Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ, ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ
Στὴν Σκήτη ἀσκήτευσε ὁ θαυμάσιος
Ἱερομόναχος Ἰωσὴφ ὁ πνευματικός, ὁ ὁποῖος χειραγώγησε
τὸν ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Παχώμιο στὸ μαρτύριο. Τὸ κοσμικό του
ὄνομα ἦταν Προκόπιος. Συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ, νέος ὄντας στὴν
ἡλικία, ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὅταν, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου,
συνειδηποίησε τὸ τὶ εἶχε κάνει, διψοῦσε νὰ μαρτυρήση καὶ νὰ
ἀπαλλαγῆ ἔτσι ἀπὸ τὴν ἄρνησι ἐκείνη. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ
ἔρχεται στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μάλιστα στὴν Νέα Σκήτη, στὸ ταπεινὸ
ἀσκητήριο τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Σ’ αὐτὸν ὁ Προκόπιος
ἐξομολογεῖται μὲ ταπείνωσι καὶ εἰλικρίνεια. Ὕστερα ἀπὸ τὴν
δοκιμασία γίνεται Μοναχὸς ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰωσὴφ μὲ τὸ
ὄνομα Παχώμιος. Παρέμεινε στὴν Σκήτη δώδεκα ὁλόκληρα
χρόνια. Ὁ πόθος ὅμως τοῦ μαρτυρίου κατέφλεγε τὴν καρδιά του.
Ὕστερα ἀπὸ συμβουλὲς καὶ ἄλλων ἐγκρίτων πνευματικῶν τοῦ ἁγ.
Ὄρους, ὁ Γέροντάς του τὸν ὁδηγεῖ στὸν ἀλείπτη πολλῶν
ὁσιομαρτύρων, τὸν ὅσιο Ἀκάκιο τὸν Καυσοκαλυβίτη. Ἔχοντας
τὶς εὐχὲς ὅλων ἀναχωρεῖ μαζῖ μὲ τὸν Γέροντά του Ἰωσήφ στὴν
Σμύρνη. ἀπὸ ἐκεῖ μεταβαίνει στὸ Οὐσάκι.
Παρουσιάζεται καὶ μαρτυρεῖ «τὴν
εὐσέβειαν ἐνώπιον πάντων· «Ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας μέχρι τῆς ὥρας
ταύτης ὁμολογῶ τὸν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν Θεὸν τέλειον
καὶ ἄνθρωπον τέλειον καὶ διά ταύτην μου τὴν καλὴν ὁμολογίαν
ἤμουν καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομένω πᾶσαν βάσανον καὶ νὰ
δοκιμάσω κάθε εἶδος θανάτου». Ἡ ἀπόφασις τοῦ δικαστοῦ
ἦταν καταδικαστικὴ εἰς τὸν διὰ μαρτυρίου θάνατον, ἀφοῦ
ἦταν ἀμετάπιστος ὁ μακάριος στὸ νὰ ἀρνηθῆ τὸν γλυκύτατον
Ἰησοῦν. Ἐνδυναμούμενος μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ
Γέροντά του Ἰωσὴφ τοῦ πνευματικοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ κοντὰ
παρακολουθοῦσε τὸ μαρτύριο καὶ τὸν ἐνθάρρυνε, διὰ τῆς σφαγῆς
ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου κατὰ τὴν 7ην Μαΐου, τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως τὸ 1730.
Ἀμέσως μετὰ τὸ ἔνδοξο μαρτυρικό του τέλος ὁ ὁσιώτατος Ἰωσήφ, προσῆλθε καὶ ἀφοῦ «ὀφθαλμοφανῶς
εἶδεν κείμενον ἐν τῷ τόπῳ τῆς σφαγῆς τὸ τρισόλβιον λείψανον
τοῦ πνευματικοῦ του υἱοῦ καὶ μάρτυρος καὶ μετὰ δακρύων
συνταξάμενος εἶπεν· «Ἔχεις, ὅ πάλαι ποτὲ ἐπόθης, Παχώμιέ
μου, πρέσβευε ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς Κύριον καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν
ἐπικαλουμένων σε…».
Τὸ τίμιο λείψανό του εἶχε μεταφερθῆ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴν Πάτμο.
Τὸ 1953 ὁ Καθηγούμενος τῆς ἱερᾶς
Μονῆς τοῦ ἁγίου Παύλου ἀρχιμαδρίτης Σεραφίμ, παρέλαβε
μέρος τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ ἀγίου ὁσιομάρτυρος. Τεμάχιο
ἀπὸ αὐτὸ ἡ ἱερὰ ἡμῶν Μονὴ παρεχώρησε ὡς εὐλογία καὶ στὸν
πρῶτο τόπο τῆς μετανοίας του, στὴν Σκήτη, πρὸς εὐλογία καὶ
ἁγιασμὸ τῶν πατέρων καὶ τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν.
