Η Εξομολογητική αυτή ικεσία του πατρός Ευσεβίου(Βίττη) εγράφη μετά την επιστροφή του από την Σουηδία, όπου διακονούσε ιεραποστολικά ως ιερεύς εργαζόμενος και σε χειρωνακτικές δουλειές από το 1963 έως τα 1980. Το 1973 έχτισε, εργαζόμενος ως μαραγκός, και το Ιερόν Ησυχαστήριον του Αγίου Νικολάου, στην Βόρεια Σουηδία, στο RATTVIK 400 χιλιόμετρα οπό την Στοκχόλμη... Στην Ελλάδα επανήλθε το 1980, κάνοντας υπακοή στον πνευματικό του πατέρα.
ΚΥΡΙΕ
κάποτε η άγια Σου καρδιά πόνεσε απερίγραπτα βλέποντας το λαό σου σε
πλήρη εγκαταλείψει. «Ιδών τους όχλους εσπλαγχνισθής περί αυτών ότι ήσαν
ερριμμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα».
Ράγιζε
η θεανθρώπινη καρδιά Σου από το αποκαρδιωτικό αυτό θέαμα. Σε άλλη
περίπτωση έκλαψες για την ίδια αιτία. Αγαπούσες τόσο πολύ το λαό Σου!
Τον αγαπούσες αφάνταστα, γιατί ήσουν -~και είσαι πάντοτε!- ο «Ποιμήν ο
Καλός».
Και
την απέραντη αγάπη Σου για την Ποίμνη Σου, πού δεν περιορίζεται σε
μόνον τον «περιούσιο» λαό Σου, αλλά εκτείνεται σε ολόκληρο το ανθρώπινο
γένος την έδειξες με τον πιο αναμφισβήτητο , τρόπο. «Εθηκας την ψυχήν
Σον υπέρ των προβάτων» πάνω στον φρικτό Γολγοθά. και μας άφησες έτσι
αιώνιο και ανέφικτο παράδειγμα καλού Ποιμένος. Μας έδειξες έμπρακτα
ποιοι πρέπει να είναι, όσοι θα θελήσουν υπακούοντας στην κλήση Σου, να
γίνουν ποιμένες ψυχών. Οφείλουν γι` αυτό να «έπακολουθήσωσι τοις ίχνεσι
Σου», Ω, πόσο άξιο θαυμασμού και δοξολογίας είναι το υπέροχο και
ανέφικτο παράδειγμα Σου!
Πόσο, αντίθετα, μηδαμινό και αξιοδάκρυτο είναι το δικό μου παράδειγμα, το δικό μου άθλιο και ελεεινό παράδειγμα!
Πώς τολμώ να λέω πώς είμαι ή, καλύτερα, πώς υπήρξα ποιμήν ψυχών; Πόσο απροσμέτρητη είναι ή δική μου αναξιότητα και άμαρτωλότητα!
ΚΥΡΙΕ, Εσύ είσαι ο ένας και μοναδικός Ποιμήν ψυχών.
Από
άπειρη συγκατάβαση όμως και άμετρο έλεος θέλησες να εμπιστευθείς το
μοναδικό αυτό έργο σε ανθρώπινα χέρια. Για αυτό ευδόκησες από άπειρη
συγκατάβαση και έλεος να καλέσεις ακόμη και εμένα, των αναξίων
άναξιώτερον και αμαρτωλών αμαρτωλότερο και σιχαμερών σιχαμερώτερον, να
ακολουθήσω τα ίχνη Σου στο έργο της διαποιμάνσεως ψυχών.
Εσύ
ο ίδιος εναποτέθηκες στα ακάθαρτα και βέβηλα μου χέρια
ως «παρακαταθήκη», για να Σε διαφυλάξω αλώβητων ως τη φρικτή ημέρα της
Λογοδοσίας. Στην παρακαταθήκη αυτή περιλαμβάνεται και το Σώμα, του
οποίου θεία Κεφαλή είσαι Εσύ, δηλαδή ή Εκκλησία Σου, στο πρόσωπο της
μικρής Ποίμνης, πού μου εμπιστευόσουν.
Αλλοίμονο
μου όμως, δεν ήμουν άξιος αυτής της τιμής ούτε τότε, ούτε, πολύ
περισσότερο, τώρα. Όμως παρόλα αυτά ξέρεις πόσο βαθιά λαχτάρησα να
μπορούσα να ακολουθήσω με πλήρη συνέπεια τα αιματοβαμμένα ίχνη Σου.
Εσύ
μόνο γνωρίζεις κάποια δάκρυα, κάποιους ίδρωτες, κάποιους μόχθους,
κάποιες αγωνίες, κάποιες αγρυπνίες, κάποιες περιφρονήσεις, κάποιες
ειρωνείες ή και απειλές, πού μου απευθύνθηκαν, κάποιο αίμα της καρδίας,
κάποιους αλάλητους στεναγμούς, πού προσφέρθηκαν ταπεινά μόνο και μόνο
για να εξαγνισθεί ή ταπεινή μου προσφορά. Εσύ
ξέρεις πόσο μου κόστισε ή αποδοχή της κλήσεώς Σου.
Το
πώς οδήγησες τα διστακτικά και παραπαίοντα βήματα μου, το πόσο με
ανέχθηκες στις πτώσεις μου και στις αδεξιότητες μου, το γνωρίζω πολύ
καλά για τον εαυτό μου. Σε ευχαριστώ, Κύριε, ταπεινά για όλα αυτά.
ΞΕΡΕΙΣ όμως
πάλι, Κύριε, πόσοι όγκοι εγωισμού, διαφορώτατων με μητέρα τους τη
φιλαυτία, ανθρωπαρέσκειας, ιδιοτέλειας, μικροτήτων και με ένα λόγο
αμαρτωλότητος απροσμέτρητης, μόλυναν πάντα την προσφορά μου.
Ξέρεις
πώς κατά βάθος αναζητούσα τον εαυτό μου -και δεν Σου το κρύβω, το
ξέρεις άλλωστε ως Παντογνώστης, πώς και τώρα το ίδιο κάνω- ή υπολόγιζα
τους ανθρώπους, την κρίση τους την καλή για μένα, την εύνοια τους, την
τιμή τους για μένα. Ανακαλύπτω τώρα πια με πολλή οδύνη, πώς πολύ λίγο
έβλεπα το Ποίμνιο ως ψυχές προς σωτηρία. Δεν πόνεσα μέχρι θανάτου για
αυτές.
Όχι. Υπήρξα πολύ σκληρός κι ας φυλαγόμουν να μην το δείχνω.
Υπήρξα
ξένος προς την τρυφερότητα και την αγάπη, που κλαίει και αγρυπνεί με
πόνο πού προσφέρει τα πάντα για το όποιο λογικό πρόβατο της μικρής του
ποίμνης πού πεθαίνει ευχαρίστως γι' αυτό πού το αγαπάει για ότι είναι.
Εγώ, κι αν υποτεθεί πώς αγαπούσα σε κάποιο βαθμό, τον εαυτό μου ουσιαστικά αγαπούσα. Αγαπούσα για τον εαυτό μου.
Πόσο
αληθινό είναι αυτό, το αποδεικνύει το γεγονός, πώς πολλές φορές τις
ψυχές, πού μου εμπιστεύθηκες, τις εγκατέλειψα άσπλαχνα αναζητώντας
«καλύτερους» τάχα τρόπους «αξιοποιήσεως» του εαυτού μου.
Είχα
και έχω τόσο τερατώδη ιδέα για τον εαυτό μου! Φοβόμουν ουσιαστικά τον
θάνατο. Τον θάνατο για Σένα και το Ποίμνιο Σου. και πιστεύω πώς ποτέ μου
δεν προχώρησα πέρα από έναν κούφιο συναισθηματισμό λόγων στο σημείο
αυτό. Και απόδειξη είναι οι τόσες φορές, πού απομακρύνθηκα οικειοθελώς
από το Ποίμνιο.
Άλλο
το ότι ή αγάπη Σου μου έδωσε να καταλάβω πώς δεν μου ήταν επιτρεπτό να
εγκαταλείψω με τόσο επιπόλαιο τρόπο τις ψυχές, πού μου εμπιστεύθηκες.
Δια μέσου των γεγονότων μου έκανες φανερό πώς ή θέση μου ήταν στον τόπο,
οπού με τοποθέτησες αρχικά και πώς σε αυτόν έπρεπε να πεθάνω.
Ό
θάνατος μου θα έπρεπε να πέραση όλα τα στάδια του, ώσπου να ολοκληρωθεί
με την εναπόθεση του πνεύματος μου στα χέρια Σου και μαζί και της
εντολής Σου. Γι' αυτό με ξανάφερες στον αρχικό μου τόπο μη ευλογώντας
τις προσπάθειες μου, αλλά αντίθετα καταστρέφοντας το έργο των χεριών
μου. Σε ευχαριστώ για την καταστροφή αυτή. Σε ευχαριστώ ταπεινά για την
ανοχή, πού εξακολουθητικά μου δείχνεις, έστω κι αν είναι πολύ οδυνηρές
οι φανερώσεις τους.
Σε
ευχαριστώ γιατί δεν με άφησες στον ύπνο των φαντασιώσεων μου, αλλά με
ξύπνησες στην πραγματικότητα μου και στην αλήθεια πού αφορά έμενα τον
ίδιο. Που θα ήταν δυνατό να είχα καταντήσει αλλιώς!
Μα,
να, πού χρειάστηκε να απομακρυνθώ πάλι από το Ποίμνιο Σου. Όμως ετούτη
τη φορά όχι από υπαιτιότητα δική μου, Κύριε μου, όσο κι αν οι αμαρτίες
μου παίζουν πάλι το θλιβερό τους ρόλο και στην περίπτωση αυτή. Το γιατί
το ξέρεις, Κύριε μου.
Εσύ ξέρεις και τους βαθύτερους λόγους, πού εγώ τους αγνοώ.
Εσύ γνωρίζεις πόσο έκλαψα και πόσο κλαίω γι' αυτό.
Κλαίω σαν μωρό παιδί.
Ματώνει
ή καρδιά μου καθώς βλέπω τα πρόβατα Σου λεηλατημένα, χωρίς ποιμένα,
χωρίς φροντίδα και «θεραπεία» των πολλών τους αναγκών, χωρίς την
κανονική προσφορά του «σιτομετρίου» τους για να διατηρηθούν στην
πνευματική τους ζωή. Πόσο πονώ, Κύριε μου και με μόνη τη σκέψη, ότι δεν
μπόρεσα να φέρω εις πέρας το έργο, πού μου ανέθεσες. Όχι πώς είναι ποτέ
δυνατόν να άχθη ποτέ σωστά εις πέρας, αλλά να, έτσι ανθρώπινα κρίνοντας
λέω να μπορούσα να εκπληρώσω τουλάχιστον κάπως υποφερτά το χρέος μου.
Θα
ήθελα και την ίδια τη ζωή μου να έδινα, όσο φτωχή και ασήμαντη κι αν
είναι,, όσο κι αν δεν αξίζει καθόλου, μα καθόλου για τις ψυχές, πού μου
έκανες την υψίστη τιμή να μου εμπιστευθείς. Πόσο αγάπησα το ποίμνιο αυτό
, το ξέρεις, Κύριε. και πόσο το λαχταρώ δεν το αγνοείς καρδιογνώστης,
πού είσαι.
ΞΕΡΩ
όμως κι ετούτο: Καμιά θυσία δεν είναι ευπρόσδεκτη ενώπιον Σου και δεν
μεταβάλλεται «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής», αν δεν γίνεται σύμφωνα με
το πανάγιο θέλημα Σου. Και αν καμιά ανθρώπινη δεν είναι αξία της
Μεγαλοσύνης Σου, πόσο μάλλον ή δική μου, πού θα ήταν ήδη από την πηγή
της βρωμερή και αηδιαστικά μολυσμένη με κάθε ανθρώπινη αμαρτία και
αθλιότητα; Ξέρω πολύ καλά, Κύριε μου, πώς το καλό δεν είναι καλό, αν δεν
γίνεται καλά, όταν δεν γίνεται σύμφωνα με το Απόλυτο Καλό, το πανάγιο
θέλημα Σου.
Το ζήτημα δεν είναι να θυσιαστώ εγώ και όπως το θέλω εγώ, αλλά αν το θέλεις Εσύ και όπως το θέλεις Εσύ.
