Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

28 Οκτωβρίου, Εορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, και τα νικητήρια των Ελλήνων κατά το 1940.


Περί του ιστορικού της εορτής.
Στο παρεκκλήσιο της αγίας Σωρού, που βρισκόταν στην νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, φυλάσσονταν η Αγία εσθήτα, ο πέπλος και μέρος της τιμίας ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σε μια αγρυπνία αυτού του παρεκκλησίου, μετείχε και ο Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός (έζησε επί αυτοκράτορος Λέοντος του μεγάλου, 4ος αιών Μ. Χ. περίπου), με τον μαθητή του Επιφάνιο, και έναν ακόλουθό του Επιφανίου. Ο μακάριος Ανδρέας μάλιστα, είχε την συνήθεια να παραμένει στην αγρυπνία όση ώρα μπορούσε, άλλοτε μέχρι τα μεσάνυκτα κι άλλοτε μέχρι το πρωί.

Ήταν η ώρα περίπου Τετάρτη νυκτερινή (με το βυζαντινό ωρολόγιο), οπότε βλέπει ο μακάριος Ανδρέας τη Θεοτόκο Μαρία να προχωρεί απ’ τις βασιλικές πύλες προς το Θυσιαστήριο. Φαινόταν πολύ υψηλή, και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων αγίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο τίμιος Πρόδρομος και ο Θεολόγος Ιωάννης, που παράστεκαν δεξιά κι αριστερά τη Θεοτόκο. Από τους λευκοφόρους, άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.
Όταν πλησίασε στον άμβωνα, είπε ο όσιος Ανδρέας στον Επιφάνιο:
-Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;
-Ναι, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος εν τω μεταξύ είχε γονατίσει και προσευχόταν για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό της για τη σωτηρία του κόσμου, και έραινε με δάκρυα το άγιο πρόσωπό της. Μετά τη δέηση μπήκε στο θυσιαστήριο, όπου προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν εκείνη την ώρα.
Όταν ολοκλήρωσε τη δέησή της, έβγαλε από την άχραντη κεφαλή της το αστραφτερό μαφόριο με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή, και καθώς ήταν μεγάλο και επιβλητικό, το άπλωσε σαν Σκέπη με τα πανάγια χέρια της επάνω στο εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δύο τους για πολύ ώρα, να εκπέμπει δόξα Θεϊκή σαν ήλεκτρο. Όσο φαινόταν εκεί η Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν και η ιερή αισθήτα να σκορπίζει τη χάρη της. Όταν εκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε και η Θεία Σκέπη να συστέλλεται λίγο- λίγο και να χάνεται. Το ιερό αυτό μαφόριο που φυλασσόταν εκεί, στον άγιο αυτό ναό, συμβόλιζε τη χάρη που παρέχει η Θεοτόκος στους πιστούς.

Αυτό λοιπόν το θαυμαστό γεγονός, της ζωντανής παρουσίας της Κυρίας των Αγγέλων μεταξύ των τέκνων της, και η διαρκής προστασία που από αυτήν παρέχεται στην στρατευομένη Εκκλησία, εορτάζεται από όλους τους ορθοδόξους την πρώτη του Οκτωβρίου μηνός. Μετά όμως από την εποποιεία του 1940 – 1941, η Ιερά σύνοδος της καθ’ Ελλάδαν Εκκλησίας, το 1952, έκρινε σκόπιμο να μεταθέσει τον εορτασμό από την πρώτη Οκτωβρίου, στην εικοστή ογδόη του ιδίου μηνός, και διότι η θαυμαστή Ελληνική νίκη του πολέμου εκείνου ήταν έργο της Υπερμάχου Στρατηγού του γένους μας, αλλά και διότι πολλές μαρτυρίες πολεμιστών του Ιερού εκείνου αγώνος, βεβαίωναν πως η Παναγία μας, «προσβεβλημένη» λες από τον Ιταλοκίνητο τορπιλισμό της Έλης στην Τήνο, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεώς Της τον Αύγουστο του 1940, προπορευόταν των μαχομένων στρατιωτών του μετώπου, και προστάτευε τους στρατιώτες μας στα Βορειοηπειρωτικά βουνά, στις θάλασσες και στους κάμπους, όπου δηλ. οι αμυνόμενοι υπεράσπιζαν πατρίδα και Πίστη!
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές εορτές μας, έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της παναγίας. Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον ευαγγελισμό της Θεοτόκου, και την 28η Οκτωβρίου, την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου. Η εορτή αυτή τελείται ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των Ελλήνων απέναντι στους αλαζόνες Ιταλούς, αρχικά, και, αργότερα, σε όλη τη διάρκεια της εθνικής αντιστάσεως.

Ήταν μία αντίσταση στην απολυταρχική βία, στην άκρως αλαζονική απαίτηση να παραδώσουμε με τη θέλησή μας τμήματα του εθνικού εδάφους, να προδώσουμε τα κεκτημένα δικαιώματά μας με αγώνες και με το αίμα των προγόνων μας. Η ελληνική ψυχή όμως έδωσε την απάντηση που έπρεπε, είπε το περήφανο ΟΧΙ, και ξεκίνησε έναν αγώνα για τα ιερά και τα όσια της πατρίδος μας, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάσει δυσάρεστα τους εισβολείς, να τους χαρίσει ιδιαίτερα ταπεινωτικές ήττες και να τους αναγκάσει να αποσυρθούν μέσα από τα σύνορα, περιμένοντας εκεί τη βοήθεια των συμμάχων!

Είναι όμως απαραίτητο στο σημείο αυτό να κάνουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή, και να δούμε τα γεγονότα με τη σειρά. 28 Οκτωβρίου του 1940, στις τρεις τα ξημερώματα, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Γκράτσι, επισκέπτεται στην οικία του τον πρωθυπουργό της Χώρας Ιωάννη Μεταξά, και του επιδίδει τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε, μέσα σε τρεις ώρες, την ελεύθερη διέλευση και στάθμευση των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Με το υπερήφανο «ΟΧΙ», και τη φράση « Πόλεμος λοιπόν », ο Μεταξάς απορρίπτει το ιταλικό τελεσίγραφο και απευθύνει διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Αρχίζει έτσι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο, την ώρα που ο λαός διαδηλώνοντας στους δρόμους της Αθήνας κατά της Ιταλίας, τρέχει με ενθουσιασμό να καταταγεί και να πολεμήσει στο μέτωπο.
Σε λίγες μόνο μέρες, οι εισβολείς εκδιώχθηκαν από το ελλαδικό έδαφος από επιστρατευμένες κυρίως δυνάμεις, με ανεπαρκή μεταφορικά μέσα και εφοδιασμό, αλλά με τη συνδρομή των χωρικών (ανδρών και γυναικών) της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που έσπευσαν στο εθνικό προσκλητήριο, και έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον ανεφοδιασμό. Για να κάμψουν το ηθικό του ελληνικού λαού, οι Ιταλοί άρχισαν τον βομβαρδισμό ελληνικών πόλεων. Η ελληνική αντεπίθεση στο μέτωπο, άρχισε στις 14 Νοεμβρίου 1940, και γρήγορα οι δυνάμεις μας διέρρηξαν την ιταλική αμυντική γραμμή. Στις 22 Νοεμβρίου οι Έλληνες στρατιώτες εισέρχονταν στην Ελληνικότατη Κορυτσά. Η προέλαση συνεχίστηκε αργά αλλά αποφασιστικά, και στις 6 Δεκεμβρίου, ο ελληνικός στρατός καταλάμβανε το λιμάνι των Αγίων Σαράντα. Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός πήρε στα χέρια του την πρωτοβουλία, πέρασε σε ορμητική αντεπίθεση, πέταξε τους επιδρομείς έξω από τα ελλαδικά εδάφη, και τους καταδίωξε μέσα στο «αλβανικό» έδαφος, κατατροπώνοντας τους.
 
Μήπως όμως χρειάζεται να αναζητήσουμε κάποια ερμηνεία για όλα αυτά τα γεγονότα; Και ποια σχέση έχουν με την εισαγωγική αναφορά μας στην Σκέπη της Παναγίας; Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί όλα αυτά να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνος. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο, που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα Ευχαριστώ! στην Παναγία, εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά τα Νικητήρια! Στη Σκέπη των αγωνιστών, στην Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων!

Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Τρεμπεσίνας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμιών, γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών, και έτσι το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους, οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών, και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Για τους λόγους αυτούς η εκκλησία σήμερα, δηλαδή όλοι εμείς, ανυμνούμε τη Σκέπη της Παναγίας, και την παρακαλούμε να μας σκεπάζει πάντα με την αγάπη της, μα και να στέκεται πάντα δίπλα, βοηθός και συμπαραστάτης στο έθνος μας, σε κάθε καλό αγώνα, γιατί τη βοήθεια της την έχουμε το ίδιο ανάγκη και στον καιρό της ειρήνης. Μπορεί να μην υπάρχει σήμερα άμεση εθνική απειλή και άμεσος κίνδυνος πολέμου, μπορεί να μην υπάρχει Χίτλερ ή Μουσολίνι, υπάρχει όμως ένας άλλος εισβολέας, ο ευδαιμονισμός, ο οποίος ίσως να είναι και πιο επικίνδυνος, αφού προσπαθεί να αλώσει τις συνειδήσεις μας, ώστε να ξεχάσουμε την ιστορία μας, να αποσπάσει την προσοχή μας από τα σοβαρά προβλήματα, προσφέροντας μας τέρψη με θεάματα, ώστε να κάνει μία όχι στρατιωτική αλλά μία πνευματική - τηλεοπτική κατοχή στις καρδιές μας. Έχουμε καιρό όλοι μας να παρακολουθούμε με απληστία σίριαλ, που μας διδάσκουν πως μπορούμε να χαλάσουμε πολύ εύκολα τις οικογένειες μας, τα κύτταρα του έθνους μας, δεν έχουμε όμως καιρό να διαβάσουμε την ιστορία μας, να γνωρίσουμε με ποιους αγώνες των προγόνων μας μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε ελεύθεροι, αλλά και να διαβάσουμε συγκλονιστικές μαρτυρίες αγωνιστών της εθνικής αντιστάσεως, οι οποίοι στον υπεράνθρωπο αγώνα τους πάνω στα παγωμένα βουνά έβλεπαν την Παναγία ζωντανά, και έπαιρναν κουράγιο να συνεχίσουν.

Ας είναι λοιπόν ο εορτασμός αυτός, έναυσμα να ασχοληθούμε όλοι περισσότερο με την ιστορία μας, ένα μνημόσυνο για όσους έπεσαν ηρωικά στον πόλεμο, και μία ελάχιστη τιμή ευγνωμοσύνης στην μητέρα μας και Μητέρα του Θεού, την Παναγία μας.
 

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Κύριε Παντοδύναμε, δέξου τη δέησή μου…

 

Κύριε Παντοδύναμε

Κύριε Παντοδύναμε, δέξου τη δέησή μου…

Προσευχή στον Κύριο «Κύριε Παντοδύναμε, δέξου τη δέησή μου…»

Δέξου, δέσποτα,
τήν προσευχή τοῦ δούλου Σου
στό ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο
τῆς ἄνω Μητροπόλεως Ἱερουσαλήμ.

Ἐσύ, Λόγε Θεοῦ,
ποῦ βρίσκεσαι ὅλος μέσα στόν Πατέρα Σου·
Ἐσύ πού συγκρατεῖς τά πάντα
καί διά τοῦ ὁποίου ἡ κτίση ἀπό τό μηδέν ἦρθε στήν ὕπαρξη·

Ἐσύ πού γεννήθηκες πρίν ἀπ’ ὅλους τους αἰῶνες,
ποῦ ἔχεις μέσα Σου ὅλον τόν Πατέρα
καί πού τό Ἅγιο Πνεῦμα –
«τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον»-
ἐπαναπαύεται σέ Σένα·

Ἐσύ πού δημιούργησες τῶν ἀγγέλων τά τάγματα,
τῶν ὑδάτων τή φύση ,τό φῶς καί τό σκοτάδι,
τόν ἥλιο, τό φεγγάρι καί τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ,
τά ἐπουράνια ,τά ἐπίγεια καί τά καταχθόνια·

Ἐσύ πού στή χούφτα Σου κρατᾶς τό σύμπαν,
(ποιός, Κύριε, δέν σέ τρέμει,
ἕκτος κι’ ἄν εἶναι ὁλόκληρος θαμμένος στά πάθη,
σάν ἐμένα, τό κατακάθι τῆς δυσωδίας;)·

Ἐσύ πού ἔπλασες τά πνεύματα ἀπ’ τό τίποτε
κι’ ἄπ’ αὐτό ἐπίσης τήν ὕλη,
ποῦ «ὅσα ἠθέλησας ἐποίησας ἐν τῷ οὐρανῶ καί ἐν τή γῆ,
ἐν ταῖς θαλάσσαις καί ἐν πάσαις ταῖς ἀβύσσοις»,

Ἐσύ, παντοδύναμε, δέξου τή δέησή μου,
γιά νά κοιμηθῶ καί νά ὑπνώσω
«ἐν εἰρήνη ἐπί τό αὐτό… ὅτι σύ Κύριε
κατά μόνας ἐπ’ ἐλπίδι κατώκησας μέ»…

Άγιος Νήφων ο Κωνσταντιάνης

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Η αμαρτία…


Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Η αμαρτία…

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Η αμαρτία…

Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεῖ μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της ἀντίληψι γιά τόν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νά καταλάβῃ τήν θέσι τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου, τήν θέσι τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ.


Αὐτό θέλει νά κάνῃ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία στήν πραγματικότητα θέλει νά στερήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐκεῖνες τίς θεϊκές ὡραιότητες πού ἔχει στήν ψυχή του. Ναί, αὐτός ὁ διάβολος ἀγωνίζεται διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά δημιουργήσῃ μέσα σου καί μέσα μου τήν δική του εἰκόνα.

Διότι ἡ ἁμαρτία πάντοτε ὁμοιάζει στόν διάβολο. Πάντοτε, ὅταν τήν ἐναγκαλιζώμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στήν ψυχή μας τήν δική του σκοτισμένη μορφή.

Ἔτσι, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τήν ἕξι στήν ἁμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ἕνα ἄλλο ἐγώ, μία ἄλλη ψυχή, ἕνας ἄλλος ἑαυτός, ἐκεῖνος ὁ ἑαυτός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε: «οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19).

Τό κακό τό δημιουργήσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐνῶ τό καλό εἶναι ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. δ΄ 4). Ἐγώ θέλω νά ζῶ σωστά, ἀλλά τήν δύναμι νά τό κάνω δέν τήν ἔχω. Δέν βρίσκω τήν δύναμι γι’ αὐτό, δέν βρίσκω τήν δύναμι μέσα μου.

Να ευγνωμονείς τον Κύριο…


Να ευγνωμονείς τον Κύριο…

Να ευγνωμονείς τον Κύριο…

Μη λησμονείς ποτέ ότι κάθε στιγμή και για αναρίθμητα πράγματα είσαι χρεώστης στον Θεό:

για κάθε αναπνοή,

για κάθε ακτίνα ηλίου που σε θερμαίνει,

για κάθε μπουκιά ψωμιού,

για κάθε καλή σκέψη,

για κάθε άγιο αίσθημα,

για κάθε αγαθό έργο,

τέλος για κάθε δωρεά της χάριτος που γαληνεύει και χαροποιεί την καρδιά σου.

Εκείνος σε ενισχύει στον αγώνα σου,

κατασιγάζει τα πάθη σου,

σε φέρνει σ’ επικοινωνία με τον ουρανό.

Πιο πολύ όμως πρέπει να ευγνωμονείς τον Κύριο επειδή πρώτα σου χάρισε τη ζωή, τη βιολογική ύπαρξη, και έπειτα σε αναγέννησε με το άγιο βάπτισμα, σε ένωσε με το σώμα της Εκκλησίας, σε έκαμε παιδί Του, έτσι «ώστε ουκέτι ει δούλος, αλλ’; υιός ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού» (Γαλ. 4, 7).

Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης

Τι είναι πνευματική αναισθησία; Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος


Τι είναι πνευματική αναισθησία;

Τι είναι πνευματική αναισθησία;

Πολύ βαριά, πολύ κουραστική για την ψυχή είναι η αναισθησία, που συνεπάγεται πνευματική ψυχρότητα, ξηρότητα και αθυμία. Όσο βαριά κι αν είναι, πάντως, οφείλουμε να τη σηκώσουμε με καρτερία, πιστεύοντας αφενός ότι είμαστε άξιοι της εγκαταλείψεως του Θεού και περιμένοντας αφετέρου την επίσκεψη του ελέους Του.


Γιατί η αναζωογόνηση της ψυχής και η αναθέρμανση του πνευματικού ζήλου εξαρτώνται από τη θεία βούληση, από κανέναν και από τίποτα άλλο. Ας κραυγάζουμε λοιπόν στον Κύριο, «Ελέησε με! Λύτρωσε με!». Παράλληλα, ας μην υποχωρούμε σε καμίαν αδυναμία, γιατί αλλιώς δεν θα πετύχουμε τίποτα.

Η πνευματική ψυχρότητα και ξηρότητα, η ψυχική χαύνωση και αθυμία παρουσιάζονται περιοδικά στη χριστιανική ζωή με παραχώρηση του Θεού, όπως λένε οι άγιοι πατέρες, για ν’ αποφύγουμε την έπαρση και να οικειωθούμε σταθερά την ταπεινοφροσύνη.

Σας ανησυχεί και σας θλίβει η αναισθησία της ψυχής σας, η αναλγησία και σκληρότητα της καρδιάς σας. Η κατάσταση αυτή έχει πολλές αιτίες, διαφορετικές σε κάθε άνθρωπο. Η κύρια αιτία της, όμως, είναι η μακροχρόνια αμέλεια και ασθένεια της ψυχής.

Η αναισθησία αυξάνεται με την πολυκαιρινή δουλεία στα πάθη και παγιώνεται με την κακή συνήθεια. Για να θεραπευτείτε, λοιπόν, πρέπει να επιστρατεύσετε όλες σας τις δυνάμεις με άκαμπτη θεληματικότητα, ώστε να ζωογονηθεί και ενεργοποιηθεί πάλι η νεκρωμένη πνευματική σας αίσθηση.

Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος

Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία; Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία;


Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία;

Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία;

Άκουσα, ότι η οικογενειακή σας ζωή, το σπίτι σας, δεν είναι έξω από αρρώστιες και από άλλες λυπηρές καταστάσεις, και λυπήθηκα πολύ.

Και παρακάλεσα τον Κύριο, να σας επισκεφθή με ευσπλαχνία και έλεος· και να θεραπεύσει τις ασθένειές σας.

Τι να κάμωμε;

Έτσι το θέλησε ο Κύριος: να μη περνάει η πρόσκαιρη αυτή ζωή χωρίς πίκρες και θλίψεις.

Η Αγία Γραφή λέγει: «πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην» (Ησ. 1,5). Δηλαδή: Δεν θα βρεις στον κόσμο κεφάλι χωρίς σκοτούρες- καρδιά χωρίς πόνο και στενοχώριες.

Και αυτό ισχύει όχι απλά για κάθε άνθρωπο· αλλά και για τους αγίους!

Δεν υπάρχει άγιος, που – όσο άγιος και τέλειος και αν ήταν – να πέρασε στη ζωή του χωρίς πόνο και θλίψη, χωρίς να υποφέρει.

Γιατί όμως; γιατί;

Απαντάει ο απόστολος Παύλος: «Ίνα μη υπεραίρομαι». Για να μη πάρουν τα μυαλά μου αέρα! Γιατί, ο άνθρωπος, όταν τα έχει όλα καλά, μεγαλοπιάνεται (Β’ Κορ. 12,7).

Και όποιος μεγαλοπιάνεται, σκέφτεται απάνθρωπα· και μιλάει και ενεργεί απάνθρωπα!

Αν λοιπόν άγιοι σαν τον απόστολο Παύλο υπόφεραν πολλά, για να μην πάρουν τα μυαλά τους αέρα, πόσο πιο πολύ είναι για μας ευεργεσία θεϊκή, όταν υποφέρουμε!

Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία;

Όταν μας κάνει και ψάχνουμε να ιδούμε, πως περπατάμε.

Όταν αυτό δεν το κάνουμε, από μόνοι μας, μας χρειάζονται οι θλίψεις· γιατί είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να μας κάμει να ξυπνήσουμε.

Πότε είναι για μας ο πόνος ευεργεσία;

Τα θαυμαστά έργα της αγάπης


Τα θαυμαστά έργα της αγάπης

Τα θαυμαστά έργα της αγάπης

Ω θεία αγάπη! Πες μας, πού έχεις τον Χριστό; Πού κρύβεις τον Χριστό; Γιατί πήρες τον Σωτήρα του κόσμου και έφυγες μακριά μας; Άνοιξε και σ’ εμάς τους ανάξιους μία μικρή σου θύρα, για να δούμε και εμείς τον Χριστό, που έπαθε για μας, και να πιστέψουμε στο έλεός του, ότι δηλαδή δεν θα πεθάνουμε πια από τη στιγμή που θα τον δούμε. Άνοιξε σ’ εμάς εσύ, που έγινες για τον Χριστό η θύρα για την ένσαρκη φανέρωσή του, εσύ, που ώθησες τα πλούσια και αβίαστα σπλάχνα του δικού μας Δεσπότη, ώστε να σηκώσει τις αμαρτίες και τις αρρώστιες όλων των ανθρώπων, και μη μας αρνηθείς λέγοντας: «Δεν σας γνωρίζω». Έλα μαζί μας, για να μας γνωρίσεις, διότι σου είμαστε άγνωστοι.

Κατοίκησε μέσα μας, για να έρθει και να επισκεφθεί και εμάς τους ταπεινούς, χάρη σ’ εσένα, ο Δεσπότης, καθώς θα τον προϋπαντήσεις εσύ, διότι εμείς είμαστε εντελώς ανάξιοι• ώστε να μείνει για λίγο, μιλώντας μαζί σου, και να δεχθεί και εμάς τους αμαρτωλούς να προσπέσουμε στα άχραντα πόδια του• και να συνομιλήσεις και να πεις για μας καλά λόγια• και να μεσιτεύσεις, για να αφεθεί σ’ εμάς το χρέος από τις αμαρτίες μας, ώστε να αξιωθούμε να υπηρετήσουμε πάλι χάρη σ’ εσένα τον ίδιο τον Δεσπότη• και να μας λάβει στην πρόνοιά του και να μας διατρέφει. Διότι το να μη χρωστά τίποτε κανείς, αλλά να πεθαίνει από την πείνα και από τη φτώχεια, δεν διαφέρει σχεδόν διόλου από την τιμωρία και την κόλαση εκείνου που τιμωρείται, επειδή χρωστά.

Ας λάβουμε, αγία αγάπη, τη συγχώρηση από σένα και ας αξιωθούμε να απολαύσουμε με τη μεσολάβησή σου τα αγαθά του δικού μας Δεσπότη, που χωρίς εσένα δεν θα γευθεί κανείς τη γλυκύτητά τους. Διότι εκείνος που δεν σε αγάπησε όπως πρέπει, και δεν αγαπήθηκε από σένα όπως χρειάζεται, τρέχει ίσως, αλλά δεν φθάνει στο τέρμα• άλλωστε κάθε δρομέας, πριν να τελειώσει τη διαδρομή του, είναι αβέβαιος για τον τερματισμό. Αλλά εκείνος που κατέκτησε εσένα, ή, μάλλον, εκείνος που κατακτήθηκε από σένα, είναι οπωσδήποτε βέβαιος για τον τερματισμό, επειδή εσύ είσαι το τέλος του νόμου (Ρωμ. 10:4, 13:10).

Εσύ που με περικυκλώνεις, εσύ που με φλογίζεις και με ανάβεις από τον πόνο της καρδιάς μου σε άπειρο πόθο για τον Θεό και τους αδελφούς και πατέρες μου. Διότι εσύ ήσουν η διδασκάλισσα των προφητών, η συνοδοιπόρος των αποστόλων, η δύναμη των μαρτύρων, η έμπνευση των πατέρων και διδασκάλων, η τελείωση όλων των αγίων, αλλά και τώρα εσύ είσαι η δική μου εκλογή για την παρούσα διακονία (του ηγουμένου).

Αλλά συγχωρήστε με, αδελφοί, που ξέφυγα λίγο από την υπόθεση της κατήχησης, διότι αυτό το έκανε ο πόθος της αγάπης. Έφερα δηλαδή στο νου μου την αγάπη και ευφράνθηκε η καρδιά μου, όπως λέει ο θείος Δαβίδ (Ψαλ. 15:9), και στράφηκα στην εξύμνηση των θαυμαστών έργων της. Γι’ αυτό παρακαλώ και τη δική σας αγάπη να ακολουθήσετε με όση δύναμη έχετε πίσω από την αγάπη, και να τρέξετε με πίστη να τη φθάσετε, και τότε δεν θα διαψευσθούν διόλου οι ελπίδες σας.
Διότι κάθε προθυμία και κάθε άσκηση, που γίνεται με πολλούς κόπους, αλλά δεν φθάνει στην αγάπη με πνεύμα συντριβής, είναι μάταιη και δεν καταλήγει σε καμία ωφέλεια. Άλλωστε, ούτε και με καμία άλλη αρετή και εκπλήρωση κάποιας εντολής τού Κυρίου μπορεί να αναγνωρισθεί κανείς μαθητής του Χριστού• διότι «απ’ αυτό», λέει ο Χριστός, «θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας» (Ιω. 13:35).

Για χάρη της αγάπης ο Λόγος σαρκώθηκε και έστησε τη σκηνή του μέσα μας (Ιω. 1:14), και για χάρη της αγάπης υπέμεινε εκούσια, με το να γίνει άνθρωπος, όλα τα ζωοποιά πάθη, για να ελευθερώσει το πλάσμα του, τον άνθρωπο, από τα δεσμά του άδη, και να τον πάρει μαζί του και να τον ανεβάσει στους ουρανούς.

Για χάρη της αγάπης οι απόστολοι έτρεξαν εκείνο τον ασταμάτητο δρόμο, και έπιασαν με το αγκίστρι και με το δίχτυ του λόγου όλη την οικουμένη και την ανέσυραν από το βυθό της ειδωλομανίας και τη διέσωσαν στο λιμάνι της βασιλείας των ουρανών.

Για χάρη αυτής της αγάπης οι μάρτυρες έχυσαν τα αίματά τους, για να μη χάσουν τον Χριστό.
Γι’ αυτή την αγάπη οι θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι της οικουμένης θυσίασαν πρόθυμα τη ζωή τους για την καθολική και αποστολική Εκκλησία, αλλά και εγώ ο ανάξιος ανέλαβα την προστασία σας, που είστε οι τιμιότατοι πατέρες και αδελφοί μου, ώστε να μιμηθώ εκείνους ανάλογα με τη δύναμή μου, και να πάθω και να υπομείνω όλα για σας, αλλά και να κάνω για την οικοδομή και την ωφέλειά σας όλα για σας, για να σας παρουσιάσω στην τράπεζα του Θεού θυσιάσματα τέλεια, ολοκαυτώματα λογικά.

Διότι εσείς είστε τα τέκνα του Θεού, που ο Θεός έδωσε σ’ εμένα σαν παιδιά• εσείς είστε τα δικά μου σπλάχνα• εσείς είστε τα δικά μου μάτια• εσείς είστε, για να εκφρασθώ με αποστολική έκφραση, το καύχημά μου (Β’ Κορ. 1:14) και η γνησιότητα της διδασκαλίας μου (Α’ Κορ. 9:2).

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Πως θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας;


Πως θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας;

Πως θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας;

Και πώς θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας; Αν ασκήσουμε και συνηθίσουμε τον εαυτό μας να ευχαριστεί τον Θεό, όχι μόνον όταν παίρνει, αλλά και όταν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά μας.

Διότι ο Θεός άλλοτε δίνει αυτό που ζητάμε και άλλοτε όχι, αλλά και τα δύο τα κάνει για το συμφέρον μας. Ώστε είτε λάβεις, είτε δεν λάβεις, έλαβες με το ότι δεν έλαβες˙ είτε πετύχεις στο αίτημά σου, είτε δεν πετύχεις, πέτυχες με το ότι δεν πέτυχες σ’ αυτό που ζητούσες.

Συμβαίνει δηλαδή μερικές φορές, όταν δεν παίρνουμε αυτό που ζητάμε, να έχουμε μεγαλύτερο κέρδος, παρά αν το παίρναμε. Διότι αν δεν ήταν για το συμφέρον μας πολλές φορές η άρνησις της εκπληρώσεως του αιτήματός μας, οπωσδήποτε θα μας το έδινε πάντοτε˙ το να μην εκπληρωθεί όμως το αίτημά μας, αλλά για το συμφέρον μας, αυτό αποτελεί επιτυχία.

Γι’ αυτό και πολλές φορές αναβάλλει να εκπληρώσει το αίτημά μας, όχι επειδή θέλει να μας απομακρύνει από κοντά Του, αλλά επειδή φροντίζει με την καθυστέρηση της εκπληρώσεως του αιτήματός μας να κάνη συνεχή την επιμονή μας στο αίτημά μας.

Επειδή λοιπόν πολλές φορές σταματάμε το ζήλο μας για την προσευχή, παίρνοντας εκείνο που ζητάμε, θέλοντας να αυξήσει την επαγρύπνηση μας στις προσευχές, αργεί να μας δώσει αυτό που ζητάμε.

Το ίδιο κάνουν και οι φιλόστοργοι πατέρες˙ τα παιδιά τους που είναι αδιάφορα και τρέχουν στα παιδικά παιγνίδια, πολλές φορές τα κρατούν κοντά τους με την υπόσχεση πολύ μεγάλου δώρου˙ γι’ αυτό άλλοτε αναβάλλουν την δόση και άλλοτε δεν το δίνουν ποτέ.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Άγιος Λουκάς Ιατρός: Ο Κύριος δεν περιμένει θυσία αλλά έλεος


Άγιος Λουκάς Ιατρός: Ο Κύριος δεν περιμένει θυσία αλλά έλεος Πανήγυρις Αγίου Λουκά του Ιατρού στην Άρτα

Άγιος Λουκάς Ιατρός: Ο Κύριος δεν περιμένει θυσία αλλά έλεος

Για την δύναμη του καλού λόγου και την επιείκεια στους αμαρτωλούς

«Και παράγων ο Ιησούς εκείθεν είδεν άνθρωπον καθήμενον επί το τελώνιον, Ματθαίον λεγόμενον, και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Και αναστάς ηκολούθησεν αυτώ» (Μθ. 9, 9).

Ποιος ήταν αυτός ο Ματθαίος, ο οποίος στη συνέχεια έγινε μεγάλος απόστολος και ευαγγελιστής; Ήταν τελώνης και μάζευε φόρους. Ο λαός μισούσε τους τελώνες και τους θεωρούσε αμαρτωλούς, διότι έκαναν πολλές αδικίες προσπαθώντας να κερδίσουν περισσότερα χρήματα για τον εαυτό τους. Και αυτόν τον άνθρωπο, που όλοι τον θεωρούσαν άθλιο και τον αποστρέφονταν, ο Κύριος τον καλεί και του λέει: «Ακολούθει μοι».

Μόνο δύο λέξεις, και αυτές έκαναν επανάσταση στην ψυχή του τελώνη. Σηκώθηκε αμέσως, έριξε κάτω τα χρήματά του και ακολούθησε τον Χριστό.

Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι το κάλεσμα του Χριστού μπορεί να προκαλέσει στην ψυχή του ανθρώπου επανάσταση. Στους βίους των αγίων υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι επέστρεψαν στον Χριστό μετά από έναν λόγο του Ευαγγελίου. Από την πείρα μου γνωρίζω ότι ένας καλός λόγος μπορεί να συνταράξει την ψυχή του αμαρτωλού, όπως συντάραξε την ψυχή του τελώνη Ματθαίου. Άνθρωποι πνιγμένοι στην αμαρτία, κλέφτες, ληστές και φονιάδες, όταν τους λες έναν καλό λόγο και τους δείχνεις την αγάπη σου, την συγκατάβαση και τον σεβασμό στο πρόσωπό τους, συγκινούνται πάρα πολύ.

Και εμείς οι αμαρτωλοί, αδύναμοι και ασήμαντοι άνθρωποι με έναν λόγο αγάπης και σεβασμού μπορούμε να συγκινούμε και να συνταράζουμε τις καρδιές των αμαρτωλών, όπως ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Να το θυμόμαστε και ποτέ να μην κατακρίνουμε τους αμαρτωλούς, να μην τους στιγματίζουμε, αλλά να τους φερόμαστε με αγάπη, δείχνοντας σεβασμό στο πρόσωπό τους, αν και οι ίδιοι δεν το σέβονται και το έχουν καταπατήσει.

«Και εγένετο αυτού ανακειμένου εν τη οικία, και ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ελθόντες συνανέκειντο τω Ιησού και τοις μαθηταίς αυτού. Και ιδόντες οι Φαρισαίοι είπον τοις μαθηταίς αυτού· διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών; Ο δε Ιησούς ακούσας είπεν αυτοίς· ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες. Πορευθέντες δε μάθετε τι εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν. Ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Μθ. 9, 10-13).

Οι φαρισαίοι αγανακτούσαν για το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός συναναστρεφόταν με τους αμαρτωλούς, τις πόρνες και τους τελώνες. Περιφρονούσαν αυτούς τους ανθρώπους και θεωρούσαν ακαθαρσία να επικοινωνούν μαζί τους. Ποτέ δεν τους μιλούσαν, άλλα τους κακολογούσαν και τους κατέκριναν για την συμπεριφορά τους.

Ξέρουμε ότι οι πόρνες έπλεναν τα πόδια του Κυρίου Ιησού και τα σκούπιζαν με τα μαλλιά τους. Ποτέ δεν έχουν ακούσει απ’ Αυτόν κανένα λόγο επιπληκτικό. Τις συγχωρούσε και τις έλεγε: «Πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» (Ίω. 8, 11).

Οι φαρισαίοι ήταν ανίκανοι να καταλάβουν αυτή την συμπεριφορά του Χριστού και δυσφορούσαν για την στάση του απέναντι στους αμαρτωλούς. Αλλά ο Κύριος τους απαντούσε το εξής: «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες» (Μθ. 9, 12). Ήλθε για να σώσει τους αμαρτωλούς. Με την αγάπη του αγκάλιαζε κάθε αμαρτωλό και ζητούσε να τον οδηγήσει στην σωτηρία. Στους φαρισαίους που του παραπονέθηκαν είπε: «Πορευθέντες δε μάθετε τι εστίν έλεον θέλω και ου θυσίαν» (Μθ. 9, 13). Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι την ελπίδα της σωτηρίας τους στήριζαν στις θυσίες και τις προσευχές τους, και ο Κύριος λέει ότι δεν θέλει θυσία, αλλά έλεος, έλεος στους αμαρτωλούς.

Οι θυσίες χρειάζονταν στην Παλαιά Διαθήκη, διότι προεικόνιζαν την Μόνη Θυσία πού πρόσφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός πάνω στον Σταυρό του Γολγοθά. Όταν δόθηκε αυτή η Θυσία οι άλλες θυσίες έχασαν την σημασία και το νόημα τους, γι’ αυτό δεν τις προσφέρουμε πια.

Τώρα ο Κύριος δεν περιμένει θυσία αλλά έλεος. Περιμένει από μας την ευσπλαχνία σε όλους τους αμαρτωλούς και τους περιφρονημένους. Η συμπεριφορά μας προς αυτούς τους ανθρώπους να είναι ίδια μ’ αυτήν που έδειξε Εκείνος. Να μην περιφρονούμε κανέναν, κανέναν να μην θεωρούμε κατώτερο από μας. Να βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλλων, να αποκτήσουμε την ταπείνωση και την πραότητα, μιμούμενοι την δική Του ταπείνωση και πραότητα. Να αγαπάμε και να ευεργετούμε τους περιφρονημένους και τους ταπεινωμένους, να τους προσφέρουμε πνευματική βοήθεια, δείχνοντας ενδιαφέρον για την σωτηρία τους.