(Προσκυνητάριον ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου
Παύλου, σελ. 106-109. Ἅγιον Ὄρος 1996. Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ
ἁγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι, 1961,
σελ. 115-118).
Περισσότερες πληροφορίες καὶ
θαύματα τοῦ ἁγίου μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντήση στὸ
Προσκυνητάριο τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, σελ. 106-109, καὶ στὸ ἔργο
τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον»,
ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι, 1961, σελ. 115-118
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν γράψει
σχετικὰ μὲ τὸ ἅγιον Ὄρος καὶ ἀναφέρονται μὲ λίγα λόγια στὴ
Νέα Σκήτη ἀναφέρεται ὅτι γιὰ ἀρκετὸ δοάστημα ἔμεινε ἐδῶ
καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος. Δὲν ὑπάρχει κάποια γραπτὴ μαρτυρία
γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ βασισθοῦμε, προφορική μόνον, ὅτι στὴν
Σκήτη μελέτησε ὁ ἅγιος Νικόδημος τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου.
ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ
Λέγεται ὅτι ἐδῶ σὴν Σκήτη καὶ
μάλιστα στὴν καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων πρωτοῆλθε ὁ Νεομάρτυς
Κωνσταντῖνος (μαρτύρησε στὶς 2 Ἰουνίου 1819) ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν, ὁ
ἐκ Μυτιλήνης καταγόμενος καὶ εἶπε τὸν λογισμό του στὸν τότε
Γέροντα. Ἴσως προσῆλθε στὴν Νέα Σκήτη, διότι ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον ἀρκετοὶ Πατέρες ἦταν Μυτιληνιοί. Ὅως ἀναφέρει ὁ
ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ Νέο Μαρτυρολόγιο «ἀνελθὼν
ὁ νέος ἐν αὐτῇ, καθήσας παρά τινι ἀδελφῷ ἕως ἡμέρας
εἴκοσιν, ἀνήγγειλεν αὐτῷ τοὺς λογισμούς του· καὶ ἐξαιρέτως
ὅτι ἦτον Ἀγαρηνὸς καὶ ἐπόθει ἵνα λάβῃ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα» (Νέον Μαρτυρολόγιον, σελ. 274. Ἐκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι, 1961).
Λέγεται καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν ἦλθε ὁ
ἅγιος ἅπλωσε τὴν φανέλλα του γιὰ νὰ στεγνώση καὶ κατὰ λάθος τὴν
πῆρε καὶ τὴν φόρεσε ὁ Γέροντας. Εὐωδίαζε ἠ φανέλλα…
ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ
Ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τῆς 8ης Ὀκτωμβρίου ὅτι πέρασε ἀπὸ τὴν Σκήτη καὶ ὁ ἐν λόγῳ ἅγιος καὶ φιλοξενήθηκε στὴν καλύβη τοῦ Γέροντος Κοσμᾶ.
ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΓΕΩΡΓΙΑΝΟΣ
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων (1776-1864)
γεννήθηκε στὴν Ἰμερέτη τῆς Δυτικῆς Γεωργίας. Ἦταν ἔγγαμος
ἱερεύς, σύμβουλος τοῦ βασιλέως τῆς Γεωργίας καὶ πνευματικὸς
τῶν ἀνακτόρων τῆς Μόσχας. Ἐπὶ τουρκοκρατίας ἦλθε στὸ Ἅγιον
Ὄρος ὅπου ἀσκήτεψε σὲ διάφορες Μονὲς καὶ Σκῆτες ἀλλὰ καὶ στὶς
βραχώδεις σπηλιὲς τοῦ Ἄθωνα. Γιὰ ἕνα μικρὸ χρονικὸ
διάστημα παρέμεινε στὴ Θεσσαλονίκη διακονώντας τοὺς
φυλακισμένους τῶν Τούρκων μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Τὸ
ἀποκορύφωμα τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων ἦταν ὁ αὐτόβουλος
ἐγκλεισμός του ἐπὶ τρία χρόνια στὸν Πύργο τῆς Νέας Σκήτης.
Ἐκοιμήθη τὸ 1864 καὶ ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο
τῆς Γεωργίας τὸ 2002. Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 14
Φεβρουαρίου.
Εἰδικὴ ἔκδοσι γιὰ τὸν ὅσιο Ἱλαρίωνα ἔχει
κάνει ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης «ἁγ. Ἰω. ὁ Θεολόγος» Παΐσιος Μοναχὸς μὲ
τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ», Ἅγιον Ὄρος 2006.
Αὐτοὶ οἱ λίγοι εἶναι οἱ γνωστοὶ Ἅγιοι ποὺ πέρασαν καὶ ἔζησαν στὴν Σκήτη γιὰ μεγάλο ἤ μικρὸ χρονικὸ διάστημα.
Πόσοι εἶναι ὅμως ἐκεῖνοι ποὺ
ἔζησαν στὴν ἀφάνεια καὶ στὴν ταπείνωσι ὑπομένοντας
καθημερινὰ τὸ «τῆς συνειδήσεως μαρτύριον»!.....
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ Ή ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ
Γνωστὸ εἶναι ὅτι ἡ Νέα Σκήτη λόγῳ
τῆς τοποθεσίας καὶ τοῦ εὐκράτου κλίματός της φιλοξένησε
ἀρκετὲς μορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Θὰ παρουσιάσουμε ὅσες μορφὲς
μπορέσαμε νὰ βροῦμε σὲ διάφορες ἐκδόσεις καὶ σὲ ὅ,τι
ἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους Πατέρες.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ἐπίσκοπος ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ (1774)
Ἀναφέρει σχετικὰ ὁ ἀείμνηστος
πρώην Λήμνου Βασίλειος Ἀτέσης στὸ ἔργο του «Ἐπισκοπικοὶ
κατάλογοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος….,» σελ. 173· «Θεοφάνης
πρώην μονάσας μετὰ τὴν παραίτησίν του εἰς το κελλίον τῆς
Ζωοδόχου Πηγῆς…. εἰς τὴν Νέαν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ
Ἁγίου Ὄρους, εἰς ἥν ἐμόνασαν καὶ οἱ Χαλεπίου Γεράσιμος,
Σάμου Θεοδόσιος, Βησσαρίων (ἐκ Ραψάνης καταγόμενος) καὶ
Καλλίνικος ἄνευ παραθέσεως τῶν ἐπαρχιῶν τῶν δύο
τελευταίων· ἀπέθανε τὸ 1805». (σ. σ. Καλλίνικος· πρόκειται
γιὰ τὸν Καλλίνικο Μοσχονησίων, ἄν βγάλουμε τὸ συμπέρασμα
ἀπὸ τὴν ἀφιέρωσι ἑνὸς χερνιβόξεστου ποὺ ὑπάρχει στὴν Σκήτη
μὲ τὴν ἐπιγραφή· Καλλίνικος Μοσχονησίων, 1832).
Ἀκόμη ἀναφορὰ κάνει γιὰ τὸν
Θεοφάνη ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ βιβλίο του
«Ὁμολογία Πίστεως», στὴν ὁποία ἀναφέρει ὅτι «ὅταν
ρωτήθηκε (ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος) ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο πλέον
Θεοφάνη, ἐπίσκοπο Λακεδαίμονος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε στὴ
Νέα Σκήτη, πότε νὰ κάνη τὰ μνημόσυνα τοῦ γέροντά του ποὺ εἶχε
κοιμηθῆ, τοῦ ἀείμνηστου Χατζη Μελετίου, τὸ Σάββατο ἢ τὴν
Κυριακή, ἀπάντησε ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ἡ Ἐκκλησία ὥρισε οἱ
Σκῆτες καὶ τὰ Κελλιὰ νὰ ἀκολουθοῦν γιὰ τὰ Ἱερὰ Μνημόσυνα τὴν
τάξι ποὺ ἔχουν τὰ Ἱερὰ Μοναστήρια».
Γιὰ τὸν τρόπο προσελεύσεώς του στὸν Μοναχισμὸ ὑπάρχει ἡ ἐξῆς παράδοσις:
Σὲ μία κοινότητα τῆς ἐπαρχίας του
τέλεσαν ἀνακομιδὴ κοιμηθέντος πιστοῦ. Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ
ἐκείνου τοῦ λειψάνου συνέβηκε κάτι τὸ ἀσύνηθες γιὰ ἕνα
πιστό· δηλαδὴ δὲν διαλύθηκε τὸ σῶμα, ὡς συνήθως, ἀλλὰ
παρέμεινε ἐντελῶς ἀκέραιο. Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι
ἀνησυχητικό, διότι δείχνει ψυχὴ ὑπεύθυνη καταδίκης καὶ
χρειάζεται ὁπωσδήποτε ἡ ἐπέμβασις τῆς ᾽Εκκλησίας.
Εἰδοποίησαν τότε οἱ συγγενεῖς τὸν ᾽Επίσκοπο Θεοφάνη, ὁ
ὁποῖος προσῆλθε πρόθυμα. ῾Η διαπίστωσις τοῦ ᾽Επισκόπου γιὰ
τὴν ἐνοχὴ τοῦ νεκροῦ ἦτο βέβαιη, διότι τὸ νεκρὸ καὶ
ἀδιάλυτο σῶμα ἦταν θέαμα φρικτὸ καὶ ἀπαίσιο. Τότε,
σκέφθηκε νὰ προσκαλέση τοὺς συγχωριανοὺς τοῦ νεκροῦ, γιὰ νὰ τὸν
συγχωρήσουν, διότι αὐτὸ φαινόταν ὡς ἡ αἰτία τοῦ δεσμοῦ
αὐτοῦ, ἀφοῦ θέμα πίστεως ἢ ἄλλης παραβάσεως δὲν ἦταν γνωστό.
