Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΣΤΟ ΟΡΑΤΟ ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ

Θεμέλιο πάντων των ορατών είναι τό αόρατο, του ανθρώπου η ψυχή, του κόσμου ο Θεός. Το αόρατο είναι η υπόσταση των πάντων, το στήριγμα των πάντων, η ουσία των πάντων, δηλαδή, εκείνο στο οποίο στέκεται ο κόσμος και καθετί μέσα στον κόσμο. Τούτο πρέπει να αισθανθεί  κάθε άνθρωπος που με σοβαρότητα θα κοιτάξει μέσα σε  οποιοδήποτε μυστήριο αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής. Στον πυθμένα του ορατού κρύβεται η αόρατη δύναμη.
Το αόρατο είναι τo ισχυρότερο μέσα στoν κόσμο των γήινων ορατοτήτων μας, ο ηλεκτρισμός. Η δύναμη της βαρύτητας είναι αόρατη αλλά είναι δυνατότερη όλων των πλανητών. Τους κινεί όπως τα παιδιά τις μπίλιες.
Ο νόμος υπεράνω όλων των νόμων σ’ αυτόν τον κόσμο είναι: Το αόρατο είναι ο μυελός του ορατού και δεσπόζει στo ορατό. Αυτός ο κόσμος είναι το εργαστήριο του Θεού, όπου το αόρατο μεταβάλλεται σε ορατό, ωστόσο μονάχα έως ορισμένο βαθμό.
Κάτω από τον νόμο αυτό πραγματοποιήθηκε και η ενσάρκωση του Θεού. Μονάχα εδώ είναι το τέλειο παράδειγμα του Αοράτου στο ορατό. Στο μικρούτσικο αλλά ορατό σώμα του ανθρώπου κρύβεται ο αόρατος Θεός. Εκεί εγκαθίσταται ολάκερο το μυστήριο και του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Εντούτοις, τα πάντα ισχύουν κατά τον ίδιο νόμο, το αόρατο μέσα στo ορατό.
Στην εμφάνιση του ενσαρκωμένου Θεού δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο και «παράνομο», τίποτα άλογο και ακανόνιστο, επειδή σ’ αυτόν τον κόσμο καθετί ορατό είναι η κρυψώνα του αοράτου. Όταν ενσαρκώθηκε ό Κύριος Ιησούς Χριστός, έκανε τον αόρατο Θεό μερικώς ορατό, περιέγραψε εν μέρει τον Απερίγραπτο μέσω του σώματος. Και τοιουτοτρόπως έλαμψε το μυστήριο όλων των κόσμων. Το αόρατο είναι η ψυχή παντός ορατού· εξ όλων των αναρίθμητων ορατών κτισμάτων εκτείνονται αναρίθμητα αόρατα, και υπεράνω όλων, και δια πάντων, Αυτός, ο Μόνος Αόρατος, Κύριος και Θεός των κόσμων, Τρισήλιος και Τρισυπόστατος! Και η τελειότατη φανέρωσή τού αοράτου Θεού, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. 1, 15) και μέσα στον Οποίο κατοικεί «παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9), ο Θεάνθρωπος Χριστός, και μέσω Αυτού, κατ’ Αυτόν και δι’ Αυτού οι Χριστιανοί.
Προφανώς, οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί από το ότι μέσω του Χριστού αισθάνονται το μυστήριο της ζωής και του κόσμου, μέσω του Χριστού το εξηγούν. Το ορατό το εξηγούν με το αόρατο και αντίστοιχα, το αόρατο εξηγούν με το ορατό· τον άνθρωπο εξηγούν με τον Θεό, και Αυτόν με τον άνθρωπο μέσα στον Θεάνθρωπο Χριστό. Δίχως Θεάνθρωπο ο άνθρωπος είναι φρίκη και ο Θεός είναι η πλέον μεγαλύτερη. Ο Θεάνθρωπος είναι η τελειότατη σύνθεση του Αοράτου και ορατού, το τελειότατο κριτήριο του Θείου και του ανθρώπινου, του πνευματικού και του φυσικού.
Οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί από το γεγονός ότι μέσα στο πεπερασμένο ψάχνουν το αιώνιο, μέσα στο ορατό το αόρατο, μέσα στο ανθρώπινο το Θείο. Ως «χατζήδες» της αιωνιότητας, ταξιδεύουν διαμέσου του χρονικού μέσα στο αιώνιο, διαμέσου του ανθρώπινου μέσα στο θεανθρώπινο. Ψάχνουν το θείο χρυσάφι μέσα στην ανθρώπινη λάσπη, και το βρίσκουν. Γι’ αυτούς τα πράγματα είναι διαφανή, διαμέσου του ορατού βλέπουν το αόρατο, διαμέσου του χρονικού βλέπουν το αιώνιο. Μέσα σε καθετί ορατό βρίσκουν εκείνον τον αόρατο μυελό, τον αόρατο πυρήνα που με το μυστηριώδες νεύρο συνδέει το ορατό με τον Αόρατο.
