Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Είσαι Χριστιανός ή νομίζεις ότι είσαι;»




Του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη

Στο  ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μάς περιγράφει το εξής γεγονός: Ένας νεαρός έρχεται και πέφτει στα γόνατα ενώπιον του Ιησού, και Τον παρακαλεί να του πει τι πρέπει να κάνει και πώς πρέπει να ζήσει την ζωή του, ώστε να αποκτήσει την αιώνια ζωή.

Το ακούτε αδελφοί μου; Ένας νεαρός γονατιστός παρακαλεί τον Κύριό μας θέλοντας να μάθει, πώς πρέπει να ζήσει για να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Ας έλθουμε στο σήμερα. Υπάρχουν σήμερα νέοι και νέες που γονατίζουν ενώπιον του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, και Τον παρακαλούν να τους διδάξει πώς πρέπει να ζήσουν ώστε να εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού; Υπάρχουν σήμερα νέοι και νέες που προσεύχονται γονατιστοί ενώπιον του Κυρίου μας; Ας αφήσουμε τους νέους. Άραγε έχουμε μεσήλικες ή ηλικιωμένους ανθρώπους που προσεύχονται γονατιστοί μπροστά στο εικονοστάσι τους; Έχουμε ώριμους και μεγάλους ανθρώπους που αναζητούν με ενδιαφέρον να πληροφορηθούν πώς πρέπει να ζήσουν εδώ, στην επίγεια και μάταιη αυτή ζωή, ώστε να εισέλθουν στον Παράδεισο;

Υπάρχουν λοιπόν ψυχές στις ημέρες μας που από αγάπη και πόθο για τον Χριστό ζητούν πληροφορίες για τον τρόπο ζωής που πρέπει να τηρούν, ώστε να εισέλθουν στην Βασιλεία των Ουρανών; Κι αν υπάρχουν, αδελφοί μου, σίγουρα είναι ελάχιστες αυτές οι ψυχές. Οι περισσότεροι χριστιανοί μας προσέρχονται πλέον περιστασιακά και τυπολατρικά τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές στους ιερούς ναούς μας. Είναι πλέον φανερό σε όλους μας ότι η χώρα μας και η οικουμένη ολόκληρη δεν ζει όπως θέλει ο Θεός. Αν είχαμε αληθινά χριστιανικές ψυχές και ζούσαμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, τότε ο κόσμος μας θα ήταν Χριστοπολιτεία, η κοινωνία μας μια Χριστιανούπολη, όπου οι άνθρωποι θα αγωνιούσαν να μάθουν τι θέλει ο Θεός από μας, όπως αναφέρει σήμερα το Ευαγγελικό κείμενο.

Ποιος είναι αυτός ο θεάρεστος τρόπος ζωής; Μας τον δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, απαντώντας στον νέο που ζήτησε να τον πληροφορηθεί. Τι είπε ο Κύριός μας; «οὐ φονεύσεις». Δεν θα σκοτώσεις άνθρωπο. Εμείς ωστόσο με τα λόγια μας πολλάκις έχουμε «σκοτώσει» ανθρώπους. Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Πόσους δολοφονήσαμε με τα σκληρά και πικρά λόγια μας, μέσα στο σπίτι μας, στον δρόμο, στην εργασία μας, στο σχολείο και αλλού;

Πόσες ψυχές άραγε πληγώσαμε βαθιά, πικράναμε, λυπήσαμε με τους λόγους μας; Πόσες φιλικές σχέσεις, εξαιτίας των λόγων μας, πάγωσαν και νεκρώθηκαν; Πόσες αγαθές σχέσεις εξαιτίας μας έγιναν εχθρικές; Έτσι θέλει ο Ιησούς Χριστός να μιλάμε και να συμπεριφερόμεθα στον συνάνθρωπό μας; Έτσι μας διδάσκει το Ευαγγέλιο;

Δεν δολοφονούν όμως μόνο τα λόγια μας. Δεκάδες εκατομμύρια είναι πλέον οι εκτρώσεις ετησίως σε ολόκληρη την γη. Είναι τόσα πολλά τα θύματα που δολοφονούν γονείς παιδοκτόνοι, συγγενείς συμμέτοχοι και γιατροί επίορκοι, ώστε ξεπερνούν πλέον τα θύματα του Α΄ και Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τολμάμε λοιπόν να μιλήσουμε ενώπιον του Κυρίου μας και να Του πούμε, ότι εμείς Κύριε ούτε με έργα, αλλά ούτε και με τους λόγους μας δολοφονήσαμε ανθρώπινες ψυχές;

«οὐ μοιχεύσεις», λέγει ο Κύριος στον νέο που ζητά γονατιστός να πληροφορηθεί πώς θα κερδίσει την Βασιλεία του Θεού. Πρόσεχε του λέγει παιδί μου, να μείνεις αγνός και παρθένος έως την ώρα του μυστηρίου του γάμου. Πρόσεξε μη μολύνεις το σώμα σου με σαρκικές και αμαρτωλές πράξεις. Πόσοι και πόσες από εμάς, αδελφοί μου, φθάσαμε στο γάμο μας αγνοί και παρθένοι στην ψυχή και στο σώμα; Πόσοι από εμάς διδάσκουμε σήμερα στα παιδιά μας να προσεύχονται γονατιστά, και να κρατήσουν έως την ημέρα του γάμου τους την αγνότητα; Γέμισε η χώρα μας από πορνείες και μοιχείες. Τραγικά αδιαφορούμε να τηρήσουμε τις ευαγγελικές εντολές του Κυρίου μας. «Μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα και την μητέρα σου και ν' αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», προσθέτει ο Χριστός προς τον νέο που βρίσκεται γονατιστός ενώπιόν Του, αναζητώντας πώς θα εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού.

Άνθρωπε του 21ου αιώνα, εσύ ποθείς την Βασιλεία του Θεού; Εσύ προστρέχεις γονατιστός ενώπιον του Κυρίου σου για να σε διδάξει πώς πρέπει να ζεις, ώστε να γίνεις κληρονόμος της αιωνίου χαράς μέσα στην Βασιλεία Του; Δυστυχώς, τα βιώματά μας συνήθως μαρτυρούν, ότι σαν ανόητοι αδιαφορούμε για Εκείνον που μας έδωσε αυτή τη ζωή, και έχουμε ξεχάσει τον σκοπό της.

Ένα ποθεί ο άνθρωπος σήμερα· ν΄ απολαύσει όλες τις αμαρτωλές ηδονές και τις απατηλές  χαρές, ζώντας μία ζωή άνετη και πλούσια. Την εγωιστική του καλοπέραση ποθεί ο σύγχρονος άνθρωπος.  Αυτήν μαθαίνει και στα παιδιά του. Ελάχιστοι πλέον καλλιεργούν την θυσιαστική αγάπη και την αρετή σύμφωνα με την θέληση και τις εντολές του Θεού. Γι΄ αυτό παρατηρούμε μεγάλη αποστασία από τον Θεό και την Εκκλησία Του στις ημέρες μας.

Αδελφοί μου, θαυμάζω τον νέο του Ευαγγελίου. Θαυμάζω τον ζήλο του και την αγάπη του προς τον Θεό, που προσήλθε γονατιστός ενώπιον του Κυρίου μας. Θαυμάζω την τόλμη και το θάρρος του, που χωρίς να ντραπεί τους παρόντες ανθρώπους, εκείνος ρωτά τον Κύριο τι πρέπει να κάνει για να σώσει την ψυχή του. Αλλά θαυμάζω και την απόκριση που έδωσε στον Χριστό, όταν Εκείνος του απάντησε πώς πρέπει να ζήσει, για να κερδίζει τον Παράδεισο: «Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ;» Κύριε, του λέγει ο γονατιστός νέος, όσα μου λες, από παιδί έως σήμερα τα έχω φυλάξει. Δεν σκότωσα με κανέναν τρόπο ποτέ και κανέναν, δεν πλησίασα ποτέ γυναίκα, διατήρησα την αγνότητά μου, τιμώ τους γονείς μου και τηρώ τις εντολές του Θεού. Τι άλλο ακόμη πρέπει να κάνω Κύριε, αφού ποθώ την Βασιλεία του Θεού; Αναμένω εδώ, γονατιστός πλησίον σου, δεν θέλω Κύριέ μου να χάσω την ψυχή μου. Πες μου, σε τι ακόμα υστερώ;

Ο Κύριος τότε του δίδει την εντολή της τελειότητας: Μοίρασε όλη την περιουσία σου στους φτωχούς και έλα να με ακολουθήσεις, και θα έχεις σίγουρη θέση στην Βασιλεία των Ουρανών. Όταν το άκουσε αυτό ο νέος που τόσο ποθούσε τον Παράδεισο, χλώμιασε, έσκυψε το κεφάλι του, σηκώθηκε λυπημένος και απομακρύνθηκε από τον Χριστό.

Θρηνώ τον νέο αυτό και όλους τους πλούσιους ανθρώπους που δεν μοιράζουν την περιουσία τους στους φτωχούς, κρατώντας μόνο τα απαραίτητα προς το ζην. Θρηνώ όλες αυτές τις ψυχές, που ενώ θεωρούν ότι ζουν κοντά στον Χριστό, εντούτοις είναι δεμένοι με τα υλικά αγαθά που απέκτησαν, και αδυνατούν να τα μοιραστούν με την φτώχεια που βασιλεύει πλησίον τους. Θρηνώ, διότι ο Κύριος μας είπε ότι οι άνθρωποι αυτοί πολύ δύσκολα θα εισέλθουν στην Βασιλεία του Θεού, εφόσον αρνούνται την γενναιόδωρη ελεημοσύνη. Μερικοί δίδουν, μα προσφέρουν μόνοψίχουλα μπροστά σε αυτά που έχουν. Κρατούν τα πάντα για τον εαυτό τους, για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Στην ψυχή τους βασιλεύει ο δαίμονας της φιλαυτίας.

Αδελφοί μου. Σήμερα εκτός από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο και ο Απόστολος Παύλος, ως πνευματικός μας πατέρας,  μας υπενθυμίζει στην Α΄ προς Κορινθίους  επιστολή του όσα ο Κύριος μας δίδαξε. Σας υπενθυμίζω το Ευαγγέλιο, λέει ο Απόστολος,  το οποίο σας κήρυξα και το οποίο με πίστη και χαρά όλοι εσείς δεχτήκατε. Θέλω να γνωρίζετε ότι, εάν τηρήσετε όσα σας ανέφερα και βαδίζετε στην οδό που μας υπέδειξε ο Κύριος, θα έχετε βέβαιη την σωτηρία σας και θα γίνετε μέτοχοι της Βασιλείας του Θεού.

Επομένως ένα απομένει τώρα και σε όλους εμάς αδελφοί μου: Να κάνουμε καλό έλεγχο του εαυτού μας. Να δούμε μήπως δεχτήκαμε μάταια τον Χριστό στις καρδιές μας. Διότι εάν δεν εφαρμόζουμε καθημερινά όσα δίδαξε ο Κύριός μας, τότε μάταια βαπτιστήκαμε, μάταια λεγόμαστε έως σήμερα χριστιανοί!

Ας κάνει λοιπόν ο καθένας από εμάς έλεγχο της συνειδήσεώς του. Εάν βρεθήκαμε σε λάθος δρόμο, ας μην απελπιστούμε. Ας κάνουμε στροφή 180 μοιρών και ας επανέλθουμε με δάκρυα ειλικρινούς μετανοίας και συντριβής στην οδό του Κυρίου μας. Διότι ο Κύριος και Θεός μας είναι Πατέρας φιλάνθρωπος και Θεός αγάπης. Δέχεται τον τελευταίο αμαρτωλό που μετανόησε όπως δέχτηκε και τον πρώτο.  Δέχεται όλους μας όπως δέχτηκε τον άσωτο, την πόρνη, τον ληστή επάνω στο σταυρό.  Υπάρχει λοιπόν ελπίδα σωτηρίας και για σένα αδελφέ μου. Ας τρέξουμε τώρα όλοι πλησίον Του, με δάκρυα στα μάτια, λέγοντας μέσα από την ψυχή μας «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον και εμένα τον αμαρτωλό». Η σωτηρία του Κυρίου μας να είστε βέβαιοι ότι θα έλθει τότε σε όλους μας και στις οικογένειές μας.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Tο άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια!!! Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ


Μονή Τιμίου Προδρόμου
Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία ουκ στιν ουδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως.
Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως.
Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο άϋλη αίσθηση του άϋλου αίσθηση νοερή και όχι λογική αίσθηση μ’ εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ’ άλλο κόσμο, αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος.
 Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθειά , όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού.
Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου Σαχάρωφ

«Η καρδιά είναι ο χώρος στον οποίο λάμπει το Φως του Θεού»Πρωτοπρεσβύτερος π. Παντελεήμων Κρούσκος, Θεολόγος

«Η καρδιά είναι ο χώρος στον οποίο λάμπει το Φως του Θεού»

Ο έκτος μακαρισμός αναφέρεται σε αυτούς πού είναι καθαροί τη καρδία δηλαδή τους φωτεινούς και αγνούς Χριστιανούς σε αυτούς πού έχουν φτάσει στα μέτρα της αγιότητας.
Αυτή η βαθμίδα τελείωσης είναι αμέσως ανώτερη από την ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη λοιπόν πρέπει να γίνεται με καθαρή καρδιά, με καθαρή συνείδηση. Τόσο με δοτικότητα άνευ γογγυσμού, αλλά κυρίως από προϊόντα καθαρής εργασίας και καθαρής συνείδησης. Καθαροί στην καρδιά είναι σε πρώτο επίπεδο αυτοί οι οποίοι έχουν καθαρή συνείδηση και πράξεις φωτεινές, οι οποίες πηγάζουν από μια αγαθότητα εσωτερική.
Όταν η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την καρδιά εννοούν την μεταφυσική (πνευματική) καρδιά, αλλά και την σαρκική καρδιά. Δηλαδή καρδια είναι αφ’ ενός μεν το σαρκικό όργανο, αφ’ ετέρου δε το κέντρο της υπάρξεώς μας, μέσα στο οποίο γίνεται η κοινωνία και η ένωσή μας με τον Θεό.
Είναι αρκετά δύσκολο να δώση κανείς ορισμό αυτής της πνευματικής καρδιάς, γιατί «άβυσσος γαρ ακατάληπτος αληθώς η καρδία». Ιδίως στον σαρκικό άνθρωπο, που διακατέχεται από την κυριαρχία της λογικής και ο οποίος βιώνει την ζόφωση της μεταπτωτικής ζωής, είναι αδύνατη η γνώση αυτής της πνευματικής καρδιάς. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ευρεθή κανείς ορισμός ο οποίος θα μπορέση να περιγράψη αυτήν την πραγματικότητα που βιώνει ο πνευματικός άνθρωπος. Μόνον χαρακτηρισμούς και εικόνες μπορεί κανείς να διατυπώση.
Ο Απόστολος Πέτρος ονομάζει την καρδία κρυπτόν άνθρωπον: «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος» (Α’ Πέτρ. γ’, 4). Είναι πράγματι ο χώρος εκείνος στον οποίο αγιάζεται ο Θεός: «Κύριον δε τον Θεόν αγιάσατε εν ταις καρδίαις υμών» (Α’ Πέτρ. γ’ 15). Μέσα στην καρδιά ανατέλλει η Χάρη του Θεού: «… έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρ. α’, 19). Εκεί συντελείται η καθαρή προσευχή και η ένωση, η κοινωνία με το θείο.
Καρδιά είναι το αγγείον που έχει το έλαιον, δηλαδή την θεία Χάρη.Η καρδιά είναι ο χώρος στον οποίο λάμπει το Φως του Θεού. «Ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. δ’, 6). Μέσα στην καρδιά βεβαιώνεται ο άνθρωπος για την υιοθεσία και εκεί ακούγεται καθαρά η φωνή του Θεού: «ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον∙ αββά ο πατήρ» (Γαλ. δ’, 6). Αφού εκεί αναπαύεται ο Θεός, εκεί ομιλεί με τον άνθρωπο. Εκεί ακούγεται καθαρά και ευκρινώς ο λόγος του Θεού. Στην καθαρή καρδιά υπάρχουν και οι οφθαλμοί με τους οποίους βλέπει τα μυστήρια του Θεού. «Ο πατήρ της δόξης, δώη υμίν… πεφωτισμένους τους οφθαλμούς της καρδίας υμών, εις το ειδέναι υμάς τις εστιν η ελπίς της κλήσεως αυτού…» (Εφεσ. α’, 17-18). Στην καρδιά επικρατεί η ειρήνη του Θεού: «και η ειρήνη του Θεού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών» (Κολ. γ’, 15). Η καρδιά είναι η κιθάρα, χορδές είναι οι αισθήσεις, πλήκτρο η διάνοια η οποία δια του λογικού κινεί ενδελεχώς το πλήκτρο που είναι η μνήμη του Θεού, «εξ ης ηδονή τις άρρητος τη ψυχή επιγίνεται και τω καθαρώ νοΐ τας θείας αυγάς ενοπτρίζεται».
Η καρδιά είναι η πηγή από την οποία, με την προσευχή και την θέρμη, εξέρχεται ύδωρ «εκ του ζωοποιού πνεύματος». Η καρδιά είναι ο εντός ημών άνθρωπος . Αυτές και πολλές άλλες εικόνες και χαρακτηρισμούς χρησιμοποιούν οι άγιοι Απόστολοι και άγιοι Πατέρες για να παρουσιάσουν και να εκφράσουν την καρδιά. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι καρδιά είναι «ο εντός ημών άνθρωπος», ο χώρος εκείνος που αποκαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και στον οποίο αποκαλύπτεται και κατοικεί ο Θεός. Είναι ο πνευματικός ναός που τελείται αέναη θεία Λειτουργία, προσφέρεται αέναη δοξολογία προς τον Θεό. Αυτός ο χώρος, ο άγνωστος για τους πολλούς, αλλά γνωστός για τους αγίους, ζωογονεί τον άνθρωπο.Αυτός διατηρείται καθαρός με την φυλακή των αισθήσεων. Όταν ο άνθρωπος του Θεού, καθοδηγούμενος από έμπειρο πνευματικό αναπτύσσει πνευματικές άμυνες και αισθήσεις, ώστε να μην εισβάλει και προσβάλει το ιερό της καρδίας του, ρυπαρός ή βλάσφημος λογισμός, ο οποίος με την συγκατάθεση γίνεται κυρίαρχο πάθος, το οποίο γίνεται βδέλυγμα της ερήμωσης στο θυσιαστήριο της καρδιάς και μας απομακρύνει από τον Θεό, αφού πρώτα μας υποτάξει και εξευτελίσει.
Η καθαρότητα της καρδιάς συνδέεται με την καθαρή λατρεία.Την εποχή του Χριστού αλλά και σήμερα σε όλες τις θρησκείες , κυριαρχεί η τυπολατρεία δηλαδή οι άνθρωποι έδιναν βάρος στοςυ εξωτερικούς τύπους της θρησκευτικής ζωής. Άγιος και δίκαιος άνθρωπος κατά τους ιουδαίους,άρα σωστός και έντιμος ήταν αυτός που έκανε συχνές θυσίες, αυτός που γνώριζε τον Νόμο του Θεού χωρίς απαραίτητα να τον τηρεί βιωματικά και γενικά όποιος φαινόταν στα μάτια των άλλων έντιμος και δίκαιος. Είχαμε δηλαδή επιφανειακή θρησκευτικότητα, γεμάτη ανούσιους τύπους και υποκρισία. Δυστυχώς αυτός ο τρόπος θρησκευτικότητας, η τυπολατρεία και η προσποίηση, ταλαιπωρεί και στιγματίζει ακόμα και σήμερα την Εκκλησία μας. Γιατί ενώ ο Χριστός μας καλεί στην πνευματικότητα, να δούμε πίσω από το γράμμα, πίσω από τον τύπο την ουσία εμείς είμαστε προσκολλημένοι στα βατά, τα καλά και συμφέροντα. Φοβόμαστε να ανακαλύψουμε το θέλημα του Θεού γιατί φοβόμαστε να γίνουμε αγνοί και άρα να προχωρήσουμε πνευματικά.
Στην συνέχεια κατεβάζουμε τον Θεό στο δικό μας επίπεδο για να εξυπηρετήσουμε το καλό μας. Προκυνούμε με προσποιητή ευλάβεια την εικόνα ενός αγίου χωρίς να είμαστε διατεθειμμένοι να μιμηθούμε τον άγιο. Πιστεύουμε στον εκκλησιασμό ως κοινωνική υποχρέωση και απορρίπτουμε την μυστηριακή ζωή. Ακόμα και η Γραφή και η Παράδοση επιδέχεται για πολλούς πολλών και συμφεροντολογικών ερμηνειών. Έχουμε αντικαταστήσει την ευσέβεια με τον ευσεβισμό, την πίστη με την φαρισαϊκη καθαρότητα, την αγάπη με το συμφέρον. Αν κόβουμε τον Θεό στα μέτρα μας πλανώμαστε. Μισούμε τον αδελφό μας, ενώ πιστεύουμε πώς αγαπάμε τον Θεό μας. Είμαστε θρήσκοι αλλά όχι χριστιανοί. Ο Χριστός στηλίτευσε την αμαρτία δημόσια αλλά όχι τον αμαρτωλό. Μόνο και μία εξαίρεση έκανε: Δημόσια στηλίτευσε τον φοβερότερο αμαρτωλό τον υποκριτή. Ο Χριστός όμως όσον αφορά τον τρόπο ζωής μας έριξε το κέντρο βάρους στην εσωτερική καθαρότητα και ταπεινοφροσύνη του ανθρώπου, που έρχεται από την αληθινή γνώση των πραγμάτων. Δηλαδή στην τέλεια υπακοή και παράδοση στον Θεό για να βρούμε την ελευθερία. Όταν είναι καθαρός ο άνθρωπος στα βάθη της καρδιάς του, τότε όλη η ύπαρξη του είναι φωτεινή. Και αναλόγως από την ποιότητα και το περιεχόμενο της ο κόσμος γεννιέται στον νέο κόσμο του Θεού ή μένει στάσιμος στον κόσμο της αμαρτίας. Βέβαια, η καθαρότητα της καρδιάς εξαρτάται και από την ηθική καθαρότητα και σωματική άσκηση. Ο έντιμος άνθρωπος μπορεί να είναι και αυτός καθαρός τη καρδία, αλλά σίγουρα ο καθαρός στην καρδιά είναι έντιμος και ακέραιος καθ όλα.
Εκείνος που πρόσφερε και προσφέρθηκε , θυσιάστηκε και θυσίασε , υποβίβασε τον εαυτό του και υπερύψωσε τον αδελφό του, αυτός που εν ολίγοις είδε στο πρόσωπο του άλλου την θέα του Θεού, θα αξιωθεί την ουράνια μακαριότητα, θα κοιτάξει άφοβα τον Θεό και τους αγγέλους Του εν ημέρα Κρίσεως. Θέα του Θεού η αιώνια κοινωνία και ευφροσύνη μαζί Του.
πηγή:https://www.pemptousia.gr