῞Ωρισε λοπὸν νὰ περάση τὸ χωριὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἀδιάλυτο
σῶμα γιὰ νὰ συγχωρήσουν τὸν νεκρό. ῞Οσους ἔρχονταν, προέτρεπε
ὁ Σεβασμιώτατος νὰ συγχωρήσουν τὸν νεκρό. Στὴν σειρὰ τῶν
προσερχομένων παρουσιάσθηκε ἕνας ἁπλὸς στὸν χαρακτῆρα·
σταμάτησε μπροστὰ στὸ ἐλεεινὸ πτῶμα καὶ ἄρχισε νὰ λέη μὲ
πικρία. ῎Ετσι σοῦ ταιριάζει, νὰ μάθης ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ
ἀποδίνει δικαιοσύνη. Ὁ ᾽Επίσκοπος, ὁ ὁποῖος
παρακολουθοῦσε τὴν ὅλη σκηνή, πλησίασε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν
ρώτησε. «Γιατί δὲν συγχωρεῖς τὸν συνάνθρωπό σου, ἔστω καὶ μετὰ
θάνατο». Καὶ ὁ ἁπλὸς χωρικὸς τοῦ εἶπε: Γιατί, Δέσποτά μου, νὰ μὲ
ἀδικήση καὶ ἐνῷ τὸν παρακάλεσα πολλὲς φορὲς δὲν μὲ ἄκουσε·
Καὶ σὲ τί σὲ ἀδίκησε;» ρώτησε ὁ ᾽Επίσκοπος- Νά, μοῦ πῆρε τὸ
παγκράτσι μου (χάλκινο σκεῦος γι' ἄρμεγμα τῶν προβάτων) καὶ
πολλὲς φορὲς τὸν παρακάλεσα νὰ μοῦ τὸ δώση καὶ ἀρνήθηκε καὶ
ἐγὼ εἶμαι φτωχός, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἦταν. Τί θέλεις τώρα γιὰ νὰ τὸν
συγχωρέσης· ρώτησε ὁ ᾽Επίσκοπος. ῍Αν μοῦ δώσουν πίσω τὸ
παγκράτσι μου, τὸν συγχωρῶ· ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατο,
ἀποκρίθηκε ὁ χωρικός. Κάλεσαν τότε τὴν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ
καὶ τοὺς παρεκάλεσαν νὰ τὸ δώσουν, ἂν ὑπάρχη.
Πῆραν τότε στὸ σπίτι τὸν χωρικό,
καὶ ἀφοῦ ἀναγνώρισε τὸ δικό του σκεῦος, τὸ ἔλαβε καὶ
κρατώντας το στὸν ὦμο πέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὸν νεκρὸ καὶ τοῦ
εἶπε: Τώρα, ὁ Θεὸς συγχωρήσαι σε. ᾽Αμέσως ἐνώπιον ὅλων ἔπεσε
κάτω τὸ πρὶν ἀδιάλυτο σῶμα καὶ ἔγινεν ἀμέσως χῶμα καὶ ξερᾶ
ὀστᾶ!
῞Οταν ἀντίκρυσε τὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ εὐλαβέστατος ᾽Επίσκοπος, τρόμαξε καὶ ἀλλοιώθηκε ὁλόκληρος.
᾽Αφοῦ σκέφθηκε καλὰ τὸ θέμα καὶ μὲ
πολλὴ προσοχή, ἀποφάσισε νὰ φύγη, μιμούμενος
προγενεστέρους ῾Αγίους ᾽Επισκόπους. Ἐγκαταλείπει κρυφὰ τὴν
ἐπισκοπή του καὶ φθάνει στὸν φημισμένο ῎Αθωνα, στὴν ἥσυχη καὶ
γραφικὴ Νέα Σκήτη. Σὲ μία ἀπὸ τὶς παραλιακὲς καλύβες ἦλθε
ἄγνωστος ὡς προσκυνητὴς καὶ ζήτησε νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ νὰ
μονάση κρύβοντας τὴν τὴν ἀρχιερατικήν του ἰδιότητα καὶ τὴν
πατρίδα του· εἶπε ὅτι ἦταν ἀγράμματος χωρικός, πτωχὸς καὶ
χωρὶς συγγενεῖς καὶ ἀποφάσισε νὰ μονάση.
᾽Αφοῦ ἔγινε δεκτός, ἔδειξε
θαυμάσια μοναχικὴ διαγωγή. Μετὰ πάροδον ὀλίγων ἐτῶν ἦλθε
στὴν Σκήτη ἕνα ἐμπορικὸ πλοιάριο μὲ διάφορα τρόφιμα καὶ
εἰδοποίησαν τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης καὶ ὅποιος εἶχε ἀνάγκη
προμηθείας ἐμπορευμάτων κατέβαινε στὴν παραλία καὶ
ἀγόραζε. Τότε ἔστειλαν καὶ τὸν δόκιμο Θεοφάνη οἱ γέροντές
του, γιὰ νὰ ἀγοράση τρόφιμα. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως τοῦ πλοίου ἦταν
ἀπὸ τὰ μέρη τῆς μητροπόλεώς του καὶ ἀμέσως τὸν ἀνεγνώρισαν
καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Γέροντά του.