Για μας τους Χριστιανούς, τα πάντα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν έννοια, σημασία και αξία μόνο τόσο, ώστε να είναι μέσα και οδός προς την αιωνιότητα, επειδή εμείς βλέπουμε το μη βλεπόμενο, εμείς βλέπουμε το αόρατο. Όλη τη ζωή μας μέσα στο χρόνο την καθορίζουμε από εκείνο που είναι αιώνιο, το ανθρώπινο το νοηματοδοτούμε από το θεανθρώπινο.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Φιλοσοφικοί Κρημνοί», έκδ. Ι.Μονής Χιλανδαρίου)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

Είναι μακάριος ο άνθρωπος εκείνος που έχει αγάπη Θεού, γιατί περιφέρει με την παρουσία του τον Θεό. Διότι ο Θεός είναι αγάπη, και αυτός που μένει μέσα στην αγάπη, μένει «ἐν τῷ Θεῷ».
Εκείνος που έχει αγάπη δε φοβάται, διότι η αγάπη βγάζει έξω από την ψυχή το φόβο. Εκείνος που έχει αγάπη δεν αποστρέφεται ποτέ κανέναν, ούτε μεγάλον, ούτε ένδοξο, ούτε άδοξο, ούτε φτωχό, ούτε πλούσιο, αλλά γίνεται ακάθαρτο αποσπόγγισμα όλων.
Εκείνος που έχει αγάπη δέν αλαζονεύεται εναντίον κάποιου, δεν ξιππάζεται, κανέναν δεν κακολογεί, αλλά και αυτούς που κακο¬λογούν τους αποφεύγει. Εκείνος που έχει αγάπη δε σκέφτεται με πανουργία, δε θέλει να υποσκελίσει, ούτε υποσκελίζει τον αδελφό.
Εκείνος που έχει αγάπη δε ζηλεύει, δε φθονεί, δεν κατατρέχει, δε χαίρεται με την πτώση των άλλων, δεν εξευτελίζει αυτόν πού έπεσε σε σφάλμα, αλλά τον συλλυπείται και τον συμπαραστέκεται και τον ανακουφίζει.
Εκείνος που έχει αγάπη εκτελεί τό θέλημα του Θεού, και είναι μαθητής του, διότι ο ίδιος ο καλός μας Δεσπότης είπε: «Από αυτό θα ξέρουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν αγαπάτε ο ένας τον άλλον».
Εκείνος πού έχει αγάπη ποτέ δεν αποκτά κάτι για τον εαυτό του, δε θεωρεί τίποτε δικό του, αλλά όλα όσα έχει τα προσφέρει κοινά σε όλους.
Εκείνος που έχει αγάπη δεν παροργίζεται, δεν ξιππάζεται, δε φουντώνει από οργή, δε χαίρεται για την αδικία που γίνεται, δεν εξακολουθεί να ψεύδεται, κανέναν δε θεωρεί εχθρό, παρά μόνο τον διάβολο.
Λοιπόν, είναι μακάριος αυτός που έχει αποκτήσει την αγάπη, και με αυτήν ως κτήμα αναχωρεί πρός τον Θεό. Διότι ο Θεός, αναγνωρίζοντας τον δικό του άνθρωπο, θα τον δεχθεί στους κόλπους του, θα ζει δηλαδή ο εργάτης της αγάπης μαζί με τους Αγγέλους, και θα βασιλεύσει μαζί με τον Χριστό. Διότι την αγάπη έχοντας ήρθε και ο Θεός Λόγος επάνω στη γη· μ’ αυτήν και ο παράδεισος έχει ανοιχθεί για μας, και η ανάβαση στον ουρανό διακηρύχθηκε για όλους. Ενώ ήμασταν εχθροί με τον Θεό, με την αγάπη, συμφιλιωθήκαμε μ’ αυτόν. Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η αγάπη είναι ο Θεός, και αυτός που μένει μέσα στην αγάπη, μένει «ἐν τῷ Θεῷ».
Είναι άθλιος και ταλαίπωρος εκείνος που ζει μακριά από την αγάπη, διότι αυτός περνά τις μέρες της ζωής του μετεωριζόμενος. Και ποιός δε θα πενθήσει τον άνθρωπο εκείνο που είναι μακριά από τον Θεό, και στερείται από το φως, και ζει στο σκοτάδι;
Δεν ψεύδεται ο Απόστολος που είπε, ότι αυτός που μισεί τον αδελφό του είναι φονιάς, και περιπατεί στο σκοτάδι, και εύκολα κυριεύεται από κάθε αμαρτία. Γιατί εκείνος που δεν έχει αγάπη, έντονα θυμώνει, έντονα παροργίζεται, έντονα μισεί.
Εκείνος που δεν έχει αγάπη χαίρεται με την αδικία των άλλων, δε συμπάσχει μ’ αυτόν που έπεσε σε σφάλμα, δεν απλώνει για βοήθεια το χέρι του στον πεσμένο, δε συμβουλεύει αυτόν που παρασύρθηκε, δε στηρίζει αυτόν που κλονίζεται.
