Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Η Ιεραποστολή της Ορθοδοξίας Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός


Πῶς θά μπορούσαμε νά ὁρίσουμε,  συμβατικά βέβαια τήν Ὀρθοδοξία;  Θά λέγαμε, ὅτι εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς  παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀκτίστου δηλαδή, μέσα στόν ἱστορικό χρόνο, καί ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ (ἀνθρώπου) νά  ἑνωθεῖ μέ τό Θεό, νά γίνει Θεός «κατά χάριν». Θεμέλιο αὐτῆς τῆς δυνατότητας εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, «ἡ ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη» ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει αὐτή τήν δυνατότητα σέ κάθε ἄνθρωπο, διότι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. 2, 4).

Στήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, τή θέωση, καλεῖ ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν ἱεραποστολή  της. Δέν προσφέρει ἁπλά μία ἠθική βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά πραγματοποιεῖ τήν ἀναδημιουργία καί ἀνάπλασή του μέ τήν πλήρη καί «ὁλοτελῆ» (Α΄ Θέσσ. 5, 23) ἔνταξή του στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά γίνει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν πνευματικό του ἀγώνα «καινή κτίσις» (Β΄ Κορ. 5, 17).
Ὁ στόχος αὐτός πραγματοποιεῖται μέ μιά διαδικασία, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν «θεραπεία» τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἀποκατάσταση δηλαδή τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό, στήν καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποκαλύπτεται στήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας, εἶναι ἕνα παγκόσμιο θεραπευτήριο, «ἰατρεῖον πνευματικόν», ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (+407).
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ ἀρρώστια, ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος; Πρῶτα, ἡ ἀρρώστια αὐτή ἀφορᾶ σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς κάθε εἴδους διαφορές, πού δημιούργησε στό πέρασμα τῶν αἰώνων ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι, ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἴσοι ἀπέναντι στόν Θεό καί μποροῦν νά δεχθοῦν τή σωτηρία, πού ὁ Θεός προσφέρει. Ἡ ἀρρώστια, πού εἶναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5, 12: «εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθε»), εἶναι τό γεγονός τῆς πτώσης ὅλου του ἀνθρωπίνου γένους.
Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας μιλεῖ γιά ἕνα μνημονικό σύστημα, τήν καρδιακή
ἤ νοερά μνήμη, πού ὅμως τήν ἀγνοεῖ ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, διότι δέν ἔχει τά κατάλληλα ὄργανα γιά νά τήν προσδιορίσει. Ἡ καρδιά μας, λέγουν οἱ Ἅγιοι, δέν εἶναι μόνο ἀντλία τοῦ αἵματος.
Πέρα ἀπό τή φυσική αὐτή λειτουργία της ἔχει καί μιά ὑπερφυσική, ὅπως τό περιγράφει σαφέστατα στό «Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο» του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὑπό ὁρισμένες προϋποθέσεις ἡ καρδιά λέγεται ὁ χῶρος κοι- νωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, τοῦ κτιστοῦ μέ τόν Ἄκτιστο. Ὅταν ἐπανεύρει τήν ὑπερφυσική της λειτουργία ἡ καρδιά, γίνεται ὁ χῶρος, μέσα στόν ὁποῖο ἐνεργοποιεῖται ὁ «νοῦς» ὄχι ἡ διάνοια, πού ἑδράζεται καί λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο. Ὁ «νοῦς» ὀνομάζεται στή Γραφή «πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου» καί στήν πατερική παράδοση ἀπαντᾶ ὡς «νοῦς». Εἶναι ὁ «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς», ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος φθάνει στή θέα τοῦ Θεοῦ (θεοπτία). Τότε (ἐπί)κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀληθινά μέ τό Θεό. Ἡ νοερά λειτουργία πραγματοποιεῖται ὡς «ἀδιάλειπτη προσευχή» μέσα στήν καρδιά (πρβλ. Α΄ Θέσσ. 5, 17). Τό ἅγιο Πνεῦμα τότε προσεύχεται - «λειτουργεῖ» μέσα στήν καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4, 6 Ρωμ. 8, 26 Α΄ Θέσσ. 5, 19). Αὐτό ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας «μνήμη Θεοῦ».
Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔλεγε «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον», διότι στήν πράξη ἡ προσευχή στήν καρδιά («εὐχή») συνδέεται μέ τήν ἀναπνοή, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ κόσμος τῆς ὀρθόδοξης ἄσκησης. Ὅταν μέ τήν ἄσκηση φθάσει ὁ ἄνθρωπος στή «μνήμη τοῦ Θεοῦ», ὡς καρδιακή καί ὄχι διανοητική λειτουργία, τότε ἀποκτᾶ αἴσθηση τῆς «ἐνοίκησης» τοῦ Θεοῦ μέσα του (Ρωμ. 8, 11). Ἡ ἀπουσία τῆς λειτουργίας ἤ ἡ ὑπολειτουργία τῆς νοερᾶς αὐτῆς λειτουργίας (τοῦ «νοῦ» δηλαδή, ὅπως δηλώθηκε παραπάνω) μέσα στήν καρδιά εἶναι ἡ σωτηρία, πού προσφέρεται σέ ὅλους τους ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς μέ τήν ἱεραποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ.

Η «Νέα Εποχή» και ο διπλός Οικουμενισμός (πολιτικός και θρησκευτικός) Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός


Η ΕΠΟΧΗ μας σφραγίζεται καθοριστικὰ ἀπὸ μιὰ νέα ἱστορικὴ συγκυρία, τὴ Νέα Παγκόσμια Τάξη πραγμάτων καὶ τὴν ἀνάδυση στὸ παγκόσμιο προσκήνιο μίας νέας παγκόσμιας Μονοκρατορίας τῆς Pax Americana, πού μεταφέρει τὸν κόσμο, ἀναδρομικά, στὴν ἑνότητα τῆς Pax Romana καὶ σ᾽ ὅ,τι αὐτὴ μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο.
Ἡ ἀνθρωπότητα ἐντάχθηκε σ' ἕνα παγκόσμιο σύστημα πολιτικῆς καὶ ἀξιῶν, πού ἐλέγχει καὶ διαμορφώνει καθολικά, μέσῳ τῆς ἑνιαιοποιημένης παιδείας καὶ τῶν κατευθυνόμενων Μ.Μ.Ε., τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, ὡς πλανητικὸ ἄνθρωπο καὶ πλανητικὴ-ὁλιστική κοινωνία. Τὸ Internet-Διαδίκτυο ἰδιαίτερα, ἑνοποιεῖ τὸν κόσμο μας, τεκμηριώνοντας αὐτό, πού ἐμπεριέχει ὁ ὅρος παγκοσμιοποίηση (Globalization). Καὶ εἶναι θεμιτὸ νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐλπιδοφόρο λόγο τοῦ Χριστοῦ μας «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν (Ἰω. 10,18), τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: ὑπὸ ποῖον ποιμένα;
Ἡ Νέα Τάξη συνδέεται ἀποκρυφιστικά, μὲ τὴ Νέα Ἐποχὴ (New Age), τὴν ὑδροχοϊκὴ περίοδο τῆς ἱστορίας, πού διαδέχθηκε, ὅπως λέγουν, τὴν ἐποχὴ τοῦ «Ἰχθύος», δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἱστορικῆς περιόδου, πού σφραγίζεται ἀπὸ τὴν μορφή Του. Καὶ ὀφείλω νὰ ζητήσω συγγνώμη, πού ἐπικαλοῦμαι καὶ τὴν ὀπτική τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, δικαιώνομαι πάντως, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι τῶν πολιτικῶν Ἡγετῶν καθοδηγοῦνται ἀπὸ ἀστρολόγους.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιτρέπεται ἕνας ἱστορικὸς παραλληλισμός: Στὶς 11.5.330 μ.Χ ἀναδύθηκε ἕνα νέο ἱστορικὸ μέγεθος, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, πού ὑποστασιωνόταν μὲ τὸ τρίπτυχο: ἐκχριστιανισμένος ρωμαϊκὸς κρατικὸς φορέας- ἑλληνικὸς πολιτισμὸς/παιδεία καὶ χριστιανικὴ  ὀρθοδοξία, ἡ ψυχὴ καὶ ζωοποιός δύναμη τοῦ νέου αὐτοῦ παγκόσμιου μορφώματος. Ἡ σημερινὴ Νέα Ἐποχή, ὡς παγκόσμια αὐτοκρατορία, ἀνατρέπει καὶ ὑποκαθιστᾶ τὸ παλαιὸ μὲ τὸ δικό της τρίπτυχο: παγκόσμια πολιτικὴ ἐξουσία τῶν Η.Π.Α., παγκόσμιος πολιτισμός, μέ τήν ἐπιβολή καί ἐπικράτηση τοῦ δυτικοῦ-φράγκικου πολιτισμοῦ, καὶ παγκόσμια θρησκεία, ὡς Πανθρησκεία, γιὰ τὴν διαμόρφωση ὁλιστικῆς συνειδήσεως πάνω στὴν πανθεϊστικὴ βάση: Ὅλοι ἕνα-ὅλοι Θεός! Μέσα στὴν πολυωνυμία τοῦ (ἀναμενόμενου;) Ὑδροχοϊκοῦ Μεσσία ἀθετεῖται ἡ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου στὴ δυνατότητα σωτηρίας ὡς θεώσεως (πρβλ. Πράξ. «4,12: οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳοὐδενί ἡ σωτηρία»),διότι ὁ ΜΟΝΟΣ σωτήρας εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς συνιστᾶ ἔτσι, πρόκληση οὐσιαστικὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὄχι θεολόγος, ἄλλα διεθνολόγος, ὁ καθηγητὴς Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, περιέγραψε τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα ὡς «κυριαρχία ἑνὸς ἀνάρχου διεθνοῦς συστήματος, μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὴν ἀστάθεια, ρευστότητα, τὴν ἀνασφάλεια, τὸν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων, ἀλλά καὶ τὴν ἀνικανότητα τοῦ διεθνοῦς Ὀργανισμοῦ νὰ ἀποτρέψει συγκρούσεις καὶ πολέμους, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ ἐπιβάλει τὴν τάξη» (στὸν τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 248). Κατὰ τὸν ἴδιο, «ἡ ἀνθρωπότητα ἤδη βιώνει τὴν τραγωδία τῆς μετάβασης σ' ἕνα ἐξαιρετικὰ ἀβέβαιο μέλλον». Ἡ τραγωδία αὐτὴ ἀποκαλύφθηκε σήμερα μὲ τὴν ἐπιβαλλόμενη ἀπό τούς ἰσχυροὺς τῆς γῆς παγκόσμια οἰκονομική κατάρρευση.
Ἡ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη ἀπώλεσε πᾶσαν σχέσιν μέ τόν Χριστιανισμόν
2. Στὸ πλαίσιο διαμορφώσεως τῆς Νέας Ἐποχῆς ἐντάσσεται καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνοποίηση ἢ Ὁλοκλήρωση, ἡΕὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.Οἱ ἐπιφανειακὲς -καὶ κυρίως φαινομενικὲς- συγκρούσεις (π.χ. Η.Π.Α. καὶ Ε.Ε) δὲν σημαίνουν καὶ οὐσιαστικὲς διαφοροποιήσεις, ἀλλά ἐκφράζουν ἀντιθέσεις συμφερόντων καὶ ἱστορικοῦ ρόλου. Πρέπει δὲ νὰ δηλωθεῖ, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξος Ἕλληνας, ζυμωμένος μὲ τὴν οἰκουμενικὴ ὀρθόδοξη οἰκουμενικότητα, ἔβλεπα ὡς ὑπέροχο ἐπίτευγμα καὶ ἀδήριτη ἀνάγκη τὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα, ὡς Εὐρώπη ὅμως τῶν Λαῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν τους. Κείμενα ὅμως καὶ πράξεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης ἀπεκάλυψαν ὅτι ἀπώτερος στόχος εἶναι ἡ ἑνιαία πολιτισμική, ἱστορικὴ καὶ κρατικὴ συνείδηση γιὰ τὴ δημιουργία, τελικά, τοῦ ἑνιαίου εὐρωπαίου ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς παιδείας. Εἶναι δὲ ἤδη ἐμφανής, καὶ λόγῳ τῆς ἀδρανοποίησης τῶν δικῶν μας ἐσωτερικῶν ἀντιστάσεων, ἡ μονοδρομικὴ «μετακένωση» ἀπὸ τὶς χῶρες, πού συνιστοῦν τὸ Εὐρωπαϊκὸ «Διευθυντήριο», μὲ ἐξ ἴσου ἐμφανῆ τὴν προϊοῦσα ἀπορρόφηση (=ὑποδούλωση) τῶν μικρότερων λαῶν ἀπὸ τὴ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη, πού ἔχασε τελικὰ κάθε σχέση ὄχι μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καὶ μὲ τὸν Χριστιανισμό. Ἡ πολιτικὴ δὲ σύγκλιση τῆς

Επιστήμη και ηθική σε περιόδους κρίσης Γράφει ο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός


α) Ἡ κρίση
Στὴν πορεία του ὁ κόσμος ἔχει γνωρίσει πολλὲς κρίσεις. Ἡ κρίση στὴν οὐσία της εἶναι ἡ ἀνατροπὴ τῶν κανονικοτήτων τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, μὲ ἀνωμαλίες καὶ δυσχέρειες, συχνὰ ἀδυσώπητες, καὶ πολυειδεῖς κινδύνους.
Ἡ κρίση γίνεται περισσότερο αἰσθητή, ὅταν σχετίζεται μὲ οἰκονομικὰ προβλήματα. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο οἰκονομική, διότι μὲ αὐτὴν διασαλεύεται ὅλη ἡ κοινωνικὴ τάξη, σὲ ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴν ἠθικὴ σφαῖρα, ποὺ διέπει τὶς δομὲς μίας κοινωνίας.
Ἡ σημερινὴ κρίση, ποὺ διερχόμεθα ὡς Ἕλληνες, ἔχει κύριο αἴτιο κατὰ γενικὴ ὁμολογία τὴ χρεωκοπία τῆς ἡγεσίας, κυρίως τῆς πολιτικῆς, ποὺ ὑπηρετεῖ τὰ συμφέροντα τῆς νέας παγκόσμιας τάξης, στὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία της εἰς βάρος τῆς εὐστάθειας τῆς Χώρας. Γενικὴ εἶναι ἡ συναίσθηση, ὅτι ζοῦμε σὲ ἕνα κόσμο «τραγικὰ παράλογο καὶ παράλογα τραγικό», ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν βαναυσότητα τῆς μετανεωτερικότητας, παρόλη τὴ μεγαλαυχία καὶ μεγαλοστομία της. Ὁ πολιτισμὸς τῆς μετανεωτερικῆς κοινωνίας κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν ἄκρατο ὠφελιμισμό, τὴν ἀπληστία καὶ κατὰ συνέπεια τὴν ἀδικία, τὴν εἰδωλολατρία δηλαδὴ τῆς φιλαργυρίας (πρβλ. Α´ Τιμ. 6,10), καὶ γι᾽ αὐτὸ καταντᾶ «πολιτισμὸς » ἀφιλάνθρωπος.
Κάθε κρίση, ἀτομικὴ ἢ κοινωνική, γιὰ ἕνα ἱστορικὸ θεολόγο εἶναι πάντα συνέπεια τῆς πτωτικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς του ἀλλοτρίωσης, διότι, ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, «χωρὶς Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται». Κυρίαρχο θέμα τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰώνα εἶναι ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ», ποὺ σημαίνει τὴν ἀποσύνδεση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ δαιμονοποίηση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
Κατὰ τὸ νεώτερο Ἅγιο π. Ἰουστῖνο (Πόποβιτς) «ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννησιν ἕως σήμερον μετεβλήθη εἰς ἐργαστήριον ρομπότ... Δὲν ὑπῆρξεν ἐπὶ τοῦ πλανήτου... ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ εὐρωπαϊκὸ ρομπότ... Ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸν καὶ χωρὶς ψυχὴν... Ἀφοῦ ἐφόνευσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴν μέσα του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου… βαθμηδὸν αὐτοκτονεῖ, διότι ἡ αὐτοκτονία εἶναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς θεοκτονίας».
Εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὅτι ἡ κατάσταση τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα σὲ σχέση μὲ παλαιότερες κρίσεις, διότι ἡ Χώρα μας συμμετέχει σὲ μία Οἰκονομικὴ καὶ Νομισματικὴ Ἕνωση καὶ ἐντάχθηκε σ᾽ αὐτήν, ὅπως διατείνονται οἱ Πολιτικοί μας Ἡγέτες, γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ εὐημερία της. Καὶ ὅμως ἀπὸ τὴν προσδοκώμενη κοινωνία ἀπόλαυσης, προέκυψε μία κοινωνία δυσπραγίας, ἀθλιότητας καὶ φόβου. Μολονότι ὁ νεοφιλελευθερισμός ἔχει ἀποβεῖ ἡ θρησκεία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ 20% τοῦ παγκόσμιου πληθυσμοῦ νὰ κατέχει τὸ 83% τοῦ παγκόσμιου πλούτου. Ἡ Εὐρώπη κατάντησε τριτοκοσμικὴ στὸ νότιο μέρος της, ἐνῶ καλπάζει ἡ φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση ἔχει ἐπιπτώσεις σ᾽ ὅλους τούς χώρους τοῦ δημόσιου βίου καὶ σ᾽ ὅλες τὶς δομὲς του (παιδεία, ὑγεία, οἰκογένεια, νεολαία, μέχρι καὶ τὴν οἰκολογία). Ἰδιαίτερα αἰσθητὴ εἶναι στὴν ψυχικὴ ὑγεία καὶ εὐεξία τῶν νέων, διότι ὁ ἐφιάλτης τῆς ἀνεργίας, ποὺ πλανᾶται, ἡ φτώχεια, ὁ φόβος τῆς κατάθλιψης καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος ἀφήνουν βαθειὰ σημάδια στὴν ψυχὴ τῶν νέων καὶ τῶν παιδιῶν, ποὺ βιώνουν τὴν δυσπραγία τῶν γονέων τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία μίας γενεᾶς ψυχικά ἀσθενῶν, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ γενοκτονία.
β) Ἡ ἐπιστήμη
Τὸ ἐρώτημα, ποὺ τιμητικὰ γιὰ μένα μοῦ τέθηκε, εἶναι ἡ θέση τῆς ἐπιστήμης στὸν κυκεώνα τῆς κρίσης, καὶ θὰ τὸ προσεγγίσω ὄχι μόνο ὡς ὀρθόδοξος Κληρικός, ἀλλὰ ὡς διάκονος καὶ τῆς ἐπιστήμης. Θὰ ἀρχίσω μὲ μία κοινοτοπία: Ἡ ἐπιστήμη εἶναι μία καὶ ἑνιαία, διότι καὶ τὸ ὑποκείμενό της, ὁ κόσμος τῶν φαινομένων, εἶναι ἑνιαῖος. Ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας νὰ συλλάβει τὸ σύνολο τοῦ ἐπιστητοῦ, ὁδήγησε στὸν ἐπιμερισμὸ τῆς ἐπιστήμης σὲ πολλὰ εἴδη. Ἔτσι ὁ ὅρος «ἐπιστήμη» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ μὲ ἀναφορὰ σ᾽ ὅλους τους κλάδους, ὡς μέρη ἑνὸς ὅλου, ποὺ πρέπει νὰ διατηρεῖ τὴν ἑνότητά του μέσα στὴν εὐρύτητα τοῦ φάσματός του καὶ τὴν ποικιλία τῶν φορέων του. Ἀκριβῶς δέ, μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὸ ἦθος τῶν φορέων της συναρτᾶται καὶ ἡ καταξίωση ἢ ἡ ἀπαξίωσή της.
Ἡ ἐπιστήμη στὸ σύνολό της εἶναι λειτουργία κοινωνική, ἀναδεικνυόμενη μέσα στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι καὶ ποτὲ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτό.

Ο Στρατηγός Ι. Μακρυγιάννης και η Ελληνορθοδοξία Γράφει ο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός


ΚΑΤΑ τήν ἐλεύθερη περίοδο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου, πού συμπίπτει μέ τήν ἵδρυση (±1830) καί πορεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, γεννᾶται καί διαμορφώνεται ἡ καλλιεργούμενη, στούς κύκλους πολιτικῶν καί διανοουμένων κυρίως, (δῆθεν) ἀντίθεση Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ὁ Στρατηγός Ἰωάννης Μακρυγιάννης προσφέρει σαφῆ μαρτυρία Ἑλληνορθοδόξου φρονήματος.