Τότε ὁ Γέροντας ἐνώπιον τῆς εἰκόνος
τοῦ Χριστοῦ μας τὸν ἀνάγκασε νὰ πῆ τὴν ἀλήθεια. Τότε
ὡμολόγησε ὁ μακάριος αὐτὸς ἐργάτης τῆς ταπεινοφροσύνης
ὅτι ὄντως αὐτὸς εἶναι ὁ ᾽Επίσκοπος Λακεδαιμονίας Θεοφάνης.
Μόλις ἔμαθαν οἱ γέροντες τῆς Σκήτης
τὸ γεγονὸς θαύμασαν τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρὸς καὶ
εὐλαβούμενοι τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ὕψος τοῦ ἀξιώματός του, δὲν
θέλησαν νὰ τὸν ἀφήσουν πλέον ὡς ὑποτακτικὸ, ἀλλὰ τοῦ ἐπέτρεψαν
νὰ παραμείνη ἐλεύθερος στὴν ἀσκητική του πολιτείαν. Ὁ
μακάριος αὐτὸς τότε πῆρε τὴν μικρὴ καλύβη τῆς Ζωοδόχου
Πηγῆς τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, καὶ παρέμεινε ἐκεῖ
ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸ ἀγῶνα, μέχρι τῆς ἐν Κυρίῳ κοιμήσεώς
του κατὰ τὸ 1805.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ο ΑΠΟ ΡΑΨΑΝΗΣ
Ὁ ὁποῖος ἄφησε κάθε ἀνθρώπινη
δόξα καὶ τὰ ἀξιώματα τοῦ ματαίου τούτου κόσμου καὶ μὲ
εἰλικρινῆ μετάνοια, μὲ ἐπίγνωσι καὶ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς
του, ἔγινε ζωντανὸ πρότυπο ἀρετῆς καὶ παράδειγμα μιμήσεως
τῆς ἁγίας ζωῆς του ἀνάμεσα στοὺς Πατέρες καὶ ἀδερφοὺς τῆς
Ἱερᾶς αὐτῆς Νέας Σκήτης.
Γεννήθηκε στὴν Ραψάνη Θεσσαλίας
τὸ 1738. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος. «Ἐμαθήτευσεν
κατᾶ πρῶτον εἰς τὴν Μαρουτζαίαν Σχολὴν τῶν Ἰωαννίνων καὶ
μετέπειτα εἰς τὴν Ἀθωνιάδα Ἀκαδημίαν. Ὑπῆρξεν ἐκ τῶν
δοκιμωτέρων μαθητῶν τοῦ περιφήμου διδασάλου Εὐγενίου
Βουλγάρεως». Στὴν Κωννταντινούπολι ἦταν διδάσκαλος τῶν υἱῶν
τοῦ μεγάλου λογοθέτου Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.
Ἐπιστρέφοντας στὸ Ἅγιον Ὄρος «ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν σχῆμα
καὶ ἐφησύχασεν μέχρι τέλους τοῦ βίου του ἐν τῇ Νέᾳ Σκήτῃ». Ὁ
Καισάριος Δαπόντε τὸν χαρακτηρίζει ὡς «λογιώτατον καὶ
φιλήσυχον». Τὸ 1776 μετέβη ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Ἁγίου Ὄρους
στὴν Κωσνταντινούπολι γιὰ τὴν ἐπίλυσι τοῦ ζητήματος τῶν
κολλυβάδων. (Χαριλάου Τζώγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ
τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα, σελ. 60-62. Θεσσαλονίκη 1969).
Περὶ τὸ 1790 ὁ Βησσαρίων ἔγραψε
ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Πλαταμῶνος Διονύσιο «Περὶ τοῦ
πῶς δεῖ ἀρχιερατεύειν», στὴν ὁποία μὲ πολλὲς μαρτυρίες τῆς
Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων διακρίνονται οἱ ἀληθεῖς ἱερεῖς τοῦ
Θεοῦ ἀπὸ τοὺς νόθους.