Εκείνος που δεν έχει αγάπη είναι ανάπηρος στο νου· είναι εφευρέτης κάθε πονηρίας, είναι δημιουργός συγκρούσεων, είναι φίλος των υβρεολόγων, είναι σύντροφος αυτών που κακολογούν τους άλλους, εργάτης της υπερηφάνειας, σκεύος της αλαζονείας, και με ένα λόγο, αυτός που δεν απέκτησε την αγάπη είναι όργανο του εχθρού, και πλανιέται σε όλα τα μονοπάτια της ζωής του, και δεν ξέρει ότι βαδίζει μέσα στο σκοτάδι.
Άγιος Εφραίμ, ο Σύρος
(Απόσπασμα από τα Ασκητικά Έργα)

Ο ΕΚ ΔΕΞΙΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

Ἡ «δεξιὰ» καὶ ἡ «ἀριστερά» δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μόνο μὲ τὴν θέση τῶν κομμάτων στὸ Κοινοβούλιο. Χρησιμοποιήθηκαν γιὰ νὰ ὁρίσουν δύο κατηγορίες πειρασμῶν στὴν πνευματικὴ ζωή. Μάλιστα, ὁ «δεξιὸς» πειρασμός, ὡς πιὸ ἀδιόρατος, θεωρήθηκε καὶ ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος!
Πότε ἕνας πειρασμὸς ἔρχεται «ἐκ δεξιῶν» καὶ πότε «ἐξ ἀριστερῶν»;  Ἂς δώσουμε ἕνα παράδειγμα. Ὅταν ὁ πονηρὸς σοῦ ὑποβάλλει τὴ σκέψη νὰ ἐξαπατήσεις τὸν συνεργάτη σου γιὰ τὸ ἀτομικό σου ὄφελος, αὐτὸ εἶναι ἕνας «ἐξ ἀριστερῶν» πειρασμός. Γνωρίζεις ἀπὸ ποῦ προέρχεται, καὶ εἴτε τὸν δέχεσαι, εἴτε τὸν ἀπορρίπτεις. Ἐάν, ὅμως, τὸ πονηρὸ πνεῦμα σοῦ ψιθυρίσει ὅτι, τώρα ἀδελφέ μου εἴμαστε σὲ κρίση, ὁ συνεργάτης σου δὲν ἔχει οἰκογένεια, ἄρα ἐσύ δικαιολογεῖσαι νὰ τὸν ἐξαπατήσεις, χάριν τῶν παιδιῶν σου, τότε αὐτὸς εἶναι ἕνας «ἐκ δεξιῶν» πειρασμός, παρουσιάζεται δηλαδὴ μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀγαθοῦ σκοποῦ, ἢ ἔστω καὶ ὡς ἀναγκαῖο κακό. Κατασκευάζει προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις.
Ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμὸς μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμη πιὸ …ἅγιος! Ἐμφανίζεται ὡς ἄγγελος φωτός, μὲ εὐλαβικὲς σκέψεις καὶ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Παρουσιάζει στὸν νοῦ ἕνα ψέμα μὲ προσωπεῖο ἀληθείας.  Προβάλλει μιὰ ἀρετή, ποὺ ὅμως εἶναι κακία μασκαρεμένη. Ἔτσι, μπορεῖ νὰ προσάγει στὴν ψυχὴ τὴν ἐμπάθεια μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπεράσπισης τῆς πίστεως. Καὶ νομίζει τότε ὁ ἐγωιστὴς καὶ μισαλλόδοξος πὼς εἶναι ὁ ζηλωτὴς τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ καλλιεργεῖ τὴ χαλαρότητα καὶ ἀδιαφορία μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ μέτρου καὶ τῆς πραότητας. Καὶ ὁ ἀδιάφορος καὶ νωθρὸς παρουσιάζεται ὡς εἰρηνικὸς καὶ πρᾶος. Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ καλύπτει τὴ σκληρότητα μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀκρίβειας ἢ τῆς εἰλικρίνειας. Καὶ ὁ ἀνελεήμων προβάλλει ὡς ἀκέραιος καὶ ἀκριβολόγος. Κι ἄλλοτε παίρνει ἄλλες μορφές, γιὰ νὰ κρύψει τὴν ἀληθινή του μορφή, νὰ μπεῖ σὰν κλέφτης καὶ νὰ συλήσει τὴν καρδιά.
Οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου γνωρίζουν τὶς μεθόδους τοῦ διαβόλου, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς προειδοποιοῦν γιὰ ἕναν ἀκόμη λεπτότατο ἐκ δεξιῶν πειρασμό. Ὅταν ὁ νοῦς φθάσει στὸ σημεῖο νὰ προσεύχεται μὲ θερμό­τητα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἥσυχος καὶ ὀχυρωμένος, τότε οἱ δαίμονες, ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ ἀποπροσανατολίσουν, ἔρχονται ἀπὸ τὰ δεξιά, δὲν δηλώνουν ποιοί εἶναι, ἀλλὰ σχηματίζουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλων ἀγαπητῶν πραγμάτων. Τότε νομίζει ὁ νοῦς ὅτι πέτυχε τὸ σκοπὸ τῆς προσευχῆς. Ἔτσι ὁ πονηρὸς σπείρει στὸν ἐγκέφαλο τοὺς σπόρους τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφανίας.