* * *
1. Οἱ ἐπιχειρούμενες συνήθως προσεγγίσεις τοῦ προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ἀπὸ τοὺς κάθε εἴδους ἐρευνητές του (ἱστορικούς, πολιτειολόγους, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους κ.λπ.) διακρίνονται γιὰ τὴν ἀντιφατικότητά τους. Γιατί ποικίλλουν οἱ ἀφε- τηριακὲς ἰδεολογικὲς τοποθετήσεις τῶν ἐρευνητῶν καὶ κάθε φορὰ Μακρυγιάννης θεωρεῖται μέσα ἀπὸ διαφορετικὸ ἰδεολογικὸ πρίσμα. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἔχει ἐπανειλημμένα δεινοπαθήσει, διότι δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ «χρησιμοποιήσουν» τὰ κείμενα τοῦ Μακρυγιάννη, γιὰ νὰ στηρίξουν –καὶ σ’ αὐτόν– τὸ ἰδεολογικό τους «πιστεύω».
Τὸ φοβερότερο σ’αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι ὁ τεμαχισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη, ὅταν λείπουν τὰ κατάλληλα κλειδιὰ ἑρμηνείας του, καὶ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὰ ἴδια τὰ κείμενά του. Γι’ αὐτὸ προκύπτει ὁ Μακρυγιάννης τῶν συντηρητικῶν, ὁ Μακρυγιάννης τῶν προοδευτικῶν καὶ ἐνίοτε καὶ ἕνας «τρελλός» Μακρυγιάννης, ὅλων ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ «θρησκοληψία» του, δηλαδὴ τὴ ρωμαίϊκη εὐσέβειά του.
Χωρὶς νὰ διεκδικῶ τὸ ἀλάθητο, πιστεύω ἀμετακίνητα ὅτι στὸν Μακρυγιάννη διακρίνουμε μιάν ἑνιαία στάση ζωῆς σὲ μία ἀδιατάρακτη διαχρονία. Ἔτσι, οἱ διακριβώσεις καὶ τοποθετήσεις του στὴ σύγχρονή του πραγματικότητα μπο- ροῦν –καὶ πρέπει– νὰ ἐλέγχονται ἐπιστημονικά, καὶ εἶναι εὔλογο νὰ διαπιστώνονται ἐνίοτε ἀδυναμίες καὶ ἀστοχίες ἢ ἀνεπάρκειες, ποτὲ ὅμως ἠθελημένες παραποιήσεις καὶ διαστρεβλώσεις. Ὅλα αὐτὰ εἶναι φυσικὰ καὶ νόμιμα, διότι ὁ Στρατηγὸς ἔχει τὸ δικό του ἑρμηνευτικὸ πρίσμα. Ἡ προσωπικότητά του ὅμως μένει ἑνιαία καὶ σταθερὰ προσανατολισμένη στὴν παράδοση τοῦ Γένους καὶ σύνολη τὴν ἰδεολογία του.
Πατρίς-Θρησκεία
2. Ὁ ἰδεολογικὸς κόσμος τοῦ Μακρυγιάννη συνοψίζεται καὶ ἐκφράζεται μὲ δύο παράλληλες ἔννοιες, ποὺ σ’ ὅλο τὸ ἔργο του συνυπάρχουν ἀδιαίρετα, τὴν Πατρίδα καὶ τὴ Θρησκεία. Οἱ δύο αὐτὲς θεμελιακὲς ἔννοιες εἶναι ἡ συνισταμένη τῆς ὑποστάσεώς του, ὅπως καὶ κάθε Ρωμηοῦ (Ἑλληνορθοδόξου). Γιὰ τὸν Μακρυγιάννη, καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ αὐτὸς νοεῖ ὡς Ἕλληνα, πατρίδα καὶ θρησκεία «εἶναι τὸ πᾶν». Αὐτὸ σημαίνει πὼς δὲν ἀποτελοῦν δύο ἀπὸ τὰ διάφορα στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ταυτότητα καὶ ὕπαρξη τοῦ Ρωμηοῦ. Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ ἰδεολογικὸ φορτίο τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν στὴ συνείδηση τοῦ Μακρυγιάννη.
Θρησκεία: Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ «ἐνυπόστατος πίστις» τῶν Πατέρων καὶ Ἁγίων τοῦ Γένους μὲ ὅλες τὶς ἡσυχαστικὲς πρακτικές της (ἄσκηση-μετάνοια- πνευματικὸ ἀγώνα γιὰ σωτηρία/θέωση). Εἶναι ἡ παράδοση τοῦ εὐσεβοῦς ἑλληνικοῦ λαοῦ. Οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια εἶναι οἱ χῶροι πραγματώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συνάμα διαμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ «χριστιανοῦ ρωμηοῦ», ὅπως θἄλεγε ὁ φαναριώτης λόγιος τοῦ διαφωτισμοῦ, Δημητράκης Καταρτζῆς. Ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἀνεξιθρησκία του. Αἴτημά του ἀμετακίνητο εἶναι, κάθε ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὴ θρησκεία του. Ἕνα αἴτημα, ποὺ σκανδαλίζει τοὺς συντηρητικοὺς τῆς θρησκείας καὶ παρασύρει σὲ παρερμηνεῖες ὅσους ἀπορρίπτουν τὸ θρησκευτικὸ κλίμα τοῦ Στρατηγοῦ. Ὡς πατερικὰ ὅμως ὀρθόδοξος ὁ Μακρυγιάννης δέχεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὴν ὁποι- αδήποτε ἀναίρεσή της. Ἡ θρησκεία γι’ αὐτὸν δὲν εἶναι μία (ἐπι- βαλλόμενη) ἰδεολογία, ἀλλὰ ἐνέργεια ἐλευθερίας, ἐλεύθερη δηλαδή προσωπική ἐπιλογή. Εἴ τις θέλει…
Ἀντιμάχεται τήν αἵρεσιν
Ἐνῷ ὅμως εἶναι τόσο θετικὸς καὶ ἀνοικτὸς στὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, μὲ ἀνυποχώρητο πάθος ἀντιμάχεται τὴν αἵρεση, τὴ νόθευση τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ ὁποία εἶναι τὸ πρωταρχικὸ συστατικό τῆς συνειδήσεως τοῦ Γένους. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ τὸν «ἀρχίθρησκο» (ἱδρυτὴ ἄλλης θρησκείας) Καΐρη, ὅπως καὶ ἐκείνους τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ὑποδουλώνουν τὸ φρόνημά τους στὴν ἑτεροδοξία τῶν δυτικῶν μισσιοναρίων (σήμερα θὰ λέγαμε: στὴν ἀθεΐα τοῦ δυτικοῦ ἢ ἀνατολικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ). Ὅλοι αὐτοὶ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη εἶναι αὐτόχρημα ἐχθροί τοῦ Γένους. Ἡ θρησκεία σώζει τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμὸ ὡς τρόπο ζωῆς καὶ διαφοροποιεῖ τὸ Γένος ἀπὸ τὴ Φραγκιὰ καὶ τὴν Τουρκιά.
Ἡ Πατρίδα τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ὁ χῶρος πραγμάτωσης τῆς θρησκείας του, τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερη. Γιὰ νὰ αὐτοπραγματώνεται ὁ ὀρθόδοξος Ἕλλην καὶ ὁ πολιτισμός του. Ἡ πατρίδα μόνο ὡς κοινωνία δικαιοσύνης, ἰσοτιμίας καὶ (ρωμαίικης) δημοκρατίας μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. «Χωρὶς ἀρετὴ καὶ θρησκεία δὲν σχηματίζεται κοινωνία, οὔτε βασίλειον» (Ἀπομνημονεύματα). Ἂν ἡ ἑλληνικὴ πατρίδα ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ θρησκεία, ἀλλοτριώνεται. Ὁ στόχος ὅλων τῶν ἐθνικῶν ἀγώνων εἶναι «νὰ ἐλευθερωθῆ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ πατρική μας γῆ καὶ νὰ δοξασθῆ τ’ ὄνομά Του καὶ νὰ λαμπρυνθῆ ὁ σταυρὸς τῆς ὀρθοδοξίας» (Ἀπομν.). Αὐτὸ εἶναι τὸ πλαίσιο, στὸ ὁποῖο κινεῖται ὁ μεγαλοϊδεατισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι καθαρὰ ρωμαίικος.Ἀμετακίνητος πόλος εἶναι ἡ Πόλη καὶ μαζί της ἡ Ρωμηοσύνη, ἡ οἰκουμενικότητα τῆς ἑλληνορθόδοξης Ρωμανίας.
Θά ἔλεγε τά ἴδια ἀκριβῶς καί σήμερα
Μιλώντας γιὰ τὴν Πατρίδα ὁ Μακρυγιάννης ἐκστασιάζεται, γίνεται λυρικὸς καὶ γεμίζουν δάκρυα τὰ μάτια καὶ ἡ καρδιά του: «Ἄχ, πατρίδα μου, δὲ θὰ σ’ ἀφήσουν ζωντανή…καὶ κιντυνεύεις…εἶσαι ἐς τὸν γκρεμὸν νὰ τζακιστῆς, νὰ χαθῆς…», «Καημένη πατρίδα, δὲν θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά σου… καὶ εἶμαι δυστυχής, καὶ κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα» (Ἀπομν.). Εἶναι ὁρκισμένος «πατριδοφύλακας» – καὶ αὐτὸ τοῦ τὸ ἀναγνωρίζουν ὅλοι. Ἄν ζοῦσε σήμερα τά ἴδια θά ἔλεγε.
3. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κριτικὴ ἀποστασιοποίηση καὶ ἡ ἀνελέητη πολεμική τοῦ Μακρυγιάννη γιὰ διάφορα ὑπεροχικὰ πρόσωπα. Πολεμεῖ τὸν βασιλέα Ὄθωνα, ὄχι ὅμως γιατί ὑποτάσσεται σὲ κάποια δυτικὴ ἔννοια δημοκρατίας – φραντσέζικου λ.χ. τύπου. Ἡ δημοκρατία τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ρωμαίικη καὶ διασφαλίζεται μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ὡς ἰσοτιμία καὶ ὁμοτιμία, ὡς πιστότητα ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐν Χριστῷ ἑνότητα καὶ ἀγαπητικὴ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν προσώπων. Γιὰ τὶς ξενόφερτες ἔννοιες δημοκρατίας θὰ πεῖ: «αὐτὸ τὸ σύστημα τῆς δημοκρατίας δὲν τὸ θέλομεν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι» (Ἀπομν.). Πολεμεῖ τὸν Ὄθωνα, ὅταν συντρέχει στὴν ἀλλοίωση τῆς παράδοσης. Ἐδῶ ἐντάσσεται ἡ μάχη του στὴ Βουλὴ γιὰ τὸ ἄρθρο 40 τοῦ Συντάγματος (αἴτημα ὀρθοδόξου διαδόχου). Τὸ ἴδιο μένει ἔξω ἀπὸ κάθε μισαλλοδοξία καὶ ἔχει τὰ ἴδια κίνητρα ἡ ἀντίθεσή του ἀπέναντι στὸν «παπιστὴ» Κωλέττη καὶ τοὺς δυτικόφρονες, μὲ πρῶτο τὸν Καΐρη, γιατί ὡς ἡγεσία (πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ) ἀλλοιώνουν αὐτὴ τὴ σχέση πατρίδας καὶ θρησκείας καὶ ἀλλάζουν τὸ ρωμαίικο. Μὲ τὴ δράση τους διακόπτεται ἡ συνέχεια τοῦ Γένους. Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ Μακρυγιάννη ἑστιαζόταν στὴν προσπάθεια νὰ ἐμποδίσει αὐτὴ τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία, ποὺ ἐντάθηκε μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Γι’ αὐτὸ χύνει «καυτερὰ δάκρυα», βλέποντας τὸν Κίννη (King) καὶ τοὺς ἀγγλοαμερικανοὺς μισσιοναρίους νὰ θέλουν νὰ διαστρέψουν τὸν Ἕλληνα καὶ νὰ τὸν ἐξευρωπαΐσουν.
Τόν ἐνδιέφερε ἡ ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας –ἡ σωτηρία τοῦ Γένους
Ἡ ἀγωνία τοῦ Μακρυγιάννη ἦταν νὰ περιφρουρήσει τὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ σώσει τὴ συνέχεια τοῦ Γένους. Εἶχε δὲ καθαρὴ συνείδηση τῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ εἶναι στὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ συχνὰ παρεξηγεῖται. Ἀναφέρεται λ.χ. στοὺς ἀρχαίους, στὸ Λυκοῦργο, τὸ Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα… Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε οὐτοπικὸς ἀρχαιολάτρης, οὔτε ἀγνοεῖ τὴ θέση αὐτῶν τῶν ὀνομάτων στὴν ἱστορία μας. Ὁπωσδήποτε θὰ εἶχε δεῖ καὶ αὐτὸς ἀρχαίους σοφοὺς σὲ νάρθηκες Ἐκκλησιῶν μας. Τοὺς ἐπικαλεῖται, γιατί τοὺς θεωρεῖ συνεχῶς ζωντανούς, ὡς μάρτυρες τῆς συνέχειας τῆς πατρώας εὐσέβειας ποὺ ἀπειλεῖται στὶς ἡμέρες του. Τοὺς καλεῖ νὰ ἐλέγξουν τοὺς ἀπογόνους τους, ποὺ κινδυνεύουν νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐκεῖνοι πόθησαν νὰ γνωρίσουν.
