Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Κάντε Προσευχή και θα δείτε Θαύματα!

 

Η Ελπίδα σας στο Θεό! Έχουμε μεγάλο και σκληρό αγώνα, πρέπει να νικηθούν οι δαίμονες και πρέπει να νικήσει ο χριστιανισμός.

Να έχεις πίστη στο Θεό και να κάνεις προσευχή και ο Θεός θα βοηθήσει περισσότερο από δικηγόρους και περισσότερο από ανθρώπους.

Του κόσμου τους ανθρώπους να έχεις, άμα ο Θεός δεν θέλει, δεν γίνεται τίποτα. Όσα και να πούμε, χιλιάδες κηρύγματα να ακούσετε, αν δεν έρθει το άγιο Πνεύμα για να μας στερεώσει, να μας στηρίξει και να μας βοηθήσει, αν δεν έρθει η χάρις του Θεού, τίποτε δεν κάνουμε.

Γι’ αυτό λέει ο απόστολος Παύλος· «Αυτός δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και πατήρ ημών, ο αγαπήσας ημάς και δους παράκλησιν αιωνίαν και ελπίδα αγαθήν εν χάριτι, παρακαλέσαι υμών τάς καρδίας και στήριξαι υμάς εν παντί λόγω και έργω αγαθώ» (Β Θεσ. 2,16-17).

Σας τα είπα αυτά, λέει, και παρακαλώ το Θεό να σας στηρίξει, να σας δυναμώσει, να σας βοηθήσει για να μην πέσετε στην αμαρτία.

Πέτρος να είσαι, Παύλος να είσαι, ασκητής Αντώνιος να είσαι στα βουνά να πας, μην έχεις αυτοπεποίθηση. Να φοβάσαι τον εαυτό σου και να μην του έχεις εμπιστοσύνη. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Οι άλλοι δεν μπορούν τόσο να σε βλάψουν, όσο μπορείς να βλάψεις εσύ τον εαυτό σου, με τις βλακείες σου, με τις ανοησίες σου, με τα εγκλήματα σου, με τις απατεωνιές σου και με τα σφάλματά σου. Εσύ λοιπόν είσαι ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού σου.

Να μην έχουμε ποτέ εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αλλά να παρακαλούμε το Θεό για να μας στερεώσει στην πίστη. Γιατί αν έρθει κανένας διωγμός εδώ πέρα -και προφητεύω ότι θα έρθει-, θα γίνουν φοβερά πράγματα· τότε θα πέσει το κόσκινο το μεγάλο. Και θα είμεθα τότε ευτυχείς, αν μείνουν μέσα στην πόλη 100-200 Χριστιανοί.

Τους άλλους θα τους πάρει το ρεύμα. Θα τους σηκώσει ως άχυρο, που το φυσά το σηκώνει και το πετά ο άνεμος. Έτσι θα τους σηκώσει όλους αυτή η θύελλα του διαβόλου, αυτός ο άνεμος. Και θα μείνουν μόνο τα βράχια. Όσοι είναι σταθεροί, μόνο αυτοί θα μείνουν κοντά στο Θεό. Τους άλλους θα τους πάρει το ρεύμα του ποταμού και θα τους καταστρέψει και θα τους διαλύσει.

Η Προσευχή πανίσχυρο όπλο

Τι πρέπει να κάνουμε, ευρισκόμενοι σ’ αυτό τον αιώνα, σ’ αυτή τη γη, για να μείνουμε με το Χριστό; Ιδού τι μας συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος. Ένα όπλο πανίσχυρο, που πρέπει πάντοτε να έχουμε μαζί μας οι Χριστιανοί, είναι η προσευχή. Να μην είμαστε άοπλοι σ’ αυτή την σκληρά μάχη.

«Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών» (Β Θεσ. 3,1). Σ’ αυτά τα χρόνια που ζούμε, σας παρακαλώ πολύ, λέει ο απόστολος, προσεύχεσθε για μένα. Ένας Παύλος παρακαλούσε τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης να προσεύχονται γι’ αυτόν! Το σκεφτήκατε αυτό; Αν ο Παύλος είχε ανάγκη από τις προσευχές των Χριστιανών, πόσο μάλλον εμείς;

Αλλά εμείς αυτή την προσευχή, που είναι όπλο ισχυρό - πανίσχυρο για όλες μας τις ανάγκες, υλικές και πνευματικές, την αμελούμε.

Έχουμε μεγάλο και σκληρό αγώνα. Πρέπει να νικηθούν οι δαίμονες. Και πρέπει να νικήσει ο χριστιανισμός. Βοηθήστε και εσείς οι Χριστιανοί. Και σήμερα, αν δεν έχουν επιτυχία οι επίσκοποι και οι ιεροκήρυκες, αιτία είναι ότι δεν προσεύχονται γι’ αυτούς οι Χριστιανοί.

Αν πίσω από κάθε επίσκοπο, πίσω από κάθε κήρυκα του ευαγγελίου, υπήρχαν δέκα άνθρωποι να προσεύχονται, για να τους δυναμώνει ο Θεός και να τους φωτίζει, θαύματα θα γίνονταν. Τώρα εμείς είμαστε θεομπαίκτες. Βλέπεις τον κήρυκα του ευαγγελίου να ανεβαίνει στον άμβωνα; Παρακάλεσε το Θεό να τον φωτίσει, για να πει πέντε λόγια σωστά. Βλέπεις τον ιερέα; Παρακάλεσε το Θεό να τον δυναμώσει στον σκληρό αυτό αγώνα που έχουμε.

Κάντε προσευχή και θα δείτε θαύματα

Το πρωί που σηκώνεστε κάνετε προσευχή; Διαβάζετε Γραφή; Ψάλλετε το Θεό; Προσευχή, παιδιά· «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. 5,17).

Θα δούμε θαύματα - θα δείτε θαύματα, παιδιά, στη ζωή σας. Τώρα στα γηρατειά μου, κάθομαι καμιά φορά και θυμούμαι τα θαύματα που έκανε ο Θεός στη ζωή μου και δακρύζω.

Θαύματα· μικρό παιδί πως εσώθηκα! Είχαμε ένα κήπο μικρό εκεί στο σπιτάκι και ήταν τότε τα πηγάδια ανοιχτά. Και εγώ μικρός ήμουν πολύ ζωηρός. Ξαφνικά, εκεί που έτρεχα, γλιστρώ και πέφτω κάτω στο στόμιο του πηγαδιού. Το σώμα μου το μισό σχεδόν κοιτούσε μέσα στο πηγάδι, ευτυχώς η ισορροπία του σώματος μου ήταν προς τα έξω. Λίγο τι και θα έπεφτα μέσα. Αφού έβλεπα σαν καθρέπτη το νερό. Μόλις κατόρθωσα και γλίτωσα. Αν έπεφτα μέσα, θα είχα πνιγεί. Κάποια προσευχή με έσωσε.

Έχω κι άλλες πολλές περιπτώσεις, μεγάλες. Βλέπει ο άνθρωπος θαύματα στην προσευχή. Λοιπόν έτσι να κάνετε και εσείς και ο Κύριος θα σας σώσει και από σωματικούς κινδύνους και από πνευματικούς κινδύνους· μεγάλα και θαυμαστά θα ποιήσει ο Κύριος. Μεγάλα εν Χριστώ. Όχι εμείς οι μικροί και ανάξιοι, αλλά η δύναμη του Κυρίου, «η Θεία χάρις η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλειπόντα αναπληρούσα» (ακολ. χειροτ.).

Ο Θεός θα δώσει τη χάρη, όταν υπάρχει ταπείνωση, αγάπη, συναίσθηση ότι είμεθα ένα μηδενικό. Και τα μηδενικά αξιοποιούνται. Διαβάστε το βιβλίο «Ακολούθει μοι». Εκεί στο τέλος γράφει· Τα μηδενικά αξιοποιούνται, όταν υπάρχει μπροστά η μονάδα.

Αν έχεις ένα μηδενικό, γίνεται δέκα· αν έχεις δύο μηδενικά, γίνεται εκατό· αν έχεις τρία μηδενικά γίνεται χίλια… Η συναίσθηση της μηδαμινότητος μας όταν έχουμε μπροστά τον Ένα. «Έν τω Θεώ ποιήσομεν δύναμιν» (Ψαλμ. 59,14). Θα τα δούμε αυτά. Δεν είναι μύθος ο χριστιανισμός, αλλά είναι μία πραγματικότης την οποία την αισθανόμεθα και καθένας Χριστιανός είναι ένας μικρός Χριστός. Διαβάστε το βιβλίο που συνέστησα και στους ιερείς «Η ζωή Του ζωή μου».

Λοιπόν είμεθα σύμφωνοι; Πνευματικοί άνθρωποι να είστε, να προσεύχεστε και για μας και για την Εκκλησία ολόκληρον. Άντε στο καλό, στην ευχή του Χριστού· και δεν πειράζει, παιδάκι μου, θα τραβήξομε εμείς το δρόμο μας.

Ο Χριστός «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει» (Α΄ Πετρ. 2,23) και οι απόστολοι έλεγαν «λοιδορούμενοι ευλογούμεν» (Α ΄ Κορ. 4,12).

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου - «Οι Χριστιανοί στους Έσχατους καιρούς» 
- See more at: http://perivolipanagias.blogspot.gr/2015/01/blog-post_730.html#sthash.FoW3mB61.dpuf

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Το Μυστήριον του Θανάτου εις την Λατρείαν της Εκκλησίας

 


Επιστολή του Μακαριωτάτου προς το Θ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο στο Βόλο
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί,
Πανοσιολογιώτατοι, Αἰδεσιμολογιώτατοι καὶ Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Εἰσηγηταί,
Ἀγαπητοὶ Σύνεδροι,
Κατ’ ἀρχήν, καίτοι ἀπὼν σωματικῶς, καθόσον ἡ περιπέτεια τῆς ὑγείας μου μὲ κωλύει νὰ ἔλθω στὸν προσφιλῆ μου Βόλο καὶ νὰ μοιραστῶ μαζί σας τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Συμποσίου σας, οὐχ ἧττον πνευματικῶς εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ σας καὶ ἐπιθυμῶ νὰ χαιρετήσω τὴν συμμετοχὴ ὅλων σας εἰς τὸ Θ΄ τοῦτο Πανελλήνιον Λειτουργικὸν Συμπόσιον Στελεχῶν τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ὁποίου καὶ τὴν ἔναρξιν κηρύσσω καὶ τὰς ἐργασίας ὁλοθύμως εὐλογῶ. Ἐπίσης ἐπιθυμῶ νὰ συγχαρῶ τὴν Διοργανωτικὴν Ἐπιτροπὴν καὶ τὸν Πρόεδρον αὐτῆς Σεβ. Μητροπολίτην Καισαριανῆς κ. Δανιήλ, ὡς καὶ τὸν φιλοξενοῦντα Σεβ. Μητροπολίτην Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιον καὶ τοὺς συνεργάτας των καὶ νὰ ἐκφράσω εἰς αὐτοὺς τὸν πρέποντα ἔπαινον τῆς Ἐκκλησίας διὰ τοὺς κόπους των καὶ τὴν ἀρτίαν ὀργάνωσιν τοῦ Συμποσίου. Παραλλήλως ἐπιθυμῶ ἀκόμη νὰ συγχαρῶ ἐκ προοιμίου καὶ νὰ εὐχαριστήσω τοὺς ἐκλεκτοὺς εἰσηγητὰς διὰ τὴν προθυμίαν των καὶ τὴν πολύμοχθον καὶ πολύτιμον ἐργασίαν των. Ἄξιος πάντων ὁ μισθὸς παρὰ Κυρίῳ.
Θέμα μας εἶναι: Τὸ Μυστήριον τοῦ Θανάτου εἰς τὴν Λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θανάτου νοουμένου ἐνταῦθα τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ἤτοι τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, καὶ ὄχι τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, ὁ ἀναμένων τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς ἀμετανοήτους, ὁ «δεύτερος θάνατος», περὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖ ἡ ἱερὰ Ἀποκάλυψις.(1)
Ὄντως φοβερότατον, λέγομεν μετὰ τοῦ ὑμνῳδοῦ καὶ ἡμεῖς, ἀγαπητοί, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον!.. Βεβαίως, «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπὶ ἀπωλείᾳ ζώντων»,(2) «φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον».(3) Ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Τὸν θάνατον, τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐγέννησεν ἡ ἁμαρτία, τὸ πρωτότοκον ἔκγονον τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος».(4) Ὁ θάνατος, κατὰ τὸν ἴδιο Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γέννημα κοινῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ διαβόλου: «Ἑαυτῶ τὸν θάνατον ὁ Ἀδὰμ διὰ τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε, κατὰ τὸ γεγραμμένον: Οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ Σοῦ ἀπολοῦνται. Οὕτως οὐχὶ Θεὸς ἔκτισε θάνατον, ἀλλ’ ἡμεῖς ἑαυτοῖς ἐκ πονηρᾶς γνώμης ἀπεσπασάμεθα».(5) Ὁ θεῖος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι «Εἰ γὰρ καὶ ἐξ ἁμαρτίας ὁ θάνατος εἰσενήνεκται, ἀλλ’ ὅμως εἰς εὐεργεσίαν ἡμῶν ὁ Θεὸς ἐχαρίσατο»,(6) προφανῶς ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἔχει ἄμεση σχέσι καὶ μὲ τὸν θάνατο καὶ μὲ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου: «Θάνατοι ἐπάγονται, τῶν ὅρων τῆς ζωῆς πληρωθέντων, οὕς ἐξ ἀρχῆς περὶ ἕκαστον ἔπηξεν ἡ δικαία τοῦ Θεοῦ κρίσις, πόρρωθεν τὸ περὶ ἕκαστον ἡμῶν συμφέρον προβλεπομένου», θὰ εἴπῃ ὁ Μέγας Βασίλειος.(7) Ὁπωσδήποτε ὅμως δὲν παύει νὰ εἶναι ξένος πρὸς τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαράδεκτος καὶ ἀνεπιθύμητος καὶ πικρός, ἀκόμη καὶ ὡς σκέψις: «Ὦ θάνατε, ὡς πικρὸν τὸ μνημόσυνόν σου», θὰ εἴπῃ ἡ σοφία.(8) Εἶναι ὁ «ἔσχατος ἐχθρός»,(9) τὸν ὁποῖο κατήργησεν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τοῦ ἰδίου Αὐτοῦ ζωαρχικοῦ θανάτου καὶ τῆς τριημέρου ζωηφόρου ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεώς Του. «Θανάτου θάνατος ὁ Αὐτοῦ θάνατος γέγονεν», παρατηρεῖ ὁ θεῖος Χρυσόστομος,(10) ἐνῶ ἀλλοῦ σημειώνει: «Ὁ Χριστὸς τὸν φοβερὸν ὄντα τῆ φύσει τῆ ἡμετέρᾳ καὶ φοβοῦντα τὸ γένος ἡμῶν ἅπαν, λαβὼν καὶ τὸν φόβον αὐτοῦ διαλύσας ἅπαντα, παρέδωκεν, ὥστε καὶ παρθένους καταπαίζειν αὐτοῦ».(11) Οἱ συνταφέντες, λοιπόν, μὲ τὸν Χριστὸν διὰ τοῦ Βαπτίσματος γευόμεθα τὸν θάνατον μόνον ὡς μίαν προσωρινὴν κατάστασιν, ὡς ἕνα μακρὸν ὕπνον μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, ὁπότε καὶ ἔχομε δεδομένας ὑποσχέσεις ἀπὸ τὸ ἀψευδὲς ἅγιον στόμα Του ὅτι θὰ ἀξιωθοῦμε ἀθανάτου καὶ ἀτελευτήτου ζωῆς σὺν Αὐτῶ. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», διακηρύσσομεν ἐπισήμως καὶ καθημερινῶς εἰς τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως.«Ἀποδημία πρόσκαιρος, ὕπνος μακρότερος τοῦ συνήθους»εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς ὁ θάνατος, κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα Πατέρα.(12) «Ὕπνος τοῖς δικαίοις ὁ θάνατος. Μᾶλλον δὲ πρὸς κρείττονα ζωὴν ἐπιδημία», τονίζει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος,(13)ἐνῶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ἀκόμη ἐναργέστερα βεβαιώνει ὅτι ὁ θάνατος τῶν πιστῶν εἶναι «ἐκδημία πρὸς Θεόν, πλήρωσις πόθου, λύσις δεσμῶν, διάζευξις βάρους».(14) Ὁ Σταυρός, ὁ Θάνατος, ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος καὶ ἡ ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ προμνηστεύονται γιὰ κάθε πιστό, γιὰ κάθε ὑγιὲς κύτταρο καὶ ζωντανὸ μέλος τοῦ αἰωνίως ζῶντος Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ λέγῃ μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο: «Ἀποθανὼν οὐ τεθνήξομαι, τὴν ζωὴν (δηλ. τὸν Χριστὸν) ἔχων ἐν ἑαυτῶ».(15) Εἰς τὴν πλήρη θρήνου καὶ δακρύων ἀκολουθίαν τοῦ Ψυχοσαββάτου, βλέπομεν αὐτὴν τὴν φωτεινὴν καὶ χαροποιόν ἐλπίδα νὰ ἐκφράζεται ἐναργέστατα εἰς τὸ τελευταῖον στιχηρὸν τῶν αἴνων: «Χριστὸς ἀνέστη, λύσας τῶν δεσμῶν Ἀδὰμ τὸν Πρωτόπλαστον, καὶ τοῦ ἅδου καταλύσας τὴν ἰσχύν. Θαρσεῖτε πάντες οἱ νεκροί, ἐνεκρώθη ὁ θάνατος, ἐσκυλέυθη καὶ ὁ ἅδης σὺν αὐτῶ, καὶ ὁ Χριστὸς ἐβασίλευσεν, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς˙ Αὐτὸς ἡμῖν ἐχαρίσατο τὴν ἀφθαρσίαν τῆς σαρκός˙ Αὐτὸς ἀνιστᾶ ἡμᾶς καὶ δωρεῖται τὴν ἀνάστασιν ἡμῖν, καὶ τῆς δόξης ἐκείνης μετ’ εὐφροσύνης πάντας ἀξιοῖ, τοὺς ἐν πίστει ἀκλινεῖ πεπιστευκότας θερμῶς ἐπ’ Αὐτῶ».(16) Ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Κρίσις θὰ σηματοδοτήσουν διὰ τοὺς πιστοὺς αἰώνιον φῶς, αἰώνια χαρά, αἰώνια ζωὴ καὶ μακαριότητα: «Καὶ ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι, ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον».(17)
Μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίληψι περὶ θανάτου, ἡ Ἐκκλησία ἀρχαιόθεν συνώδευε τὴν ἔξοδο τῶν πιστῶν τέκνων Της μὲ καταλλήλους ἐξοδίους, ἐπιταφίους καὶ ἐπιμνημοσύνους τελετάς, ἀκολουθίας καὶ εὐχάς, οἱ ὁποῖες ἀντανακλοῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν Νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ Ἀρχηγὸν τῆς Ζωῆς Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐν Αὐτῶ ἀναστάσεως καὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ σωτηρίας. Πρὸς τούτοις, κατὰ τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, ἀπὸ τῆς πρώτης ἤδη ἐκκλησιαστικῆς ἐποχῆς, ἀνεπέμποντο εἰδικαὶ εὐχαὶ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων. Κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν τῆς Γονυκλισίας τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς ἐκτενεῖς, ἐπίσης, εὐχαὶ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων πιστῶν ἀναφέρονται, ἐνῶ δύο Σάββατα τοῦ ἔτους, τὸ πρὸ τῆς Ἀπόκρεω καὶ τὸ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, τὰ λεγόμενα Ψυχοσάββατα, εἶναι ἀποκλειστικῶς ἀφιερωμένα εἰς αὐτούς.
Ὁ Ὠριγένης μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ὑπαρξι εὐχῶν ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων στὴν ἐποχή του: «Οὐκ ἀπογνωστέον οὕτω καὶ τοὺς ἐξεληλυθότας μακαρίους φθίνειν τῶ πνεύματι τάχα μᾶλλον, τοῦ ὄντος ἐν τῶ σώματι ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας˙ διόπερ οὐ καταφρονητέον τῶν ἐν αὐταῖς εὐχῶν, ὡς ἐξαίρετόν τι ἐχουσῶν τῶ γνησίως συνερχομένῳ αὐτῶν».(18) Εἰς τὸν ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Ἅγιον Ἐπιφάνειον Β΄ Λόγον Τῶ Ἁγίῳ καὶ Μεγάλῳ Σαββάτῳ, γίνεται λόγος διὰ προεξόδια ἄσματα καὶ ἐπικηδείους προσευχὰς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων.(19) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης περιγράφων τὴν κηδείαν τῆς Ἁγίας Μακρίνης ἀναφέρει ψαλμωδίας καὶ ἐπικήδειον παννυχίδα καὶ δύο χοροὺς -ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν- ψαλλόντων ὑμνωδίας, καθάπερ ἐπὶ Μαρτύρων πανηγύρεως.(20) Ἀλλὰ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ἐξεψύχησε ἡ ἁγία μητέρα του, ὁ Εὐόδιος ἔλαβε τὸ Ψαλτήριο καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλῃ στίχο πρὸς στίχο τὸ «Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαί Σοι, Κύριε», ἀντιφωνοῦντος τοῦ ἰδίου τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἀδεοδάτου. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει συγκεκριμένους ψαλμοὺς ποὺ ἐψάλλοντο κατὰ τὴν ἐκφορὰν τῶν νεκρῶν. Αὐθεντικὰ παλαιὰ λειτουργικὰ κείμενα ἀφορῶντα εἰς τὴν ἐκκομιδὴν τῶν κεκοιμημένων πιστῶν ἔχομε μόνον ἀπὸ τοῦ τέλους τοῦ Η΄ αἰῶνος, μὲ πρῶτο τὸ ἀρχαιότερον ἀπὸ τὰ μέχρι σήμερα γνωστὰ Εὐχολόγια, τὸν Βαρβερινὸ κώδικα 336, καί, βεβαίως, τὸ Εὐχολόγιον τοῦ Σεραπίωνος Θμούεως (300-362). Δύο δὲ σχετικαὶ διαφωτιστικαὶ πραγματεῖαι, τὰ μάλιστα ἀξιομνημόνευτοι καὶ πολύτιμοι εἶναι: α) Τὸ «Περὶ τῶν ἐπὶ τοῖς κεκοιμημένοις τελουμένων» ἕβδομον κεφάλαιον τοῦ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτην ἔργου «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας»,(21) ἔργον τοῦ τέλους τοῦ Ε΄ αἰῶνος, εἰς τὸ ὁποῖον καὶ ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ὀνομάζεται «μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων». καὶ β) τὰ «Περὶ τοῦ τέλους ἡμῶν καὶ τῆς ἱερᾶς τάξεως τῆς κηδείας καὶ τῶν κατ’ ἔθος ὑπὲρ μνήμης γενομένων» 360-373 κεφάλαια τοῦ «Διαλόγου» τοῦ Ἁγίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (+1429).(22) Κατὰ τὴν σήμερον κρατοῦσαν τάξιν ἔχομεν τὴν προθανάτιον Ἀκολουθίαν (Ἀκολουθία εἰς Ψυχορραγοῦντα), τὴν προεξόδιον Ἀκολουθίαν ἐν τῶ οἴκῳ τοῦ κεκοιμημένου (Τρισάγιον), τὴν καθ’ αὐτὸ Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν ἐν τῶ Ναῶ (ἕν εἶδος ἰδιορρύθμου Ὄρθρου), τὴν ἐπιτάφιον Ἀκολουθίαν (Τρισάγιον καὶ πάλιν) καὶ τὰ Μνημόσυνα (τρίτα, ἔννατα, τεσσαρακοστά, τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐννεάμηνα καὶ ἐτήσια), τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν, κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπιτομὴν τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας. Ἰδιαιτέραν Ἀναπαύσιμον Ἀκολουθίαν διαθέτομεν διὰ τὰ Νήπια (κάτω τῶν 7 ἐτῶν), καθὼς ἐπίσης καὶ διὰ πάντα πιστὸν κατὰ τὸ Πάσχα, τὴν Διακαινήσιμον Ἑβδομάδα καὶ τὴν Τετάρτην τῆς ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα. Διὰ τοῦς Ἱερεῖς ὑπάρχει ἰδιαιτέρα νεκρώσιμος Ἀκολουθία, καθὼς καὶ διὰ τοὺς Μοναχούς. Κακῶς ἐπικρατήσασα νεωτέρα τάξις ἀπαιτεῖ τὴν τέλεσιν τῆς κοινῆς καὶ συνήθους ἐξοδίου Ἀκολουθίας ἐπίσης διὰ τοὺς Κληρικοὺς καὶ Μοναχούς, ἀλλ’ ἡ τάξις αὕτη οὔτε εἰς τὰς Ἱερὰς Μονὰς κρατεῖται, οὔτε εἰς τὰς μὴ ἑλληνοφώνους Ἐκκλησίας. Παραλλήλως ὑπάρχουν κατάσπαρτοι τῆδε κακεῖσε διάφοροι εὐχαὶ «Ἐπὶ τελευτήσαντος ἱερέως», «Ἐπὶ τελευτήσαντος ἱερομονάχου», «Ἐπὶ τελευτήσαντος διακόνου», «Νεκρώσιμος εἰς ἀρχιερεῖς», «Ἐπὶ τεθνεῶτι ἀφωρισθέντι ὑπό τινος», «Μετὰ θάνατον συγχωρητικαί», «Ἐπιτάφιος εἰς ἐπισκόπους», «Εἰς λύσιν τετελευτηκότος ἐν δεσμοῖς ἀρχιερέως» κ.λπ., κ.λπ.(23) Εἰς τοὺς ὕμνους, τὰς εὐχὰς καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τῶν ἐν χρήσει Ἀκολουθιῶν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν θρηνεῖται ἡ ματαιότης τῶν ἐγκοσμίων καὶ ἀποδύρεται τὸ γεγονὸς τῆς στερήσεως τοῦ κοιμηθέντος, ἀφ’ ἑτέρου ὅμως λάμπει πάμφωτος ἡ ἐν Χριστῶ ἐλπίς, ἡ πίστις εἰς τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς, εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, εἰς τὴν προσδοκωμένην ἀνάστασιν. Ἐκζητεῖται παρὰ Κυρίου τὸ θεῖον ἔλεος καὶ ἡ συγχώρησις διὰ τὸν ἀποβιώσαντα, ἡ ἀνάπαυσίς του «ἐν τόπῳ φωτεινῶ, ἐν τόπῳ χλοερῶ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως» καὶ ἡ κατάταξίς του μετὰ τῶν ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίων. Μὲ ἄλλους λόγους, ἡ πενθοῦσα ἐκκλησιαστικὴ κοινότης τοποθετεῖται ἐνώπιον τοῦ γεγονότος καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, sub speciae aeternitatis καὶ ἐν τῶ φωτὶ τοῦ προσώπου τοῦ αἰωνίως ζῶντος Χριστοῦ, εἰς Ὅν καὶ ὁ μεταστὰς ἦτο ἄχρι θανάτου πιστὸς καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖον ἤδη πορεύεται. Ἡ ὅλη Ἀκολουθία ἀποπνέει ὀσμὴν ζωῆς,(24) ἄρωμα παραμυθίας:«Ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποί, οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»˙(25) ἐλπίδα ἀναστάσεως: «ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται».(26)
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων (+397) ἀναφέρει ὅτι κατὰ τὴν κήδευσι τοῦ ἀδελφοῦ του Σατύρου τελέσθηκε Θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος (+430) ἀναφέρει ὅτι θανούσης τῆς μητρός του Μόνικας, καὶ ἐνῶ ἀκόμη τὸ λείψανόν της ἔκειτο παρὰ τὸν τάφον, «ἡ θυσία τῆς ἡμετέρας ἀπολυτρώσεως προσεφέρετο κατὰ τὸ εἰωθὸς ὑπὲρ αὐτῆς».(27) Ὁ ΜΑ΄ κανὼν τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου (419 μ.Χ.) προβλέπει ὅτι ἡ κηδεία πρέπει νὰ γίνεται συναφῶς πρὸς τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν, μόνον ὅταν ὁ λειτουργὸς εἶναι νῆστις. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων εἰς τὰς Μυσταγωγικὰς Κατηχήσεις του τονίζει ὅτι εἰς τὴν ἱερὰν Λειτουργίαν προσφέρομεν εὐχὰς «ὑπὲρ πάντων ἁπλῶς τῶν ἐν ἡμῖν προκεκοιμημένων, μεγίστην ὄνησιν πιστεύοντες ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς, ὑπὲρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται, τῆς ἁγίας καὶ φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας».(28) Ὁ θεῖος Χρυσόστομος συνιστῶν τὰς ὑπὲρ τῶν ἀποιχομένων ἐν θείᾳ λειτουργίᾳ προσευχάς, ὑπογραμμίζει: «οὐκ εἰκῆ ἐνομοθετήθη ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων τὸ ἐπὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην ποιεῖσθαι τῶν ἀπελθόντων. Ἴασιν αὐτοῖς πολὺ κέρδος γινόμενον, πολλὴν τὴν ὠφέλειαν. Ὅταν γὰρ ἑστήκει λαὸς ὁλόκληρος χεῖρας ἀνατείνοντες, πλήρωμα ἱερατικόν, καὶ πρόκειται ἡ φρικτὴ θυσία, πῶς οὐ δυσωπήσωμεν ὑπὲρ τούτων τὸν Θεὸν παρακαλοῦντες;»(29) Εἰς τὸ ἀπόκρυφον κείμενον «Πράξεις Ἰωάννου» (β΄ αἰ.) καταγράφεται ἡ μαρτυρία ὅτι θανούσης κάποιας Χριστιανῆς ὀνόματι Δρουσιανή, τελέσθηκε Θεία Εὐχαριστία καὶ ἀνεπέμφθησαν προσευχαὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τοῦ θανάτου της: «Τῆ δὲ ἑξῆς ἡμέρᾳ παραγίνεται ὁ Ἰωάννης ἅμα τῶ Ἀνδρονίκῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ἐξ ἑωθινῆς εἰς τὸ μνῆμα, τρίτην ἐχούσης τῆς Δρουσιανῆς, ὅπως ἄρτον κλάσωμεν ἐκεῖ… Καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰωάννης ἐπευξάμενος καὶ λαβὼν ἄρτον ἐκόμισεν εἰς τὸ μνῆμα κλάσαι, καὶ εἶπε: Δοξάζομέν σοι τὸ ὄνομα τὸ ἐπιστρέφον ἡμᾶς ἐκ τῆς πλάνης καὶ ἀνηλεοῦς ἀπάτης. Καὶ εὐξάμενος οὕτω καὶ δοξάσας ἐξήει τοῦ μνήματος, κοινωνήσας τοῖς ἀδελφοῖς πᾶσι τῆς τοῦ Κυρίου Εὐχαριστίας».(30) Ὁ Τερτυλλιανὸς τονίζει ὅτι τὰ ἔναντι τῶν νεκρῶν καθήκοντα τῶν πιστῶν εἶναι τρία: Ἡ προσωπικὴ προσευχή, ἡ προσφορὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ἡ τέλεσίς της κατὰ τὴν ἐπέτειο τοῦ θανάτου τοῦ νεκροῦ: «… pro cuius spirito postulas, pro qua oblationes annuas reddis. Stabis ergo ad dominum sum tot uxovibus quot in oratione commemoras et offers pro duabus et commendabis illas duas per sacerdotem».(31)
Μὲ τέτοια παραδοσιακὴν βάσιν, εἰς τὰς ἐν χρήσει Θείας Λειτουργίας μνημονεύομε τῶν ὀνομάτων τῶν κεκοιμημένων καὶ προσευχόμεθα ὑπὲρ ἀναπαύσεώς των. Οὕτως, εἰς τὴν Προσκομιδὴν ἐξάγομεν μερίδας μνημονεύοντες: «Ὑπὲρ μακαρίας μνήμης καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν πάντων τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, τῶν ἐν τῆ Σῆ κοινωνίᾳ κεκοιμημένων Ὀρθοδόξων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, Φιλάνθρωπε Κύριε» καὶ ἀναφέρομεν ὀνομαστὶ ὅσους ἐπιθυμοῦμεν. Εἰς τὴν εὐχὴν τῆς ἀναφορᾶς τῆς ἀρχαίας Λειτουργίας τῆς ἐπιγραφομένης ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγ. Ἀποστόλου Μάρκου, ἡ Ἐκκλησία προσύχετο: «Τῶν ἐν πίστει Χριστοῦ προκεκοιμημένων πατέρων τε καὶ ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, μνησθεὶς τῶν ἀπ’ αἰῶνος προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, μαρτύρων, ὁμολογητῶν, ἐπισκόπων, ὁσίων, δικαίων, παντὸς πνεύματος ἐν πίστει Χριστοῦ τετελειωμένων, καὶ ὧν ἐν τῆ σήμερον ἡμέρᾳ τὴν ὑπόμνησιν ποιούμεθα».(32)Καὶ μετὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Διακόνου ἀνάγνωσιν τῶν Διπτύχων τῶν κεκοιμημένων, ὁ Ἱερεὺς ἐπέλεγε: «Καὶ τούτων πάντων τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον, Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν ἁγίων Σου σκηναῖς, ἐν τῆ βασιλείᾳ Σου, χαριζόμενος αὐτοῖς τὰ τῶν ἐπαγγελιῶν Σου ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασας, ὁ Θεός, τοῖς ἀγαπῶσι τὸ ὄνομά Σου τὸ ἅγιον. Αὐτῶν μὲν τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον καὶ βασιλείας οὐρανῶν καταξίωσον, ἡμῶν δὲ τὰ τέλη τῆς ζωῆς χριστιανἀ καὶ εὐάρεστα καὶ ἀναμάρτητα δώρησαι καὶ δὸς ἡμῖν μερίδα καὶ κλῆρον ἔχειν μετὰ πάντων τῶν ἁγίων Σου».(33) Εἰς τὴν φερομένην ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου Λειτουργίαν ἀναφέρεται, πρὸς τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἡ ἀναίμακτος θυσία προσφέρεται «καὶ εἰς ἀνάπαυσιν τῶν προκοιμηθέντων ψυχῶν»,(34) ἐνῶ μετὰ τὸν καθαγιασμὸν τῶν Τιμίων Δώρων, ὁ ἱερεὺς μνημονεύει ὀνόματα κεκοιμημένων καὶ ἐπεύχεται:«Τούτων πάντων μνήσθητι, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὧν ἐμνήσθημεν καὶ ὧν οὐκ ἐμνήσθημεν Ὀρθοδόξων. Αὐτὸς ἐκεῖ αὐτοὺς ἀνάπαυσον ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν τῆ βασιλείᾳ Σου, ἐν τῆ τρυφῆ τοῦ παραδείσου, ἐν κόλποις Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, ὅθεν ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός, ἔνθα ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου καὶ καταλάμπει διὰ παντός˙ ἡμῶν δὲ τὰ τέλη τῆς ζωῆς χριστιανὰ καὶ εὐάρεστα καὶ ἀναμάρτητα ἐν εἰρήνῃ κατεύθυνον».(35)
Εἰς τὴν Ἐκτενῆ τῆς ἐν χρήσει σήμερον Θείας Λειτουργίας (τόσον ἐκείνης τοῦ Μεγ. Βασιλείου, ὅσον καὶ τῆς τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου) δεόμεθα «ὑπὲρ τῶν μακαρίων κτιτόρων τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν προαναπαυσαμένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν ἐνθάδε εὐσεβῶς κειμένων καὶ ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων», ἐνῶ εἰς τὴν εὐχὴν τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς λέγομεν: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν, Διδασκάλων καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου». Καὶ παρακατιόντες πάλιν παρακαλοῦμεν:«Καὶ μνήσθητι πάντων τῶν κεκοιμημένων ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως, ζωῆς αἰωνίου (ἀναφέρομεν ὀνομαστὶ) καὶ ἀνάπαυσον αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἡμῶν ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου».
Εἰς τὰς σταθερὰς ἀκολουθίας τοῦ νυχθημέρου ὑπάρχουν ἐπίσης προσευχαὶ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων. Οὕτως εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Μεσονυκτικοῦ ἀπαγγέλλομε καθημερινῶς ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων τὴν ὡραότατη εὐχή: «Μνήσθητι, Κύριε, τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου κεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ πάντων τῶν ἐν εὐσεβείᾳ καὶ πίστει τελειωθέντων, καὶ συγχώρησον αὐτοῖς πᾶν πλημμέλημα, … καὶ κατασκήνωσον αὐτοὺς ἐν τόποις φωτεινοῖς, (…) ὅπου ἡ ἐπισκοπὴ τοῦ προσώπου Σου εὐφραίνει πάντας τοὺς ἀπ’ αἰῶνος ἁγίους Σου. Χάρισαι αὐτοῖς τὴν Βασιλείαν Σου, καὶ τὴν μέθεξιν τῶν ἀφράστων καὶ αἰωνίων Σου ἀγαθῶν, καὶ τῆς Σῆς ἀπεράντου καὶ μακαρίας ζωῆς τὴν ἀπόλαυσιν…». Κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς καλούμεθα ὅπως«μακαρίσωμεν τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς, τοὺς Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, τοὺς κτίτορας καὶ ἀνακαινιστὰς τῆς ἁγίας ἐκκλησίας ταύτης, καὶ πάντας τοὺς προαπελθόντας πατέρας καὶ ἀδελφοὺς ἡμῶν, τοὺς ἐνθάδε εὐσεβῶς κειμένους καὶ ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους». Παρομοίως καὶ εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου προσευχόμεθα:«Μνήσθητι, Κύριε, τῶν προκοιμηθέντων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ ἀνάπαυσον αὐτοὺς ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου». Εἰς τὸν Ἑσπερινὸν τῆς Γονυκλισίας τὴν Κυριακὴν τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ μάλιστα εἰς τὴν τρίτην εὐχὴν τῆς γονυκλισίας, προσευχόμεθα ἰδιαιτέρως διὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἀλλὰ καὶ πολλὴν τὴν θεολογίαν περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου εὑρίσκομε εἰς τὴν συγκεκριμένην ἐκείνην εὐχήν. Διὰ τοῦτο καὶ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἀναφέρω ἀποσπάσματά της: «… Ὁ εἰς ἅδου καταβὰς καὶ μοχλοὺς αἰωνίους συντρίψας, καὶ τοῖς κάτω καθημένοις ἄνοδον ὑποδείξας, …, ἐπάκουσον ἡμῶν δεομένων Σου, καὶ ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων Σου, τῶν προκεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, καὶ λοιπῶν συγγενῶν κατὰ σάρκα, καὶ πάντων τῶν οἰκείων τῆς πίστεως, … πάσης φύσεως ἀνθρωπίνης Δημιουργέ, συνισταμένης τε καὶ πάλιν λυομένης, ζωῆς τε καὶ τελευτῆς, τῆς ἐνταῦθα διαγωγῆς καὶ τῆς ἐκεῖθεν μεταστάσεως˙ ὁ χρόνους μετρῶν τοῖς ζῶσι, καὶ καιροὺς θανάτου ἱστῶν, κατάγων εἰς ἅδου καὶ ἀνάγων, … ὁ τοὺς θανάτου κέντρῳ πληγέντας ἀναστάσεως ἐλπίσι ζωογονῶν. Αὐτός, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, …, ὁ καὶ ἐν ταύτῃ τῆ παντελείῳ ἑορτῆ καὶ σωτηριώδει, ἱλασμοὺς μὲν ἱκεσίους ὑπὲρ τῶν κατεχομένων ἐν ἅδῃ καταξιώσας δέχεσθαι, μεγάλας δὲ παρέχων ἡμῖν ἐλπίδας, ἄνεσιν τοῖς κατεχομένοις τῶν κατεχόντων αὐτοὺς ἀνιαρῶν καὶ παραψυχὴν παρὰ Σοῦ καταπέμπεσθαι, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ταπεινῶν καὶ οἰκτρῶν δεομένων Σου, καὶ ἀνάπαυσον τὰς ψυχὰς τῶν δούλων Σου τῶν προκεκοιμημένων, ἐν τόπῳ φωτεινῶ, ἐν τόπῳ χλοερῶ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός˙ καὶ κατάταξον τὰ πνεύματα αὐτῶν ἐν σκηναῖς δικαίων, καὶ εἰρήνης καὶ ἀνέσεως ἀξίωσον αὐτούς˙ ὅτι οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί Σε, Κύριε, οὐδὲ οἱ ἐν ἅδῃ ἐξομολόγησιν παρρησιάζονται προσφέρειν Σοι, ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογοῦμεν Σε καὶ ἱκετεύομεν, καὶ τὰς ἱλαστηρίους εὐχὰς καὶ θυσίας προσάγομέν Σοι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν. … Σὸν γάρ, ὡς ἀληθῶς, καὶ μέγα ὄντως μυστήριον … ἥ τε πρόσκαιρος λύσις τῶν Σῶν κτισμάτων καὶ ἡ μετὰ ταῦτα συνάφεια καὶ ἀνάπαυσις ἡ εἰς αἰῶνας. Σοὶ χάριν ἐπὶ πᾶσιν ὁμολογοῦμεν, ἐπὶ ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν ταῖς εἰς τὸν κόσμον τοῦτον καὶ ταῖς ἐξόδοις, αἵ τὰς ἐλπίδας ἡμῖν τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀκηράτου ζωῆς, διὰ τῆς Σῆς ἀψευδοῦς ἐπαγγελίας προμνηστεύονται, ἧς ἀπολαύσαιμεν ἐν τῆ μελλούσῃ δευτέρᾳ παρουσίᾳ Σου… Δέξαι οὖν, Δέσποτα, δεήσεις καὶ ἱκεσίας ἡμετέρας, καὶ ἀνάπαυσον πάντας, τοὺς πατέρας ἑκάστου καὶ μητέρας καὶ τέκνα καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ εἴ τι ἄλλον ὁμογενὲς καὶ ὁμόφυλον, καὶ πάσας τὰς προαναπαυσαμένας ψυχὰς ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου. Καὶ κατάταξον τὰ πνεύματα αὐτῶν καὶ τὰ ὀνόματα ἐν βίβλῳ ζωῆς, ἐν κόλποις Ἀβραάμ, καὶ Ἰσαάκ, καὶ Ἰακώβ, ἐν χώρᾳ ζώντων, εἰς βασιλείαν οὐρανῶν, ἐν παραδείςῳ τρυφῆς, διὰ τῶν φωτεινῶν Ἀγγέλων Σου εἰσάγων ἅπαντας εἰς τὰς ἁγίας Σου μονάς. Συνέγειρον καὶ τὰ σώματα ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ ἧ ὥρισας, κατὰ τὰς ἁγίας Σου καὶ ἀψευδεῖς ἐπαγγελίας. Οὐκ ἔστιν οὖν, Κύριε, τοῖς δούλοις Σου θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ πρὸς Σὲ τὸν Θεὸν ἡμῶν ἐνδημούντων, ἀλλὰ μετάστασις ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα, καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά».
Ἐν ὄψει τοῦ προσδοκωμένου ἡμετέρου θανάτου καὶ τῆς μελλούσης Κρίσεως, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ θὰ παραστῶμεν, καλούμεθα ὑπὸ τοῦ Διακόνου εἰς τὴν Λειτουργίαν ὅπως:«Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά, καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα». Ἀναλόγως προσευχόμεθα καὶ εἰς τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἀποδείπνου, παρακαλοῦντες τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον νὰ μᾶς βοηθήσῃ κατὰ τὴν φοβερὰν ὥραν τοῦ θανάτου: «Καὶ ἐν τῶ καιρῶ τῆς ἐξόδου μου τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν περιέπουσα καὶ τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρῳ αὐτῆς ἀπελαύνουσα». Παραπλησίως προσευχόμεθα καὶ κατὰ τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Μεσονυκτικοῦ τοῦ Σαββάτου: «Καὶ νῦν, Δέσποτα, σκεπασάτω με ἡ χείρ Σου, καὶ ἔλθοι ἐπ’ ἐμὲ τὸ ἔλεός Σου, ὅτι τετάρακται ἡ ψυχή μου καὶ κατώδυνός ἐστιν ἐν τῶ ἐκπορεύεσθαι αὐτὴν ἐκ τοῦ ἀθλίου μου καὶ ῥυπαροῦ σώματος τούτου˙ μήποτε ἡ πονηρὰ τοῦ ἀντικειμένου βουλὴ συναντήσῃ καὶ παρεμποδίσῃ αὐτήν, διὰ τὰς ἐν ἀγνοίᾳ καὶ γνώσει ἐν τῶ βίῳ τούτῳ γενομένας μοι ἁμαρτίας. Ἵλεως γενοῦ μοι, Δέσποτα, καὶ μὴ ἰδέτω ἡ ψυχή μου τὴν ζοφερὰν καὶ σκοτεινὴν ὄψιν τῶν πονηρῶν δαιμόνων˙ ἀλλὰ παραλαβέτωσαν αὐτὴν Ἄγγελοί Σου φαιδροὶ καὶ φωτεινοί. Δὸς δόξαν τῶ ὀνόματί Σου τῶ ἁγίῳ καὶ τῆ σῆ δυνάμει ἀνάγαγέ με εἰς τὸ θεῖον Σου βῆμα. Ἐν τῶ κρίνεσθαί με, μὴ καταλάβοι με ἡ χεὶρ τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸ κατασπάσαι με τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς βυθὸν ἅδου, ἀλλὰ παράστηθί μοι καὶ γενοῦ μοι σωτὴρ καὶ ἀντιλήπτωρ…». Εἰς τὴν τελευταία αὐτὴ εὐχὴ κατοπτρίζεται ὅλο τὸ δέος τοῦ πιστοῦ ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου, ὁ φόβος γιὰ τὴν Κρίσι καὶ τὸν κίνδυνο τῆς ἀπωλείας, καθὼς καὶ ἡ τελικὴ ἐγκατάλειψις τοῦ πιστοῦ εἰς τὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ. Ἀναλόγως προσευχόμεθα καὶ εἰς τὴν τρίτην εὐχὴν τῆς Γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς: «… ἡμᾶς δὲ τοὺς περιεστῶτας εὐλόγησον, τέλος ἀγαθὸν καὶ εἰρηνικὸν παρεχόμενος ἡμῖν τε καὶ παντὶ τῶ λαῶ Σου, καὶ ἐλέους σπλάγχνα καὶ φιλανθρωπίας διανοίγων ἡμῖν ἐν τῆ φρικτῆ καὶ φοβερᾶ Σου παρουσίᾳ, καὶ τῆς βασιλείας Σου ἀξίους ἡμᾶς ποίησον».
Τὰ Μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων θεσμοθετοῦνται ἤδη ἀπὸ τὰς Ἀποστολικὰς Διαταγάς, αἱ ὁποῖαι ἐντέλλονται: «Ἐπιτελείσθω δὲ τρίτα τῶν κεκοιμημένων ἐν ψαλμοῖς καὶ ἀναγνώσεσι καὶ προσευχαῖς διὰ τὸν διὰ τριῶν ἡμερῶν Ἐγερθέντα, καὶ ἔνατα εἰς ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, καὶ τεσσαρακοστὰ κατὰ τὸν παλαιὸν τύπον˙ Μωϋσῆν γὰρ οὕτως ὁ λαὸς ἐπένθησεν, καὶ ἐνιαύσια ὑπὲρ μνείας αὐτοῦ, καὶ διδόσθω ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ πένησιν εἰς ἀνάμνησιν αὐτοῦ»(36) Σήμερον προσετέθησαν τὰ τρίμηνα, ἑξάμηνα καὶ ἐννεάμηνα. Κατὰ τὰ Μνημόσυνα παρατίθενται καὶ εὐλογοῦνται τὰ Κόλλυβα. Εἰς τὸν σπόρον τοῦ σίτου, ὁ ὁποῖος θάπτεται εἰς τὴν γῆν, σαπίζει, διαλύεται καὶ ἀπ’ αὐτὴν τὴν σῆψιν καὶ διάλυσιν ἀνίσταται ὁ νέος στάχυς, πλήρης ζωῆς καὶ καρποῦ, ἡ Ἐκκλησία, στοιχοῦσα εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει˙ ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει»,(37) καὶ ἀκούουσα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέγοντος ὅτι «οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. σπείρεται ἐν φθορᾶ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ˙ σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ˙ σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει˙ σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν»,(38) εἶδε τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου θνήσκοντος, τὸ σῶμα θάπτεται καὶ κρύπτεται εἰς τὴν γῆν, ἀναμένον τὴν ὥραν τῆς ἀναστάσεως, ὁπότε θὰ ἀνασυντεθῆ καὶ θὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ προσκήνιον πλῆρες ζωῆς καὶ δόξης καὶ ἀφθαρσίας.
Ἀγαπητοί μου,
Δὲν νομίζω ὅτι σᾶς ἐπαρουσίασα μίαν ἐπιστημονικῶς ἀρτίαν ἐπεξεργασίαν τοῦ θέματος. Πολλοῦ γε καὶ δεῖ! Ἔδωκα, ἁπλῶς, σοφοῖς ἀφορμήν. Αὐτὸς ἦταν ἄλλωστε ὁ σκοπός μου καὶ μόνον. Οὐχ ἧττον, εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ τὴν παρουσίασιν ὅλων τῶν εἰσηγήσεων θὰ ἔχετε μίαν πληρεστέραν εἰκόνα καὶ ἀρτιοτέραν γνῶσιν, εἰς βοήθειαν ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων, καὶ τοῦ χριστωνύμου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς μᾶς ἠξίωσε νὰ διακονοῦμεν καὶ νὰ ὁδηγοῦμεν εἰς τὴν Ὁδόν, τὴν Ἀλήθειαν καὶ τὴν Ζωήν. Θὰ σᾶς ἀφήσω νὰ συνεχίσετε ἐν εὐλογίαις τὰς ἐργασίας τοῦ Συμποσίου μὲ μίαν προσευχὴν τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου: «Ἀλλ’ ὦ Χριστέ, … καινοποιήσας, ἐγκαίνισον ἐν τῆ διανοίᾳ ἡμῶν, Κύριε, σπουδὴν πρὸ τοῦ θανάτου, ὅπως ἐν τῆ ὥρᾳ τῆς ἐξόδου ἡμῶν γνῶμεν, πῶς ἦν ἡ εἴσοδος ἡμῶν καὶ ἡ ἔξοδος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, ἕως ἄν τελειώσωμεν τὸ ἔργον, εἰς ὅ ἐκλήθημεν κατὰ τὸ θέλημά Σου ἐν τῆ ζωῆ ταύτῃ πρῶτον, καὶ μετὰ ταῦτα ἐλπίσωμεν ἐν διανοίᾳ πεπληρωμένῃ πεποιθήσεως, δέξασθαι τὰ μεγάλα, κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν τῶν Γραφῶν, ἅ ἡτοίμασεν ἡ ἀγάπη Σου ἐν τῆ δευτέρᾳ καινουργίᾳ, ὧν ἡ μνήμη φυλάττεται ἐν πίστει τῶν μυστηρίων».(39)