Πολὺ συχνὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα χρησιμοποιεῖ ἀλήθειες. Ἀληθεύει στὰ μικρά, προκειμένου νὰ μᾶς ἐξαπατήσει στὰ μεγάλα. Ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἕνας μάγος μπορεῖ νὰ φανερώνει τὰ κρυμμένα ἢ νὰ «προφητεύει», καὶ ὑποστηρίζει ὅτι ἀντλεῖ δύναμη ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅμως εἶναι μπερδεμένος μὲ τὸ κακό, καὶ προφητεύει αὐτὰ ποὺ σχεδιάζει ὁ ἴδιος ὁ πονηρός. Τοῦτο εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο στὴν ἐποχή μας, διότι ἡ δεισιδαιμονία πιάνει ρίζες στὶς ὑλιστικὲς κοινωνίες, καὶ σήμερα εἰσχωρεῖ ἀνεπαίσθητα στὴ ζωὴ ἀκόμη καὶ Χριστιανῶν.  Καὶ ὁ ἅγιος καὶ ὁ μάγος μποροῦν νὰ γνωρίζουν τὸ ὄνομά μας ἤ τὸ πρόβλημα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ. Κριτήριο τῆς ἁγιότητας, ὅμως, εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη ποὺ ἀναδίδει ὁ ἄνθρωπος ὡς φυσικό, εὐῶδες θυμίαμα.
Πῶς ἀναγνωρίζουμε  τὸν ἐκ δεξιῶν πειρασμό; Πρῶτον, ἰσχύει μιὰ γενικὴ ἀρχή: Ἄν ἕνα γεγονὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ διάβολος φέρει λογισμοὺς ὑπερήφανους. Δεύτερον, πρέπει νὰ ἐμπεδώσουμε ὅτι πολύ συχνὰ αὐτὸ ποὺ μᾶς φαίνεται ἀπόλυτα σωστὸ καὶ ἀληθινὸ καὶ δίκαιο εἶναι ἁπλὰ ἀντανάκλαση τοῦ προσωπικοῦ μας θελήματος.
Εἶδε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες στὴ γῆ, καὶ θαύμασε καὶ ἀναρωτήθηκε, ποιός μπορεῖ νὰ τὶς νικήσει; Καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει: ἡ ταπεινοφροσύνη.  Ἡ ἀληθινὴ καὶ γνήσια ταπείνωση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποκαλύπτει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου. Καὶ ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἁπλῶς λογισμοὶ ταπεινώσεως οὔτε βέβαια λόγοι ταπεινόσχημοι καὶ σχήματα εὐσεβείας. Εἶναι ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς πραγματικῆς καταστάσεώς μας, πώς εἴμαστε σκιᾶς ἀσθενέστεροι, πὼς ὅ,τι κι ἂν κάνουμε κι ἂν ἔχουμε, δὲν εἶναι δικό μας.
Ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ, ὡς παράδειγμα ταπεινώσεως,  τὴ συνάντηση τοῦ ἁγίου Ζωσιμᾶ μὲ τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία. Ὁ πρῶτος ἦταν ἕνας ἐνάρετος ἀββᾶς, ποὺ ἔφερε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Ἡ δεύτερη ἦταν μιὰ πρώην πόρνη, ποὺ ὅμως εἶχε ζήσει ὁλόκληρη ζωὴ στὴν ἔρημο καὶ εἶχε φθάσει σὲ ὕψιστα μέτρα ἁγιότητας. Στὸ ἀπρόσμενο συναπάντημά τους στὴν ἔρημο κανεὶς ἀπ’ τοὺς δυὸ δὲν φαίνεται ὅτι γνωρίζει τὴν ἀξία ἤ τὰ μέτρα του. Ἀντιθέτως, καὶ οἱ δύο ἀκουμποῦν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ, προσκυνοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ζητοῦν ὁ ἕνας τὴν εὐλογία τοῦ ἄλλου. Εἶναι μιὰ ταπείνωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἁπλῆ καρδιά. Καὶ ἡ ἁπλῆ καρδιὰ πάντοτε συγκρίνει τὸν ἑαυτό της ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἄπειρη καθαρότητα καὶ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὴν προσκύνησή της φωτίζεται, τότε διακρίνει πόθεν προέρχεται ἡ σκέψη, τὸ αἴσθημα ἤ ἡ διάθεσή της.
Οὐσιαστικὰ ἡ ταπείνωση ἐκφράζεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς μαθητείας. Μαθητὴ διὰ βίου ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ὀνομάσθηκε θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Καππαδόκης. Καὶ οἱ γέροντες τῆς ἐρήμου ποτὲ δὲν δέχονταν κάποια ἀποκάλυψη, χωρὶς προηγουμένως νὰ τὴν θέσουν στὴν κρίση ἄλλων (πιὸ ἔμπειρων) ἀδελφῶν. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὴν διὰ βίου μαθητεία καὶ τὴν ἀγάπη.
