ΟΙ ΔΥΟ ΕΧΘΡΟΙ
(Σάρκα καὶ κόσμος)
Ὑπῆρχε κάποτε, Σεβασμιώτατε Δέσποτα καὶ λοιπὸν φιλόχριστο ἐκλησίασμα, ὑπῆρχε κάποτε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀνάμεσα στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ κάποιος εὐσεωβὴς καὶ φιλόθεος Ἰσραηλίτης καὶ ὅπως ἀναφέρει γι’ αὐτὸν ἡ ἁγία Γραφὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν δίκαιος καὶ θεοσεβὴς καὶ δὲν ὑπῆρχε παρόμοιος μὲ αὐτὸν ἐπάνω στὴν γῆ. Ἦταν εὐτυχισμένος ὁ Ἰσραηλίτης ἐκεῖνος. Εἶχε ἑπτὰ υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες, εἶχε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ὀνομάζουμε στὸν κόσμο ἀγαθά καὶ ἦταν «ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εὐγενὴς τῶν ἀπ’ ἡλίου ἀνατολῶν» (Ἰώβ 1)
Ὑπάρχουν μερικοὶ οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἕνας ποὺ θεωρεῖται εὐτυχισμένος δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμόζη τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅμως· ἐκεῖνος ὁ Ἰώβ ἦταν ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τηροῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
Τέλος ὁ Ἰὼβ ὑπέστη τὴν τύχη τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ὁ μισόκαλος καὶ φθονερὸς ἐξέβρασε ἐναντίον του ὅλες τὶς καταχθόνιες δυνάμεις τοῦ Ἅδη. Καταστροφὲς διαδέχθηκαν τὶς καταστροφές, τὰ μέγαρά του ἀνατράπηκαν, τὰ κοπάδια του χάθηκαν, καὶ τὰ φιλόστοργα τέκνα του ἁρπάχθηκαν ἀπὸ τὸν θάνατο μὲ φοβερὸ καὶ ἀποτροπιαστικό τρόπο.
Ξένος πάλι καὶ ἔρημος ὁ Ἰὼβ, ὅπως ἐξῆλθε ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας του. Γυμνὸς ἐξπῆλθε, καὶ πάλι γυμνὸς παρέμεινε ὕστερα ἀπὸ τὰ τόσα διαδοχικὰ ναυάγια. Καὶ ὅμως· αὐτὸς ὁ μεγάλος ἀγωνιστὴς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν φτώχεια καὶ τὶς δυσκολίες δὲν σταμάτησε νὰ δοξάζη καὶ νὰ εὐχαριστῆ τὸν Θεό. «Κύριος ἔδωκε, Κύριος ἀφείλετο. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον…». Ὅπως τὸ χρυσό στὸ χωνευτήρι τὸν δοκίμασε ὁ Θεὸς καὶ κατόπιν τὸν ἐπανέφερε στὴν παλιά του δόξα.
Νὰ παράδειγμα κατάλληλο γιὰ κάθε ἀνθρώπινη τάξι. Καὶ πλούσιος καὶ πτωχός, καὶ ἔνδοξος καὶ ἄσημος, μπορεῖ νὰ ἐφαρμόζη τὶς ἐνοτλὲς τοῦ Θεοῦ. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν του. «Ἐὰν άγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» μᾶς διδάσκει ὁ ἀψευδέστατος λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἀρραβώνας τῆς μελλούσης Βασιλείας.
Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχη Χριστιανὸς ποιὺ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν σωτηρία μας ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἀναγνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἐπιτακτικὸ καθῆκον μας.
Ἀλλ’ ἄν ρίξουμε ἕνα βλέμμα στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν θὰ διαπιστώσουμε τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο. Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δὲν ἐφαρμόζουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ; Τὰ αἴτια, ἀγαπητοί μου, εἶναι δύο, καὶ γι’ αὐτὰ τὰ αἴτια θὰ ἀναφερθῶ στὴν ἀγάπη σας καὶ θὰ τὰ ἀναπτύξω, ὅσο μπορῶ, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Πρῶτο ἐμπόδιο. Ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου
Πρῶτο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες της. Ἄλλες εἶναι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλες οἱ ἀπαιτήσεις τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας. Ἡδυπάθεια καὶ καταχρήσεις, κατακρίσεις καὶ δολιότητες, ὅρκοι καὶ ἐπιορκίες, φθόνοι καὶ φόνοι· νὰ τὰ χρώματα μὲ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ ζωγραφήσουμε τὴν εἰκόνα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.
Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ μᾶς προσκαλεῖ ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ καλοπέρασι μᾶς ἐμποδίζουν νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν οἰκία. Δίνει ὁ Θεὸς ὡς ἐντολὴ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστέκεται. Ἄν συγκεντρώσουμε πλοῦτο γιὰ δέκα γεννιές, πάλι ἡ ἀνθρώπινη σάρκα θὰ ἔχη τὸν φόβο μήπως δὲν εἶναι ἀρκετὸς αὐτὸς ὁ πλοῦτος. Ἀμέτρητα ὄνειρα εὐτυχίας στηρίζουμε πάνω σὲ ἕνα ἄνθος, τὸ ὁποῖο διασκορπίζει ὁ ἄνεμος.
Ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὴ νὰ ἀγαπᾶμε καὶ τὸν ἐχθρό μας ἀκόμη. Ὁ ἄνθρωπος μισεῖ καὶ τὸν ἀδελφο του τὸν ἴδιο. Ὁ Θεὸς λέγει νὰ χαιρώμαστε μὲ ὅσους χαίρονται καὶ νὰ λυπούμαστε μὲ ὅσους λυποῦνται. Ἐμεῖς κάνουμε τὸ ἀντίθετο ἀριβῶς· Ἡ φήμη καὶ ἡ πρόοδος τοῦ πλησίον, ἀντί νὰ μᾶς δίνουν χαρά. μετατρέπονται στὸ σαράκι τοῦ φθόνου, ποὺ τρώει τὰ σωθικά μας. Ὅταν αὐξάνεται ἡ πρόοδος τοῦ πλησίον, αὐξάνεται καὶ τὸ δικό μας τὸ μίσος ἐναντίον του. Ἡ δική μας εὐτυχία τότε περιορίζεται, ὅταν περιορίζωνται καὶ οἱ σκιὲς τῶν δένδρων, ὅταν βγαίνη ὁ ἥλιος καὶ ἀνεβαίνη στὸν οὐρανό.
Ὁ Θεὸς δίνει τὴν ἐντολὴ ὁ λόγος τοῦ Χριστιανοῦ νὰ εἶναι πάντοτε ἡ ἀλήθεια. Τὸ ναι ναι καὶ τὸ ὄχι, ὄχι. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀντιστέκεται τὸ θέλημα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ἄλλα λένε τὰ χείλη, ἄλλα αἰσθάνεται ἡ καρδιά καὶ ἄλλα ἔχουμε στὸν νοῦ μας. Οἱ συνδιαλέξεις μας εἶναι καλομελετημένα ψεύδη μὲ τὸ πρόσχημα τῆς φιλίας καὶ τῆς φιλοφρονήσεως.
Ὁ Θεὸς δίνει ἐντολὴ νὰ θεωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀνθρώπινη ὅμως σάρκα καὶ ἡ ἀπληστία τῆς σάρκας ὁπλίζουν τὸν ἀδελφὸ κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ σπάει τοὺς στενώτερους δεσμοὺς τῆς φιλίας καὶ τῆς συγγένειας.
Δίκαια ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ χειρότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ κόλακες. Δίκαια λοιπὸν καὶ μεῖς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ χειρότερος κόλακας εἶναι ἡ ἀνθρώπινη σάρκα. Ὅταν ἐκτελέσουμε ὅλες τὶςἐπιθυμίες της θὰ παραμελήσουμε τὴν ἐκπλήρωσι ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ γίνουμε ἕρμαιοι τῶν παθῶν μας. Θὰ μοιάσουμε μὲ τὸ φυτὸ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἀποσπάσθηκε ἀπὸ τὸν βράχο τῆς παραλίας, ἔπεσε στὸν ἀφρὸ τῶν κυμάτων καὶ περιφέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Ποιοῦντες τὰ θελήματα τῆς σαρκός, γινόμεθα τέκνα ὀργῆς», δηλαδὴ Ὅταν κάνουμε τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, προκαλοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ 2,3).
Δεύτερη αἰτία· ὁ κόσμος
Δεύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐκπλήρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, νομίζω ὅτι παρουσιάζεται αὐτὸς ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε μετὰ τὴν πτῶσι. «Ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τῷ Θεῷ ἐστι», δηλαδὴ Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο, εἶναι ἔχθρα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος (Ἰάκ. 4,4).
Πράγματι· ἄν ρίξη κανεὶς ἕνα ἐξεταστικὸ βλέμμα θὰ διαπιστώση ὅτι πράγματι ὁ κόσμος ἀποτελεῖ ἕνα σοβαρὸ ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Χύνει λάδι στὴν φωτιὰ τῆς σάρκας.
Πόσες φορὲς ἀποφασίζουμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ πόσες φορὲς βρίσκουμε τὸν κόσμο ἀντίθετο σὲ αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ κάνουμε; Σήμερα ἀποφάσισα νὰ ἐφαρμόσω τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Παρατηρῶ τὴν ὁδὸ στὴν ὁποία μὲ προσκαλεῖ νὰ βαδίσω ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ· τὴν βλέπω στενὴ καὶ γεμάτη ἀπὸ θλίψεις καὶ στενοχώριες καὶ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν. Παρατηρῶ καὶ τὴν οδὸ στὴν ὁποία μὲ προσκαλεῖ ὁ κόσμος νὰ τὴν βαδίσω· τὴν βλέπω πλατειὰ καὶ ἄνετη. Λεωφόρο ὁλόκληρη καὶ πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν. Παρατηρῶ ὅτι λάμπει ὅπως ἡ φωτιά. Δὲν παρατηρῶ ὅμως καὶει σὰν φωτιὰ ὅσους τὴν πλησιάζουν. Παρατηρῶ τὴν ἄλλη ὅτι εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια. Βλέπω τὴν ἄλλη στρωμμένη μὲ κρίνα καὶ τριαντάφυλλα.. Ἀναλογίζομαι τοὺς μόχθους τῆς πρώτης, σκέπτομαι ὅμως καὶ τὰ θέλγητρα τῆς δεύτερης. Ἀγωνίζομαι νὰ εἰσέλθω «διὰ τῆς στενῆς πύλης», ἀλλὰ τὸ βλέμμα μου εἶναι στραμμένο στὴν πλατειὰ καὶ ἄνετη πύλη τοῦ κόσμου. Προχωρῶ, ἀλλὰ χάνω τὸ θάρρος μου, καὶ νὰ ξαφνικὰ βρίσκομαι νὰ βαδίζω καὶ ἐγὼ μαζὶ μὲ ὅλο τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πλατεία ὁδό ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. «Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω, εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»· δηλαδὴ ὅποιος βάζει τὸ χέρι του στὸ άλέτρι καὶ κοιτάζει πρὸς τὰ πίσω, δὲν εἶναι κατάλληλος γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέγει τὸ στόμα τῆς ἀληθείας.
Θέλουμε οἱ χριστιανοὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ συγχρόνως θέλουμε νὰ ἐκπληρώσουμε καὶ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας ποὺ ἀντιστρατεύεται στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἕνα παρασύρει ἡ φιλαυτία, τὸν ἄλλον ἡ κενοδοξία, ὅλους τοὺς παρασύρει ὁ κόσμος. Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Θεὸς. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι εἶναι αἰχμάλωτοι στὰ ἄγκιστρα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Ἔτσι ὅπου ὁ κόσμος ρίχνει ἄφθονο τὸ δόλωμα, ἐκεῖ τρέχουν ὅλοι οἱ χριστιανοί.
Πρόκειται νὰ δώσουμε τὰ χρήματά μας στὶς ἡδονὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις, στὰ κέντρα τῶν διασκεδάσεων καὶ τῆς ἁμαρτίας; Παρόντες ὅλοι οἱ χριστιανοί. Καὶ ἄς ξημερώνει ἡ Κυριακή. Ἀργία εἶναι ὄχι βεβαια ἀργία γιὰ τὸν Θεό. Γιὰ κάποιον ἄλλον. Πρόκειται νὰ δώσουμε τὸν ὀβολό μας σὲ κάποιο ἔργο τῆς ἐκκλησίας ἤ σὲ κάποιον συνάνθρωπο ποὺ ὑποφέρει; Ἄφαντοι οἱ χριστιανοί.
Λυπηρὸ εἶναι νὰ λέη κανεὶς ὅ,τι μαρτυρεῖ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς ἡ σημερινὴ πνευματικὴ μας κατάστασις. Σάρκα καὶ κόσμος εἶναι σήμερα τὰ δύο εἴδωλα ποὺ λατρεύουν οἱ χριστιανοί καὶ λησμόνησαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ Κύριος· «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ τοῦ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει»· δηλαδή· Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δοῦλος σὲ δύο κυρίους· διότι ἢ θὰ μισήση τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήση τὸν ἄλλον, ἢ θὰ στηριχθῆ στὸν ἕνα καὶ θὰ περιφρονήση τὸν ἄλλον (Ματθ. 6,24).
Δὲν ἦταν ὅμως καλλίτερη καὶ ἡ πνευματικὴ κατάστασις ὡρισμένων χριστιανῶν καὶ στὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὡς ὁ χρυσὸς αἰώνας τῆς Ἐκκλησίας. Τότε ποὺ κυριαρχοῦσε ὁ λόγος τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἔψαχνε νὰ βρῆ πιστὸ χριστιανό μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν εὕρισκε χριστιανό, ἀλλὰ οὔτε ἄνθρωπο. Ἄς τὸν παρακολουθήσουμε γιὰ λίγο. Ὁ λόγος του εἶναι διαχρονικός.
«Βλέπω ὅτι πολλοὶ γίνονται μετὰ τὸ βάπτισμα πιὸ ἀδιάφοροι ἀπὸ τοὺς ἀβάπτιστους καὶ δὲν ἔχουν κανένα βασικὸ γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Γι' αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γνωρίσῃ κανεὶς ἀμέσως οὔτε στὴν ἀγορὰ οὔτε στὴν ἐκκλησία ποιὸς εἶναι καὶ ποιὸς δὲν εἶναι ὁ πιστός, ἐκτὸς ἂν προσέξῃ κανεὶς τὴν ὥρα τῆς τελέσεως τῶν μυστηρίων καὶ δῆ ἄλλους νὰ ἐξέρχωνται καὶ ἄλλους νὰ παραμένουν μέσα. Ἔπρεπε ὅμως νὰ γνωρίζωνται ὄχι ἀπὸ τὸν τόπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο. Εὔλογα βέβαια τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα γίνονται ὁλοφάνερα ἀπὸ ἐξωτερικὰ σημάδια. Ἡ δικὴ μας ὅμως ἀξία πρέπει νὰ πηγάζη ἀπὸ τὴν ψυχή. Διότι ὁ πιστὸς πρέπει νὰ διακρίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ του στὰ μυστήρια ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν νέα του ζωή.
Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ εἶναι πηγὴ φωτὸς καὶ ἁλάτι τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως δὲν εἶσαι εἰλικρινὴς οὔτε μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅταν δὲν περιορίζης οὔτε τὴν δικὴ σου τὴν γάγγραινα, ἀπὸ ποῦ θὰ σὲ γνωρίσω τέλος πάντων; Ἀπὸ τὸ ὅτι ἔλαβες μέρος στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας; Ἀλλὰ αὐτὸ καταλήγει νὰ εἶναι αἰτία τῆς τιμωρίας σου. Διότι τὰ μεγαλύτερα ἀξιώματα ἐπισύρουν μεγαλύτερη ποινὴ γιὰ ἐκείνους πού διαλέγουν τρόπο ζωῆς ἀνάξιο τοῦ ἀξιώματός των.
Πρέπει, λοιπόν, ὁ πιστὸς νὰ ἀκτινοβολῆ ὄχι μόνο μὲ ὅσα τοῦ ἒδωσε ὁ Θεὸς ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσα κάνει ὁ ἴδιος καὶ ἀπὸ ὅλα νὰ διακρίνεται καὶ ἀπὸ τὸ βάδισμα καὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα καὶ ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι κι ἀπὸ τὴν φωνή. Αὐτά τὰ λέγω ὄχι γιὰ νὰ ἐπιδιώκουμε στὴ ζωὴ μας τὴν ἐπίδειξι, ἀλλὰ τὴν ὠφέλεια ἐκείνων πού μᾶς βλέπουν.
Τώρα ὅμως, ἀπὸ ὅ,τι κι ἂν ζητήσω νὰ σὲ γνωρίσω, σὲ βρίσκω νὰ ἐκδηλώνεσαι πάντοτε μὲ τὰ ἀντίθετα. Ἂν π.χ. θέλω νὰ σὲ γνωρίσω ἀπὸ τὸν τόπο, σὲ βρίσκω νὰ περνᾶς τὴν μέρα σου στὰ ἱπποδρόμια, στὰ θέατρα καὶ σὲ ἁμαρτωλοὺς τόπους, σὲ ἐπιλήψιμες συγκεντρώσεις, στὴν ἀγορὰ καὶ σὲ συναναστροφὲς μὲ διεφθαρμένους ἀνθρώπους∙ ἂν σὲ κρίνω μὲ κριτήριο τὸ ὕφος τοῦ προσώπου σου, σὲ βλέπω νὰ καγχάζης συνέχεια καὶ νὰ εἶσαι ἀφηρημένος σὰν γελοία καὶ ἐγκαταλειμμένη ἑταίρα.
Ἂν ἀπὸ τὰ ἐνδύματά σου, σὲ βλέπω νὰ μὴ βρίσκεσαι σὲ καλύτερη κατάστασι ἀπὸ τοὺς θεατρίνους∙ ἂν ἀπὸ τοὺς συνοδοὺς σου, ἔχεις κοντά σου παρασίτους καὶ κόλακες∙ ἂν ἀπὸ τὰ λόγια σου, δὲν σὲ ἀκούω νὰ λές κάτι τὸ συνετό, οὔτε τὸ ἀπαραίτητο οὔτε τὸ σπουδαῖο γιὰ τὴ ζωὴ μας. Ἂν ἀπὸ τὰ φαγητά σου, ἡ ἐπίκρισις στὸν τομέα αὐτὸ θὰ εἶναι μεγαλύτερη.
Ἀπό τί, λοιπόν, ἀπάντησέ μου, θὰ μπορέσω νὰ ἀναγνωρίσω ἐσένα τὸν πιστό, ἀφοῦ ὅλα τὰ παραπάνω βεβαιώνουν τὸ ἀντίθετο; Ἀλλὰ γιατὶ ὁμιλῶ γιὰ πιστό; Ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω μὲ σιγουριὰ ἂν εἶσαι ἂνθρωπος. Ὅταν λακτίζης σὰν ὄνος καὶ πηδᾶς ὅπως ὁ ταῦρος καὶ χρεμετίζης γιὰ τὶς γυναῖκες ὅπως ὁ ἵππος καὶ εἶσαι λαίμαργος ὅπως ἡ ἀρκούδα καὶ παχαίνης τὸ σῶμά σου σὰν ἡμίονος καὶ μνησικακῆς ὅπως ἡ καμήλα καὶ ἁρπάζης ὅπως ὁ λύκος, ὀργίζεσαι ὅπως τὸ φίδι, δαγκώνης ὅπως ὁ σκορπιός, εἶσαι ὕπουλος ὅπως ἡ ἀλεπού, ἔχῃς μέσα στὴν ψυχή σου δηλητήριο ὅπως ἡ κόμπρα καὶ ἡ ὀχιὰ καὶ κάνης πόλεμο κατὰ τῶν ἀδελφῶν σου ὅπως ὁ πονηρὸς ἐκεῖνος διάβολος, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ σὲ ὑπολογίζω μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ βλέπω νὰ ἔχῃς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ χαρακτηριστικά;
Ἐνῶ ἀναζητῶ τὴν διαφορὰ μεταξὺ πιστοῦ καὶ κατηχουμένου, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μὴ βρῶ διαφορὰ μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ θηρίου.
Τὶ νὰ σὲ ὀνομάσω λοιπόν; Θηρίο; Τὰ θηρία ὅμως ἔχουν ἕνα ἀπὸ αὐτά τὰ ἐλαττώματα. Ἐσύ, ἀντίθετα, ἀφοῦ τὰ συγκέντρωσες ὅλα μαζί, προχωρεῖς πέρα ἀπὸ τὴν ζῳώδη κατάστασι ἐκείνων. Νὰ σὲ ἀποκαλέσω σατανᾶ; Ἀλλὰ ὁ σατανᾶς οὔτε κοιλιόδουλος εἶναι, οὔτε εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὰ χρήματα. Ἀπάντησέ μου λοιπόν. Πῶς θὰ σὲ ἀποκαλῶ ἂνθρωπο, ὅταν ἔχης περισσότερα ἐλαττώματα ἀπὸ τὰ θηρία καὶ ἀπὸ τὸν σατανᾶ; Καὶ ἂν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σὲ λέγω ἄνθρωπο, πῶς θὰ σὲ ἀποκαλέσω πιστό; Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι βέβαια ὅτι, ἐπειδὴ ἔχουμε τόση κακία, δὲν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ ψυχὴ μας ἔχασε τὴν ὀμορφιά της, οὔτε κατανοοῦμε τὴν ἀσχήμια της. Ἀλλὰ ὅταν βρίσκεσαι στὸ κουρεῖο καὶ περιποιεῖσαι τὴν κόμη σου, παίρνεις τὸν καθρέπτη καὶ ἐξετάζεις μὲ μεγάλη προσοχὴ τὴν γενικὴ εἰκόνα τῶν μαλλιῶν σου καὶ ῥωτᾶς τοὺς παρευρισκομένους καὶ τὸν κουρέα τὸν ἴδιο, ἂν τακτοποίησε ὡραῖα τὸ μπροστινὸ τμῆμα της. Καί, ἂν καὶ εἶσαι γέρος, δὲν ντρέπεσαι νὰ ἐπιδιώκης συχνὰ νεανικὴ ἐμφάνισι. Καὶ δὲν ἀντιλαμβανόμαστε καθόλου ὅτι ἡ ψυχή μας δὲν ἔχασε ἀπλῶς τὴν ὀμορφιά της, ἀλλὰ ἔγινε σὰν τὰ θηρία, ἔγινε, ὅπως λέει ὁ εἰδωλολατρικὸς μῦθος, Σκύλλα ἢ Χίμαιρα. Ἂν καὶ ὑπάρχει βέβαια καὶ γιὰ τὴν περίπτωσι αὐτὴ πνευματικὸς καθρέπτης, καὶ μάλιστα πολὺ καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ χρησιμώτερος. Διότι δὲν δείχνει μόνον ἂν ἒχασε τὴν ὀμορφιά της, ἀλλά, ἂν θέλουμε, τῆς δίδει καὶ ἀπίστευτη ὀμορφιά. (Κατὰ Ματθαῖον Δ΄ ΕΠΕ 9,136-142. PG 57,48).
Ὅταν λέη ὅμως αὐτὰ ὁ ἅγιος δὲν ἐννοεῖ ὅτι πρέπει κάποιος νὰ ἐγκαταλείψη τὸν κόσμο καὶ τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ πάη σὲ κἀποια καλύβη ἢ σὲ κάποιο μοναστήρι γιὰ νὰ ἐκτελέση ἀπερίσπαστα τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, τονίζει καὶ πάλι, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Δὲν λέω νὰ ἐγκαταλείψετε τὶς πόλεις καὶ τὶς οἰκογένειές σας, ἀλλὰ ἐνῶ εἶσαι μέσα στὴν πόλι δεῖξε ἔμπρακτα τὴν ἀρετή σου». Ὁ Προφήτης Δαβίδ ἦταν καὶ βασιλιὰς καὶ πολιτικὸς καὶ ἄριστος πολεμιστής. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐγκατέλιπε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, οὔτε παραμελοῦσε τὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ εἶχε στὸν κόσμο. Μέσα στὸ πλῆθος τῶν δημοσίων ὑποθέσεων χωρὶς φόβο μποροῦσε νὰ λέη· «Κύριε, ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα σὲ δοξολόγησα γιὰ τὶς δίκαιες κρίσεις τῆς ννομοθεσίας σου καὶ τῆς ἀνταποδόσεώς σου» (Ψαλμ. 118,164). Μεσάνυκτα σηκωνόταν ἀπὸ τὸ κρεββάτι του γιὰ νὰ δοξολογήση τὸν Θεό· «Μεσονύκτιον ἐξεγειρόμην τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου», δηλαδή· Γεμᾶτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη σηκωνόμουν τὰ μεσάνυκτα γιὰ νὰ σὲ δοξολογήσω καὶ νὰ σὲ ἀνυμνήσω γιὰ τὰ δίκαια παραγγέλματα τοῦ νόμου σου, μὲ τὴν τήρησι τῶν ὁποίων σώθηκα ἀπὸ τὶς παγίδες.
Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὰ πάντα· ἀξιώματα, τιμές, πλούτη, καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ κάνη γὰ τὴν δική μας σωτηρία, γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὴν τήρησι τῶν ἐντολλῶν του. «Ὅλα ἔγιναν γιὰ μᾶς» ἀναφωνεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 1,15).
Σοῦ χάρισε ὁ Θεὸς παιδιά καὶ ἐνῶ ἐσὺ βρίσκεσαι στὰ βαθειὰ γενράματα τὰ βλέπεις καὶ τὰ χαίρεσαι σὰν ὄρθια κυπαρίσσια μπροστά σου; Ἀνάθρεψέ τα λοιπόν μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν νουθεσία τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὸ τρόπο τῆς ζωῆς σου δεῖξε καὶ σὲ αὐτὰ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Σοῦ χάρισε ὁ Θεὸς πλούτη καὶ δόξα; Μὴ ξεχάνης ὅτι μπορεῖς μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ σοῦ ἔχουν χαρίσει νὰ φανῆς χρήσιμος στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν κοινωνία γιὰ νὰ δοξάζεται ἔτσι περισσότερο ὁ Θεός. Σὲ στέρησε ὁ Θεὸς τὰ κοσμικὰ ἀγαθά; Μὴν κατηγορῆς τὸν Θεὸ καὶ μὴ φθονῆς τὸν πλησίον σου. Αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι γιὰ ὅλους μία παλαίστρα, ἕνας στίβος ποὺ ὅλοι ἀγωνίζονται μὲ τὶς θλίψεις καὶ τὶς στενοχώριες. Οἱ χαρές του εἶναι ὅπως τὰ φῶτα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀνάβουν γιὰ λίγη ὥρα καὶ κατόπιν ἐξαφανίζονται καὶ φεύγουν. Ἔτσι ὅταν τοποθετήσουμε μέσα στὴν ψυχή μας τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ὅλοι μας μποροῦμε νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως τὸν κόσμο αὐτὸν τὸν πρόσκαιρο τὸν θεωροῦμε ὡς σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ ὄντας μέσα στὸν κόσμο λησμονοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκλησία του καὶ δὲν θυσιάζουμε μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε εἴμαστε δοῦλοι τοῦ κόσμου καὶ τότε ὁ κόσμος εἶναι ἕνα πολὺ μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καιρὸς εἶναι νὰ βγάλουμε ἀπὸ τὴν μέση τὰ ὅσα ἐμπόδια ὑπάρχουν γιὰ να μπορέσουμε νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα εἶναι ἄστατες θεότητες, ὅπως ἄστατοι εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ λατρεύουν. Τροχὸς εἶναι ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ τὸ μέλλον ἄγνωστο καὶ ἡ τύχη ἀόρατη. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ὀνομάση δικό του κάποιο μέρος τὸ ὁποῖο κατέχει; ποιὸς μπορεῖ νὰ πῆ ὅτι πράγματι αὐτὴ ἡ σπιθαμὴ τῆς γῆς εἶναι δική του; Μόνο γιὰ ἕνα κομμάτι γῆς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μᾶς ἀνήκει, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο εἶναι προσωρινό μας κτῆμα. Τὸ μέρος ποὺ περιλαμβάνει ἕνας τάφος. Σήμερα ἐπικρατεῖ γαλήνη καὶ καλωσύνη, αὔριον τρικυμία καὶ μεγάλη θαλασσοταραχή. Σήμερα οἰκοδομοῦμε τὰ μέγαρα τῶν χρυσῶν καὶ μεγάλων μας ἐλπίδων, ἀλλὰ ξαφνικὰ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλὰ γελάει μὲ τὰ σχέδιά μας. Καὶ σὲ μία ἀναπάντεχη στιγμὴ τὰ βλέπουμε ὅλα σὲ κλάσματα δευτερολέπτου νὰ σωριάζωνται κάτω.
Μάταια καὶ ἄστατα καὶ πρόσκαιρα εἶναι τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα ἐκτιμοῦμε περισσσότερο απὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Πρόσεξε πῶς φεύγουν οἱ ἄνθρωποι ὅπως οἱ σκιές. Πρόσεξε πῶς περνοῦν οἱ γενεὲς σὰν τὰ κύμματα. Σήμερα ἄφοβοι καὶ ἀτρόμητοι πέφτουμε μέσα στὰ κύματα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὶς ἀνάγκες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ξαφνικὰ ὁ ὠκεανὸς ἄλλον τὸν καταπνίγει σὲ ἄγνωστο βάθος, ἄλλον τὸν καταβροχθίζει στὰ ἔγκατά του καὶ φεύγει ἔτσι ἀδιάβαστος, ὅπως λέγεται, ἄλλον ἀντὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς τὸν περισυλλέγουν τὰ θαλάσσια κήτη, ἄλλον πάλι τὸν ρίχνει ἡ θάλασσα σκωληκοφαγωμένο στὶς ἀκτές της χωρὶς νὰ μπορέση πλέον κανένας νὰ τὸν ἀναγνωρίση ποιὸς εἶναι.
