|
ΙΜ Ευαγγελίστριας Σκιάθος |
Toυ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Δημοσιεύουμε απο το : http://www.parembasis.gr την
ομιλία του Σεβασμιωτάτου στο Συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη που
διοργάνωσε ο Δήμος Ναυπάκτου, η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών και το
1ο Λύκειο Ναυπάκτου την 1η Ιουνίου 2002 στην Παπαχαραλάμπειο αίθουσα.
Τό
θέμα το οποίο πρόκειται να εισηγηθώ είναι πολύ μεγάλο και έχει πολλές
προεκτάσεις, ήτοι θεολογικές, κοινωνικές και λογοτεχνικές, αφού άλλωστε
μέσα από τα κείμενα των λογοτεχνών μας περνούν όλοι οι καϋμοί, τα
οράματα και τα βιώματα του λαού μας. Ωστόσο όμως θα επιδιώξω να
παρουσιάσω, με συντομία, μερικές από τις κρίσιμες απόψεις του θέματος
και κυρίως θα εντοπίσω το θέμα Ορθοδοξίας και Πουριτανισμού σε δύο
έργα, στο έργο του Παπαδιαμάντη "εξοχική λαμπρή" και στο έργο του
Καζαντζάκη "ο Χριστός ξανασταυρώνεται". Καί πάλι τονίζω ότι δεν θα
εξετάσω όλες τις πλευρές που θα μπορούσα να κάνω, αλλά μερικά από όσα
νομίζω ότι είναι εκθέσιμα.
1. Ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος
Πρίν
προχωρήσω όμως στην καθ'; εαυτό ανάπτυξη του θέματός μου, θα ήθελα να
δούμε για λίγο τον "χώρο" στον οποίο μεγάλωσε ο Παπαδιαμάντης και
βέβαια και τον τρόπο ζωής που κληρονόμησε ο Καζαντζάκης.
Ο
Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σε μιά περίοδο πολύ κρίσιμη για τον ελληνισμό,
ήτοι το 1851, και βέβαια μεγάλωσε σε μιά εποχή κατά την οποία γινόταν
επίσημες διεργασίες για τον πολιτιστικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδος, που
ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό, και αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός
ταυτόχρονα είναι και προδοσία έναντι όλου του πολιτιστικού πλούτου του
Γένους.
Τελευταία
διάβασα δύο καταπληκτικά κείμενα, ήτοι το βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα με
τίτλο "το "Πρότυπο Βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα (1820-1880)", που είναι
από τα εγκυρότερα επιστημονικά βιβλία πάνω στο θέμα αυτό, και ένα
κείμενο της Ευθυμίας Μαυρομιχάλη με τίτλο "οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι
και οι στόχοι τους (1880-1910)". Καί τα δύο αυτά κείμενα, χωρίς να
αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη, παρουσιάζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία
έζησε και μεγάλωσε, αλλά και κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και
νομίζω δείχνουν την μεγαλωσύνη αυτού του ανθρώπου.
Η
Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της διεξοδικά εκθέτει το γεγονός ότι μετά την
Επανάσταση του 1821 παρατηρείται στον ελληνικό χώρο μιά προσπάθεια
απογαλακτισμού της Ελλάδος από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και προσάρτησή
της στην Ευρώπη. Οπότε με όλες τις διεργασίες που έγιναν προσπάθησαν οι
Ευρωπαίοι να αναπτύξουν μιά καινούρια ιδεολογία και μιά νέα συνείδηση
στούς Έλληνες πολίτες του Ελληνικού Κράτους. Η διεξοδική ανάπτυξη της
διαφοράς μεταξύ των Ελλήνων και των Ελλαδιτών, η προσπάθεια ορισμού των
συνόρων του νέου Κράτους, οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και των
ετεροχθόνων και η τελική νίκη των αυτοχθόνων, η διάκριση μεταξύ "των
μέσα και έξω Ελλήνων" και η διαφορά μεταξύ Επτανησίων και Φαναριωτών
δείχνει την διπολικότητα των κατοίκων που ζούσαν στο Ελληνικό Βασίλειο.