Ἀκολούθησε τὰ ἴχνη τῆς
ἀκριβέστερης μοναχικῆς πολιτεείας καὶ «μόνας τὰς Κυριακὰς
καὶ μεγάλας ἑορτὰς ἀπήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ
συνανεστρέφετο πρὸς τοὺς θέλοντας ἵνα λαλήσωσι μετ’ αὐτοῦ,
τὰς δὲ λοιπὰς ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἐμόναζεν ἐν ἡσυχίᾳ»
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἔργο του Περὶ Μνημοσύνων συνέγραψε καὶ περὶ Ὀπτασιῶν
Μαζὶ μὲ τὸν Αρχιμαδρίτη
Θεοδώρητο τὸν ἐξ Ἰωαννίνων, ἦταν ὁ ἐπίσημος ἐκπρόσωπος
τῶν ἀντικολλλυβάδων. Ἀνεψιὸς καὶ μαθητής του ἦταν ὁ
Ἰάκωβος Νεοσκητιώτης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ
Βησσαρίωνος διέσωσε πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν
ἐπικρατοῦσα τότε κατάστασι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ο ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ
Ἡ ψυχή του πόθησε νὰ τελειώση τὸ
δρόμο τῆς ἐνάρετης ζωῆς καὶ πολιτείας του, στὸ Ἱερὸ
Περιβόλι τῆς Παναγίας Θεοτόκου, στὸ Ἅγιον Ὅρος. Τὸν ἀξίωσε
δὲ ὁ Κύριος της δόξης νὰ ἡσυχάση γιὰ πολλὰ χρόνια σὲ μιὰ ἀπὸ
τὶς ἐρημικὲς ἀσκητικὲς Καλύβες τῆς Νέας Σκήτης.
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
Ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πολλὲς ψυχὲς πιστῶν
καὶ εὐσεβῶν χριστιανῶν, μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἐνάρετης ζωῆς
καὶ πολιτείας του καὶ τὴν θεοφώτιστη διδασκαλία του,
κατεύθυνε στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ πολλὰ χρόνια ἐργάστηκε,
σὰν εὐλαβὴς ἱεράρχης στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, πρὸς τὸ τέλος
τῆς ζωῆς του, ἐπεθύμησε νὰ γευθῆ τὸ μέλι τῆς ἡσυχίας.
Ἔτσι ὑστέρα ἀπὸ θερμὴ προσευχή, ἡ
Κυρία Θεοτόκος τὸν ἀξίωσε μακαρίου καὶ ὀσιακοῦ τέλους καὶ
νὰ συναριθμηθῆ μὲ τοὺς ὁσίους Ἁγιορεῖτες Πατέρες, κατόπιν
πολλῆς δοκιμασίας μὲ ἀνεξάντλητη ὑπομονή, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς
ἐρημικὲς Καλύβες τῆς ἱερᾶς ταύτης Νέας Σκήτης τοῦ Ἁγίου
Παύλου.
Ὁ μακαριστὸς Ἐπίσκοπος αὐτὸς
Ἀθανάσιος, ἔλαβε μέρος στὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἀναφυὲν
ζήτημα τῶν Κολλυβάδων, ὁ ὁποῖος μὲ καλὴ θέλησι ὑποστήριξε
καὶ ἔδωσε τὴν καλὴ καὶ ψυχοσωτήρια λύσι τοῦ προβλήματος.
Ο ΑΠΟ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ
Σεμνοπρεπής, ταπεινὸς καὶ πολὺ
ἐνάρετος ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ κατέλυσε
τὸν βίο καὶ παρέδωσε τὴν μακαρία του ψυχή, ὅπως καὶ οἱ
προαναφερθέντες, κι αὐτὸς στὴν Ἱερὰ Νέα Σκήτη.
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ
Σύμφωνα μὲ τὸν ἀνωτέρω
μνημονευθέντα πρ. Λήμνου Βασίλειο Ἀτέση ἀρχιεράτευσε στὴν
Σάμο περὶ τὸ 1836-1840. Ἀπὸ τὴν ἐνάρετη ζωὴ καὶ διδασκαλία
τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων, τῶν λεγομένων «Κολλυβάδων»
παραδειγματισθεὶς ἀγάπησε τὴν ἡσυχία τῆς Μοναχικῆς ζωῆς.
Τοὺς «Κολλυβάδες» γνώρισε στὴν
ἐπαρχία τῆς Μητροπόλεώς του, ποὺ σὰν ἐξόριστοι ἀπὸ τὸ Ἅγιον
Ὄρος βρίσκονταν στὴν ἱερὰ ἀρχιεπισκοπή του. Ἀπὸ τὴν διδαχὴ
καὶ τὸ ταπεινὸ τοῦ φρονήματός τους, παρακινήθηκε νὰ ἔλθη κι
αὐτὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἀφοῦ περιηγήθηκε ὁλόκληρο τὸ
Περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ μόνιμη καὶ σὰν τελευταία
κατοικία του, καὶ ἀνέλαβε ὡς Γέροντας τὴν καλύβη «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ
ΘΕΟΤΟΚΟΥ», τὸ 1841, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ Ὁμόλογο ποὺ βρίσκεται στὴν
Ἱερὰ Μονή.
ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ
Ἔμενε στὴν καλύβη «ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ
ΣΩΤΗΡΟΣ» περὶ τὸ 1840, ὅπου εἶχε ἀντιγραφικὸ κέντρο, ἔμενε
ὅμως καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ Ἁγ. ὄρους.
Στὸν κόσμο τῶν παλαιογράφων καὶ
ἐρευνητῶν εἶναι γνωστὸς ὡς ἀντιγφραφέας χειρογράφων
κωδίκων, ἀφοῦ μέχρι σήμερα ἔχουν ἐπισημανθεῖ πάνω ἀπὸ 70
χειρόγραφα ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὰ χέρια του.
Ἐξεπόνσηε καὶ μεταφράσεις
ὡρισμένων ἔργων στὴν Νεοελληνικῆ (Γεροντικό, βίος ἁγ.
Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, κ. ἄ).
Τέλος ἂσχολήθηκε μὲ τὴν συγγραφὴ πρωτοτύπων ἔργων (ποιητικῶν, ἱστορικῶν, ἀντιρρητικῶν).
Ἔγραψε ἀκολουθίες, κανόνες, ὕμνους, στίχους, διηγήσεις, πολλα ἀντιρρητικὰ ἔργα κατὰ τῶν κολλυβάδων.
Σημειωτέόν ὅτι ὁ Ἰάκωβος κατὰ
τὴν σύνταξι τῶν ἱστορικῶν καὶ ἀντιρρητικῶν ἐργων του σὲ
μεγάλο βαθμὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἀρχιμανδρίτη
Θεοδώρητο τὸν ἐξ Ἰωαννίνων.
Ἀπεβίωσε τὸ 1869.
(Δημ. Γόνη, Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ
Ριλλιώτης. Προλεγόμενα στὰ ὑμναγιολογικὰ ἑλληνικὰ
κείμενα». Ἐκδ. ΑΡΜΟΣ, Ἀθῆναι, 1997, σελ. 92-106).
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ
Ὁ ἱερομόναχος Γεράσιμος
γεννήθηκε τὸ 1763 στὴν Καλαμάτα ἀπὸ ἐπιφανεῖς, εὔπορους καὶ
εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀντωνία Παπαδοπούλου,
καὶ στὴν κολυμβήθρα ὀνομάσθηκε Γεώργιος.
Διακρίθηκε στὰ μαθήματα καὶ μετὰ
τὴν ἀναχώρησι τῶν Ἀλβανῶν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ( 1781) ἦλθε
μαθητὴς στὴν περίφημη σχολὴ τῆς Δημητσάνας, ὅπου μαθήτευσε
σὲ καλοὺς διδασκάλους, ἕνας των ὁποίων τὸν ἔκειρε μοναχὸ σὲ
ἡλικία 24 χρόνων.
Μετὰ ἕνα ἔτος, ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ
πατέρα του, μοίρασε μεγάλο μέρος τῆς πατρικῆς περιουσίας
στοὺς φτωχοὺς καὶ κατέστησε μέρος τῆς οἰκίας τοῦ σχολεῖο, στὸ
ὁποῖο δίδασκε τὰ παιδιὰ δωρεὰν τὰ ἑλληνικὰ μαθήματα
«συνδιδάσκων ἐνταυτῷ καὶ τὴν εὐσέβειαν καὶ ἀρετήν».
Παραπλεύρως σύστησε καὶ σχολὴ θηλέων, στὴν ὁποία δίδασκε
συγγενής του μοναχὴ καὶ τῆς ὁποίας σχολῆς τὴν ὁδηγία εἶχε ὁ
ἴδιος ἐπὶ 56 ἔτη.
Τὸ διδασκαλικό του ἔργο συνδύαζε
μὲ τὴ μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων, τὴ νηστεία,
τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή.
Μετὰ ἑπταετία ἄφησε ἄλλον στὴν
διδασκαλική του θέσι καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν πλησίον της
Καλαμάτας μονὴ τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Ἐδῶ στὴ μονὴ
χειροτονήθηκε σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν ἱερεύς.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἐνοχλήσεις
Τούρκων καὶ ληστῶν ἔρχεται γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία στὸ
Ἅγιον Ὄρος. Παραμένει περισσότερο στὴ Νέα Σκήτη, ὅπου ἐδῶ
ἀσκητεύουν οἱ γνώριμοί του καὶ γνωστοὶ γιὰ τὴν ἀρετή τους
αὐτάδελφοι Θεοφάνης, πρώην μητροπολίτης Λακεδαιμονίας
καὶ Ἰάκωβος ὁ ἀναχωρητής, στοὺς ὁποίους ἐξομολογεῖται καὶ
παρακαλεῖ νὰ συγκαταριθμηθῆ στὴ συνοδεία τους. Ὁ Θεοφάνης
τέλος «ἔδωσε γνώμην πρὸς αὐτὸν καὶ προέτρεψε νὰ ἐπανέλθη εἰς
τὰ ἴδια, ὅπου εἶναι συμφερώτερον διὰ τὴν σωτηρίαν καὶ ἄλλων
πολλῶν». Ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα του πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ
Κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Σκιάθου γιὰ νὰ συμβουλευθῆ
τὸν πρώην Ἁγιορείτη «ἐπ' ἀρετῇ θαῦμαζόμενον» Γέροντα
Νηφωνα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε ὅ,τι καὶ ὁ Θεοφάνης.
Μὲ χαρὰ τὸν ὑποδέχθηκαν ξανὰ στὴν
πατρίδα του. Οἱ συμπατριῶτες τοῦ τώρα ἀπέκτησαν μόνιμο
πνευματικὸ πατέρα, προστάτη, κηδεμόνα καὶ εὐεργέτη. Ὅλοι
τόν σέβονταν, τὸν ἐκτιμοῦσαν καὶ πολλοὶ τὸν λάτρευαν, ἀκόμη
καὶ οἱ ληστὲς καὶ οἱ Τοῦρκοι. Ἔργο τοῦ εἶναι καὶ ἡ ἵδρυσις τῆς
γυναικείας μονῆς τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ποὺ
ἀνέπτυξε ἀξιόλογη δράσι.
Ἀπτόητος δὲν φοβήθηκε ποτὲ νὰ
ὑπερασπίζεται παντοῦ τα δικαιώματα τῶν χριστιανῶν καὶ νὰ
συνηγορῆ ὑπὲρ αὐτῶν στὰ τουρκικὰ δικαστήρια, δίχως καμμιὰ
δειλία καὶ φόβο τῆς ζωῆς του. Μὲ τὴ γλυκύτητά του διόρθωνε καὶ
τὰ σφάλματα τῶν χριστιανῶν κι ἔσβηνε τὶς φιλονικίες.
Ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Ἀράβων τὸν φέρνει
μὲ τὴ συνοδεία του στὴ Ζάκυνθο, ὅπου καὶ «μεγίστης φήμης
ἔλαβε». Μετὰ τὴν ἐξάλειψι τοῦ κινδύνου ἐπιστρέφει στὴν
Καλαμάτα. Ἡ φωτιὰ καταστρέφει τὴ μονή του καὶ ἡ πίστις, ἡ
ἐπιμονὴ καὶ ἡ ἀγάπη του σύντομα τὴν ἀνοικοδομεῖ. Μετὰ τὴν
καταστροφὴ καὶ τῆς οἰκίας καὶ τοῦ σχολείου τοῦ παραμένει σ’
ἕνα κελλάκι παρὰ τὸν ναό, «ὅπου λειτουργῶν καθ' ἑκάστην καὶ
κοινωνῶν τοὺς ἐκκλησιαζομένους ἐδίδασκε καὶ ἐποδηγέτει
εἰς Χριστὸν πάντας καθ' ἑκάστην».
Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ
εἶναι ἕνα συνεχὲς κυνηγητό, μὲ ἀδιάκοπες δοκιμασίες. Στὶς
δυσμὲς τοῦ βίου του βλέπει τὴ μονή του, γιὰ τὴν ὁποία τόσο
κοπίασε, νὰ κλείνεται, ὕστερα ἀπὸ διατάγματα τῶν Βαυαρῶν
περὶ μειώσεως τῶν μονῶν. Ἀναγκάζεται νὰ διαμαρτυρηθῆ γιὰ
τὴν ἀδικία καὶ γιὰ τὸ θάρρος τοῦ συλλαμβάνεται κι
ἐξορίζεται στὴ μονὴ Βουλκάνου. Μὲ τὴ μεσιτεία τῶν
Κουντουργιωτῶν στάλθηκε στὴν Ὕδρα, ὅπου καὶ ἐκεῖ «μεγίστης
πνευματικῆς ὠφελείας ἐγένετο πρόξενος».
Μετὰ καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες
δοκιμασίες ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, γιὰ νὰ συνεχίση τὸ
καρποφόρο ἔργο τῆς παιδαγωγίας τῶν ψυχῶν. Συνάμα ἀδιάκοπα
καὶ θερμὰ συνέχιζε τὴν ἄσκησι τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ προσευχῶν
καὶ λειτουργιῶν καὶ διδαχῶν καὶ αὐστηροτάτων νηστειῶν». Ἀλλὰ
καὶ ἡ γραφίδα του ἔδωσε ψυχωφελῆ διηγήματα καὶ διδακτικὲς
ὁμιλίες. Ἔτσι ἐργαζόμενο τὸν συνάντησε καὶ ὁ τοῦ αὐτοῦ
πνεύματος μεγάλος ἐκεῖνος Κοσμᾶς Φλαμιάτος.
Στὶς 7.7.1844 ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ
καὶ «τὸ πλῆθος ἅπαν ἤρξατο συγκεκινημένον καὶ μετὰ πολλῆς
εὐλαβείας συρρέον καὶ ἀσπαζόμενον τὸ πολυᾶθλον καὶ
ἀσκητικὸν αὐτοῦ λείψανον».
(Μωυσέως Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου,
Ἱερὲς μορφὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους,
σέλ. 182-184. Ἐκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ, 2006.