Κάποιοι νομίζουν ὅτι τὰ ἐξωτερικά ἔργα ἤ ἡ ἐξωτερικὴ ἡσυχία ἤ ἕνας ὑποτυπώδης (ἤ ὑποτιθέμενος) ἀγώνας γιὰ τὴν πίστη, τοὺς καθιστοῦν διδασκάλους, εἰσαγγελεῖς, κριτὲς τῆς οἰκουμένης. Κι ἂς λένε «συγχωρῆστε με ἀδελφοί», κι ἂς λένε «ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλός», δὲν τὸ ἐννοοῦν. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πειρασμός, ἀπὸ τὸ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ ἀγώνας καὶ ἡ πίστη μᾶς παρέχουν τὸ δικαίωμα νὰ φερόμεθα ὡς κριτήριο ὀρθοδοξίας ἤ ὡς ἱεροεξεταστές, εἶναι ὅμως παράδοξο καὶ θαυμαστὸ τὸ πόσο ἡ αἴσθηση ὅτι ὁμολογοῦμε τὴν πίστη ἤ ὅτι ὑπερασπιζόμεθα τὴν παράδοση μπορεῖ συχνὰ νὰ ἀγκιστρώνεται στὸν πιὸ ἀσυμβίβαστο ἐγωισμό. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἡ καρδιὰ γίνεται σκληρὴ σὰν πέτρα, βυθίζεται στὴν ἄβυσσο τῆς ἀμετάπειστης γνώμης, κάποτε καὶ τῆς ἀγνωμοσύνης. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ὀνομάζουμε πλάνη.
Ἱερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός
(Ἀπόσπασμα ἀπὸ Ὁμιλία)

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΓΕΝΕΙΑΣ : ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ




Ο όσιος Παΐσιος, σε επιστολή του το 1969, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε ένα φαινόμενο της χριστιανικής κοινωνίας της εποχής του, μια νοοτροπία επικίνδυνη για την ψυχική υγεία και το εκκλησιαστικό ήθος. Περιγράφει μια μερίδα ανθρώπων που ζουν μεν μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, αλλά χαρακτηρίζονται από τάσεις ασυμφωνίας και διαίρεσης.
«Είναι εκείνοι οι αδελφοί, που … α­σχολούνται με την κριτικήν ο ένας του άλλου και όχι δια το γενικώτερον καλόν του αγώνος. Παρακολουθεί δε ο ένας τον άλλον (περισσότερον από τον εαυτόν του) εις το τί θα ειπή ή τί θα γράψη, δια να τον κτυπήση κατό­πιν αλύπητα. Ενώ ο ίδιος αν έλεγε ή έγραφε το ίδιο πράγμα, θα το υπεστήριζε και με πολλές μάλιστα μαρτυ­ρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Το κακό που γίνεται είναι μεγάλο, διότι αφ’ ενός μεν αδικεί τον πλη­σίον του, αφ’ ετέρου δε και τον γκρεμίζει μπροστά στα μάτια των άλλων πιστών. Πολλές φορές σπέρνει και την απιστία στις ψυχές των αδυνάτων, διότι τους σκανδαλί­ζει. Δυστυχώς, μερικοί από εμάς έχουμε παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουμε οι άλλοι να έχουν τον ίδιο με εμάς πνευματικόν χαρακτήρα…»
Διαδεδομένος στην εποχή μας, αυτός ο τύπος ανθρώπου ασχολείται μόνο με τους άλλους. Έτοιμος για άμυνα και επίθεση, βρίσκει το νόημα της ζωής του σε μια διαρκή αντιπαράθεση πού αναζητά πάντοτε ένα θέμα να διοχετευθεί: τώρα η ακρίβεια της πίστεως, τώρα η αίρεση, τώρα οι σκοτεινές δυνάμεις, αλλά ποτέ η μαύρη του η μιζέρια. Τρέφεται από την πόλωση. Διψάει να πάρει θέση σε στρατόπεδο (ασχέτως αν σε πραγματικό πόλεμο μπορεί και να έστρεφε τα νώτα!). Κι αν ακόμη του δώσεις ένα λόγο της δικής του κατεύθυνσης και ιδεολογίας με την ετικέτα της αντίθετης, προκειμένου να τον εκτιμήσει, θα τον πολεμήσει αμείλικτα. Να εκτιμήσει δεν μπορεί, διότι πουθενά δε βλέπει το καλό, και η μυωπία αυτή τον βοηθά να εκτοξεύει ιεροπρεπώς Ιερεμιάδες. Δεν είναι σαν την μέλισσα που παίρνει το νέκταρ από τα άνθη αλλά (όπως το διατύπωσε ο όσιος Παΐσιος), σαν τη μύγα που γυρεύει τις ακαθαρσίες. Η πνευματική του ένδεια καλύπτεται από το περίβλημα του κοινωνικού ή πνευματικού αγώνα – και μη θαρρείτε πως το «πνευματικός» έχει κάποια εσωτερικότητα, το φαίνεσθαι ταυτίζεται με το είναι του.