Παρατηρείται μιά προσπάθεια να αποκτήσουν οι Έλληνες ευρωπαϊκή
ταυτότητα μέσα από την γλώσσα, την θρησκεία και την Παιδεία, που ήταν
έντονη. Μέ πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ένα "πρότυπο Βασίλειο", το
ελληνικό Κράτος, το οποίο ταυτιζόταν με το εθνικό Κράτος, και το οποίο
"άρχιζε στην ουσία από το σημείο μηδέν". Τό κενό που άφηνε η
απομάκρυνση του Τούρκου κατακτητή έπρεπε να καλυφθή. "Επείγε η ανάγκη
της αυτοτελούς πλέον επεξεργασίας μιάς νέας συνείδησης, στο νέο πλαίσιο
αναφοράς που ήταν το εθνικό κράτος". Μάλιστα ο Σπυρίδων Τρικούπης ως
εξής καταγράφει το διπλό χαρακτηρισμό της Επανάστασης του 1821:
"επανάστασις και αποστασία". Καί βέβαια "η κατεύθυνση την οποία
ακολούθησε το Βασίλειο ήταν δεδομένη: εξομοίωση με την Ευρώπη" και
μάλιστα την Ευρώπη του διαφωτισμού, που σαφώς απομακρυνόταν από τον
ορθόδοξο φωτισμό.
Ενώ
υπάρχει αυτός ο πολιτικός και πολιτιστικός σχεδιασμός εν τούτοις
ταυτοχρόνως εκφραζόταν και η μεγάλη ιδέα του Γένους, το οποίο ζούσε με
τις παραδόσεις της Ρωμηοσύνης που αποστρεφόταν τα ιδεολογικά και τα
θρησκευτικά ρεύματα της Δύσεως και είχε αναφορά στην Κωνσταντινούπολη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι "το 1834 ο Κωλέττης προτείνει να μήν αποκτήσει
η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα, αφού η πραγματική πρωτεύουσα του
ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη. Στόν πρώτο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, το 1836, κυριαρχεί το σύνθημα: "στην Πόλη"".
Η
Ευθυμία Μαυρομιχάλη στο κείμενό της με τίτλο "Οι Καλλιτεχνικοί
Σύλλογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)" εκθέτει την κινητικότητα που
παρατηρείται στον χώρο της Ελλάδος μετά το 1870, η οποία κινητικότητα
χαρακτηρίζεται ως "συλλογομανία". Κατ'; αρχάς ιδρύεται ο καλλιτεχνικός
Σύλλογος με την επωνυμία "Σύλλογος των ωραίων τεχνών" και στην συνέχεια
"εμφανίζονται τρείς διαφορετικές συσσωματώσεις φιλοτέχνων με το όνομα
"Εταιρεία των Φιλότεχνων"". Έπειτα εμφανίζεται και ένας σύλλογος με την
επωνυμία "Ένωση Καλλιτεχνών" που τα μέλη του είναι κατ'; εξοχήν
καλλιτέχνες.
Τό
σημαντικό είναι ότι μέλη των συλλόγων αυτών είναι επίλεκτα μέλη της
αθηναϊκής κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι
χαρακτηρίζουν το έργο των συλλόγων αυτών ως "εθνοφελές". Είναι
παρατηρημένο ότι αυτή η μεγάλη άνθιση της νεώτερης τέχνης και της
μεταδόσεώς της με εκθέσεις, διά των συλλόγων και των ενώσεων αυτών
εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια προσδιορισμού της νέας ιδεολογίας του
αρτιγέννητου ελληνικού Κράτους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως
ζωγράφοι και γλύπτες, έχουν σπουδάσει στην Ευρώπη και μεταφέρουν με την
τέχνη τους το νέο αυτό πνεύμα διαμορφώνοντας την καινούρια αυτή
συνείδηση.
Ο
Παπαδιαμάντης, παρά την έντονη αυτή κινητικότητα που παρατηρείται στον
ελληνικό χώρο την εποχή εκείνη που γεννήθηκε και εργάσθηκε, παρά την
νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητής ταπεινός της
παραδόσεως που γνώρισε στην Σκιάθο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες και το
Άγιον Όρος και αυτήν την παράδοση εκφράζει. Παραμένει σταθερά
προσηλωμένος και αντίθετος με την νέα αυτήν νοοτροπία που επικρατεί
στην Ελλάδα. Όμως τον δικαίωσε η ιστορία, γιατί απέδειξε ότι η Παράδοση
την οποία εκπροσωπούσε είχε διαχρονική αξία, ενώ η νέα Ευρωπαϊκή
Παράδοση, που διαπνεόταν από τις αρχές του διαφωτισμού και του
ρομαντισμού ήταν εκφράσεις ενός μέρους του χρόνου της ιστορίας. Τήν
μεγαλωσύνη του Παπαδιαμάντη την βλέπω σε αυτήν την αντίστασή του προς
την νέα εθνική συνείδηση που εκαλλιεργείτο και επιβαλλόταν την εποχή
του.
Ο
Καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος στο βιβλίο του "Βυζάντιο και
νεοελληνική διανόηση" αποδεικνύει ότι ο Παπαδιαμάντης, μαζί με όλους
σχεδόν τους λογοτέχνες, εκφράζουν αυθεντικά τα λαϊκά πρότυπα και
διασώζουν την ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση της χώρας, σε αντίθεση με
την νεοελληνική λογιοσύνη που εκφράζει τον ελληνικό διαφωτισμό.
Όμως
ο Καζαντζάκης, μεγάλος πεζογράφος και λογοτέχνης επηρεάσθηκε έντονα
από τα ρεύματα που επικρατούσαν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Τόν επηρέασαν
βαθύτατα τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης, του διαφωτισμού, του
ρομαντισμού και του βιταλισμού-μπερξονισμού, καθώς επίσης τον επηρέασαν
βαθύτατα και τα θρησκευτικά ρεύματα της Ευρώπης, όπως του
Προτεσταντισμού, με όλες τις αποχρώσεις του.
2. Ορθοδοξία και Πουριτανισμός
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ιστορική Εκκλησία, που αποτελεί συνέχεια του
πρώτου Χριστιανισμού, όπως τον διέσωσαν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί
Πατέρες, οι μεγάλοι Πατέρες, οι μάρτυρες και ομολογητές, οι όσιοι και
ασκητές. Γιά την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο της
αγάπης του Θεού. Ο Θεός αγαπά όλους τούς ανθρώπους, δικαίους και
αδίκους, με την διαφορά ότι οι άνθρωποι ανάλογα με την πνευματική τους
κατάσταση εκλαμβάνουν και βιώνουν την αγάπη του Θεού κατά διαφορετικό
τρόπο, είτε ως Κόλαση είτε ως Παράδεισο. Η αμαρτία εκλαμβάνεται ως
ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, και επομένως η εναθρώπηση του Υιού και
Λόγου του Θεού έγινε για να θεραπεύση τον άνθρωπο και να τον ελευθερώση
από τα συμπτώματα της αμαρτίας που είναι ο θάνατος και η φθορά. Επίσης
στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι η τελική κρίση θα γίνη κατά την
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ότι ο Θεός έδωσε την κρίση στον Χριστό
που θα την εξασκήση κατά την Δευτέρα Παρουσία. Έτσι η Εκκλησία δεν
εκλαμβάνεται ως νομικό κατασκεύασμα, ούτε ως ιδεολογικό σωματείο για
τούς καθαρούς και αγίους, αλλά ως το πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας
των αμαρτωλών και μετανοούντων. Τά κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των
μελών της Εκκλησίας είναι η αγάπη, η ταπείνωση, η μετάνοια και η
αυτομεμψία.
Η
Μεταρρύθμιση που παρατηρείται στην Δύση ως αντίδραση στο σκληρό πνεύμα
του Παπισμού δημιούργησε μιά καινούρια επανάσταση και βέβαια είχε
σχέση με την Αναγέννηση που είχε προηγηθή από αυτήν και τον Διαφωτισμό
που ακολούθησε την Μεταρρύθμιση. Οι Προτεστάντες απέρριψαν ολόκληρη την
παράδοση, ήτοι τα μυστήρια, τις λειτουργικές τέχνες και κράτησαν μόνον
την Αγία Γραφή. Καλλιέργησαν τον ορθολογισμό και βεβαίως εξέφρασαν τον
απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως
προορισμένοι ή για την σωτηρία ή για την καταδίκη. Μέσα στα πλαίσια
αυτά αναπτύχθηκε ο ευσεβισμός, ως προσπάθεια της καθαρότητος των
αισθήσεων, χωρίς άλλη προσπάθεια καθάρσεως της καρδιάς, και ο
Πουριτανισμός.
Μέ
τον όρο Πουριτανισμό εννοούμε τούς Καλβινιστές της Αγγλίας που
παρουσιάσθηκαν εκεί όταν βασίλευε η Ελισσάβετ (1558-1603). Τήν εποχή
εκείνη εισήχθησαν στην Αγγλία τα καθολικά στοιχεία και τότε οι
Καλβινιστές της Αγγλίας αντέδρασαν και έτσι κατήργησαν τον επισκοπικό
βαθμό, γενόμενοι "πρεσβυτεριανοί" και διαμόρφωσαν την διδασκαλία τους
και την λατρεία τους κατά τα καλβινιστικά πρότυπα, απέκτησαν σιωπηλό,
σκυθρωπό και πεισματώδη χαρακτήρα.
Φαίνεται
στα όσα συνοπτικώς εξέθεσα πιό πάνω η διαφορά μεταξύ της Ορθοδοξίας
και του Πουριτανισμού. Κυρίως θα ήθελα να επικεντρώσω αυτήν την διαφορά
σε δύο σημεία, γιατί αυτό θα μάς βοηθήση στα όσα θα εκτεθούν πιό κάτω
σχετικά με τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη. Τό ένα είναι ότι οι
Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η
Ορθοδοξία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως διά του Σταυρού. Καί το δεύτερο
στοιχείο είναι ότι οι Πουριτανοί χωρίζουν τούς ανθρώπους διαλεκτικώς
σε καλούς και κακούς, απορρίπτοντας τούς μέν και εκθειάζοντας τούς δέ,
ενώ οι Ορθόδοξοι, επειδή δεν δέχονται τον απόλυτο προορισμό, θεωρούν
την αμαρτία ως ασθένεια που ενυπάρχει σε όλους τούς ανθρώπους, και ότι η
Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο κατά διαφόρους
βαθμούς δεχόμαστε, με την ελεύθερη θέλησή μας, την θεραπεία, διά της
ακτίστου Χάριτος του Θεού.
3. "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται" και η "εξοχική λαμπρή"
Ύστερα
από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά
σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του
Πουριτανισμού στούς δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και
τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους "ο Χριστός
ξανασταυρώνεται" και "η εξοχική λαμπρή". Θά μπορούσα να επεκτείνω το
θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους, αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα
περιορισθώ σε αυτά.
Κατ'; αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά.
Ο
Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην αναπαράσταση της
σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε
ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την
άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της
διδασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και
στο βιβλίο του "ο φτωχούλης του Θεού", όπου παρουσιάζεται ο άγιος
Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να
ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν "ο φτερωτός
Σταυρωμένος" τον άγγιξε σάν μιά αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: "Ακόμα!
Ακόμα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μή ζητάς παραπέρα'; εδώ
σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση". Καί όταν ο
Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: "Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση", η φωνή
του Χριστού του αποκρινόταν: "Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια,
κοίταξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα". Καί όταν έφυγε ο φτερωτός
σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του
Φραγκίσκου, "και στο πλευρό του έτρεχε μιά ανοικτή φαρδιά πληγή,
θαρρείς καμωμένη από λόγχη".
Αντίθετα
ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του "εξοχική λαμπρή" περιγράφει την
ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον
παραδοσιακό, στα Καλύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα
"ήναψαν τάς λαμπάδας κ'; εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν'; ακούσωσι την
Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων
δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των
λευκών ανθέων της αγραμπελιάς". Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην
συνέχεια "περί την μεσημβρίαν, μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το
έστρωσαν υπό τάς πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν". Έφαγαν και ήπιαν.
"Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα
θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη,
το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο". Ο
μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της
ψαλμωδίας "ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού
αισθήματος και ενθουσιασμού". Καί "περί την δείλην είχεν αρχίσει ο
χορός, χορός κλέφτικος".
Δηλαδή,
ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μιά πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και
σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαίνεται και σε άλλα κείμενά του,
ήτοι στην ασκητική του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην
Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και το
χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στά
κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας παρουσιάζεται και το
δεύτερο σημείο που ανέφερα πιό πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει
τούς ανθρώπους σε καλούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική,
που στηρίζεται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό,
ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τούς ανθρώπους με στοργή και
αγάπη. Δέν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη
την προοπτική της προσωπικότητός τους, καθώς επίσης τα αφήνει στην
Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δέν αποσπά ανθρωποκεντρικά
και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης,
και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες
ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στόν Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης
και ο παπα-Γρηγόρης, στον δέ Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο
παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τούς ερμηνεύει μέσα στο
σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες
διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα, αλλά τελικά τονίζει την
μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος.
Στόν
Καζαντζάκη ο παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται "φαταούλας", "τραγογένης",
"θεομπαίχτης", "ψεύτης", είναι παπάς "με την γεμάτη κοιλιά... με τα
διπλά προγούλια". Γράφει έντονα απαξιωτικά και καταδικαστικά για τον
παπα-Γρηγόρη. Τό ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στούς άλλους χωριανούς,
όπως τον γερο-Πατριαρχέα, τον Χατζη-Νικολή, τον γερο-Λαδά, την
Κατερίνα, την χήρα κλπ. Αντίθετα ο παπα-Φώτης, για τον Καζαντζάκη, ήταν
ο καλός παπάς, που δεν έχει κανένα ψεγάδι επάνω του και αγωνίζεται για
το ποίμνιό του, που πεινούσε. "Μπροστάρης πήγαινε ένας παπάς
ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές
κάτω από τ'; άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Έσφιγγε στην
αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε το πετραχήλι
του". Είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μή καθαρών
ιερέων. Πρόκειται για έναν καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στόν
Παπαδιαμάντη όμως δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις.
Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία
βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό
φαίνεται στην "εξοχική λαμπρή", στις αντιδράσεις μεταξύ του
παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο
αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου.
Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό
του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργιές, που λειτουργούσε
στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι
τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του
ελληνικού Κλήρου, "πλήν μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος".
Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα
παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά "ανοικτόκαρδος". Μέ την πληροφορία που
του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε
από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ'; αυτοφόρω
τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την
πτώση του και "ποιήσας το σημείον του σταυρού -ήμαρτον, Κύριε, είπεν,
ήμαρτον, μή με συνερισθής". Καί στην συνέχεια: "ησθάνθη δάκρυ βρέχον
την παρειάν του. -Ώ, Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Σύ
παρεδόθης διά τάς αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα".
Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως "αυτός δεν
εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και
πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα".
Στόν
Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και
ευσεβισμού, δεν χωρίζει τούς Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει
τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με
συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης
εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη
του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και
με την απόλυτη σημασία της λέξεως άγιος. "Είς μόνος άγιος, είς μόνος
Κύριος, Ιησούς Χριστός". Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως
στο "Έρωτας στα χιόνια" και "Χωρίς στεφάνι".
Ο
Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης είναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οι
οποίοι εκφράζουν και διατυπώνουν στα κείμενά τους εκφράσεις της
κοινωνίας μας. Όμως διαφορετική είναι η προοπτική μέσα από την οποία
παρατηρούν την κοινωνία μας, και βεβαίως εκφράζουν δύο ερμηνευτικές
παραδόσεις. Αυτό φαίνεται σε όλο το έργο τους. Ο Καζαντζάκης έχει
επηρεασθή από την θρησκευτικότητα που παρατηρείται στην Δύση, είτε με
την μορφή του Παπισμού, είτε με την μορφή του Προτεσταντισμού, ενώ ο
Παπαδιαμάντης έχει επηρεασθή από τις παραδόσεις του λαού, τούς
φιλοκαλικούς Πατέρες και το Άγιον Όρος, το πνεύμα και την ζωή της
Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά
με ικανοποιεί αφάνταστα ο Παπαδιαμάντης, γιατί βλέπει τον κόσμο με
φιλανθρωπία, αρχοντική αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, η οποία
προέρχεται από την ορθόδοξη αυτομεμψία και νομίζω ότι αν έβαζαν τον
Παπαδιαμάντη να κρίνη τον Καζαντζάκη, θα τον άφηνε στο έλεος του Θεού.
Αυτό δείχνει την πνευματική αρχοντιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.-