Ὁράματα καί θάματα
4. Οἱ δύο αὐτοὶ πόλοι –Πατρίδα καὶ Θρησκεία- συνθέτουν μιάν ἑνότητα ζωῆς. Ὁ κόσμος τοῦ Μακρυγιάννη δὲν εἶναι μιά δική του ἰδιορρυθμία. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς πλατιᾶς λαϊκῆς βάσης στὴν πλειονότητά της. Καὶ τοῦτο φαίνεται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, ποὺ σχετίζονται μαζί του. Μόνο οἱ μεγαλοαστοὶ, οἱ πολιτικοί καὶ οἱ διανοούμενοι εἶχαν ἤδη ἀρκετὰ ἀποστασιοποιηθεῖ καὶ ὑποταχθεῖ στὴν Εὐρώπη. Τὸ κλίμα, στὸ ὁποῖο αὐτὸς ζεῖ, εἶναι τὸ ἑνιαῖο πλαίσιο τῶν λαϊκῶν νοοτροπιῶν καὶ πρακτικῶν, ποὺ διέσωζε ἀκόμη τὴ συνέχειά του. Μία συνέχεια ποὺ θὰ ἐκταθεῖ μέχρι τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ δικό του κύκλο. Τὸ παρελθὸν μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα ζοῦσε ὡς παρόν, ζωντανὸ καὶ πολυδύναμο. Γι’ αὐτὸ ἡ συγχρονία κρίνεται μὲ τὰ παραμόνιμα καὶ ἀμετάβλητα ὀρθόδοξα κριτήρια.
Νὰ γιατί μιλήσαμε γιὰ ἑνότητα προσώπου στὸ Μακρυγιάννη. Ὁ Μακρυγιάννης μένει πάντα ὁ ἴδιος. Ἂν εἶναι «τρελλὸς» στὰ «Ὁράματα καὶ θάματα», εἶναι τρελλὸς» καὶ στὰ «Ἀπομνημονεύματα». Ἀπὸ ἐκεῖ ἄλλωστε προέρχεται μεγάλο μέρος τοῦ πρώτου βιβλίου. Ὁ Μακρυγιάννης τῶν Ὁραμάτων εἶναι καὶ ὁ Μακρυγιάννης τῶν Ἀπομνημονευμάτων. Εἶναι τὸ ἴδιο ἑνιαῖο καὶ ἀδιάτμητο πρόσωπο. Δύο ὄψεις ἀλληλοσυμπληρούμενες τῆς ἴδιας κοινωνικῆς καὶ πολιτισμικῆς διάρκειας. Ὅταν θεωροῦνται ἀποσπασματικὰ ἢ ἀπομονώνονται κάποιες ὄψεις του, τότε χάνεται ὁ ὅλος Μακρυγιάννης καὶ προβάλλεται ἕνας νόθος- ἀνύπαρκτος – Μακρυγιάννης. Μία καρικατούρα, ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε φτιάξει.
5. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ Πατρίδας καὶ Θρησκείας, στὴ ρωμαίικη ἐκδοχή της, ἀναδύεται δυναμικὰ ἰδιαίτερα στὸ βιβλίο του, τὰ «Ὁράματα καὶ θάματα». Τὸ βιβλίο αὐτὸ συνδέεται ἄμεσα μὲ τοὺς εὐρύτερους μεγα- λοϊδεατικοὺς ὁραματισμούς του. Μία νέα ἀνάγνωσή του μὲ ὁδήγησε ἐνωρίς σὲ ὁρισμένα συμπεράσματα, ποὺ δίνουν κάποιο κλειδὶ γιὰ μία ἄμεση ἑρμηνευτικὴ προσέγγισή τους, ποὺ παρὰ τὶς ὁποιεσδήποτε ἀντιρρήσεις – ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ ὑπάρχουν – ἐπιβεβαιώνουν ὅσα εἰπώθηκαν παραπάνω. Στὰ «Ο-Θ» διαπιστώνει κανείς, ὅτι:
α) Τὸ θρησκευτικονηπτικὸ στοιχεῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν πολιτικὴ σκοπιμότητα καὶ τὸν πατριωτισμό.
β) Ἐκφράζεται ἕνας ὑπέροχος πολιτικὸς ὁραματισμὸς τοῦ Μα- κρυγιάννη, ποὺ τελεῖ ὑπὸ τὴν ἔμπνευση τῶν λαϊκῶν χρησμολογιῶν τῆς ἐποχῆς καὶ δίνει μίαν ἄλλη πολὺ προσωπικὴ διάσταση στὴν ἰδεολογία τοῦ ἁγνοῦ Στρατηγοῦ.
Στὴ συνάφεια ὅμως αὐτὴ εἶναι ἀναγκαία μία διευκρίνιση. Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας ἡ συνείδηση τοῦ Γένους ἀρδεύεται μὲ χρησμολογικὰ καὶ ἀποκαλυπτικὰ κείμενα, ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴν ἱστορική του πορεία καὶ τὸ μέλλον του. Αὐτὸ συνεχίζεται ἐντονότερα τὸ 19ο αἰώνα, ποὺ οἱ ἱστορικὲς συγκυρίες ἐπιταχύνονται. Τὰ κείμενα αὐτά, θρησκευτικὰ στὴν ἀρχή, παίρνουν μετὰ καθαρὸ πολιτικὸ χαρακτήρα καὶ ἐκφράζουν μία συγκεκριμένη πολιτικὴ ἰδεολογία: ἐπικείμενη πτώ- ση τοῦ Ἰσλάμ, ἀνάγκη πνευματικῆς ἀνανέωσης τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐξαγγελία ἀναστάσεως τοῦ Χριστιανικοῦ (ὀρθοδόξου) βασιλείου, δηλαδὴ τοῦ «ρωμαίικου». Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ προφητικὸ πλέγμα κυριαρχεῖ μιά μορφή: ὁ θρυλικὸς βασιλέας Ἰωάννης, πρόσωπο μεσσιανικό, μὲ δραστηριότητες ὅμως ἐνδοκοσμικοῦ χαρακτήρα. Θὰ ἀναστήσει τὸ ρωμαίικο, μὲ κέντρο τὴν Πόλη.Πόσο ἡ μορφὴ αὐτὴ ἠλέκτριζε τὶς συνειδήσεις φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπόπειρα ταυτίσεώς του μὲ διάφορα ἡγετικὰ πρόσωπα, ὅπως λ.χ. τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια. Σημαντικὸ κείμενο στὴν ἴδια κατεύθυνση ἦταν καὶ ἡ γνωστὴ προφητεία τοῦ Ἀγαθαγγέλου, ποὺ ἀνατυπώθηκε ἀρκετὲς φορὲς στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅλες οἱ ἀναμενόμενες σημαντικὲς πολιτικὲς ἐξελίξεις τοποθετοῦνται ἀπὸ τὸν «Ἀγαθάγγελο» στὴ δεκαετία τοῦ 1850καὶ ἰδιαίτερα στὰ πέντε πρῶτα χρόνια, χῶρο στὸν ὁποῖο κινοῦνται καὶ τὰ Ο-Θ. Ἰδιαίτερα τὸ 1853 ἀναμενόταν τὸ τέλος τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας.
Πατριωτική αὐτοέξαρσις
Σ’ αὐτὸ τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο, ζυμωμένο ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ Γένους, ζεῖ καὶ κινεῖται καὶ ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης. Τοῦτο φαίνεται ἰδιαίτερα στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τῶν Ο-Θ, ποὺ περιέχει μία σειρὰ προσωπικῶν ὁραμάτων καὶ ὀνείρων τοῦ Στρατηγοῦ. Πρόκειται γιὰ ἔλλογη καταγραφὴ ἐκ τῶν ὑστέρων πραγματικῶν ὁραμάτων καὶ ὀνείρων του, ποὺ δὲν ἐξετάζουμε ἐδῶ τὴ φύση τους, ἂν εἶχαν δηλαδὴ πνευματικὰ (θεϊκὰ) ἢ ψυχοπαθολογικὰ αἴτια. Γεγονὸς εἶναι ὅτι καταγράφονται ἐκ τῶν ὑστέρωνκαὶ ἐναρμονίζονται μὲ τοὺς ἐθνικοὺς ὁραματισμοὺς τοῦ Μακρυγιάννη. Ἡ συνείδησή του στὴν καταγραφή τους λειτουργεῖ ὁπωσδήποτε συμπληρωματικὰ καὶ ἴσως καὶ κατασκευαστικά. Πέρα ἀπὸ ὅσα βλέπει προβάλλει τὴν ἀγωνία του, καὶ τὶς προσδοκίες του καὶ τὰ κυριαρχικὰ στοιχεῖα τῆς συνείδησής του. Ὁ Μακρυγιάννης – ἐνισχυόμενος καὶ ἀπὸ τὸ περιβάλλον του, ποὺ τὸν ἔβλεπε ὡς ἐθνικὸ σωτήρα – πίστευσε σὲ μία στιγμή, ὅτι ἐκαλεῖτο ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ διαδραματίσει κάποιον «ὑπερεκλεκτὸ ρόλο». Στὰ Ο-Θ φαίνεται αὐτὴ ἡ βεβαιότητα γιὰ ἐκπλήρωση τῶν χρησμολογιῶν, ἀποκατάσταση τοῦ Γένους καὶ ἀνάδειξή του σὲ ἐκλεκτὸ ἡγέτη του. Ταυτίζει ἔτσι τὸν ἑαυτό του μὲ τὸν ἐσχατολογικὸ βασιλέα Ἰωάννη. Δὲν πρόκειται ὅμως γιὰ κάποια ἐγωπαθολογικὴ ἔπαρση, ἀλλὰ γιὰ πατριωτικὴ αὐτοέξαρση. Γιατί αὐτό, ποὺ τελικὰ ὑπερισχύει, δὲν εἶναι ἡ ἀτομικὴ δόξα, ἀλλὰ ἡ ἐν Χριστῷ δόξα τῆς Πατρίδος.
Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ τὸ ἀπότομο τέλος τῶν Ο-Θ. Τὸ γράψιμό τους σταμάτησε στὶς 24 Μαρτίου 1852, γιατί τὴν ἑπομένη περίμενε τὴν ἐπαλήθευση τῶν ὁραμάτων καὶ ὀνείρων του, καὶ κυρίως τὴν πτώση τοῦ Ὄθωνα. Τὰ Ο-Θ γράφτηκαν, γιὰ νὰ διαβασθοῦν μετὰ τὰ γεγονότα. Περιέχουν τὴ δικαιολόγηση καὶ ἄνωθεν ἐπιβεβαίωση τῆς θριαμβικῆς πορείας ποὺ ἀνέμενε ὁ Μακρυγιάννης, ὁ ὁποῖος, ἔτσι, μεριμνᾶ γιὰ τὴν ὑστεροφημία του. Βέβαια τὰ ὅσα εἶδε δὲν πραγματοποιήθηκαν. Δὲν ἔπαιξε ποτὲ τὸν ἀναμενόμενο ρόλο. Προέβλεψε ὅμως τὴν πτώση τοῦ Ὄθωνα, τὴν ἱστορική του κρίση. Στὰ 1862 (12 Ὀκτωβρίου), κατὰ τὴν ἐπανάσταση, ὁ γιὸς τοῦ Στρατηγοῦ Ὄθωνας, ἀναδεκτὸς καὶ ὁμώνυμος τοῦ Βασιλέα, πῆρε ἀπὸ τὸ θρυμματισμένο βασιλικὸ θρόνο τὸ στέμμα καὶ τὸ κατέθεσε στὰ πόδια τοῦ πατέρα του, ἐνῶ ὁ λαὸς τὸν σήκωσε στοὺς ὤμους καὶ τὸν περιέφερε θριαμβευτικὰ στὴν Ἀθήνα. Οὐσιαστικὰ βασιλέας τῆς Ἑλλάδος, ἔστω καὶ γιὰ τὶς λίγες ἐκεῖνες στιγμές, ἦταν ὁ Μακρυγιάννης… Τὰ Ο-Θ δείχνουν τὰ μέτρα τῆς φιλοπατρίας τοῦ Στρατηγοῦ καὶ ὁριοθετοῦν τὸ θρησκευτικὸ ὀρθόδοξο ὑπόστρωμά της.
Τὸ συμπέρασμά μας: Ὁ Μακρυγιάννης σ’ ὅλες του τὶς διαστάσεις μένει μάρτυρας τῆς παράδοσης τοῦ Γένους, σὲ μία κοσμογονικὴ καμπὴ τῆς πορείας του. Ὁ ἕνας, ἀδιάτμητος καὶ ἑνιαῖος Μακρυγιάννης, ἀνήκει σ’ ὅλο τὸ Γένος καὶ μόνο σ’ αὐτό. Καμιὰ μερίδα δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, γιατί κάθε μέρος ἀνήκει στὸ ὅλο, στὴν καθολικότητα, ποὺ ἐνσάρκωσε ὁ μεγάλος αὐτὸς Ρουμελιώτης, δηλαδὴ Ρωμηός.
* * *
Μέ τά δύο κείμενά του ὁ Μακρυγιάννης δείχνει τήν ἀναγκαία στάση τοῦ Ρωμηοῦ-Ἑλληνορθοδόξου, καί τότε καί σήμερα, στούς ξένους καί στούς ξενόδουλους δικούς μας, πού σκέπτονται καί ἐνεργοῦν ὡς ξένοι στήν Ἑλλάδα καί ὄχι ὡς Ἕλληνες, καί μάλιστα ὀρθόδοξοι. Τήν Ὀρθοδοξία, ποῦ νά τήν μάθουν; Στά ἀμερικανικά κολλέγια καί Πανεπιστήμια ἤ στή Λέσχη Bilderberg;
Ζοῦμε παράλληλες καταστάσεις μέ ἐκεῖνες τῆς ἐποχῆς τοῦ Μακρυγιάννη. Ἡ οὐσία δέν ἀλλάζει, μόνο λίγο τό πλαίσιο. Ἡ ἀναμενόμενη ἀπό τόν Στρατηγό καί τούς ὁμοψύχους του ἀνάσταση ἀποδείχθηκε χιμαιρική, διότι δέν ἐτοποθετεῖτο ὀρθά. Περίμεναν Ἡγέτη, ὁ ὁποῖος ὅμως, καί τότε καί σήμερα, ἄν δέν δηλώσει ὑποταγή στούς ὅποιους Ξένους, δέν εἶναι δυνατόν νά κυ- βερνήσει! (Πρβλ. τόν τρίτο πειρασμό τοῦ Χριστοῦ μας, Ματθ. 4, 8-9). Ἡ Χώρα μας ἀπό τότε εἶναι μόνιμα προτεκτοράτο τῶν Φράγκων καί σέ νέα τουρκοκρατία, κατά τόν Μάνο Χατζηδάκη, αἰωνία του ἡ μνήμη! Τό «Μή πεποίθατε ἐπ᾽ ἄρχοντας» (Ψαλμ. 145,3) ἰσχύει μόνιμα. Ὁ Μακρυγιάννης πρέπει νά συνειδητοποίησε, ὅτι ἡ μόνη ἀνάσταση τοῦ Ἔθνους μόνο ὡς ἀναβίωση τῆς στάσης μας στήν Δουλεία μπορεῖ νά εἶναι δυνατή. Ἐπανεύρεση τοῦ πατερικοῦ μας φρονήματος καί ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς μας, ἀτομικῆς καί συλλογικῆς στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς σώματος καί ὄχι ἁπλῶς Ἡγεσίας. Ἡ λατρεία καί ἡ κοινότητα, ὡς ἐνορία, μένει πάντα ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας μας.
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 25/10/2013

Και όμως! Η Ρωμανία ζει Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός


Τὸν 4ο αἰ. μ.Χ. ἐμφανίζεται ἕνα ὁλότελα νέο κρατικὸ μέγεθος στὴν Ἱστορία καὶ μαζί του γεννιέται ἕνας νέος κόσμος. Εἶναι ἡ αὐτοκρατορία τῆς Ν.Ρώμης ἢ ὅπως ὀνομάζεται ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. ἡ Ρωμανία.
Στὰ ὅρια τῆς ἀνανεώσεως τῆς αὐτοκρατορίας ὁΜέγας Κωνσταντῖνος μεταφέρει τὴν πρωτεύουσα (τὴν Παλαιὰ Ρώμη, ἑλληνικὴ πόλη καὶ αὐτή) στὴν Ἀνατολή. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Νέα Ρώμη θὰ ὀνομασθεῖ πρὸς τιμή του καὶ Κωνσταντινούπολη. Ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία μεταστοιχειώνεται σὲ «ἐπώνυμον τοῦ Χριστοῦ Πολιτείαν». Διαμορφώνεται συνάμα μία νέα συνείδηση καὶ νέα πολιτειακὴ ἰδεολογία. Εἶναι ἡ νέα αὐτοκρατορικὴ ἰδέα γιὰ τὴν προοδευτικὴ ἐνσωμάτωση ὅλων τῶν Λαῶν τῆς Οἰκουμένης στὴν χριστιανικὴ Πίστη. Τὰ στηρίγματα τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης εἶναι: ἡ ρωμαϊκὴ Οἰκουμένη καὶ νέα πολιτειακὴ ἰδεολογία, ὁΧριστιανισμὸς ὡς πατερικὴ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ἑλληνικότητα (γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία). Αὐτὸ ἐκφράζει τὸ γνωστὸ τροπάριο τῆς Ἁγίας Κασσιανῆς: «Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται, καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν».
Ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι τὸ συνδετικὸ στοιχεῖο ὅλης τῆς αὐτοκρατορίας καὶ αὐτὸ ἀλλοιώνει ἡ αἵρεση, ποὺ δὲν εἶχε μόνο θεολογικό, ἀλλὰ καὶ πολιτικὸ χαρακτήρα.
Κύριο στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας εἶναι ἡ ἁρμονικὴ ἱεράρχηση τῆς ἐθνικότητας (συνείδηση τῆς καταγωγῆς) στὴν ὑπερεθνικότητα. Τὸ φυλετικὸ στοιχεῖο δὲν ἔθιγε τὴν ἑνότητα στὸ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ἀληθινοὶ ἡγέτες, ἄλλωστε, ἦσαν οἱ Ἅγιοι καὶ τὸ ὑπέρτατο ἰδανικὸ δὲν ἦταν ἡ πολιτικὴ δύναμη ἢ ἡ κοσμικὴ σοφία, ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα, ὡς θέωση. Γι᾽ αὐτὸ ἡ μελέτη τοῦ «Βυζαντίου»/Ρωμανίας χωρὶς γνώση τῆς θεολογίας εἶναι ἀδύνατη.
Καρδιὰ τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἡ ἑλληνικότητα (γλώσσα, παιδεία, πολιτισμός). Ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ (6ος αἰ.) μέχρι τὸν Ἡράκλειο (7ος αἰ.) ἐξελληνίζεται καὶ ἡ κρατικὴ διοίκηση (Νεαρές). Ἡ Λατινικὴ γλώσσα ὑποχωρεῖ (στὴν Ἀνατολή) καὶ στὴ διγλωσσία τῆς αὐτοκρατορίας (Λατινικὰ καὶ Ἑλληνικά) τὸ βάρος πέφτει στὰ ἑλληνικά. Ἡ ὑπερεθνικὴ ἕνωση μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ὁδηγεῖ στὸ οἰκουμενικὸ ἔθνος (“ἔθνος ἅγιον”, Α´ Πέτρ. 2, 9). τὸ «Γένος τῶν Ρωμαίων», τῶν Ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς αὐτοκρατορίας, μία χριστιανικὴ κοινοπολιτεία μὲ ἀπόλυτο κέντρο τὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγια – Σοφιᾶς. Εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ συγ–γένεια ἢ παγ–γένεια τῶν Πολιτῶν τῆς Ν. Ρώμης, Ρωμαίων, Νέο–Ρωμαίων (ἀπὸ τὴν Πόλη) καὶ ἁπλούστερα Ρωμηῶν. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἐθεμελίωσε τὴν ἔννοια τοῦ Γένους, ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα θὰ ἐπιβιώσει καὶ μετὰ τὶς δύο ἁλώσεις (φραγκικὴ τοῦ 1204 καὶ ὀθωμανικὴ τοῦ 1453). Ἡ ἑνιαία ὅμως οἰκουμενικὴ συνείδηση τῶν Ρωμηῶν (ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης) θὰ ὑπονομευθεῖ ἀπὸ τὴν φραγκικὴ προπαγάνδα γιὰ τὸν ἐκδυτικισμό τους. Ταύτιση τῆς ἐθνικότητας μὲ τὴ γλώσσα δὲν γνωρίζει ἡ Ρωμανία. Αὐτὸ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους τὸν 19ο ώνα. Τὸ εὐρωπαϊκὸ σκάνδαλο ὅμως δὲν ἀπουσιάζει, ποὺ ἀνατρέπει αὐτὴ τὴν νοοτροπία! Οἱ Ἑλβετοὶ μιλοῦν τρεῖς γλῶσσες, γαλλικὰ – γερμανικὰ – ἰταλικά, ἀλλὰ ἐθνικὰ εἶναι μόνο Ἑλβετοί. Τὰ ρωμαίϊκα (ἁπλὰ ἑλληνικὰ) ἦταν ἡ κοινὴ γλώσσα τῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἐξασφάλιζαν τὴν ἑνότητά της.
Μὲ τὴν κοινὴ πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν κοινὴ Λατρεία, τὴν κοινὴ πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὴν κοινὴ κανονικὴ τάξη συνεχίσθηκε ἡ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας, χωρὶς νὰ καταργοῦνται οἱ ἐθνικὲς ταυτότητες (συνείδηση τῆς καταγωγῆς) μέσα στὴν ἐν Χριστῷ ὑπερεθνικότητα. Ὁ ἐθνικισμὸς ὡς φυλετισμός, μὲ τὸν τονισμὸ τῆς ἐθνικότητας, θὰ ἀναπτυχθεῖ μετὰ τὸ 1204 καὶ θὰ κορυφωθεῖ τὸν 19ον αἰώνα. Ἡ ἐθνικὴ (ἐθνικιστικὴ) ἰδέα θὰ καλλιεργηθεῖ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα (διαφωτισμός, σχολικὴ ἐκπαίδευση). Ἔτσι θὰ προκύψουν οἱ βαλκανικοὶ ἐθνικισμοὶ μὲ ἄμεση συνέπεια τὰ ἐκκλησιαστικὰ αὐτοκέφαλα (διάλυση τῆς ρωμαίϊκης ἑνότητας), διάλυση τῆς ἐθναρχίας καὶ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης, ποὺ συνεχιζόταν σ᾽ αὐτή. Τὸ 1872 πανορθόδοξη σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη καταδικάζει τὸν «ἐθνοφυλετισμό» (τὴν εἴσοδό του στὴν Πίστη) ὡς αἵρεση.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ρωμανίας καὶ ἡ συνέχεια τῆς οἰκουμενικῆς ρωμαίϊκη ἰδέας ἐξασφαλίζεται στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, ποὺ δὲν ἀκολούθησε τὶς τύχες καὶ περιπέτειες τῆς κρατικῆς δικαιοδοσίας. Ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, ὅταν καὶ ὅπου κυριαρχεῖ τὸ πατερικὸ φρόνημα, μένει πάντα πιστὸς στὴν ἐν Χριστῷ οἰκουμενικότητα καὶ πανενότητα τῶν Ρωμαίων – Ρωμηῶν – Ὀρθοδόξων. Ὅπου ὅμως ἐπικρατεῖ τὸ κοσμικὸ φρόνημα, ἐκεῖ ὑπερισχύει ἕνας νοσηρὸς ἐθνικισμὸς (φυλετισμός).
Μὲ τὴν ἐπιβίωση τῶν ἐθναρχιῶν τῶν κατακτημένων ἐδαφῶν της ἡ Ρωμανία (αὐτοκρατορία) ζεῖ: Ἐθναρχία τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου, τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἡ δικαιοδοσία αὐτῶν τῶν ἐθναρχικῶν κέντρων ἔσωσε καὶ σώζει καὶ ἐδαφικὰ – δικαιοδοσιακὰ τὴν παλαιὰ γεωγραφικὴ ἔκταση τῆς Ρωμανίας. Ἡ διάσωση δὲ καὶ συνέχεια τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων καὶ τῆς πατερικότητος τοῦ φρονήματος σώζει καὶ πνευματικὰ τὴν Ρωμανία, εἰς πεῖσμα τῶν καιρῶν καὶ τῶν ὁποιωνδήποτε ἀλλαγῶν τους. Αὐτὸ διεκήρυσσε σθεναρὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Καὶ εἶχε δίκιο!
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Ορθόδοξος Τύπος, 24/05/2013

Στοιχεία, πού τεκμηριώνουν την καθιερωμένη ανθελληνική στάση του Βατικανού και των Λατίνων του Ελλαδικού Χώρου Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός


«ΔΙΑ ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ»

Μοῦ ζητήθηκε νὰ δώσω κάποια στοιχεῖα, πού νὰ τεκμηριώνουν την καθιερωμένη ἀνθελληνική στάση τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῶν Λατίνων τοῦ Ἑλλαδικοῦ Χώρου. Διότι πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, πού μὴ γνωρίζοντας τὰ κείμενα, ρωτοῦν μὲ ἀπορία:
Ὑπάρχουν ἀποδείξεις; Ἡ ἀπάντηση, δυστυχῶς, εἶναι: Ναί, ὑπάρχουν! Μακάρι νὰ μὴ ὑπῆρχαν καὶ νὰ μὴ ἤμασθε ἀναγκασμένοι νὰ ἀσχολούμεθα μὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Δυστυχῶς ὅμως τὰ πράγματα ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἀνθελληνισμὸς τοῦ Βατικανοῦ εἶναι μόνιμος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμὸς μένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων, πού συνιστᾶ ριζικὴ ἀνατροπὴ τοῦ παπικοῦ οἰκοδομήματος. Μένουμε ἐνδεικτικὰ σὲ κάποιες χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις:
Ὁ ἐκλεκτὸς συνάδελφος κ. Ἀντ.Παπαδόπουλος (Καθηγ. Παν/μίου Θεσσαλονίκης) στὴ μελέτη του «Ἡ στάση τῶν Ἑλλήνων Καθολικῶν ἔναντι τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 (1971)» τεκμηριώνει τὴν ἀντίθεση, ἀπὸ τὴν ἀρχή, τῶν Λατίνων τῆς Ἑλλάδος στοὺς στόχους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ δὲ συνάδελφός μας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, Ἐπίκ. Καθηγητής κ. Κων. Μανίκας στὴν διδακτορική του διατριβή προσάγει πλῆθος ἀρχειακῶν μαρτυριῶν γιὰ τὸ θέμα. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί τῆς Ἑλλάδος κατευθυνόμενοι ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀρνήθηκαν νὰ στηρίζουν τὸν Ἀγώνα, δείχνοντας παντελῆ ἀνυποταξία καὶ προσφεύγοντας στὴν προστασία τῶν δυτικῶν (καθολικῶν) δυνάμεων (Βλ. Κ. Μεταξᾶ, Ἱστορικὰ Ἀπομνημονεύματα..., Ἀθῆναι 1956, σ. 48 ἑ.ἑ.). «Προετίμων τὸν τουρκισμὸν ἀντὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ», σημειώνει καὶ ὁ Ἰ. Φιλήμων (Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστ., τ. Γ', Ἀθ. 1861, σ. 116 ἑ.). Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί της Ἑλλάδος τελοῦσαν μόνιμα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Propaganda (Ρώμη), δηλαδὴ ὑπὸ ξένη ἐξάρτηση, κάτι πού συνιστᾶ κατ᾽ οὐσίαν τὸ πρόβλημα τῶν αἱρέσεων στὴν Ἑλλάδα μέχρι σήμερα (ἐξάρτηση ἀπὸ ξένα κέντρα). Παρὰ τὶς προτροπὲς τοῦ ναυάρχου Δεριγνὺ οἱ Λατίνοι ἠρνοῦντο νὰ με- τάσχουν στὰ ἑλληνικὰ πράγματα, προτιμώντας, κατὰ τὸν ἴδιο, νὰ δοῦν τὸν τουρκικὸ θρίαμβο (Ph. Argenti, The Expedition of the Colonel Fabvier…, 1953, σ. 72).
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα δείχνει ἀνάγλυφα ἔγγραφο τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Γαλλίας στὴ Σμύρνη Pierre Etienne David (1η Ἰουνίου 1828), στὸ ὁποῖο σημειώνεται: «... Γνωστοποιοῦμεν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Καθολικὸς Κλῆρος τῆς Ναξίας καὶ ὅλη ἡ Καθολικὴ Κοινότης τῆς ἰδίας ταύτης Νήσου, ὡς καὶ αἱ Ἐκκλησίαι, τὰ Παρεκκλήσια, Φιλανθρωπικὰ Ἱδρύματα καὶ ἄλλα Θρησκευτικὰ Ἱδρύματα εἶναι ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Βασιλέως τῆς Γαλλίας, καὶ ὅτι ἡ ἐλαχίστη ὕβρις κατ' αὐτῶν, κατὰ τὰς παρούσας ταραχάς (sic) διὰ τὰς ὁποίας εἶναι ξένοι (sic), θὰ ἐθεωρεῖτο προσβολὴ διὰ τὸν Κραταιὸν Μονάρχην...» (τὴν μαρτυρία ὀφείλω στὸν κ. Κ. Μανίκα). «Παροῦσαι ταραχαὶ» εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση! Οἱ Λατίνοι «Ἕλληνες» μένουν «ξένοι» καὶ πιστοὶ στὸν «Κραταιὸν Μονάρχην», δηλαδὴ τὸν Σουλτάνο!
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι οἱ συμποσούμενοι τότε σὲ 20-25.000 Ρωμαιοκαθολικοί τῆς Ἑλλάδος τὸ ἔκαναν αὐτό, διότι ἀντιμετώπιζαν ἐχθρότητα ἀπό τους Ὀρθοδόξους καὶ αἰσθάνονταν ἀνετώτερα σὲ ὀθωμανικὸ περιβάλλον.

«Τον πολιτικό ρόλο του Μασονισμού πραγματοποιεί η Λέσχη Bilderberg, που έχει αιχμαλωτίσει την πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων» Γράφει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός


1. Ὁ Τεκτονισμὸς/Μασονία εἶναι ἐμβόλιμο μέγεθος στὴν ἑλληνορθόδοξη κοινωνία, ποὺ παρασιτεῖ στὸ σῶμα της, μὲ συνέπειες ὀδυνηρὲς γιὰ τὴν συνοχὴ καὶ ταυτότητά της.
Τὸ σημαντικότερο: Ὁ Τεκτονισμὸς εἶναι τοκετὸς ξένων ὠδίνων, ξένος τελείως πρὸς τὴν ταυτότητα τοῦ Γένους/Ἔθνους μας, καὶ μάλιστα στὴν οὐσία του μὴ συμβατὸς μὲ αὐτήν. Ἔτσι, ἐνεργεῖ τὸν ἰδεολογικὸ διαμελισμὸ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, κυρίως στὰ «ὑψηλότερα» κοινωνικὰ στρώματά της, συμβάλλοντας στὴ διαιώνιση καὶ τὸ βάθεμα τοῦ ἰδεολογικοῦ μας διχασμοῦ. Ἡ δράση του (ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα) στὸν δικό μας γεωγραφικὸ χῶρο ἐθεμελίωσε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ Μασονία ταυτίζεται μὲ τὸν ἀποκρυφισμὸ καὶ τὴν σκοτεινότητα λειτουργίας καὶ ἐνέργειας, κάτι ποὺ ὑποστασιώνεται στὴ γνωστὴ στὰ Ἰόνια Νησιὰ καὶ ἀπαξιωτικὴ γιὰ κάποιον διατύπωση• «σὰν μασόνος»...
Ὁ Ἑλλαδικὸς Τεκτονισμὸς ἔχει προέλευση ἀγγλική. Τὸ βρετανικὸ στοιχεῖο, ὅποια καὶ ἂν ἦταν ἡ δραστηριότητά του ἐπιδόθηκε στὴν ἵδρυση (ἀγγλικῶν) τεκτονικῶν στοῶν. Ἡ «ἱεραποστολικὴ» αὐτὴ κινητικότητα ἐνίσχυε οὐσιαστικὰ καὶ τὴν προώθηση τῆς βρετανικῆς πολιτικῆς. Τὰ ἀρχειακὰ στοιχεῖα διαψεύδουν τὸν περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἰσχυρισμὸ τῶν δικῶν μας τεκτόνων, πρὸ πάντων τὰ ἀρχεῖα τοῦ Colonial Office (ὑπουργείου ἀποικιῶν) γιὰ τὰ Ἑπτάνησα (1814-1864). Ἡ πρώτη Στοὰ στὴν «καθʼ ἡμᾶς Ἀνατολὴν» ἱδρύθηκε στὴ Σμύρνη μὲ πρωτοστάτη σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τὸν ἐπιφανή τέκτονα Ἀλέξανδρο Ντρυμόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἐξαπλώθηκαν οἱ Στοὲς στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἵδρυση καὶ ἐκεῖ Στοᾶς τὸ 1848. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πολιτιστικὸ κλίμα καὶ ἡ κοσμοπολίτικη πληθυσμιακὴ σύνθεση εὐνοοῦσαν τὴν εἰσαγωγὴ νέων ἰδεῶν, ποὺ ἔβαινε παράλληλα μὲ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τοῦ συνδέσμου μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Δὲν εἶναι συνεπῶς περίεργο, ποὺ τέκτονες κατεῖχαν θέσεις καὶ σὲ αὐτὸ τὸ Φανάρι καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ἤδη περὶ τὸ 1755. Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἐξ ἄλλου, εἶχαν ἱδρυθεῖ Στοὲς στὴν Ἀθήνα, τὴν Ζαγορά, τὰ Ἀμπελάκια, τὰ Ἰωάννινα καὶ τὰ Ἰόνια Νησιὰ (πρῶτος «ἀπολογητὴς» τοῦ τεκτονισμοῦ στὴν Ζάκυνθο ὁ κληρικὸς Ἀντώνιος Κατήφορος). Ὁ Τεκτονισμὸς στηριζόταν κυρίως στὸ ἀστικὸ στοιχεῖο, κινήθηκε δὲ στὸν χῶρο τῶν λογίων, τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν Φαναριωτῶν.
2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὸ ἑλληνόφωνο τμῆμα της, ἔλαβε νωρὶς θέση ἀπέναντι στὸ Τεκτονισμὸ καὶ τὴν ἀπειλή του, γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, τὴν ὁποία ἀναιρεῖ καὶ μόνη ἡ παρουσία του. Ἡ πρώτη θεωρητικὴ καταδίκη τοῦ Μασονισμοῦ στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔγινε σχεδὸν σύγχρονα μὲ τὴν ἵδρυση Στοῶν του. Μαρτυρία ἁγιορείτικου χειρογράφου ὑποστηρίζει τὴν ἔκδοση συνοδικοῦ καταδικαστικοῦ γράμματος τὸ 1745. Ἀποκήρυττε τοὺς τέκτονες ὡς «ἀθέους», μὲ τὴν γνωστὴ ἔννοια ποὺ εἶχε ἡ λέξη ἤδη στὴν Καινὴ Διαθήκη (Ἐφεσ. 2, 12), ὡς ἀρνούμενους δηλαδὴ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατριαρχικὸς ἀφορισμός, ἐξ ἄλλου, τοῦ 1793 (Νεόφυτος Β΄) συμπεριελάμβανε «τοὺς Βολταίρους καὶ Φρανκμαζόνας καὶ Ροσσοὺς καὶ Σπινόζας» –τοὺς πρωτεργάτες δηλαδὴ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ὁ Τεκτονισμὸς καὶ ἡ εἰσβολή του στὸ χῶρο τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας ἐπηρέασαν καὶ τὴ στάση της ἔναντι τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν Ἰδεῶν της. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Ναπολέων μὲ τοὺς ἀδελφούς του ἦσαν διακεκριμένοι τέκτονες. Κατὰ τὸν καλὸ γνώστη τῶν πραγμάτων Στῆβεν Ράνσιμαν, «οἱ ἰδέες τοῦ Τεκτονισμοῦ τὸν ΙΘ΄ αἰ. ἦσαν ἐχθρικὲς πρὸς τὶς ἀρχαῖες ἐκκλησίες». Μὲ τὴν εἰσχώρηση μάλιστα καὶ μερικῶν Ἑλλήνων ἐκκλησιαστικῶν στὴ Μασονία ἐπιτεύχθηκε ἡ «ἐξασθένιση τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».

Ελληνοορθοδοξία - Το μόνιμον πρόβλημα των δυτικών, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR


Ελληνοορθοδοξία
Το μόνιμον πρόβλημα των δυτικών
Ο Ελληνισμός ηττάται μόνον με Εφιάλτας
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 16/3/2012
ΜΕΓΑΛΟ σάλο προκάλεσε πρίν ἀπό κάποια χρόνια ἡ γνωστή δήλωση τοῦ κ. Χένρυ Κίσιγκερ, πρώηνὙπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ, γιά τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά τιθασευθῆ ὁ Ἑλληνισμός.
Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μέ τήν δήλωσή του ὁ κ. Κ διετύπωσε μέ ἄλλο τρόπο κάτι, πού εἶχε συλλάβει ὁ συμπατριώτης του Γιάκομπ Φιλίπ Φαλλμεράγερ (1790-1861) στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος...
Ὁ τελευταῖος ἀπό τον Ἰούλιο τοῦ 1840 ὥς τον Μάϊο τοῦ 1842 ταξίδευσε σέ πολλά μέρη τῆς “καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς”, μεταξύ τῶν ὁποίων συμπεριέλαβε καί το Ἅγιον Ὄρος.
Στη σειρά “FRAGMENTE AUS DEM ORIENT” (1845) ἐκθέτει τίς ἐντυπώσεις του καί πολλές σημαντικές θέσεις, πού ἄμεσα μᾶς ἐνδιαφέρουν. Μιλώντας γιά τό ἍγιονὌρος, ἀναφέρεται στή νοερά προσευχή, τον “λατινέλληνα” Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, τήν ἡσυχαστική κίνηση τοῦ 14ου αἰῶνος, τήν Ἀθωνιάδα Σχολή καί τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, γιά τόν ὁποῖο ἐκφράζεται μέ θαυμασμό (βλ.Ἀθανασίου Ε. Καραθανάση,ὉJ.PH. FALLMERAYER (1790-1861) καί οἱ ἀναμνήσεις του ἀπό το Ἅγιον Ὄρος καί την Θεσσαλονίκη, στήν: Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπ. Θεσσαλονίκης, τόμ. 11, 2006, σελ. 7-28. Σπουδαία μελέτη).
Ὁ γερμανός καθηγητής ἀναφέρεται καί στή σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ με τήνὈρθοδοξία καί γράφει τά ἑξῆς, ὅπως παραθέτει τά λόγια του ὁ ἐκλεκτός συνάδελφος κ. Καραθανάσης: «Ἀπ᾽ ἔξω -ἄς τό θυμοῦνται αὐτό στην Εὐρώπη, ὅλες οἱ ἐπιθέσεις κατά τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, πού εἶναι ταυτόσημο μέ τό ἀνατολικό ὀρθόδοξο δόγμα, εἶναι μάταιη προσπάθεια. Ὁ κίνδυνος μπορεῖ νά εἶναι μ ό ν ο ἐ σ ω τ ε ρ ι κ ό ς…. (ἡ ἀραίωση δική μου).
Ὅλοι οἱ καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλευόμενοι τήν ἀκεραιότητα, ὕπαρξη καί ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γνωρίζουν καλά τήν ἀδιαίρετη, ἀλλά καί ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί τό ἀδιάλυπο αὐτῆς τῆς ἑνώσεως. Καί τοῦτο, διότι ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ἡ ὑπεροχότερη στήν ἱστορία συλλογική λυτρωτική ἀναζήτηση, καταξιώθηκε -κατά κάποιο τρόπο- ὡς ἀνθρώπινη φύση σέ μία θεανθρώπινη ἕνωση, τό θεῖο στοιχεῖο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Χριστός, δηλαδή, ὡς ἔνσαρκη Παναλήθεια. Γνωρίζουν ἀκόμη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ζωτική δύναμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ στούς αἰῶνες, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ Ἱστορία, καί ὅτι εἶναι ἀδύνατο «ἀπ᾽ ἔξω» νά πληγεῖ ὁ Ἑλληνισμός. Αὐτό μπορεῖ νά γίνη ΜΟΝΟ «ἀπό μέσα». Ἀλλ᾽ αὐτό σημαίνει προδοσία, γιά την ὁποία χρειάζεται ἡ «πέμπτη φάλαγξ», ὅπως μᾶς διδάσκει -πάλι- ἡ Ἱστορία. Χωρίς Ἐφιάλτες δέν ἡττᾶται ὁ Ἑλληνισμός…

Ο Τεκτονισμός εις την «καθ’ ημάς Ανατολήν», του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR


Ο Τεκτονισμός εις την «καθ’ ημάς Ανατολήν»
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 30/03/2012
1. Ὁ Τεκτονισμὸς/Μασονία εἶναι ἐμβόλιμο μέγεθος στὴν ἑλληνορθόδοξη κοινωνία, ποὺ παρασιτεῖ στὸ σῶμα της, μὲ συνέπειες ὀδυνηρὲς γιὰ τὴν συνοχὴ καὶ ταυτότητά της. Τὸ σημαντικότερο: Ὁ Τεκτονισμὸς εἶναι τοκετὸς ξένων ὠδίνων, ξένος τελείως πρὸς τὴν ταυτότητα τοῦ Γένους/Ἔθνους μας, καὶ μάλιστα στὴν οὐσία του μὴ συμβατὸς μὲ αὐτήν. Ἔτσι, ἐνεργεῖ τὸν ἰδεολογικὸ διαμελισμὸ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, κυρίως στὰ «ὑψηλότερα» κοινωνικὰ στρώματά της, συμβάλλοντας στὴ διαιώνιση καὶ τὸ βάθεμα τοῦ ἰδεολογικοῦ μας διχασμοῦ. Ἡ δράση του (ἀπὸ τὸν 18ο αἰώνα) στὸν δικό μας γεωγραφικὸ χῶρο ἐθεμελίωσε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ Μασονία ταυτίζεται μὲ τὸν ἀποκρυφισμὸ καὶ τὴν σκοτεινότητα λειτουργίας καὶ ἐνέργειας, κάτι ποὺ ὑποστασιώνεται στὴ γνωστὴ στὰ Ἰόνια Νησιὰ καὶ ἀπαξιωτικὴ γιὰ κάποιον διατύπωση• «σὰν μασόνος»...
Ὁ Ἑλλαδικὸς Τεκτονισμὸς ἔχει προέλευση ἀγγλική. Τὸ βρετανικὸ στοιχεῖο, ὅποια καὶ ἂν ἦταν ἡ δραστηριότητά του ἐπιδόθηκε στὴν ἵδρυση (ἀγγλικῶν) τεκτονικῶν στοῶν. Ἡ «ἱεραποστολικὴ» αὐτὴ κινητικότητα ἐνίσχυε οὐσιαστικὰ καὶ τὴν προώθηση τῆς βρετανικῆς πολιτικῆς. Τὰ ἀρχειακὰ στοιχεῖα διαψεύδουν τὸν περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἰσχυρισμὸ τῶν δικῶν μας τεκτόνων, πρὸ πάντων τὰ ἀρχεῖα τοῦ Colonial Office (ὑπουργείου ἀποικιῶν) γιὰ τὰ Ἑπτάνησα (1814-1864). Ἡ πρώτη Στοὰ στὴν «καθʼ ἡμᾶς Ἀνατολὴν» ἱδρύθηκε στὴ Σμύρνη μὲ πρωτοστάτη σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση τὸν
ἐπιφανή τέκτονα Ἀλέξανδρο Ντρυμόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ἐξαπλώθηκαν οἱ Στοὲς στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν ἵδρυση καὶ ἐκεῖ Στοᾶς τὸ 1848. Τὸ εὐρωπαϊκὸ πολιτιστικὸ κλίμα καὶ ἡ κοσμοπολίτικη πληθυσμιακὴ σύνθεση εὐνοοῦσαν τὴν εἰσαγωγὴ νέων ἰδεῶν, ποὺ ἔβαινε παράλληλα μὲ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τοῦ συνδέσμου μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Δὲν εἶναι συνεπῶς περίεργο, ποὺ τέκτονες κατεῖχαν θέσεις καὶ σὲ αὐτὸ τὸ Φανάρι καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ἤδη περὶ τὸ 1755. Στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, ἐξ ἄλλου, εἶχαν ἱδρυθεῖ Στοὲς στὴν Ἀθήνα, τὴν Ζαγορά, τὰ Ἀμπελάκια, τὰ Ἰωάννινα καὶ τὰ Ἰόνια Νησιὰ (πρῶτος «ἀπολογητὴς» τοῦ τεκτονισμοῦ στὴν Ζάκυνθο ὁ κληρικὸς Ἀντώνιος Κατήφορος). Ὁ Τεκτονισμὸς στηριζόταν κυρίως στὸ ἀστικὸ στοιχεῖο, κινήθηκε δὲ στὸν χῶρο τῶν λογίων, τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν Φαναριωτῶν.
2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὸ ἑλληνόφωνο τμῆμα της, ἔλαβε νωρὶς θέση ἀπέναντι στὸ Τεκτονισμὸ καὶ τὴν ἀπειλή του, γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, τὴν ὁποία ἀναιρεῖ καὶ μόνη ἡ παρουσία του. Ἡ πρώτη θεωρητικὴ καταδίκη τοῦ Μασονισμοῦ στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἔγινε σχεδὸν σύγχρονα μὲ τὴν ἵδρυση Στοῶν του. Μαρτυρία ἁγιορείτικου χειρογράφου ὑποστηρίζει τὴν ἔκδοση συνοδικοῦ καταδικαστικοῦ γράμματος τὸ 1745. Ἀποκήρυττε τοὺς τέκτονες ὡς «ἀθέους», μὲ τὴν γνωστὴ ἔννοια ποὺ εἶχε ἡ λέξη ἤδη στὴν Καινὴ Διαθήκη (Ἐφεσ. 2, 12), ὡς ἀρνούμενους δηλαδὴ τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πατριαρχικὸς ἀφορισμός, ἐξ ἄλλου, τοῦ 1793 (Νεόφυτος Β΄) συμπεριελάμβανε «τοὺς Βολταίρους καὶ Φρανκμαζόνας καὶ Ροσσοὺς καὶ Σπινόζας» –τοὺς πρωτεργάτες δηλαδὴ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης. Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ὁ Τεκτονισμὸς καὶ ἡ εἰσβολή του στὸ χῶρο τῆς Ρωμαίϊκης Ἐθναρχίας ἐπηρέασαν καὶ τὴ στάση της ἔναντι τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ τῶν Ἰδεῶν της. Ἄλλωστε, καὶ ὁ Ναπολέων μὲ τοὺς ἀδελφούς του ἦσαν διακεκριμένοι τέκτονες. Κατὰ τὸν καλὸ γνώστη τῶν πραγμάτων Στῆβεν Ράνσιμαν, «οἱ ἰδέες τοῦ Τεκτονισμοῦ τὸν ΙΘ΄ αἰ. ἦσαν ἐχθρικὲς πρὸς τὶς ἀρχαῖες ἐκκλησίες». Μὲ τὴν εἰσχώρηση μάλιστα καὶ μερικῶν Ἑλλήνων ἐκκλησιαστικῶν στὴ Μασονία ἐπιτεύχθηκε ἡ «ἐξασθένιση τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας».

Ο Ελληνισμός στη ζωή και στο έργο του Μακρυγιάννη


... Ο Μακρυγιάννης φαίνεται να ζει στήν ύπαρξή του την ιστορική διαχρονία και ενότητα του Ελληνισμού.

Είναι τόσο φυσική στο Μακρυγιάννη η αδιατάρακτη συνέχεια του Έθνους, ώστε μιλώντας για την εποχή του να αναδύονται στη μνήμη του αβίαστα οι αρχαίοι. «Γοναίγοι προπατέρες» μας είναι ο Μιλτιάδης, ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Λεωνίδας, ο «γέρο Σωκράτης καί ο Πλάτων» καί όλοι «οι επίλοιποι γενναίοι άνδρες» …
Οι νέοι Έλληνες είναι απόγονοι των παλιών Ελλήνων» καί παιδιά των συνεχιστών της δικής τους ιστορικής παρουσίας», του Ρήγα, του Μάρκου Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη, του Δυσσέα, του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Νικήτα, του Κυργιακούλη, του Μιαούλη, του Κανάρη, των Υψηλάντων». Το πειστήριο: "Θυσίασαν τη ζωή τους καί την κατάστασήν τους δι' αυτείνη την ορθόδοξην θρησκείαν και δι’ αυτείνην την ματοκυλισμένην μικρή τους πατρίδα». Με την επανάσταση ανέστησαν την αρχαία Ελλάδα.
Βέβαια, υπάρχει και η αναφορά στον άλλο κλάδο του εθνικού δένδρου, τους αγίους της Ορθοδοξίας. Δίπλα στο Σωκράτη επιβιώνει ατή μακρυγιάννεια μνήμη ο Μ. Βασίλειος. Οι νέοι Έλληνες δεν είναι μόνο απόγονοι των αρχαίων, αλλά παιδιά καί των Αγίων της Ρωμηοσύνης, όλης δηλαδή της ελληνικής ιστορικής συνέχειας.
Η μνήμη των προγόνων ενισχύει το αυτοσυναίσθημα του Μακρυγιάννη. «Απόγονοι αυτεινών των περίφημων ανθρώπων, όπου στόλισαν την ανθρωπότητα μ' αρετή». Η συνείδησή του όμως δεν λειτουργεί ρατσιστικά. Οι Αρχαίοι δεν είναι μόνο δικοί μας πρόγονοι, αλλά πνευματικά «γοναίγοι όλης της ανθρωπότης», «μεγάλοι άνδρες του κόσμου». Η Ελλάς είναι «μερική πατρίδα τους». Μ' αυτές τις περγαμηνές εισέρχεται το Έθνος στα ελεύθερα Κράτη της Ευρώπης. Αρχαίοι καί Άγιοι του έχουν κληροδοτήσει τις αρετές τους, καί γι' αυτό δεν νοιώθει καμιά μειονεξία. Οι πρώτοι: «αγαθοί, δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, γενναίοι ύπερασπισταί της λευτεριάς». Οι Άγιοι: «είχαν πρώτα αρετή, ηθική», έγιναν «καλοί χριστιανοί ορθόδοξοι θεολόγοι καί καλοί φιλόσοφοι» καί με τη φώτιση του Θεού «πατέρες της Εκκλησίας καί άγιοι».
Η επιβίωση των προγόνων δεν στηρίζεται στη φυλετική συνέχεια, αλλά στη ψυχική. Η κοινότητα των αρετών επιβεβαιώνει την ταύτιση. «Στη θέση οπού απέθανες εσύ, Λεωνίδα, με τους τρακόσους σου, πέθαναν καί αυτείνοι δια την Θρησκείαν καί την πατρίδα».
…Η πτώση της αρχαίας Ελλάδος οφείλεται στην αλλοτρίωση των παιδιών της. «Χάνοντας αυτείνοι, εχάθη καί η πατρίδα τους, η Ελλάς, έσβησε το όνομά της». Ξαναβρίσκοντας έτσι, την γνησιότητά τους οι Έλληνες, μπόρεσαν να την αναστήσουν. Είναι οι «αθάνατοι Έλληνες», οι τίμιοι αγωνιστές, πού ανέστησαν την Ελλάδα. Μάλλον «ο Θεός ο δίκαιος» χάρη των αρχαίων» ανάστησε και τους απογόνους των». Διότι ο Θεός σ' αυτη τη συνέχεια του Ελληνισμού έχει κεντρική θέση.
Ο Μακρυγιάννης εντοπίζει καί τις απόλυτες αξίες της ελληνικής παρακαταθήκης, που συνιστούν τα ιερά καί όσια, τα οποία αγωνιζόταν να διασώσει. Είναι οι συνιστώσες της ταυτότητας του Γένους-Έθνους, η θρησκεία καί η πατρίδα.
.. . Θρησκεία των Νεοελλήνων είναι η Ορθοδοξία, η «ενυπόστατος πίστις» των Αγίων του Γένους, με όλες τις ησυχαστικές πρακτικές της (άσκηση –μετάνοια - αγώνα για τη σωτηρία-θέωση). Χωρίς την προϋπόθεση αυτή ο Μακρυγιάννης μένει ακατανόητος, παρερμηνεύεται, παρεξηγείται. Η Ορθοδοξία είναι η πνευματική παράδοση του Ελληνισμού. Στήν αυθεντική της έκφραση ανεξίθρησκη («η θρησκεία κάθε ανθρώπου» σεβαστή), φιλάνθρωπη, αντιρατσιστική. Εκκλησίες καί Μοναστήρια διασώζουν την «υπαρκτή Ορθοδοξία» καί γι' αυτό αποτελούν τόπους συνεχούς αναβαπτισμού του Γένους. Τα Μοναστήρια ήσαν, εξ άλλου, «τα πρώτα προπύργια της επανάστασης μας».
Πατρίδα είναι ο γεωγραφικός χώρος πραγματώσεως του Έλληνα-Ρωμηού, δηλαδή Ορθοδόξου. Γι' αυτό πρέπει να είναι ελεύθερη, για να είναι δυνατή καί η αυτοπραγμάτωση καί ολοκλήρωση αυτή του Έλληνα ανθρώπου καί του πολιτισμού του. Διότι η πατρίδα μόνο ως κοινωνία δικαιοσύνης, ισοτιμίας καί ρωμαίικης δημοκρατίας μπορεί να νοηθεί. Προορισμός της: «να ζει (ο Έλληνας) καί οι συγγενείς του (= οι λοιποί του Γένους του) ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνίαν». Μιλώντας για την πατρίδα ο Μακρυγιάννης αληθινά εκστασιάζεται. «Ο ζήλος της πατρίδος», βρίσκει έτσι τη δικαίωσή του, όπως καί όλες οι θυσίες γι' αυτήν. Η πατρίδα όμως νοείται πάντα σε συνάρτηση με τη θρησκεία», διότι αυτή «μας ελευθέρωσε». Η επανάσταση είναι καρπός της αθεράπευτης αγάπης του Έλληνα για τη πατρίδα και τη θρησκεία. Ο Έλληνας στη γνησιότητά του «διψά για αρετή καί δια πατριωτισμόν».
Μιλώντας για τον Ελληνισμό ο Μακρυγιάννης, δέχεται, καθαρά την έννοια του «Λαού του Θεού», Όπως καί ο Ντοστογέφσκυ για το Ρωσικό Λαό. Και είναι «λαός του Θεού» ο Ελληνικός στο μέτρο, πού πορεύεται μέσα στο θέλημα του Θεού, κατά το «μακάριος, ου ο Θεός βοηθός αυτού» (Ψαλμ. 145,5). Λείπει κάθε απόχρωση εθνικισμού καί φυλετισμού στο Μακρυγιάννη, γιατί στή συνείδησή του κυριαρχεί ο ρωμαίικος «οικουμενικός πατριωτισμός» καί όχι ο δυτικότροπος — διαφωτιστικός - «εθνικιστικός πατριωτισμός». Λαός του Θεού είναι ο Ελληνικός, διότι ζει μόνιμα με τη συνείδηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του καί της ανάγκης της θείας βοήθειας ως Χάριτος για την ιστορική ύπαρξη του.
Ο Μακρυγιάννης, με τη συζυγία «θρησκεία-πατρίδα», χαράζει τις θεμελιακές συντεταγμένες του ελληνικού ήθους, ενός τρόπου υπάρξεως, πού αγωνίζεται πρώτα ο ίδιος να πραγματώσει.
Ο Μακρυγιάννης είναι γι' αυτό ένα δυναμικό δείγμα του ελληνορθόδοξου-ρωμαίικου ήθους. Στό λόγο καί την πράξη του σπουδάζουμε την ιστορική συνέχεια μας. Τύποι σαν τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, τον Κόντογλου κ.ά. συνιστούν αρχετυπικά σημεία αναφοράς στη διακρίβωση του νεοελληνικού ήθους.
του π. Γεωργίου Μεταλληνού – Από το βιβλίο «Ελληνισμός μετέωρος»

Ελληνοορθοδοξία - Το μόνιμον πρόβλημα των δυτικών, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR



Ελληνοορθοδοξία
Το μόνιμον πρόβλημα των δυτικών
Ο Ελληνισμός ηττάται μόνον με Εφιάλτας
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού

Ομοτίμου Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 16/3/2012
ΜΕΓΑΛΟ σάλο προκάλεσε πρίν ἀπό κάποια χρόνια ἡ γνωστή δήλωση τοῦ κ. Χένρυ Κίσιγκερ, πρώηνὙπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ, γιά τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά τιθασευθῆ ὁ Ἑλληνισμός.
Σημασία ὅμως ἔχει ὅτι μέ τήν δήλωσή του ὁ κ. Κ διετύπωσε μέ ἄλλο τρόπο κάτι, πού εἶχε συλλάβει ὁ συμπατριώτης του Γιάκομπ Φιλίπ Φαλλμεράγερ (1790-1861) στά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος...
Ὁ τελευταῖος ἀπό τον Ἰούλιο τοῦ 1840 ὥς τον Μάϊο τοῦ 1842 ταξίδευσε σέ πολλά μέρη τῆς “καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς”, μεταξύ τῶν ὁποίων συμπεριέλαβε καί το Ἅγιον Ὄρος.
Στη σειρά “FRAGMENTE AUS DEM ORIENT” (1845) ἐκθέτει τίς ἐντυπώσεις του καί πολλές σημαντικές θέσεις, πού ἄμεσα μᾶς ἐνδιαφέρουν. Μιλώντας γιά τό ἍγιονὌρος, ἀναφέρεται στή νοερά προσευχή, τον “λατινέλληνα” Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, τήν ἡσυχαστική κίνηση τοῦ 14ου αἰῶνος, τήν Ἀθωνιάδα Σχολή καί τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, γιά τόν ὁποῖο ἐκφράζεται μέ θαυμασμό (βλ.Ἀθανασίου Ε. Καραθανάση,ὉJ.PH. FALLMERAYER (1790-1861) καί οἱ ἀναμνήσεις του ἀπό το Ἅγιον Ὄρος καί την Θεσσαλονίκη, στήν: Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπ. Θεσσαλονίκης, τόμ. 11, 2006, σελ. 7-28. Σπουδαία μελέτη).
Ὁ γερμανός καθηγητής ἀναφέρεται καί στή σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ με τήνὈρθοδοξία καί γράφει τά ἑξῆς, ὅπως παραθέτει τά λόγια του ὁ ἐκλεκτός συνάδελφος κ. Καραθανάσης: «Ἀπ᾽ ἔξω -ἄς τό θυμοῦνται αὐτό στην Εὐρώπη, ὅλες οἱ ἐπιθέσεις κατά τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, πού εἶναι ταυτόσημο μέ τό ἀνατολικό ὀρθόδοξο δόγμα, εἶναι μάταιη προσπάθεια. Ὁ κίνδυνος μπορεῖ νά εἶναι μ ό ν ο ἐ σ ω τ ε ρ ι κ ό ς…. (ἡ ἀραίωση δική μου).
Ὅλοι οἱ καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλευόμενοι τήν ἀκεραιότητα, ὕπαρξη καί ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γνωρίζουν καλά τήν ἀδιαίρετη, ἀλλά καί ἀσύγχυτη ἕνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί τό ἀδιάλυπο αὐτῆς τῆς ἑνώσεως. Καί τοῦτο, διότι ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ἡ ὑπεροχότερη στήν ἱστορία συλλογική λυτρωτική ἀναζήτηση, καταξιώθηκε -κατά κάποιο τρόπο- ὡς ἀνθρώπινη φύση σέ μία θεανθρώπινη ἕνωση, τό θεῖο στοιχεῖο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Χριστός, δηλαδή, ὡς ἔνσαρκη Παναλήθεια. Γνωρίζουν ἀκόμη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ζωτική δύναμη τοῦ Ἑλληνισμοῦ στούς αἰῶνες, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ Ἱστορία, καί ὅτι εἶναι ἀδύνατο «ἀπ᾽ ἔξω» νά πληγεῖ ὁ Ἑλληνισμός. Αὐτό μπορεῖ νά γίνη ΜΟΝΟ «ἀπό μέσα». Ἀλλ᾽ αὐτό σημαίνει προδοσία, γιά την ὁποία χρειάζεται ἡ «πέμπτη φάλαγξ», ὅπως μᾶς διδάσκει -πάλι- ἡ Ἱστορία. Χωρίς Ἐφιάλτες δέν ἡττᾶται ὁ Ἑλληνισμός…
Αὐτό λοιπόν γνωρίζουν πολύ καλά οἱ ἐχθροί τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί γι᾽ αὐτό, ὅταν θελήσουν νά τόν πλήξουν, ὑπολογίζουν στούς πολυώνυμος Ἐφιάλτες μας. Κυρίως σέ ἐκείνους, πού διαθέτουν ἀξίωμα, οἰκονομική εὐρωστία καί δύναμη (πολιτική λ.χ.). Διότι ὅλοι αὐτοί, ὅπως τό ξαναζοῦμε στίς ἡμέρες μας, ταυτιζόμενοι δουλοπρεπῶς μέ τούς ὁποιουσδήποτε «Μήδους», τούς «ἀφήνουν νά διαβοῦνε». Καί αὐτό, διότι ἐνεργοῦν ὡς θύματα τῶν ἀνόμων φιλοδοξιῶν τους.
Οἱ «Ἐφιάλτες» εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή γιά τό Ἔθνος μας, στή σχέση του μάλιστα μέ τή ζωτική του δύναμη, πού εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων μας. Καί αὐτό συμβαίνει, ὅταν με τούς τρόπους καί τά μέσα, πού διαθέτουν διαφθείρουν τούς Ἕλληνες, καθιστώντας μας ὄχι φορεῖς, ἀλλά ἀχθοφόρους τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ ὀνόματος. Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (1830), ὡς «προτεκτοράτου» τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων, ὑπό μόνιμη κατοχή, οἱ Ξένοι ἐξουσίαζουν καί κατευθύνουν τήν Χώρα μας μέ ὄργανα τούς «Ἐφιάλτες» αὐτοῦ τοῦ τόπου. Αὐτό ὑπό μία μόνο προϋπόθεση μπορεῖ νά ἀποφευχθεῖ: Ὅταν ΟΛΟΙ ἐνεργοῦμε -καί ἰδιαίτερα οἱ (πολιτικοί) Ἡγέτες μας- ὡς Ἕλληνες πρός τά ἔξω καί ὄχι ὡς Ξένοι στήν Ἑλλάδα. Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς σημερινῆς κακοδαιμονίας μας.
πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2012/03/blog-post_7181.html

Η νίκη της αληθούς Πίστεως Κυριακή της Ορθοδοξίας, του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR

Προσθήκη λεζάντας

Η νίκη της αληθούς Πίστεως
Κυριακή της Ορθοδοξίας
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Στις 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής τότε - μία σύνοδος στην Πόλη «αναστήλωσε», ανάρτησε και πάλι στους στύλους των ναών, τις άγιες εικόνες, δίνοντας έτσι τέλος στην πολιτικοθρησκευτική αναστάτωση της εικονομαχίας (726 - 843).
Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι οι γυναίκες, ως μόνιμος φορέας του πολιτισμού, σώζουν την πίστη! Η Θεοδώρα είχε οσιακά τέλη στη Μονή των Γαστρίων και ίσως κάποιοι να μη γνωρίζουν ότι το λείψανό της βρίσκεται ακέραιο και άφθαρτο στην Κέρκυρα.
Ονομάστηκε «εορτή της Ορθοδοξίας» ως «νίκη της αληθούς Πίστεως», που προσφέρεται στον άνθρωπο ως δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θέωσης. Η Ορθοδοξία είναι, σύμφωνα με τον αγιοπατερικό χαρακτηρισμό, «εργαστήριον αγιότητος», δηλαδή «εργοστάσιο παραγωγής Αγίων», ανθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στη Θεία Χάρη, για να μπορούν να ζουν ως συν - άνθρωποι, ικανοί να δημιουργήσουν σχέσεις ισότητας και αδελφοσύνης. Όπου δεν σώζεται αυτός ο άνθρωπος, ούτε αυθεντική κοινωνία μπορεί να υπάρξει.
Στην Ορθοδοξία - όταν και όπου υπάρχει - σώζεται ένα τρισορθογώνιο σύστημα αναφοράς στο Θεό, το συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, που συνιστά την ενότητα και ακεραιότητα του ανθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στην Ορθοδοξία των Αγίων μας δεν σώζεται κανείς ατομικά, αλλά «διά του πλησίον». Αυτά γιορτάζουμε σήμερα...
«Ευρήκαμεν Ιησούν»
Ορθοδοξία, όμως, είναι η εύρεση του Χριστού, ως Θεού και Σωτήρα. Αυτό σημαίνει ο λόγος του σημερινού Ευαγγελίου «ευρήκαμεν Ιησούν» (Ιω. 1,69). Είναι η εκπλήρωση της λυτρωτικής προσδοκίας σύνολης της ανθρωπότητας. Ο απ. Πέτρος, απολογούμενος ενώπιον του εβραϊκού Συνεδρίου, τόλμησε να πει: «Ουκ εστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία» - Κανείς άλλος δεν μπορεί να σώσει (Πρ. 4,11). Αυτό σημαίνει: Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη Θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού με τον Άκτιστο.
Στην Ορθοδοξία δεν γνωρίζουμε το Θεό διανοητικά, στοχαστικά, αφηρημένα ως κάποιο απρόσιτο «πνεύμα», αλλά στο Θεάνθρωπο Χριστό, που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα και έγινε όμοιος με μας (άνθρωπος), χωρίς όμως την αμαρτία μας (Εβρ. 4,15).
Η αμαρτία δεν ανήκει στην αρχική φύση του ανθρώπου, που έπλασε ο Θεός. Γι' αυτό στον αληθινό Χριστό δεν μπορεί να βρει κανείς χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, όμοια με τα δικά μας, που ζούμε με την τραγικότητα της πτώσης. «Υπέρ άνθρωπον αυτού τα ανθρώπινα» διακηρύσσει ο αγιοπατερικός λόγος.
Εκούσια προσέλαβε ο Χριστός τα «αδιάβλητα» (μη εφάμαρτα) πάθη μας: την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, το θάνατο, τις συνέπειες δηλαδή της πτώσης, μετέχοντας έτσι στην ιστορική περιπέτειά μας, για να σώσει τον άνθρωπο και να αγιάσει την ιστορία. Ο Χριστός, που σώζει, είναι ο Χριστός των Αγίων μας, ως «Χριστός της πίστεως» αλλά και «της ιστορίας». Αυτόν το Χριστό συναντάμε στο Σώμα του, την Εκκλησία.
Προσωπική προσέγγιση
Βέβαια, ο καθένας μπορεί να προσεγγίσει το Χριστό με το δικό του τρόπο, πλάθοντας - αυθαίρετα - το Χριστό, κατά το περιεχόμενο της καρδιάς του ή της διανοίας του (μεταφυσική κατανόησή Του). Σε αυτή την περίπτωση, όμως, προβάλλουμε στο Χριστό τα δικά μας πάθη και «τιμάμε» το Χριστό των παθών μας (ας θυμηθούμε το ελληνικό δωδεκάθεο). Πάντα το πρόβλημα της προσέγγισης του Θεού είναι ο άνθρωπος. «Δείξόν μοι τον άνθρωπόν σου, καγώ σοι δείξω τον Θεόν μου», απάντησε ο αρχαίος απολογητής (β΄ αι.) Θεόφιλος στον εθνικό συνομιλητή του Αυτόλυκο.

Ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός το «κινδυνευόμενον και προκείμενον», του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Γράφει ο Zoiforos.GR


Ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός
το «κινδυνευόμενον και προκείμενον»
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ομότιμου Καθηγητή Παν/μίου Αθηνών
     Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό το οικονομικό μας πρόβλημα είναι πρώτιστα πνευματικό, συνδέεται δε με την αποδυνάμωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας, κύριο συστατικό της οποίας είναι η Ορθοδοξία. Χαίρω δε, που μου ανετέθη η παρουσίαση της δυναμικής, που ανέπτυξε η Ορθοδοξία στην διαμόρφωση και ιστορική συνέχεια του πολιτισμού μας.
     Πολιτισμός είναι η πραγμάτωση του περιεχομένου της ψυχής του ανθρώπου. Αυτό ενσαρκώνεται και αποτυπώνεται στο περιβάλλον του, το οποίο -έτσι- διαμορφώνεται σύμφωνα με την κουλτούρα–καλλιέργεια της ψυχής του. Ορθά ο Arnold Toynbee είπε, ότι «η ψυχή του πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής». Από τον κανόνα αυτό δεν μπορεί να εξαιρεθεί το δικό μας Έθνος. Ο ελληνικός πολιτισμός καταξιώθηκε σε παγκόσμιο αγαθό και μορφωτικό θησαυρό της Οικουμένης.
   Στην ιστορική διαμόρφωση του πολιτισμού μας υπάρχει πνευματική συνέχεια. Θεμελιακό στοιχείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είναι, κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (+235 μ.Χ.), η «ζήτησις της αληθείας», και οδήγησε ιστορικά στην ένωση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, της ελληνικότητας με την Ορθοδοξία, ως αυθεντική χριστιανικότητα. Η ένωση αυτή, θεανθρώπινη στην ουσία της, παρήγαγε τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, τον πολιτισμό των Ηρώων και Αγίων μας.
α)   Η Ελληνική Εκκλησία ήδη από τον β - γ αἰώνα, αναδείχθηκε σε παράγοντα και φορέα του Ελληνικού πολιτισμού (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊκού βίου κ.λπ.), που μεταλαμπαδεύθηκε και σε όλους τους Ορθόδοξους Λαούς στα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην προχριστιανική και χριστιανική εκδοχή της (αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης). Οι λαοί καλούνται ολόκληροι, με όλη την κοινωνική δομή τους, στο Κυριακό σώμα. Αυτό συνέβη και με το Ελληνικό Έθνος, το οποίο βαθμιαία εισήλθε ολόκληρο στην Εκκλησία, μεταμορφώνοντας τις κοινωνικές και πολιτιστικές δομές και εκφράσεις του με την αναγέννησή του στους κόλπους της.
     Κύριο στοιχείο του Ορθοδόξου πολιτισμού είναι η ζήτηση Χάρης, λόγω της πίστεως στην ανάγκη της Χάρης για την πραγμάτωση του ανθρώπου ενδοϊστορικά και αιώνια. Ο Ορθόδοξος Έλληνας (Ρωμηός) ζει μόνιμα με την αίσθηση της παρουσίας του Ακτίστου στη ζωή του και με την προσδοκία του θαύματος, το οποίο είναι η εγκυρότερη επιβεβαίωση της θείας παρουσίας. Στην ελληνική γλώσσα η αξία η απαξία του ανθρώπου προσδιορίζεται με βάση τη θεόνομη σχέση. Έτσι λέμε: θεοφοβούμενος, αθεόφοβος, θεομπαίκτης η «δεν έχει Θεό μέσα του», διότι η ενοίκηση του Θεού ισχύει στη συλλογική λαϊκή συνείδηση ως στοιχείο καταξίωσης του ανθρώπου. Έτσι, αποβαίνει ο ορθόδοξος πολιτισμός βίωση της προτεραιότητας του προσώπου, ως ετερότητας και ελευθερίας, στα όρια της εν Χριστώ κοινωνίας.
     Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος αποτελεί μια πλευρά ιστορίας του πολιτισμού της χώρας (Kulturgeschichte). Όλα τα πολιτισμικά άγαθά μας εξελίχθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Οι μορφές και εκφράσεις του Ελλαδικού πολιτισμού, έλαβαν περιεχόμενο χριστιανικό, ακόμη και όλες οι επιβιώσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Εκκλησία, άλλωστε, χρησιμοποίησε και στην περίπτωση της Ελλάδος τις πολιτιστικές εκφράσεις για την εκχριστιάνιση του λαϊκού βίου. Καρδιά του ελληνικού πολιτισμού έγινε η δύναμη του φωτισμού και της θέωσης. Ο,τι συνεπώς χαρακτηρίζεται εκ των υστέρων «πολιτιστική δημιουργία» δεν είναι παρά φανέρωση της ζυμωμένης μέσα στη Χάρη ελληνικής υπάρξεως. Η ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας έγινε σημαντικότατο κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνισμού και σπονδυλική στήλη της εθνικής επιβιώσεως και διαχρονικής παρουσίας του.