Γι'
αυτό και υποτάσσομαι στο θέλημα Σου. Δέχομαι ευχαρίστως την περιφρόνηση
του να θεωρούμαι «προδότης» του Ποιμνίου Σου, λιποτάκτης του χρέους μου
έναντι των αγαπημένων μου ψυχών. Με παρηγορεί ή σκέψη πώς παρόλα αυτά.
Εσύ ξέρεις τα πάντα. Ξέρεις πιο καλά και από μένα τον ίδιο αυτά, πού με
αφορούν.
Εσύ
τα ξέρεις σωστά και όπως είναι. Οι άνθρωποι τα ξέρουν, αν τα ξέρουν,
ανάποδα, λειψά, παραποιημένα, από αδέσποτες ίσως φήμες, από διεργασίες
της δικής τους φαντασίας ή καχυποψίας και με βάση ίσως ότι ή όχι καλή
διάθεση μερικών ίσως έχει χαλκέψει.
ΜΑΚΡΙΑ,
τοπικά πια από το ποίμνιο, πού αγαπώ με όλη μου την καρδιά, μα και
εντελώς αδύνατο να παρευρίσκομαι κοντά τους εφ' όρου ζωής, νιώθω το
χρέος να βρίσκομαι δίπλα του πνευματικά και αθώρητος, να ξαγρυπνώ μαζί
Σου για τις αγαπημένες μου ψυχές. Να μιλώ μαζί Σου γι` αυτές. Να
βουλεύομαι μαζί Σου για τις εγκαταλελειμμένες, τις πονεμένες, τις
βασανισμένες, τις γεμάτες λαχτάρα να έρθουν κοντά Σου ψυχές.
ΜΕ
τα μάτια της ψυχής μου και από ότι τυχόν ξέρω ή μαθαίνω, βλέπω την
Ποίμνη Σου περιτριγυρισμένη από λύκους διψασμένους για αίμα,
κυριαρχημένους από άγρια βουλιμία να καταβροχθίσουν ψυχές.
Βλέπω μεταμφιεσμένους σε πρόβατα θανάσιμους εχθρούς των προβάτων Σου, πού θέλουν να τα απομυζήσουν.
Βλέπω τους θρασείς «κλέπτας», πού έρχονται να «αρπάσωσι», να «θύσωσι», να «απολέσωσι». Βλέπω... και τι δεν βλέπω.
Μη μπορώντας όμως να κάνω τίποτε άλλο, κράζω;
Κύριε,
κράζω με όλη τη δύναμη της ασθενικής μου φωνής: Βοήθεια, Κύριε!
Βοήθεια! Κλέφτες στο μαντρί! Λύκοι στο κοπάδι με αιμοβόρα διάθεση!
Φωνάζω σε Σένα τον μόνον Αρχιποίμενα, γιατί ξέρω και την απέραντη στοργή
Σου για κάθε πρόβατο προσωπικά και την άπειρη δύναμη Σου να
συμπαρασταθείς σ' αυτά και στις δυσκολίες τους και στους πειρασμούς
τους. Κράζω έτσι δεμένος, πού είμαι, με καταματωμένη και κουρελιασμένη
την καρδιά μου, με πλημμυρισμένα από δάκρυα τα μάτια μου, με φωνή, πού
την αλλοιώνουν ασυγκράτητοι λυγμοί. Κύριε, προστάτευσε την Ποίμνη Σου!
Οδήγησε της τα βήματα «εις νομάς σωτηρίους», «εις τόπον χλόης», «εις
ύδατα αναπαύσεως». Εκεί στους θεϊκούς λειμώνες της θεία Σου αγαπήσεως
έκθρεψέ την με τα αγιαστικά της χάριτος Σου και προ πάντων με την τροφή
της αθανασίας, το πανάγιο Μυστήριο της ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ, το αντίδοτων
του θανάτου.
Και
ΠΡΟ ΠΆΝΤΩΝ ΣΤΕΙΛΕ ποιμένες άγιους, σεμνούς, σώφρονες, καθαρούς,
ταπεινούς, τίμιους, ανιδιοτελείς, αληθινούς γνήσιους ώριμους πνευματικά,
«υγιαίνοντας περί την πίστιν», φωτοειδείς και χριστοειδείς, ώστε να
κατευθύνουν την Ποίμνη Σου «εις τόπον Σου».
Ναι
Κύριε, Κύριε μου, Σε ικετεύω θερμά με δάκρυα, στείλε άγιους ιερείς,
εργάτες του θερισμού Σου, οικονόμους της ποικίλης Χάριτος Σου στο
εγκαταλελειμμένο Ποίμνιο Σου, Στείλε ιερείς παρακαλούντας τον λαό σου
Κύριε!
Ώ,
πόσο θα χαίρομαι, όταν ή Ποίμνη Σου θα χαίρεται! Πόσο θα σκιρτώ από
αγαλλίαση, όταν το λογικό Σου κοπάδι θα αναπαύεται κάτω από τη θεία Σου,
σκέπη, αναπνέοντας τη ζείδωρη αύρα της Χάριτος Σου, ήρεμο και γαλήνιο,
γιατί θα ξέρη πως πάνω του αγρυπνείς Εσύ ο ίδιος!
ΓΝΩΡΙΖΩ όμως
πόσο ή ανθρώπινη πραγματικότητα είναι πεζή, απογοητευτική, αντινομική,
γεμάτη αδυναμίες. Ξέρω από τον ίδιο τον εαυτό μου πόσο δύσκολο είναι για
τα πρόβατα Σου να υποταχθούν πέρα για πέρα στο θέλημα Σου. Είναι τόσο
διεφθαρμένη ή φύση μας και τόσο διεστραμμένη από την αμαρτία, Κύριε!
Δεν
αγνοώ ακόμα πώς το δυσκολότερο επίτευγμα είναι να ενωθούν όλα τα
πρόβατα εσωτερικά, οργανικά, αληθινά σε μια πραγματικά πνευματική ποίμνη
υπό ένα Ποιμένα, Εσένα, ω Ιησού μου.
Για
αυτό δεν προσευχήθηκες εσύ ο ίδιος στον Πατέρα Σου λίγο πριν από το
πάθος Σου; Ξέρω από πικρή πείρα τον διασπαστικό ρόλο των προσωπικών
αντιλήψεων και ιδεών, των συναισθηματικών καταστάσεων, της άγνοιας του
Ευαγγελίου Σου της ελλείψεως της εσωτερικής μυστικής (επί)κοινωνίας με
Σένα και με τα υπόλοιπα πρόβατα Σου μεταξύ τους, της σφοδρής πολεμικής
εναντίον της Εκκλησίας Σου, του κάκου, κάκιστου, παραδείγματος κάποιων
ανάξιων ποιμένων Σου, από τους οποίους ο χειρότερος τυχαίνει να είμαι
εγώ.
Ξέρω
πόσο ο «αρχέκακος όφις», ο εχθρός διάβολος, σπέρνει κάθε είδους ζιζάνια
ανάμεσα στα πρόβατα Σου. Δεν αγνοώ πόσο δελεαστικά και γοητευτικός
πλάνα είναι τα μονοπάτια της αμαρτίας και των φευγαλέων, απατηλών δε,
αγαθών του κόσμου ετούτου. Όλα αυτά και ότι σχετικό, κρατούν το Ποίμνιο
Σου σε κατάσταση συγχύσεως, διασκορπισμού, αδυναμίας συμπορεύσεως,
συμπνευματισμού στο Όνομα Σου.
Μη
μπορώντας να κάνω τίποτε -μα και στην καλύτερη περίπτωση τι μπορεί να
κάνη ο άνθρωπος;- Σε παρακαλώ δέξου μια ταπεινή προσφορά, Κύριε. Μια
προσφορά ενός ανάξιου ποιμένος ψυχών, πού παρόλη την αθλιότητα του
αγαπάει τα πρόβατα Σου, δηλαδή τους αδελφούς του, γιατί και αυτός
πρόβατο Σου είναι, τα νιώθει ενωμένα μαζί του με μια ενότητα «εν ενί
πνεύματι και μια καρδία» και ικετεύει γι' αυτά. Και ή προσφορά μου θα
είναι:
ΓΙΑ όσα πρόβατα Σου
δεν Σε γνωρίζουν και γι' αυτό και δεν επικοινωνούν μαζί Σου,
θα επικοινωνώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
κλαίνε για τις οποίες παραβάσεις τους και εκτροπές
τους, μικρές ή μεγάλες, τις εν γνώσει ή εν αγνοία
τους,
Θα κλαίω εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
βυθίζονται ατό βούρκο της αμαρτίας χάνοντας την
αγνότητα τους, θα θρηνώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
κοιμούνται τον μακάριο ύπνο της αμελείας και
αδιαφορίας, θα ξαγρυπνώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
ΣΕ βλασφημούν και Σε περιφρονούν, γιατί ποτέ
Τους δεν γνώρισαν πραγματικά, θα Σε υμνώ και
Θα Σε δοξολογώ εγώ.
Για όσα πρόβατα Σου
Είναι δέσμια οποιουδήποτε πάθους, γονατιστός
Θα Σε, ικετεύω να τα ελευθέρωσης από τα φοβερά
δεσμά τους.
Για όσα πρόβατα Σου
Πέφτουν σε χέρια λύκων, με αγωνιά και απελπισμένα
Σου κράζω. Κύριε, Κύριε, Κύριε, σώσε τα!
γλίτωσε τα!
Για όσα πρόβατα Σου
βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση, σε
σε αδυναμία να σκεφτούν και μη μπορώντας
να βρουν τη σωτήρια διέξοδο από τον λαβύρινθο,
στον οποίο βρίσκονται, θα Σου δέομαι εγώ.
Με όσα πρόβατα Σου
αγωνίζονται ειλικρινά, και δακρύζουν και πονούν
και πασχίζουν και ματώνουν και αδιάκοπα
προσπαθούν να «τελέσωσι τον δρόμον» τους με χαρά.
για να φέρουν σε αίσιο πέρας το έργο της σωτηρίας τους.
Θα συναγωνίζομαι και εγώ «εν τοις προσευχαίς»,
ώστε να αξιωθούν να λάβουν το στεφάνι της νίκης,
το όποιο «αποδώσεις Συ ο δίκαιος Κριτής
εν εκείνη τη ήμερα».
ΞΕΡΩ πώς ο καθένας μας είναι προσωπικά υπεύθυνος ενώπιον Σου, Κύριε. «Έκαστος περί εαυτόν δώσει λόγον Σοί τω Θεώ».
Ξέρω όμως
πάλι πώς τίποτε δεν εμποδίζει την αγάπη στο όνομα Σου να ταυτίζεται με
όλη την Εκκλησία Σου, «μη ζητούσα τα εαυτής», και να ακολουθήσει τα ίχνη
Σου, για να γίνει «χριστοειδής» και «χριστόμορφος».
Εσύ
δεν έκανε για μας και αντί για μας αυτό το όποιο, ό,τι και να ξέραμε,
ό,τι και να θέλαμε, ότι και να πασχίζαμε, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να
κατορθώσουμε; Αν τόλμησα και είπα τις μεγάλες κουβέντες, πού είπα πιο
πάνω, τόλμησα να το κάνω μόνο και μόνο, γιατί ξέρω πολύ καλά πώς όχι εγώ
ο γήινος και αδαμιαίος και πρώτος των αμαρτωλών, αλλά Εσύ είσαι
Εκείνος, πού θα κάνης ότι δεν κάνουμε εμείς και θα συμπλήρωσης τις δικές
μας ελλείψεις και ατέλειες.
Κανένας
δεν αγαπάει τα πρόβατα Σου, όσο Εσύ ο ίδιος. και φυσικά δεν περιμένεις
να μάθεις τις ανάγκες τους από τις δικές μας αναιμικές προσευχές. Επειδή
όμως Σε ξέρω, όσο και αν ή γνώση μου για Σένα είναι απόλυτα μικρή και
μηδαμινή, τόλμησα να μιλήσω «εις τόπον Σου», όπως Θα μιλούσες Εσύ.
Αποτόλμησα να γίνω των δικών Σου συναισθημάτων -σε κάποιον ελάχιστο
βαθμό, βέβαια- ερμηνεύς για τα πρόβατα Σου, πού για χάρη τους έγινες «ο
Ών ός ουκ ης δι' ημάς». Αν όμως παρόλα αυτά είναι τα λόγια μου υπερφίαλα
και παράτολμα για την αθλιότητα μου, συγχώρησε με. Κύριε. Συγχώρησέ
γιατί ξέρω την αδυναμία μου. Συγχώρησέ με, γιατί στην υπερβολή της
αγάπης είπα, ότι και δεν μου ταιριάζει και με ξεπερνάει «άπειρον όσον».
ΔΕΞΟΥ Κύριε
Ιησού γλυκύτατε, Αρχιποίμην Ιησού, Υιέ Θεού Μονογενές, Αγάπη της
Αγάπης-του Πατρός, πού είναι ή ρίζα κάθε αγάπης, δέξου, ΚΥΡΙΕ μου, την
ταπεινή μου προσφορά. Δέξου την και επειδή οπωσδήποτε είναι μολυσμένη
και βεβορβορωμένη από την άμετρη αμαρτωλότητά μου, εξάγνισε -την ΕΣΥ
καθάρισε την Εσύ, συμμόρφωσε την Εσύ σύμφωνα με τη δική Σου σοφία και
καθαρότητα.
Δέξου τους χτύπους της καρδιάς μου, όσο κι αν είναι πήλινη.
Δέξου τα δάκρυα μου, όσο κι αν είναι γήινα.
Δέξου την ταπεινή μου ικεσία, όσο κι αν είναι φτωχή και ισχνή.
Σε
ικετεύω, φτωχό Σου πρόβατο κι εγώ, για τα πρόβατα Σου, πού είναι
αδέρφια μου, πού είναι παιδιά Σου, που είναι παιδία του «Πατρός ημών του
εν τοις ουρανοίς», Πρωτότοκε και Πρεσβύτερε Αδελφέ, Κύριε και Δέσποτα
Ιησού Χριστέ, Σωτήρ μου.
ΟΣΟΝ
καιρό μετάνοιας, συντριβής, προσευχής, αφιερώσεως και ησυχίας
πνευματικής θα μου χαρίζει ή ευσπλαχνία Σου -μια μέρα; μια εβδομάδα; ένα
μήνα; ένα χρόνο;- όσον καιρό θα μου χαρίζει ή άμετρη αγαθότητα Σου και
ανοχή Σου, θα τον αφιερώσω σε αυτό το έργο: θα ικετεύω για τα πρόβατα
Σου. Ώ, μην απορρίψεις την ταπεινή μου ικεσία, Κύριε! Το ξέρεις πως η
μεγάλη μου ευτυχία κλείνοντας τα μάτια στον μάταιον αυτόν κόσμο, ή πιο
μεγάλη μου χαρά, θα είναι να έχω κρατήσει μια και μόνο εικόνα:
"ένα
κοπάδι λογικών προβάτων, των προβάτων, που μου είχες Εσύ εμπιστευθεί,
μα δεν αξιώθηκα να πεθάνω ανάμεσα τους, να βόσκουν ενωμένα, αγαπημένα,
ειρηνικά, πνευματικά καταρτισμένα σε κάποιους λειμώνες της Χάριτος Σου,
κάτω από τα στοργικά βλέμματα ενός —ίσως και περισσότερων- αγίων ιερέων
και πνευματικών ποιμένων, πού θα τους έχεις στο μεταξύ Εσύ στείλει,
γιατί και γι' αυτό Σε έχω ενοχλήσει πολύ, όπως το ξέρεις καλά.
Ίσως
αύτη ή εικόνα, πού θα έχω κλείσει στα μάτια μου, νάναι ή μόνη μου
απολογία μπρος στο φοβερό Κριτήριο και το αδέκαστο Βήμα Σου.
Όταν
μου πεις: τι έκανες λοιπόν, φτωχή ψυχή, εκεί κάτω στη γη; Θα μπορώ ίσως
τότε με όλη την απλότητα και το θάρρος, πού μου εμπνέει ή αγάπη Σου, να
Σου αποκριθώ ταπεινά:
Σου δάνειζα τα δάκρυα μου,
για να κάνης τις συνθέσεις
των χρωμάτων αυτής της εικόνας,
που έφερα μαζί μου Κύριε!
ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ, ΙΗΣΟΥ ΜΟΥ!
Από το βιβλίο ''Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες''