Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Ταπεινή ικεσία ποιμένος ψυχών(Εξομολογητική)

Η Εξομολογητική αυτή ικεσία του πατρός  Ευσεβίου(Βίττη) εγράφη μετά την επιστροφή του από την Σουηδία, όπου διακονούσε ιεραποστολικά ως ιερεύς εργαζόμενος και σε χειρωνακτικές δουλειές από το 1963 έως τα 1980. Το 1973 έχτισε, εργαζόμενος ως μαραγκός, και το Ιερόν Ησυχαστήριον του Αγίου Νικολάου, στην Βόρεια Σουηδία, στο RATTVIK 400 χιλιόμετρα οπό την Στοκχόλμη... Στην Ελλάδα επανήλθε το 1980, κάνοντας υπακοή στον πνευματικό του πατέρα.

ΚΥΡΙΕ κάποτε η άγια Σου καρδιά πόνεσε απερίγραπτα βλέποντας το λαό σου σε πλήρη εγκαταλείψει. «Ιδών τους όχλους εσπλαγχνισθής περί αυτών ότι ήσαν ερριμμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα».


Ράγιζε η θεανθρώπινη καρδιά Σου από το αποκαρδιωτικό αυτό θέαμα. Σε άλλη περίπτωση έκλαψες για την ίδια αιτία. Αγαπούσες τόσο πολύ το λαό Σου! Τον αγαπούσες αφάνταστα, γιατί ήσουν -~και είσαι πάντοτε!- ο «Ποιμήν ο Καλός».
Και την απέραντη αγάπη Σου για την Ποίμνη Σου, πού δεν περιορίζεται σε μόνον τον «περιούσιο» λαό Σου, αλλά εκτείνεται σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος την έδειξες με τον πιο αναμφισβήτητο , τρόπο. «Εθηκας την ψυχήν Σον υπέρ των προβάτων» πάνω στον φρικτό Γολγοθά. και μας άφησες έτσι αιώνιο και ανέφικτο παράδειγμα καλού Ποιμένος. Μας έδειξες έμπρακτα ποιοι πρέπει να είναι, όσοι θα θελήσουν υπακούοντας στην κλήση Σου, να γίνουν ποιμένες ψυχών. Οφείλουν γι` αυτό να «έπακολουθήσωσι τοις ίχνεσι Σου», Ω, πόσο άξιο θαυμασμού και δοξολογίας είναι το υπέροχο και ανέφικτο παράδειγμα Σου!
Πόσο, αντίθετα, μηδαμινό και αξιοδάκρυτο είναι το δικό μου παράδειγμα, το δικό μου άθλιο και ελεεινό παράδειγμα!
Πώς τολμώ να λέω πώς είμαι ή, καλύτερα, πώς υπήρξα ποιμήν ψυχών; Πόσο απροσμέτρητη είναι ή δική μου αναξιότητα και άμαρτωλότητα!

ΚΥΡΙΕ, Εσύ είσαι ο ένας και μοναδικός Ποιμήν ψυχών.
Από άπειρη συγκατάβαση όμως και άμετρο έλεος θέλησες να εμπιστευθείς το μοναδικό αυτό έργο σε ανθρώπινα χέρια. Για αυτό ευδόκησες από άπειρη συγκατάβαση και έλεος να καλέσεις ακόμη και εμένα, των αναξίων άναξιώτερον και αμαρτωλών αμαρτωλότερο και σιχαμερών σιχαμερώτερον, να ακολουθήσω τα ίχνη Σου στο έργο της διαποιμάνσεως ψυχών.

Εσύ ο ίδιος εναποτέθηκες στα ακάθαρτα και βέβηλα μου χέρια ως «παρακαταθήκη», για να Σε διαφυλάξω αλώβητων ως τη φρικτή ημέρα της Λογοδοσίας. Στην παρακαταθήκη αυτή περιλαμβάνεται και το Σώμα, του οποίου θεία Κεφαλή είσαι Εσύ, δηλαδή ή Εκκλησία Σου, στο πρόσωπο της μικρής Ποίμνης, πού μου εμπιστευόσουν.
Αλλοίμονο μου όμως, δεν ήμουν άξιος αυτής της τιμής ούτε τότε, ούτε, πολύ περισσότερο, τώρα. Όμως παρόλα αυτά ξέρεις πόσο βαθιά λαχτάρησα να μπορούσα να ακολουθήσω με πλήρη συνέπεια τα αιματοβαμμένα ίχνη Σου.
Εσύ μόνο γνωρίζεις κάποια δάκρυα, κάποιους ίδρωτες, κάποιους μόχθους, κάποιες αγωνίες, κάποιες αγρυπνίες, κάποιες περιφρονήσεις, κάποιες ειρωνείες ή και απειλές, πού μου απευθύνθηκαν, κάποιο αίμα της καρδίας, κάποιους αλάλητους στεναγμούς, πού προσφέρθηκαν ταπεινά μόνο και μόνο για να εξαγνισθεί ή ταπεινή μου προσφορά. Εσύ
ξέρεις πόσο μου κόστισε ή αποδοχή της κλήσεώς Σου.
Το πώς οδήγησες τα διστακτικά και παραπαίοντα βήματα μου, το πόσο με ανέχθηκες στις πτώσεις μου και στις αδεξιότητες μου, το γνωρίζω πολύ καλά για τον εαυτό μου. Σε ευχαριστώ, Κύριε, ταπεινά για όλα αυτά.

ΞΕΡΕΙΣ όμως πάλι, Κύριε, πόσοι όγκοι εγωισμού, διαφορώτατων με μητέρα τους τη φιλαυτία, ανθρωπαρέσκειας, ιδιοτέλειας, μικροτήτων και με ένα λόγο αμαρτωλότητος απροσμέτρητης, μόλυναν πάντα την προσφορά μου.
Ξέρεις πώς κατά βάθος αναζητούσα τον εαυτό μου -και δεν Σου το κρύβω, το ξέρεις άλλωστε ως Παντογνώστης, πώς και τώρα το ίδιο κάνω- ή υπολόγιζα τους ανθρώπους, την κρίση τους την καλή για μένα, την εύνοια τους, την τιμή τους για μένα. Ανακαλύπτω τώρα πια με πολλή οδύνη, πώς πολύ λίγο έβλεπα το Ποίμνιο ως ψυχές προς σωτηρία. Δεν πόνεσα μέχρι θανάτου για αυτές.
Όχι. Υπήρξα πολύ σκληρός κι ας φυλαγόμουν να μην το δείχνω.
Υπήρξα ξένος προς την τρυφερότητα και την αγάπη, που κλαίει και αγρυπνεί με πόνο πού προσφέρει τα πάντα για το όποιο λογικό πρόβατο της μικρής του ποίμνης πού πεθαίνει ευχαρίστως γι' αυτό πού το αγαπάει για ότι είναι.
Εγώ, κι αν υποτεθεί πώς αγαπούσα σε κάποιο βαθμό, τον εαυτό μου ουσιαστικά αγαπούσα. Αγαπούσα για τον εαυτό μου.
Πόσο αληθινό είναι αυτό, το αποδεικνύει το γεγονός, πώς πολλές φορές τις ψυχές, πού μου εμπιστεύθηκες, τις εγκατέλειψα άσπλαχνα αναζητώντας «καλύτερους» τάχα τρόπους «αξιοποιήσεως» του εαυτού μου.
Είχα και έχω τόσο τερατώδη ιδέα για τον εαυτό μου! Φοβόμουν ουσιαστικά τον θάνατο. Τον θάνατο για Σένα και το Ποίμνιο Σου. και πιστεύω πώς ποτέ μου δεν προχώρησα πέρα από έναν κούφιο συναισθηματισμό λόγων στο σημείο αυτό. Και απόδειξη είναι οι τόσες φορές, πού απομακρύνθηκα οικειοθελώς από το Ποίμνιο.
Άλλο το ότι ή αγάπη Σου μου έδωσε να καταλάβω πώς δεν μου ήταν επιτρεπτό να εγκαταλείψω με τόσο επιπόλαιο τρόπο τις ψυχές, πού μου εμπιστεύθηκες. Δια μέσου των γεγονότων μου έκανες φανερό πώς ή θέση μου ήταν στον τόπο, οπού με τοποθέτησες αρχικά και πώς σε αυτόν έπρεπε να πεθάνω.
Ό θάνατος μου θα έπρεπε να πέραση όλα τα στάδια του, ώσπου να ολοκληρωθεί με την εναπόθεση του πνεύματος μου στα χέρια Σου και μαζί και της εντολής Σου. Γι' αυτό με ξανάφερες στον αρχικό μου τόπο μη ευλογώντας τις προσπάθειες μου, αλλά αντίθετα καταστρέφοντας το έργο των χεριών μου. Σε ευχαριστώ για την καταστροφή αυτή. Σε ευχαριστώ ταπεινά για την ανοχή, πού εξακολουθητικά μου δείχνεις, έστω κι αν είναι πολύ οδυνηρές οι φανερώσεις τους.
Σε ευχαριστώ γιατί δεν με άφησες στον ύπνο των φαντασιώσεων μου, αλλά με ξύπνησες στην πραγματικότητα μου και στην αλήθεια πού αφορά έμενα τον ίδιο. Που θα ήταν δυνατό να είχα καταντήσει αλλιώς!
Μα, να, πού χρειάστηκε να απομακρυνθώ πάλι από το Ποίμνιο Σου. Όμως ετούτη τη φορά όχι από υπαιτιότητα δική μου, Κύριε μου, όσο κι αν οι αμαρτίες μου παίζουν πάλι το θλιβερό τους ρόλο και στην περίπτωση αυτή. Το γιατί το ξέρεις, Κύριε μου.
Εσύ ξέρεις και τους βαθύτερους λόγους, πού εγώ τους αγνοώ.
Εσύ γνωρίζεις πόσο έκλαψα και πόσο κλαίω γι' αυτό.
Κλαίω σαν μωρό παιδί.
Ματώνει ή καρδιά μου καθώς βλέπω τα πρόβατα Σου λεηλατημένα, χωρίς ποιμένα, χωρίς φροντίδα και «θεραπεία» των πολλών τους αναγκών, χωρίς την κανονική προσφορά του «σιτομετρίου» τους για να διατηρηθούν στην πνευματική τους ζωή. Πόσο πονώ, Κύριε μου και με μόνη τη σκέψη, ότι δεν μπόρεσα να φέρω εις πέρας το έργο, πού μου ανέθεσες. Όχι πώς είναι ποτέ δυνατόν να άχθη ποτέ σωστά εις πέρας, αλλά να, έτσι ανθρώπινα κρίνοντας λέω να μπορούσα να εκπληρώσω τουλάχιστον κάπως υποφερτά το χρέος μου.
Θα ήθελα και την ίδια τη ζωή μου να έδινα, όσο φτωχή και ασήμαντη κι αν είναι,, όσο κι αν δεν αξίζει καθόλου, μα καθόλου για τις ψυχές, πού μου έκανες την υψίστη τιμή να μου εμπιστευθείς. Πόσο αγάπησα το ποίμνιο αυτό , το ξέρεις, Κύριε. και πόσο το λαχταρώ δεν το αγνοείς καρδιογνώστης, πού είσαι.

ΞΕΡΩ όμως κι ετούτο: Καμιά θυσία δεν είναι ευπρόσδεκτη ενώπιον Σου και δεν μεταβάλλεται «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής», αν δεν γίνεται σύμφωνα με το πανάγιο θέλημα Σου. Και αν καμιά ανθρώπινη δεν είναι αξία της Μεγαλοσύνης Σου, πόσο μάλλον ή δική μου, πού θα ήταν ήδη από την πηγή της βρωμερή και αηδιαστικά μολυσμένη με κάθε ανθρώπινη αμαρτία και αθλιότητα; Ξέρω πολύ καλά, Κύριε μου, πώς το καλό δεν είναι καλό, αν δεν γίνεται καλά, όταν δεν γίνεται σύμφωνα με το Απόλυτο Καλό, το πανάγιο θέλημα Σου.

Το ζήτημα δεν είναι να θυσιαστώ εγώ και όπως το θέλω εγώ, αλλά αν το θέλεις Εσύ και όπως το θέλεις Εσύ.
Γι' αυτό και υποτάσσομαι στο θέλημα Σου. Δέχομαι ευχαρίστως την περιφρόνηση του να θεωρούμαι «προδότης» του Ποιμνίου Σου, λιποτάκτης του χρέους μου έναντι των αγαπημένων μου ψυχών. Με παρηγορεί ή σκέψη πώς παρόλα αυτά. Εσύ ξέρεις τα πάντα. Ξέρεις πιο καλά και από μένα τον ίδιο αυτά, πού με αφορούν.

Εσύ τα ξέρεις σωστά και όπως είναι. Οι άνθρωποι τα ξέρουν, αν τα ξέρουν, ανάποδα, λειψά, παραποιημένα, από αδέσποτες ίσως φήμες, από διεργασίες της δικής τους φαντασίας ή καχυποψίας και με βάση ίσως ότι ή όχι καλή διάθεση μερικών ίσως έχει χαλκέψει.

ΜΑΚΡΙΑ, τοπικά πια από το ποίμνιο, πού αγαπώ με όλη μου την καρδιά, μα και εντελώς αδύνατο να παρευρίσκομαι κοντά τους εφ' όρου ζωής, νιώθω το χρέος να βρίσκομαι δίπλα του πνευματικά και αθώρητος, να ξαγρυπνώ μαζί Σου για τις αγαπημένες μου ψυχές. Να μιλώ μαζί Σου γι` αυτές. Να βουλεύομαι μαζί Σου για τις εγκαταλελειμμένες, τις πονεμένες, τις βασανισμένες, τις γεμάτες λαχτάρα να έρθουν κοντά Σου ψυχές.

ΜΕ τα μάτια της ψυχής μου και από ότι τυχόν ξέρω ή μαθαίνω, βλέπω την Ποίμνη Σου περιτριγυρισμένη από λύκους διψασμένους για αίμα, κυριαρχημένους από άγρια βουλιμία να καταβροχθίσουν ψυχές.
Βλέπω μεταμφιεσμένους σε πρόβατα θανάσιμους εχθρούς των προβάτων Σου, πού θέλουν να τα απομυζήσουν.
Βλέπω τους θρασείς «κλέπτας», πού έρχονται να «αρπάσωσι», να «θύσωσι», να «απολέσωσι». Βλέπω... και τι δεν βλέπω.
Μη μπορώντας όμως να κάνω τίποτε άλλο, κράζω;

Κύριε, κράζω με όλη τη δύναμη της ασθενικής μου φωνής: Βοήθεια, Κύριε! Βοήθεια! Κλέφτες στο μαντρί! Λύκοι στο κοπάδι με αιμοβόρα διάθεση! Φωνάζω σε Σένα τον μόνον Αρχιποίμενα, γιατί ξέρω και την απέραντη στοργή Σου για κάθε πρόβατο προσωπικά και την άπειρη δύναμη Σου να συμπαρασταθείς σ' αυτά και στις δυσκολίες τους και στους πειρασμούς τους. Κράζω έτσι δεμένος, πού είμαι, με καταματωμένη και κουρελιασμένη την καρδιά μου, με πλημμυρισμένα από δάκρυα τα μάτια μου, με φωνή, πού την αλλοιώνουν ασυγκράτητοι λυγμοί. Κύριε, προστάτευσε την Ποίμνη Σου! Οδήγησε της τα βήματα «εις νομάς σωτηρίους», «εις τόπον χλόης», «εις ύδατα αναπαύσεως». Εκεί στους θεϊκούς λειμώνες της θεία Σου αγαπήσεως έκθρεψέ την με τα αγιαστικά της χάριτος Σου και προ πάντων με την τροφή της αθανασίας, το πανάγιο Μυστήριο της ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, το αντίδοτων του θανάτου.