Ο Κύριος λέει όταν κάνουμε τραπέζι να μην καλούμε ανθρώπους που μπορούν μετά να καλέσουν και εμάς στο γεύμα, αλλά τους πένητες και τους φτωχούς κουρελιάρηδες. Θέλει να το κάνουμε με αγάπη, και πάντα με συμπόνια να φερόμαστε στους ανθρώπους που ο κόσμος τους περιφρονεί, καλώντας τους βρωμιάρηδες και αχρείους.

Ο Κύριος μας έδωσε παράδοξες και θαυμαστές εντολές. Είπε ότι δεν θέλει θυσία αλλά έλεος, έλεος σε όλους που το χρειάζονται. Ένα μεγάλο, αμέτρητο πλήθος ανθρώπων περιμένουν κάποιον να τους δείξει ευσπλαχνία, να τους πει ένα λόγο αγάπης και παρηγοριάς. Περιμένουν οι άνθρωποι κάποιον να τους δείξει τρυφερότητα και να τους βοηθήσει, και αντί αυτού συναντούν στους γύρω τους ψυχρότητα και αδιαφορία. Αλλά πάνω από αυτά και σε μερικούς ακόμα χριστιανούς βλέπουν περιφρόνηση και αποστροφή.

Στα μάτια του Θεού αυτός, που έτσι συμπεριφέρεται στους αδελφούς του, πράττει βαριά αμαρτία. Σε όλα πρέπει να είμαστε μιμητές του Κυρίου και να ακολουθούμε το παράδειγμα Του. Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν και ας μην θεωρούμε τον εαυτό μας ανώτερο από τον πλησίον, όποιος και να είναι αυτός – κλέφτης, φονιάς ή ληστής, διότι στα μάτια του Θεού μπορεί να είμαστε χειρότεροι από αυτόν.

Να θυμόμαστε πάντα πώς συμπεριφερόταν ο Κύριος στους αμαρτωλούς, πώς φέρθηκε στον τελώνη Ματθαίο και πώς φερόταν σε άλλους τελώνες, πόρνες και αμαρτωλούς και προκαλούσε μ’ αυτό την οργή των φαρισαίων. Να μην είμαστε σαν τους φαρισαίους, αλλά να μιμούμαστε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αμήν.

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας
Λόγοι και Ομιλίες, Τόμος Β´

Για να βοηθήσει ο Κύριος τον άνθρωπο…Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Για να βοηθήσει ο Κύριος τον άνθρωπο...

Για να βοηθήσει ο Κύριος τον άνθρωπο…

Για να βοηθήσει ο Κύριος τον ανθρωπο να μαζέψει το διασκορπισμένο νου του, να θεραπεύσει τη διχασμένη καρδιά του και να συγκροτήσει την ανεξέλεγκτη δύναμή του, αποκάλυψε τον ένα και μοναδικό στόχο που είναι απαραίτητος: τη Βασιλεία του Θεού.

Πόσο άσκοπη είναι αλήθεια η ζωή τού ανθρώπου που αγωνίζεται να επιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο αναίσθητη είναι η διχασμένη καρδιά! Πόσο αδύναμη είναι η θέληση, όταν η δύναμή της κατακερματίζεται!

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Η Ανάληψη του Χριστού ανάγει τον άνθρωπο στον ουρανό

 

Η Ανάληψη του Χριστού ανάγει τον άνθρωπο στον ουρανό Αγρυπνία Αναλήψεως του Κυρίου στη Νέα Ιωνία Αγρυπνία Αναλήψεως του Κυρίου στα Γιαννιτσά 10 Ιουνίου: Ανάληψη του Κυρίου

Η Ανάληψη του Χριστού ανάγει τον άνθρωπο στον ουρανό

Η εορτή της Αναστάσεως χαρίζει στους ανθρώπους τα νικητήρια εναντίον του θανάτου, ενώ η Ἀνάληψη του Χριστού ανάγει τον άνθρωπο στον ουρανό, και αφού αλλάζει την διαγωγή του ανθρώπου στην γη, κάνει βατό τον ουρανό γι’ αυτόν. Επομένως, άλλο είναι η νίκη εναντίον του θανάτου, και άλλο είναι η άνοδος της ανθρωπίνης φύσεως στον θρόνο του Θεού.

Γι’ αυτό ακριβώς και μπορεί κανείς να δη την ανωτερότητα της Αναλήψεως, ή για να εκφραστούμε καλύτερα, την τελειότητα και το πλήρωμα της θείας Οικονομίας με το γεγονός αυτό της Αναλήψεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού.

Μέγας Αθανάσιος

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Η πονηρία!


Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Η πονηρία!

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Η πονηρία!

Τέτοια είναι η πονηριά. Πέφτει η ίδια στις παγίδες που στήνει για τους άλλους και πάντοτε επιχειρεί έργα ακατόρθωτα. Να μη δολιευόμαστε ποτέ κανένα. «Γιατί», όπως λέγει ο σοφός Σολομών, «ο δίκαιος Θεός από τους διεστραμμένους ανθρώπους αφαιρεί τη Χάρη Του και τους αφήνει να ακολουθούν διεστραμμένους και καταστρεπτικούς δρόμους»… Γιατί τίποτε δεν κάνει τον άνθρωπο τόσο ανόητο, όσο η πονηριά… Ο πονηρός στερείται την αληθινή σοφία· και, όταν στερείται την πραγματική σοφία, είναι από όλους ο πιο ανόητος.


Υπάρχουν βέβαια και πολλοί που θαυμάζουν τους πονηρούς, επειδή είναι επιτήδειοι στο να αδικούν και να βλάπτουν δεν γνωρίζουν όμως, ότι αυτούς περισσότερο από όλους πρέπει να τους ελεεινολογούν, γιατί, ενώ νομίζουν ότι βλάπτουν άλλους, στρέφουν το ξίφος εναντίον του εαυτού τους. Αυτό βέβαια είναι απόδειξη της πιο μεγάλης ανοησίας, το να χτυπάει δηλαδή κανείς τον εαυτό του και να μην είναι σε θέση να το καταλάβει, αλλά να νομίζει, ότι αδικεί τους άλλους, τη στιγμή που κατασφάζει τον εαυτό του. Εκείνος που η ψυχή του κυριεύθηκε από την πονηριά, γίνεται ανοητότερος από όλους.

Είναι μεγάλη η ορμή των πονηρών ανθρώπων. Και τίποτε δεν είναι πιο κουραστικό και πιο δύσκολο από τη συναναστροφή με τέτοιους ανθρώπους. Γιατί συνήθως δεν ενοχλεί τα μάτια τόσο ο καπνός και η ακαθαρσία, όσο ταράσσει τις ψυχές η συναναστροφή με πονηρούς ανθρώπους.

Με το βιβλίον αυτό ωδηγήθησαν πολλοί χριστιανοί εις μετάνοιαν και έτυχον ψυχικής σωτηρίας. Έκδοσις εικονογραφημένη και με μεγάλα γράμματα.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΔΥΟ ΕΧΘΡΟΙ (Σάρκα καὶ κόσμος)



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΙ ΔΥΟ ΕΧΘΡΟΙ

(Σάρκα καὶ κόσμος)

 

Ὑ­πῆρ­χε κά­πο­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Δέ­σπο­τα καὶ λοι­πὸν φι­λό­χρι­στο ἐ­κλη­σί­α­σμα, ὑ­πῆρ­χε κά­πο­τε στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ἀ­νά­με­σα στὸν Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κὸ λα­ὸ κά­ποι­ος εὐ­σε­ω­βὴς καὶ φι­λό­θε­ος Ἰσ­ρα­η­λί­της καὶ ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει γι’ αὐ­τὸν ἡ ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἦ­ταν δί­και­ος καὶ θε­ο­σε­βὴς καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε πα­ρό­μοι­ος μὲ αὐ­τὸν ἐ­πά­νω στὴν γῆ. Ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ὁ Ἰσ­ρα­η­λί­της ἐ­κεῖ­νος. Εἶ­χε ἑ­πτὰ υἱ­οὺς καὶ τρεῖς θυ­γα­τέ­ρες, εἶ­χε ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­μεῖς ὀ­νο­μά­ζου­με στὸν κό­σμο ἀ­γα­θά καὶ ἦ­ταν «ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος εὐ­γε­νὴς τῶν ἀ­π’ ἡ­λί­ου ἀ­να­το­λῶν» (Ἰ­ώβ 1)

Ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ἕ­νας ποὺ θε­ω­ρεῖ­ται εὐ­τυ­χι­σμέ­νος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζη τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ· καὶ ὅ­μως· ἐ­κεῖ­νος ὁ Ἰ­ώβ ἦ­ταν ὁ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον τη­ροῦ­σε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ.

Τέ­λος ὁ Ἰ­ὼβ ὑ­πέ­στη τὴν τύ­χη τῶν ἀν­θρω­πί­νων πραγ­μά­των. Ὁ μι­σό­κα­λος καὶ φθο­νε­ρὸς ἐ­ξέβρα­σε ἐ­ναν­τί­ον του ὅ­λες τὶς κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­μεις τοῦ Ἅ­δη. Κα­τα­στρο­φὲς δι­α­δέ­χθη­καν τὶς κα­τα­στρο­φές, τὰ μέ­γα­ρά του ἀ­να­τρά­πη­καν, τὰ κο­πά­δια του χά­θη­καν,  καὶ τὰ φι­λό­στορ­γα τέ­κνα του ἁρ­πά­χθη­καν ἀ­πὸ τὸν θά­να­το μὲ φο­βε­ρὸ καὶ ἀ­πο­τρο­πι­α­στι­κό τρό­πο.

Ξέ­νος πά­λι καὶ ἔ­ρη­μος ὁ Ἰ­ὼβ, ὅ­πως ἐ­ξῆλ­θε ἀ­πὸ τὴν κοι­λί­α τῆς μη­τέ­ρας του. Γυ­μνὸς ἐξ­πῆλ­θε, καὶ πά­λι γυ­μνὸς πα­ρέ­μει­νε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὰ τό­σα δι­α­δο­χι­κὰ ναυά­για. Καὶ ὅ­μως· αὐ­τὸς ὁ με­γά­λος ἀ­γω­νι­στὴς τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στὴν φτώ­χεια καὶ τὶς δυ­σκο­λί­ες δὲν στα­μά­τη­σε νὰ δο­ξά­ζη καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στῆ τὸν Θε­ό. «Κύ­ριος ἔ­δω­κε, Κύ­ριος ἀ­φεί­λε­το. Εἴ­η τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον…». Ὅ­πως τὸ χρυ­σό στὸ χω­νευ­τή­ρι τὸν δο­κί­μα­σε ὁ Θε­ὸς καὶ κα­τό­πιν τὸν ἐ­πα­νέ­φε­ρε στὴν πα­λιά του δό­ξα.

Νὰ πα­ρά­δειγ­μα κα­τάλ­λη­λο γιὰ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη τά­ξι. Καὶ πλού­σιος καὶ πτω­χός, καὶ ἔν­δο­ξος καὶ ἄ­ση­μος, μπο­ρεῖ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζη τὶς ἐ­νο­τλὲς τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ό, τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει μὲ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν του. «Ἐ­ὰν ά­γα­πᾶ­τε με, τὰς ἐν­το­λὰς τὰς ἐ­μὰς τη­ρή­σα­τε» μᾶς δι­δά­σκει ὁ ἀ­ψευ­δέ­στα­τος λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Ἡ τή­ρη­σις τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ ἀρ­ρα­βώ­νας τῆς μελ­λού­σης Βα­σι­λεί­ας.

Δὲν πι­στεύ­ω νὰ ὑ­πάρ­χη Χρι­στια­νὸς ποι­ὺ νὰ ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α μας ἡ τή­ρη­σις τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λοι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐ­πι­τα­κτι­κὸ κα­θῆ­κον μας.

Ἀλ­λ’ ἄν ρί­ξου­με ἕ­να βλέμ­μα στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ὴ τῶν Χρι­στια­νῶν θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με τὸ ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­το. Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ὁ­ποί­ας δὲν ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ; Τὰ αἴ­τια, ἀ­γα­πη­τοί μου, εἶ­ναι δύ­ο, καὶ γι’ αὐ­τὰ τὰ αἴ­τια θὰ ἀ­να­φερ­θῶ στὴν ἀ­γά­πη σας καὶ θὰ τὰ ἀ­να­πτύ­ξω, ὅ­σο μπο­ρῶ, μὲ τὴν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ.

Πρῶ­το ἐμ­πό­διο. Ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που

Πρῶ­το ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὰ ­πά­θη καὶ τὶς ὅ­ποι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες της. Ἄλ­λες εἶ­ναι οἱ ἐν­τολ­ὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἄλ­λες οἱ ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς σάρ­κας. Ἡ­δυ­πά­θεια ­καὶ κα­τα­χρή­σεις, κα­τα­κρί­σεις καὶ δο­λι­ό­τη­τες, ὅρ­κοι καὶ ἐ­πι­ορ­κί­ες, φθό­νοι καὶ φό­νοι· νὰ τὰ χρώ­μα­τα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μπο­ροῦ­με νὰ ζω­γρα­φή­σου­με τὴν εἰ­κό­να τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας.

Ἀ­πὸ τὴν μιὰ με­ριὰ μᾶς προ­σκα­λεῖ ὁ Θε­ὸς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ κα­λο­πέ­ρα­σι μᾶς ἐμ­πο­δί­ζουν νὰ βγοῦ­με ἀ­πὸ τὴν οἰ­κί­α. Δί­νει ὁ Θε­ὸς ὡς ἐν­το­λὴ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἀλ­λὰ ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που ἀν­τι­στέ­κε­ται. Ἄν συγ­κεν­τρώ­σου­με πλοῦ­το γιὰ δέ­κα γεν­νι­ές, πά­λι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα θὰ ἔ­χη τὸν φό­βο μή­πως δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸς αὐ­τὸς ὁ πλοῦ­τος. Ἀ­μέ­τρη­τα ὄ­νει­ρα εὐ­τυ­χί­ας στη­ρί­ζου­με πά­νω σὲ ἕ­να ἄν­θος, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­σκορ­πί­ζει ὁ ἄ­νε­μος.

Ὁ Θε­ὸς δί­νει ἐν­το­λὴ νὰ ἀ­γα­πᾶ­με καὶ τὸν ἐ­χθρό μας ἀ­κό­μη. Ὁ ἄν­θρω­πος μι­σεῖ καὶ τὸν ἀ­δελ­φο του τὸν ἴ­διο. Ὁ Θε­ὸς λέ­γει νὰ χαι­ρώ­μα­στε μὲ ὅ­σους χαί­ρον­ται καὶ νὰ λυ­πού­μα­στε μὲ ὅ­σους λυ­ποῦν­ται. Ἐ­μεῖς κά­νου­με τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­ρι­βῶς· Ἡ φή­μη καὶ ἡ πρό­ο­δος τοῦ πλη­σί­ον, ἀν­τί νὰ μᾶς δί­νουν χα­ρά. με­τα­τρέ­πον­ται στὸ σα­ρά­κι τοῦ φθό­νου, ποὺ τρώ­ει τὰ σω­θι­κά μας. Ὅ­ταν αὐ­ξά­νε­ται ἡ πρό­ο­δος τοῦ πλη­σί­ον, αὐ­ξά­νε­ται καὶ τὸ δι­κό μας τὸ μί­σος ἐ­ναν­τί­ον του. Ἡ δι­κή μας εὐ­τυ­χί­α τό­τε πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται, ὅ­ταν πε­ρι­ο­ρί­ζων­ται καὶ οἱ σκι­ὲς τῶν δέν­δρων, ὅ­ταν βγαί­νη ὁ ἥ­λιος καὶ ἀ­νε­βαί­νη στὸν οὐ­ρα­νό.

Ὁ Θε­ὸς δί­νει τὴν ἐν­το­λὴ ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στια­νοῦ νὰ εἶ­ναι πάν­το­τε ἡ ἀ­λή­θεια. Τὸ ναι ναι καὶ τὸ ὄ­χι, ὄ­χι. Ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται τὸ θέ­λη­μα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας. Ἄλ­λα λέ­νε τὰ χεί­λη, ἄλ­λα αἰ­σθά­νε­ται ἡ καρ­διά καὶ ἄλ­λα ἔ­χου­με στὸν  νοῦ μας. Οἱ συ­ν­δι­α­λέ­ξεις μας εἶ­ναι κα­λο­με­λε­τη­μέ­να ψεύ­δη μὲ τὸ πρό­σχη­μα τῆς φι­λί­ας καὶ τῆς φι­λο­φρο­νή­σε­ως.

Ὁ Θε­ὸς δί­νει ἐν­το­λὴ νὰ θε­ω­ροῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον ὡς μέ­λη τῆς ἴ­διας οἰ­κο­γέ­νειας. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ὅ­μως σάρ­κα καὶ ἡ ἀ­πλη­στί­α τῆς σάρ­κας ὁ­πλί­ζουν τὸν ἀ­δελ­φὸ κα­τὰ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ καὶ σπά­ει τοὺς στε­νώ­τε­ρους δε­σμοὺς τῆς φι­λί­ας καὶ τῆς συγ­γέ­νειας.

Δί­και­α ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρὸς τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι οἱ κό­λα­κες. Δί­και­α λοι­πὸν καὶ μεῖς μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ὁ χει­ρό­τε­ρος κό­λα­κας εἶ­ναι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα. Ὅ­ταν ἐ­κτε­λέ­σου­με ὅ­λες τὶ­ςἐ­πι­θυ­μί­ες της θὰ­ πα­ρα­με­λή­σου­με τὴν ἐκ­πλή­ρω­σι ὅ­λων τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ γί­νου­με ἕρ­μαι­οι τῶν πα­θῶν μας. Θὰ μοι­ά­σου­με μὲ τὸ φυ­τὸ ἐ­κεῖ­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­σπά­σθη­κε ἀ­πὸ τὸν βρά­χο τῆς πα­ρα­λί­ας, ἔ­πε­σε στὸν ἀ­φρὸ τῶν κυ­μά­των καὶ πε­ρι­φέ­ρε­ται ἐ­δῶ καὶ ἐ­κεῖ.  Λέ­γ­ει καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος· «Ποι­οῦν­τες τὰ θε­λή­μα­τα τῆς σαρ­κός, γι­νό­με­θα τέ­κνα ὀρ­γῆς», δη­λα­δὴ Ὅ­ταν κά­νου­με τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς σάρ­κας, προ­κα­λοῦ­με τὴν ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ (Ἐ­φεσ 2,3).

Δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α· ὁ κό­σμος

Δεύ­τε­ρο ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐκ­πλή­ρω­σι τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, νο­μί­ζω ὅ­τι πα­ρου­σι­ά­ζε­ται αὐ­τὸς ὁ κό­σμος στὸν ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­μα­στε με­τὰ τὴν πτῶ­σι. «Ἡ φι­λί­α τοῦ κό­σμου ἔ­χθρα τῷ Θε­ῷ ἐ­στι», δη­λα­δὴ Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ κό­σμο, εἶ­ναι ἔ­χθρα ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ, λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος (Ἰ­άκ. 4,4).

Πράγ­μα­τι· ἄν ρί­ξη κα­νεὶς ἕ­να ἐ­ξε­τα­στι­κὸ βλέμ­μα θὰ δι­α­πι­στώ­ση ὅ­τι πράγ­μα­τι ὁ κό­σμος ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να σο­βα­ρὸ ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Χύ­νει λά­δι στὴν φω­τιὰ τῆς σάρ­κας.

Πό­σες φο­ρὲς ἀ­πο­φα­σί­ζου­με νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ πό­σες φο­ρὲς βρίσκουμε τὸν κό­σμο ἀν­τί­θε­το σὲ αὐ­τὸ ποὺ θέ­λου­με νὰ κά­νου­με; Σή­με­ρα ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ ἐ­φαρ­μό­σω τὶς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Πα­ρα­τη­ρῶ τὴν ὁ­δὸ στὴν ὁ­ποί­α μὲ προ­σκα­λεῖ νὰ βα­δί­σω ὁ νό­μος τοῦ Θε­οῦ· τὴν βλέ­πω στε­νὴ καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ θλί­ψεις καὶ στε­νο­χώ­ρι­ες καὶ λί­γοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν. Πα­ρα­τη­ρῶ καὶ τὴν ο­δὸ στὴν ὁ­ποί­α μὲ προ­σκα­λεῖ ὁ κό­σμος νὰ τὴν βα­δί­σω· τὴν βλέ­πω πλα­τειὰ καὶ ἄ­νε­τη. Λε­ω­φό­ρο ὁ­λό­κλη­ρη καὶ πολ­λοὶ εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν. Πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­τι λάμ­πει ὅ­πως ἡ φω­τιά. Δὲν πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­μως καὶ­ει σὰν φω­τιὰ ὅ­σους τὴν πλη­σιά­ζουν. Πα­ρα­τη­ρῶ τὴν ἄλ­λη ὅ­τι εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀγ­κά­θια καὶ τρι­βό­λια. Βλέ­πω τὴν ἄλ­λη στρωμ­μέ­νη μὲ κρί­να καὶ τρι­αν­τά­φυλ­λα.. Ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι τοὺς μό­χθους τῆς πρώ­της, σκέ­πτο­μαι ὅ­μως καὶ τὰ θέλ­γη­τρα τῆς δεύ­τε­ρης. Ἀ­γω­νί­ζο­μαι νὰ εἰ­σέλ­θω «διὰ τῆς στε­νῆς πύ­λης», ἀλ­λὰ τὸ βλέμ­μα μου εἶ­ναι στραμ­μέ­νο στὴν πλα­τειὰ καὶ ἄ­νε­τη πύ­λη τοῦ κό­σμου. Προ­χω­ρῶ, ἀλ­λὰ χά­νω τὸ θάρ­ρος μου, καὶ νὰ ξαφ­νι­κὰ βρί­σκο­μαι νὰ βα­δί­ζω καὶ ἐ­γὼ μα­ζὶ μὲ ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν πλα­τεί­α ὁ­δό ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πώ­λεια. «Οὐ­δεὶς ἐ­πι­βα­λὼν τὴν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ ἐ­π’ ἄ­ρο­τρον καὶ βλέ­πων εἰς τὰ­ ὀ­πί­σω, εὔ­θε­τός ἐ­στιν εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τῶν οὐ­ρα­νῶν»· δη­λα­δὴ ὅ­ποι­ος βά­ζει τὸ χέ­ρι του στὸ ά­λέ­τρι καὶ κοι­τά­ζει πρὸς τὰ πί­σω, δὲν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λος γιὰ τὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λέ­γει τὸ στό­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Θέ­λου­με οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ· ἀλ­λὰ συγ­χρό­νως θέ­λου­με νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σου­με καὶ ὅ­λες τὶς ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς σάρ­κας ποὺ ἀν­τι­στρα­τεύ­ε­ται στὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Τὸν ἕ­να πα­ρα­σύ­ρει ἡ φι­λαυ­τί­α, τὸν ἄλ­λον ἡ κε­νο­δο­ξί­α, ὅ­λους τοὺς πα­ρα­σύ­ρει ὁ κό­σμος. Μᾶς προ­σκα­λεῖ ὁ Θε­ὸς. Ἀλ­λὰ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι αἰχ­μά­λω­τοι στὰ ἄγ­κι­στρα τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου. Ἔ­τσι ὅ­που ὁ κό­σμος ρί­χνει ἄ­φθο­νο τὸ δό­λω­μα, ἐ­κεῖ τρέ­χουν ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοί.

Πρό­κει­ται νὰ δώ­σου­με τὰ χρή­μα­τά μας στὶς ἡ­δο­νὲς καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις, στὰ κέν­τρα τῶν δι­α­σκε­δά­σε­ων καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας; Πα­ρόν­τες ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοί. Καὶ ἄς ξη­με­ρώ­νει ἡ Κυ­ρια­κή. Ἀρ­γί­α εἶ­ναι ὄ­χι βε­βαι­α ἀρ­γί­α γιὰ τὸν Θε­ό. Γιὰ κά­ποι­ον ἄλ­λον. Πρό­κει­ται νὰ δώ­σου­με τὸν ὀ­βο­λό μας σὲ κά­ποι­ο ἔρ­γο τῆς ἐκ­κλη­σί­ας ἤ σὲ κά­ποι­ον συ­νάν­θρω­πο ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει; Ἄ­φαν­τοι οἱ χρι­στια­νοί.

Λυ­πη­ρὸ εἶ­ναι νὰ λέ­η κα­νεὶς ὅ,τι μαρ­τυ­ρεῖ γιὰ τοὺς χρι­στια­νοὺς ἡ ση­με­ρι­νὴ πνευ­μα­τι­κὴ μας κα­τά­στα­σις. Σάρ­κα καὶ κό­σμος εἶ­ναι σή­με­ρα τὰ δύ­ο εἴ­δω­λα ποὺ λα­τρεύ­ουν οἱ χρι­στια­νοί καὶ λη­σμό­νη­σαν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Λέ­γει ὁ Κύ­ριος· «Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λεύ­ειν· ἢ γὰρ τὸν ἕ­να μι­σή­σει καὶ τὸν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἤ τοῦ ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται καὶ τοῦ ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει»· δη­λα­δή· Κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι δοῦ­λος σὲ δύ­ο κυ­ρί­ους· δι­ό­τι ἢ θὰ μι­σή­ση τὸν ἕ­να καὶ θὰ ἀ­γα­πή­ση τὸν ἄλ­λον, ἢ θὰ στη­ρι­χθῆ στὸν ἕ­να καὶ θὰ πε­ρι­φρο­νή­ση τὸν ἄλ­λον (Ματθ. 6,24).

Δὲν ἦ­ταν ὅ­μως καλ­λί­τε­ρη καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­σις ὡ­ρι­σμέ­νων χρι­στια­νῶν καὶ στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ὡς ὁ χρυ­σὸς αἰ­ώ­νας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό­τε ποὺ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ λό­γος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ψα­χνε νὰ βρῆ πι­στὸ χρι­στια­νό μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς δὲν εὕ­ρι­σκε χρι­στια­νό, ἀλ­λὰ οὔ­τε ἄν­θρω­πο. Ἄς τὸν πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με γιὰ λί­γο. Ὁ λό­γος του εἶ­ναι δι­α­χρο­νι­κός.

«Βλέ­πω ὅ­τι πολ­λοὶ γί­νον­ται με­τὰ τὸ βά­πτι­σμα πιὸ ἀ­δι­ά­φο­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἀ­βά­πτι­στους καὶ δὲν ἔ­χουν κα­νέ­να βα­σι­κὸ γνώ­ρι­σμα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Γι' αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ γνω­ρί­σῃ κα­νεὶς ἀ­μέ­σως οὔ­τε στὴν ἀ­γο­ρὰ οὔ­τε στὴν ἐκ­κλη­σί­α ποι­ὸς εἶ­ναι καὶ ποι­ὸς δὲν εἶ­ναι ὁ πι­στός, ἐ­κτὸς ἂν προ­σέ­ξῃ κα­νεὶς τὴν ὥ­ρα τῆς τε­λέ­σε­ως τῶν μυ­στη­ρί­ων καὶ δῆ ἄλ­λους νὰ ἐ­ξέρ­χων­ται καὶ ἄλ­λους νὰ πα­ρα­μέ­νουν μέ­σα. Ἔ­πρε­πε ὅ­μως νὰ γνω­ρί­ζων­ται ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν τό­πο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸν τρό­πο. Εὔ­λο­γα βέ­βαι­α τὰ κο­σμι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα γί­νον­ται ὁ­λο­φά­νε­ρα ἀ­πὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ση­μά­δια. Ἡ δι­κὴ μας ὅ­μως ἀ­ξί­α πρέ­πει νὰ πη­γά­ζη ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή. Δι­ό­τι ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ δι­α­κρί­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴ συμ­με­το­χὴ του στὰ μυ­στή­ρια ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν νέ­α του ζω­ή.

Ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ εἶ­ναι πη­γὴ φω­τὸς καὶ ἁ­λά­τι τοῦ κό­σμου. Ὅ­ταν ὅ­μως δὲν εἶ­σαι εἰ­λι­κρι­νὴς οὔ­τε μὲ τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ ὅ­ταν δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζης οὔ­τε τὴν δι­κὴ σου τὴν γάγ­γραι­να, ἀ­πὸ ποῦ θὰ σὲ γνω­ρί­σω τέ­λος πάν­των; Ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι ἔ­λα­βες μέ­ρος στὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ας; Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ κα­τα­λή­γει νὰ εἶ­ναι αἰ­τί­α τῆς τι­μω­ρί­ας σου. Δι­ό­τι τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­ξι­ώ­μα­τα ἐ­πι­σύ­ρουν με­γα­λύ­τε­ρη ποι­νὴ γιὰ ἐ­κεί­νους πού δι­α­λέ­γουν τρό­πο ζω­ῆς ἀ­νά­ξιο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός των.

Πρέ­πει, λοι­πόν, ὁ πι­στὸς νὰ ἀ­κτι­νο­βο­λῆ ὄ­χι μό­νο μὲ ὅ­σα τοῦ ἒ­δω­σε ὁ Θε­ὸς ἀλ­λὰ καὶ μὲ ὅ­σα κά­νει ὁ ἴ­διος καὶ ἀ­πὸ ὅ­λα νὰ δι­α­κρί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὸ βά­δι­σμα καὶ ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­σι κι ἀ­πὸ τὴν φω­νή. Αὐ­τά τὰ λέ­γω ὄ­χι γιὰ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με στὴ ζω­ὴ μας τὴν ἐ­πί­δει­ξι, ἀλ­λὰ τὴν ὠ­φέ­λεια ἐ­κεί­νων πού μᾶς βλέ­πουν.

Τώ­ρα ὅ­μως, ἀ­πὸ ὅ,τι κι ἂν ζη­τή­σω νὰ σὲ γνω­ρί­σω, σὲ βρί­σκω νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­σαι πάν­το­τε μὲ τὰ ἀν­τί­θε­τα. Ἂν π.χ. θέ­λω νὰ σὲ γνω­ρί­σω ἀ­πὸ τὸν τό­πο, σὲ βρί­σκω νὰ περ­νᾶς τὴν μέ­ρα σου στὰ ἱπ­πο­δρό­μια, στὰ θέ­α­τρα καὶ σὲ ἁ­μαρ­τω­λοὺς τό­πους, σὲ ἐ­πι­λή­ψι­μες συγ­κεν­τρώ­σεις, στὴν ἀ­γο­ρὰ καὶ σὲ συ­να­να­στρο­φὲς μὲ δι­ε­φθαρ­μέ­νους ἀν­θρώ­πους∙ ἂν σὲ κρί­νω μὲ κρι­τή­ριο τὸ ὕ­φος τοῦ προ­σώ­που σου, σὲ βλέ­πω νὰ καγ­χά­ζης συ­νέ­χεια καὶ νὰ εἶ­σαι ἀ­φη­ρη­μέ­νος σὰν γε­λοί­α καὶ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη ἑ­ταί­ρα.

 Ἂν ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά σου, σὲ βλέ­πω νὰ μὴ βρί­σκε­σαι σὲ κα­λύ­τε­ρη κα­τά­στα­σι ἀ­πὸ τοὺς θε­α­τρί­νους∙ ἂν ἀ­πὸ τοὺς συ­νο­δοὺς σου, ἔ­χεις κον­τά σου πα­ρα­σί­τους καὶ κό­λα­κες∙ ἂν ἀ­πὸ τὰ λό­για σου, δὲν σὲ ἀ­κού­ω νὰ λές κά­τι τὸ συ­νε­τό, οὔ­τε τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το οὔ­τε τὸ σπου­δαῖ­ο γιὰ τὴ ζω­ὴ μας. Ἂν ἀ­πὸ τὰ φα­γη­τά σου, ἡ ἐ­πί­κρι­σις στὸν το­μέ­α αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη.

Ἀ­πό τί, λοι­πόν, ἀ­πάν­τη­σέ μου, θὰ μπο­ρέ­σω νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σω ἐ­σέ­να τὸν πι­στό, ἀ­φοῦ ὅ­λα τὰ πα­ρα­πά­νω βε­βαι­ώ­νουν τὸ ἀν­τί­θε­το; Ἀλ­λὰ για­τὶ ὁ­μι­λῶ γιὰ πι­στό; Ἀ­φοῦ δὲν μπο­ρῶ νὰ κα­τα­λά­βω μὲ σι­γου­ριὰ ἂν εἶ­σαι ἂν­θρω­πος. Ὅ­ταν λα­κτί­ζης σὰν ὄ­νος καὶ πη­δᾶς ὅ­πως ὁ ταῦ­ρος καὶ χρε­με­τί­ζης γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες ὅ­πως ὁ ἵπ­πος καὶ εἶ­σαι λαί­μαρ­γος ὅ­πως ἡ ἀρ­κού­δα καὶ πα­χαί­νης τὸ σῶ­μά σου σὰν ἡ­μί­ο­νος καὶ μνη­σι­κα­κῆς ὅ­πως ἡ κα­μή­λα καὶ ἁρ­πά­ζης ὅ­πως ὁ λύ­κος, ὀρ­γί­ζε­σαι ὅ­πως τὸ φί­δι, δαγ­κώ­νης ὅ­πως ὁ σκορ­πιός, εἶ­σαι ὕ­που­λος ὅ­πως ἡ ἀ­λε­πού, ἔ­χῃς μέ­σα στὴν ψυ­χή σου δη­λη­τή­ριο ὅ­πως ἡ κόμ­πρα καὶ ἡ ὀ­χιὰ καὶ κά­νης πό­λε­μο κα­τὰ τῶν ἀ­δελ­φῶν σου ὅ­πως ὁ πο­νη­ρὸς ἐ­κεῖ­νος δι­ά­βο­λος, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ σὲ ὑ­πο­λο­γί­ζω με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­φοῦ βλέ­πω νὰ ἔ­χῃς αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά;

Ἐ­νῶ ἀ­να­ζη­τῶ τὴν δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ πι­στοῦ καὶ κα­τη­χου­μέ­νου, ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ μὴ βρῶ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ ἀν­θρώ­που καὶ θη­ρί­ου.

Τὶ νὰ σὲ ὀ­νο­μά­σω λοι­πόν; Θη­ρί­ο; Τὰ θη­ρί­α ὅ­μως ἔ­χουν ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τά τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα. Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα, ἀ­φοῦ τὰ συγ­κέν­τρω­σες ὅ­λα μα­ζί, προ­χω­ρεῖς πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ζῳ­ώ­δη κα­τά­στα­σι ἐ­κεί­νων. Νὰ σὲ ἀ­πο­κα­λέ­σω σα­τα­νᾶ; Ἀλ­λὰ ὁ σα­τα­νᾶς οὔ­τε κοι­λι­ό­δου­λος εἶ­ναι, οὔ­τε εἶ­ναι ἐ­ρω­τευ­μέ­νος μὲ τὰ χρή­μα­τα. Ἀ­πάν­τη­σέ μου λοι­πόν. Πῶς θὰ σὲ ἀ­πο­κα­λῶ ἂν­θρω­πο, ὅ­ταν ἔ­χης πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­λατ­τώ­μα­τα ἀ­πὸ τὰ θη­ρί­α καὶ ἀ­πὸ τὸν σα­τα­νᾶ; Καὶ ἂν δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ σὲ λέ­γω ἄν­θρω­πο, πῶς θὰ σὲ ἀ­πο­κα­λέ­σω πι­στό; Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι βέ­βαι­α ὅ­τι, ἐ­πει­δὴ ἔ­χου­με τό­ση κα­κί­α, δὲν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι ἡ ψυ­χὴ μας ἔ­χα­σε τὴν ὀ­μορ­φιά της, οὔ­τε κα­τα­νο­οῦ­με τὴν ἀ­σχή­μια της. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν βρί­σκε­σαι στὸ κου­ρεῖ­ο καὶ πε­ρι­ποι­εῖ­σαι τὴν κό­μη σου, παίρ­νεις τὸν κα­θρέ­πτη καὶ ἐ­ξε­τά­ζεις μὲ με­γά­λη προ­σο­χὴ τὴν γε­νι­κὴ εἰ­κό­να τῶν μαλ­λι­ῶν σου καὶ ῥω­τᾶς τοὺς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους καὶ τὸν κου­ρέ­α τὸν ἴ­διο, ἂν τα­κτο­ποί­η­σε ὡ­ραῖ­α τὸ μπρο­στι­νὸ τμῆ­μα της. Καί, ἂν καὶ εἶ­σαι γέ­ρος, δὲν ντρέ­πε­σαι νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κης συ­χνὰ νε­α­νι­κὴ ἐμ­φά­νι­σι. Καὶ δὲν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε κα­θό­λου ὅ­τι ἡ ψυ­χή μας δὲν ἔ­χα­σε ἀ­πλῶς τὴν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λὰ ἔ­γι­νε σὰν τὰ θη­ρί­α, ἔ­γι­νε, ὅ­πως λέ­ει ὁ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸς μῦ­θος, Σκύλ­λα ἢ Χί­μαι­ρα. Ἂν καὶ ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α καὶ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­σι αὐ­τὴ πνευ­μα­τι­κὸς κα­θρέ­πτης, καὶ μά­λι­στα πο­λὺ κα­λύ­τε­ρος ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο καὶ χρη­σι­μώ­τε­ρος. Δι­ό­τι δὲν δεί­χνει μό­νον ἂν ἒ­χα­σε τὴν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λά, ἂν θέ­λου­με, τῆς δί­δει καὶ ἀ­πίστευ­τη ὀ­μορ­φιά. (Κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Δ΄ Ε­ΠΕ 9,136-142. PG  57,48).