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΘΕΟΥ. ΓΝΟΦΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ


Picture Του πατρός Νικηφόρου Νάσσου

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανῶς δυσπρόσιτη καί δυσκατανόητη, καθώς ἀνέρχεται τά πνευματικά στάδια τῆς θεογνωσίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἰσδύοντας ἐν ταπεινώσει στόν βυθό τοῦ μυστηρίου τῆς θεολογίας, θά γράψει χαρακτηριστικά ὅτι ἡ πρώτη καί καθαρωτάτη φύση, ἡ Ἁγία Τριάς δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθεῖ ἀπό κανένα δημιούργημα. Μόνο ἡ Ἴδια γνωρίζει τόν Ἑαυτό της.  «Ἡ πρώτη καί ἀκήρατος φύσις γινώσκεται μόνον ἑαυτῇ, λέγω δή τῇ Τριάδι». 1

Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».2

Τά ὅσα παρακάτω θά διατυπωθοῦν, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή προς κατανόησιν, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ ἐν Τριάδι Θεός μας δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.

ΔΥΟ ΟΔΟΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Τί γνωρίζουμε, λοιπόν καί τί ἀγνοοῦμε ἀπό τόν Θεό; Πῶς ὑπάρχει ὁ ἐν Τριάδι Ἅγιος Θεός;  Σέ τί συνίσταται τό μυστήριό Του; Τί εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ; Τί καλεῖται γνόφος καί πῶς ἑρμηνεύεται θεολογικά; Σέ ὅλα αὐτά θά καταθέσουμε κατ᾿ ἐπιλογήν μέρος τῆς Πατερικῆς μαρτυρίας, ὥστε νά γίνει ἔστω κατά τό ἐλάχιστο καταληπτός αὐτός ὁ ἀστείρευτος καί ἀναφαίρετος πνευματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἀρχικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τόν Τριαδικό Θεό κάνουμε λόγο καί καταφατικά καί ἀποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τί εἶναι, ἀλλά καί τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί. Ἡ καταφατική λεγομένη ὁδός, ἤ καταφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφατική ὁδός, ἤ ἀποφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη Του. Καί ἔχει παρατηρηθεῖ ὀρθά, πώς ἡ  ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτών θεολογικῶν ὁδῶν συνδέεται στενά μέ τήν ἀκμή τῆς πατερικῆς θεολογίας καί χαρακτηρίζει σχεδόν ὅλους τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική ἀντίθεση δέν εἶναι νοητή μεταξύ καταφατικῆς καί ἀποφατικής θεολογίας, ὑπάρχει, μεταξύ τους καί μιά ἄρρηκτη καί λειτουργική ἑνότητα. Ποτέ μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν γίνεται χρήση τῆς μιᾶς αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη»3.  Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεωρεί ὅτι ὁ καταλληλότερος τρόπος γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαφόρων ὀνομάτων στό Θεό δέν εἶναι ἡ αὐτόνομη καταφατική ἤ ἀποφατική θεώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ λειτουργική συνάφεια καί ταυτόχρονη χρήση τῆς καταφατικής καί τῆς ἀποφατικής θεολογίας. Αὐτήν ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει ὡς «γλυκυτάτη…ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια».4

Ο ΓΝΟΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΟΣ

Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία5 μᾶς καταθέτει ὅτι ἡ θεία Φύση «ὑπέρκειται παντός φυσικοῦ εἶναι», ξεπερνᾶ κάθε κατάληψη καί γνώση κτιστή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ἐκφράσει μέ δύο μόνο λέξεις αὐτή τήν ὑπερβατικότητα τοῦ θείου Ὄντος καί θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ «πάντων ἐπέκεινα». Δηλαδή, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα. Ὁ τριαδικός Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο, ἄκτιστο καί αἰώνιο πνεῦμα, εἶναι φύσει ἀκατάληπτος καί ἀκατανόητος. Αὐτό θά διατυπώσει μέ τήν περιεκτική ρήση του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄριστος Δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»6.
Ἠσυχία καί σιωπή περιβάλλουν τό θεῖο σ᾿ ἐκείνη τήν ἀδιερεύνητη καί ἀπόκρυφη κατάσταση τῆς ὑπερβατικότητος, τήν ὁποία ὁ μέν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ὡς «κρυφιόμυστον σιγήν», ὁ δέ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς «θείαν ἀφθεγξίαν».7  Ἐπίσης, ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν γνωστή λέξη «γνόφος». Εἶναι μάλιστα «ὑπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη8. Γνόφος, κατά τόν ἱερό Πατέρα, εἶναι τό ὑπέρλαμπρο καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο φῶς στό ὁποῖο λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός. «Ὁ θεῖος γνόφος ἐστι τό ἀπρόσιτον φῶς, ἐν ᾧ κατοικεῖν ὁ Θεός λέγεται».
Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λέξη «γνόφος» σημαίνει, ἀντάρα, καταχνιά, ὁμίχλη. Ὑπέρφωτος δέ, γνόφος, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ἤ ἕνα πολύ δυνατό, ἐκτυφλωτικό φῶς! Ὅ,τι λ.χ. θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει, ἄν σέ ἕνα δωμάτιο τοποθετηθεῖ μία λάμπα τῶν χιλίων watt. Φῶς εἶναι αὐτό πού θά παράγει, ἀλλά φῶς πού τυφλώνει καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ. Ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι και ὁ Θεός. Ὅσο πλησιάζεις, τόσο σέ τυφλώνει τό φῶς καί ὅσο νομίζεις ὅτι τόν γνωρίζεις, τόσο αἰσθάνεσαι τήν ἀγνωσία Του, ἀλλά σίγουρα θεωρεῖς μυστικά τήν παρουσία Του. Τόν βλέπεις, ἀλλά οὐσιαστικά διαπιστώνεις ὅτι δέν μπορεῖς νά Τόν δεῖς.  «Ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ μή ἰδεῖν,  - θά συμπληρώσει ὁ Νύσσης Γρηγόριος -, «ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τό ζητούμενον, οἷον τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον».9 Δηλαδή, σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἡ θέα, στό νά μή βλέπεις, διότι αὐτό πού ζητᾶς εἶναι πάνω ἀπό κάθε γνώση καί περιβάλλεται ἀπό παντοῦ, σάν μέ ἄλλο γνόφο, ἀπό τήν ἀκαταληψία!
Γιά τό λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, «τόσο ὁ Διονύσιος Αρεοπαγίτης ὅσο καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση ὅτι, ἄν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει πραγματικά τό Θεό, πέρα ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, πρέπει νά προσέλθει γυμνός ἀπό κάθε ἔννοια καί γνώση καί τότε μόνο θά μπορέσει  νά δεῖ «ἀνομμάτως» καί νά γνωρίσει «ἀγνώστως» αὐτόν πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε θέα καί γνώση10. Κι᾿ αὐτό γιατί ἡ πραγματική θεωρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσταται γι᾿ αὐτούς στήν ἀορασία καί τήν ἀγνωσία του».11

 Ὁ Θεός, λοιπόν, «δέν κρύπτεται μόνο ἀπό τήν σιγή, ἀλλά καί ἀπό τό σκότος, δέν εἶναι μόνο ὅτι δέν ἀκούγεται, ἀλλά καί ὅτι δέν βλέπεται. Κρυμμένος στό γνόφο, μένει ἄγνωστος, καί ἡ ἀγνωσία ἀποτελεῖ τόν μόνο τρόπο προσεγγίσεώς του, ἀλλά προφανῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀγνωσία εἶναι θετική λειτουργία. Τοῦτο ὑποδεικνύει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει τήν εἰκόνα μέ τήν παράσταση  τοῦ «ὑπερφώτου γνόφου», τοῦ ὑπερλάμπρου σκότους».12

ΘΕΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΩΝΥΜΟΣ

Ὁ Θεός, ἐπίσης, ὡς πρός τήν ὑπερβατικότητά Του εἶναι καί ἀνώνυμος. Κανένα ὄνομα δέν ἀποδίδεται στό ἀπρόσιτον τοῦ Θεοῦ, στή θεία οὐσία Του. Διότι ἄν γινόταν αὐτό, τότε θά ἐξισωνόταν στή σκέψη μας ὁ Θεός μέ ἕνα φυσικό, κτιστό ἀντικείμενο. Ὁ Θεός εἶναι πέρα ἀπό κάθε «φωνή καί ἔννοια», ὄπως γράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος13. Κατά δέ τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἀποφατικῶς ὁμιλοῦντα, ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος! Κατά δέ τήν Πατερική μας παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἄλεκτος καί ἀνωνόμαστος».14  Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γιά τό ἄγνωστο μέρος τοῦ Θεοῦ, τό ὑπερβατικό. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός ἐμφανίζεται στήν κτίση μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του ὅπως θά δοῦμε στά παρακάτω, τότε ἔχουμε κατά τήν καταφατική Θεολογία τήν ἀπόδοση ἰδιοτήτων στό Θεό μέ βάση τίς ἐνέργειές του πού ἐκδηλώνονται στήν Oἰκονομία15. Στά ἐγχειρίδια τῆς Δογματικῆς ἀποδίδονται ὀκτώ ἰδιότητες στόν Θεό, ἤτοι, φυσικές: αἰωνιότητα, παντοδυναμία, πανταχοῦ παρουσία· λογικές: σοφία, παντογνωσία καί ἠθικές: ἁγιότητα, δικαιοσύνη, ἀγάπη. Ἀλλά εἶναι πολύ περισσότερες οἱ θεῖες ἰδιότητες, ἀναρίθμητες, ὅπως ὀρθά ἐπισημαίνει ὁ καθηγητής Ν. Ματσούκας16. Ἀποδίδονται, λοιπόν, στόν Θεό ἀπό τούς Πατέρες μας διάφορα ὀνόματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνάλογα μέ τίς φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τίς λεγόμενες θεοφάνειες, ὀνοματίζεται μέ ποικιλία ὅρων καί εἰκόνων ἀπό τούς Ἁγίους.17  Ἔτσι, ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή θεωρεῖται ὡς «ὁ μόνος νοῦς τῶν νοούντων καί νοουμένων, καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγομένων. καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων, καί πᾶσι πάντα καί ὤν καί γινόμενος, δι᾿ αὐτά τά ὄντα καί γινόμενα»18.

ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΑΜΕΘΕΞΙΑ ΚΑΙ  ΜΕΘΕΞΗ ΘΕΟΥ

 Εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά γνωρίζουμε, ὅτι Ὁ τριαδικός Θεός μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί αὐτό εἶναι ἀπολύτως φυσικό, διότι δέν ὑπάρχει φύση ἀνενέργητη. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε οὐσία καί ἐνέργεια κτιστή· ἀφοῦ εἴμαστε κτίσματα, ἔχουμε ἀρχή καί βρισκόμαστε στό χρόνο καί στό χώρο. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως προελέχθη, εἶναι πάνω καί πέρα ἀπό κάθε ἀρχή, χρόνο καί τόπο, εἶναι ἄναρχος καί «φύσει ἄκτιστος», ὅπως λέγεται θεολογικά. Καί συνεπῶς, ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι παρέχει ἀπό τό θεῖο Εἶναι Του, ὁπωσδήποτε εἶναι ἄκτιστο, δέν εἶναι πεπερασμένο ὅπως τά ἀνθρώπινα.
Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀμέθεκτη ὅπως ἀποκαλεῖται. Καί τυγχάνει ἀδύνατη κάθε γνώση καί κατάληψή της ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ! Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι  κατενόησαν καί οὔτε θά κατανοήσουν ποτέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Καταληπτή ἀπό τά κτίσματα εἶναι μόνο ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια εἶναι ἡ φυσική ἔκφραση τῆς θείας οὐσίας - φύσεως. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν «πρός τά ἔξω» κίνησή Του, τό ἀποκαλυπτικό καί ἐκστατικό  ἅπλωμα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια ὁδηγεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλα τά νοερά καί αἰσθητά, στή θεία γνώση, τή μετοχή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Πατερική μας Παράδοση ἐκφράζει αὐτήν τή θεία πραγματικότητα μέ τά λόγια τοῦ οὐρανοφάντωρος Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»19.
Εἶναι λοιπόν ὁ Θεός μας ταυτόχρονα καί ὑπερβατικός καί ἐνδοκοσμικός. Καί ἀπρόσιτος καί προσιτός. Καί ἀθέατος καί θεατός. Καί ἄγνωστος καί γνωστός.  Ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί ἀθέατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά γνωστός καί καταληπτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή εἶναι θά λέγαμε ἡ γέφυρα πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, διότι ὑπάρχει ὀντολογική διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου20 καί ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τό ἄκτιστο εἶναι μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ἡ θεία ἐνέργεια, κατά τήν σύνολη Πατερική Διδασκαλία εἶναι ὁ ἀπόρρητος σύνδεσμος κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί αὐτή πραγματοποιεῖ τήν ὀντολογική σχέση καί τήν ὑπερφυᾶ ἕνωση ἀνθρώπου καί Θεοῦ.21
 Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέγας Θεολόγος καί ἐξέχων Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπογράμμισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του τήν λεγομένη  «διπλόην» τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλά καθίσταται γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστον ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστος  ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτῶν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».22

Ὁ Θεός, βεβαίως, ὁ Ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπό κάθε φύση καί κάθε φυσική κατάληψη τοῦ ἀνθρώπου, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.23 Μέσῳ τῆς φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στήν κτίση. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε καί κατά τρόπο καταφατικό καί λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ὄν, ἀγάπη κλπ., προσαγορεύοντάς Τον μέ τά λεγόμενα «θεῖα ὀνόματα». Καί τελικά ὁ «ἀνώνυμος» Θεός εἶναι καί «πολυώνυμος», λόγῳ τῶν ὀνομάτων πού Τοῦ ἀποδίδονται ἀνάλογα μέ τίς φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στήν κτίση, τίς ποικίλες φανερώσεις Του μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Ὁ Θεολόγος Γρηγόριος θά μᾶς πεῖ ἐν προκειμένῳ ὅτι ὁ Δημιουργός καί Κτίστης τῶν Ἁπάντων ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο, κηρυσσόμενος μέ σιωπή. «Δηλοῦται ὁ Θεός σιωπῇ κηρυττόμενος»24…

ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΦΩΣ

Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στό φῶς, περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στήν θεολογία καί τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό φῶς εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως,  ὁ Θεός δέν καλεῖται φῶς κατά τήν οὐσία Του ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του25. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μᾶς καταθέτει ὅτι ὁ ἐνίοτε Θεός, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς φῶς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά ἄκτιστο, δηλαδή ἀδημιούργητο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἄναρχο καί προαιώνιο. Εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, ἡ θεία ἐνέργειά Του. «Τό φῶς τοῦτο, ἤ ἡ ἔλλαμψις, δύναται νά προσδιορισθῇ ὡς ὁ ὁρατός χαρακτήρ τῆς θεότητος, τῶν ἐνεργειῶν ἤ τῆς χάριτος, διά τῆς οποίας γνωρίζεται ὁ Θεός».26 Εἶναι τό Θαβώριον φῶς πού εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πῶς ὅμως, χοϊκά μάτια εἶδαν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἀΐδιο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐν προκειμένῳ κάνει λόγο γιά θεία «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν. Ὁ θεόπτης καί ἐμπειρικός Μέγας θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τότε στό ὄρος Θαβώρ, το θεῖον, ἄκτιστον φῶς. Οὔτε τό φῶς ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Αγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».27

Προσεγγίζοντας τίς ἔννοιες αὐτές, τοῦ φωτός καί τοῦ γνόφου, μποροῦμε νά καταθέσουμε ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ «διπλόη» τῆς θείας φύσεως, δηλαδή τό ἄγνωστο καί τό γνωστό, σέ πολλές περιπτώσεις ἐκφράζεται μέ μιά ἐναλλαγή φωτός καί σκότους, ὅπως τό βλέπουμε στήν περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τούς Μαθητές ἐπάνω στό Θαβώρ νά βλέπουν τή θεία λαμπρότητα μέ ἐγρήγορση καί ἁγιοπνευματική ἱκάνωση, ἔπειτα ἀμέσως βλέπουμε τή νεφέλη νά τούς ἐπισκιάζει καί νά τούς φοβίζει. Ὁ γνόφος ἔγινε φωτεινός καί ἔπειτα πάλι σκοτεινός28. Ἡ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους παρατηρεῖται καί στή θεοφάνεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἐπισυνέβη κατά τήν πορεία του πρός Δαμασκό.  Τόν θεοκήρυκα ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν «περιήστραψε φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» καί ἔπεσε στή γῆ.  Ἄκουσε δέ, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ: «Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις»;29 Ὅταν ὅμως σηκώθηκε, δέν ἔβλεπε τίποτα, παρόλο πού τά μάτια του ἦσαν ἀνοιχτά. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τό σκότος τοῦ ὑπερβατικοῦ παραμένει ἀκέραιο, ἀλλά εἶναι σκότος φωτεινό. Ἔτσι, ὁ θεῖος γνόφος, κατά μία ἀντινομία πού προσιδιάζει στήν διπλότητα τῆς θείας φύσεως, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀπρόσιτον φῶς», μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός».30  Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά τονίσει κανείς, ὅτι τό «φῶς» καί ὁ «γνόφος» εἶναι ἀπό τίς σπουδαιότερες ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας31.

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΦΩΣ

Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε λόγο καί γιά τόν  Ἰησοῦ Χριστό ὡς Φῶς , ὁ Ὁποῖος εἶναι «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Εἶναι γεγονός ὅτι μέσα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ψάλλουμε στήν Δοξολογία («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Καί στήν Ὑμνολογία τῆς  Δεσποτική ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, στό «Ἐξαποστειλάριο», τήν ἴδια θεολογική ἀλήθεια διατυπώνουμε ὑμνολογικῶς:

           «Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός», καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι τό «σεσαρκωμένον φῶς», μέσῳ τοῦ ὁποίου θεᾶται ὁ ἀθέατος Πατήρ, τό ἀγέννητον φῶς. Στό σημεῖο αὐτό θά κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις περί τοῦ δόγματος τῆς Χριστολογίας, πού συνεπάγεται γιά μᾶς τήν σωτηρία. Καί τοῦτο διότι οἱ μεγάλοι καί τιτάνειοι ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν κατοχύρωση καί ἑρμηνεία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἐξηγοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν πίστη μας μας ἡ χριστολογία ἐπέχει θέση σωτηριολογίας, φανερώνοντας τήν ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἕνωσή της μέ τή θεία φύση.
Συνδέοντας τώρα τή χριστολογία μέ τό φῶς, μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι λαμβάνει χώρα γιά πρώτη φορά στόν κόσμο ἡ φανέρωση τοῦ φωτός, δηλαδή τῆς Χάριτος, ὅπως ἐκχέεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Υἱός διά τοῦ Πνεύματος ἐκχέει αὐτή τήν Χάρη πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ πού θεώνεται «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως διατυπώνεται θεολογικά. Μέ αὐτό τό γεγονός, ὁλόκληρη ἡ κτίση, σύμπασα ἡ δημιουργία, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί  μετέχει στή  ζωή τοῦ Θεοῦ! Καί τοῦτο διότι αὐτή ἡ Χάρις εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία περιβάλλει τήν οὐσία Του. Αὐτή ἡ αἰώνια ἀκτινοβολία δόξης,  ἁγιότητος, ἀπείρων δωρεῶν καί μεγάλων χαρίτων,  εἶναι φῶς γνώσεως καί ζωῆς καί θεία ἔλαμψη, καθώς φῶς τό ὁποῖο δέν φωτίζει μόνο ἀλλά τρέφει καί ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει, ἀφοῦ ὡς ζωντανή Χάρις καί ζωή τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται «πρός τά ἔξω», μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπερφυῆ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου διά τοῦ Λόγου, διότι ἡ  ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου Δόξης καί Χάριτος. Μέχρι τότε, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κυρίως προφῆτες καί δίκαιοι, ἀλλά ἀκόμη καί Ἕλληνες φιλόσοφοι διά τοῦ λεγομένου σπερματικοῦ λόγου32, ἔχουν μιά αἴσθηση τῆς Χάριτος καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τότε, ἦταν ἐντελῶς ἀνέφικτη ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ὁλόκληρος ὁ Θεός νά ἐγκατοικήσει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό ἔγινε μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν λεγομένη «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῆς καθεμιᾶς φύσεως πού ἑνώθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου, μέ ἄλλα λόγια τό μυστήριο τῆς συνεργίας τῶν δύο φύσεων, ὅπως διεκήρυξε θεολογικά ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Τό μέγα αὐτό μυστήριο φανερώνεται στόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό θά πρέπει νά κατανοοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σώζει τόν κόσμο, ὄχι μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Αὐτά πού  ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, δηλαδή θαύματα, ἰάσεις ἀσθενῶν κλπ., μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε αὐτό πού εἶναι, διότι αὐτό συνιστᾶ τήν σωτηρία μας! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη κοινωνία τῆς Χάριτος, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἔχουμε καί ἐμεῖς πλέον τόν τρόπο νά μετάσχουμε χαρισματικά στή θεία φύση μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος33. Ὅταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ», παρόλο πού τά θεῖα Δώρα εἶναι ὑλικά, κοινωνοῦμε μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν θεότητα, μέ τήν ὁποία εἶναι ἑνωμένη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε κατά Χάριν αὐτό τό ὁποῖο  Ἐκεῖνος ἔχει κατά φύσιν. Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πιστεύει στό φῶς.

 Ἡ σχετική προτροπή τοῦ Κυρίου μας στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἰσχύει γιά ὅλους τούς Χριστιανούς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γέννησθε».34 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμένα ἀνάμεσά σας, λέγει ὁ Θεάνθρωπος, πού εἶμαι τό φῶς, νά πιστεύετε στό φῶς καί νά ἀναγνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό φῶς, ὥστε να γίνεται καί σεῖς παιδιά τοῦ φωτός, δηλαδή νά φωτισθεῖτε ἀπό τό δικό μου φῶς τῆς ἀληθείας καί τῆς ἁγιότητος. Δέν πρόκειται γιά ποιητική μεταφορά, σχῆμα λόγου, ἤ ἄλλη φράση, ἀλλά γιά πρόταση ἡ ὁποία ἐνέχει μέγα βάθος θεολογικό. Ὁμιλώντας στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κύριος γιά τό φῶς, ἐννοεῖ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναπαύεται σ᾿ Αὐτόν, στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Συνεπῶς, εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εἰς τό φῶς», ἐννοώντας ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε ὑπαρξιακῶς στήν θεότητά Του, ἐκ τῆς ὁποίας λάβαμε τήν σωτηρία καί γίναμε «καινή κτίσις»35.
Καί τοῦτο διότι ὁ Γλυκύτατος Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι δρόσος, ὕδωρ καί ποταμός. Ἔτσι τόν προσαγορεύει ἕνας μεγάλος Πατήρ καί βαθυστόχαστος, ὁ ὁποῖος μέ ἕναν μοναδικό θά λέγαμε τρόπο εἰσέδυσε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί δρόσος λέγεται καί ἐστίν· καί ὕδωρ καί πηγή καί ποταμός ὡς γέγραπται· κατά τήν ὑποκειμένην δηλονότι τῶν δεχομένων δύναμιν, ταῦτα καί ὤν καί γενόμενος».36

Τά ὅσα ἀναφέρθηκαν ἀκροθιγῶς στό κείμενο αὐτό, θά πρέπει κατά τήν ταπεινή μας γνώμη νά γνωρίζουμε πολύ καλά ὅσοι μετερχόμεθα ἔργον ποιμαντικῆς, πνευματικῆς πατρότητος ἀλλά καί διδαχῆς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἤτοι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες. Καί νά τά μεταδίδουμε στόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἀφ᾿ ἑνός μέν νά γνωρίζει τόν Θεό πού πιστεύει καί λατρεύει, ὥστε νά προχωρήσει ἀπό τήν «ψιλή» γνώση στήν βαθειά ὑπαρξιακή βιωματική γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἀφ᾿ ἑτέρου νά μήν παγιδεύεται ἀπό τούς ποικιλωνύμους αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἰδιαιτέρως στίς πονηρές ἡμέρες μας μέ ἰδιαίτερη τέχνη δαιμονική διαστρέφουν «τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου τάς εὐθείας»37.

Ο Ιησούς Χριστός αποκαλύπτεται ως το φως Πρωτοπρ. Ιωάννου Αγγελιδάκη, Ο Θεός ως φως και πηγή του φωτός, Αθήνα, 2016, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 55-60


Με τον ερχομό του Χριστού ανατέλλει το αληθινό φως («Ο 'Ηλιος της δικαιοσύνης»), το οποίο φωτίζει τον δρόμο της Ιστορίας σε όλο το βάθος και πλάτος της. Μπαίνει μέσα στην Ιστορία και τη χωρίζει στα δύο, στην προ του Χριστού και στη μετά Χριστόν εποχή, δεν διαιρεί την Ιστορία παρά μόνο για να της δώσει νόημα. Ο Χριστός είναι η ζωή και δίνει ζωή «και λέγεται ζωή, διότι είναι φως, η σύσταση και η ουσία κάθε λογικής φύσεως». Διότι «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πράξεις 17, 28).
Με τη διπλή δύναμη του εμφυσήματος όλοι γεμίζουμε πνοή ζωής, [«και έπειτα εφύσηξε στο πρόσωπο πνοή ζωής κι έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ύπαρξη» (Γένεσις κεφ. Β΄) « όταν είπε αυτό εφύσησε εις το πρόσωπον και τους λέγει: Λάβετε Πνεύμα 'Αγιον» (Ιωάννου 20, 22) όλοι και άγιο Πνεύμα όσοι είμαστε έπιδεκτικοί, και τόσο περισσότερο πνεύμα όσο περισσότερο ανοίξαμε το στόμα της διανοίας (Ψαλμός IP ', IK ', 131 ) (1) .
Ο Χριστός είναι το φως του κόσμου : «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ ' έξει το φως της ζωής» ( Ιωάννου 8, 12) .
Για την ονομασία αυτή του Χριστού ο άγιος Γρηγόριος λέει : «Και λέγεται φως, επειδή είναι η λαμπρότητα των ψυχών, που καθαρίζονται στον λόγο και στον βίο. Αν η άγνοια και η αμαρτία είναι σκοτάδι, η γνώση και ο κατά Θεόν βίος θα είναι φως».
Στο μεσώριο τροπάριο της Θ' 'Ωρας διαβάζουμε: « Εσύ, Κύριε, που είσαι ο καλός ποιμένας και φώτισες με τον Σταυρό σου όλα τα επίγεια, και κάλεσες σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, μη με χωρίσεις από την ποίμνη σου. ..» (2) .
Στον Ιησού Χριστό δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο ίχνος συννεφιάς και θύελλας. Τα πάντα στον Ιησού έχουν τη φωτεινή διαφάνεια του κρυστάλλου. Η τραγικότητα της ανθρώπινης υπάρξεως εξαφανίζεται μπροστά στο καθαρό φως του Χριστού. Όταν βλέπει κανείς το φως, μπορεί να βαδίζει μέσα στο φως. Οι Εβραίοι δεν γνώριζαν άλλο θείο φως εκτός από τη στήλη του πυρός που οδηγούσε τον Ισραήλ στην έρημο. Φως περιορισμένο, πρόσκαιρο, φως ενός λαού και μιας εποχής. Ο Ιησούς όμως είναι το φως του κόσμου, φως αιώνιο, παγκόσμιο, «φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιωάννου 1,9).
«Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον » (Ψλ. 12,4), προσεύχεται ο Ψαλμωδός. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός διεκήρυξε πως είναι το φως και η ζωή των ανθρώπων: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών ε μοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12). Ο Ησαΐας αναφέρεται στον Θεό Πατέρα, που απευθύνεται στον Μεσσία και του λέει: « Ιδού δέδωκά σε εις διαθήκην γένους, εις φως εθνών του είναι σε εις σωτηρίαν έως εσχάτου της γης» (Ησ. 49, 6). Το φως των εθνών που είναι ο Χριστός οφείλει η Εκκλησία με τους πιστούς να το μεταδώσει στα πέρατα της γης. Οι πνευματικοί άνθρωποι, που καθαρίζουν συνέχεια τον εαυτό τους για την αγάπη του Θεού, που με άσκηση, με προσευχή και μελέτη του λόγου του Θεού γεμίζουν τον νου τους με φως, αυτοί λοιπόν μπορούν να κηρύξουν τον Χριστό και να μεταδώσουν το φως του Ευαγγελίου. Προς αυτούς απευθύνεται ο Κύριος, αρχής γενομένης από τους μαθητές του, όταν λέγει « υμείς εστε το φως του κόσμου» (Μτ. 5, 14).
Στο Εύαγγέλιο του Ματθαίου περιγράφεται η κλήσις των πρώτων Αποστόλων, Ανδρέα, Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη. Χρειάστηκε απλώς μια λέξη από τον Ιησού κι εκείνοι «είδαν» και η ζωή τους άλλαξε. Απευθυνόμενος λοιπόν προς τους μαθητές του είπε: « Εσείς είστε το φως του κόσμου... έτσι ας λάμψει το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας» (Μτ. 5,14-16).
Και στην προκειμένη περίπτωση, καθώς εκείνος είναι φως κατά φύσιν, μας προσκαλεί να γίνουμε φως κατά χάριν. Να είσαι φως σημαίνει «φως που θα φωτίσει τα έθνη», δηλαδή να φανερώνεται στη ζωή μας η αφοσίωση στον Θεό, να φανερώνεται στις συναλλαγές μας με τους άλλους. Η ορθόδοξη πίστη είναι από μόνη της ένα φως. Ας μην τοποθετήσουμε αυτό το φως «υπό το μόδιον » αλλά «επί την λυχνίαν » ώστε να φωτίσει όλους όσοι είναι στο σπίτι (Μτ. 5, 16).
Φως επίσης κατηύγασε και τον Ζακχαίο - το φως που είδε στον Χριστό ήταν μία κλήση για δικαιοσύνη, για αμεροληψία στις συναλλαγές με τους άλλους και σε μοίρασμα των αγαθών του στους φτωχούς. Φως επίσης κατηύγασε τη γυναίκα που έπλυνε τα πόδια του Ιησού με τα δάκρυά της στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου. Είδε στον Χριστό τη συγχώρεση του Θεού και τη δυνατότητα της σωτηρίας. Εκείνη είδε και οδηγήθηκε στη μετάνοια. Φως επίσης κατηύγασε τους μαθητές, όταν μετά τη Σταύρωση κατόρθωσαν να δουν στον σταυρικό θάνατο του Χριστού μια αποκάλυψη της αγάπης του Θεού Πατρός, τη δυνατότητα ανακαίνισης της ζωής, τη νίκη κατά του θανάτου και του σκότους. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο Χριστός φανέρωσε τον εαυτό του ως φως του κόσμου (3) . .
Οι θεραπείες τυφλών (Μτ. 8, 22-26) έχουν ιδιαίτερη σημασία, όπως αναφέρει ο Ιωάννης στο επεισόδιο του εκ γενετής τυφλού (Ιω. 9, 5). Ο Ιησούς διακηρύσσει: «όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμι του κόσμου». Αλλού σχολιάζει: «ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσω εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής» ( Ιω. 8,12) (4) . Η εικόνα του οφθαλμού στον ευαγγελιστή Ματθαίο σε σχέση με το φως είναι ιδανική αλλά και εντυπωσιακή.
Ο Ιησούς μιλάει τη γλώσσα της φύσεως, της καθημερινότητας και τη γλώσσα των συνειδήσεων. Το μάτι είναι το λυχνάρι του σώματος και της ζωής. Η καθημερινή ζωή και οι σχέσεις των ανθρώπων έχασαν την απλότητα και τη φωτεινότητα και έχουν γίνει περίπλοκες και σκοτεινές. « Έάν ο οφθαλμός σου πονηρός η, (τότε) όλον σου το σώμα σκοτεινόν έσται» και ο ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει: « Όταν ο οφθαλμός σου απλούς η, (τότε) και όλον σου το σώμα φωτεινόν εστι».
Ο απόστολος Παύλος κάνει έναν σαφή διαχωρισμό δύο περιόδων στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στην περίοδο του σκότους, χωρίς αλήθεια και Θεό, και στην περίοδο του φωτός και της αλήθειας, όταν ανατέλλει το φως του Χριστού: «νυν δε φως εν Κυρίω». Σ' αυτή τη νέα περίοδο δεν δικαιολογείται να πορεύεται κανείς «εν σκότει». « Ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού ...» (Β΄ Κορ. 4, 6 ). ( Ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα μας, δια να φέρει εις φως την γνώσιν της δόξης του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού ).
Ο Χριστός ονομάζεται ζωή και φως, «εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων». Ο ιερός Χρυσόστομος τον ονομάζει ζωή και φως διότι μας χάρισε το φως της γνώσεως και απ' αυτό τη ζωή. Σε άλλο σημείο προσθέτει : «Και η ζωή ήταν το φώς· όπως λοιπόν το φως, όσες μυριάδες κι αν φωτίσει δεν χάνει καθόλου τη λάμψη του, έτσι κι ο Θεός πριν να ε ργαστεί και μετά τη Δημιουργία, παραμένει με όμοιο τρόπο πλήρης, χωρίς καθόλου να ελαττώνεται, ούτε να ατονεί από τη μεγάλη δημιουργία. Αλλά κι αν χρειαστεί να γίνουν μύριοι τέτοιοι κόσμοι, ακόμα και ο άπειρος, παραμένει ο ίδιος και επαρκής σε όλους, όχι μόνο για να τους φέρει στην ύπαρξη, αλλά και να τους διατηρήσει μετά τη δημιουργία» (5) .
Ο Χριστός, λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης , «ην το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον ».
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει: « Πώς λοιπόν φωτίζει κάθε άνθρωπο; Όσο εξαρτάται απ' αυτόν. Εάν όμως μερικοί με τη θέλησή τους κλείνουν τα μάτια της διανοίας και δεν θέλουν να παραδεχτούν τις ακτίνες αυτού του φωτός, ο σκοτισμός τους δεν οφείλεται στη φύση του φωτός αλλά στην πανουργία εκείνων που θεληματικά αποστρέφουν τους εαυτούς τους από τη δωρεά. Διότι η μεν χάρη ξεχύνεται προς όλους, χωρίς να αποστρέφεται ούτε τον Ιουδαίο, ούτε τον Έλληνα, ούτε τον βάρβαρο, ούτε τον Σκύθη, ούτε τον δούλο, ούτε τον ελεύθερο, ούτε τον άνδρα, ούτε τη γυναίκα, ούτε τον ηλικιωμένο, ούτε τον νέο. Όλους τους προσδέχεται με τον ίδιο τρόπο και τους καλει με την ίδια τιμή. Όσοι δεν θέλουν να απολαύσουν αυτή τη δωρεά, θα ήταν δίκαιοι εάν καταλόγιζαν στον ε αυτό τους αυτή την τύφλωση » (6) .
Το κάλεσμα, λοιπόν, του αποστόλου Παύλου είναι σαφές προς όλους μας: «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε». Δεν επιτρέπεται πλέον πνευματική τύφλωση. Το σκότος διαλύθηκε - « νυν πάντα πεπλήρωται φωτός».
Ο απόστολος Πέτρος απαντά στο ερώτημα «μέχρι πότε πρέπει ο καθένας μας να είναι προσεκτικός και ανοικτός ενώπιον του Θεού;». Και απαντά «έως οδ η ημέρα διαυγάση και φώσφορος ανατείλη εν ταις καρδίαις ημών» (Β' Πέτρ. 1, 19). «Έως ότου γλυκοχαράξη η ημέρα και ο αυγερινός α νατείλη στις καρδιές σας». Το χωρίο βεβαίως αυτό έχει σχέση με την εσχάτη ημέρα, που θα είναι η ημερα η φωτεινή, η διαυγής, η ολοφώτεινη, διότι τα πάντα θα φανερωθούν μέσα στο φως του Χριστού. Την ημερα εκείνη θα έρθει ο φωσφόρος, ο ίδιος ο Χριστός « επί νεφελών δόξης και επί πτερύγων αγγέλων» (7) .
Στα κείμενά του ο αείμνηστος γέροντας Σωφρόνιος κάνει διαρκώς λόγο για τη μετάνοια, που είναι η οδός για την έλευση της βασιλείας του Θεού, δηλαδή της θέας του ακτίστου φωτός. Η μετάνοια συνδέεται αφενός μεν με την όραση της βασιλείας του Θεού, αφού αποτελεί την προϋπόθεσή της, αφετέρου δε με την αγάπη προς όλον τον κόσμο. Ο Απόστολος Παύλος έφτασε στο σημείο να προσφέρει τον εαυτό του ανάθεμα υπέρ της σωτηρίας των αδελφών του (Ρωμ. 9, 3-5). Στο σημείο αυτό αναφέρεται ο γέροντας Σωφρόνιος: « Ότε όμως δια του εμφανισθέντος εις εμέ φωτός έβλεπον το βάθος της πτώσεως μου, τότε ήρχετο κλαυθμός, τον οποίον δεν ηδυνάμην να αναχαιτίσω... αλλά εκ της φρίκης ταύτης της μετανοίας εγεννήθη εμοί προσευχή ιδιαιτέρας απογνώσεως, ήτις εβύθισεν εμέ εις θάλασσαν δακρύων... και η παράφορος αυτή προσευχή είλκυσε προς εμέ την συμπάθειαν του υψίστου Θεού, και το φως αυτού κατηύγασε το σκότος του είναι μου» (8).

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)Λόγοι Γρηγορίου Θεολόγου.
(2) Γεωργίου Μαυρομάτη, Η παραδοθείσα πίστις, εκδ. Ορθόδοξη πορεία, Αθήνα, 1988, σσ. 49 κ.ε.
(3) Βασίλειος Όσμπορν, Επισκοπος Σεργκίεβο, Η έλευση της όγδοης ημέρας, εκδ. εν Πλω, Αθήνα, χ.χ.
(4) Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, σσ. 983-985.
(5) Γεωργίου Μαυρομάτη, Η παραδοθείσα πίστις, εκδ. Ορθόδοξη πορεία, Αθήνα, 1988, σσ. 249-250.
(6) Όπ.π.
(7)Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Λόγοι εόρτιοι μυσταγωγικοί, σ.221.
(8) Κλάδος Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος «Ο Απόστολος Παύλος πρώτος μετά τον Ένα». Αθήνα, 2009, σ. 97.

Ανθρωπος στο ΄Απειρο της Αϊδιότητος Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ




Ανθρωπος στο ΄Απειρο της Αϊδιότητος
Εποπτεία 67/1982, 369-93

Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, θέλοντας να τονίσει τη διαφορά ανάμεσα στη γνώση και τη μέθεξη, ισχυρίσθηκε σε μια πραγματεία του ότι όσοι υμνούν το Θεό με τη γνώση των ακτίστων ενεργειών του είναι απλώς ευσεβείς, ενω όσοι μετέχουν σ'αυτές τις ενέργειες γίνονται άναρχοι και ατελεύτητοι κατά χάρη. Στηρίζει αυτή την αισιόδοξη προοπτική κυρίως στο Μάξιμο τον Ομολογητή, του οποίου η θεολογία και φιλοσοφία κυριαρχεί στη σκέψη του, προ πάντων στη μέση περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητος, στα έτη 1340-1347.
Όταν αργότερα χρειάσθηκε να επανέλθει σ'αυτό το θέμα, αφιέρωσε μερικές αξιόλογες σελίδες των Αντιρρητικών του προς Ακίνδυνο, αλλά φυσικά μολονότι αυτή τη φορά ήταν διεξοδικότερος, δεν ήταν δυνατό να εκθέσει όλο το ευρύ πλέγμα τών σκέψεων που οδήγησαν το Μάξιμο στη διαμόρφωση της κάπως παράδοξης διδασκαλίας του επάνω σ'αυτό το σημείο.

Το κτιστό και το άκτιστο
Στο Νεοπλατωνικό σύστημα ο άνθρωπος θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί άναρχος και ατελεύτητος, διότι σ'αυτό όλα τα όντα της ίδιας με το Ένα ουσίας, προέρχονται από αυτό και τελικά επιστρέφουν σ'αυτό. Δεν πρόκειται όμως εκεί για προσωπική ύπαρξη, αλλά για την επ' άπειρο επιβίωση της ιδέας του ανθρώπου ή της κοινής ουσίας της ανθρωπότητος. Σ'ένα προσωκρατικό όμως σύστημα σαν του Μαξίμου φαίνεται εκ πρωτης όψεως παράδοξο και ακατανόητο ότι θα μπορούσε ο άνθρωπος να εισέλθει στην τροχιά του ακτίστου. Το άκτιστο είναι το αληθινά υπαρκτό, το μη υποκείμενο σε αριθμό και κίνηση, το μοναδικό. Το κτιστό ειναι το προελθόν από το μη ον, το υποκείμενο σε κίνηση, το πολυειδές. Με μια αποφθεγματική πρόταση αυτή η θεμελιώδης διάκριση της χριστιανικής θεολογίας εκφράζεται έτσι: "Ακτίστου και κτιστού άπειρον το μέσον εστί και διάφορον" (1).
Αυτές οι δύο ενώπιόν μας λέξεις, κτιστό και άκτιστο, που διαφέρουν μόνον κατά το στερητικό άλφα, εκφράζουν δύο πραγματικότητες όχι απλώς διάφορες, αλλά ξένες μεταξύ τους, ευρισκόμενες σ'επίπεδα που δεν συναντώνται πουθενά. Περιορίζοντας την αναφορά σε μόνο τον άνθρωπο ο Μάξιμος, χαρακτηρίζει τη διάσταση σαν χάσμα, " φοβερόν τε και μέγα"(2).
Δεν είναι όμως δύσκολο ν'αντιληφθούμε ότι η αποψη του Μαξίμου για μια τόσο υψηλή καταξίωση του ανθρώπου εντάσσεται αρμονικά στο πλαίσιο της θεολογίας του, και ότι μάλιστα συνιστά το κορύφωμά της.
Πραγματικά ο καταλληλότερος τίτλος που θα μπορούσε να επιγραφεί επάνω στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του είναι: "Η πορεία του ανθρώπου προς το Θεό".
Πιστός στην ορθόδοξη παράδοση, αλλά εμφαντικώτερα από όλους τους Πατέρες, παρουσιάζει τη σχέση μεταξύ των δύο κατηγοριών υπάρξεων, της θείας και της εγκοσμίου, με διπλό πρίσμα, χωρίς αυτό να περικλείει καμιά αντίφαση. Τις παρουσιάζει δηλαδή άλλοτε σαν ξένες μεταξύ τους και άλλοτε σαν οικείες.
Ετσι το κτιστό δεν είναι σ'όλη την έκταση και πάντοτε ξένο και ασύνδετο με το άκτιστο. Με ιδιαίτερους μάλιστα κρίκους συνδέεται προς το Θεό ο άνθρωπος, που όχι μόνο ο ίδιος διατηρεί κάποια συνάφεια με αυτόν, αλλά αποτελεί και σύνδεσμο μεταξύ των δύο άκρων, της θείας άκτιστης φύσεως και της άψυχης κτιστής φύσεως.

Φύσις και πρόσωπο
Η σχέση ανάμεσα στο άκτιστο και το κτιστό παράγεται από το πρώτο και εκφράζεται διπλά, ως σχέση υπερβατότητος και ως σχέση αγαθότητος. Στην πρώτη περίπτωση η άκτιστη φύση υπέρκειται της κτιστής απείρως και γι'αυτό παραμένει απρόσιτη, στη δεύτερη ουσιώνει και προβάλλει την αϊδίως προϋπάρχουσα μέσα της γνώση. Όταν η αγαθότης μεταφέρεται στο πεδίο των ήδη δημιουργημένων όντων, δέχεται από το Μάξιμο το όνομα έρως και η αλλαγή αυτή ονόματος εκφράζει όλη την ορμή της κτίσεως για τελείωση.
"Το θείο ως έρως και αγάπη κινείται, ως εραστό και αγαπητό κινεί προς εαυτό όλα τα δεκτικά έρωτος και αγάπης. Για να το πούμε σαφέστερα, κινείται διότι σκοπεύει να εμφυτεύσει ενδιάθετη σχέση έρωτος και αγάπης στούς δεκτικούς αυτών των αγαθών, και κινεί διότι είναι εκ φύσεως ελκτικό της εφέσεως των κινουμένων προς αυτό"(3).
Η αγαθότης είναι η πρόκληση της δημιουργίας, ο έρως είναι η τελειοποίησή της. Η δημιουργία δεν είναι στατική αλλά δυναμική πραγματικότης, διότι έχει ξεκινήσει από προϋπάρχοντες λόγους, Αν και όλα τα όντα προήλθαν από το μη ον κατά την αγαθή βούληση του Θεού, εκδηλωθείσα ελεύθερα στην κατάλληλη στιγμή, οι λόγοι τους κατά την σκέψη του Μαξίμου προϋπήρχαν αϊδίως στον ένα Λόγο, στο Θεό. Κάθε κτιστό δημιουργήθηκε σύμφωνα με αντίστοιχο λόγο, και αυτός είναι που ορίζει τόσο τη γένεσή του όσο και την ουσία του.
Ο όρος λόγος με την πλούσια εξωχριστιανική και χριστιανική παράδοσή του παίρνει ιδιαίτερο νόημα στο σύστημα του Μαξίμου σε συνδυασμό με τη διδασκαλία περί εικόνος, ομοίωσης και μέθεξης. Όλα τα όντα έχουν μια προκαταρκτική μετοχή στο Θεό, και ειδικά βέβαια τα λογικά όντα που σύμφωνα με το λόγο της δημιουργίας τους είναι εγκαθιδρυμένα στον ίδιο το Θεό και γι'αυτό αποκαλούνται "μοίρα Θεού"(4). Ο άνθρωπος είναι μοίρα Θεού, αλλά όχι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Δημιουργήθηκε ως μοίρα Θεού, αλλά παραμένει έτσι μόνο εφ' όσον κινείται σύμφωνα με το λόγο του, ενώ αν κινηθεί αντίθετα απο αυτόν, καταρρέει, φθάνει πάλι στο μη ον.
Ο "λόγος" είναι η δύναμη που συνιστά την αρχική θεμελίωση της ικανότητος του ανθρώπου να ανυψωθεί επάνω από τη φυσική του κατάσταση.
Με την έκφραση "ανύψωση επάνω από τη φυσική κατάσταση" εννοούμε μια δυναμική κίνηση που μεταμορφώνει τη φύση σε πρόσωπο. Ευρίσκομε στο σημείο τούτο μια άλλη διάκριση της μαξιμείου θεολογίας που ακολουθείται από ολόκληρη σειρά συζυγιών, όπως είναι : κίνηση και ενέργεια, φυσικό θέλημα και γνωμικό θέλημα, εικών και ομοίωση. Φύση ή ουσία είναι το κοινό περιεχόμενο όλων των ατόμων που ανήκουν σ'ένα γένος ή είδος. Πρόσωπο ή υπόσταση είναι η φύση μαζί με τα διακεκριμένα γνωρίσματά της σε κάθε άτομο(5). Εδώ η ανθρωπολογία συνδυάζεται με τη θεολογία, όπου η θεία φύση υποστατικοποιείται στα τρία πρόσωπα.
Η κίνηση είναι χαρακτηριστική ιδιότης της κτίσης που ξεκινά με τη θεμελίωση του κόσμου ως συνέπειά της και περικλείει το σπέρμα της αλλοίωσης. Κάθε κινούμενο υπόκειται σε αλλαγή και φυσικα ο Θεός ως ακίνητος είναι και αναλλοίωτος.
Βασική κατηγορία της κίνησης είναι ο χρόνος που ξεδιπλώνεται παράπλευρα με αυτή και μετράει τη ζωή του κόσμου. Χρόνος και αιωνιότης είναι κατηγορίες της δημιουργίας, ενώ του Θεού κατηγορία είναι η αϊδιότης. Ο Θεός, καθώς είναι επάνω από κάθε σχέση, είναι και επάνω από χρόνο και αιώνα, είναι αΐδιος, όπως είναι επίσης και όλες οι ενέργειές του(6).
Η κίνηση ανήκει στη φύση των κτιστών, τόσο των λογικών όσο και των αισθητών, αν και διαφορετικά σε κάθε περίπτωση. Στα λογικά συνδυάζεται με τη διάκριση ανάμεσα στις κατηγορίες φύσης και προσώπου, καθώς προχωρούμε από τη φύση προς το πρόσωπο μεταμορφώνεται σε ενέργεια. Μολονότι ο Μάξιμος δεχόταν την ενέργεια και σαν δύναμη της φύσης, το κάνει μόνο σε μια ειδική περίπτωση και υπό όρους που διευκόλυναν την επιθυμία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς το δόγμα των αντιπάλων του για την παρουσία στο Χριστό μόνο μιας και μοναδικής ενεργείας. Στον Χριστό κατα την άποψή του κάθε φύση έχει την ενέργειά της, όχι όμως ως φύση αλλά ως στοιχείο ανταποκρινόμενο σ'ένα πρόσωπο. Και πραγματικά η θεία φύση είναι πρόσωπο και η ανθρωπίνη, αν και δεν ε'ιχε προλάβει να αποτελέσει ιδιαίτερο πρόσωπο, ήταν πάντως ανεπτυγμένη σε τέτοιο βαθμό, ώστε είχε ανυψώσει την κίνησή της σε ενέργεια.
Έτσι γενικά ο Μάξιμος ξεχωρίζει την κίνηση από την ενέργεια και θεωρεί τη δεύτερη σαν επεξεργασία της πρώτης, ώστε κάθε κτιστή φύση να ορίζεται και αξιολογείται από την ενέργειά της. "Πασης φύσεως όρος ο της ουσιώδους αυτής ενεργείας καθέστηκε λόγος"(7).
Η ενέργεια είναι το στοιχείο εκείνο που δίνει νόημα στη φύση και χωρίς αυτήν η φύση είναι ανεκδήλωτη και τελικά ανύπαρκτη. Φύση ανενέργητη είναι για το Μάξιμο πράγμα αδιανόητο, όπως θα ήταν αργότερα για το Γρηγόριο Παλαμά. Η κίνηση, όπως εκφράζεται σε κάθε ατομικό ον διά της οικείας ενεργείας, είναι δύναμη που οδηγεί προς ένα σκοπό, θετικά ή αρνητικά.
Η διάκριση του θελήματος σε δύο κατηγορίες ανταποκρίνεται πλήρως στην προηγούμενη διάκριση μεταξύ κίνησης και ενεργείας. Το φυσικό θέλημα είναι δύναμη του κατά φύση όντος, από το ένα μέρος ορεκτική ακι από το άλλο συνεκτική όλων των ιδιωμάτων που ανήκουν στη φύση. Δεν υπάρχει λογικό ον που να μη διαθέτει τέτοια θέληση, διότι αυτή είναι ριζωμένη αναποσπάστως στη φύση όλων. 'Ετσι ως παράδειγμα φέρεται το ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως τη θέληση να ομιλούν, αλλά δεν ομιλούν πάντοτε. Το πότε ομιλούν, καθορίζεται από το γνωμικό θέλημα που είναι αυτεξούσια ορμή εκτελεστική της στροφής προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και δεν αποτελεί προσόν της φύσης αλλά του προσώπου.
Επομένως το φυσικό θέλημα συνδέεται με τη φύση και την κίνηση, ενώ το γνωμικό συνδέεται με το πρόσωπο και την ενέργεια.
Στα ίδια πλαίσια τοποθετεί ο Μάξιμος και τη διάκριση μεταξύ εικόνας και ομοίωσης. Η πρώτη ανήκει στην κατηγορία της φύσης και υφίσταται στο διάστημα μεταξύ είναι και ευ είναι, ενώ η δεύτερη ανήκει στην κατηγορία του προσώπου και επισημαίνει την τελείωση του ανθρώπου. Αξίζει να παρατεθεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα κεφάλαιά του επάνω στο θέμα τούτο.
Ο Θεός, φέροντας σε ύπαρξη τη νοερή και λογική ουσία, κοινοποίησε σ'αυτήν από άκρα αγαθότητα τέσσαρα από τα θεία ιδιώματα, ως συνεκτικά, φρουρητικά και διασωστικά των όντων: το ον, το αεί ον, την αγαθότητα και τη σοφία. Προσέφερε τα δύο από αυτά , το ον και το αεί ον, στην ουσία, τα άλλα δύο, την αγαθότητα και τη σοφία, στη γνωμική επιτηδειότητα. Έτσι θα κατόρθωνε και η κτίση να γίνει κατά μετουσία, ό,τι είναι αυτός κατ' ουσία. Γι' αυτό άλλωστε λέγεται ότι έγινε κατ' εικόνα και ομοίωση Θεού. Κατ' εικόνα μεν ως ον όντος και ως αεί ον αεί όντος, καθ' ομοίωση δε ως αγαθός αγαθού και ως σοφός σοφού, ο κατά χάρη του κατά φύση. Κατ' εικόνα του Θεού είναι βέβαια κάθε λογική φύση, καθ' ομοίωση όμως μόνο οι αγαθοί και σοφοί"(8).
Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο θεολόγησης το ον και το αει ον προσεφέρθηκαν στη φύση (ουσία) και έτσι έγιναν ιδιότητες των λογικών όντων κατά φύση, και ακριβώς τούτο είναι το κατ' εικόνα, το ότι η κτιστή ουσία προικίσθηκε με τις ιδιότητες του όντος και του αεί όντος. Όλα τα λογικά όντα είναι δημιουργημένα κατ' εικόνα Θεού που ανήκει στη φύση τους. Τα άλλα δύο ιδιώματα, η αγαθότης και η σοφία, έχουν χορηγηθεί στη γνωμική επιτηδειότητα, στο γνωμικό θέλημα, στην ενέργεια. Τα λογικά όντα δεν προικίζονται με αυτά αυτομάτως κατα τη δημιουργία τους, αλλά τα κατακτούν διά της ελεύθερης ενεργείας τους. Αυτά αποτελούν τα στοιχεία της ομοίωσης προς το Θεό που επιτυγχάνουν κατά χάρη μόνο οι αγαθοί και οι σοφοί. Όπως είπαμε λοιπόν, η ομοίωση συναρτάται με την προσωπική ελευθερία, ανήκει στην κατηγορία του προσώπου.
Τό πρόσωπο δεν είναι κάτι το αποτετελεσμένο, αλλά συγκροτείται έπειτα από επίμονο και σκληρό αγώνα που αποβλέπει στην εξύψωση της φύσης και στην υπέρβασή της. Για τον άνθρωπο διαμόρφωση της προσωπικότητας σημαίνει μετάπλαση της κίνησής του σε ενέργεια, του φυσικού θελήματός του σε γνωμικό θέλημα, της εικόνας του σε ομοίωση Θεού. Σημαίνει ανύψωση στο χώρο του Θεού και συνομιλία με αυτόν πρόσωπο προς πρόσωπο.

Ο προορισμός
Ο σκοπός που τέθηκε στον άνθρωπο κατά το Μάξιμο εκφράζει σαφέστερα την άποψή του περί στενής συναφείας μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Το γεγονός ότι είναι μοίρα του Θεού δεν είναι επαρκές προσόν και, αν δεν συνοδεύεται από μέθεξη της θείας δόξας, μένει χωρίς νόημα. Το σκοπό του ανθρώπου ορίζει ο Ομολογητής κατά την ανάλυση του μυστηρίου του Χριστού. Τούτο είναι, λέγει, το μέγα και απόκρυφο μυστήριο, το προεπινοούμενο τέλος, για χάρη του οποίου ο Θεός παρήγαγε τις ουσίες των όντων. Η υποστατική ένωση θεού και ανθρώπου στο Χριστό. Φυσικά η ακριβής έννοια των σχετικών χωρίων λαμβάνεται με αντίστροφη ερμηνεία, οπότε ευρίσκεται άνετα ότι σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου είναι η ένωσή του με το Θεό, της οποίας αρχή επρόκειτο να είναι η εν Χριστώ υποστατική ένωση.
Προορισμός λοιπόν του ανθρώπου είναι η κοινωνία της θείας φύσης και η μέθεξη της θείας αϊδιότητος. Και αυτά τα πράγματα είναι εφικτά από το ένα μέρος διά της καταβολής στον άνθρωπο του οικείου λόγου κατά τη γέννησή του, από το άλλο διά της ενεργείας του Θεού στον κόσμο. Κατά το λόγο της κτίσης διακρίνεται βέβαια οξύτατα το κτιστό από το άκτιστο, κατά τον τρόπο της ύπαρξης όμως η διάκριση είναι ενωτική, όχι χωριστική. Ο Θεός είναι το μετεχόμενο, οι ενέργειές του (αγαθότης, οντότης, ζωή, αθανασία) είναι τα μεθεκτά, τα οποία φυσικά δεν έχουν χρονική αρχή, "ουκ ήρκται χρονικώς", αλλά είναι προσιτά στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος τα λογικά όντα, αν και έχουν χρονική αρχή, μπορούν να μετάσχουν, είναι τα μετέχοντα(9).
Σ' αυτήν τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο μετεχόμενο, στο μεθεκτό και στο μετέχον βασίζεται η ολοκλήρωση του ουρανίου προορισμού του ανθρώπου.
Οι υφιστάμενες πέντε μεγάλες διαιρέσεις στη φύση,(10) από την κορυφαία μεταξύ ακτίστου και κτιστού μέχρι της τελευταίας μεταξύ άρρενος και θήλεος, ευρ;ίσκονταν εμπρός στον άνθρωπο σαν άθλημα για ενοποίηση "διά της ευχρηστίας των φυσικών δυνάμεων"(11). Αρχίζοντας από την εσωτερική του διάσπαση σε άρρεν και θήλυ, ώφειλε με την απαθή σχάση προς τη θεία αρετή να αποτινάξει τη φύση και να καταστεί απλώς "άνθρωπος μόνον", προχωρώντας έπειτα κατά την ενοποιητική πορεία διά μέσου των άλλων διαιρέσεων, στο τέλος όλων αυτών θα ένωνε και την κτιστή φύση με την άκτιστη, παρουσιάζοντας αυτά τα δύο σαν ένα κατά τη δύναμη της χάριτος.
Αλλ' ο πρωτόπλαστος όχι μόνον των άλλων στοιχείων την ενοποίηση δεν εξασφάλισε, αλλ' ούτε καν τη δική του προσέγγιση προς το αρχέτυπο δεν πέτυχε. Και αυτό διότι δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει καταλλήλως τις φυσικές του δυνάμεις. Έτσι, αντί να υποτάξει τις αισθήσεις στον εαυτό του, υποτάχθηκε ο ίδιος στον αισθητό κόσμο, ωδηγήθηκε σε παραπέρα διάσπαση και κινδύνευσε παρ' ολίγο να επιστρέψει στο μηδέν, "εις το μη ον μεταχωρήσαι"(12). Αυτό το δρόμο ακολούθησε έκτοτε ολόκληρη η ανθρωπότης.
Υπ' αυτές τις προϋποθέσεις τέθηκε σε κίνηση μια άλλη, παράδοξη λογικώς, διαδικασία, ούτε κατά φύση, όπως ηταν αυτή που ευρισκόταν αρχικώς στη διάθεση του ανθρώπου, ούτε παρά φύση, όπως ήταν αυτή που ακολούθησε με την παρέκκλισή του ο άνθρωπος, αλλά υπέρ φύση. Ενήργησε ο ίδιος ο Θεός, για να ενώσει τα κατά φύση ρήγματα, να δείξει τους λόγους κατά τους οποίους γίνεται φυσικώς η ένωση και γενικώς να ανακεφαλαίωσει τα πάντα. Ο Λόγος του Θεού έγινε "τέλειος άνθρωπος εξ ημών καθ' ημάς, πάντα τα ημών ανελλιπώς έχων χωρίς αμαρτίας"(13).
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία σ' αυτή τη συνάφεια είναι ένα δεύτερο παράδοξο, ότι ο Χριστός διά της ενανθρώπησης και του έργου του συνυψώνει μαζί του την ανθρώπινη φύση και την μεταμορφώνει. Δεν την ανύψωσε άπαξ διαπαντός, αλλά την ανυψώνει συνεχώς. Κατά την προσωκρατική θεώρηση των πραγμάτων από το Μάξιμο Θεός και άνθρωπος είναι "παραδείγματα αλλήλων". Ο Θεός ανθρωπίζεται από φιλανθρωπία τόσο, όσο θεώνεται ο άνθρωπος από φιλοθεΐα, και ο Θεός αρπάζει κατά νου τον άνθρωπο προς το άγνωστο τόσο, όσο ο άνθρωπος φανερώνει διά των αρετών τον φύσει αόρατο Θεό(14).
Υπάρχει εδώ ένα πρόσωπο που μεταδίδει χάρη και ένα άλλο που δέχεται χάρη και αντιστρόφως ο άνθρωπος γενικώς και επίσης κάθε ανθρώπινο πρόσωπο χωριστά είναι αυτός που μετέδωσε στο Χριστό την ανθρωπότητα και ο Χριστός είναι το πρόσωπο που τη δέχθηκε. Ο ένας παίρνοντας την ανθρώπινη φύση εισέρχεται στην κτίση και ο άλλος επιτυγχάνοντας ένωση της φύσης του με τη θεία εισέρχεται στο χώρο του ακτίστου. Ο ένας κατέρχεται ο άλλος ανέρχεται.
Εδώ ευρίσκομε την ακριβή εξήγηση της άποψης του Μαξίμου για τη θέση της ενανθρώπησης στο σχέδιο του Θεού. Με βάση όσα ειπώθηκαν πριν από λίγο θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι το αίτιο της ενανθρώπησης θα έπρεπε να αναζητηθεί στην πτώση του ανθρώπου και ο σκοπός της στην αποκατάστασή του. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τη βεβαίωσή του ότι η ενανθρώπιση του λόγου ήταν το προεπινοούμενο τέλος που ευρισκόταν αιωνίως στη θεία βουλή. Πραγματικά, αφού σκοπός του ανθρώπου ήταν η θέωση που δεν ήταν ικανός να επιτύχει με τα δικά του μέσα, η κάθοδος του Θεού ήταν αναγκαία κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες για να διευκολυνθεί η άνοδος του ανθρώπου. Η ενανθρώπηση είναι ο δρόμος της τελείωσης του ανθρώπου και η αμαρτία και πτώση του τελευταίου δεν προκάλεσε καμιά νέα βουλή του Θεού, αλλά απλώς πρόσθεσε μια λεπτομέρεια στην αιώνια βουλή. Αυτή είναι μια προσθετική επεξεργασία της άποψης του Μεγάλου Αθανασίου που διατυπώνεται στο δοκίμιό του "Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου".
Κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν μετά Χριστό τρεις είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν ή κινούν την ανθρώπινη βούληση: Θεός, φύση. κόσμος. Όταν στη βούληση επιβληθεί η φύση, ο άνθρωπος παραμένει στάσιμος, όταν την κατακτήσει ο κόσμος, ο άνθρωπος καθίσταται απλή σάρκα, όταν την ελκύσει ο Θεός, ο άνθρωπος καθίσταται φύσει Θεός. Οι παράγοντες αυτοί δεν δρουν καταναγκαστικώς, αλλά μάλλον προβάλλουν εμπρός στη βούληση κίνητρα. Εκείνο που έχει τον κύριο λόγο στη ρύθμιση της ζωής του ανθρώπου είναι το αυτεξούσιο, η δύναμη της μετατόπισης της όρεξης από το επιτετραμμένο στο απαγορευμένο, από το αγαθό στο κακό, ή αντιστρόφως.
Η αυτεξούσια επιλογή σημαίνει αγωνιστική πορεία ανάμεσα από ποικίλες καταστάσεις που καθορίζονται από την ανταπόκριση στον τριπλό γενικώτατο νόμο, τον φυσικό, τον γραπτό, τον χαρισματικό. Ο τελευταίος είναι ο νόμος που επικρατεί κατ' εξοχή στο χώρο της αρετής, διδάσκει την άμεση μίμηση και διά μεταπλάσεως της φύσεως οδηγεί προς τη θέωση. Η αρετή δεν είναι αγαθό μέσα στη φύση ούτε κατά τη φύση ούτε βέβαια υπό τη φύση, είναι υπέρ τη φύση. Είναι υπέρβαση της φύσης και πολεμά εναντίον της φύσης για να παραμείνει αδούλωτη, όπως η αληθινή θεωρία μάχεται εναντίον του χρόνου και του αιώνος. Από αυτές τις δύο δυνάμεις, τη θεωρία και την αρετή, γεννάται η θεία ομοίωση(15).
Η πνευματική πορεία είναι μια συνεχής ανάβαση προς το Θεό, από δύναμη σε δύναμη και από δόξα σε δόξα, αρχίζοντας με τη δοθείσα από το Θεό κίνηση και προχωρώντας διά μέσου της νόησης προς τον έρωτα και την έκσταση, έως ότου ο πορευόμενος ενταχθει στο εραστό. Ο έρως είναι η υψηλότερη βαθμίδα της αγάπης του ανθρώπου προς το Θεό και της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Όλες οι αρετές συντελούν στο θείο έρωτα και περισσότερο από όλες η καθαρή προσευχή διά της οποίας ο νους πτερώνεται προς το Θεό, εξέρχεται από όλα τα όντα και επαίρεται από τα ανθρώπινα προς τα θεία, για να μπορέσει να ακολουθήσει τον Ιησού Χριστό κατά το πέρασμά του διά των ουρανών.
Όποιος έχει καθαρθεί διά της πρακτικής φιλοσοφίας, διδαχθεί διά της φυσικής φιλοσοφίας και οδηγηθεί έπειτα διά της θεολογικής φιλοσοφίας, της μυστικής, συναντά αφράστως το Θεό σε αγνωσία σαν μέσα σε γνόφο, στο θείο σκότος. Αυτός που συνάντησε το Θεό στο γνόφο έγινε ήδη Μωϋσής, όχι νομικός αλλά πνευματικός Μωϋσής(16).

Η στάσις όπως είπαμε προηγουμένως, η κίνηση είναι μέσο για την επιδίωξη ενός υψηλού σκοπού, της τελείωσης. Το τέλος βρίσκεται στην άνοδο της δημιουργίας στο χώρο του Θεού, όπου παρατηρείται η στάση ως συνέπεια και ολοκλήρωση της κίνησης. Η πορεία του ανθρώπου μαρτυρεί ότι αρχή και τέλος είναι το ίδιο(17). Η κίνηση αρχίζει με τη σύσταση του χρόνου και η στάση αρχίζει με τη λήξη του χρόνου. Αρχή λοιπόν και τέλος συναντώνται σε ένα σημείο. Εφ' όσον η αρχή καθορίζει φυσικώς την από τη δημιουργία προκληθείσα κίνηση, ευλόγως ονομάσθηκε και τέλος, όπου περατώνεται ο δρόμος σαν σε αιτία και σκοπό της κίνησης των κινουμένων. Ετσι ο άνθρωπος, αναζητώντας το τέλος του, τον τελικό του στόχο, φυσικώς φθάνει στην αρχή η οποία συνευρίσκεται με το τέλος.
Αυτή η μετάβαση από την κίνηση στη στάση σημαίνει μετάβαση από το χρόνο στην αϊδιότητα, υπέρβαση της διαίρεσης κτιστού και ακτίστου, διάβαση προς το Θεό πέρα από το χρόνο, από την κίνηση και από την αλλοίωση, Είναι ο σαββατισμός.
Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν καταπαύονται όλα τα πράγματα, αλλά μόνο τά έγχρονα, ενώ τα κατ' αρετή που είναι πέρα από το χρόνο προχωρούν διαπαντός. Τα κατ' αρετήν, ακόμη και όταν τελειωθούν, κινούνται πάλι για αύξηση, διότι τα τέλη γίνονται αρχές άλλων σχεδιασμάτων. Εκείνο που στον κόσμο των ιδεών κατά Πλάτωνα και Ωριγένη είναι απόλυτο, η στάση, ειναι σχετικό εδώ στον κατά Μάξιμο κόσμο της πνευματικής τελείωσης, είναι αεικίνητος στάση και στάσιμος κίνηση(18).
Η πνευματική τελειότης δεν έχει όρια, είναι ατελείωτη, όπως έλεγε και ο Γρηγόριος Νύσης:"ένα τελειότητος όρον εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον"(19).

Αϊδιότης του ανθρώπου
Στην προσπάθεια να διασαφήσει την κατάσταση του υπερβατικού βίου ο Μάξιμος προσάγει το παράδειγμα του Μελχισεδέκ. Ο βασιλεύς αυτός της Σαλήμ, φερόμενος στο βιβλίο της "Γενέσεως" χωρίς γενεαλογία, παίρνει με τον καιρό μεσσιανική ιδιότητα και αργότερα στην "προς Εβραίους" επιστολή χαρακτηρίζεται απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, χωρίς αρχή ημερών και τέλος ζωής, αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού(20).
Η μετάσταση στην αϊδιότητα δεν είναι εσχατολογική μόνο υπόθεση, με την κυριολεκτική σημασία αυτού του όρου, διότι ανήκει στο χώροτης πνευματικής ενεργείας που εκδηλώνεται ανεξαρτήτως εγχρόνων ή αχρόνων καταστάσεων. Ο χρόνος και ο χώρος μπορούν να καταργηθούν σε οποιοδήποτε σημείο του ανθρωπίνου βίου, ακόμη και του επιγείου, εφ' όσον οι κατηγορίες αυτές υπερβαθούν διά του λόγου και ης αρετής. Το μεταξύ Θεού και ανθρώπου χάσμα διαβαίνεται ακόμη και όταν ο δεύτερος ευρίσκεται στον κόσμο της αλλοίωσης και της φθοράς, στη σάρκα, αρκεί διά της θελήσεως ν' απομακρυνθεί από τη σάρκα και το κόσμο(21).
Οι επωνυμίες απάτωρ, αμήτωρ και αγενεαλόγητος δεν δόθηκαν βέβαια στο Μελχισεδέκ με βάση τις φυσικές και χρονικές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν πατέρα και μητέρα και γενεαλογία, την αρχή και το τέλος των ημερών, πράγματα που καταργήθηκαν από τον ίδιο το Μελχισεδέκ. Του δόθηκαν με βάση τις θείες ιδιότητες, την αρετή, δια της οποίας μεταμόρφωσε το είδος του. Ωνομάσθηκε έτσι, όχι για την από μηδέν κτιστή του φύση, κατά την οποία άρχισε και τελείωσε τη ζωή του, αλλά για τη θεία και άκτιστη χάρη που, προερχομένη από τον αΐδιο Θεό, υφίσταται πάντοτε επάνω από κάθε φύση και κάθε χρόνο.
Μόνο κατά την άκτιστη χάρη αναγνωρίζεται ο άνθρωπος ότι γεννήθηκε ολόκληρος γνωμικώς, πράγμα που κατόρθωσε με το γεγονός ότι προτίμησε αντί της φύσης του την αρετή και έτσι γεννήθηκε κατά χάρη στο Πνεύμα διά του Λόγου προς τις θείες και άναρχες και αθάνατες ουσίες του Θεού και φέρει μέσα του αληθινή την ομοίωση του Θεού που τον γέννησε. Όποιος νεκρώσει τα επίγεια μέλη του πεθαίνει και ανασταίνεται μαζί με το Χριστό και, αφού νέκρωσε τα επίγεια μέλη του και αρνήθηκε τα εγκόσμια, έπαυσε πια να φέρει επάνω του την έγχρονη ζωή που έχει αρχή και τέλος, που συγκλονίζεται από πλήθος παθημάτων, διότι την εγκατέλειψε για χάρη της ανώτερης, της θείας και αΐδιας ζωής που ενοίκησε σ' αυτόν.(22).
Απαλλασσόμενος από τα δεσμά της χρονικότητος, ελευθερώνεται και κατά τα δύο άκρα, και από την αρχή και από το τέλος, που εμπίπτουν στα πλαίσια της χρονικότητος κι επομένως καταργήθηκαν. Τέλος των χρόνων και αιώνων είναι η αδιάστατη ενότης μεταξύ της ακραιφνούς αρχής και του ακραιφνούς τέλους στον σωζόμενο άνθρωπο. Και εφ' όσον αρχή και τέλος ακραιφνή είναι ο Θεός, ενότης των δύο τούτων στοιχείων στους σωζομένους αποτελεί την ένωση με το Θεό. Δηλαδή παρατηρείται πρώτα η κλείση των εγχρόνων πραγμάτων, έπειτα η αδιάστατη ενότης αρχής και τέλους, και τελευταία η θέωση(23).
Αυτός που λαμβάνει τα δώρα του ενανθρωπήσαντος Λόγου διά των μυστηρίων είναι για πάντα ενωμ;νος μαζί του και κρατεί για πάντα την υπόσταση τούτου στην ψυχή του, διότι τότε ο Χριστός γεννάται σ' αυτόν πάντοτε με τη θέλησή του μυστικώς και καθιστά μητέρα παρθένο την ψυχή που γεννά(24). Έχοντας διαρκώς το Θεάνθρωπο μέσα του, ευρίσκεται σε συνεχή και ολοκληρωτική επαφή με το θείο. Αυτός που μπορεί να αναχθεί στην αΐδια δόξα του Πατρός, όπως ο Υιός του, αυτός ανεβαίνει στούς ουρανούς διά του Θεού Λόγου, που κατήλθε γι' αυτό επάνω στη γη. Έγινε Θεός τόσο, όσο εκείνος έγινε άνθρωπος(25). Όταν φθάνει υπεράνω της φύσεως γίνεται κατά χάριν ό,τι είναι ο ίδιος ο δοτήρ της χάριτος κατά φύσιν. Αφού παύσει τις φυσικές του ενέργειες, σαρκικές, αισθητικές, νοητικές, γίνεται Θεός με την μέθεξη της θείας χάριτος. Τότε συνθεώνεται μαζί με την ψυχή και το σώμα, ώστε να φαίνεται μόνο Θεός και κατά τα δύο. Είναι η αγέννητη θέωση που προσφέρεται στους αξίουςμε έλαμψη και φανέρωση.
Και όπως η θέωση είναι θεία ενέργεια άναρχη και ατελεύτητη, έτσι και ο θεούμενος: άναρχος και ατελεύτητος.
________________________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Περί αποριών, PG 91, 1077Α.
2. Περί αποριών, PG 91, 1172Α.
3. Περί αποριών, PG 91, 1260
4. Περί αποριών, PG 91, 1080A.
5. Θεολογικά και πολεμικά δοκίμια, PG 91, 264-265.
6. Κεφάλαια Θεολογικά και οικονομικά 1,68 PG 90, 1108C. 1,48-49. PG 90, 1100C-1101A.
7. Περί αποριών, PG 91, 1057B. Θα επαναλάμβανε τα ίδια μετά ένα αιώνα ο Ιωάννης Δαμασκηνος, Έκδοσις Ορθοδόξου Πίστεως 3,15,PG 94, 1048.
8. Κεφάλαια περι αγάπης 3, 25, PG 90, 1034B.
9. Κεφάλαια θεολογικά και οικονομικά 1,48, PG 90, 1100-1101.
10. 1) Ακτίστου και κτιστού, 2) νοητού και αισθητού, 3) ουρανού και γης, 4) παραδείσου και οικουμένης, 5) άρρενος και θήλεος.
11. Περι αποριών, PG 91, 1148A.
12. Περί αποριών, PG 91, 1308C.
13. Περί αποριών, PG ,1308D.
14. Περι αποριών, PG 91,1113BC.
15. Περί αποριών, PG 91, 1140A.
16. Περι αποριών, PG 91, 1149BC
17. Προς θαλάσσιον 59, PG 90, 613C.
18. Προς θαλάσσιον 65, σχολ. 1044, PG 90, 781C.
19. Βίος Μωυσέως, PG 44, 300Δ.
20. Εβρ. 7, 1-22.
21. Περί αποριών, PG 91, 1172A.
22. Περί αποριών, PG 91, 1144C.
23. Προς θαλάσσιον 59, PG 90,609A.
24. Εις το Πάτερ ημών, PG 90, 889C.
25. Περί αποριών, PG 91, 1385.

ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΘΕΟΥ




Το θέμα που θα μας απασχολήσει απόψε είναι Η εμπειρία του Θεού. Πως δηλαδή μπορούμε να αποκτήσουμε την εμπειρία του Θεού· να την αισθανθούμε.
Στο ζήτημα αυτό δυστυχώς αδελφοί μου της εμπειρίας του Θεού, υπάρχει μεγάλη άγνοια, σύγχυση και πλάνη, με αποτέλεσμα ή να περνάει τη ζωή του ο Χριστιανός χωρίς ποτέ να έρθει σε προσωπική κοινωνία με τον Θεό, ή να ακολουθεί δρόμους λαθεμένους που δεν τον ενώνουν με τον αληθινό Θεό, αλλά με κάποιους ψευδοθεούς, φανταστικούς ή διαβολικούς.
Για τους λόγους αυτούς θεώρησα σκόπιμο να αναπτύξω στην αγάπη σας το θέμα και με το γεγονός μάλιστα ότι και η Μ. Εβδομάδα που έρχεται είναι μια ευκαιρία για σωστή θεϊκή εμπειρική σχέση.
Ο άνθρωπος όπως γνωρίζουμε πλάστηκε από τον Θεό να έχει κοινωνία μαζί του και άρα εμπειρία της χάρις του. Στον παράδεισο πριν από την αμαρτία ο άνθρωπος συνομιλούσε με τον Θεό. Προορισμός του ήταν η θέωσή του. Να γίνει δηλαδή Θεός κατά χάρι όπως λέμε. Πως όμως μπορεί ο άνθρωπος να θεωθεί χωρίς να αισθανθεί τη χάρι του Θεού, δηλαδή χωρίς να αποκτήσει εμπειρία Θεού;
Όταν όμως ο άνθρωπος αντικατέστησε την κατά χάρι θέωσί του από σκοπό της ζωής του, με την φαντασίωσι της ισοθεΐας όπως λένε οι Πατέρες, δηλαδή να μην γίνει με την χάρι του Θεού μικρός Θεός, αλλά μόνος του με την παρακοή να γίνει ίσος με τον Θεό, χωρίστηκε από τον Θεό που είναι η αυτό-ζωή και έγινε αιχμάλωτος στα πάθη του και στους δαίμονες.
Έτσι τώρα λοιπόν δεν μπορεί να έχει άμεση και καθαρή κοινωνία με τον Θεό ούτε εμπειρία μαζί Του. Βέβαια οι δίκαιοι και οι προφήτες της Π. Δ κάτι βλέπουν από τον Θεό, αλλά αμυδρά και προσωρινά. Πρέπει να σαρκωθή ο Υιός του Θεού, να ενώση την ανθρώπινη φύσι με τη δική του θεία φύσι για να μπορέση ο άνθρωπος να γίνη και πάλι Θεός κατά χάρι.
Μόνο μετά τη σάρκωσι, τη σταύρωσι και την ανάστασι και την ανάληψι του Χριστού, θα δοθί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος σε όλο τον πιστό λαό, η δυνατότητα δηλαδή να λάβι ο άνθρωπος το άγιο πνεύμα για να γνωρίσι έτσι ο άνθρωπος τα μυστήρια του Θεού και να αισθάνεται το Θεό κοντά του, πατέρα του, αδελφό του, συμπαραστάτη του και βοηθό του.
Με το άγιο βάπτισμα λοιπόν και το χρίσμα, ο πιστός γίνεται μέλος του μυστικού σώματος του Χριστού, δηλαδή της εκκλησίας του και μπορεί (με τη χάρι δηλαδή) έτσι μυστικά, μυστικιστικά και μυστηριακά να αποκτήσι εμπειρία του Θεού. Γι’ αυτό έξω από την εκκλησία δεν μπορεί κανείς να έχι εμπειρική γνώσι του Θεού, εμπειρία Θεού.
Ποιες λοιπόν είναι οι εμπειρίες της χάριτος του Θεού που μπορεί να λάβη ο Χριστιανός ώστε η πίστι του και η χριστιανική ζωή του να μην είναι γι’ αυτόν κάτι διανοητικό, κάτι εξωτερικό αλλά πραγματική και αληθινή αίσθησι του Θεού, κοινωνία με το Θεό και οικείωσι του Θεού;
Σαν μια πρώτη εμπειρία θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, την εσωτερική πληροφορία που έχει ο Χριστιανός, ότι με την πίστι στο Θεό βρίσκει το αληθινό νόημα η ζωή του. Αισθάνεται ο άνθρωπος ότι η πίστι του προς το Χριστό, είναι πίστι που τον αναπαύει εσωτερικά, που δίνει νόημα στη ζωή του και τον καθοδηγεί, που είναι ένα δυνατό φως που τον φωτίζει. Όταν λοιπόν ο πιστός αισθανθεί έτσι την χριστιανική ζωή μέσα του, έχει ήδη αρχίσει να ζει τη χάρι του Θεού. Ο Θεός δηλαδή δεν είναι κάτι το εξωτερικό γι’ αυτόν.
Μια άλλη εμπειρία της χάριτος του Θεού παίρνει ο άνθρωπος, όταν ακούει στην καρδιά του την πρόσκλησι του Θεού να μετανοήση για τα σκοτεινά και αμαρτωλά του έργα, να επιστρέψη στη χριστιανική ζωή, να εξομολογηθή και να μπη στο δρόμο του Θεού. Αυτή η φωνή που ακούει μέσα του είναι μια πρώτη εμπειρία της χάριτος του Θεού. Τόσα χρόνια που ζούσε μακριά από τον Θεό, τίποτα δεν καταλάβαινε. Αρχίζει τώρα να μετανοή, εξομολογείται για πρώτη φορά στη ζωή του στον πνευματικό. Μετά την εξομολόγησι αισθάνεται βαθιά ειρήνη και χαρά που ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθή. Η ανακούφισι αυτή που αισθάνεται είναι επίσκεψι της Θείας χάριτος σε ψυχή που μετανόησε και ο Θεός την παρηγορεί.
Τα δάκρυα επίσης που έχει ο χριστιανός που μετανοεί, όταν προσεύχεται και ζητάει συγχώρεσι από το Θεό, ή όταν εξομολογείται είναι δάκρυα μετανοίας. Αυτά τα δάκρυα είναι πολύ ανακουφιστικά, φέρνουν πολύ ειρήνη στην ψυχή του ανθρώπου και τότε ο άνθρωπος αισθάνεται ότι αυτό είναι δώρο και εμπειρία Θεού. Όσο βαθύτερα μετανοεί και έρχεται σε περισσότερη αγάπη προς το Θεό, τόσο περισσότερο τον επισκέπτεται η χάρις του Θεού και αποκτάει μεγαλύτερη θεϊκή εμπειρία.
Προσερχόμαστε να κοινωνήσουμε το Σώμα και Αίμα του Χριστού, μετανοημένοι, εξομολογημένοι με νηστεία και πνευματική προετοιμασία. Μετά τη Θεία Κοινωνία τι αισθανόμαστε; Βαθιά ειρήνη στην ψυχή μας, χαρά πνευματική. Είναι και αυτό μια εμπειρία και επίσκεψι του Θεού, της θείας χάριτος.
Άλλες φορές πάλι, κατά την διάρκεια της προσευχής μας ή της θείας λατρείας, ή της θείας λειτουργίας, αισθανόμαστε μια χαρά που δεν λέγεται, είναι ανεκλάλητη. Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά επίσκεψις της θείας χάριτος και εμπειρία του Θεού.
Υπάρχουν όμως πέρα από αυτές και άλλες ανώτερες εμπειρίες του Θεού. Η ανώτερη εμπειρία του Θεού είναι η θέα του άκτιστου φωτός. Να δη δηλαδή ο άνθρωπος το φως εκείνο που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο όρος της Μεταμόρφωσης. Είδαν τον Χριστό να λάμπη όλος σαν τον ήλιο με ένα ουράνιο και θείο φως, που δεν ήταν υλικό, κτιστό δηλαδή φως όπως ο ήλιος και τα άλλα κτιστά φώτα. Ήταν άκτιστο φως, δηλαδή φως του Θεού, φως της Αγίας Τριάδος. Αυτοί που καθαρίζονται τελείως από τα πάθη και από τις αμαρτίες και προσεύχονται με αληθινή και καθαρή προσευχή, αξιώνονται να έχουν αυτήν τη μεγάλη εμπειρία, να δουν δηλαδή το φως του Θεού από αυτή τη ζωή. Αυτό το φως είναι που θα λάμπη και στην αιώνια ζωή. Το φωτοστέφανο που βλέπουμε γύρω από τα πρόσωπα των αγίων μας στια άγιες εικόνες, είναι το φως της αγίας Τριάδας που τους είχε φωτίσει και τους είχε αγιάσει.
Ο Θεός για μας τους Ορθόδοξους δεν είναι μια ιδέα, αλλά τρία πρόσωπα. Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο Ιησούς Χριστός είναι πρόσωπο. Άρα μπορούμε να έχουμε προσωπική εμπειρία και κοινωνία με το Θεό. Ο Θεός για μας τους ορθοδόξους δεν είναι κάτι που το σκεφτόμαστε, αλλά είναι ο προσωπικός Θεός που τον ζούμε, που κοινωνούμε μαζί του, που τον δεχόμαστε μέσα μας και γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι μαζί του. Αυτή είναι και η διαφορά μεταξύ του Δυτικού  μοναχού Βαρλαάμ και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά τον 14ο αιώνα. Οι Δυτικοί ουμανιστές και φιλόσοφοι που τους εκπροσωπούσε ο Βαρλαάμ, αρνιόντουσαν ότι μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήση εμπειρία του Θεού. Γιατί είχαν μια λογική και διανοητική προσέγγισι του Θεού. Οι ταπεινοί όμως μοναχοί με εκπρόσωπο τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, έστω και αγράμματοι μπορούσαν να βλέπουν τη δόξα του Θεού, το άκτιστο φως, να έχουν εμπειρία του Θεού, αρκεί να ήταν καθαροί στην καρδιά και να έχουν καρδιακή προσευχή. Ο Άγιος Γρηγόριος μιλούσε εκ πείρας. Διευκρίνησε ότι η εμπειρία του Θεού είναι δυνατή, γιατί στο Θεό διακρίνουμε ουσία και ενέργεια. Η Δύση αγνοεί τη διάκρισι αυτή, ουσία και ενέργεια του Θεού, γι’ αυτό και δεν μπορεί μέχρι σήμερα να καταλάβη ποια είναι η γνήσια εμπειρία του Θεού. Αυτό που λέμε θεία χάρι αδελφοί μου είναι ενέργεια Θεού. Και αυτή η Θεία χάρι είναι που μας ενώνει με τον Θεό και μας θεώνει. Και επειδή αγνοούσαν τη δυνατότητα της αληθινής εμπειρίας του Θεού, δημιούργησαν τη συναισθηματική προσέγγισι του Θεού. Τα δύο δηλαδή άκρα είναι ορθολογισμός από τη μια και συναισθηματισμός από την άλλη. Και έτσι έγινε εκείνο το γνωστό κίνημα στη Δύσι που λέγεται πιετισμός ευσεβισμός, που βασίζεται στη συναισθηματική προσέγγισι του Θεού. Η Ορθόδοξη εκκλησία όμως ποτέ δεν δέχτηκε τους δύο αυτούς τρόπους της προσέγγισης του Θεού. Σε μας τους ορθόδοξους, η προσέγγισι του Θεού είναι προσέγγισι του όλου ανθρώπου, όταν ο άνθρωπος ταπεινωθή ενώπιον του Θεού, όταν καθαρισθή από τα πάθη του και όταν η χάρι του Θεού έρθη και κατοικήσει μέσα του.
Άγιος Συμεών ο Θεολόγος των εμπειριών.
Το να αξιωθή κανείς να δε το άκτιστο φως είναι μια ανώτατη εμπειρία του Θεού, όπως μας την περιγράφει ο Άγιος Συμεών, που δεν δίνεται σε όλους αλλά σε ελάχιστους, σε όσους έχουν προχωρήσει στην πνευματική ζωή. Υπάρχουν όμως και σήμερα χριστιανοί άγιοι που αξιώνονται να έχουν υψηλές εμπειρίες του Θεού. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι ο καθένας που βλέπει ένα φως, δεν σημαίνει ότι βλέπει το άκτιστο φως. Ο διάβολος πλανάει τους ανθρώπους και τους δείχνει άλλα φώτα (φωτισμένες) δαιμονικά φώτα, για να νομίσουν πως είναι το άκτιστο φως, ενώ δεν είναι. Γι’ αυτό ο κάθε χριστιανός που βλέπει κάτι ή που ακούει με φωνή, ή που έχει εμπειρίες δεν πρέπει να την δέχεται σαν από το Θεό, γιατί μπορεί να πλανηθή. Αλλά πρέπει να την εξομολογηθή στον πνευματικό του και αυτός θα του πει αν είναι εκ του Θεού ή είναι της πλάνης και των δαιμόνων. Χρειάζεται πολύ προσοχή λοιπόν στο θέμα αυτό.
Θα εξετάσουμε στη συνέχεια ποιες θα πρέπει να είναι οι προϋποθέσεις ώστε οι διάφορες εμπειρίες που έχουμε να είναι γνήσιες και όχι νόθες.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι θα είμαστε άνθρωποι μετανοίας. Εάν δεν μετανοούμε για τις αμαρτίες μας και δεν καθαριζόμαστε από τα πάθη μας, δεν μπορούμε να δούμε το Θεό: «Μακάριοι οι καθαροί………όψονται». Όσο περισσότερο ο άνθρωπος καθαρίζεται από τα πάθη μετανοεί, επιστρέφει στο Θεό τόσο καλύτερα μπορεί να αισθάνεται και να βλέπη τη δόξα του Θεού. Το να επιδιώκουμε να λάβουμε εμπειρίες Θεού με τεχνητούς τρόπους και μεθόδους όπως γίνεται στις αιρέσεις, στους ινδουιστές, στα γιόγκα είναι λάθος. Οι εμπειρίες αυτές δεν είναι από τον Θεό, είναι εμπειρίες που προκαλούνται με ψυχολογικούς τρόπους. Οι άγιοι Πατέρες μας έλεγαν «Δώσε αίμα και λάβε πνεύμα». Αν δηλαδή δεν δώσουμε το αίμα της καρδιάς μας, με την μετάνοια, την προσευχή, τη νηστεία και γενικά την άσκησι, δεν μπορούμε να λάβουμε γνήσια εμπειρία της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Δεν μπορούμε δηλαδή ανέξοδα και ακοπίαστα να λάβουμε τη χάρι του Θεού.
Τηλεόραση και εμπειρία……..

Οι άνθρωποι που διψάνε για εμπειρία του Θεού δεν γνωρίζουν δυστυχώς ότι μόνο στην εκκλησία μας υπάρχει η δυνατότητα της αληθινής εμπειρίας του Θεού. Αγνοούν ότι η εκκλησία μας έχει τον αληθινό μυστικισμό, γι΄ αυτό καταφεύγουν σήμερα στις ανατολικές μυστικιστικές αιρέσεις όπου καλλιεργείται ο διαλογισμός, ο εσωτερικισμός, ο αποκρυφισμός. Όλες όμως αυτές οι αιρέσεις είναι υποκατάστατα της αληθινής και γνήσιας εμπειρίας που υπάρχει μόνο στην Αγία μας εκκλησία (Τυπικότητα). Γιατί όλοι αυτοί οι τρόποι με τους οποίους προσπαθούν οι αιρετικοί να πλησιάσουν το Θεό είναι ανθρωποκεντρικοί τρόποι πλησιάσματος του Θεού. Προσπαθεί δηλαδή ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις να πλησιάση το Θεό. Ο διαλογισμός (γιόγκι) δεν είναι συνομιλία με το Θεό, είναι συνομιλία του ανθρώπου με τον εαυτό του. Γι’ αυτό και δεν βγάζει τον άνθρωπο από τον εγωισμό του και δεν τον ανοίγει στον Θεό. Δεν τον οδηγεί στην αληθινή ταπείνωσι. Του στερεί τον αληθινό Θεό και άρα κάνει εύκολη την είσοδο των διαβολικών δυνάμεων στον άνθρωπο. Κάποτε συνομιλούσε ένας χριστιανός με έναν οπαδό των ανατολικών θρησκειών. Ρωτούσε λοιπόν ο Χριστιανός έχετε τη νηστεία; Έχουμε απαντούσε εκείνος. Έχετε την άσκηση; Έχουμε απαντούσε εκείνος. Έχετε τούτο; Έχουμε. Έχετε το άλλο; Έχουμε. Έχετε την μετάνοια;;; τι είναι αυτό ρώτησε. Δεν είναι λοιπόν σ’ αυτούς η μετάνοια και η ταπείνωσις η βάσις, αλλά είναι η αξιοποίησις των ανθρώπινων δυνάμεων. Οι αληθινές πνευματικές εμπειρίες δίνονται σε εκείνους που από ταπείνωσι δεν ζητάνε πνευματικές εμπειρίες. Αλλά ζητάνε από το Θεό μετάνοια και σωτηρία. Σ΄ αυτούς που είναι ταπεινοί και λένε Θεέ μου εγώ δεν είμαι άξιος να έχω εμπειρίες, δεν είμαι άξιος να λάβω χαρίσματα πνευματικά. Δεν είμαι άξιος να με επισκεφθή η χάρις. Σ’ αυτούς που με υπερηφάνεια ζητάνε από το Θεό να τους δώση εμπειρίες, θα το εκμεταλλευθή ο πειρασμός και θα τους δώση πλανεμένες και διαβολικές εμπειρίες, λόγω της υπερηφάνειάς τους. Άρα λοιπόν ο δεύτερος όρος για αληθινές εμπειρίες είναι η ταπείνωσις. 
Τρίτος όρος είναι να είμαστε μέσα στην εκκλησία, όχι έξω από αυτή. Γιατί έξω από την εκκλησία ο διάβολος θα μας πλανήση, γιατί δεν θα έχουμε αληθινή ταπείνωσι. Το να είσαι μέλος της εκκλησίας σημαίνει ότι έχεις ταπείνωσι. Όταν απομονωθή το πρόβατο από την ποίμνη, θα το κατασπαράξη ο λύκος. Μέσα στην ποίμνη είναι η ασφάλεια. Ο Χριστιανός μέσα στην εκκλησία είναι ασφαλής. Άμα βγει από την εκκλησία είναι εκτεθειμένος στις πλάνες τις δικές του, των άλλων ανθρώπων και των δαιμόνων. Έχουμε παράδειγμα πολλών ανθρώπων που επειδή δεν έκαναν υπακοή στην εκκλησία και στον πνευματικό τους έπεσαν σε μεγάλες πλάνες. Και νόμιζαν ότι έβλεπαν τον Θεό ή ότι τους επισκέπτονταν ο Θεός, ενώ στην πραγματικότητα οι εμπειρίες που είχαν ήταν δαιμονικές και καταστρεπτικές γι’ αυτούς.
Επίσης βοηθάει πολύ να έχουμε καθαρή και θερμή προσευχή. Η αλήθεια είναι ότι την ώρα της προσευχής ο Θεός δίνει τις περισσότερες πνευματικές εμπειρίες στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και όσοι προσεύχονται με πόθο και ζήλο, με υπομονή, λαμβάνουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος και την αίσθησι της χάριτος του Θεού. Όπως γνωρίζετε ότι η προσευχή του Ιησού το «Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με» που χαρακτηρίζεται σαν νοερή και καρδιακή και αδιάλειπτη προσευχή, όταν λέγεται με ταπείνωσι, με πόθο και επιμονή, φέρνει σιγά-σιγά στην καρδιά του ανθρώπου την αίσθησι της χάριτος του Θεού.
Ας δούμε τώρα για λίγο ποιες είναι οι ψεύτικες εμπειρίες της ΄χάριτος του Θεού. Ψευδείς εμπειρίες έχουν οι άνθρωποι που νομίζουν ότι από μόνοι τους, με τις δικές τους δυνάμεις, σε αιρέσεις, σε ομάδες, σε θρησκευτικές συναθροίσεις εκτός εκκλησίας δηλαδή, μπορούν να λάβουν τη χάρι του Αγίου Πνεύματος. Συγκεντρώνονται λοιπόν κάπου, κάποιος νέος «προφήτης» εντός εισαγωγικών κάνει τον αρχηγό και αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν ότι δέχονται την επίσκεψι της θείας χάριτος.
Βρέθηκα κάποτε λαϊκός σε μια συνάντηση Πεντηκοστιανών στην Αθήνα. Η «εκκλησία τους» ήταν μια αίθουσα. Άρχισε πρώτα ένα όργανο να παίζη κάποια μουσική με απαλούς και σιγανούς ήχους, που όσο προχωρούσε γινόταν πιο εντατική, πιο εκφραστική και έξαλλη, ώστε να προκαλή μια διέγερσι και έξαψι του ακροατηρίου. Τελείωσε η μουσική και άρχισε ο Ιεροκήρυκας. Άρχισε και αυτός απαλά και όσο προχωρούσε φώναζε δυνατότερα. Στο τέλος δημιούργησε και αυτός μια κατάστασι εξάψεως και τότε, όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν πάθει κάτι σαν ομαδική υποβολή και υστερία, άρχιζαν να φωνάζουν να σηκώνουν και να κινούν τα χέρια τους και να βγάζουν άναρθρες κραυγές. Ένιωσα τότε ότι δεν ήταν εκεί το πνεύμα του Θεού που είναι πνεύμα ειρήνης και όχι πνεύμα ταραχής και έξαψης. Το πνεύμα του Θεού δεν έρχεται με τέτοιους τεχνητούς και ψυχολογικούς τρόπους.
Κάποιος νέος δε που έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος και είχε περάσει πρώτα από την Ινδουιστική γιόγκα (500 Ινδουιστικές αιρέσεις στην Ελλάδα) μου εξήγησε τι εμπειρίες προσπαθούσαν να έχουν εκεί. Όταν ήθελαν να δουν φως π.χ. έτριβαν τα μάτια τους έτσι ώστε να βλέπουν φωτάκια. Όταν πάλι ήθελαν να ακούσουν ασυνήθιστους ήχους έκαναν κάποιες συμπιέσεις στ’ αυτιά τους ώστε να δημιουργούνται ήχοι. Παρόμοιες τέτοιες ψυχολογικές εμπειρίες που προκαλούνται τεχνητά κάποιοι αιρετικοί τις αποδίδουν στο Άγιο Πνεύμα.
Αλλά πρέπει να πούμε στις αιρετικές αυτές συνάξεις οι εμπειρίες δεν είναι μόνο ψυχολογικές, άλλοτε είναι και δαιμονικές. Ο διάβολος εκμεταλλεύεται την αναζήτησι από μερικούς ανθρώπους και τους παρουσιάζει διάφορα σημεία που δεν είναι από τον Θεό. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν πως είναι θύματα του διαβόλου. Νομίζουν ότι τα σημεία αυτά είναι ουράνια και εκ του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη τους δίνει ο διάβολος κάποια προσωπική ικανότητα όπως δίνει στα μέντιουμ. Ο Κύριος μας έχει προειδοποιήσει ‘Εγερθήσονται γαρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες και δώσουσι σημεία μεγάλα και τέρατα’, όχι απλά θα κάνουν θαύματα, αλλά μεγάλα θαύματα και τέρατα, φοβερά σημεία. Όπως και ο Αντίχριστος όταν θα έρθη δεν θα κάνη κακά πράγματα. Θα κάνη ευεργεσίες, θα θεραπεύση αρρώστους και άλλα ακόμη θαύματα για να πλανήση τους ανθρώπους ει δυνατόν και τους εκλεκτούς για να τον πιστέψουν σαν σωτήρα τους και να τον ακολουθήσουν. Γι’ αυτό χρειάζεται να προσέχουμε. Κάθε ένας που κάνει κάποια σημεία ή προφητεύει δεν είναι πάντοτε από το Θεό. Ο Απόστολος Ιωάννης μας συμβουλεύει «Αγαπητοί μη παντί πνεύματι πιστεύετε». Δεν είναι όλα τα πνεύματα από το Θεό. Μόνο όσοι έχουν κατά τον Απόστολο Παύλο το χάρισμα της διάκρισης των πνευμάτων μπορούν να διακρίνουν τα πνεύματα εάν είναι από το Θεό ή από τον διάβολο. Αυτό το χάρισμα έχουν οι πνευματικοί της εκκλησίας μας. Οι έμπειροι πνευματικοί της εκκλησίας μας. (Καθοδηγός θεραπευτής – πνευματικός, εξομολόγος). Γι΄ αυτό όταν έχουμε τέτοιο πρόβλημα πρέπει να απευθυνώμαστε στον πνευματικό μας και αυτός θα διακρίνη από πού προέρχεται η κάθε εμπειρία.
Στον βίο του αγίου Μάξιμου του καυσοκαλυβίτη που άκμασε τον 14ο αιώνα, διαβάζουμε μια πολύ ωραία συνομιλία που είχε με τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ήρθε στο Άγιο Όρος από το Σινά και ήταν δάσκαλος της νοεράς προσευχής. Ένας δηλαδή κατεξοχήν μυστικός της εκκλησίας. Έμαθε λοιπόν ότι στο άγιο Όρος υπήρχαν σεβάσμιοι πατέρες που ασκούσαν τον ορθόδοξο μυστικισμό, τη νοερά προσευχή και ζήτησε να τους γνωρίση για να συνομιλήση μαζί τους και να ωφεληθή από αυτούς. Έμαθε λοιπόν ότι υπάρχει ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης, ένας μοναχός που παρίστανε τον πλανεμένο ενώ ήταν άγιος και σοφός κατά Θεό και ασκήτευε στα δάση του Αγίου Όρους και μάλιστα στην περιοχή της Αγίας Λαύρας. Έφτιαχνε μια καλυβούλα χορτάρινη εκεί έμενε για λίγο και μετά έκαιγε την καλύβα αυτή για να μην αγαπήση την καλύβα και δεθή μαζί της και πήγαινε σε άλλο μέρος. Έφτιαχνε άλλη καλύβα, την έκαιγε και αυτή κ.ο.κ Γι΄ αυτό λέγεται Καυσοκαλυβίτης – Καυσοκαλύβια. Έμαθε λοιπόν ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, είχε πληροφορία από το Θεό, ότι ο Άγιος Μάξιμος είναι θεόπτης και ουράνιος άνθρωπος. Τον αναζητούσε λοιπόν στα δάση να τον βρει για να συνομιλήσουν. Και όταν κάποτε οι μαθητές του Αγίου Γρηγορίου βρήκαν τον Άγιο Μάξιμο και συναντήθηκαν οι δύο άγιοι, είναι πολύ ωραία η συνάντησι των δύο αγίων αντρών, ρώτησε ο Άγιος Γρηγόριος τον Άγιο Μάξιμο να του πη΄΄ει τις εμπειρίες του, τον αγώνα του, την προσευχή του και ο άγιος Μάξιμος έκανε τον πλανεμένο. «Μη μου ζητάς εμένα εγώ είμαι πλανεμένος». Ο Άγιος Γρηγόριος όμως του είπε ξέρω εγώ αν είσαι πλανεμένος. Για την αγάπη του Χριστού θα μου πεις. Τότε ο Άγιος Μάξιμος άρχισε να του εξηγή τι εμπειρίες είχε πως με θαύμα της Παναγίας απέκτησε τη νοερά προσευχή, πως είναι όταν η Θεία χάρι επισκεφθή τον άνθρωπο. Πως είναι η κατάστασι της θέωσης. Πως όταν ο άνθρωπος ενωθεί με το Θεό τότε αρπάζεται  νους του ανθρώπου από τον Θεό και ο Θεός οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου όπου θέλει, όπως είναι η γνωστή περικοπή του Αποστόλου Παύλου ότι ηρπάγη έως τον τρίτο ουρανό κ.λ.π. Τότε ο άγιος Γρηγόριος ρώτησε τον άγιο Μάξιμο να του πει ποια είναι τα σημεία της πλάνης και πότε μπορούμε να διακρίνουμε εάν οι εμπειρίες που έχουμε είναι από τον Θεό ή είναι της πλάνης. Και εκεί ο άγιος Μάξιμος είπε ότι όταν οι εμπειρίες είναι της πλάνης, τότε στην ψυχή έρχεται υπερηφάνεια, ταραχή, αγωνία, ενώ όταν είναι της χάριτος του Θεού έρχεται βαθειά ταπείνωσι, έρχεται κατάνυξι, μετάνοια, δάκρυα, μνήμη Θεού, μνήμη της κόλασης, πόθος και έρωτας για το Θεό.
Θα ήθελα τώρα να μου επιτρέψετε για λίγο να αναφερθώ και σε δύο άλλες αιρέσεις των Πεντηκοστιανών (πνευματισμού) που σαν βασικότατο επιχείρημα είναι, ότι έχουν και αυτοί εμπειρίες του Θεού, περισσότερες μάλιστα από αυτές που εμείς οι ορθόδοξοι έχουμε (της γλωσσολαλιάς, της θεραπείας ασθενειών). Οι εμπειρίες όμως αυτών των ανθρώπων δεν είναι από το Θεό. Απόδειξη ο καθένας λέει ότι θέλει (??????). Καλλιεργούν το πνεύμα της υπερηφάνειας, πιστεύοντας ότι η εκκλησία όλη επί 2000 χρόνια πλανιέται ενώ αυτοί βρήκαν την αλήθεια το 1900, γιατί τότε αρχίζουν. Ο πρώτος στην Ελλάδα πεντηκοστιανός Μιχαήλ Γκούνας διακήρυξε: Να ενωθούμε με το Θεό. Μόνο στην εκκλησία μας υπάρχει ο αληθινός και γνήσιος μυστικισμός. Οι νηπτικοί πατέρες όπως ξέρετε, οι πατέρες δηλαδή που μας διδάσκουν τον τρόπο της μυστικής μας ενώσεως με το Θεό (τα έργα τους βρίσκονται στους 5 τόμους της φιλοκαλίας) είναι οι δάσκαλοι που μας οδηγούν στον τρόπο της μυστικής ενώσεως της ψυχής μας με το Θεό.
Η νοερή καρδιακή και αδιάλειπτη προσευχή είναι αυτή που ενώνει καρδιακά τον άνθρωπο με το Θεό. Δεν το γνωρίζουν αυτό οι σημερινοί άνθρωποι. Και επειδή διψάνε για εμπειρία με το Θεό δεν αναπαύονται σε μια ορθολογιστική θρησκευτικότητα. Ζητάνε μια εμπειρία. Και έτσι καταφεύγουν σε όλες αυτές τις ποικιλώνυμες αιρέσεις που τους υπόσχονται κάποιες εμπειρίες και τους δίνουν κάποιες νόθες εμπειρίες του Θεού. Αν γνώριζαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι – ίσως όμως και να γνωρίζουν αλλά δεν έχουν την ταπείνωσι να το δεχθούν – ότι μέσα στην αγία μας εκκλησία υπάρχει ο μόνος και αληθινός τρόπος της μυστικής ενώσεως της ψυχής με το Θεό. Υπάρχει ο γνήσιος μυστικισμός και η αληθινή δυνατότητα εμπειρίας του ανθρώπου με το Θεό, θα έρχονταν στην εκκλησία μας και θα χαιρόντουσαν πολύ ζώντας την μυστική ζωή της ορθόδοξης εκκλησίας. Η εκκλησία μας δεν είναι εκκλησία τελετών και πανηγυριών, είναι εκκλησία μυστικής εν Χριστώ ζωής, που αυτή εν Χριστώ ζωή δίνει και νόημα σε όλη τη λατρευτική και λειτουργική ζωή της εκκλησίας.
Τι κρίμα που ενώ είμαστε ο μόνος λαός που έχουμε τέτοια παράδοση, τέτοια μυστική παράδοση, έχουμε τη φιλοκαλία, έχουμε τους νηπτικούς πατέρες της εκκλησίας, έχουμε τα μοναστήρια μας όπου συνεχίζεται αυτή η μυστική ζωή και παράδοσις και η νοερή και αδιάλειπτη προσευχή, εν τούτοις οι άνθρωποι καταφεύγουν στα γιόγκα, στους μαχαράσι και στους διάφορους ψευδοπροφήτες που έρχονται από την ανατολή για να δείξουν δήθεν το δρόμο του Θεού.
Κάποιος αμερικανός χριστιανός που ήρθε στη θεολογική σχολή των Αθηνών σε μεγάλη ηλικία να σπουδάση θεολογία,  έλεγε πως κατέφυγε σε ένα δάσκαλο τέτοιο στις Ινδίες για να του διδάξη το μυστικισμό. Ο γιόγκι του είπε: εσείς οι χριστιανοί έχετε την ορθοδοξία, τι έρχεστε εδώ. Έχετε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά τον οποίο εγώ έχω διαβάσει, τι έρχεστε εδώ. Και ήρθε στη θεολογική σχολή να σπουδάση τον άγιο Γρηγόριο κατά σύστασι του Ινδουιστή, να βρη αυτό που έχουμε εμείς και δυστυχώς το αγνοούμε.
Μόνο μέσα στην εκκλησία μας λοιπόν υπάρχει η χάρι του Αγίου Πνεύματος. Στην εκκλησία μας υπάρχουν άγιοι και σήμερα. Πολλών αγίων τα σώματα διατηρούνται άθικτα, μυροβλύζουν, ευωδιάζουν, θαυματουργούν. Που αλλού γίνεται αυτό; Σε ποια αίρεσι σε ποια εκκλησία βγάζουν τους ανθρώπου από τον τάφο και ευωδιάζουν; Θα έχετε ακούσει ή όσοι είχατε έρθει πέρυσι στα Ιεροσόλυμα θα θυμάστε, ότι τα οστεοφυλάκια μοναστηριού ευωδιάζουν (Σινά). Γιατί ανάμεσα στα οστά των πατέρων υπάρχουν και οστά αγίων μοναχών. Αυτά συμβαίνουν λόγω της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος (Χαριτόβλυτα λείψανα)
Ακόμη θα έχετε ακούσει ότι μόνο ο αγιασμός των ορθοδόξων διατηρείται άθικτος όσο χρόνο και να μείνει. Αυτή είναι η πίστι μας, η αληθινή και ορθόδοξη και μόνο, μέσα στην εκκλησία μας μπορούμε να έχουμε γνήσιες εμπειρίες Θεού. Γιατί να αφήσουμε αυτήν την πίστι και να ακολουθήσουμε κάποιους ευρωπαίους ή αμερικάνους νεοφανείς φωστήρες που νομίζουν ότι αυτοί έχουν την αληθινή γνώσις του Θεού;
Και αν για τους άλλους λαούς υπάρχει κάποιο ελαφρυντικό να ακολουθούν τις αιρέσεις, για μας τους ορθόδοξους Έλληνες που έχουμε τέτοια παράδοσι, τόσους αγίους, τόσα μοναστήρια, τόσα άγια λείψανα, τόσες θαυματουργικές εικόνες, τόσους μάρτυρες και πατέρες, υπάρχει ελαφρυντικό και δικαιολογία;
Τι γίνεται τώρα με το επιδιωκόμενο από αυτούς χάρισμα της γλωσσολαλιάς (ΧΟΕ). Πράγματι στην Κ.Δ αναφέρεται η γλωσσολαλιά. Οι άγιοι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής μιλούσαν τις γλώσσες των λαών που ήρθαν να προσκυνήσουν στα Ιεροσόλυμα για να τους κατηχήσουν στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή αυτό το χάρισμα δόθηκε στους Αποστόλους για έναν ειδικό λόγο. Οι άγιοι Απόστολοι όταν μιλούσαν γλώσσες δεν μιλούσαν άναρθρες κραυγές σαν δαιμονισμένοι. Μιλούσαν ξένες  γλώσσες, όχι οποιεσδήποτε γλώσσες αλλά τις γλώσσες αυτών που ήταν εκεί στα Ιεροσόλυμα και δεν ήξεραν την εβραϊκή γλώσσα για να ακούσουν τα μεγαλεία του Θεού και να πιστέψουν.
Άρα οι άναρθρες κραυγές δεν έχουν καμιά σχέσι με το χάρισμα της γλωσσολαλιάς που επικαλούνται οι αιρετικοί. Εκκλησία της πεντηκοστής είναι μόνο η ορθόδοξη εκκλησία μας. Γιατί είναι η εκκλησία της σαρκώσεως και ενανθρώπισης του Χριστού, του Σταυρικού θανάτου, της αναστάσεως και της πεντηκοστής. Όταν από όλο το έργο της θείας οικονομίας το έργο του Χριστού απομονώνουμε ένα μόνο σημείο - όπως αυτοί απομονώνουν την πεντηκοστή – το υπερτονίζουν και λανθασμένα το εξηγούν, έτσι γίνεται μονομέρεια και αίρεση. Μόνο η εκκλησία που δέχεται και βιώνει όλο το έργο του Χριστού, συμπεριλαμβανομένης και της Πεντηκοστής, είναι η αληθινή εκκλησία της Πεντηκοστής. Χωρίς σταυρό γίνεται ανάστασι; Αυτοί δεν πιστεύουν στο σταυρό. Χωρίς να αναστηθή με την νηστεία ο άνθρωπος, την προσευχή, την μετάνοια, την ταπείνωσι, την άσκηση μπορεί να δη το Θεό; Προηγείται ο Σταυρός στη ζωή του Χριστού και κάθε Χριστιανού και έπεται η ανάστασι και η Πεντηκοστή. Ενώ αυτοί θέλουν ανάστασι και πνευματικά χαρίσματα χωρίς να σταυρώσουν τον εαυτό τους με την μετάνοια, την άσκησι, την υπακοή στην εκκλησία, γι’ αυτό και είναι έξω από την εκκλησία.
Σε κάθε λειτουργία της εκκλησίας μας έχουμε Πεντηκοστή. Πως ο άρτος και ο οίνος γίνονται Σώμα και Αίμα; Δεν γίνονται με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος! Να η πεντηκοστή. Κάθε Αγια Τράπεζα της ορθόδοξης Εκκλησίας μας είναι ένα υπερώο της Πεντηκοστής. Σε κάθε βάπτισμα πεντηκοστή έχουμε. Κάθε χειροτονία διακόνου, ιερέα και μάλιστα Αρχιερέα είναι μια νέα Πεντηκοστή. Κάθε εξομολόγησι ενός χριστιανού πάλι Πεντηκοστή είναι (συγχωρείται δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Κάθε σύναξι και κάθε μυστήριο της εκκλησίας είναι συνέχεια της Πεντηκοστής γιατί τελειώνεται, ολοκληρώνεται με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό όλες σχεδόν οι πράξεις, οι προσευχές και τα μυστήρια της εκκλησίας αρχίζουν με την προσευχή «Βασιλεύ ουράνιε παράκλητε…». Ζητάμε να έρθει ο Παράκλητος, ο παρηγορητής, το Άγιο Πνεύμα. Και έρχεται όπου συνάσσεται η ορθόδοξη εκκλησία. Το αίτημα της Κυριακής προσευχής «ελθέτω η βασιλεία σου…» σημαίνει κατά τους Αγίους Πατέρες «ελθέτω η χάρις του Αγίου Πνεύματος» Η Βασιλεία του Θεού είναι η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Άρα με το «Πάτερ ημών» ζητάμε το άγιο Πνεύμα. Η προσευχή Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με και αυτή γίνεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος, γιατί όπως λέει ο Απόστολος Παύλος «ουδείς δύναται ειπείν Κύριε Ιησού, ει μη εν πνεύματι αγίω» (μόνο με τη χάρι του αγίου Πνεύματος). Έχουμε λοιπόν την ευλογία να ζούμε στην εκκλησία μας μια διαρκή Πεντηκοστή μέσα στην αγία μας εκκλησία, έχουμε τη χάρι του Θεού. Έχουμε τη δυνατότητα να οικειωθούμε αυτήν τη χάρι και να λάβουμε εμπειρία της χάρις του Θεού.
Τώρα που η αγία μας εκκλησία πολεμιέται από τον αθεϊσμό, τη σαρκολατρία, τις αιρέσεις, τώρα που υπάρχει τόση σύγχυση και τόσες πλάνες, τώρα είναι η ώρα που θα φανούν οι αληθινοί ορθόδοξοι χριστιανοί, οι αγωνιστές και ομολογητές της ορθόδοξης πίστεως μας. Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες όποιος χριστιανός κρατήσει την ορθόδοξη πίστι του στο Χριστό, θα πάρει πολύ ευλογία και χάρι από τον άγιο Θεό. Και τούτο γιατί σ΄ αυτήν την πονηρή και διεστραμμένη εποχή, δεν παρασύρθηκε από τη σύγχρονη ειδωλολατρία, από τους σύγχρονους ψευδοθεούς και ψευδοπροφήτες. Δεν έκλινε γόνα σ’ αυτούς αλλά έμεινε σταθερός και αμετακίνητος στην αγία μας ορθόδοξη πίστι. Μακάρι λοιπόν κανείς ορθόδοξος έλληνας να μην φανεί προδότης Ιούδας και αποστάτης της αγίας μας ορθόδοξης πίστεως. Αλλά και όσοι συνεργεία του πονηρού παρασύρθηκαν από άγνοια στις πλάνες και τις αιρέσεις να φωτιστούν από το Θεό να επιστρέψουν στην αγία μας ορθόδοξη πίστι. Για να έχουν αληθινή γνώση και εμπειρία του Θεού και ελπίδα σωτηρίας. Μπορεί να είμαστε αμαρτωλοί όλοι. Αλλά όταν είμαστε μέσα στην Αγία μας ορθόδοξη εκκλησία έχουμε ελπίδα σωτηρίας. Ενώ αντίθετα και «δίκαιοι» να είμαστε εκτός της εκκλησίας δεν έχουμε ελπίδα σωτηρίας. Μέσα στην εκκλησία που είμαστε θα μετανοήσουμε, θα εξομολογηθούμε θα συγχωρηθούμε και ο Θεός θα μας ελεήσει. Έξω από την εκκλησία ποιος θα μας σώση; Ποιο άγιο Πνεύμα θα συγχωρήση τις αμαρτίες μας; Και ποια εκκλησία θα πρεσβεύη για μας και τώρα που ζούμε και μετά το θάνατό μας για τις ψυχές μας.
Όποιος λοιπόν ορθόδοξος ζει και πεθαίνει εν μετανοία σαν ορθόδοξος να ξέρη ότι έχει ελπίδα σωτηρίας, ενώ όποιος βγει από την εκκλησία έστω και αν νομίση ότι έχει καλά έργα δεν έχει ελπίδα σωτηρίας.
Γι’ αυτό αδελφοί μου ας μείνουμε στην ορθόδοξη εκκλησία πιστοί και αμετακίνητοι με ένα άγιο πείσμα μέχρι τέλους. Για να έχουμε εμείς με τη χάρι του Θεού και την ευλογία της Παναγίας μας την αληθινή εμπειρία του Θεού και ελπίδα σωτηρίας.
Αγαπητοί!
Η χριστιανική ζωή είναι ζωή εμπειριών της χάριτος του Θεού. Δεν είναι απλά μια ηθική διδασκαλία που σκοπό έχει να γίνουμε καλοί άνθρωποι. Σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσουμε το άγιο πνεύμα και εκείνο όταν έρθει και σκηνώσει μέσα μας θα γεμίση τη ζωή μας από εμπειρίες θεϊκές. Θα αισθανθή η ψυχή τον Θεό κατοικούντα εν ταις καρδίες ημών και ένεκα αυτού του πράγματος θα κραυγάζη με στεναγμούς αλλαλήτους και θα λέη Αββά ο Πατήρ! Εύχομαι τούτη τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή (που είναι ιδιαιτέρως περίοδος εμπειριών) που διανύουμε, ο Θεός να δώσει πλούσια τη χάρι του σε όλους μας για να αποκτήσουμε αυτή την εμπειρική γνώσι του Θεού, μακριά από Δυτικούς συναισθηματισμούς, με τα όπλα που μας χαρίζει η περίοδος αυτή.
Αρκεί στην ψυχή μας να υπάρχει σωστός ο θείος πόθος γι’ αυτήν τη μυστική ένωσή μας με το Θεό.
Γένοιτο.