Και ΠΡΟ ΠΆΝΤΩΝ ΣΤΕΙΛΕ ποιμένες άγιους, σεμνούς, σώφρονες, καθαρούς, ταπεινούς, τίμιους, ανιδιοτελείς, αληθινούς γνήσιους ώριμους πνευματικά, «υγιαίνοντας περί την πίστιν», φωτοειδείς και χριστοειδείς, ώστε να κατευθύνουν την Ποίμνη Σου «εις τόπον Σου».

Ναι Κύριε, Κύριε μου, Σε ικετεύω θερμά με δάκρυα, στείλε άγιους ιερείς, εργάτες του θερισμού Σου, οικονόμους της ποικίλης Χάριτος Σου στο εγκαταλελειμμένο Ποίμνιο Σου, Στείλε ιερείς παρακαλούντας τον λαό σου Κύριε!

Ώ, πόσο θα χαίρομαι, όταν ή Ποίμνη Σου θα χαίρεται! Πόσο θα σκιρτώ από αγαλλίαση, όταν το λογικό Σου κοπάδι θα αναπαύεται κάτω από τη θεία Σου, σκέπη, αναπνέοντας τη ζείδωρη αύρα της Χάριτος Σου, ήρεμο και γαλήνιο, γιατί θα ξέρη πως πάνω του αγρυπνείς Εσύ ο ίδιος!

ΓΝΩΡΙΖΩ όμως πόσο ή ανθρώπινη πραγματικότητα είναι πεζή, απογοητευτική, αντινομική, γεμάτη αδυναμίες. Ξέρω από τον ίδιο τον εαυτό μου πόσο δύσκολο είναι για τα πρόβατα Σου να υποταχθούν πέρα για πέρα στο θέλημα Σου. Είναι τόσο διεφθαρμένη ή φύση μας και τόσο διεστραμμένη από την αμαρτία, Κύριε!

Δεν αγνοώ ακόμα πώς το δυσκολότερο επίτευγμα είναι να ενωθούν όλα τα πρόβατα εσωτερικά, οργανικά, αληθινά σε μια πραγματικά πνευματική ποίμνη υπό ένα Ποιμένα, Εσένα, ω Ιησού μου.

Για αυτό δεν προσευχήθηκες εσύ ο ίδιος στον Πατέρα Σου λίγο πριν από το πάθος Σου; Ξέρω από πικρή πείρα τον διασπαστικό ρόλο των προσωπικών αντιλήψεων και ιδεών, των συναισθηματικών καταστάσεων, της άγνοιας του Ευαγγελίου Σου της ελλείψεως της εσωτερικής μυστικής (επί)κοινωνίας με Σένα και με τα υπόλοιπα πρόβατα Σου μεταξύ τους, της σφοδρής πολεμικής εναντίον της Εκκλησίας Σου, του κάκου, κάκιστου, παραδείγματος κάποιων ανάξιων ποιμένων Σου, από τους οποίους ο χειρότερος τυχαίνει να είμαι εγώ.

Ξέρω πόσο ο «αρχέκακος όφις», ο εχθρός διάβολος, σπέρνει κάθε είδους ζιζάνια ανάμεσα στα πρόβατα Σου. Δεν αγνοώ πόσο δελεαστικά και γοητευτικός πλάνα είναι τα μονοπάτια της αμαρτίας και των φευγαλέων, απατηλών δε, αγαθών του κόσμου ετούτου. Όλα αυτά και ότι σχετικό, κρατούν το Ποίμνιο Σου σε κατάσταση συγχύσεως, διασκορπισμού, αδυναμίας συμπορεύσεως, συμπνευματισμού στο Όνομα Σου.

Μη μπορώντας να κάνω τίποτε -μα και στην καλύτερη περίπτωση τι μπορεί να κάνη ο άνθρωπος;- Σε παρακαλώ δέξου μια ταπεινή προσφορά, Κύριε. Μια προσφορά ενός ανάξιου ποιμένος ψυχών, πού παρόλη την αθλιότητα του αγαπάει τα πρόβατα Σου, δηλαδή τους αδελφούς του, γιατί και αυτός πρόβατο Σου είναι, τα νιώθει ενωμένα μαζί του με μια ενότητα «εν ενί πνεύματι και μια καρδία» και ικετεύει γι' αυτά. Και ή προσφορά μου θα είναι:
ΓΙΑ όσα πρόβατα Σου
δεν Σε γνωρίζουν και γι' αυτό και δεν επικοινωνούν μαζί Σου,
θα επικοινωνώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
κλαίνε για τις οποίες παραβάσεις τους και εκτροπές
τους, μικρές ή μεγάλες, τις εν γνώσει ή εν αγνοία
τους,
Θα κλαίω εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
βυθίζονται ατό βούρκο της αμαρτίας χάνοντας την
αγνότητα τους, θα θρηνώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
κοιμούνται τον μακάριο ύπνο της αμελείας και
αδιαφορίας, θα ξαγρυπνώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
ΣΕ βλασφημούν και Σε περιφρονούν, γιατί ποτέ
Τους δεν γνώρισαν πραγματικά, θα Σε υμνώ και
Θα Σε δοξολογώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
Είναι δέσμια οποιουδήποτε πάθους, γονατιστός
Θα Σε, ικετεύω να τα ελευθέρωσης από τα φοβερά
δεσμά τους.
Για όσα πρόβατα Σου
Πέφτουν σε χέρια λύκων, με αγωνιά και απελπισμένα
Σου κράζω. Κύριε, Κύριε, Κύριε, σώσε τα!
γλίτωσε τα!
Για όσα πρόβατα Σου
βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, σε
σε αδυναμία να σκεφτούν και μη μπορώντας
να βρουν τη σωτήρια διέξοδο από τον λαβύρινθο,
στον οποίο βρίσκονται, θα Σου δέομαι εγώ.
Με όσα πρόβατα Σου
αγωνίζονται ειλικρινά, και δακρύζουν και πονούν
και πασχίζουν και ματώνουν και αδιάκοπα
προσπαθούν να «τελέσωσι τον δρόμον» τους με χαρά.
για να φέρουν σε αίσιο πέρας το έργο της σωτηρίας τους.
Θα συναγωνίζομαι και εγώ «εν τοις προσευχαίς»,
ώστε να αξιωθούν να λάβουν το στεφάνι της νίκης,
το όποιο «αποδώσεις Συ ο δίκαιος Κριτής
εν εκείνη τη ήμερα».

ΞΕΡΩ πώς ο καθένας μας είναι προσωπικά υπεύθυνος ενώπιον Σου, Κύριε. «Έκαστος περί εαυτόν δώσει λόγον Σοί τω Θεώ».
Ξέρω όμως πάλι πώς τίποτε δεν εμποδίζει την αγάπη στο όνομα Σου να ταυτίζεται με όλη την Εκκλησία Σου, «μη ζητούσα τα εαυτής», και να ακολουθήσει τα ίχνη Σου, για να γίνει «χριστοειδής» και «χριστόμορφος».
Εσύ δεν έκανε για μας και αντί για μας αυτό το όποιο, ό,τι και να ξέραμε, ό,τι και να θέλαμε, ότι και να πασχίζαμε, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κατορθώσουμε; Αν τόλμησα και είπα τις μεγάλες κουβέντες, πού είπα πιο πάνω, τόλμησα να το κάνω μόνο και μόνο, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς όχι εγώ ο γήινος και αδαμιαίος και πρώτος των αμαρτωλών, αλλά Εσύ είσαι Εκείνος, πού θα κάνης ότι δεν κάνουμε εμείς και θα συμπλήρωσης τις δικές μας ελλείψεις και ατέλειες.
Κανένας δεν αγαπάει τα πρόβατα Σου, όσο Εσύ ο ίδιος. και φυσικά δεν περιμένεις να μάθεις τις ανάγκες τους από τις δικές μας αναιμικές προσευχές. Επειδή όμως Σε ξέρω, όσο και αν ή γνώση μου για Σένα είναι απόλυτα μικρή και μηδαμινή, τόλμησα να μιλήσω «εις τόπον Σου», όπως Θα μιλούσες Εσύ. Αποτόλμησα να γίνω των δικών Σου συναισθημάτων -σε κάποιον ελάχιστο βαθμό, βέβαια- ερμηνεύς για τα πρόβατα Σου, πού για χάρη τους έγινες «ο Ών ός ουκ ης δι' ημάς». Αν όμως παρόλα αυτά είναι τα λόγια μου υπερφίαλα και παράτολμα για την αθλιότητα μου, συγχώρησε με. Κύριε. Συγχώρησέ γιατί ξέρω την αδυναμία μου. Συγχώρησέ με, γιατί στην υπερβολή της αγάπης είπα, ότι και δεν μου ταιριάζει και με ξεπερνάει «άπειρον όσον».

ΔΕΞΟΥ Κύριε Ιησού γλυκύτατε, Αρχιποίμην Ιησού, Υιέ Θεού Μονογενές, Αγάπη της Αγάπης-του Πατρός, πού είναι ή ρίζα κάθε αγάπης, δέξου, ΚΥΡΙΕ μου, την ταπεινή μου προσφορά. Δέξου την και επειδή οπωσδήποτε είναι μολυσμένη και βεβορβορωμένη από την άμετρη αμαρτωλότητά μου, εξάγνισε -την ΕΣΥ καθάρισε την Εσύ, συμμόρφωσε την Εσύ σύμφωνα με τη δική Σου σοφία και καθαρότητα.
Δέξου τους χτύπους της καρδιάς μου, όσο κι αν είναι πήλινη.
Δέξου τα δάκρυα μου, όσο κι αν είναι γήινα.
Δέξου την ταπεινή μου ικεσία, όσο κι αν είναι φτωχή και ισχνή.
Σε ικετεύω, φτωχό Σου πρόβατο κι εγώ, για τα πρόβατα Σου, πού είναι αδέρφια μου, πού είναι παιδιά Σου, που είναι παιδία του «Πατρός ημών του εν τοις ουρανοίς», Πρωτότοκε και Πρεσβύτερε Αδελφέ, Κύριε και Δέσποτα Ιησού Χριστέ, Σωτήρ μου.
ΟΣΟΝ καιρό μετάνοιας, συντριβής, προσευχής, αφιερώσεως και ησυχίας πνευματικής θα μου χαρίζει ή ευσπλαχνία Σου -μια μέρα; μια εβδομάδα; ένα μήνα; ένα χρόνο;- όσον καιρό θα μου χαρίζει ή άμετρη αγαθότητα Σου και ανοχή Σου, θα τον αφιερώσω σε αυτό το έργο: θα ικετεύω για τα πρόβατα Σου. Ώ, μην απορρίψεις την ταπεινή μου ικεσία, Κύριε! Το ξέρεις πως η μεγάλη μου ευτυχία κλείνοντας τα μάτια στον μάταιον αυτόν κόσμο, ή πιο μεγάλη μου χαρά, θα είναι να έχω κρατήσει μια και μόνο εικόνα:
"ένα κοπάδι λογικών προβάτων, των προβάτων, που μου είχες Εσύ εμπιστευθεί, μα δεν αξιώθηκα να πεθάνω ανάμεσα τους, να βόσκουν ενωμένα, αγαπημένα, ειρηνικά, πνευματικά καταρτισμένα σε κάποιους λειμώνες της Χάριτος Σου, κάτω από τα στοργικά βλέμματα ενός —ίσως και περισσότερων- αγίων ιερέων και πνευματικών ποιμένων, πού θα τους έχεις στο μεταξύ Εσύ στείλει, γιατί και γι' αυτό Σε έχω ενοχλήσει πολύ, όπως το ξέρεις καλά.
Ίσως αύτη ή εικόνα, πού θα έχω κλείσει στα μάτια μου, νάναι ή μόνη μου απολογία μπρος στο φοβερό Κριτήριο και το αδέκαστο Βήμα Σου.
Όταν μου πεις: τι έκανες λοιπόν, φτωχή ψυχή, εκεί κάτω στη γη; Θα μπορώ ίσως τότε με όλη την απλότητα και το θάρρος, πού μου εμπνέει ή αγάπη Σου, να Σου αποκριθώ ταπεινά:
Σου δάνειζα τα δάκρυα μου,
για να κάνης τις συνθέσεις
των χρωμάτων αυτής της εικόνας,
που έφερα μαζί μου Κύριε!
ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ, ΙΗΣΟΥ ΜΟΥ!
Από το βιβλίο ''Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες''

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ Γιὰ τὴν συμμετοχή μας στὶς ἀκολουθίες


 «Νὰ ἔρχεσαι ὅσο μπορεῖς συχνότερα στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, νὰ συμμετέχεις στὶς ἀκολουθίες γιὰ νὰ δοξάζεις τὸν Κύριο ἢ νὰ ζητᾶς τὸ ἔλεός Του γιὰ τὴν πνευματική σου ἀδυναμία, γιὰ τὴν ψυχική σου φτώχεια καὶ ἁμαρτωλότητα. Κανεὶς τόσο δυνατὰ καὶ τόσο εἰλικρινὰ δὲν θὰ πονέσει μαζί σου γιὰ τὴν ἀδυναμία σου ὅσο ἡ Ἐκκλησία. Ὅλα ὅσα δοκιμάζεις ἐσὺ τὰ δοκίμασαν ἀκόμη καὶ τὰ ἐκλεκτότερα τέκνα Της, ἔπασχαν πνευματικὰ ὅπως κι ἐσύ, ἁμάρταναν καὶ ἔπεφταν ὅπως ἀκριβῶς κι ἐσύ...
Πουθενὰ τόσο βαθειὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ δὲν ἐρχόμαστε σὲ συναίσθηση καὶ αὐτογνωσία ὅσο μέσα στὸν ναό, γιατὶ ἐδῶ εἶναι ἰδιαίτερα αἰσθητὴ ἡ παρουσία τοῦ σῴζοντος Θεοῦ καὶ ἐνεργεῖ μὲ ἀνερμήνευτο τρόπο ἡ χάρη Του. «Ὁ Θεὸς γὰρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. 2, 13).
Μὲ τὴ βοήθεια τῶν εὐχῶν, τῶν ὕμνων καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων, ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν ἑαυτό του σ᾿ ὅλη του τὴ γυμνότητα, διαπιστώνει τὴν ἀδυναμία του, τὴ πνευματική του φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα καὶ ἄκρα ἁμαρτωλότητά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, συναντᾶται μὲ τὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἄκρα ἀγαθότητά Του, τὴν πανσοφία καὶ τὴ παντοδυναμία Του.»

π. Σεραφείμ Bell: Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία

Απομαγνητοφωνημένο κείμενο ομιλίας του π. Σεραφείμ Μπέλλ το 1997, σε σύναξη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου διηγείται την αιτία και τις συνθήκες της μεταστροφής του στην Ορθοδοξία
[Ομιλεί ο εισηγητής] ... αυτή η ομιλία, όμως, πιστεύω πως θ’ αποτελέσει μία ξεχωριστή εμπειρία για όλους μας. Ο πατήρ Σεραφείμ Μπελλ (Seraphim Bell) αποτελεί μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα περίπτωση για τους περισσότερους από εμάς, που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα στην Ορθοδοξία· πρώην προτεστάντης πάστορας και διδάκτωρ της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Άμπερντιν (Aberdeen) της Σκωτίας, είναι σήμερα Ορθόδοξος ιερέας και εφημέριος της ενορίας του Αγίου Στεφάνου στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Τον ευχαριστούμε, για μία ακόμη φορά, που μας κάνει την τιμή να είναι απόψε κοντά μας. Τη μετάφραση θα κάνει ο κ. Παπαρνάκης Θανάσης, θεολόγος, τον οποίον επίσης ευχαριστούμε πολύ. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας μπορείτε να δίνετε τις ερωτήσεις σας στα παιδιά που θα υπάρχουνε στα πλαϊνά, κατά μήκος της αίθουσας. Ο λόγος στον πατέρα Σεραφείμ.


Καλησπέρα σας!

Αυτό που βλέπω ακριβώς δεν είναι αυτό που περίμενα. Όταν με καλέσατε να συναντηθούμε νόμιζα ότι θα ήμουνα με ορισμένους φοιτητές της Ιατρικής σ’ ένα μικρό δωμάτιο και όχι αυτό το μεγάλο, το οποίο βλέπω αυτή τη στιγμή. Αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας απόψε είναι και ο λόγος για τον οποίον έγινα Ορθόδοξος. Και για να το πετύχουμε αυτό επιτρέψτε μου στην αρχή να προσδιορίσουμε μία συνάφεια, μέσα στην οποία θα εξηγήσουμε τί σημαίνει, τί ήμουν σαν Προτεστάντης. 
Κατάγομαι από τη Σκωτία - οι πρόγονοί μου προέρχονται από τη Σκωτία - και όσο μπορούμε να γνωρίζουμε από το παρελθόν μας έχουμε, είχε όλη η οικογένειά μου μεγαλώσει, ως Πρεσβυτεριανοί Προτεστάντες. Μεταστράφηκα και γνώρισα το Χριστό όταν ήμουν πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο· παρόλο που είχα μεγαλώσει ως Πρεσβυτεριανός βέβαια και Προτεστάντης, η σχέση μας με τη θρησκεία ήταν πολύ τυπική και δεν γνώριζα ουσιαστικά το Χριστό, παρά από τότε που έγινα φοιτητής. Ήταν μία πραγματικά συγκλονιστική εμπειρία αυτή για μένα, διότι άλλαξε τα πάντα στη ζωή μου και την έθεσε σε μία καινούρια πορεία, κι είναι από τότε που αποφάσισα να σπουδάσω και τη Θεολογία. Όπως μπορείτε να το δείτε και στις αφίσες, σπούδασα Θεολογία και πήγα στη Σκωτία, στη γη των προγόνων μου, όπου και έκανα και το διδακτορικό μου στη Θεολογία· για μία περίοδο τεσσάρων (4) ετών επίσης διακόνησα ως ιερέας στην Εκκλησία της Σκωτίας. Μετά από αυτά τα τέσσερα χρόνια επέστρεψα στην Καλιφόρνια, όπου συνέχισα να διακονώ ως Πρεσβυτεριανός ιερέας. Κι ήμουν επίσης και καθηγητής της Θεολογίας σε διάφορες Θεολογικές σχολές στην Αμερική. 


Από πνευματικής απόψεως εκείνα τα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα για μένα. Αισθανόμουν ότι η όλη εμπειρία που είχα από τον Χριστιανισμό, ήταν μια πολύ διανοητική εμπειρία, η οποία άφηνε το πνεύμα μου τελείως ξερό και άγονο. Τον ίδιο καιρό η Πρεσβυτεριανή εκκλησία, την οποία διακονούσα, περνούσε πολύ δραστικές αλλαγές. Ήταν κοινή θέση για πολλούς Πρεσβυτεριανούς διακόνους να αρνούνται τη θεότητα του Χριστού, να αρνούνται την Παρθενία της Θεοτόκου και επίσης και το δόγμα της Αγίας Τριάδος. Τελικά, το 1987 και εγώ και η γυναίκα μου αισθανθήκαμε μια εσωτερική ανάγκη να αφήσουμε την Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Και έκανα κάτι, το οποίο είναι κάτι πολύ φυσικό για τους Προτεστάντες, ξεκίνησα μία δική μου εκκλησία. 
Το 1989 μετακόμισα σε μία καινούρια πόλη και παρόλο που δεν γνώριζα κανέναν, άρχισα να κάνω ομιλίες, να οργανώνω συναντήσεις και σε πολύ λίγο χρόνο είχε ήδη αναπτυχθεί μία καινούρια εκκλησία. Και πολλοί, που αποτελούσαμε την εκκλησία αυτή, είχαμε μαζευτεί εκεί πέρα για κοινούς λόγους. Επιθυμούσαμε μία εσωτερική εμπειρία του Πνεύματος του Θεού, αλλά αυτό που κυρίως επιθυμούσαμε ήταν μία εμπειρία της Εκκλησίας, της Χριστιανικής Κοινότητας. 
Πολλές φορές λέω στις ομιλίες μου, ότι ο Θεός μάς έχει καλέσει να γίνουμε μία Εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Δεν είχα όμως ιδέα για το τί σήμαινε να είναι κανείς Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, αλλά ήμουν πεπεισμένος, ότι αυτό έπρεπε να γίνουμε. Δεν είχα ουδεμία ιδέα για το πώς θα γινόμασταν μία Εκκλησία της Καινής Διαθήκης, αλλά και πάλι ήμουν πεπεισμένος ότι αυτό ήταν που ο Θεός μάς καλούσε να κάνουμε. 
Μετά από κάποιο διάστημα έφτασα σε ένα σημείο ώστε να μη ξέρω τι να κάνω στη συνέχεια. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο δάσος, σε διάφορα δάση στη Βόρεια Καλιφόρνια, για να αποσυρθώ και να προσευχηθώ και να ζητήσω από τον Θεό να μας δείξει το τί έπρεπε να κάνω. Και αισθάνθηκα μία απεγνωσμένη ανάγκη του Λόγου του Θεού για τη ζωή μου και για την εκκλησία μου. 

Το 1992 έφτασα στο συμπέρασμα ότι και εγώ και οι υπόλοιποι ηγέτες της Εκκλησίας μου έπρεπε να κάνουμε ένα καινούριο βήμα. Αποφασίσαμε να συγκεντρώσουμε την Εκκλησία μας και να τους προσκαλέσουμε να νηστέψουμε και να προσευχηθούμε για σαράντα μέρες. Και όσο θα νηστεύαμε θα προσευχόμασταν, ώστε ο Θεός να μάς δείξει τον δρόμο, τον οποίο ήθελε να ακολουθήσουμε. Το πρώτο απόγευμα που συγκεντρωθήκαμε μαζί για να προσευχηθούμε, διάφοροι άνθρωποι είχαν έρθει μέσα στο χώρο που ήμασταν μαζεμένοι και ρωτούσαν εάν ήταν ο χώρος εκείνος που θα μιλούσε ο Φρανκ Σέφερ (Frank Schaeffer). Ήξερα ποιός ήταν ο Φρανκ Σέφερ. Οι πιο πολλοί Αμερικανοί Προτεστάντες γνωρίζουν το όνομα «Σέφερ»(Schaeffer), διότι ο πατέρας του, ο Φράνσις Σέφερ (Francis Schaeffer), ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς προτεστάντες θεολόγους. Αλλά δεν γνώριζα ότι εκείνο το βράδυ μιλούσε σ’ ένα κοντινό κτίριο στο χώρο.

Όταν τελείωσε η συνάντηση της προσευχής μας, πολλά μέλη της Εκκλησίας μας πήγανε για να ακούσουνε την ομιλία του Σέφερ. Στην επόμενη συνάντησή μας ήρθανε και με πληροφορήσανε ότι ο Σέφερ είχε γίνει Ορθόδοξος! Και με ρώτησαν ποιά ήταν η γνώμη μου γι’ αυτό. Και τους είπα ότι δεν ήταν και πολύ καλή η ιδέα μου γι’ αυτό. Το περιφρόνησα. Κι όταν άρχισαν να με ρωτούν διάφορες ερωτήσεις γι’ αυτό, τούς είπα να μη ασχολούνται κι ότι δεν έχει καμμία ουσία να ασχολούνται μ’ αυτό το θέμα. 
Το επόμενο πρωί πήγα σε μία συνάντηση με άλλους Πρεσβυτεριανούς ιερείς. Συναντιόμουν μ’ αυτούς τους ανθρώπους για σχεδόν δέκα χρόνια. Συναντιόμασταν μία φορά το μήνα, για να προσευχηθεί ο ένας για τον άλλο και για τις εκκλησίες του καθενός. Και σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη συνάντηση, την επομένη μέρα που άκουσα για τον Φρανκ Σέφερ, ανακάλυψα ότι ένας από τους ιερείς, που συμμετείχαν σε κείνη τη συνάντηση, μελετούσε για την Ορθοδοξία·  αυτός είναι ένας από τους καλύτερους φίλους μου, και ταράχτηκα πάρα πολύ που το άκουσα.
 Όταν τελείωσε η συνάντηση, τον πήρα στην άκρη και του είπα: για ποιό λόγο το κάνεις αυτό το πράγμα, τί νομίζεις ότι κάνεις; Μού είπε ότι διάβαζε τους Ορθόδοξους Πατέρες, ότι πολλές φορές πήγαινε και παρακολουθούσε Ορθόδοξες Λειτουργίες και είχε συζητήσεις με διάφορους Ορθόδοξους ιερείς. Θύμωσα πάρα πολύ μ’ αυτό κι αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω γι’ αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα όταν μού είπε ότι συζητούσε για τα θέματα αυτά με έναν από τους καλύτερους φίλους μου και τον πιο παλαιό φίλο μου στο Χριστιανισμό, με τον οποίον είχαμε σπουδάσει μαζί, είχαμε διακονήσει μαζί κι ανακάλυψα ότι κι εκείνος επίσης μελετούσε για την Ορθοδοξία.
  Έτσι λοιπόν αποφάσισα, ότι έπρεπε να θέσω ένα τέρμα σ’ αυτή την υπόθεση. Αλλά ήταν πάρα πολύ εύκολο για μένα, βέβαια, να πω στα μέλη της εκκλησίας μου να μη ασχολούνται καθόλου με την Ορθοδοξία, αλλ’ αυτοί οι δύο άνθρωποι ήταν και οι δύο θεολόγοι και ήξερα ότι έπρεπε να εργαστώ και να μελετήσω για να μπορέσω να τούς πείσω. Έτσι, λοιπόν, ήμουν πάρα πολύ εκνευρισμένος και θυμωμένος, διότι έπρεπε να αφιερώσω χρόνο γι’ αυτό, τον οποίο θα μπορούσα να αφιερώσω στη νηστεία και την προσευχή της εκκλησίας μου, με την οποία ζητούσαμε να μάς δείξει ο Θεός ποιό είναι το θέλημα και ο δρόμος Του. 
Άρχισα λοιπόν να μελετώ για την Ορθόδοξη Εκκλησία, για τη θεολογία της, για την Πίστη της, για την πρακτική της, ένα δε από τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν γραμμένο από έναν Αμερικανό, ο οποίος είχε μεταστραφεί στην Ορθοδοξία· είναι ιερέας, ονομάζεται πατήρ Πέτρος Γκίλκουιστ  (Peter Gillquist) κι έγραψε ένα βιβλίο για το δικό του ταξίδι προς την Ορθοδοξία μαζί με άλλους δύο χιλιάδες Αμερικανούς. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ανακάλυψα ότι το 1987, αυτοί οι 2.000 Προτεστάντες είχαν μεταστραφεί στην Ορθοδοξία. Ενόσω διάβαζα, το βιβλίο με είλκυε συγχρόνως και με απωθούσε. Με είλκυε, διότι ο πατήρ Πέτρος ρωτούσε τις ίδιες ερωτήσεις, οι οποίες και μένα απασχολούσαν, αλλά μ’ ενοχλούσαν πάρα πολύ οι απαντήσεις που είχε βρει.

Παρ’ όλα αυτά αποφάσισα, κατάλαβα ότι έπρεπε να μιλήσω με κάποιον· όχι μόνο να διαβάζω ένα βιβλίο, αλλά έπρεπε να μιλήσω ζωντανά με κάποιον, με κάποιους ανθρώπους. Κι έτσι, εκείνο το απόγευμα, αφού διάβασα το βιβλίο, τηλεφώνησα σ’ έναν από τους ιερείς, έναν από εκείνους τους 2.000 Αμερικανούς. 
Συναντήθηκα μαζί του το επόμενο πρωί. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους για μένα, στην πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν το ήξερα τότε. Πραγματικά, με εντυπωσιάζει πολύ το γεγονός, που σκέφτομαι τώρα, ακόμα και πριν αρχίσουμε να νηστεύουμε και να προσευχόμαστε, μαζί με την Εκκλησία μου, για να μας δείξει ο Θεός το δρόμο, ο Θεός είχε ήδη δώσει την απάντηση. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό καταλαβαίνω, ότι πραγματικά είναι καλός κι ότι αγαπάει την ανθρωπότητα. 

Για πολλούς μήνες μετά, επτά ημέρες την εβδομάδα μελετούσα τους Πατέρες και έκανα συναντήσεις με Ορθόδοξους ιερείς και διάβαζα ορθόδοξα βιβλία. Ήταν μία περίοδος μεγάλης μάχης για μένα και μεγάλης αγωνίας. Μία από τις πιο κρίσιμες στιγμές ήταν μάλλον, όταν κατάλαβα ότι η έρευνά μου για την Ορθόδοξη Πίστη δεν ήταν μία ενοχλητική απόσπαση από τη νηστεία και την προσευχή, δεν ήταν απλώς μία ενοχλητική έλλειψη άνεσης· κατάλαβα ότι ήταν ή ο Θεός ή ο διάβολος. 
Κατάλαβα ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ή ήταν η απάντηση στη νηστεία και την προσευχή μας ή ήταν μία απάτη του διαβόλου· κι αυτό ήταν μία φοβερή αποκάλυψη για μένα. Είχε τη σημασία ζωής και θανάτου για μένα. Ήδη, όμως, καταλάβαινα με το μυαλό μου, με την καρδιά μου, ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού για μένα. Διανοητικά, όμως, με το μυαλό μου, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ. Ήμουν ένας τυπικός δυτικός άνθρωπος. Στη Δύση το μυαλό μας είναι χωρισμένο από την καρδιά μας. Έτσι λοιπόν υπήρχε ένας διαχωρισμός, ένα χάσμα μέσα μου· η καρδιά μου ελκυόταν από την Ορθοδοξία και το μυστήριο, το οποίο υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά το μυαλό μου είχε πάρα πολλές δυσκολίες και πάρα πολλά επιχειρήματα εναντίον αυτού. Και χρειάστηκαν πάρα πολλοί μήνες προσευχής και νηστείας και μελέτης. 
Σε μία περίοδο, μάλιστα, η ένταση μεταξύ της καρδιάς και του μυαλού μου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αρρώστησα. Πέρασα πολλές μέρες στο κρεβάτι, αισθανόμενος πάρα πολύ άρρωστος για να σηκωθώ και να εργαστώ, αλλά ευτυχώς δεν ήμουνα τόσο άρρωστος για να διαβάσω! Μετά από όλα αυτά έφτασα στην πεποίθηση και πείστηκα πλέον ότι ο Θεός με καλούσε στην Ορθοδοξία. Και δεν καλούσε μόνον εμένα, αλλά καλούσε και όλη την εκκλησία μου.
Μερικοί άνθρωποι με ρώτησαν: γιατί μόνος σου δεν πήγες στην Ορθοδοξία και θέλησες να πάρεις κι όλη την Εκκλησία σου μαζί; Και τους απάντησα ότι ο Θεός με έθεσε ποιμένα αυτών των προβάτων και ότι ολόκληρη η Εκκλησία προσευχόταν και νήστευε για να τἠς δώσει ο Θεός την κατεύθυνση, κι όχι μόνον εγώ· κι ότι όταν απάντησε στις προσευχές, απάντησε και στις δικές τους προσευχές και όχι μόνο στις δικές μου. Έτσι, λοιπόν, έφτασε κάποτε ο καιρός όταν τηλεφώνησα σ’ έναν Ορθόδοξο ιερέα και του είπα ότι ήμουν πεπεισμένος ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία και Καθολική Εκκλησία.

Αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι, ότι δεν έγινα Ορθόδοξος επειδή ήμουν εναντίον των Προτεσταντών. Ούτε έγινα Ορθόδοξος επειδή είχα κάποιες ρομαντικές παραισθήσεις σχετικά με την Ορθοδοξία. Δεν έγινα Ορθόδοξος επειδή είχα κάποιες παραισθήσεις σχετικά με ένα είδος βυζαντινής φαντασίας και ονειροπόλησης. Έγινα Ορθόδοξος για έναν και μόνο λόγο: Από υπακοή στην Αλήθεια. Και όλοι εκείνοι, από την Εκκλησία μου, που έγιναν Ορθόδοξοι μαζί με μένα, έγιναν Ορθόδοξοι για έναν και μόνο λόγο: από υπακοή στην Αλήθεια. Στην πραγματικότητα ήμασταν αρκετά λυπημένοι· δεν ήμασταν χαρούμενοι που γινόμασταν Ορθόδοξοι· για μας ήταν μία σταύρωση. 
Έπρεπε να πεθάνουν όλα όσα γνωρίζαμε. Σήμαινε, ότι έπρεπε να απαρνηθούμε ο,τιδήποτε γνωρίζαμε ως χριστιανικό τρόπο ζωής και μπαίναμε μέσα σ’ ένα καινούριο περιβάλλον, το οποίο δεν το γνωρίζαμε και ήταν τελείως ξένο για μας. Αλλά είχαμε να αντιμετωπίσουμε την επιλογή: να υπακούσουμε στο Θεό ή να δείξουμε ανυπακοή; Κι έτσι υπακούσαμε. Και ήταν μόνον αφού υπακούσαμε στο Θεό και μπήκαμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που καταλάβαμε τί μεγάλος θησαυρός ήταν αυτός, τον οποίο μάς είχε δώσει. Και πολλές φορές μού ήρθε στο νου το παλαιοδιαθηκικό χωρίο, ότι «η κατανόηση έρχεται με την υπακοή».  

Έτσι, λοιπόν, γίναμε Ορθόδοξοι και έτσι καταλάβαμε ότι είμαστε μέρος ενός φαινομένου στην Αμερική, το οποίο είναι αρκετά ασυνήθιστο. Είναι μια πραγματικά μοναδική περίοδος στην Ιστορία της Αμερικής, είναι δε επίσης και μία μοναδική περίοδος στην Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γιατί τώρα, για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτή η Ανατολική Εκκλησία βρίσκεται μέσα στη Δύση και αυξάνεται μέσα στη Δύση. Αυτή τη στιγμή στην Αμερική υπάρχουνε χιλιάδες που επιστρέφουνε και μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία κάθε χρόνο. Κι αυτό είναι πραγματικά ένα θαύμα για μας. Είναι επίσης, όμως, και μία εντυπωσιακή πρόκληση, διότι μάς δίνει μεγάλη ελπίδα στην Αμερική, αλλά μάς προσφέρει και μία μεγάλη πρόκληση· και αυτή είναι ότι, όταν γίνεις Ορθόδοξος με Βάπτισμα και Χρίσμα, δεν γίνεσαι Ορθόδοξος μόνο με Βάπτισμα και Χρίσμα, αλλά γίνεσαι με τη μεταστροφή της καρδιάς και της ζωής.

 Είναι εύκολο για σας, εδώ στην Ελλάδα, γιατί έχετε μία πολύ πλούσια παράδοση στην Ορθοδοξία, έχετε Ορθόδοξες Εκκλησίες παντού, έχετε Αγίους και Άγια λείψανα παντού, έχετε πνευματικούς πατέρες και μητέρες παντού. Στην Αμερική ο πνευματικός μου πατέρας ζει 1.500  μίλια μακριά από μένα. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, για μας στην Αμερική, όταν θέλουμε να γίνουμε Ορθόδοξοι, να το πετύχουμε αυτό! Μερικοί, εδώ πέρα, έχουν πει ότι αυτό πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατο! Πώς ένας μεταστραφείς μπορεί να γίνει Ορθόδοξος μέσα σε μια μεταστραφείσα Εκκλησία; Μπορώ να απαντήσω ότι «μόνο με τη Χάρη του Θεού»! Αυτό, το οποίο είναι αδύνατο για τους ανθρώπους, είναι δυνατό για το Θεό. 
Αλλά, άσχετα από το κατά πόσο δείχνει σωστό ή όχι, χιλιάδες Αμερικανοί συνεχίζουν να μεταστρέφονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Και γι’ αυτό το λόγο λέω: «Δόξα τω Θεώ!».

Όραμα θαυμαστό ηγουμένου Ιωαννίκιου Μορόι περί αλλαγής του ημερολογίου!

  Η ιστορία της Μονής Σιχαστρίας μετά από το 1909 είναι στενά δεμένη με τον  πρωτοσύγκελο Ιωαννίκιο Μορόι ο οποίος αναγέννησε από τις στάχτες για τέταρτη φορά στην ιστορία της την μονή.Το 1944 τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γέροντας του 20ου αιώνα στην Ρουμανία ο γέροντας Κλεόπας Ιλίε,καταστώντας την Μονή Σιχαστρία ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της σύγχρονης Ρουνμανίας

Μιά από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες που έζησε ο πρωτοσύγκελος Ιωαννίκιος Μορόι στην Σιχαστρία,ήταν η αλλαγή του ημερολογίου,τον Οκτώβριο του 1924.Σχεδόν τρία χρόνια ο ηγούμενος δεν ήθελε να αλλάξει το ημερολόγιο και να ακολουθεί το νέο.Φοβόνταν μήπως έκανε κάποιο μεγάλο λάθος.Σε αυτό τον επηρέαζαν και πολυάριθμοι μοναχοί και πνευματικοι οι οποίοι τον συμβούλευαν να μην αλλάξει το ημερολόγιο.

 Μια φορά τον κάλεσαν στην Μονή Νεάμτς όπου ο μητροπολίτης Νικόδημος Μουντεάνου,ηγούμενος της Λαύρας,του είπε:
-Πατέρα Ιωάννίκιε,γιατί δείχνεις ανυπακοή;Ορίστε η απόφαση της Ιεράς Συνόδου.Ή θα αλλάξετε το ημερολόγιο ή θα σας καθαιρέσω και η σκήτη θα διαλυθεί.Διάλεξε ένα από τα δύο.
- Σεβασμιώτατε,σέβομαι την εντολή της υπακοής αλλά φοβάμαι να αλλάξω το ημερολόγιο.Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο εαν δεν λάβω μία άνωθεν διαβεβαίωση.Δώστε μου ευλογία να νηστέψω πρώτα σαράντα ημέρες.
-Είναι πολύ σαράντα ημέρες.Νήστεψε όσο μπορείς.Μετά όμως από αυτήν την νηστεία να μου πεις οπωσδήποτε την απόφασή σου.. 

 Ο ηγούμενος ήλθε λυπημένος στην Συχαστρία.
-Πατέρες τελειώσαμε.Ή αλλάζουμε το ημερολόγιο ή διαλύεται η σκήτη μας.Να ξέρετε πως εγώ από την Δευτέρα αρχίζω σαρανταήμερη νηστεία.Το ίδιο να κάνετε και εσείς.Να προσευχηθείτε με όλη τη δύναμή σας στα κελιά σας για να μας διδάξει ο Θεός τι πρέπει να κάνουμε.Κανένας δεν επιτρέπεται να μπει στο κελί μου.Όποιος μπει θα έχει κανόνα ασυγχώρητο.

 Πέρασε μία εβδομάδα,έπειτα ακόμη μία,αλλά ο ηγούμενος δεν έδινε σημεία ζωής.όλη η αδελφότητα ανησυχούσε.Θα έμπαιναν στο κελί του αλλά φοβούνταν τον περιορισμό του ηγουμένου.όταν έφτασε η 21η ημέρα ο ιεροδιάκονος Γλυκέριος,υποτακτικός του ηγουμένου,είπε στους άλλους αδελφούς:

-Ο πατέρας μας βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.Δεν μπορούνε να τον αφήσουμε να πεθάνει.Εαν εσείς θέλετε να κάνετε υπακοή,έχει καλώς.Εγώ πάντως θα μπω.Ευλογήστε να σπάσω την πόρτα!
Οι άλλοι όμως δεν είπαν τίποτα,παρα μόνο αυτό:
-Εμείς δεν θέλουμε να παρακούσουμε τον κανόνα που έδωσε ο ηγούμενος.
Τότε ο ιεροδιάκονος χτύπησε το παράθυρο και την πόρτα.
-Ευλόγησον άγιε ηγούμενε!
Ούτε μία απάντηση
Τότε έσπασε την πρώτη πόρτα

-Ευλογήστε πατέρες να σπάσω και την δεύτερη πόρτα.
Αυτοί όμως σιωπούσαν.Φοβόνταν.
-Καλύτερα να πεθάνω εγώ με την κατάρα,αλλά να μην πεθάνει ο ηγούμενος-είπε ο ιεροδιάκονος Γλυκέριος-και κάνοντας το σημείο του σταυρού είπε:''Κύριε βοήθει!''
Και χάλασε και την δεύτερη πόρτα.Όλοι οι πατέρες μπήκαν στο κελί.Ο ηγούμενος ήταν κάτω πεσμένος με το πρόσωπο προς τα πάνω και τα χέρια στα πλάγια.Τα μάτια ήταν μισάνοιχτα.Το Ψαλτήρι ήταν δίπλα του και το καντήλι ήταν σβημένο.

-Ευλογείτε άγιε ηγούμενε!είπαν όλοι.
Δεν πρόσεξαν όμως καμία αντίδραση στο πρόσωπό του όμως.Τότε οι πατέρες άλλαξαν χρώμα και άρχισαν να κλαίνε
-Αλοίμονο!Πέθανε ο άγιος ηγούμενος!
-Όχι,δεν πέθανε.Τα μάτια είναι ανοιχτά.Σαν να μας παρακολουθεί με το βλέμμα του,αλλά δεν μπορεί να μιλήσει.Είναι εντελώς αδύνατος.Ίσα που αισθάνομαι τον σφυγμό του.
Έφεραν γρήγορα τα Τίμια Δώρα
Τότε ο ιερομόναχος Παμβώ τον κοινώνησε και του έδωσε ζεστό νερό.Έπειτα άρχισαν να τον ταίζουν λίγο -λίγο με ψίχα και μετά από δύο ημέρες μπόρεσε ο καλός πνευματικός ποιμένας να σταθεί στα πόδια του.Δεν μπορούσε όμως να μιλήσει παρά ψιθυριστά.
Μετά από ακόμη μία εβδομάδα,ο γέροντας πήγε στην κοινή τράπεζα.Όλοι περίμεναν να τους πει κάτι,κάποια συμβουλή,κάποιο σημάδι σχετικά με την αλλαγή του ημερολογίου.Αφού πολύ τον παρακάλεσαν,τους είπε:
-Ευχαριστώ τον Θεό που πέρασα αυτήν την δοκιμασία.Ο κόπος ήταν μεγάλος,οι πειρασμοί μεγάλοι και πολλοί,αλλά ο Κύριος δεν παρέβλεψε τον δούλο του..Μέχρι την δέκατη ημέρα μπόρεσα να σταθώ όρθιος και γονατιστός και διάβαζα συνεχώς από το Ψαλτήρι.Έπειτα άρχισα σταδιακά να αδυνατίζω,τα μάτια μου θόλωσαν,έπεσα κάτω και δεν μπορούσα να σηκωθώ μέχρι που ήλθατε.Με το μυαλό όμως προσευχόμουν μέρα-νύχτα και ζητούσα έλεος από τον Θεό

 Πολλά όμως υπέφερα αυτό το διάστημα από τους δαίμονες.Ερχόνταν πάνω μου με μεγάλη μανία:με χτυπούσαν,με απειλούσαν,με φόβιζαν.με χτύπησαν με κάτι σαν πύρινα ραβδιά.Κάποια στιγμή όρμησαν επάνω μου τέσσερις δαίμονες ντυμένοι με μαύρα μακριά ρούχα,με κόκκινα φέσια στο κεφάλι και με κοφτερά σπαθιά στα χέρια.
-Έλα να κάνουμε κομματάκια αυτόν τον γέρο,επειδή θέλει να γίνει άγιος,έλεγαν ο ένας στον άλλον
 Έπειτα αφού με χτύπησαν δυνατά στα πλευρά με τα σπαθιά και στο στήθος πλησίασαν στα αυτιά μου και φώναξαν ανατριχιαστικά:
-Ποιός σου είπε εσένα ότι σήμερα γίνονται πια άγιοι;
-Εσάς ποιός σας είπε πως δεν γίνονται;τους απάντησα εγώ.

 Ήλθαν και δεύτερη φορά και ήταν περισσότεροι στον αριθμό.Ήταν ντυμένοι το ίδιο και τα μπαστούνια ήταν σαν από φλόγα.Με χτύπησαν πάλι δυνατά,που πίστεψα πως θα πεθάνω.Επειτα φώναξαν με άγρια φωνή από πάνω μου
-Τσάμπα νηστεύεις,πάλι στα χέρια μας θα καταλήξεις
-Εγώ ελπίζω στο έλεος του Θεού και δεν θα πέσω στα χέρια σας-απάντησα εγώ.
  Πέρασαν λίγες μέρες,δεν ξέρω πόσες και καθόμουν κάτω και προσευχόμουν με τον νου,όταν ξαφνικά βλέπω την σκέπη του κελιού να φεύγει από την θέση της και έβλεπα καθαρά τον ουρανό και τα αστέρια που έλαμπαν.
«Τι να είναι αυτο;»αναρωτήθηκα.Έπειτα είδα μία ακτίνα φωτός που κατέβαινε από τον ουρανό προς τα επάνω μου.Πάνω σε αυτήν την ακτίνα είδα να έρχονται προς τα κάτω τρεις αρχιερείς,ντυμένοι με λαμπρά και πολύχρωμα άμφια.Ο μεσαίος μου φαίνονταν πως ήταν ο Θεοδόσιος ο πρώην επίσκοπος Ρόμαν που ήταν και πνευματικός μου.Αισθανόμουν μία μεγάλη χαρά στην ψυχή  και δεν ήξερα τι να πιστέψω.Προσευχόμουν όμως με δάκρυα στο Κύριο ημών Ιησού Χριστό και στην Παναγία να με γλυτώσουν από τις παγίδες του εχθρού.Αυτοί οι Τρεις ιεράρχες,οι οποίοι ίσως να ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος,ο Μέγας Βασίλειςο και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος,σταμάτησαν από πάνω μου,περίπου στα δέκα βήματα.Έπειτα ο μεσαίος με λεπτή φωνή σαν σάλπιγγα μου είπε:
 -Ιωανίκιε,γιατί αμφιβάλλεις και δεν θέλεις να κάνεις υπακοή;Δεν ξέρεις πως η ανυπακοή είναι μεγάλο αμάρτημα;Ή δεν διάβασες στην Αγία Γραφή ότι η υπακοή είναι μεγαλύτερη και από την θυσία;Κάνε λοιπόν υπακοή,όπως σου λένε οι πιο μεγάλοι,δεν θα δώσεις εσύ λόγο για την αλλαγή του ημερολογίου.

 Μετά από αυτά τα λόγια,οι τρεις αρχιερείς,έβαλαν τα χέρια τους σταυρωτά στο στήθος και με ευλόγησαν όλοι ταυτόχρονα.Μετά άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό,πάνω στην ίδια ακτίνα φωτός η οποία αποχωρούσε πίσω τους,μέχρι που δεν έβλεπα τίποτα.Ξαφνικά είδα το ταβάνι του κελιού,τις εικόνες και το καντήλι.
 Από την χρονιά εκείνη η αδελφότητα της Σιχαστρίας δέχτηκε χώρις άλλη αντίρρηση το νέο ημερολόγιο.Έπειτα πολλοί πιστοί και μοναχοί από τα μέρη εκείνα,ακούγοντας αυτό,εγκατέλειψαν το παλιό και ακολούθησαν το καινούργιο αφού είχαν τον Ιωαννίκιο για πνευματικό τους πατέρα


Μετάφραση π.Γεώργιος Κονισπολιάτης /proskynitis.blogspot.gr
Από το βιβλίο ''Ieroschimonahul Ioanichie Moroi-Egumenul Sihastriei''