 

Ὅ­ταν λέ­η ὅ­μως αὐ­τὰ ὁ ἅ­γιος δὲν ἐν­νο­εῖ ὅ­τι πρέ­πει κά­ποιος νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψη τὸν κό­σμο καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του καὶ νὰ πά­η σὲ κἀ­ποι­α κα­λύ­βη ἢ σὲ κά­ποι­ο μο­να­στή­ρι γιὰ νὰ ἐ­κτε­λέ­ση ἀ­πε­ρί­σπα­στα τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ὄ­χι, το­νί­ζει καὶ πά­λι, ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. «Δὲν λέ­ω νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­τε τὶς πό­λεις καὶ τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές σας, ἀλ­λὰ ἐ­νῶ εἶ­σαι μέ­σα στὴν πό­λι δεῖ­ξε ἔμ­πρα­κτα τὴν ἀ­ρε­τή σου». Ὁ Προ­φή­της Δα­βίδ ἦ­ταν καὶ βα­σι­λιὰς καὶ πο­λι­τι­κὸς καὶ ἄ­ρι­στος πο­λε­μι­στής. Ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ἐγ­κα­τέ­λι­πε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε πα­ρα­με­λοῦ­σε τὰ κα­θή­κον­τα καὶ τὶς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις ποὺ εἶ­χε στὸν κό­σμο. Μέ­σα στὸ πλῆ­θος τῶν δη­μο­σί­ων ὑ­πο­θέ­σε­ων χω­ρὶς φό­βο μπο­ροῦ­σε νὰ λέ­η· «Κύ­ρι­ε, ἑ­πτὰ φο­ρὲς τὴν ἡ­μέ­ρα σὲ δο­ξο­λό­γη­σα γιὰ τὶς δί­και­ες κρί­σεις τῆς ννο­μο­θε­σί­ας σου καὶ τῆς ἀν­τα­πο­δό­σε­ώς σου» (Ψαλμ. 118,164). Με­σά­νυ­κτα ση­κω­νό­ταν ἀ­πὸ τὸ κρεβ­βά­τι του γιὰ νὰ δο­ξο­λο­γή­ση τὸν Θε­ό· «Με­σο­νύ­κτιον ἐ­ξε­γει­ρό­μην τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γή­σα­σθαι τῷ ὀ­νό­μα­τί σου», δη­λα­δή· Γε­μᾶ­τος ἀ­πὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη σηκ­ων­ό­μουν τὰ με­σά­νυ­κτα γιὰ νὰ σὲ δο­ξο­λο­γή­σω καὶ νὰ σὲ ἀ­νυ­μνή­σω γιὰ τὰ δί­και­α πα­ραγ­γέλ­μα­τα τοῦ νό­μου σου, μὲ τὴν τή­ρη­σι τῶν ὁ­ποί­ων σώ­θη­κα ἀ­πὸ τὶς πα­γί­δες.

Ὁ Θε­ὸς μᾶς χά­ρι­σε τὰ πάν­τα· ἀ­ξι­ώ­μα­τα, τι­μές, πλού­τη,  καὶ ὅ,τι ἄλ­λο μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νη γὰ τὴν δι­κή μας σω­τη­ρί­α, γιὰ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ τὴν τή­ρη­σι τῶν ἐν­τολ­λῶν του. «Ὅ­λα ἔ­γι­ναν γιὰ μᾶς» ἀ­να­φω­νεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος (Α΄ Κορ. 1,15).

Σοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς παι­διά καὶ ἐ­νῶ ἐ­σὺ βρί­σκε­σαι στὰ βα­θειὰ γεν­ρά­μα­τα τὰ βλέ­πεις καὶ τὰ χαί­ρε­σαι σὰν ὄρ­θια κυ­πα­ρίσ­σια μπρο­στά σου; Ἀ­νά­θρε­ψέ τα λοι­πόν μὲ τὴν παι­δεί­α καὶ τὴν νου­θεσία τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μὲ τὸ τρό­πο τῆς ζω­ῆς σου δεῖ­ξε καὶ σὲ αὐ­τὰ τὸν δρό­μο ποὺ ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὴν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Σοῦ χά­ρισε ὁ Θε­ὸς πλού­τη καὶ δό­ξα; Μὴ ξε­χά­νης ὅ­τι μπο­ρεῖς μὲ τὸν πλοῦ­το καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α ποὺ σοῦ ἔ­χουν χα­ρί­σει νὰ φα­νῆς χρή­σι­μος στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν κοι­νω­νί­α γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ἔ­τσι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ Θε­ός. Σὲ στέ­ρη­σε ὁ Θε­ὸς τὰ κο­σμι­κὰ ἀ­γα­θά; Μὴν κα­τη­γο­ρῆς τὸν Θε­ὸ καὶ μὴ φθο­νῆς τὸν πλη­σί­ον σου. Αὐ­τὸς ὁ κό­σμος εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους μί­α πα­λαί­στρα, ἕ­νας στί­βος ποὺ ὅ­λοι ἀ­γω­νί­ζον­ται μὲ τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς στε­νο­χώ­ρι­ες. Οἱ χα­ρές του εἶ­ναι ὅ­πως τὰ φῶ­τα ἐ­κεῖ­να, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­νά­βουν γιὰ λί­γη ὥ­ρα καὶ κα­τό­πιν ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται καὶ φεύ­γουν. Ἔ­τσι ὅ­ταν το­πο­θε­τή­σου­με μέ­σα στὴν ψυ­χή μας τὰ πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου, ὅ­λοι μας μπο­ροῦ­με νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ὅ­μως τὸν κό­σμο αὐ­τὸν τὸν πρό­σκαι­ρο τὸν θε­ω­ροῦ­με ὡς σκο­πὸ τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας καὶ ὄν­τας μέ­σα στὸν κό­σμο λη­σμο­νοῦ­με τὸν Θε­ὸ καὶ τὴν Ἐ­κλη­σί­α του καὶ δὲν θυ­σι­ά­ζου­με με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ἀ­γα­θά του γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, τό­τε εἴ­μα­στε δοῦ­λοι τοῦ κό­σμου καὶ τό­τε ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἕ­να πο­λὺ με­γά­λο ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ.

Ἀλλὰ και­ρὸς εἶ­ναι νὰ βγά­λου­με ἀ­πὸ τὴν μέ­ση τὰ ὅ­σα ­ἐμ­πό­δια ὑ­πάρ­χουν γιὰ να μπο­ρέ­σου­με νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐ­ντο­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ, ὁ πλοῦ­τος καὶ ἡ δό­ξα εἶ­ναι ἄ­στα­τες θε­ό­τη­τες, ὅ­πως ἄσ­τατ­οι εἶ­ναι καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ τὰ λα­τρεύ­ουν. Τρο­χὸς εἶ­ναι ὁ κόσμ­ος αὐ­τὸς καὶ τὸ μέλ­λον ἄ­γνω­στο καὶ ἡ τύ­χη ἀ­ό­ρα­τη. Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ ὀ­νο­μά­ση δι­κό του κά­ποι­ο μέ­ρος τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τέ­χει; ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πῆ ὅ­τι πράγ­μα­τι αὐ­τὴ ἡ σπι­θα­μὴ τῆς γῆς εἶ­ναι δι­κή του; Μό­νο γιὰ ἕ­να κομ­μά­τι γῆς μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι μᾶς ἀ­νή­κει, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεῖ­νο εἶ­ναι προ­σω­ρι­νό μας κτῆ­μα. Τὸ μέ­ρος ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει ἕ­νας τά­φος. Σή­με­ρα ἐ­πι­κρα­τεῖ γα­λή­νη καὶ κα­λω­σύ­νη, αὔ­ριον τρι­κυ­μί­α καὶ με­γά­λη θα­λασ­σο­τα­ρα­χή. Σή­με­ρα οἰ­κο­δο­μοῦ­με τὰ μέ­γα­ρα τῶν χρυ­σῶν καὶ με­γά­λων μας ἐλ­πί­δων, ἀλ­λὰ ξα­φνι­κὰ ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ ψη­λὰ γε­λά­ει μὲ τὰ σχέ­διά μας. Καὶ σὲ μί­α ἀ­να­πάν­τε­χη στιγ­μὴ τὰ βλέ­που­με ὅλ­α σὲ κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτου νὰ σω­ρι­ά­ζων­ται κά­τω.

Μά­ται­α καὶ ἄ­στα­τα καὶ πρό­σκαι­ρα εἶ­ναι τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ κόσ­μου, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­κτι­μοῦ­με πε­ρισσσό­τε­ρο α­πὸ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Πρό­σε­ξε πῶς φεύγουν οἱ ἄν­θρ­ω­ποι ὅ­πως οἱ σκι­ές. Πρό­σε­ξε πῶς περ­νοῦν οἱ γε­νε­ὲς σὰν τὰ κύμ­μα­τα. Σή­με­ρα ἄ­φο­β­οι καὶ ἀ­τρό­μη­τοι πέ­φτου­με μέ­σα στὰ κύ­μα­τα, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὶς ἀ­νάγ­κες τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ ξα­φ­νι­κὰ ὁ ὠ­κε­α­νὸς ἄλ­λον τὸν κα­τα­πνί­γει σὲ ἄ­γνω­στο βά­θος, ἄλ­λον τὸν κα­τα­βρο­χθί­ζει στὰ­ ἔγ­κα­τά του καὶ φεύ­γει ἔ­τσι ἀ­δι­ά­βα­στος, ὅ­πως λέ­γε­ται, ἄλ­λον ἀν­τὶ γιὰ τοὺς συγ­γε­νεῖς τὸν πε­ρι­συλ­λέ­γουν τὰ θα­λάσ­σια κή­τη, ἄλ­λον πά­λι τὸν ρί­χνει ἡ θά­λασ­σα σκω­λη­κο­φα­γω­μέ­νο στὶς ἀ­κτές της χω­ρὶς­ νὰ μπο­ρέ­ση πλέ­ον κα­νένας νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­ση ποι­ὸς εἶ­ναι.

Σή­με­ρα εἴ­μα­στε ὑ­γι­εῖς καὶ ρω­μα­λέ­οι καὶ πε­ρι­φρο­νοῦ­με τὸν θά­να­το, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι δὲν πρόκει­ται νὰ πε­θά­νου­με. Ξαφ­νι­κὰ ὅ­μως ἔρ­χε­ται μί­α ἄ­γνω­στη ἀ­σθέ­νεια­ καὶ βλέ­πει κα­νεὶς τοὺς ἀν­θρώ­πους σὰν τὰ μα­νι­τά­ρια­ νὰ πέ­φτουν κά­τω ἥ ὅ­πως τὸ στά­χυ τοῦ σι­τα­ριοῦ ὅ­ταν τὸ χτυ­πά­η τὸ χα­λά­ζι, ἤ ὅ­πως τὸ χορ­τά­ρι ὅ­ταν τὸ κό­βη τὸ δρε­πά­νι.

Σή­μερα ­μί­α ὑ­πε­ρή­φα­νη πο­λι­τεί­α ἀ­νυ­ψώ­νε­ται μέ­χρι τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Σὲ λί­γα λε­πτὰ ἕ­να δυ­να­τὸ τσου­νά­μι καὶ δὲν βρί­σκε­ται τί­πο­τε στὸν τό­πο ἐ­κεῖ­νον. Δο­κά­ρια­ πο­ὺ κα­πνί­ζουν πέ­τρες καὶ σέ­δε­ρα καὶ ὅ,τι ἄλλο πε­ταγ­μέ­να παν­τοῦ, γέ­φυ­ρες σι­δερέ­νι­ες νὰ φλέ­γων­ται· ὅ­λα μαρ­τυ­ροῦν ὅ­τι κά­πο­τε ὑ­πῆρ­χε ­μία ­πε­ρή­φα­νη πό­λις, ἡ ὁ­ποί­α σή­με­ρα ἐ­ξα­φανίσ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν χάρ­τη τῆς γῆς. Κά­τω ἀ­πὸ τὰ πέ­τρι­να θε­μέ­λια καὶ τοὺς προ­η­γού­με­νους ὑ­περ­με­γέ­θεις ἐ­κεί­νους οὐ­ρα­νο­ξύ­στες μπο­ρεῖ νὰ φα­να­τα­σθῆ κα­νεὶ­ς ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καὶ τά­φη­καν δε­κά­δες ἤ καὶ ἑ­κα­τον­τά­δες ἀν­θρώ­πι­νες ὑ­πάρ­ξεις. «Οὐ­αί οὐ­αὶ ἡ πό­λις ἡ Βα­βυ­λών, ἡ πό­λις ἡ ἱ­σχυ­ρά ὅ­τι ἐν μιᾷ ὥ­ρᾳ ἦλ­θεν ἡ κρί­σις σου» (Ἀ­πο­κάλ.).

Ξέ­νοι καὶ πα­ρε­πί­δη­μοι εἴ­μα­στε σ’ αὐ­τὸν τὸν κόσ­μο. Ὅ­ταν βέ­βαι­α ὁ κό­σμος μᾶς κα­τα­θέλ­γη, τό­τε δὲν σκε­πτό­μα­στε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ὥ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος μᾶς ἐγ­κλα­τα­λεί­πει, ἔρ­χε­ται ὥ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α οἱ φί­λοι μας ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀπὸ κον­τά μας, για­τὶ δὲν μπο­ροῦν πλέ­ον νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν. Ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ποὺ μὲ σκυμ­μέ­νο τὸ­ κε­φά­λι καὶ μὲ βρεγ­μέ­να τὰ μά­τια μας ἀ­πὸ τὸ κλάμ­μα ἐ­πιστρέ­φου­με ἀ­πὸ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ὅ­που πρὶν ἀ­πὸ λί­γο ξε­προβ­ο­δί­σα­με κά­ποι­ον συ­νάν­θρω­πό μας, κά­ποι­ο πρό­σω­πο πο­λὺ ἀ­γα­πη­τό μας, ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ποὺ ἡ ζω­ὴ φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ ­πό­δια μας, ὅ­πως ἡ ξη­ρὰ φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ­ πό­δια ἐ­κεί­νου ποὺ ξα­νοί­γε­ται στὸ πέ­λα­γος.

Ἄς πα­ρα­τη­ρή­ση ὁ κά­θε ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς τὰ χρό­νια ποὺ ἔ­χουν πε­ρά­σει. Ἐ­ξα­φανίσ­θ­η­καν σὰν ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο ἢ δυ­σά­ρε­στο ὄ­νει­ρο. Ἄς πα­ρα­τη­ρή­ση καὶ τὸ μέλ­λον. Τὰ χρό­νια ­περ­νοῦν καὶ τὸ ­πέ­ρα­σμα αὐ­τὸ ἀ­σπρί­ζει τὰ μαλ­λιὰ μας. Ἄς πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὸν τά­φο. Κά­ποι­α πλά­κα θὰ κα­λύ­ψη καὶ τὸ δι­κό μας σῶ­μα, τὸ ὁ­ποῖο θὰ πε­ρι­μέ­νη τὴν ἔ­σχα­τη σάλ­πιγ­γα τῆς ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στά­σε­ως γιὰ νὰ δώ­ση λό­γο μα­ζὶ με τὴν ψυ­χή του γιὰ ὅ,τι ἔ­κα­νε. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ τύ­χη τῶν ἐ­φή­με­ρων ἀν­θρώ­πων. Κα­θη­με­ρι­νὰ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες γε­νι­ὲς ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται καὶ αὐτὴ σκό­νι τους ἀ­κόμ­η δι­α­σκορ­πί­ζε­ται. Ποῦ εἶ­ναι οἱ φί­λοι καὶ οἱ πρό­γο­νοι; Ἦλ­θαν καὶ ἀ­πο­ῆλ­θαν ὅ­πῶς τὰ ἄ­στα­τα ρεύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ καὶ σὲ λί­γο καὶ τὰ δι­κά μας τὰ σώ­μα­τα θὰ εἶ­ναι ἄ­γνω­στα ἀ­νά­μεσα σὲ  τό­σα ἄλ­λα.

Κά­ποι­ος βα­σι­λιὰς τῆς Αἰ­γύ­πτου δι­έ­τα­ξε τὸ ἑ­ξῆς στοὺς ὑ­πη­κό­ους του· ὅ­ταν πε­θά­νη νὰ πά­ρουν ἕ­να σά­βα­νο νὰ τὸ ὑ­ψώ­σουν νὰ τὸ δῆ ὅ­λος ὁ ­λα­ὸς καὶ νὰ φω­νά­ξουν δυ­να­τά· Νὰ, ὁ βα­σι­λιὰς ἀ­πὸ ὅ­λο του τὸν πλοῦ­το μό­νον αὐ­τὸ παίρ­νει καὶ μὲ αὐ­τὸ σκε­πά­ζε­ται στὸν τά­φο». Γυ­μνὸς ἐ­ξῆ­λθον ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου γυ­μνὸς καὶ ἀ­πε­λεύ­σο­μαι» ἔ­λε­γε καὶ ὁ πού­α­θλος Ἰ­ώβ.

Τὶ συμ­βαί­νει λοι­πὸν τώ­ρα; Πό­τε ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς ἐ­κτε­λοῦ­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ; Πῶς τὶς ἐ­κτε­λοῦ­με; Ὅ­ταν σὰν τὴν ὀ­χιὰ πα­ρα­τη­ροῦ­με πό­τε θὰ μᾶς δοθῆ ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ χύ­σου­με τὸ δη­­λη­τή­ριο τοῦ φθό­νου, ἄ­ρα­γε τό­τε ἐ­φαρμόζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ; Ὅ­ταν εἴ­μα­στε δε­μέ­νο­ι χει­ρο­πό­δα­ρα ἀ­πὸ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α καὶ βλέ­που­με τὸν πλη­σί­ο­ν μὲ βρεγ­μέ­να τά μά­τια του νὰ τρώ­η ξη­ρὸ ψω­μὶ, καὶ ἄν ὑ­πάρ­χη καὶ αὐ­τό, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξο­φλή­ση τὰ χρέ­η του καὶ τὸν κυ­νη­γοῦν, τό­τε ἐ­μεῖς ποὺ κα­λο­περ­νᾶ­με δίπλα του, ἄ­ρα­γε ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ;

Ἀ­πο­κρί­νε­ται ὁ Θε­ός. Γι­ὰ­ ποι­ὸ λό­γο σοῦ ἔ­δω­σα τὸν νό­μο καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες; Για­τὶ σοῦ ἔ­σε­τει­λα τὸν Υἱ­ό μου καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ σέ­να; Ὄ­χι γιὰ νὰ σὲ ἀ­παλ­λά­ξη ἀ­πὸ τὴν ἁ­μα­­ρτία ­καὶ νὰ σὲ δι­δά­ξη τὶς ἐν­το­λές μου; Γιὰ ποι­ὸ σκο­πό, ἀ­πο­κρί­νε­ται ὁ Σω­τή­ρας μας, α­νέ­βη­κα στὸν Γολ­γο­θᾶ καὶ σταυ­ρώ­θη­κα καὶ πο­τί­σθη­κα μὲ ξύ­δι; Ὄ­χι γιὰ νὰ σὲ δι­δά­ξω νὰ τη­ρῆς τὶς ἐν­το­λές μου;

Γιατὶ ἑτοίμασα δεῖπνο καὶ σὲ κάλεσα διὰ τῶν Αποστόλων μου στὴν Ἐκκλησία μου; Ὄ­χι γιὰ νὰ σὲ δι­δά­ξουν νὰ τη­ρῆς ὅ­σα τοὺς δι­έ­τα­ξα; Γιὰ ποι­ὸ λό­γο, λέ­γουν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὑ­πε­μεί­να­με γιὰ τό­σα μαρ­τύ­ρια καὶ προ­τι­μή­σα­με νὰ δώ­σου­με πο­τα­μοὺς αἱ­μά­των καὶ χορ­τά­σα­με τὰ θη­ρί­α τῆς γῆς καὶ ὑ­πο­φέ­ρα­με ἀ­να­ρίθ­μη­τα μαρ­τύ­ρια; Ὅ­σα κά­να­τε ἐ­σεῖς, ἐ­μεῖς δὲν τὰ κά­νου­με σή­με­ρα. Ὅ­σα σή­με­ρα κά­νου­με ἐ­μεῖς, ἐ­σεῖς οἱ Πα­τέ­ρες μας οὔ­τε τὰ δι­α­νο­η­θή­κα­τε πο­τέ.

Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­γά­πη­σαν τὸν Θε­ὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό τους, ἐ­μεῖς ἀ­γα­πᾶ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἐ­κεῖ­νοι θυ­σί­α­ζαν τὸν κό­σμο γιὰ τὸν Θε­ό. Ἐ­μεῖς θυ­σι­ά­ζου­με τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ κό­σμου. Πό­σο δι­α­φέ­ρου­με ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους!

Νὰ πῶς οἱ χρι­στια­νοὶ πα­τοῦν στὰ πτώ­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, πῶς ὁ ἕ­νας σκά­βει τὸν λάκ­κο τοῦ ἄλ­λου! Ποῦ εἶ­ναι τὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να ποὺ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες θαύ­μα­ζαν τοὺς Χρι­στια­νοὺς λέ­γον­τας· Προ­σέξ­τε πῶς ἀ­γα­πᾶ ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον!

Ἀλ­λὰ ἀ­γα­πη­τοί μου, ἄς ξυ­πνή­σου­με ἀ­πὸ τὸν λή­θαρ­γο στὸν ὁ­ποῖ­ον βρι­σκό­μα­στε. Ἄς σκε­φθοῦ­με τὸ πρό­σκαι­ρο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς. «Κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα, φω­νά­ζει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας, καὶ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη δο­ξα, εἶ­ναι ὅ­πως τὸ λου­λού­δι τοῦ ἀ­γροῦ. Ξη­ρά­θη­κε τὸ χορ­τά­ρι καὶ τὸ λου­λού­δι του ἔ­πε­σε» (Ἡ­σα­ΐ­ας 40,2). Ἄς σκε­φθοῦ­με τὸ τι­πο­τέ­νιο τῶν κο­σμι­κῶν ἀ­γα­θῶν. «Ὁ κό­σμος πα­ρέρ­χε­ται καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α αὐ­τοῦ». Ἄς μὴ θαυ­μά­σου­με τί­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν πα­ρα­μέ­νουν, ἄς μὴ κρατ΄ση­ου­με στὴν ἀγ­κα­λιά μας τί­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν εἶ­ναι στα­θε­ρά.

Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ ξυ­πνή­σου­με ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ὕ­πνο καὶ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ σκό­τους καὶ νὰ ντυ­θοῦ­με τὰ ἔρ­γα τοῦ φω­τός. Ἄς θυ­μώ­μα­στε νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ρα τὸ ἄ­στα­το καὶ ἀ­βέ­βαι­α τῶν κοσ­μι­κῶν πραγ­μά­των γιὰ νὰ ἐ­κτε­λοῦ­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Μὲ μέ­τρο ἄς ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ πα­ρόν­τος κόσ­μου, δο­ξά­ζον­τας καὶ εὐ­χα­ρι­στῶν­τας τὸν Θε­ὸ, καὶ ἄς δε­χώ­μα­στε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς δο­κι­μα­σί­ες.

Ἔ­τσι ζῶν­τας καὶ περ­νῶν­τας τὶς ἡ­μέ­ρες τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς ἔ­χον­τας πάν­το­τε μπρο­στά μας τὴν  με­τρι­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου, θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὰ κω­λύ­μα­τα τῆς σάρ­κας καὶ τοῦ κό­σμου, νὰ ἐ­κτε­λοῦ­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ γί­νου­με μέ­το­χοι τῶν ἐ­πηγ­γελ­μέ­νων ἐ­κεί­νων ἀ­γα­θῶν μὲ την χά­ρι καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ Σω­τῆ­ρα μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­μήν.

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΚΗΤΗΣ (Μέρος πρώτο)



                                          Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ, ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ

 

Στὴν Σκή­τη ἀ­σκή­τευ­σε ὁ θαυ­μά­σιος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­ω­σὴφ ὁ πνευ­μα­τι­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος χει­ρα­γώ­γη­σε τὸν ἅ­γιο Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα Πα­χώ­μιο στὸ μαρ­τύ­ριο. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Προ­κό­πιος. Συ­νερ­γεί­ᾳ τοῦ πο­νη­ροῦ, νέ­ος ὄν­τας στὴν ἡ­λι­κί­α, ἀρ­νή­θη­κε τὸν Χρι­στό. Ὅ­ταν, μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου, συ­νει­δη­ποί­η­σε τὸ τὶ εἶ­χε κά­νει, δι­ψοῦ­σε νὰ μαρ­τυ­ρή­ση καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γῆ ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴν ἄρ­νη­σι ἐ­κεί­νη. Γιὰ τὸν σκο­πὸ αὐ­τὸ ἔρ­χε­ται στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ μά­λι­στα στὴν Νέ­α Σκή­τη, στὸ τα­πει­νὸ ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ Γέ­ρον­τος Ἰ­ω­σήφ. Σ’ αὐ­τὸν ὁ Προ­κό­πιος ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται μὲ τα­πεί­νω­σι καὶ εἰ­λι­κρί­νεια. Ὕστε­ρα ἀ­πὸ τὴν δο­κι­μα­σί­α γί­νε­ται Μο­να­χὸς ἀ­πὸ τὸν Γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ μὲ τὸ ὄ­νο­μα Πα­χώ­μιος. Πα­ρέ­μει­νε στὴν Σκή­τη δώ­δε­κα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὁ πό­θος ὅ­μως τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τέ­φλε­γε τὴν καρ­διά του. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ συμ­βου­λὲς καὶ ἄλ­λων ἐγ­κρί­των πνευ­μα­τι­κῶν τοῦ ἁγ. Ὄ­ρους, ὁ Γέ­ρον­τάς του τὸν ὁ­δη­γεῖ στὸν ἀ­λεί­πτη πολ­λῶν ὁ­σι­ο­μαρ­τύ­ρων, τὸν ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο τὸν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη. Ἔ­χον­τας τὶς εὐ­χὲς ὅ­λων ἀ­να­χω­ρεῖ μα­ζῖ μὲ τὸν Γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σήφ στὴν Σμύρ­νη. ἀ­πὸ ἐ­κεῖ με­τα­βαί­νει στὸ Οὐ­σά­κι.

Πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καὶ μαρ­τυ­ρεῖ «τὴν εὐ­σέ­βειαν ἐ­νώ­πιον πάν­των· «Ἐκ νε­α­ρᾶς ἡ­λι­κί­ας μέ­χρι τῆς ὥ­ρας ταύ­της ὁ­μο­λο­γῶ τὸν Κύ­ριόν μου Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν Θε­ὸν τέ­λει­ον καὶ ἄν­θρω­πον τέ­λει­ον καὶ διά ταύ­την μου τὴν κα­λὴν ὁ­μο­λο­γί­αν ἤ­μουν καὶ εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ ὑ­πο­μέ­νω πᾶ­σαν βά­σα­νον καὶ νὰ δο­κι­μά­σω κά­θε εἶ­δος θα­νά­του». Ἡ ἀ­πό­φα­σις τοῦ δι­κα­στοῦ ἦ­ταν κα­τα­δι­κα­στι­κὴ εἰς τὸν διὰ μαρ­τυ­ρί­ου θά­να­τον, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ἀ­με­τά­πι­στος ὁ μα­κά­ριος στὸ νὰ ἀρ­νη­θῆ τὸν γλυ­κύ­τα­τον Ἰ­η­σοῦν. Ἐν­δυ­να­μού­με­νος μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ μὲ τὶς εὐ­χὲς τοῦ Γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σὴφ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ κον­τὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸ μαρ­τύ­ριο καὶ τὸν ἐν­θάρ­ρυ­νε, διὰ τῆς σφα­γῆς ἔ­λα­βε τὸν­ στέ­φαν­ο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τὰ τὴν 7ην Μα­ΐ­ου, τὴν Πέμ­πτη τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τὸ 1730.

Ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ ἔν­δο­ξο μαρ­τυ­ρι­κό του τέ­λος ὁ ὁ­σι­ώ­τα­τος Ἰ­ω­σήφ, προ­σῆλ­θε καὶ ἀ­φοῦ «ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς εἶ­δεν κεί­με­νον ἐν τῷ τό­πῳ τῆς σφα­γῆς τὸ τρι­σόλ­βιον λεί­ψα­νον τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του υἱ­οῦ καὶ μάρ­τυ­ρος καὶ με­τὰ δα­κρύ­ων συν­τα­ξά­με­νος εἶ­πεν· «Ἔ­χεις, ὅ πά­λαι πο­τὲ ἐ­πό­θης, Πα­χώ­μι­έ μου, πρέ­σβευ­ε ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ πρὸς Κύ­ριον καὶ ὑ­πὲρ πάν­των τῶν ἐ­πι­κα­λου­μέ­νων σε…».

Τὸ τί­μιο λεί­ψα­νό του εἶ­χε με­τα­φερ­θῆ στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου στὴν Πά­τμο.

Τὸ 1953 ὁ Κα­θη­γού­με­νος τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Παύ­λου ἀρ­χι­μα­δρί­της Σε­ρα­φίμ, πα­ρέ­λα­βε μέ­ρος τοῦ τι­μί­ου λει­ψά­νου τοῦ ἀ­γί­ου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος. Τε­μά­χιο ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ ἱ­ε­ρὰ ἡ­μῶν Μο­νὴ πα­ρε­χώ­ρη­σε ὡς εὐ­λο­γί­α καὶ στὸν πρῶ­το τό­πο τῆς με­τα­νοί­ας του, στὴν Σκή­τη, πρὸς εὐ­λο­γί­α καὶ ἁ­για­σμὸ τῶν πα­τέ­ρων καὶ τῶν εὐ­λα­βῶν προ­σκυ­νη­τῶν.

(Προ­σκυνη­τά­ριον ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁγίου Παύ­λου, σελ. 106-109. Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996. Ἁγ. Νι­κο­δή­μου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του, Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀ­θῆ­ναι, 1961, σελ. 115-118).

Πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ θαύ­μα­τα τοῦ ἁ­γί­ου μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ συ­ναν­τή­ση στὸ Προ­σκυ­νη­τά­ριο τῆς Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Παύ­λου, σελ. 106-109, καὶ στὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον», ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀ­θῆ­ναι, 1961, σελ. 115-118

                                                ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

 

Σὲ ὅ­λους ὅ­σους ἔ­χουν γρά­ψει σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ ἀ­να­φέ­ρον­ται μὲ λί­γα λό­για στὴ Νέ­α Σκή­τη ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι γιὰ ἀρ­κε­τὸ δο­ά­στη­μα ἔ­μει­νε ἐ­δῶ καὶ ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος. Δὲν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α γρα­πτὴ μαρ­τυ­ρί­α γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ βα­σι­σθοῦ­με, προ­φο­ρι­κή μό­νον, ὅ­τι στὴν Σκή­τη με­λέ­τη­σε ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος τὰ ἔρ­γα τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου.

                                       ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ

 

Λέ­γε­ται ὅ­τι ἐ­δῶ σὴν Σκή­τη καὶ μά­λι­στα στὴν κα­λύ­βη τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων πρω­το­ῆλ­θε ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Κων­σταν­τῖ­νος (μαρ­τύ­ρη­σε στὶς 2 Ἰ­ου­νί­ου 1819) ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν, ὁ ἐκ Μυ­τι­λή­νης κα­τα­γό­με­νος καὶ εἶ­πε τὸν λο­γι­σμό του στὸν τό­τε Γέ­ρον­τα. Ἴ­σως προ­σῆλ­θε στὴν Νέ­α Σκή­τη, δι­ό­τι ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀρ­κε­τοὶ Πα­τέ­ρες ἦ­ταν Μυ­τι­λη­νιοί. Ὅως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ Νέ­ο Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο «ἀ­νελ­θὼν ὁ νέ­ος ἐν αὐ­τῇ, κα­θή­σας πα­ρά τι­νι ἀ­δελ­φῷ ἕ­ως ἡ­μέ­ρας εἴ­κο­σιν, ἀ­νήγ­γει­λεν αὐ­τῷ τοὺς λο­γι­σμούς του· καὶ ἐ­ξαι­ρέ­τως ὅ­τι ἦ­τον Ἀ­γα­ρη­νὸς καὶ ἐ­πό­θει ἵ­να λά­βῃ τὸ Ἅ­γιον Βά­πτι­σμα» (Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, σελ. 274. Ἐκδ. Ἀ­στέ­ρος, Ἀ­θῆ­ναι, 1961).

Λέ­γε­ται καὶ τὸ ἑ­ξῆς: Ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ ἅ­γιος ἅ­πλω­σε τὴν φα­νέλ­λα του γιὰ νὰ στε­γνώ­ση καὶ κα­τὰ λά­θος τὴν πῆ­ρε καὶ τὴν φό­ρε­σε ὁ Γέ­ρον­τας. Εὐ­ω­δί­α­ζε ἠ φα­νέλ­λα…

                                         ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ

 

Ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τῆς 8ης Ὀκτωμβρίου ὅτι πέρασε ἀπὸ τὴν Σκήτη καὶ ὁ ἐν λόγῳ ἅγιος καὶ φιλοξενήθηκε στὴν καλύβη τοῦ Γέροντος Κοσμᾶ.

                                             ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΓΕΩΡΓΙΑΝΟΣ

 

Ὁ Ὅ­σιος Ἰ­λα­ρί­ων (1776-1864) γεν­νή­θη­κε στὴν Ἰ­με­ρέ­τη τῆς Δυ­τι­κῆς Γε­ωρ­γί­ας. Ἦ­ταν ἔγ­γα­μος ἱ­ε­ρεύς, σύμ­βου­λος τοῦ βα­σι­λέ­ως τῆς Γε­ωρ­γί­ας καὶ πνευ­μα­τι­κὸς τῶν ἀ­να­κτό­ρων τῆς Μό­σχας. Ἐ­πὶ τουρ­κο­κρα­τί­ας ἦλ­θε στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅ­που ἀ­σκή­τε­ψε σὲ δι­ά­φο­ρες Μο­νὲς καὶ Σκῆ­τες ἀλ­λὰ καὶ στὶς βρα­χώ­δεις σπη­λι­ὲς τοῦ Ἄ­θω­να. Γιὰ ἕ­να μι­κρὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα πα­ρέ­μει­νε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη δι­α­κο­νών­τας τοὺς φυ­λα­κι­σμέ­νους τῶν Τούρ­κων μὲ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς του. Τὸ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν του ἀ­γώ­νων ἦ­ταν ὁ αὐ­τό­βου­λος ἐγ­κλει­σμός του ἐ­πὶ τρί­α χρό­νια στὸν Πύρ­γο τῆς Νέ­ας Σκή­της. Ἐ­κοι­μή­θη τὸ 1864 καὶ ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Ἅ­γιος ἀ­πὸ τὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τῆς Γε­ωρ­γί­ας τὸ 2002. Ἡ μνή­μη τοῦ ἑ­ορ­τά­ζε­ται στὶς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου.

Εἰδικὴ ἔκδοσι γιὰ τὸν ὅσιο Ἱλαρίωνα ἔχει κάνει ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης «ἁγ. Ἰω. ὁ Θεολόγος» Παΐσιος Μοναχὸς μὲ τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ», Ἅγιον Ὄρος 2006.

 

Αὐ­τοὶ οἱ λί­γοι εἶ­ναι οἱ γνω­στοὶ Ἅ­γιοι ποὺ πέ­ρα­σαν καὶ ἔ­ζη­σαν στὴν Σκή­τη γιὰ με­γά­λο ἤ μι­κρὸ­ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα.

Πό­σοι εἶ­ναι ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­ζη­σαν στὴν ἀ­φά­νεια καὶ στὴν τα­πεί­νω­σι ὑ­πο­μέ­νον­τας κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ «τῆς συ­νει­δή­σε­ως μαρ­τύ­ριον»!.....

 

                               ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ Ή ΠΕΡΑΣΑΝ   ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

 

Γνω­σ­τὸ εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Νέ­α Σκή­τη λό­γῳ τῆς το­πο­θε­σί­ας καὶ τοῦ εὐ­κρά­του κλί­μα­τός της φι­λο­ξέ­νη­σε ἀρ­κε­τὲς μορ­φὲς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς.

Θὰ πα­ρου­σι­ά­σου­με ὅ­σες μορ­φὲς μπο­ρέ­σα­με νὰ βροῦ­με σὲ δι­ά­φο­ρες ἐκ­δό­σεις καὶ σὲ ὅ,­τι ἀ­κού­σα­με ἀ­πὸ τοὺς πα­λαι­ο­τέ­ρους Πα­τέ­ρες.

 

                                         ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ἐπίσκοπος ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ (1774)

 

Ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κὰ ὁ ἀ­εί­μνη­στος πρώ­ην Λή­μνου Βα­σί­λει­ος Ἀ­τέ­σης στὸ ἔρ­γο του «Ἐ­πι­σκο­πι­κοὶ κα­τά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος….,» σελ. 173·  «Θε­ο­φά­νης πρώ­ην μο­νά­σας με­τὰ τὴν πα­ραί­τη­σίν του εἰς το κελ­λί­ον τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς…. εἰς τὴν Νέ­αν Σκή­την τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, εἰς ἥν ἐ­μό­να­σαν καὶ οἱ Χα­λε­πί­ου Γε­ρά­σι­μος, Σά­μου Θε­ο­δό­σιος, Βησ­σα­ρί­ων (ἐκ Ρα­ψά­νης κα­τα­γό­με­νος) καὶ Καλ­λί­νι­κος ἄ­νευ πα­ρα­θέ­σε­ως τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν τῶν δύ­ο τε­λευ­ταί­ων· ἀ­πέ­θα­νε τὸ 1805». (σ. σ. Καλ­λί­νι­κος· πρό­κει­ται γιὰ τὸν­ Καλ­λί­νι­κο Μο­σχο­νη­σί­ων, ἄν βγά­λου­με τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σι ἑ­νὸς χερ­νι­βό­ξε­στου ποὺ ὑ­πάρ­χει στὴν Σκή­τη μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φή· Καλ­λί­νι­κος Μο­σχο­νη­σί­ων, 1832).

Ἀ­κό­μη ἀ­να­φο­ρὰ κά­νει γιὰ τὸν Θε­ο­φά­νη ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ βι­βλί­ο του «Ὁ­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως», στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι «ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε (ὁ Πα­τριά­ρχης Σω­φρό­νιος) ἀ­πὸ τὸν ἀ­εί­μνη­στο πλέ­ον Θε­ο­φά­νη, ἐ­πί­σκο­πο Λα­κε­δαί­μο­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σκή­τευ­ε στὴ Νέ­α Σκή­τη, πό­τε νὰ κά­νη τὰ μνη­μό­συ­να τοῦ γέ­ρον­τά του ποὺ εἶ­χε κοι­μη­θῆ, τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Χα­τζη Με­λε­τί­ου, τὸ Σάβ­βα­το ἢ τὴν Κυ­ρια­κή, ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὥ­ρι­σε οἱ Σκῆ­τες καὶ τὰ Κελ­λιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν γιὰ τὰ Ἱ­ε­ρὰ Μνη­μό­συ­να τὴν τά­ξι ποὺ ἔ­χουν τὰ Ἱ­ε­ρὰ Μο­να­στή­ρια».

Γιὰ τὸν τρό­πο προ­σε­λεύ­σε­ώς του στὸν Μο­να­χι­σμὸ ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­ξῆς πα­ρά­δο­σις:

Σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα τῆς ἐ­παρ­χί­ας του τέ­λε­σαν ἀ­να­κο­μι­δὴ κοι­μη­θέν­τος πι­στοῦ. Κα­τὰ τὴν ἀ­να­κο­μι­δὴ ἐ­κε­ί­νου τοῦ λει­ψά­νου συ­νέ­βη­κε κά­τι τὸ ἀ­σύ­νη­θες γιὰ ἕ­να πι­στό· δη­λα­δὴ δὲν δι­α­λύ­θη­κε τὸ σῶ­μα, ὡς συ­νή­θως, ἀλ­λὰ πα­ρέ­μει­νε ἐν­τε­λῶς ἀ­κέ­ραι­ο. Τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, δι­ό­τι δεί­χνει ψυ­χὴ ὑ­πε­ύ­θυ­νη κα­τα­δί­κης καὶ χρει­ά­ζε­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ ἐ­πέμ­βα­σις τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τό­τε οἱ συγ­γε­νεῖς τὸν ᾽Ε­πί­σκο­πο Θε­ο­φά­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σῆλ­θε πρό­θυ­μα. ῾Η δι­α­πί­στω­σις τοῦ ᾽Ε­πι­σκό­που γιὰ τὴν ἐ­νο­χὴ τοῦ νε­κροῦ ἦ­το βέ­βαι­η, δι­ό­τι τὸ νε­κρὸ καὶ ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα ἦ­ταν θέ­α­μα φρι­κτὸ καὶ ἀ­πα­ί­σιο. Τότε, σκέ­φθη­κε νὰ προ­σκα­λέ­ση τοὺς συγ­χω­ρια­νοὺς τοῦ νε­κροῦ, γιὰ νὰ τὸν συγ­χω­ρή­σουν, δι­ό­τι αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ὡς ἡ αἰ­τί­α τοῦ δε­σμοῦ αὐ­τοῦ, ἀ­φοῦ θέ­μα πί­στε­ως ἢ ἄλ­λης πα­ρα­βά­σε­ως δὲν ἦ­ταν γνω­στό. ῞Ω­ρι­σε λο­πὸν νὰ πε­ρά­ση τὸ χω­ριὸ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα γιὰ νὰ συγ­χω­ρή­σουν τὸν νε­κρό. ῞Ο­σους ἔρ­χον­ταν, προ­έ­τρε­πε ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος νὰ συγ­χω­ρή­σουν τὸν νε­κρό. Στὴν σει­ρὰ τῶν προ­σερ­χο­μέ­νων πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἕ­νας ἁ­πλὸς στὸν χα­ρα­κτῆ­ρα· στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ ἐ­λε­ει­νὸ πτῶ­μα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ λέ­η μὲ πι­κρί­α. ῎Ε­τσι σοῦ ται­ρι­ά­ζει, νὰ μά­θης ὅ­τι ὑ­πάρ­χει Θε­ὸς καὶ ἀ­πο­δί­νει δι­και­ο­σύ­νη. Ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν ὅ­λη σκη­νή, πλη­σί­α­σε τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ρώ­τη­σε. «Για­τί δὲν συγ­χω­ρεῖς τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ἔ­στω καὶ με­τὰ θά­να­το». Καὶ ὁ ἁ­πλὸς χω­ρι­κὸς τοῦ εἶ­πε: Για­τί, Δέσποτά μου, νὰ μὲ ἀ­δι­κή­ση καὶ ἐ­νῷ τὸν πα­ρα­κά­λε­σα πολ­λὲς φο­ρὲς δὲν μὲ ἄ­κου­σε· Καὶ σὲ τί σὲ ἀ­δί­κη­σε;» ρώ­τη­σε ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος- Νά, μοῦ πῆ­ρε τὸ παγ­κρά­τσι μου (χάλ­κι­νο σκεῦ­ος γι' ἄρ­μεγ­μα τῶν προ­βά­των) καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς τὸν πα­ρα­κά­λε­σα νὰ μοῦ τὸ δώ­ση καὶ ἀρ­νή­θη­κε καὶ ἐ­γὼ εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­νῷ αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν. Τί θέ­λεις τώ­ρα γιὰ νὰ τὸν συγ­χω­ρέ­σης· ρώ­τη­σε ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος. ῍Αν μοῦ δώ­σουν πί­σω τὸ παγ­κρά­τσι μου, τὸν συγ­χω­ρῶ· ἀλ­λι­ῶς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ χω­ρι­κός. Κάλεσαν τό­τε τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ νε­κροῦ καὶ τοὺς πα­ρε­κά­λε­σαν νὰ τὸ δώ­σουν, ἂν ὑ­πάρ­χη.

Πῆ­ραν τό­τε στὸ σπί­τι τὸν χω­ρι­κό, καὶ ἀ­φοῦ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸ δι­κό του σκεῦ­ος, τὸ ἔ­λα­βε καὶ κρα­τών­τας το στὸν ὦ­μο πέ­ρα­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν νε­κρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Τώρα, ὁ Θε­ὸς συγ­χω­ρή­σαι σε. ᾽Α­μέ­σως ἐ­νώ­πιον ὅ­λων ἔ­πε­σε κά­τω τὸ πρὶν ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα καὶ ἔ­γι­νεν ἀ­μέ­σως χῶ­μα καὶ ξε­ρᾶ ὀ­στᾶ!

῞Ο­ταν ἀν­τί­κρυ­σε τὴν εἰ­κό­να αὐ­τὴ ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος ᾽Ε­πί­σκο­πος, τρό­μα­ξε καὶ ἀλ­λοι­ώ­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρος.

᾽Α­φοῦ ­σκέ­φθηκε κα­λὰ τὸ θέ­μα καὶ μὲ πολ­λὴ προ­σο­χή, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ φύ­γη, μι­μο­ύ­με­νος προ­γενε­στέ­ρους ῾Α­γί­ους ᾽Ε­πι­σκό­πους. Ἐγ­κα­τα­λείπει κρυ­φὰ τὴν ἐ­πι­σκο­πή του καὶ φθά­νει στὸν ­φη­μι­σμέ­νο ῎Αθωνα, στὴν ἥ­συ­χη καὶ γρα­φι­κὴ Νέα Σκή­τη. Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­λια­κὲς κα­λύ­βες ἦλ­θε ἄγνωστος ὡς προ­σκυ­νη­τὴς καὶ ­ζή­τη­σε νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ νὰ μο­νά­ση κρύβοντας τὴν τὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή­ν του ἰ­δι­ό­τη­τα καὶ τὴν πα­τρί­δα του· εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἀγράμ­μα­τος χω­ρι­κός, πτω­χὸς καὶ χω­ρὶς συγ­γε­νεῖς καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μο­νά­ση.

᾽Α­φοῦ ἔ­γι­νε δε­κτός, ἔ­δει­ξε θαυ­μά­σια μο­να­χικὴ δι­α­γω­γή. Με­τὰ πά­ρο­δον ὀ­λί­γων ἐ­τῶν ἦλ­θε στὴν Σκή­τη ἕνα ἐμ­πο­ρι­κὸ πλοι­ά­ριο μὲ δι­ά­φο­ρα τρόφι­μα καὶ εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τοὺς πα­τέ­ρες τῆς Σκή­της καὶ ὅποιος εἶ­χε ἀ­νάγ­κη προ­μη­θε­ί­ας ἐμ­πο­ρευ­μά­των κα­τέβαι­νε στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἀ­γό­ρα­ζε. Τότε ἔ­στει­λαν  καὶ τὸν δό­κι­μο Θε­ο­φά­νη οἱ γέ­ρον­τές του, γιὰ νὰ ἀγο­ρά­ση τρό­φι­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως τοῦ πλο­ί­ου ἦταν ἀ­πὸ τὰ μέ­ρη τῆς μη­τρο­πό­λε­ώς του καὶ ἀ­μέ­σως τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Γέροντά του.

Τότε ὁ Γέ­ροντας ἐ­νώ­πιον τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Χρι­στοῦ μας τὸν ἀ­νάγ­κα­σε νὰ ­πῆ τὴν ἀ­λή­θεια. Τότε ὡ­μο­λό­γη­σε ὁ μα­κά­ριος αὐ­τὸς ἐρ­γά­της τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης ὅ­τι ὄν­τως αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος Λα­κε­δαι­μο­νί­ας Θεο­φά­νης.

Μόλις ἔ­μα­θαν οἱ γέ­ρον­τες τῆς Σκή­της τὸ γε­γονὸς ­θα­ύ­μα­σαν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­δρὸς καὶ εὐ­λαβο­ύ­με­νοι τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός του, δὲν ­θέ­λη­σαν νὰ τὸν ἀ­φή­σουν πλέ­ον ὡς ὑ­πο­τα­κτικὸ, ἀλ­λὰ τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ πα­ρα­με­ί­νη ἐ­λε­ύ­θε­ρος στὴν ἀ­σκη­τι­κή του πο­λι­τε­ί­αν. Ὁ μα­κά­ριος αὐ­τὸς τό­τε ­πῆ­ρε τὴν μι­κρὴ κα­λύ­βη τῆς Ζω­ο­δό­χου Πηγῆ­ς τὴν ὁ­πο­ί­α ἀ­νε­κα­ί­νι­σε, καὶ πα­ρέ­μει­νε ἐ­κεῖ ἀ­γωνι­ζό­με­νος τὸν κα­λὸ ἀ­γῶ­να, μέ­χρι τῆς ἐν Κυ­ρί­ῳ κοι­μή­σε­ώς του κα­τὰ τὸ 1805.

 

                                   Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ο ΑΠΟ ΡΑΨΑΝΗΣ

Ὁ ὁ­ποῖ­ος ἄ­φη­σε κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη δό­ξα καὶ τὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα τοῦ μα­ταί­ου τού­του κό­σμου καὶ μὲ εἰ­λι­κρι­νῆ με­τά­νοι­α, μὲ ἐ­πί­γνω­σι καὶ συν­τρι­βὴ τῆς καρ­διᾶς του, ἔ­γι­νε ζων­τα­νὸ πρό­τυ­πο ἀ­ρε­τῆς καὶ πα­ρά­δειγ­μα μι­μή­σε­ως τῆς ἁ­γί­ας ζω­ῆς του ἀ­νά­με­σα στοὺς Πα­τέ­ρες καὶ ἀ­δερ­φοὺς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τῆς Νέ­ας Σκή­της.

Γεν­νή­θη­κε στὴν Ρα­ψά­νη Θεσ­σα­λί­ας τὸ 1738. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Βα­σί­λει­ος. «Ἐ­μα­θή­τευ­σεν κα­τᾶ πρῶ­τον εἰς τὴν Μα­ρουτ­ζαί­αν Σχο­λὴν τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ με­τέ­πει­τα εἰς τὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα Ἀ­κα­δη­μί­αν. Ὑ­πῆρ­ξεν ἐκ τῶν δο­κι­μω­τέ­ρων μα­θη­τῶν τοῦ πε­ρι­φή­μου δι­δα­σά­λου Εὐ­γε­νί­ου Βουλ­γά­ρε­ως». Στὴν Κων­νταν­τι­νού­πο­λι ἦ­ταν δι­δά­σκα­λος τῶν υἱ­ῶν τοῦ με­γά­λου λο­γο­θέ­του Ἀ­λε­ξάν­δρου Μαυ­ρο­κορ­δά­του. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος «ἐ­νε­δύ­θη τὸ μο­να­χι­κὸν σχῆ­μα καὶ ἐ­φη­σύ­χα­σεν μέ­χρι τέ­λους τοῦ βί­ου του ἐν τῇ Νέ­ᾳ Σκή­τῃ». Ὁ Και­σά­ρι­ος Δα­πόν­τε τὸν χαρ­ακ­τη­ρί­ζει ὡς «λο­γι­ώ­τα­τον καὶ φι­λή­συ­χον». Τὸ 1776 με­τέ­βη ὡς ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους στὴν Κωσ­νταν­τι­νού­πο­λι γι­ὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σι τοῦ ζη­τή­μα­τος τῶν κολ­λυ­βά­δων. (Χαριλάου Τζώγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα, σελ. 60-62. Θεσσαλονίκη 1969).

Πε­ρὶ τὸ 1790 ὁ Βησ­σα­ρί­ων ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν ἐ­πί­σκο­πο Πλα­τα­μῶ­νος Δι­ο­νύ­σι­ο «Πε­ρὶ τοῦ πῶς δεῖ ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ειν», στὴν ὁ­ποί­α μὲ πολ­λὲς μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Γρα­φῆς καὶ τῶν Πα­τέ­ρων δι­α­κρί­νον­ται οἱ ἀ­λη­θεῖς ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Θε­οῦ ἀ­πὸ τοὺς νό­θους.

Ἀ­κο­λού­θη­σε τὰ ἴ­χνη τῆς ἀ­κρι­βέ­στε­ρης μο­να­χι­κῆς πο­λι­τε­εί­ας καὶ «μό­νας τὰς Κυ­ρι­α­κὰς καὶ με­γά­λας ἑ­ορ­τὰς ἀ­πήρ­χε­το εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν καὶ συ­να­νε­στρέ­φε­το πρὸς τοὺς θέ­λον­τας ἵ­να λα­λή­σω­σι με­τ’ αὐ­τοῦ, τὰς δὲ λοι­πὰς ἡ­μέ­ρας τῆς ἑ­βδο­μά­δος ἐ­μό­να­ζεν ἐν ἡ­συ­χί­ᾳ»

Ἐ­κτὸς ἀπὸ τὸ ἔργο του Πε­ρὶ Μνη­μο­σύ­νων συ­νέ­γρα­ψε καὶ πε­ρὶ Ὀ­πτα­σι­ῶν

Μα­ζὶ μὲ τὸν Αρ­χι­μα­δρί­τη Θε­ο­δώ­ρη­το τὸν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­ση­μος ἐκ­πρό­σω­πος τῶν ἀν­τι­κολλ­λυ­βά­δων. Ἀ­νε­ψι­ὸς καὶ μα­θη­τής του ἦ­ταν ὁ Ἰ­ά­κω­βος Νε­ο­σκη­τι­ώ­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος δι­έ­σω­σε πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες γι­ὰ τὴν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα τό­τε κα­τά­στα­σι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.

 

                                                        Ο ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

Ἡ ψυ­χή του πό­θη­σε νὰ τε­λει­ώ­ση τὸ δρό­μο τῆς ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς καὶ πο­λι­τεί­ας του, στὸ Ἱ­ε­ρὸ Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας Θε­ο­τό­κου, στὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος. Τὸν ἀ­ξί­ω­σε δὲ ὁ Κύ­ριος της δό­ξης νὰ ἡ­συ­χά­ση γιὰ πολ­λὰ χρό­νια σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­ρη­μι­κὲς ἀ­σκη­τι­κὲς Κα­λύ­βες τῆς Νέ­ας Σκή­της.

 

                                       Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ πολ­λὲς ψυ­χὲς πι­στῶν καὶ εὐ­σε­βῶν χρι­στια­νῶν, μὲ τὸ ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς καὶ πο­λι­τεί­ας του καὶ τὴν θε­ο­φώ­τι­στη δι­δα­σκα­λί­α του, κα­τεύ­θυ­νε στὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ πολ­λὰ χρό­νια ἐρ­γά­στη­κε, σὰν εὐ­λα­βὴς ἱ­ε­ράρ­χης στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου, πρὸς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ἐ­πε­θύ­μη­σε νὰ γευ­θῆ τὸ μέ­λι τῆς ἡ­συ­χί­ας.

Ἔ­τσι ὑ­στέ­ρα ἀ­πὸ θερ­μὴ προ­σευ­χή, ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος τὸν ἀ­ξί­ω­σε μα­κα­ρί­ου καὶ ὀ­σια­κοῦ τέ­λους καὶ νὰ συ­να­ριθ­μη­θῆ μὲ τοὺς ὁ­σί­ους Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες Πα­τέ­ρες, κα­τό­πιν πολ­λῆς δο­κι­μα­σί­ας μὲ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ὑ­πο­μο­νή, σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­ρη­μι­κὲς Κα­λύ­βες τῆς ἱ­ε­ρᾶς ταύ­της Νέ­ας Σκή­της τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου.

Ὁ μα­κα­ρι­στὸς Ἐ­πί­σκο­πος αὐ­τὸς Ἀ­θα­νά­σιος, ἔ­λα­βε μέ­ρος στὸ ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν του ἀ­να­φυ­ὲν ζή­τη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ κα­λὴ θέ­λη­σι ὑ­πο­στή­ρι­ξε καὶ ἔ­δω­σε τὴν κα­λὴ καὶ ψυ­χο­σω­τή­ρια λύ­σι τοῦ προ­βλή­μα­τος.

 

                                                Ο ΑΠΟ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ

Σε­μνο­πρε­πής, τα­πει­νὸς καὶ πο­λὺ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴ χά­ρι τοῦ Θε­οῦ κα­τέ­λυ­σε τὸν βί­ο καὶ πα­ρέ­δω­σε τὴν μα­κα­ρί­α του ψυ­χή, ὅ­πως καὶ οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες, κι αὐ­τὸς στὴν Ἱ­ε­ρὰ Νέ­α Σκή­τη.

 

                                               Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ

 Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀ­νω­τέ­ρω μνη­μο­νευ­θέν­τα πρ. Λή­μνου Βα­σί­λει­ο Ἀ­τέ­ση ἀρ­χι­ε­ρά­τευ­σε στὴν Σά­μο πε­ρὶ τὸ 1836-1840.  Ἀ­πὸ τὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ὴ καὶ δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἁ­γι­ο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων, τῶν λε­γο­μέ­νων «Κολ­λυ­βά­δων» πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθεὶς ἀ­γά­πη­σε τὴν ἡ­συ­χί­α τῆς Μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς.

Τοὺς «Κολ­λυ­βά­δες» γνώ­ρι­σε στὴν ἐ­παρ­χί­α τῆς Μη­τρο­πό­λε­ώς του, ποὺ σὰν ἐ­ξό­ρι­στοι ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος βρί­σκον­ταν στὴν ἱ­ε­ρὰ ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή του. Ἀ­πὸ τὴν δι­δα­χὴ καὶ τὸ τα­πει­νὸ τοῦ φρο­νή­μα­τός τους, πα­ρα­κι­νή­θη­κε νὰ ἔλ­θη κι αὐ­τὸς στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἀ­φοῦ πε­ρι­η­γή­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας, γιὰ μό­νι­μη καὶ σὰν τε­λευ­ταί­α κα­τοι­κί­α του, καὶ ἀνέλαβε ὡς Γέροντας τὴν καλύβη «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», τὸ 1841, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ Ὁμόλογο ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονή.

 

                                               ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ

 

Ἔ­με­νε στὴν κα­λύ­βη «ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ» πε­ρὶ τὸ 1840, ὅ­που εἶ­χε ἀν­τι­γρα­φι­κὸ κέν­τρο, ἔ­με­νε ὅ­μως καὶ σὲ ἄλ­λα μέ­ρη τοῦ Ἁγ. ὄ­ρους.

Στὸν κό­σμο τῶν πα­λαι­ο­γρά­φων καὶ ἐ­ρευ­νη­τῶν εἶ­ναι γνω­στὸς ὡς ἀν­τιγ­φρα­φέ­ας χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων, ἀ­φοῦ μέ­χρι σή­με­ρα ἔ­χουν ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ 70 χει­ρό­γρα­φα ποὺ ἐ­ξῆλ­θαν ἀ­πὸ τὰ χέ­ρι­α του. 

Ἐ­ξε­πόν­ση­ε καὶ με­τα­φρά­σεις ὡ­ρι­σμέ­νων ἔρ­γων στὴν Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆ (Γε­ρον­τι­κό, βί­ος ἁγ. Συ­με­ὼν τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου, κ. ἄ).

Τέ­λος ἂ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ πρω­το­τύ­πων ἔρ­γων (ποι­η­τι­κῶν, ἱ­στο­ρι­κῶν, ἀν­τιρ­ρη­τι­κῶν).

Ἔ­γρα­ψε ἀ­κο­λου­θί­ες, κα­νό­νες, ὕ­μνους, στί­χους, δι­η­γή­σεις, πολ­λα ἀν­τιρ­ρη­τι­κὰ ἔρ­γα κα­τὰ τῶν κολ­λυ­βά­δων.

Ση­μει­ω­τέ­όν ὅ­τι ὁ Ἰ­ά­κω­βος κα­τὰ τὴν σύν­τα­ξι τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν καὶ ἀν­τιρ­ρη­τι­κῶν ἐρ­γων του σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν θεῖ­ο του Ἀρ­χι­μαν­δρί­τη Θε­ο­δώ­ρη­το τὸν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων.

Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸ 1869.

(Δημ. Γό­νη, Ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ριλ­λι­ώ­της. Προ­λε­γό­με­να στὰ  ὑ­μνα­γι­ο­λο­γι­κὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κεί­με­να». Ἐκδ. ΑΡΜΟΣ, Ἀ­θῆ­ναι, 1997, σελ. 92-106).

 

                                            ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ

 

Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γε­ρά­σι­μος γεν­νή­θη­κε τὸ 1763 στὴν Κα­λα­μά­τα ἀ­πὸ ἐ­πι­φα­νεῖς, εὔ­πο­ρους καὶ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς, τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὴν Ἀν­τω­νί­α Πα­πα­δο­πού­λου, καὶ στὴν κο­λυμ­βή­θρα ὀ­νο­μά­σθη­κε Γε­ώρ­γι­ος.

Δι­α­κρί­θη­κε στὰ μα­θή­μα­τα καὶ με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σι τῶν Ἀλ­βα­νῶν ἀ­πὸ τὴν Πε­λο­πόν­νη­σο ( 1781) ἦλ­θε μα­θη­τὴς στὴν πε­ρί­φη­μη σχο­λὴ τῆς Δη­μητ­σά­νας, ὅ­που μα­θή­τευ­σε σὲ κα­λοὺς δι­δα­σκά­λους, ἕ­νας των ὁ­ποί­ων τὸν ἔ­κει­ρε μο­να­χὸ σὲ ἡ­λι­κί­α 24 χρό­νων.

Με­τὰ ἕ­να ἔ­τος, ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα του, μοί­ρα­σε με­γά­λο μέ­ρος τῆς πα­τρι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας στοὺς φτω­χοὺς καὶ κα­τέ­στη­σε μέ­ρος τῆς οἰ­κί­ας τοῦ σχο­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο δί­δα­σκε τὰ παι­δι­ὰ δω­ρε­ὰν τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ μα­θή­μα­τα «συν­δι­δά­σκων ἐν­ταυ­τῷ καὶ τὴν εὐ­σέ­βει­αν καὶ ἀ­ρε­τήν». Πα­ρα­πλεύ­ρως σύ­στη­σε καὶ σχο­λὴ θη­λέ­ων, στὴν ὁ­ποί­α δί­δα­σκε συγ­γε­νής του μο­να­χὴ καὶ τῆς ὁ­ποί­ας σχο­λῆς τὴν ὁ­δη­γί­α εἶ­χε ὁ ἴ­δι­ος ἐ­πὶ 56 ἔ­τη.

Τὸ δι­δα­σκα­λι­κό του ἔρ­γο συν­δύ­α­ζε μὲ τὴ με­λέ­τη τῶν συγ­γραμ­μά­των τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων, τὴ νη­στεί­α, τὴν ἀ­γρυ­πνί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Με­τὰ ἑ­πτα­ε­τί­α ἄ­φη­σε ἄλ­λον στὴν δι­δα­σκα­λι­κή του θέ­σι καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γι­ὰ τὴν πλη­σί­ον της Κα­λα­μά­τας μο­νὴ τοῦ  Προ­φή­του Ἠ­λι­οῦ. Ἐ­δῶ στὴ μο­νὴ χει­ρο­το­νή­θη­κε σὲ ἡ­λι­κί­α 32 ἐ­τῶν ἱ­ε­ρεύς.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πολ­λὲς ἐ­νο­χλή­σεις Τούρ­κων καὶ λη­στῶν ἔρ­χε­ται γι­ὰ με­γα­λύ­τε­ρη ἡ­συ­χί­α στὸ  Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Πα­ρα­μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ Νέ­α Σκή­τη, ὅ­που ἐ­δῶ ἀ­σκη­τεύ­ουν οἱ γνώ­ρι­μοί του καὶ γνω­στοὶ γι­ὰ τὴν ἀ­ρε­τή τους αὐ­τά­δελ­φοι Θε­ο­φά­νης, πρώ­ην μη­τρο­πο­λί­της Λα­κε­δαι­μο­νί­ας καὶ Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­να­χω­ρη­τής, στοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πα­ρα­κα­λεῖ νὰ συγ­κα­τα­ριθ­μη­θῆ στὴ συ­νο­δεί­α τους. Ὁ Θε­ο­φά­νης τέ­λος «ἔ­δω­σε γνώ­μην πρὸς αὐ­τὸν καὶ προ­έ­τρε­ψε νὰ ἐ­πα­νέλ­θη εἰς τὰ ἴ­δι­α, ὅ­που εἶ­ναι συμ­φε­ρώ­τε­ρον δι­ὰ τὴν σω­τη­ρί­αν καὶ ἄλ­λων πολ­λῶν». Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὴν πα­τρί­δα του πέ­ρα­σε καὶ ἀ­πὸ τὸ Κοι­νό­βι­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς Σκι­ά­θου γι­ὰ νὰ συμ­βου­λευ­θῆ τὸν πρώ­ην Ἁ­γι­ο­ρεί­τη «ἐ­π' ἀ­ρε­τῇ θαῦ­μα­ζό­με­νον» Γέ­ρον­τα Νη­φω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­πε ὅ,τι καὶ ὁ Θε­ο­φά­νης.

Μὲ χα­ρὰ τὸν ὑ­πο­δέ­χθη­καν ξα­νὰ στὴν πα­τρί­δα του. Οἱ  συμ­πα­τρι­ῶ­τες τοῦ τώ­ρα ἀ­πέ­κτη­σαν μό­νι­μο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα, προ­στά­τη, κη­δε­μό­να καὶ εὐ­ερ­γέ­τη. Ὅ­λοι τόν σέ­βον­ταν, τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σαν καὶ πολ­λοὶ τὸν λά­τρευ­αν, ἀ­κό­μη καὶ οἱ λη­στὲς καὶ οἱ Τοῦρ­κοι. Ἔρ­γο τοῦ εἶ­ναι καὶ ἡ ἵ­δρυ­σις τῆς  γυ­ναι­κεί­ας μο­νῆς τῶν  Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καὶ  Ἑ­λέ­νης, ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξε ἀ­ξι­ό­λο­γη δρά­σι.

  Ἀ­πτό­η­τος δὲν φο­βή­θη­κε πο­τὲ νὰ ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται παν­τοῦ τα δι­και­ώ­μα­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν καὶ νὰ συ­νη­γο­ρῆ ὑ­πὲρ αὐ­τῶν στὰ τουρ­κι­κὰ δι­κα­στή­ρι­α, δί­χως καμ­μι­ὰ δει­λί­α καὶ φό­βο τῆς ζω­ῆς του. Μὲ τὴ γλυ­κύ­τη­τά του δι­όρ­θω­νε καὶ τὰ σφάλ­μα­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν κι ἔ­σβη­νε τὶς φι­λο­νι­κί­ες.

Ἡ ἐ­πι­δρο­μὴ τῶν Ἀ­ρά­βων τὸν φέρ­νει μὲ τὴ συ­νο­δεί­α του στὴ Ζά­κυν­θο, ὅ­που καὶ «με­γί­στης φή­μης ἔ­λα­βε». Με­τὰ τὴν ἐ­ξά­λει­ψι τοῦ κιν­δύ­νου ἐ­πι­στρέ­φει στὴν Κα­λα­μά­τα. Ἡ φω­τι­ὰ κα­τα­στρέ­φει τὴ μο­νή του καὶ ἡ πί­στις, ἡ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ ἡ ἀ­γά­πη του σύν­το­μα τὴν ἀ­νοι­κο­δο­μεῖ. Με­τὰ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τῆς οἰ­κί­ας καὶ τοῦ σχο­λεί­ου τοῦ πα­ρα­μέ­νει σ’ ἕ­να κελ­λά­κι πα­ρὰ τὸν να­ό, «ὅ­που λει­τουρ­γῶν κα­θ' ἑ­κά­στην καὶ κοι­νω­νῶν τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νους ἐ­δί­δα­σκε καὶ ἐ­πο­δη­γέ­τει εἰς Χρι­στὸν πάν­τας κα­θ' ἑ­κά­στην».

Ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἕ­να συ­νε­χὲς κυ­νη­γη­τό, μὲ ἀ­δι­ά­κο­πες δο­κι­μα­σί­ες. Στὶς δυ­σμὲς τοῦ βί­ου του βλέ­πει τὴ μο­νή του, γι­ὰ τὴν ὁ­ποί­α τό­σο κο­πί­α­σε, νὰ κλεί­νε­ται, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δι­α­τάγ­μα­τα τῶν Βαυ­α­ρῶν πε­ρὶ μει­ώ­σε­ως τῶν μο­νῶν. Ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ δι­α­μαρ­τυ­ρη­θῆ γι­ὰ τὴν ἀ­δι­κί­α καὶ γι­ὰ τὸ θάρ­ρος τοῦ συλ­λαμ­βά­νε­ται κι ἐ­ξο­ρί­ζε­ται στὴ μο­νὴ Βουλ­κά­νου. Μὲ τὴ με­σι­τεί­α τῶν Κουν­τουρ­γι­ω­τῶν στάλ­θη­κε στὴν Ὕ­δρα, ὅ­που καὶ ἐ­κεῖ «με­γί­στης πνευ­μα­τι­κῆς ὠ­φε­λεί­ας ἐ­γέ­νε­το πρό­ξε­νος».

 Με­τὰ καὶ ἀ­πὸ πολ­λὲς ἄλ­λες δο­κι­μα­σί­ες ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν πα­τρί­δα του, γι­ὰ νὰ συ­νε­χί­ση τὸ καρ­πο­φό­ρο ἔρ­γο τῆς παι­δα­γω­γί­ας τῶν ψυ­χῶν. Συ­νά­μα ἀ­δι­ά­κο­πα καὶ θερ­μὰ συ­νέ­χι­ζε τὴν ἄ­σκη­σι τῶν ἀ­γρυ­πνι­ῶν καὶ προ­σευ­χῶν καὶ λει­τουρ­γι­ῶν καὶ δι­δα­χῶν καὶ αὐ­στη­ρο­τά­των νη­στει­ῶν». Ἀλ­λὰ καὶ ἡ γρα­φί­δα του ἔ­δω­σε ψυ­χω­φε­λῆ δι­η­γή­μα­τα καὶ δι­δα­κτι­κὲς ὁ­μι­λί­ες. Ἔτ­σι ἐρ­γα­ζό­με­νο τὸν συ­νάν­τη­σε καὶ ὁ τοῦ αὐ­τοῦ πνεύ­μα­τος με­γά­λος ἐ­κεῖ­νος Κο­σμᾶς Φλα­μι­ά­τος.

   Στὶς 7.7.1844 ἀ­νε­παύ­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ καὶ «τὸ πλῆ­θος ἅ­παν ἤρ­ξα­το συγ­κε­κι­νη­μέ­νον καὶ με­τὰ πολ­λῆς εὐ­λα­βεί­ας συρ­ρέ­ον καὶ ἀ­σπα­ζό­με­νον τὸ πο­λυ­ᾶ­θλον καὶ ἀ­σκη­τι­κὸν αὐ­τοῦ λεί­ψα­νον».

(Μω­υ­σέ­ως Μο­να­χοῦ Μω­υ­σέ­ως Ἁ­γι­ο­ρεί­του,

Ἱ­ε­ρὲς μορ­φὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους,

σέλ. 182-184. Ἐκ­δό­σεις ΤΕΡΤΙΟΣ, 2006.