Ο τύπος αυτός βρήκε ένα παράδεισο στο διαδίκτυο. Εδώ ο καθένας μπορεί να έχει εξίσου δημόσιο λόγο, ανεξέλεγκτο λόγο, με την πιο εντυπωσιακή πλατφόρμα, ενώ ταυτοχρόνως μπορεί εύκολα να κρύβει την ταυτότητά του και να κατασκευάζει το προφίλ που θέλει ο ίδιος (πράγμα πιο δυσχερές στην μη εικονική πραγματικότητα). Εδώ εύκολα εντάσσεται σε κάποιο στρατόπεδο και γίνεται «αγωνιστής».
Έτσι το διαδίκτυο γίνεται ένας κυκλώνας πληροφοριών, που ανακατεύει ξερά και χλωρά, σκουπίδια, μυαλά και συνειδήσεις, ευτελίζοντας ουσιαστικά την αλήθεια, αφού πλέον ο καθένας, και η κάθε ομάδα, επιδιώκει εγωιστικά, και με κάθε τρόπο, να επιβάλλει τη δική της αλήθεια, το δικό της «δίκιο», τη δική της αντίληψη και ερμηνεία. Στην διαδικασία αυτή επικρατεί η παρόρμηση και, κατ’ επέκτασιν, η προχειρολογία, η επιπολαιότητα, η προπέτεια, ακόμη και η λεκτική βία. Αυτό που συνέβαινε στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική, βρήκε έδαφος και στον εκκλησιαστικό διαδικτυακό χώρο: πληροφορίες, ειδήσεις, γνώμες, υπηρετούν το χάος, τη σύγχυση και τα ανθρώπινα πάθη.
Εδώ όλα είναι ταχύτατα και εύκολα, η πληροφορία είναι fast food. Η ταχύτητα και ευκολία αυτή καθιστά και τον επισκέπτη του ίντερνετ ανίκανο να διαβάσει ένα βιβλίο στοιχειωδών απαιτήσεων, ανίκανο να εμβαθύνει ή να ανταποκριθεί ακόμη και σε ένα μικρό συγκροτημένο κείμενο. Ο εθισμένος στην ιντερνετική προχειρότητα, βία, και λατρεία της εικόνας, που ενίοτε συνεργάζονται με τη δική του εσωτερική σύγχυση ή ανασφάλεια, αδυνατεί πλέον να διαβάσει. Θα παρασυρθεί αναγκαστικά από τον τίτλο ενός κειμένου, από το πρώτο σχόλιο, και, αν έχει λάβει εκ των προτέρων στάση άμυνας, θα κάνει ένα scanning, για να αρπάξει τις φράσεις που τον εξυπηρετούν. Έπαυσε η διαδικασία της ανάγνωσης ως συνάντησης με τον συγγραφέα, ως προσπάθεια να κατανοηθεί το δικό του μήνυμα και να επιχειρηθούν οι προεκτάσεις του. Εκείνο που έχει σημασία είναι η στράτευση. Γι αυτό και συνήθως το μη στρατευμένο κείμενο ή δέχεται πυρά από τα αντίθετα στρατόπεδα ή απλά αγνοείται, αφού δεν διεγείρει.
Αλλά πού να δώσεις σημασία, όταν ο επίδοξος συγγραφέας του διαδικτύου, άσχετος, ψυχασθενής ή κομπογιαννίτης (ή επιτυχής συνδυασμός και των τριών) αναπτύσσει (καταχρηστικό το ρήμα) την όποια άποψή του με τον δυναμισμό και την πεποίθηση του προφήτη και διδασκάλου, επιχειρώντας να γίνει κι αυτός πελάτης της δημοσιότητας; Αυτός ο ανεύθυνος διαμορφωτής της κοινής γνώμης διεγείρει, συγχύζει και μακροπρόθεσμα αποθαρρύνει πάσαν ψυχήν θλιβομένην. Από πού θα τον καταλάβουμε; Το καλό κείμενο σέβεται τόσο τον αναγνώστη όσο και το θέμα που πραγματεύεται, δεν προσβάλλει, δεν κολακεύει, δεν απευθύνεται στα πάθη, αλλά επιχειρεί ταπεινά να εμβαθύνει σ’ αυτό που είναι κοινός πλούτος και του συγγραφέα και του αναγνώστη, στη φυσική προίκα που έχει δοθεί από τον Θεό και συμβάλλει στην προκοπή όλων εν αληθεία.
Δυστυχώς, στον φαύλο κύκλο του διαδικτύου η γνώση εκτοπίζεται από την ανεξέλεγκτη πληροφορία, που με τη σειρά της ανεβαίνει στον θρόνο της γνώσης, για να τυφλώσει με ψεύτικα, παραπλανητικά φώτα. Και ο «πληροφορημένος» γίνεται ο ημιμαθής και παντογνώστης.
Δικαιολογημένα στον χώρο αυτό δεν υπάρχει χρόνος και πολυτέλεια για ευγένειες. Ούτε για την κοσμική ούτε για την πνευματική ευγένεια. Αυτά θέλουν άσκηση και περιχώρηση. Πιο εύκολη, πιο άμεση, πιο διεγερτική είναι η βία, στις χονδροειδείς όσο και στις εκλεπτυσμένες μορφές της, και βρίσκει έδαφος σε ψυχές ταραγμένες.
Αλλά ας κλείσουμε με μια θέση. Γραφή, ανάγνωση, γνώση, απαιτούν πειθαρχία εσωτερική· συγκέντρωση των ψυχικών δυνάμεων και καταπολέμηση των παθών της ανυπομονησίας, του εγωισμού και της φιλαυτίας· προσπάθεια να κατανοήσουμε τον άλλον, και να αναζητήσουμε μαζί του, με υπομονή, τον κοινό πλούτο της φύσης και της χάρης. Αν δεν γίνει αυτό, θα περιφερόμαστε στην περιφέρεια, έχοντας χάσει το κέντρο, έτοιμοι να εκσφενδονισθούμε από τις φυγόκεντρες δυνάμεις, σαν θλιβεροί μετεωρίτες. Και το χειρότερο, θα φανταζόμαστε ότι είμαστε αστέρια που φωτίζουν τον κόσμο.

Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός, ιερομόναχος

ΤΑ ΔΥΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ




Γνωρίζεις πολλούς που θα ήθελαν να τους αναγνωρίζει ο κόσμος από το λυπημένο τους πρόσωπο;

Καθώς επικράτησε σιγά σιγά και ύπουλα η φιλοσοφία της διαφήμισης, μετατοπίζοντας το νόημα από το σημαντικό στο ασήμαντο, από το βαθύ στο επιφανειακό κι από τη φιλότιμη προσπάθεια στη φυγόπονη ευκολία, αισθάνθηκα να πνίγομαι στο βούρκο της ασάφειας. (Σαλβαδόρ δελ Πόθο, 60 Μαθήματα Ζωής από τον Δον Κιχώτη)
Βούρκος ασάφειας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διακριτικά την αξιοποιούν ως υφολογικό μέσο που έχει την ικανότητα να κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον ωθεί εις έρευνα. Όταν όμως η ασάφεια είναι καπνός που θολώνει το μυαλό και βούρκος που πνίγει τη ζωή, τότε τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα.
Η ασάφεια, στην οποία αναφέρεται το αρχικό παράθεμα, είναι πλέον μέρος της προσωπικότητάς μας, και έχει γίνει μάλλον αφασία. Στον κοινωνικό μας βίο συνοδεύεται από τη χρήση στερεότυπων και συνθημάτων που αποτελούν τη γλωσσική ταυτότητα του lifestyle. Το lifestyle είναι χαρά. Όλα είναι «τέλεια», όλα «υπέροχα», όλοι εξαιρετικοί κι αγαπημένοι, όλα στον υπερθετικό βαθμό. Δεν υπάρχει μέτρο, σύγκριση, διαβάθμιση, γιατί δεν υπάρχει κρίση και κριτήριο, ούτε άλλωστε έχουν σημασία, γιατί ζούμε στην εποχή της διαφήμισης. Η οποία απλά θέλει κάτι να επιβάλει. Όχι με επιχειρήματα, αλλά με τη δικτατορία των εντυπώσεων. Η εικόνα είναι αυτό που μετρά, η «προσωπικότητα», όχι ο χαρακτήρας. Η παγκόσμια αγορά με κάθε επιστημοσύνη επέβαλε αυτό το μοντέλο ως άρθρο πίστεως και συνταγή επιτυχίας. Διότι ξέρει ότι η χαρά, αυτή η συγκεκριμένη χαρά, είναι εξαιρετικά καταναλωτική. Και εξαιρετικά εξαρτημένη.
Όλα τέλεια, υπέροχα, κι εμείς χαρούμενοι, αρυτίδωτοι και γελαστοί πάντοτε, ευπροσήγοροι και ανοιχτόκαρδοι, συνάδελφοι και ομόφρονες, ανταγωνιστές έως θανάτου, πανέτοιμοι νὰ σκοτώσουμε συμβολικά τους άλλους και ταυτόχρονα απόλυτα εξαρτημένοι από τη γνώμη τους, ολοπρόθυμοι να φιλήσουμε χέρια που δεν μπορούμε να δαγκώσουμε, χαρούμενοι θλιμμένοι νάρκισσοι. Μα σε τούτο το νευρωσικό χτίσιμο του προσώπου μπορεί ο καθένας να δει τις ρωγμές. Η θλίψη είναι βαθιά και πικρή, είναι ανελέητη ερημιά που αλλάζει ρόλους και προσωπεία για να φανεί κοινωνική. Όσο πιό βαθιά είναι, τόσο περισσότερο εναγωνίως επιδιώκει να πείσει τους άλλους ότι δεν υφίσταται, ακόμη κι αν πρέπει να τους πατήσει στο σβέρκο.
Αν μιλάμε για Χριστιανούς, ναι, μπορεί να ισχύουν τα ίδια, με μόνη διαφορά ότι εδώ όλα γίνονται στο όνομα του Χριστού ή (για να μην είμαστε εκτός θεολογικής μόδας) να γίνονται ευχαριστιακά. Ζούμε την «πληρότητα της αγαπητικής ελευθερίας» μέχρι να μας πατήσουν τον κάλο ή να αμφισβητήσουν κάτι από το πρόσωπό μας. Και οι μαθητές του Χριστού μετατρεπόμαστε σε φανφαρόνους με πατερικά η (συνηθέστερο) μεταπατερικά τσιτάτα, φορεμένα χαμόγελα πληρότητας και ικανή θέληση για δύναμη.
Ένας αλλοεθνής αλεβίτης, άνθρωπος καλλιεργημένος, του κόσμου τούτου, είπε κάποτε στον γράφοντα: «Με ενδιαφέρει η Ορθοδοξία. Αλλά η Ορθοδοξία των ταπεινών αγίων, όχι η Ορθοδοξία-The Coca-Cola Company. Μπορείτε να μου τη δείξετε;». Δεν προσβλήθηκα καθόλου. Η διαφήμιση έχει μπει στη ζωή των Ορθοδόξων, φέροντας μαζί της ασάφεια και αφασία, το κυνήγι του εύκολου και άμεσου, τυφλές συμπεριφορές και οράματα προσωπικής επιτυχίας, δύναμης και δόξας (αφού είμαστε «κοινωνία προσώπων»). Πίσω απ’ αυτά βρίσκεται πολλή θλίψη.
Υπάρχει όμως και μια θλίψη αγαθή, ή μάλλον λύπη, η οποία δεν συνθλίβει, αυτή που αναδύεται από την ευαίσθητη καρδιά. Αυτή που στρέφει προς τα έσω με ειλικρίνεια, που σμιλεύει τον χαρακτήρα, που βοηθά στην αυτογνωσία αλλά και στην ενσυναίσθηση.
Οι Πατέρες αποδέχονται τη θλίψη, όπως αποδέχονται και τη χαρά και όλο το ανθρώπινο. Δεν διστάζουν να πουν ότι η αληθινή χαρά είναι ακόμη βαθύτερη. Πρέπει λοιπόν να σκάψεις και να ιδρώσεις για να τη βρεις, όπως βρίσκεις ένα μαργαριτάρι θαμμένο σε ρουμανιασμένο χωράφι. Όσο καθαρίζεις και εμβαθύνεις, αρχίζεις και διακρίνεις ότι η χαρά είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Αυτή η χαρά δεν είναι εξωστρεφής και εξαρτημένη, δεν εξορκίζει τη λύπη, είναι χαρά που βρέθηκε μέσα από τον σταυρό, όχι παραμύθιασμα, αλλά έλεγχος πραγμάτων μη βλεπομένων.
Οι Πατέρες βλέπουν με υποψία και τη χαρά και τη λύπη ως εξωτερικές εκδηλώσεις. Γιατί ψεύδος και υποκρισία μπορεί να υπάρχει και στη μία και στην άλλη. Γι αυτό και ο Χριστός λέει, μη φαίνεσθε σκυθρωποί για να δείξετε ότι νηστεύετε. Και το προσωπείο της λύπης είναι ναρκισσιστικό, είναι εργαλείο στα χέρια εκείνου που θέλει να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος, να αποσπά τον οίκτο και τη συμπάθεια, γιατί έτσι αισθάνεται ότι αποκτά νόημα και υπόσταση, και γιατί έτσι ικανοποιεί τα θελήματά του. Σήμερα νομίζω ο Κύριος θα έλεγε το αντίθετο: μη φαίνεσθε και πολύ γελαστοί, όπως κάνουν οι υποκριτές για να φανούν αυτάρκεις και ευτυχισμένοι.
Ο αληθινός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της χαρμολύπης. Λυπημένος στη λύπη τού πλησίον, χαρούμενος στη χαρά εκείνου. Λυπημένος για τις δικές του αμαρτίες, χαρούμενος για τη μετάνοιά του. Λυπημένος για την αδικία στον κόσμο, χαρούμενος για την ανάσταση. Και κάτι παραπάνω. Έτοιμος να υπερβεί και τη λύπη και τη χαρά ως συναισθήματα, προκειμένου να προχωρήσει σε μεγάλες πράξεις, σε μεγάλα ναι ή όχι, που μπορεί μόνο ο Θεός να γνωρίζει. Η χαρμολύπη του είναι αληθινή, δεν διαφημίζεται. Χωρά όλον τον κόσμο, αλλά δεν τη χωρά ο κόσμος…
Ἱερομ. Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανός