Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας

 

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: Η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας

Σε σχετικές ερωτήσεις μας, απαντούσε ότι η αμέλεια είναι η κύρια αιτία της αποτυχίας του ανθρώπου στον πνευματικό σκοπό του. Τον ρώτησα κάποτε, πώς οι Πατέρες προβάλλουν ως αφορμή την κενοδοξία;


Και απάντησε ναι και αυτή μας επιβουλεύεται, αλλά όχι όλους παρά μόνο όσους ξεγελάσει και πάλι λίγους, γιατί η κενοδοξία φθείρει τους συγκεντρωμένους θησαυρούς, ενώ η αμέλεια δεν αφήνει να τους συνάξεις. Η αμέλεια μοιάζει με ανομβρία, που δεν αφήνει να φυτρώσει τίποτε.

Η κενοδοξία βλάπτει όσους έχουν καρπό, όσους έχουν προχωρήσει, ενώ η αμέλεια ζημιώνει όλους. Εμποδίζει αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και σταματά αυτούς που προχώρησαν.

Δεν επιτρέπει την μάθηση σε αυτούς που αγνοούν και εμποδίζει την επιστροφή σε αυτούς που πλανήθηκαν. Δεν αφήνει να σηκωθούν όσοι έπεσαν και γενικά είναι όλεθρος για όσους αιχμαλωτίζονται από αυτήν.

Με πρόφαση τις φυσικές ανάγκες και τον κόπο που προέρχεται από τον αγώνα, γίνεται η απατηλή πιστευτή και ως καλός αγωγός -η ακηδία- μας μεταφέρει και μας παραδίνει στην φιλαυτία, τον γενικότερο εχθρό.

Μόνο η ανδρεία ψυχή, με βάση την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, ανατρέπει αυτήν την επιβουλή. διαφορετικά, γλυτώνει δύσκολα όποιος έχει άγνοια από αυτά τα δίχτυα.

Ταλαιπωρεί πολύ αυτούς που μένουν μόνοι και όσους αποφεύγουν την προγραμματισμένη ζωή, ενώ αδυνατεί να βλάψει τους υποτακτικούς και αυτούς που διακονούν.

Η αμέλεια, ο ακοίμητος κίνδυνος του πιστού.

Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Ψυχωφελή Βατοπαιδινά

“Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν θείων μυστηρίων πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη αὐτῆς τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν, ὅταν τά κατέγραφαν”

 


Ο Μέγας Βασίλειος διδάσκει τα περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου

Ἄρθρο τοῦ Ἐλευθερίου Κρητικοῦ, θεολόγου
ἀποκλειστικά γιά τήν https://katanixi.gr/

Ἐπιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr


Ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει τά περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου

Ἐλευθερίου Κρητικοῦ, θεολόγου

Ἡμέρες φόβου, ἡμέρες ἀνησυχίας καί ἀγωνίας, ἡμέρες δυστυχίας βιώνει ἡ ἀνθρωπότητα τοῦτο τόν καιρό. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά προφυλαχθεῖ ἀπό ἕναν ἀόρατο ἐχθρό. Ὡστόσο, σκιρτήματα χαρᾶς καί ἐλπίδας ἀντηχοῦν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στόν πλανήτη μας. Γιορτάζει ὁ οὐρανός, γιορτάζει κί ἡ γῆ. Συνεορτάζουν τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια. Ὅλα λάμπουν καί φεγγοβολοῦν μπροστά στή γενέθλιο ἡμέρα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Αὐτή ἡ μέρα, αὐτό τό γεγονός, ἄλλαξε τόν ροῦν τῆς ἱστορίας.

Ὅλοι μιλοῦν γι’ αὐτό τό θεῖο γεγονός καί τά πάντα στρέφονται γύρω ἀπ’ αὐτό. Ἄλλοι στέκονται ταπεινά καί δέχονται τό χαρμόσυνο ἄγγελμα καί ἄλλοι πάλι στέκονται ὑπερήφανα καί ἀλαζονικά ἐκτοξεύοντας τά βέλη τους σ’ αὐτό τό θεῖο βρέφος. Ὅμως μπροστά στό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, στά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά στέκεσαι μετά φόβου καί τρόμου, ἀλλά συνάμα καί ἀγάπης καί θείου ἔρωτος, μέ ἱερό δέος. Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν θείων μυστηρίων πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη αὐτῆς τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν, ὅταν τά κατέγραφαν.

Ἀναλόγως στάθηκε καί ἕνας μεγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Βασίλειος Καισαρείας. Καί πράγματι πῶς νά μήν χαρακτηρισθεῖ «μέγας»; Ἡ προσωπικότητα του, ἡ δράση του στά ἐκκλησιαστικά δρώμενα καί ἡ θεολογική του συμβολή δικαιολογοῦν πλήρως τήν ἀπόδοση τῆς προσηγορίας αὐτῆς. Ὁ Βασίλειος ἀνέβλυσε ποταμούς εὐσεβῶν δογμάτων στήν οἰκουμένη, ποτίζοντας τόν πιστό λαό τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τή χάρη τῶν θεϊκῶν του λόγων καί τό ὕψος τῶν μυστηριακῶν δογμάτων ἀναβιβάζει τούς πιστούς. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἐπιλέγουμε ὀλίγα ἀπό τή διδασκαλία του, προκειμένου νά μυσταγωγηθοῦμε στό ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφον μυστήριον.

  1. Ἡ πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου.

Τό γεγονός τῆς πτώσεως δέ ματαίωσε ὁριστικῶς τήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλά μόνον προσωρινῶς ἀνέκοψε τήν πορεία πρός τή θέωση. Ἔπρεπε τό κτιστό νά ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο, γιά νά ἀνορθωθεῖ ἀπό τή φθορά, τήν ὁποία εἶχε ἐγγενῆ ἐκ τῆς κτιστῆς φύσεως του. Ἡ «ἀλλοτριωθεῖσα Θεοῦ» καί «ἡ ἐκπεσοῦσα τοῦ παραδείσου» ἀνθρωπότητα ἔπρεπε διά τῆς πρός Θεόν οἰκειώσεώς της «εἰς οὐρανούς ἀναχθῆναι»1.

Τό μέγα μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας προϋπάρχει αὐτῆς τῆς δημιουργίας καί βρίσκεται ἀϊδίως στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι «ὁ ἐπιτήδειος πρός τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου καιρός» ὑπῆρξε «πάλαι προωρισμένος καί προδιατεταγμένος πρό καταβολῆς κόσμου»2 . «Σεσιγημένον ἀπό τῶν αἰώνων», τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, ἐφανερώθη «καιροῖς ἰδίοις, ὅτε ὁ Κύριος, πάντα διεξελθών τά εἰς ἐπιμέλειαν ἥκοντα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἐπί πᾶσι τήν οἰκείαν ἐχαρίσατο ἡμῖν ἐπιδημίαν»3 . Ὁ ἴδιος, λοιπόν, ὁ Θεός, ἀφοῦ μετά τήν πτώση καί μέχρι τῆς ἐνανθρωπήσεως προετοίμασε ποικιλοτρόπως τό ἀνθρώπινο γένος, ἐπεδήμησε καί ἐπεσκέψατο τούς ἀνθρώπους.

Τό «ἐργαστήριον» τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας εἶναι «Παρθένου ἁγίας σῶμα» καί καθώς ἡ κατ’ ἄνθρωπον σύλληψη καί γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐξ ἄκρας συλλήψεως ἀποτελεῖ μυστικό ἔργο τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπενεργείας καί συνεργείας, οἱ ἀρχές τῆς ἐνσαρκώσεως εἶναι τό Πνεῦμα τό ἅγιον καί ἡ «ἐπισκιάζουσα» δύναμη τοῦ Ὑψίστου. Ἡ Παρθένος Μαρία κριθεῖσα ὡς «ἐπιτηδεία πρός τήν τῆς οἰκονομίας διακονίαν» ὑπῆρξε ἡ χορηγός τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, λόγῳ τῆς καθαρότητός της4.

Τό γεγονός τῆς στάσεως τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐπέχει βασική θέση στή διδασκαλία τοῦ θείου Πατρός. Κατά τά ἀνθρώπινα μέτρα τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτο καί ὑπέρλογο. «Τά προσυφαινόμενα τῇ πίστει δόγματα περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως» εἶναι «βαθύτερα τῆς ἡμετέρας καταλήψεως»5. Ὁ ἀντινομικός χαρακτῆρας τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας πρέπει νά νοεῖται «θεοπρεπῶς»6, διότι εἶναι ἀσύλληπτος ἡ ἕνωση τοῦ κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο καί ἀπόκρυφος καί ἀφανέρωτος ὁ ἀκριβής τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἔγινε. «Νόει μοι θεοπρεπῶς τὴν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου. Ἄχραντόν μοι νόει καὶ ἀῤῥύπωτον τὴν θεότητα· κἂν ἐν ὑλικῇ φύσει γένηται»7.

Ἡ ὑπέρβαση τῶν φυσικῶν νόμων καί ὁ ἀντινομικός χαρακτῆρας τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ δηλώνεται ἀπό τό ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί «οὔτε τροπήν ὑπέμεινε». Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο οὐδείς τόπος δύναται νά περιχωρήσει ἦταν συνάμα ὁλόκληρος καί στόν οὐρανό καί στήν γῆ, ἑνωμένος μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση. «Ἡ γῆ ἐν τοῖς ἰδίοις κόλποις τόν οὐράνιον ὑπεδέχετο» καί ὁ οὐρανός ἦταν πεπληρωμένος τῆς τοῦ Υἱοῦ παρουσίας, ἀφοῦ «οὔτε ὁ οὐρανός ἔρημος ἦν τοῦ συνέχοντος». Ἑπομένως αὐτό φανερώνει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου δέν ἀποτελεῖ μετάβαση τοπική «ἐκ τόπου εἰς τόπον», ἀλλά συγκατάβαση θεϊκή8.

Ἡ ἐνανθρώπηση ἔπρεπε νά εἶναι πραγματική καί ὄχι φαινομενική. Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει τήν πραγματικότητα τοῦ προσληφέντος ἀνθρωπίνου σώματος ὑπό τοῦ Κυρίου. Εἶναι τό σῶμα «τό βασιλευόμενον ὑπό τοῦ θανάτου», τό σῶμα τό ὁποῖο ἔχει τήν ἴδια ὑφή μέ αὐτό κάθε ἀνθρώπου καί ἑπομένως ἀναιρεῖται ἡ ὑπό τοῦ Ἀπολιναρίου καί Οὐαλεντίνου ὑποστηριζομένη κακοδοξία τῆς δοκήσεως, ἡ ὁποία θέλει ὁ Κύριος νά ἦλθε ἔχοντας «οὐράνιον σῶμα» καί λαβόντα «μορφήν δούλου» καί ὄχι αὐτόν τόν δοῦλο9. Μέ τήν ἐνσάρκωση οἱ δύο φύσεις ἑνώθηκαν στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως καθώς ἡ θεία φύση δέν μετεβλήθηκε σέ άνθρωπίνη, οὔτε ἡ ἀνθρωπίνη σέ θεία, «ἄτρεπτον γάρ τό ἀθάνατον»10.

Στή χριστολογία τοῦ ἱεροῦ Πατρός γίνεται διάκριση μεταξύ ἀδιαβλήτων καί διαβλητῶν παθῶν ἤ παθῶν «σαρκός ἐμψύχου» καί παθῶν «ψυχῆς σώματι κεχρημένης». Τά «φυσικά πάθη», τά ὁποῖα εἶναι οἱ φυσικές ἀναγκαιότητες πού εἶχε τό ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, φανερώνουν τήν ἀληθινή καί ὄχι κατά φαντασία ἐνανθρώπηση. Ἀντιθέτως τά πάθη, τά προερχόμενα «ἐκ προαιρέσεως μοχθηρᾶς», δέν ὑπῆρχαν στόν θεάνθρωπο. Ἑπομένως, «σάρκα μέν τήν ἡμετέραν ἀνέλαβε μετά τῶν φυσικῶν αὐτῆς παθῶν, ἁμαρτίαν δέ οὐκ ἐποίησε»11.

  1. Οἱ συνέπειες τῆς προσλήψεως.

Ἡ ἀνθρωπότητα ἀδυνατοῦσε μόνη της νά ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπό τήν κυριαρχοῦσα ἁμαρτία, τήν πάντοτε καιροφυλακτοῦσα ἀνυπαρξία καί τήν ὑπονόμευση τῆς κτιστῆς πραγματικότητος. Μοναδικός τρόπος ὑπέρβασης αὐτοῦ τοῦ κινδύνου καί λυτρώσεως τοῦ κόσμου ἦταν ἡ θεία παρέμβαση. Δέν μποροῦσε ὁ ἀδελφός νά λυτρώσει τόν ἀδελφό του, γιατί κανείς ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατός νά πείσει τόν διάβολο νά ἀφήσει ἀπό τήν ἐξουσία του τόν «ἅπαξ αὐτῷ ὑποπεσόντα», ἀφοῦ οὔτε γιά τά ἰδικά του ἁμαρτήματα δέν μπορεῖ νά δώσει ἐξίλασμα στό Θεό. Ἡ σωτηρία καί λύτρωση παρουσιάζεται ὡς ἀπελευθέρωση διά τῆς καταβολῆς λύτρων, πού στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τό ἐξιλαστήριο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἐλευθερία ἀφαιρέθηκε ἐξαιτίας τῆς νίκης τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος «ὑποχειρίους ὑμᾶς λαβών»12.

Ὁ καρπός τῆς ἐνανθρωπήσεως συνοψίζεται ὑπό τοῦ ἁγίου Βασιλείου ὡς ἑξῆς· «Ἡ τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν περί τοῦ ἀνθρώπου οἰκονομία ἀνάκλησίς ἐστιν ἀπό τῆς ἐκπτώσεως καί ἐπάνοδος εἰς οἰκείωσιν Θεοῦ ἀπό τῆς διά τήν παρακοήν γενομένης ἀλλοτριώσεως. Διά τοῦτο ἡ μετά σαρκός ἐπιδημία Χριστοῦ, αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις, τά πάθη, ὁ σταυρός, ἡ ταφή, ἡ ἀνάστασις· ὥστε τόν σωζόμενον ἄνθρωπον διά μιμήσεως Χριστοῦ τήν ἀρχαίαν ἐκείνην ὑιοθεσίαν ἀπολαβεῖν»13. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, μέ ὅλα τά συμπεριλαμβανόμενα καί συνακόλουθα θεία γεγονότα, τό πάθος, τό σταυρό, τήν ταφή καί τήν ἀνάσταση, τά συναπαρτίζοντα τή θεία οἰκονομία, εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἀνάκλιση ἀπό τήν ἔκπτωση καί τό θάνατο σέ νέα ζωοποίηση καί κοινωνία μέ τό Θεό.

Ἐπιπροσθέτως, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τυραννία τοῦ θανάτου. Τό γεγονός τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπό τοῦ Υἱοῦ σημαίνει θεραπεία τῆς ἐκπεσούσης ἀνθρωπότητος. Ἐάν ἦταν ἄλλης φύσεως τό σῶμα τό προσληφθέν ὑπό τοῦ Κυρίου ἀπό αὐτό τό σῶμα, πού ὁ κάθε ἄνθρωπος φέρει, τότε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ κατάργηση τῆς ἐνεργείας τοῦ θανάτου θά ἦταν ἀνεπίτευκτος καί ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου δέ θά εἶχε ἀνατραπεῖ. «Εἰ γάρ ἄλλο μέν ἦν τό βασιλευόμενον ὑπό τοῦ θανάτου, ἄλλο δέ τό παρά τοῦ Κυρίου προσληφθέν, οὐκ ἄν μέν ἐπαύσατο τά ἑαυτοῦ ἐνεργῶν ὁ θάνατος· οὐκ ἄν δέ ἡμέτερον κέρδος ἐγένετο τῆς σαρκός τῆς θεοφόρου τά πάθη»14.

Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔκανε τή σωτηρία ἐφικτή στούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός «ἐξ οὐρανοῦ» καταβάς «πρός τήν ἐσχάτην ταπεινότητα» «διεξῆλθε πάντα τά ἀπό γενέσεως εἰς τέλος»15. Προσέλαβε τόν ὅλο ἄνθρωπο καί συγκεκριμένα ὁλόκληρη τήν ἐν ἀτόμῳ θεωρουμένην ἀνθρωπίνη φύση. Αὐτό ἀκριβῶς συνιστᾶ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἄνθρωποι «ἀλλοτριωθέντες Θεοῦ διά τῆς ἁμαρτίας» μέ τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καί τό αἷμα τοῦ Σωτῆρος «εἰς τήν οἰκειότητα ἀνεκλήθημεν»16, δηλαδή στήν αὐθεντική, ἀληθινή καί ἐν Θεῷ ζωή.

  1. Ἐπίλογος.

Ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζει τόν Χριστό μέ ὀνόματα παρμένα ἐκ τῆς ἁγιογραφικῆς καί ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως. Τόν ὀνομάζει: θύρα, ποιμένα, βασιλέα, νυμφίο, ἄρτο, φῶς, ἀνάσταση, διδάσκαλο, πηγή, ἰατρό. Ἀνέλαβε τήν ἀσθένειά μας, βάστασε τίς νόσους μας, τραυματίσθηκε ὑπέρ ἡμῶν, γιά νά θεραπευθοῦμε, ἔγινε γιά χάρη μας κατάρα, γιά νά μᾶς ἐξαγοράσει ἀπό τήν κατάρα, τῆς «θεότητος ἀξίωμα ἐχαρίσατο»17.

Παρά τήν ἀνταρσία τοῦ κτίσματος ἐναντίον τοῦ Κτίστου του καί τῆς διασπάσεως τῆς μεταξύ τους σχέσεως ὁ φιλάνθρωπος Θεός ἐξευρίσκει τρόπο διά τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καί ἐπαναγάγει τό πλάσμα του στήν ἀρχαία μακαριότητα.

Ἄς ἀκούσουμε κί ἐμεῖς τήν προτρεπτική τοῦ Βασιλείου φωνή. Προτρέπει τόν κάθε ἄνθρωπο νά ἀναγνωρίσει καί νά ἀνταποκριθεῖ θετικῶς ἔναντι τῆς θείας συγκαταβάσεως καί δωρεᾶς· «Εἰ μή τῆς πρώτης σεαυτοῦ γενέσεως μέμνησαι, ἐκ τῆς καταβληθείσης ὑπέρ σοῦ τιμῆς λάβε τοῦ ἀξιώματος ἕννοιαν· ἀπόβλεψόν σου πρός τό ἀντάλλαγμα, καί γνῶθι σεαυτοῦ τήν ἀξίαν. Τῷ πολυτιμήτῳ αἵματι τοῦ Χριστοῦ ἠγοράσθης· μή γίνου δοῦλος τῆς ἁμαρτίας»18.

  • 1. Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1464Α.
  • 2. Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1464Β.
  • 3. Ἐπιστολή σξα’, PG 32, 968C-969A.
  • 4. Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1464A
  • 5. Ἐπιστολή σνη΄, Ἐπιφανίῳ ἐπισκόπῳ, PG 32, 950C.
  • 6. Περί πίστεως, PG 31, 468C: «Οὐ γάρ ἡ πρός τό σόν ἀσθενές συγκατάβασις ἐλάττωσις ὀφείλει γίνεσθαι τῆς ἀξίας τοῦ δυνατοῦ, ἀλλά τήν μέν φύσιν νόει θεοπρεπῶς, τά δέ ταπεινότερα τῶν ρημάτων δέχου οἰκονομικῶς».
  • 7. Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1473ΑΒ.
  • 8. Ὅ. π., PG 31, 1460C.
  • 9. Ἐπιστολή σξα΄, Τοῖς ἐν Σῳζοπόλει, PG 32, 970BC.
  • 10. Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1461Α.
  • 11. Ἐπιστολή σξα΄, Τοῖς ἐν Σῳζοπόλει, PG 32, 972Β.
  • 12. Εἰς τόν ΜΗ΄ Ψαλμόν, PG 29, 437C.
  • 13. Περί Ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 128C.
  • 14. Ἐπιστολή σξα΄, Τοῖς ἐν Σῳζοπόλει, PG 32, 969Β καί Εἰς τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1461B: «ὁ ἐνδυναστεύων τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει θάνατος τῇ παρουσίᾳ τῆς θεότητος ἠφανίσθη».
  • 15. Περί ταπεινοφροσύνης, PG 31, 536B – 537A.
  • 16. Περί εὐχαριστίας, PG 31, 224A.
  • 17. Ὄροι κατὰ πλάτος, PG 31, 916A.
  • 18. Εἰς τὸν ΜΗ΄ ψαλμόν, PG 29, 452Β.