και ολοκληρώνεται στη ζωή και στο έργο των τριών μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων του 4ου αιώνος. Ο χαρακτηρισμός του αιώνος αυτού ως χρυσού αιώνος στην ιστορία της χριστιανικής γραμματείας και θεολογίας οφείλεται βασικώς στην πληθωρική και ανεπανάληπτη πνευματική παραγωγή αυτών των τριών μεγάλων θεολόγων, οι οποίοι με την εκπληκτική ελληνική τους παιδεία εμορφοποίησαν και διέπλασαν την προηγουμένως άπλαστη και απλοϊκή χριστιανική διδαχή και ζωή σε όλους σχεδόν τους τομείς, στο δόγμα, στη λατρεία, στο Μοναχισμό, στην στάση έναντι της αρχαιοελληνικής παιδείας, στην απόκρουση των αιρέσεων, στη συγκρότηση συνόδων, στην κοινωνική πρόνοια και φιλανθρωπία, στην πνευματική πορεία και τελείωση, στην οριστική επικράτηση του χριστιανικού πλέον Ελληνισμού έναντι του παγανιστικού Ελληνισμού, που φιλοδόξησε αλλά απέτυχε, λόγω της παρουσίας τους, να επιβάλει ο σύγχρονός τους Ιουλιανός ο Παραβάτης.

Ο μετά τους διωγμούς ελεύθερος και προστατευόμενος πλέον από την πολιτεία Χριστιανισμός κινδύνευε να αλλοιωθεί και να εκκοσμικευθεί σε δύο επίπεδα· στο επίπεδο της διδασκαλίας και της θεολογίας με την άκριτη και υπερβολική χρήση της φιλοσοφίας στη διασάφηση και διατύπωση των δογμάτων, που εγέννησε και γεννά τις αιρέσεις, και στο επίπεδο της χριστιανικής ζωής με την χαλάρωση των ηθών και την απώλεια του ασκητικού πνεύματος του Ευαγγελίου. Οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποίησαν εξισορροπητικά και διορθωτικά στο επίπεδο του δόγματος την προηγούμενη θεολογική παράδοση, ιδιαίτερα την παράδοση των Αλεξανδρινών θεολόγων Κλήμεντος και Ωριγένους, με την οποία τους συνέδεσαν οι προ αυτών Καππα­δόκες άγιοι και Πατέρες Αλέξανδρος Ιεροσολύμων, Φιρμιλιανός Καισαρείας, Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός, χωρίς φιλοσοφικούς ακροβατισμούς· στο επίπεδο του ήθους για να αποτρέψουν την χαλάρωση των ηθών και το κοσμικό πνεύμα, προέβαλαν την ευαγγελική αυστηρότητα και ασκητικότητα και οργάνωσαν τον Μοναχισμό, ο οποίος διεφύλαξε και διαφυλάττει το ασκητικό πνεύμα του Ευαγγελίου. Η ακτινοβολία και η επίδρασή τους στην μετά ταύτα πορεία της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς είναι μεγαλειώδης και προσδιοριστική.

1. Εκκλησιαστικοί αγώνες και συγγραφικό έργο

Αυτό που σχεδόν όλοι οι ερευνητές εντοπίζουν στην περίπτωση του Μεγάλου Βασιλείου είναι το μεγάλο κατόρθωμά του να ενώσει και να συνδυάσει την εκκλησιαστική δράση, τους πολυποίκιλους αγώνες του εναντίον του Αρειανισμού, με το πλούσιο συγγραφικό έργο, αξιοθαύμαστο επίσης και ποικίλο, έχοντας μάλιστα εκ φύσεως ασθενική κράση, η οποία μαζί με την αυστηρή άσκηση του προκαλούσαν συχνά προβλήματα υγείας. Πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 49 ετών, τα μισά από τα οποία διέθεσε σε σπουδές στα μεγαλύτερα τότε κέντρα παιδείας, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Επιστρέφοντας το 355 στην Καισάρεια από την Αθήνα, όπου οι σπουδές του διήρκεσαν περισσότερα από τέσσερα έτη, ήταν 25 ετών, στο ήμισυ της επίγειας ζωής του. Έμεινε για λίγο εκεί ως διδάσκαλος της ρητορικής, για να αναλάβει στη συνέχεια επί δύο έτη κοπιαστικά ταξείδια, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στη Συρία και στη Μεσοποταμία, προκειμένου να γνωρίσει τα μεγάλα κέντρα του ασκητικού βίου, προς τον οποίο είχε αρχίσει να κλίνει με την επίδραση της αδελφής του Μακρίνας, η οποία ήδη από το 351 μαζί με τη μητέρα τους Εμμέλεια εμόναζαν σε κτήμα τους στον Πόντο κοντά στον ποταμό Ίρι. Εκεί στην απέναντι όχθη, εμόνασε και αυτός στην συνέχεια επί πέντε έτη περίπου, από το 357 μέχρι το 362, μαζί με τον Γρηγόριο Θεολόγο, μελετώντας έργα της χριστιανικής γραμματείας και ιδιαίτερα του Ω­ριγένη, και προγραμματίζοντας την οργάνωση του μοναχικού βίου. Η επικράτηση του Αρειανισμού, ο οποίος με την υποστήριξη του αυτοκράτορος Ουάλεντος δεν έβρισκε πουθενά εμπόδια, ούτε και στην Καππαδοκία, ήταν σίγουρα η αιτία να εγκαταλείψει τη μόνωση και να εισέλθει το 362 στις τάξεις του κλήρου σε ηλικία 32 ετών.

Στα υπόλοιπα 17 έτη της ζωής του, οκτώ ως πρεσβύτερος στην Καισάρεια και εννέα ως επίσκοπος από το 370, αναδεικνύεται σε ηγέτη της Ορθοδοξίας στην Ανατολή, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Μ. Αθανασίου το 373. Έφερε όλο το βάρος του αγώνος της αντιπαραθέσεως με τον κρατικό πλέον Αρειανισμό, και σε θεολογικό και σε εκκλησιαστικοπολιτικό επίπεδο, και οδήγησε σε θρίαμβο την Ορθοδοξία, που επικυρώθηκε με την Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο του 381, τον οποίο όμως δεν πρόλαβε ο ίδιος να ζήσει, γιατί εκοιμήθη δύο χρόνια ενωρίτερα, την 1η Ιανουαρίου του 379.

Η συγγραφική του παραγωγή συμπορεύεται αυξητικά με την διαρκώς αυξάνουσα ποιμαντική και εκκλησιαστική του δράση, ενώ θα περίμενε κανείς να συμβεί το αντίθετο. Είναι εντυπωσιακό το συγγραφικό του έργο. Οι Ομιλίες του σε ερμηνευτικά, ποιμαντικά και ηθικά θέματα, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν αυτές Εις την Εξαήμερον και Προς τους νέους, τα Ασκητικά, τα Δογματικά και η μεγάλη συλλογή των Επιστολών του, είχαν πολύ μεγάλη διάδοση και επίδραση στην μετέπειτα ανάπτυξη της Θεολογίας σε Ανατολή και Δύση.

Από τις 366 επιστολές που δημοσιεύθηκαν στην Πατρολογία του Migne αμφισβητήθηκε η γνησιότητα ολίγων, ώστε για τις 320 περίπου να μη θέτει η έρευνα πρόβλημα πατρότητος. Αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο περίπου της συνολικής συγγραφικής του παραγωγής και καλύπτουν είκοσι περίπου χρόνια ζωής, από τον καιρό της επιστροφής του στην Καισάρεια από την Αθήνα μέχρι το τέλος της ζωής του. Η πολυσχιδής δράση του Βασιλείου ως ποιμένος, ως εκκλησιαστικού πολιτικού, ως μοναστικού ηγέτου, ως ερμηνευτού της Αγίας Γραφής και των δογμάτων της πίστεως και αγωνιστού της Ορθοδοξίας αντικατοπτρίζεται μέσα στην ποικιλία των θεμάτων που διαπραγματεύεται στις επιστολές του, από τα υψηλότερα θεωρητικά και πρακτικά θέματα μέχρι τα πιο καθημερινά και απλά της δικής του ζωής, των συγγενών και των φίλων στα κείμενά τους αποκαλύπτεται, μαζί με την θεολογική εμβρίθεια και λογιοσύνη, η ανθρώπινη ζεστασιά και η απλότητα του υποδειγματικού και όντως μεγάλου ποι­μένος και διδασκάλου. Όπως έχει παρατηρηθή, δεν έχουν άδικο όσοι δέχονται ότι οι επιστολές αποτελούν το σπουδαιότερο τμήμα της συγγραφικής παραγωγής του Μ. Βασιλείου.

2. Η ομάδα των παραμυθητικών επιστολών

Ανάμεσα στις πολυάριθμες επιστολές του υπάρχει μία ομάδα επτά επιστολών, τις οποίες ο Μ. Βασίλειος αποστέλλει σε πρόσωπα που πενθούσαν για το θάνατο αγαπημένων συγγενών τους με σκοπό να ελαφρώσει τον πόνο τους και να τους παρηγορήσει. Παρόμοιες επιστολές έχουν συντάξει και άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας, η συγκέντρωση και μελέτη των οποίων παρουσιάζει όχι μόνο ερευνητικό, αλλά προ παντός πνευματικό και ποιμαντικό ενδιαφέρον. Όλοι μένο­με βουβοί και αμίλητοι μπροστά στο μυστήριο του θανάτου, αδυνατώντας να ψελλίσουμε ένα λόγο που θα ανακουφίσει και θα στηρίξει τους πονεμένους, ή άλλοτε αγνοώντας στοιχειώδεις πλευρές της ψυχολογικής τους καταστάσεως τους πληγώνουμε με τον αδιάκριτο λόγο μας. Ακόμη και οι κληρικοί, από τους οποίους περιμένει κανείς περισσότερη ευαισθησία, γνώση και αποτελεσματικότητα σ’ αυτήν την δύσκολη ποιμαντική διακονία τους, ή αδιαφορούν και παραμένουν μόνο στα τελετουργικά της εξοδίου ακολουθίας ή αγνοούν την στοιχειώδη και δοκιμασμένη παραμυθητική επιχειρηματολογία, ως και την ενδεδειγμένη λεπτότητα και προσοχή στην πιο δύσκολη αυτή ανθρώπινη στιγμή του πόνου από τον αποχωρισμό αγαπητών προσώπων.

Τα ίδια ισχύουν και για τους ψυχολόγους και ψυχιάτρους, οι οποίοι αποκομμένοι από την μακραίωνα παράδοση της ελληνικής παιδείας, της προχριστιανικής και της χριστιανικής, προσπαθούν είτε με κοινόλογα ατομικής εμπνεύσεως επιχειρήματα να στηρίξουν και να ενισχύσουν, είτε τελικά να βοηθήσουν με την χρήση φαρμάκων, τα οποία όμως αδυνατούν να αλλάξουν την ψυχική κατάσταση, απλώς επιδρούν στις σωματικές λειτουργίες και εκδηλώσεις, μερικές φορές με καταστρεπτικές συνέπειες, όταν η χρήση τους είναι αλόγιστη και υπερβολική. Διδάχθηκε ποτέ στα Τμήματα Ψυχολογίας η στάση της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως απέναντι στους πενθούντες, ιδιαίτερα των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών της αρχαιότητος, οι εκπρόσωποι των οποίων, μεγάλοι διανοηταί και φιλόσοφοι, ανέπτυξαν και το γραμματειακό είδος του Παραμυθητικού Λόγου με κατασταλαγμένη δομή και επιχειρηματολογία; Ακόμη και στις Θεολογικές μας Σχολές, στα μαθήματα της Ποιμαντικής ή της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, ελάχιστη αξιοποίηση γίνεται της παραμυθητικής γραμματείας των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι σημειωτέον αντίθετα με μας εγνώριζαν την παραμυθητική γραμματεία των αρχαίων Ελλήνων, την χρησιμοποιούν όπου δεν αντιβαίνει στην χριστιανική διδασκαλία και την συμπληρώνουν αποδοτικά και αποτελεσματικά με το ανακουφιστικό κήρυγμα για την πρόνοια του Θεού, την νίκη κατά του θανάτου, την ελπίδα της αναστάσεως, τα βραβεία της υπομονής, την μικρή αξία των εγκοσμίων και προσωρινών μπροστά στο μεγαλείο των αιωνίων και μενόντων.

Ο καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική μας Σχολή Κ. Γρόλλιος με τη διδακτορική του διατριβή Τέχνη αλυπίας, προσπαθώντας να βρει τις πηγές από όπου αντλεί τα παραμυθητικά του επιχειρήματα ο λατίνος συγγραφεύς Σενέκας έχει επιτελέσει σπουδαίο ερευνητικό έργο με τη συγκέντρωση πλούσιου υλικού από την αρχαία ποίηση και φιλοσοφία, και με την κωδικοποίηση των βασικών παραμυθητικών επιχειρημάτων, που εχρησίμευαν ως κοινοί τόποι. Στο χώρο της θεολογικής ερευνάς αξιόλογη, αλλά πολύ στοιχειώδης, είναι η μικρή μελέτη του αειμνήστου πατρολόγου καθηγητού Δ. Μπαλάνου με τίτλο «Πώς παρηγορούν τους πενθούντας οι Πατέρες της Εκκλησίας». Πρέπει να προβάλουμε περισσότερο και να αξιοποιήσουμε την παραμυθητική επιχειρηματολογία των Πατέρων, η οποία υπάρχει όχι μόνο στις παραμυθητικές επιστολές αλλά και σε πολλούς επιταφίους λόγους, αλλά και σε άλλα συγγράμματα σχετικά με την επίγεια ζωή και την μεταθανάτια ύπαρξή μας.

Από τις επτά παραμυθητικές επιστολές του Μ. Βασιλείου οι δύο απευθύνονται σε ζεύγος εγγάμων, προς το Νεκτάριο η μία και προς την σύζυγό του η άλλη ξεχωριστά, οι οποίοι είχαν χάσει τον μονάκριβο γιό τους και είχαν ανάγκη συμπαραστάσεως. Ανήκουν στα πρώτα γραπτά κείμενα του Μ. Βασιλείου, γραμμένα περί το 358, πριν γίνει κληρικός, όταν εμόναζε στο ησυχαστήριο του Πόντου. Πιθανώτατα ο παραλήπτης να είναι ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, που ανήλθε εκ λαϊκών στον πατριαρχικό θρόνο δια­δεχθείς τον άγιο Γρηγόριο Θεολόγο και αφήνοντας κατόπιν ως διάδοχο τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (381-397). Φαίνεται ότι ο Βασίλειος είχε γνωρίσει αμφοτέρους και είχε συνδεθή μαζί τους φιλικώς κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Κωνσταντινούπολη.

Υπάρχει και τρίτη επιστολή με θέμα τον θάνατο τέκνου. Απευθύνεται στον πατέρα φοιτητού, «πατρί σχολαστικού», ο οποίος είχε σταλή να σπουδάσει αλλά σε λίγο τον έφεραν πίσω νεκρό. Ο χρόνος συγγραφής της επιστολής δεν είναι δυνατόν με ακρίβεια να καθορισθεί, τοποθετείται πάντως στα έτη της επισκοπικής διακονίας του Βασιλείου στην Καισάρεια (370 – 379).

Από τις απομένουσες τέσσερις άλλες επιστολές η μία δεν μας κάνει γνωστόν τον παραλήπτη της. Γράφτηκε μετά από κοπιαστικό ταξείδι του Μ. Βασιλείου, πιθανώς αυτό που έκανε προς την Αρμενία το 372 για να οργανώσει την εκεί Εκκλησία προς απόκρουσιν του Αρειανισμού. Δεν γνωρίζουμε επίσης ούτε την ηλικία ούτε την συγγενική σχέση του αποθανόντος προς τον παραλήπτη ή την παραλήπτρια της επιστολής. Γίνεται απλώς λόγος για την «παραληφθείσαν ψυχήν».

Οι άλλες τρεις επιστολές απευθύνονται σε συζύγους που έχασαν το άλλο μέλος της συζυγίας· οι δύο προς γυναίκες που έχασαν τους άνδρες τους και η τρίτη προς άνδρα που έχασε την νεαρή γυναίκα του. Οι αποθανόντες δύο άνδρες ήσαν αξιωματικοί του στρατού, ονομαζόμενοι Βρίσων και Αρινθαίος. Ο Βρίσων ανεχώρησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του και άφησε επίσης σε νεαρή ηλικία χήρα την γυναίκα του και ορφανά τα παιδιά τους. Είναι άγνωστος ο χρόνος συγγραφής, προέρχεται μάλλον από την περίοδο της αρχιερατείας του Μ. Βασιλείου στην Καισάρεια. Ο Αρινθαίος ήταν διαπρεπής αξιωματικός του στρατού, γνωστός για την συμβολή του στη νίκη εναντίον των Γότθων το 355. Απέθανε το 378 λίγους μήνες πριν από το θάνατο του Μ. Βασιλείου, ο οποίος κατά το έτος αυτό έγραφε αυτήν την επιστολήν «Προς την ομόζυγον Αρινθαίου», η οποία έμενε μόνη στη ζωή, προστάτις της ηλικιωμένης μητέρας της και της νεαρής κόρης της. Η τρίτη από αυτές τις επιστολές παρηγορεί άνδρα, του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, ο οποίος έχασε την γυναίκα του ενωρίς εις το άνθος ακόμη της ηλικίας της και πριν αποκτήσουν παιδιά. Είναι άγνωστος ο χρόνος της συγγραφής, σύμφωνα δε με μερικά χειρόγραφα ο παραλήπτης ονομαζόταν Μάξιμος.

Η ανάλυση του περιεχομένου κάθε επιστολής ξεχωριστά έχει βέβαια πολύ ενδιαφέρον, θα απαιτούσε όμως πολύ χώρο και χρόνο και δεν θα απέφευγε τις επαναλήψεις, αφού, πολλές φορές χρησιμοποιούνται τα ίδια παραμυθητικά επιχειρήματα. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν συνδυαστικά και συνθετικά την παρουσίαση του περιεχομένου με επιγραμματική συναγωγή στο τέλος των βασικών παραμυθητικών επιχειρημάτων.



3. Διακριτική συμπεριφορά προς τους πενθούντες

Στο πρώτο μέρος των επιστολών ο Μ. Βασίλειος συνήθως διαβεβαιώνει ότι θα ήθελε να είναι ο ίδιος παρών προσωπικά στις δύσκολες στιγμές του πόνου· ότι δεν πίστευε στην αρχή την δυσάρεστη είδηση και ευχόταν να μην είναι αληθινή· ότι θα επιθυμούσε η επιστολή του να είχε ως αντικείμενο ευχάριστο θέμα. Δεν αναβάλλει το καθήκον της συμπαραστάσεως. Αφού οι πολλές ποιμαντικές φροντίδες και η σωματική του ασθένεια δεν επιτρέπουν την αυτοπρόσωπη παρουσία του, σπεύδει αμέσως να γράψει επιστολή. Θα επιθυμούσε και ο ίδιος για όσους ζουν εν ευσεβεία η ζωή τους να ήταν ανέφελη, χωρίς προβλήματα και θλίψεις. Διαβεβαιώνει ότι και ο ίδιος επόνεσε και εδάκρυσε και πληγώθηκε από την φοβερή είδηση. Ακόμη και αν ήταν κανείς από πέτρα και από διαμάντι, σκληρός και ανθεκτικός, δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος· «Πώς ουκ αν, και ει α­δαμάντινοι ήμεν, τας ψυχάς κατεκάμφθημεν;».

Δημιουργεί από την αρχή ο διακριτικός παρηγορητής γέφυρες επικοινωνίας. Δείχνει εν πρώτοις την αγάπη και το ενδιαφέρον του· δεν αρχίζει αμέσως την διδασκαλία αφ’ υψηλού πως δεν πρέπει κανείς να λυπάται και να πενθεί. Είναι εύλογα, δικαιολογημένα ο πόνος και η θλίψη. Γνωρίζει στο σημείο αυτό την σχετική διδασκαλία των Στωϊκών για πλήρη απάθεια και αταραξία που δεν είναι όμως ρεαλιστική και ανθρώπινη. Ξεπερνά μερικές φορές ακόμη και την κατασταλαγμένη στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση στάση της μετριοπαθείας και δικαιολογεί απολύτως τον πόνο, παραδέχεται ότι τραυματίσθηκε και αυτός από το «αφόρητο πάθος», ότι στέναξε και δάκρυσε και ένοιωσε το κακό να τον εγγίζει στο βάθος του. «Εφ’ ω όσον μεν εστέναζα και όσον αφήκα δάκρυον τί χρη και λέγειν; Και γαρ τις ούτω λίθινος την καρδίαν ή έξω παντελώς της ανθρωπίνης φύσεως, ώστε απαθώς ενεγκείν το συμβάν ή μετρίω πάθει την ψυχήν καταληφθήναι;».

Προσχωρεί στην αρχή ολοκληρωτικά προς το μέρος των πενθούντων, συμμερίζεται την ψυχολογική τους κατάσταση, γίνεται ένα με αυτούς, συμπάσχει. Διερμηνεύοντας τις σκέψεις και τα αισθήματά τους περιγράφει το μέγεθος της συμφοράς, το πως ενώ όλα πήγαιναν καλά και ήσαν πολύ λίγες οι αφορμές για λύπη, ξαφνικά όλα άλλαξαν από βάσκανο οφθαλμό· «Καίτοι γε εδόκει τα μέχρι του παρόντος ολίγα είναι τα λυπούντα υμάς, εν τοις πλείστοις δε κατά ρουν υμίν τα πράγματα φέρεσθαι· αλλ’ αθρόως, βασκανία δαίμονος πάσα του οίκου εκείνου η ευθηνία και φαιδρότης ηφάνισται και εγενόμεθα τω βίω διήγημα σκυθρωπόν».

Κατανοεί τόσο πολύ τον πόνο και τις πληγές του θανάτου, ώστε πιστεύει ότι τις πρώτες ημέρες πρέπει κανείς να σιωπά μπροστά στους πενθούντες. Ακόμη και τα παρηγορητικά λόγια ενοχλούν τότε, όπως ενοχλεί τον φλεγμαίνοντα οφθαλμό και το πιο απαλό επίθεμα.

Στο ψυχολογικό αυτό πλησίασμα των πενθούντων εντάσσεται και η αναφορά στα χαρίσματα και στα πλεονεκτήματα των αποθανόντων. Έχομε εδώ την παρεμβολή εγκωμιαστικών στοιχείων. Στην περίπτωση του ζεύγους που έχασαν τον γιό τους, εις μεν τον πατέρα γράφει ότι μέσα από τα πατρικά χέρια και στο άνθος της ηλικίας του έφυγε αυτός που ήταν «οίκου λαμπρού διαδοχή, έρεισμα γένους, πατρίδος ελπίς, γονέων ευσεβών βλάστημα υπό μυρίαις ευχαίς εντραφέν», εις δε την μητέρα, που είναι φυσικό να πονά περισσότερο, γράφει ότι έχασε γιο, που τον μακάριζαν όλες οι μητέρες, όσο ζούσε, και εύχονταν τέτοια να είναι και τα δικά τους παιδιά, όταν δε πέθανε τον έκλαυσαν, σαν να είχαν χάσει η κάθε μια δικό της παιδί. Τα ίδια περίπου γράφει και στον πατέρα του φοιτητού, τον οποίον ενώ τον έστειλαν στο άνθος της ηλικίας του να σπουδάσει, τον υποδέ­χθηκαν «σιωπώντα την μακράν ταύτην και απευκτήν σιωπήν».

Χαρακτηρίζεται ο νεαρός φοιτητής ως «αυτό της ηλικίας άγων το βιώσιμον, διαπρέπων εν χοροίς ομηλίκων, ποθεινός διδασκάλοις, από ψιλής της εντεύξεως εις εύνοιαν δυνάμενος και τον αγριώτατον επισπάσασθαι, οξύς εν μαθήμασι, πράος το ήθος, υπέρ την ηλικίαν κατεσταλμένος, και πλείω τούτων ειπών ελάττω αν τις είποι της αληθείας». Αναγνωρίζει ότι ο φυσικός δεσμός της συγγενείας προκαλεί στους φυσικούς γονείς περισσότερο πένθος. Θέτει σε πρώτη θέση την φυσική πατρότητα και μητρότητα ως προς την ένταση του πένθους, σε σχέση με τον πόνο των πνευματικών πατέρων, των επισκόπων και των κληρικών· «ηλίκον έσται της οδύνης το βάρος πατρί τω κατά φύσιν, όπου γε ημίν τοις κατά την εντολήν ωκειωμένοις τοσούτον της καρδίας το κατηφές ενεγένετο».

Στο πρώτο μέρος λοιπόν των παραμυθητικών επιστολών ο διακριτικός παρηγορητής συνιστά άμεσο εν πρώτοις ενδιαφέρον και επίσκεψη είτε προσωπική είτε δι’ επιστολής με έμπρακτη φανέρωση της αγάπης. Απορρίπτει την απάνθρωπη απάθεια και αταραξία των Στωϊκών ως αφύσικη και απραγματοποίητη, και συνιστά την μετριοπάθεια που την είχαν διδάξει και πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς. Ασφαλώς θα ενεθυμείτο στην περίπτωση αυτή ο Μ. Βασίλει­ος ότι ακόμη και ο Χριστός εδάκρυσε για τον θάνατο του φίλου του Λαζάρου. Γράφει λοιπόν προς την σύζυγο του Αρινθαίου ότι πρέπει να γίνει υπόδειγμα ανδρείας· ούτε να αποδιώξει τελείως την λύπη από την καρδιά της, αλλά ούτε και να επιτρέψει στην λύπη να την αφανίσει· «και ούτω το πάθος μέτρησον, ως μήτε εκβαλείν της καρδί­ας μήτε καταβληθήναι υπό της λύπης».



4. Θνητός ο άνθρωπος για το συμφέρον του. Και των

νέων ο θάνατος ευεργεσία

Στο δεύτερο μέρος των επιστολών, που είναι και εκτενέστερο, διατυπώνει ο Μ. Βασίλειος τα κύρια παραμυθητικά επιχειρήματα τα οποία αντλεί είτε από την μακρά παράδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είτε από την Αγία Γραφή και τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι χρήσιμο εδώ να επισημάνουμε ότι, ενώ σε επιτάφιους λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου π. χ. κυριαρχεί στο πρώτο μέρος το εγκωμιαστικό στοιχείο, και οι λόγοι ουσιαστικώς είναι εγκωμιαστικοί και μόνο προς το τέλος παίρνουν παραμυθητικό χαρακτήρα, στις παραμυθητικές επιστολές το εγκωμιαστικό στοιχείο του πρώτου μέρους είναι μικρό, ενώ το δεύτερο μέρος που κυριαρχείται από παραμυθητικά επιχειρήματα είναι εκτενέστερο του πρώτου.

Υπενθυμίζει, εν πρώτοις, ο Μ. Βασίλειος ότι τα δάκρυα και οι θρήνοι, ακόμη και αν στέναζαν και δάκρυζαν όλη τους τη ζωή όλοι οι άνθρωποι μαζί με τους πενθούντες δεν μπορούν να εξισώσουν τον οδυρμό με το μέγεθος του πάθους· και το ρεύμα των ποταμών αν γίνει δάκρυ, δεν αρκεί να δώσει πλήρη θρήνο για το συμβάν. Ασφαλώς χρησιμοποιεί εδώ το επιχείρημα της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως ότι τα δάκρυα δεν ωφελούν, ενώ αποφεύγει να χρησιμοποιήσει το αρχαιοελληνικό επίσης επιχείρημα ότι οι θρήνοι δεν ευχαριστούν τους νεκρούς. Πρέπει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος τον σώφρονα λογισμό, ο οποίος και κατά τον καιρό της ευτυχίας ξέρει να ορίζει τα μέτρα, αλλά και στον καιρό της θλίψεως ξέρει να υπενθυμίζει ότι ο ανθρώπινος βίος είναι γεμάτος από τέτοια πάθη, από συμφορές και από θλίψεις. Το γνωστό αυτό επιχείρημα ότι η δυστυχία και τα δεινά του βίου είναι μία αδήριτη πραγματικότητα, ότι δεν είμαστε μόνο εμείς δυστυχείς αλλά είναι κοινές οι συμφορές στους ανθρώπους, το ενισχύει περισσότερο ο Μ. Βασίλειος προβάλλοντας ιδιαιτέρως το αναπότρεπτο του θανάτου, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Δεν τον απέφυγαν οι πρόγονοί μας, ούτε θα τον αποφύγουν και οι απόγονοί μας. Ο άνθρωπος γεννιέται από θνητούς γονείς και γεννά θνητά παιδιά στη συνέχεια. Υπάρχει από την αρχή θεϊκή νομοθεσία, από τον Αδάμ μέχρι των ημερών μας, σύμφωνα με την οποία όσοι έρχονται στη ζωή θα απέλθουν στον κατάλληλο χρόνο. Έτσι έχουν διαταχθή τα ανθρώπινα, και δεν χρειάζεται να αγανακτούμε για κάτι που είναι κοινός νόμος της φύσεως. Όσοι προήλθαμε από τη γη, επιστρέφουμε πάλι στη γη, και κανείς δεν είναι τόσο μεγάλος, ώστε να αποφύγει την διάλυση του θανάτου. Στην σύζυγο του Νεκταρίου γράφει ότι, όταν γεννήθηκε ο γιός σου και ευχαρίστησες γι’ αυτό το Θεό, γνώριζες πάντως «ότι, θνητή ούσα θνητόν εγέννησας. Τί ουν παράδοξον, ει απέθανεν ο θνη­τός;». Της συνιστά να στρέψει παντού τα μάτια της για να διαπιστώσει ότι όλα στον κόσμο είναι θνητά και όλα υπόκεινται στη φθορά, ο ήλιος, τα άστρα, τα ζώα, τα φυτά· όλα οδηγούνται στο θάνατο, τίποτε δε θα μείνει αιώνιο. Αυτό είναι ικανό να παραμυθήσει, γιατί δεν πρέπει να βλέπουμε και να μετρούμε μόνο αυτό που συμβαίνει σε μας, αλλά να το συγκρίνουμε με αυτά που συμβαίνουν σε όλους τους ανθρώπους· «μη καθ’ εαυτό μέτρει το πάθος· αφόρητον γαρ ούτω φανείταί σοι· αλλά τοις ανθρωπίνοις πάσι συγκρίνουσα, εντεύθεν ευρήσεις αυτού την παραμυθίαν».

Η συνείδηση βέβαια της κοινής αυτής μοίρας, της κοινής πορείας προς τον θάνατο, δεν καταλήγει στον Χριστιανισμό σε μια μοιρολατρική αποδοχή του πεπρωμένου, της ειμαρμένης, ούτε στην αποδοχή της διαρχίας, της ύπαρξης ίσης προς το Θεό δύναμης ενός κακού Θεού, όπως συμβαίνει σε πολλές θρησκείες και φιλοσοφίες. Δεν κυριαρχεί στον κόσμο η τυφλή τύχη ούτε δρα ανεξέλεγκτα το κακό. Δεν είναι απρονόητα τα ανθρώπινα πράγματα. Το Ευαγγέλιο διδάσκει ότι ακόμη και ένα στρουθίο, ένα σπουργίτι, δεν πέφτει χωρίς το θέλημα του Θεού. Ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει γιατί είναι θέλημα του Θεού που εντάσσεται στα πλαίσια της σοφίας και της δικαιοσύνης του. Δεν γνωρίζουμε εμείς τις βουλές του Θεού, είμαστε αμαθείς και πολύ μικροί για να εξιχνιάσουμε τα άρρητα σχέδιά Του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να γογγύζουμε και να δυσανασχετούμε, αλλά να αποδεχόμαστε με εγκαρτέρηση το γεγονός του θανάτου που εντάσσεται και αυτό μέσα στην πρόνοια και στο ενδιαφέρον του Θεού για τον άνθρωπο και είναι προς το συμφέρον του. Υπάρχουν για τον κάθε άνθρωπο συγκεκριμένα όρια ζωής, που τα έθεσε ο Θεός· Αυτός μας φέρνει στη ζωή, Αυτός ορίζει και το τέλος μας· «Θεός ο τα ημέτερα οικονομών, ο τας των χρόνων οροθεσίας εκάστω νομοθετών, ο αγαγών εις την ζωήν ταύτην, αυτός και μετέστησεν».

Πρέπει μάλιστα στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η θέση αυτή του Μ. Βασιλείου, περί του ότι ο Θεός έχει ορίσει την αρχή και το τέλος της ζωής κάθε ανθρώπου, που την διατύπωσε επιγραμματικά στην ομιλία «Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός», προκάλεσε στην χριστιανική γραμματεία ατέρμονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις που διήρκεσαν μέχρι και τον 15ο αιώνα και είχαν σαν αποτέλεσμα την συγγραφή πολλών έργων από πολλούς και μεγάλους Πατέρες και θεολόγους με θέμα το πως καθορίζονται τα όρια της ζωής. Είναι το γνωστό σε λίγους πρόβλημα «Περί όρων ζωής». Η σχετική διατύπωση του Μ. Βασιλείου στο έργο που αναφέραμε έχει ως εξής: «Θάνατοι δε επάγονται των όρων της ζωής πληρωθέντων, ους εξ αρχής περί έκαστον έπηξεν η δικαία του Θεού κρίσις, πόρρωθεν το περί έκαστον ημών συμφέρον προβλεπομένου».

Ο θάνατος λοιπόν, σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν έλθει, αποτελεί οικονομία του Θεού, την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποδέχεται όχι μόνο χωρίς γογγυσμό, αλλά και με ευγνώμονα διάθεση και με ευχαριστίες προς το Θεό, διότι είναι προς το συμφέρον και εκεί­νου που φεύγει από την ζωή αλλά και εκείνων που μένουν. Σε άλλο του έργο ο Μ. Βασίλειος, στην ομιλία του Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν ερμηνεύοντας το χωρίο του Αποστόλου Παύλου «Πάντοτε χαί­ρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», απαντά διά μακρών στην εύλογη ένσταση πώς είναι δυνατόν μία πονεμένη ψυ­χή να μην ξεσπά σε θρήνους και δάκρυα, αλλά να ευχαριστεί το Θεό, σαν να είναι ο θάνατος κάτι καλό και όχι κάτι δυσάρεστο και απορριπτέο;

Η απάντηση στο καίριο αυτό ερώτημα κορυφώνει την παραμυθητική επιχειρηματολογία των επιστολών συμπληρωμένη από όσα λέ­γει στην ομιλία που αναφέραμε. Φαίνεται ολοφάνερα ότι υπάρχει μία σοφή μεθοδολογία της πατερικής αντιμετωπίσεως των πενθούντων, η οποία αποβλέπει στην σταδιακή ανόρθωση και ενίσχυσή τους. Συμμετέχει εν πρώτοις κανείς στο πένθος και στη λύπη, γιατί αυτό δημιουργεί ψυχική εγγύτητα και οικείωση· ούτε επιχαίρουμε ούτε αδιαφορούμε για τον ξένο πόνο. Η συμμετοχή βέβαια αυτή πρέπει να είναι μετρημένη και αξιοπρεπής, να μη καταλήγει σε υπερβολές, με το να αντιγράφουμε και να μιμούμαστε τις εκδηλώσεις των πενθούντων από τη μια πλευρά ή από την άλλη πλευρά με επιτιμητικό ύφος και με επιπλήξεις για την αμαρτία και την ανταπόδοση να προσπα­θούμε να τους παρηγορήσουμε. Αυτό είναι πολύ φορτικό στους ταλαι­πωρημένους ψυχικά και δεν έχει καμμία επίπτωση παραμυθητική.

Αφού περάσει η έξαρση του πόνου, και όταν θα έχει υποχωρήσει το κακό, τότε πρέπει να ασχολείται κανείς με την παραμυθία των πονεμένων και των πενθούντων «συγχωρήσαντα κενά και άπρακτα εκβοήσαι και ολοφύρεσθαι ήδη του κακού υπανέντος τι και χαλάσαντος, τότε εμμελώς και πράως της παρακλήσεως άπτεσθαι».

Αυτή λοιπόν η προσεκτική, η εμμελής και γεμάτη πραότητα παραμυθία που περιλαμβάνει την συμμετοχή στο πένθος, την αποδοχή της προνοίας του Θεού με εγκαρτέρηση, χωρίς γογγυσμούς, φθά­νει στο σημείο να συνιστά και ευχαριστία προς το Θεό για το γεγο­νός του θανάτου. Πώς όμως κατοχυρώνει ο Μ. Βασίλειος την όντως χριστιανική αυτή αντιμετώπιση του θανάτου, ο οποίος αρπάζει αδιακρίτως νέους, μεσήλικες και ηλικιωμένους; Ποιά λογική και ποιά τάξη βρίσκεται πίσω από αυτά;

Παραδέχεται εν πρώτοις ο Μ. Βασίλειος ότι δεν μπορούμε οι άνθρωποι να εξηγήσουμε λογικά γιατί ο Θεός δεν έχει ορίσει για όλους τον ίδιο χρόνο ζωής, «αλλά άνισα τίθησιν ημίν του βίου τα πέρατα». Αυτό είναι ακατάληπτο, ακατανόητο, ενώ αντίθετα αποδεχόμαστε με κατανόηση τον θάνατο των γερόντων που ολοκλήρωσαν τον επί γης βιολογικό κύκλο. Ο πόνος για τον χωρισμό προσφιλών προ­σώπων επιτείνει τα ερωτηματικά. Γιατί συνέβη αυτό σε μένα, σε μας; Τί εξυπηρετεί αυτός ο θάνατος, σε τί ωφελεί αυτός ο επώδυνος χωρι­σμός; Ενώ όμως φαίνεται καταρχήν δύσκολη η απάντηση με καθαρώς ενδοκοσμικά και ανθρώπινα κριτήρια, είναι εύκολη, όταν στη­ρίζεται κανείς σε πνευματικά κριτήρια. Ακόμη και αν αγνοούμε τους λόγους και τις αιτίες των θλίψεων, και ο πόνος είναι δυσβάστακτος, πρέπει να τις αποδεχόμαστε, γιατί δεν οφείλονται, όπως είπαμε, ού­τε στην τυφλή και ανόητη τύχη ούτε στη δράση κάποιου κακού Θεού· εντάσσονται στο σχέδιο του Θεού ο οποίος με σοφία οικονομεί τα πάντα και από αγάπη για μας· όλα γίνονται για το συμφέρον και του αναχωρούντος από τον κόσμο, αλλά και αυτών που απομένουν.

Οι παραλαμβανόμενες από τον Θεό διά του θανάτου ψυχές ωφελούνται για δύο βασικώς λόγους. Εν πρώτοις, διότι η επί πλέον στη γη διαβίωση και παραμονή για όλες τις ηλικίες συντελεί στο να διαπράττουμε περισσότερες αμαρτίες, να γεμίζουμε από κακίες. Έπει­τα θα ήταν φοβερός ο θάνατος, αν περιορίζονταν οι ελπίδες μας μό­νο σ’ αυτήν την ζωή, οπότε το να έρχεται πιο γρήγορα θα ήταν δυσάρε­στο και λυπηρό, αφού μας στερεί από το να απολαύσουμε αυτήν την ζωή περισσότερο χρόνο. Η χριστιανική όμως ελπίδα επεκτείνεται πολύ περισσότερο, δεν περικλείεται στα όρια αυτής της ζωής, αλλά αποβλέπει στην μέλλουσα ζωή που είναι αιώνια, χωρίς τέλος. Για τους κατά Θεόν ζώντας η αληθινή ζωή αρχίζει μετά τον θάνατο, γι’ αυτό και δεν πρέπει να λυπούνται «ως και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα». Αλλά και όσοι απομένουν εδώ στη γη ωφελούνται από τον θάνατο προσφιλών τους προσώπων. Δεν στέλνει ο Θεός χωρίς λόγο, ματαίως τις θλίψεις. Δοκιμάζει με αυτές την υπομονή, την αγάπη και εμπιστοσύνη προς αυτόν, μας οδηγεί με αυτές προς την τελείω­ση, στο να γίνουμε καλύτεροι, αν τις δεχθούμε με την πρέπουσα υπο­μονή και με ευγνωμοσύνη. Όσοι υπομένουν με υπομονή το γεγονός του θανάτου και δεν δυσανασχετούν εναντίον του Θεού εξομοιούνται με τους μάρτυρες, θα λάβουν τον μισθόν των μαρτύρων, ενώ όσοι γογγύζουν ούτε μπορούν να διορθώσουν το κακό και επί πλέον με την αγνώμονα στάση τους απέναντι στο Θεό χάνουν την σωτηρία τους, καταστρέφονται: «Καταδεξώμεθα το συμβάν· δυσανασχετούντες γαρ ούτε το γενόμενον διορθούμεθα και εαυτούς προσαπόλλυμεν. Μη κατηγορήσωμεν της δικαίας κρίσεως του Θεού. Αμαθείς εσμεν ώστε τα άρρητα αυτού κρίματα δοκιμάζειν. Νυν σου λαμβάνει την δοκιμήν ο Κύριος της προς αυτόν αγάπης. Νυν πάρεστί σοι καιρός διά της υπομονής την μερίδα των μαρτύρων λαβείν».

Σε πολλά σημεία των παραμυθητικών επιστολών διατυπώνει αυτές τις σκέψεις, επιλέγουμε όμως την πιο περιεκτική· «Αι θλίψεις αύται ουκ αργώς τοις δούλοις του Θεού παρά του επισκοπούντος ημάς Κυρίου γίνονται, αλλ’ επί δοκιμασία της αληθινής προς τον κτίσαντα ημάς Θεόν αγάπης. Ως γαρ τους αθλητάς οι των αγώνων κάμα­τοι τοις στεφάνοις προσάγουσιν, ούτω και τους Χριστιανούς η εν τοις πειρασμοίς δοκιμασία προς την τελείωσιν άγει, εάν μετά της πρεπούσης υπομονής εν ευχαριστία πάση τα οικονομούμενα παρά του Κυρί­ου καταδεξώμεθα. Αγαθότητι Δεσπότου διοικείται τα πάντα. Ουδέν των συμβαινόντων ημίν ως λυπηρόν υποδέχεσθαι χρη, καν προς το παρόν άπτηται της ασθενείας ημών. Ει γαρ και τους λόγους αγνοούμεν, καθ’ ούς έκαστον των γινομένων ως καλόν παρά του Δεσπότου ημίν επάγεται· αλλ’ εκείνο πεπείσθαι οφείλομεν ότι πάντως συμφέρει το γινόμενον ή ημίν διά τον της υπομονής μισθόν, ή τη παραληφθείση ψυχή ίνα μη επί πλέον τη ζωή ταύτη επιβραδύνασα της εμπολιτευομένης τω βίω κακίας αναπλησθή. Ει μεν γαρ εν τη ζωή ταύτη η των Χριστιανών ελπίς περιώριστο, εικότως χαλεπόν αν ενομίσθη το θάττον διαζευχθήναι του σώματος· ει δε αρχή του αληθινού βίου τοις κατά Θεόν ζώσιν εστι το των δεσμών τούτων των σωματικών την ψυχήν εκλυθήναι, τί λυπούμεθα, “ως οι μη έχοντες ελπίδα”»;

Η πιο δυσπαράδεκτη βέβαια απάντηση βρίσκεται στους προώρους θανάτους των παιδιών, των νέων ανθρώπων, που φεύγουν πριν από την ώρα τους, και προκαλούν ιδιαίτερα στις μητέρες πολύ μεγαλύ­τερο πόνο από τον πόνο του τοκετού. Πώς λοιπόν να αφήσει το κλάμμα και να ευχαριστήσει το Θεό; «Πώς καταλιπούσα τους θρήνους, ευ­χαριστίας φωνάς αναλάβει;». Εν πρώτοις πρέπει να αναλογιζόμαστε ότι για το παιδί κοντινότερος συγγενής και από τον πατέρα και από την μητέρα είναι ο Θεός, και πιό συνετός προστάτης και κηδεμών και οικονόμος της ζωής του. Είναι παράλογο να μην επιτρέπουμε στο Θεό να φροντίζει αυτός με τη σύνεση και τη σοφία του τα δικά του παιδιά και να αγανακτούμε σαν να στερούμαστε αποκλειστικά δικά μας πρό­σωπα. Χρησιμοποιείται και εδώ, κατάλληλα προσαρμοσμένο, το παραμυθητικό επιχείρημα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, σύμ­φωνα με το οποίο ιδιοκτήτης όλων των επί γης πραγμάτων και των ανθρώπων είναι ο Θεός· στους ανθρώπους δίνονται όλα από το Θεό ως δάνειο για να επιστρέψουν πάλι σ’ αυτόν. Το διετύπωσε αυτό σα­φέστατα η Αγία Γραφή λέγοντας «Του Κυρίου η γη και το πλήρω­μα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή».

Στους ανθρώπους φαίνεται ακατάληπτος και δυσερμήνευτος ο λόγος για τον οποίο ο Θεός «άνισα τίθησιν ημίν του βίου τα πέρατα», δεν δίνει σε όλους τον ίδιο χρόνο ζωής, αλλά άλλοι φεύγουν ενωρίς και άλλοι αφήνονται περισσότερο χρόνο για να ταλαιπω­ρούνται στον οδυνηρό αυτό βίο. Μπορούμε και εδώ να εντοπίσου­με χρήση του αρχαιοελληνικού παραμυθητικού παραδείγματος ότι ο ανθρώπινος βίος είναι δυστυχής, είναι γεμάτος από δεινά, και επο­μένως ο θάνατος σώζει από τις συμφορές της ζωής. Στον πατέρα του φοιτητού γράφει, ότι το ότι έφυγε πρόωρα, πριν χορτάσει τη ζωή και αναδειχθεί κοινωνικά και κάνει παιδιά και οικογένεια, αυτά δεν πρέπει να αυξάνουν το πένθος, αλλά αντίθετα συντελούν πιο πολύ στην παρηγορία. Πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό που δεν άφησε ορφα­νά παιδιά, γυναίκα χήρα που θα παραδινόταν σε μακροχρόνια θλί­ψη ή που θα συζούσε στη συνέχεια με άλλον άνδρα και θα παραμε­λούσε τα παιδιά από τον προηγούμενο γάμο. Το γεγονός έπειτα ότι δεν έζησε ο νέος πολλά χρόνια, αυτό πρέπει να το θεωρούμε ότι είναι το μεγαλύτερο από τα αγαθά. Φαίνεται παράξενη αυτή η θέση, σή­μερα μάλιστα που κυριαρχεί η αντίληψη για την μακροζωία ότι είναι πολύ μεγάλο αγαθό και όλοι ευχόμαστε «χρόνια πολλά» και δια­πιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η υγεία, «πάνω από όλα η υγεία», γιατί η ασθένεια οδηγεί στον θάνατο. Ο Μ. Βασίλειος εκφράζοντας την χριστιανική αντίληψη για την παρούσα ζωή, πως αυτή αποκτά νόημα και αξία, όταν χρησιμοποιείται για την σωτη­ρία και την αγιότητα, ενώ αντίθετα είναι επιζήμια, όταν είναι γεμάτη από κακίες και πάθη, λέγει αποφθεγματικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ροπή των ανθρώπων στην αμαρτία, ότι όσο πιο πολύ ζει κανείς τόσο πιο πολλές αμαρτίες διαπράττει· «η γαρ επί πλείον ενταύθα διατριβή πλειόνων κακών εστιν αφορμή». Ο νέος που έφυγε ευεργετήθηκε, γιατί δεν έκανε κακό στη ζωή του, δεν έμπλεξε σε δολο­πλοκίες και σε συμμαχίες με πονηρούς ανθρώπους ούτε αναμίχθηκε στις κακίες της αγοράς, δεν είπε ψέμματα, δεν φάνηκε αγνώμων, φι­λήδονος, σαρκολάτρης, δεν σπιλώθηκε γενικώς από τις κηλίδες της αμαρτίας, αλλά έφυγε καθαρός με πολύ καλές προοπτικές. Δεν τον έκρυψε η γη, αλλά τον υποδέχθηκε ο ουρανός· «Ου γη κατέκρυψε τον αγαπητόν, αλλ’ ουρανός υπεδέξατο». Η φράση αυτή πέρασε και στον ύμνο που ψάλλει η Εκκλησία προς τους αγίους μάρτυρες. «Πανεύφημοι μάρτυρες υμάς ουχ η γη κατέκρυψεν αλλ’ ουρανός υπεδέξατο». Δεν παραλείπει ο Μ. Βασίλειος στις περιπτώσεις θανάτου τέ­κνων να επικαλεσθεί το παράδειγμα του πολύαθλου Ιώβ, που είδε την ίδια στιγμή να πεθαίνουν τα δέκα του παιδιά από την πτώση της στέγης του σπιτιού και όμως ο μεγάλος εκείνος αθλητής της υπο­μονής δεν γόγγυσε, δεν δυσανασχέτησε, αλλά μέσα στην υπερβολι­κή εκείνη συμφορά, είπε τα περίφημα εκείνα λόγια που αποτελούν καλό μάθημα για όλους· «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο· ως τω Κυρίω έδοξεν ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας». Αναφέρει επίσης το παράδειγμα της μητέρας των επτά Μακκαβαίων παίδων, η οποία βλέποντάς τους να οδηγούνται στο μαρτύριο, ούτε στέναξε, ούτε έχυσε αγενές δάκρυο, αλλά τους προέπεμψε με ευχαριστίες προς το Θεό.

Δεν αποστερούνται οι γονείς τα παιδιά τους, όταν πεθαίνουν· τα επιστρέφουν σε κείνον που τους τα έδωσε. Δεν καταστρέφεται, δεν αφανίζεται η ζωή τους αλλά μεταβάλλεται προς το καλύτερο. Λίγος είναι ο χρόνος της αναμονής και του χωρισμού· το ίδιο κατάλυμα μας περιμένει· εκεί θα συναντηθούμε· έστω και αν ο ένας φεύγει νωρίτερα και ο άλλος αργότερα. Αρκεί εμείς που μένουμε να μιμηθούμε την αγνότητα και καθαρότητα των νέων που φεύγουν, για να αξιω­θούμε και εμείς την ίδια ανάπαυση.

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η επιχειρηματολογία στις περιπτώσεις του θανάτου ενός από τους συζύγους. Στον άνδρα που έχασε την γυναίκα του γράφει εν πρώτοις ότι λυπήθηκε πολύ, όταν σκέφθηκε ότι η κοινότης των ευσεβών έχασε ένα ηγετικό μέλος της, αλλά και διότι αντιλαμβάνεται ότι ένα σπίτι προηγουμένως χαρούμενο, ξαφνι­κά μετέπεσε σε κατήφεια και σε θλίψη, και μία συζυγία αρμονική διαλύθηκε πιο γρήγορα από όνειρο. Έμοιαζαν και ταίριαζαν τόσο πολύ, ώστε στον ένα καθρεπτιζόταν η αρετή του άλλου. Γι’ αυτό και ο επιζών πρέπει μέσα στον πόνο να κρατήσει ψηλά την αξιοπρέπεια και μεγαλοψυχία του και να μη δυσανασχετεί, γιατί τώρα στερείται το αγαπημένο του πρόσωπο, αλλά να ευγνωμονεί τον Θεό, γιατί του εδώρησε από την αρχή μία τόσο προικισμένη σύζυγο. Γιατί ο μεν θάνατος είναι κοινός στους ανθρώπους, το να συμβιώσει όμως κανείς με αγαθή γυναίκα είναι προνόμιο λίγων ανθρώπων που μακαρίζον­ται από το Θεό. Άλλωστε και το ότι υποφέρει και λυπάται για το χωρισμό είναι και αυτό δείγμα της μεγάλης αυτής δωρεάς του Θεού, αφού υπάρχουν πολλοί που ανακουφίζονται, όταν πεθαίνει ο σύζυ­γος ή η σύζυγος σε περιπτώσεις αταίριαστων γάμων. Ο ίδιος ο γά­μος άλλωστε δόθηκε από το Θεό ως μία παρηγοριά για τον θάνατο· «επεί και ο γάμος αυτός του αποθνήσκειν εστι παραμυθία». Επειδή δηλαδή λόγω της αμαρτίας εισήχθη ο θάνατος, και δεν ήταν πλέον δυνατόν να παραμένει ο άνθρωπος εν τη ζωή, ο Θεός ως δημιουργός επενόησε την διά του γάμου διαδοχή των γενεών, ώστε να εξασφαλίζεται η διάρκεια της ζωής. Δεν πρέπει να στεναχωρούμεθα, όταν φεύ­γει γρήγορα ένα μέλος της συζυγίας, όχι μόνο γιατί έτσι γλυτώνει από πολλές κακίες και αμαρτίες, αλλά και γιατί έφυγε σε νεαρή ηλικία, ως άνθος που ακόμη ήταν ευώδες και ποθητό. Πορεύθηκε πιο γρήγορα σε δρόμο που και εμείς θα βαδίσουμε και αυτό δεν είναι ά­ξιο οδυρμών, γιατί μπορεί εμείς που μένουμε να είμαστε σε χειρότε­ρη θέση, αν με το να ζήσουμε περισσότερο περιπέσουμε σε περισσότε­ρες αμαρτίες και τιμωρηθούμε ως εκ τούτου περισσότερο.

Στην σύζυγο του Βρίσωνος γράφει ότι η ευαίσθητη φύση της είναι εύλογο να την κάνει να πονά, να υποφέρει, και να αισθάνεται σαν δι­χοτομημένη με τον χωρισμό του συζύγου, αφού κατά την διδασκα­λία του Κυρίου, άνδρας και γυναίκα δεν είναι πλέον δύο, αλλά ένα σώμα, από το οποίο με τον θάνατο αποκόπτεται το μισό. Επαναλαμ­βάνει και εδώ το επιχείρημα ότι πρέπει να ευχαριστεί το Θεό, για­τί αξιώθηκε να ζήσει με τέτοιο άνδρα, την απουσία του οποίου αισθάνονται όλοι, ο ίδιος ο βασιλεύς, οι ανώτεροί του, οι στρατιώτες. Έφυγε αυτός ο γενναίος άνδρας από τη ζωή αήττητος, πριν τον νι­κήσει κάποια ασθένεια ή τον μαράνει ο χρόνος, αλλά πάνω στην ακμή της ηλικίας του και μέσα στη δόξα των πολεμικών κατορθωμάτων. Η θύμηση των αρετών του είναι αρκετή παρηγοριά του πόνου, όπως επίσης και τα παιδιά που άφησε σαν έμψυχες εικόνες για να αναπληρώ­νουν την απουσία του. Η ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών απο­σπά το νου από τα λυπηρά, και η μέριμνα του πώς θα περάσει κα­νείς τον υπόλοιπο χρόνο χριστιανοπρεπώς αποτελούν καλή ασχολί­α των λογισμών. Έτσι η χηρεύσασα θα γίνει και καλό παράδειγμα για τις άλλες συνομήλικες χήρες γυναίκες για τον κατ’ αρετήν βίο.

Προς την σύζυγο του Αρινθαίου γράφει μεταξύ άλλων ότι λυπήθη­κε ιδιαιτέρως αναλογιζόμενος την τιμή που έτρεφε προς τον ίδιο αλ­λά και την παντοειδή προς την Εκκλησία προστασία στους αγώνες εναντίον των αιρετικών. Ο χρόνος βέβαια είναι ικανός να απαλύνει τον πόνο και να δώσει διέξοδο στους λογισμούς. Είναι πάντως χρήσι­μη ιδιαίτερα σ’ αυτές τις περιπτώσεις η διδασκαλία της Αγίας Γρα­φής. Το ότι στερήθηκε τον άνδρα της είναι κοινή τύχη με άλλες ομοιο­παθείς γυναίκες, εις το ότι όμως είχε τέτοιο άνδρα καμμία άλλη γυ­ναίκα δεν μπορεί εξ ίσου να σεμνύνεται. Δεν πρέπει λοιπόν να αγα­νακτεί για την στέρησή του, αλλά να ευγνωμονεί τον Θεόν, γιατί έζησε όσο επέτρεψε ο Θεός από την αρχή μαζί του. Ήταν πράγματι υπόδειγμα ανθρώπου· όλων τα μάτια εστρέφοντο προς αυτόν, και ό­λοι διηγούντο τα κατορθώματά του στους πολέμους, που έμοιαζαν με απίστευτους μύθους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι πέθανε ο Αρινθαίος. Έφυγε πάντως με υπερηφάνεια και δόξα, χωρίς να καμ­φθεί από τα γηρατειά ή από κάτι άλλο. Μέγας στην παρούσα ζωή, μέγας και στην μέλλουσα. Δεν τον εζημίωσαν σε τίποτε τα κοσμικά αξιώματα, αφού προς το τέλος της ζωής του καθάρισε την ψυχή του από κάθε κηλίδα με το Αγιο Βάπτισμα. Αυτό που χρειάζεται τώρα η πενθούσα σύζυγος είναι να μετατοπίσει τις φροντίδες και τα ενδιαφέροντά της από τα παρόντα στα μέλλοντα και να αξιωθεί με αγαθά έργα να καταλάβει και αυτή τον ίδιο τόπο της αναπαύσεως. Πρέπει να αντιμετωπίσει με εγκαρτέρηση το θάνατο για να στηρίξει την γερόντισσα μητέρα και τη νεαρή κόρη, στις οποίες απέμεινε η μόνη πα­ρηγοριά. Να γίνει υπόδειγμα ανδρείας και στις άλλες γυναίκες και να μετρήσει κατά τέτοιο τρόπο τον πόνο, ώστε ούτε να τον διώξει παντελώς από την καρδιά της, ούτε να αφήσει την λύπη να την κατα­πιεί. Και κοντά σε όλα αυτά να υπολογίζει στον μισθό της υπομονής, τον οποίο υποσχέθηκε ο Χριστός ως ανταπόδοση των πράξεών μας.

5. Τα σημαντικώτερα παραμυθητικά επιχειρήματα

[Σημ.: Παράθεση κειμένων του Μεγάλου Βασιλείου και σχετικές παραπομπές θα βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο απ’ όπου και το παρών απόσπασμα]

α. Ο άνθρωπος γεννιέται θνητός. Δεν εξαιρείται κανείς

β. Και η κτίσις θνητή: Ο ουρανός, η γη, τα άστρα

γ. Ούτε αναλγησία και απάθεια, ούτε όμως υπερβολική λύ­πη. Μετρημένος πόνος, μετριοπάθεια

δ. Η πρόνοια του Θεού και στον θάνατο· ούτε τύχη, ούτε πεπρωμένο, ούτε κακός Θεός

ε. Τα όρια της ζωής τα ορίζει ο Θεός με σοφία. Οι άνθρωποι αδυνατούμε να καταλάβουμε

στ. Η συμβίωση δημιουργεί οικειότητα. Να ευχαριστούμε το Θεό για όσο διάστημα μας εχάρισε αγαπητά πρόσωπα

ζ. Ο θάνατος νέων ανθρώπων ευεργεσία και γι’ αυτούς που φεύγουν και γι’ αυτούς που μένουν

η. Ο θάνατος δεν είναι τέλος, αλλά αρχή της αληθινής ζωής. Θα συναντηθούμε όλοι εκεί

θ. Παράδειγμα ο Ιώβ και η μητέρα των Μακκαβαίων

ι. Με ανδρεία τον πόνο, για το καλό των συγγενών μας και των άλλων

ια. Φυλακή το φθαρτό σώμα. Είναι καλύτερα χωρίς αυτό

ιβ. Με την προσευχή ο Θεός στέλνει παρηγοριά και ανακούφιση

Επίλογος

Τελειώνοντας επιθυμώ να τονίσω ότι και στον χώρο αυτό της συγγραφής των παραμυθητικών επιστολών κατόρθωσαν οι Καππαδόκες Πατέρες να αξιοποιήσουν τα αγαθά της αρχαιοελληνικής παιδεί­ας και να την συνεχίσουν, πλουτισμένη και μεταμορφωμένη μέσα στο φως του Ευαγγελίου, ως ελληνοχριστιανική παιδεία. Τα παραμυθη­τικά επιχειρήματα της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως και φιλοσοφίας, όσα δεν σχετίζονται με την πλάνη της ειδωλολατρείας και τις αδυνα­μίες του αυτόνομου φιλοσοφικού στοχασμού, παραλαμβάνονται και χρησιμοποιούνται, ενώ διατυπώνονται πολλά νέα ισχυρότατα επιχει­ρήματα από την διδασκαλία του Χριστού, των Αποστόλων και των Αγίων. Σφραγίζονται μάλιστα από προσωπικά βιώματα και εμπειρί­ες των Μεγάλων Καππαδοκών Αγίων, που εδοκίμασαν οι ίδιοι σε περιπτώσεις συγγενικών και φιλικών τους προσώπων τον πόνο και την δοκιμασία του θανάτου. Ο Μ. Βασίλειος εδοκίμασε ο ίδιος την πικρή γεύση του θανάτου του πατρός του εν πρώτοις· σε πολύ νεαρή ηλικία κατόπιν του χαριτωμένου αδελφού του Ναυκρατίου, τον οποίο ακολούθησε και ο θάνατος της μητέρας του για τον οποίο γράφει προς τον Ευσέβιο, επίσκοπο Σαμοσάτων· «Και τώρα αυτήν που είχα μοναδική παρηγοριά στη ζωή μου, την μητέρα, την στερήθηκα λόγω των αμαρτιών μου. Και μη με κοροϊδεύεις, γιατί σε τέτοια ηλικία θρηνώ για την ορφάνια· να με συγχωρήσεις, γιατί δεν μπορώ να αντέξω τον χωρισμό εκείνης, της οποίας τίποτε αντάξιο δεν βλέπω ανάμε­σα σ’ αυτούς που έμειναν». Εφήρμοσε ο ίδιος όσα εδίδαξε περί του ότι η αναλγησία και η απάθεια είναι αφύσικη και αντιανθρώπινη, ενώ η μετριοπάθεια φυσική και δικαιολογημένη. Ύψωσε συγχρό­νως την εσχατολογική προσδοκία και την ελπίδα της συναντήσεως των αγαπημένων προσώπων σε αποτελεσματικό φάρμακο του πό­νου για τους Χριστιανούς που πιστεύουν και ελπίζουν σε σχέση με τους λοιπούς «τους μη έχοντας ελπίδα».

(Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Θεοδώρου Ζήση, «Ηθικά Κεφάλαια»)