Σήμερα εἴμαστε ὑγιεῖς καὶ ρωμαλέοι καὶ περιφρονοῦμε τὸν θάνατο, νομίζοντας ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πεθάνουμε. Ξαφνικὰ ὅμως ἔρχεται μία ἄγνωστη ἀσθένεια καὶ βλέπει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ μανιτάρια νὰ πέφτουν κάτω ἥ ὅπως τὸ στάχυ τοῦ σιταριοῦ ὅταν τὸ χτυπάη τὸ χαλάζι, ἤ ὅπως τὸ χορτάρι ὅταν τὸ κόβη τὸ δρεπάνι.
Σήμερα μία ὑπερήφανη πολιτεία ἀνυψώνεται μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Σὲ λίγα λεπτὰ ἕνα δυνατὸ τσουνάμι καὶ δὲν βρίσκεται τίποτε στὸν τόπο ἐκεῖνον. Δοκάρια ποὺ καπνίζουν πέτρες καὶ σέδερα καὶ ὅ,τι ἄλλο πεταγμένα παντοῦ, γέφυρες σιδερένιες νὰ φλέγωνται· ὅλα μαρτυροῦν ὅτι κάποτε ὑπῆρχε μία περήφανη πόλις, ἡ ὁποία σήμερα ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ τὸν χάρτη τῆς γῆς. Κάτω ἀπὸ τὰ πέτρινα θεμέλια καὶ τοὺς προηγούμενους ὑπερμεγέθεις ἐκείνους οὐρανοξύστες μπορεῖ νὰ φανατασθῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν καὶ τάφηκαν δεκάδες ἤ καὶ ἑκατοντάδες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις. «Οὐαί οὐαὶ ἡ πόλις ἡ Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ ἱσχυρά ὅτι ἐν μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου» (Ἀποκάλ.).
Ξένοι καὶ παρεπίδημοι εἴμαστε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὅταν βέβαια ὁ κόσμος μᾶς καταθέλγη, τότε δὲν σκεπτόμαστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ὅμως ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ κόσμος μᾶς ἐγκλαταλείπει, ἔρχεται ὥρα κατὰ τὴν ὁποία οἱ φίλοι μας ἀπομακρύνονται ἀπὸ κοντά μας, γιατὶ δὲν μποροῦν πλέον νὰ μᾶς βοηθήσουν. Ἔρχεται ὥρα ποὺ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι καὶ μὲ βρεγμένα τὰ μάτια μας ἀπὸ τὸ κλάμμα ἐπιστρέφουμε ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο ὅπου πρὶν ἀπὸ λίγο ξεπροβοδίσαμε κάποιον συνάνθρωπό μας, κάποιο πρόσωπο πολὺ ἀγαπητό μας, ἔρχεται ὥρα ποὺ ἡ ζωὴ φεύγει ἀπὸ τὰ πόδια μας, ὅπως ἡ ξηρὰ φεύγει ἀπὸ τὰ πόδια ἐκείνου ποὺ ξανοίγεται στὸ πέλαγος.
Ἄς παρατηρήση ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς τὰ χρόνια ποὺ ἔχουν περάσει. Ἐξαφανίσθηκαν σὰν ἕνα εὐχάριστο ἢ δυσάρεστο ὄνειρο. Ἄς παρατηρήση καὶ τὸ μέλλον. Τὰ χρόνια περνοῦν καὶ τὸ πέρασμα αὐτὸ ἀσπρίζει τὰ μαλλιὰ μας. Ἄς παρατηρήσουμε τὸν τάφο. Κάποια πλάκα θὰ καλύψη καὶ τὸ δικό μας σῶμα, τὸ ὁποῖο θὰ περιμένη τὴν ἔσχατη σάλπιγγα τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γιὰ νὰ δώση λόγο μαζὶ με τὴν ψυχή του γιὰ ὅ,τι ἔκανε. Αὐτὴ εἶναι ἡ τύχη τῶν ἐφήμερων ἀνθρώπων. Καθημερινὰ οἱ ἀνθρώπινες γενιὲς ἐξαφανίζονται καὶ αὐτὴ σκόνι τους ἀκόμη διασκορπίζεται. Ποῦ εἶναι οἱ φίλοι καὶ οἱ πρόγονοι; Ἦλθαν καὶ ἀποῆλθαν ὅπῶς τὰ ἄστατα ρεύματα τοῦ ποταμοῦ καὶ σὲ λίγο καὶ τὰ δικά μας τὰ σώματα θὰ εἶναι ἄγνωστα ἀνάμεσα σὲ τόσα ἄλλα.
Κάποιος βασιλιὰς τῆς Αἰγύπτου διέταξε τὸ ἑξῆς στοὺς ὑπηκόους του· ὅταν πεθάνη νὰ πάρουν ἕνα σάβανο νὰ τὸ ὑψώσουν νὰ τὸ δῆ ὅλος ὁ λαὸς καὶ νὰ φωνάξουν δυνατά· Νὰ, ὁ βασιλιὰς ἀπὸ ὅλο του τὸν πλοῦτο μόνον αὐτὸ παίρνει καὶ μὲ αὐτὸ σκεπάζεται στὸν τάφο». Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι» ἔλεγε καὶ ὁ πούαθλος Ἰώβ.
Τὶ συμβαίνει λοιπὸν τώρα; Πότε ἄραγε ἐμεῖς ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Πῶς τὶς ἐκτελοῦμε; Ὅταν σὰν τὴν ὀχιὰ παρατηροῦμε πότε θὰ μᾶς δοθῆ ἡ εὐκαιρία νὰ χύσουμε τὸ δηλητήριο τοῦ φθόνου, ἄραγε τότε ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ; Ὅταν εἴμαστε δεμένοι χειροπόδαρα ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ βλέπουμε τὸν πλησίον μὲ βρεγμένα τά μάτια του νὰ τρώη ξηρὸ ψωμὶ, καὶ ἄν ὑπάρχη καὶ αὐτό, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ξοφλήση τὰ χρέη του καὶ τὸν κυνηγοῦν, τότε ἐμεῖς ποὺ καλοπερνᾶμε δίπλα του, ἄραγε ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ;
Ἀποκρίνεται ὁ Θεός. Γιὰ ποιὸ λόγο σοῦ ἔδωσα τὸν νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες; Γιατὶ σοῦ ἔσετειλα τὸν Υἱό μου καὶ σταυρώθηκε γιὰ σένα; Ὄχι γιὰ νὰ σὲ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ σὲ διδάξη τὶς ἐντολές μου; Γιὰ ποιὸ σκοπό, ἀποκρίνεται ὁ Σωτήρας μας, ανέβηκα στὸν Γολγοθᾶ καὶ σταυρώθηκα καὶ ποτίσθηκα μὲ ξύδι; Ὄχι γιὰ νὰ σὲ διδάξω νὰ τηρῆς τὶς ἐντολές μου;
Γιατὶ ἑτοίμασα δεῖπνο καὶ σὲ κάλεσα διὰ τῶν Αποστόλων μου στὴν Ἐκκλησία μου; Ὄχι γιὰ νὰ σὲ διδάξουν νὰ τηρῆς ὅσα τοὺς διέταξα; Γιὰ ποιὸ λόγο, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπεμείναμε γιὰ τόσα μαρτύρια καὶ προτιμήσαμε νὰ δώσουμε ποταμοὺς αἱμάτων καὶ χορτάσαμε τὰ θηρία τῆς γῆς καὶ ὑποφέραμε ἀναρίθμητα μαρτύρια; Ὅσα κάνατε ἐσεῖς, ἐμεῖς δὲν τὰ κάνουμε σήμερα. Ὅσα σήμερα κάνουμε ἐμεῖς, ἐσεῖς οἱ Πατέρες μας οὔτε τὰ διανοηθήκατε ποτέ.
Ἐκεῖνοι ἀγάπησαν τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τὸν ἑαυτό μας περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖνοι θυσίαζαν τὸν κόσμο γιὰ τὸν Θεό. Ἐμεῖς θυσιάζουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου. Πόσο διαφέρουμε ἀπὸ ἐκείνους!
Νὰ πῶς οἱ χριστιανοὶ πατοῦν στὰ πτώματα τῶν ἀνθρώπων, πῶς ὁ ἕνας σκάβει τὸν λάκκο τοῦ ἄλλου! Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ οἱ εἰδωλολάτρες θαύμαζαν τοὺς Χριστιανοὺς λέγοντας· Προσέξτε πῶς ἀγαπᾶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον!
Ἀλλὰ ἀγαπητοί μου, ἄς ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν λήθαργο στὸν ὁποῖον βρισκόμαστε. Ἄς σκεφθοῦμε τὸ πρόσκαιρο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. «Κάθε ἀνθρώπινη σάρκα, φωνάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, καὶ κάθε ἀνθρώπινη δοξα, εἶναι ὅπως τὸ λουλούδι τοῦ ἀγροῦ. Ξηράθηκε τὸ χορτάρι καὶ τὸ λουλούδι του ἔπεσε» (Ἡσαΐας 40,2). Ἄς σκεφθοῦμε τὸ τιποτένιο τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν. «Ὁ κόσμος παρέρχεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ». Ἄς μὴ θαυμάσουμε τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν παραμένουν, ἄς μὴ κρατ΄σηουμε στὴν ἀγκαλιά μας τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶναι σταθερά.
Εἶναι καιρὸς νὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ὕπνο καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σκότους καὶ νὰ ντυθοῦμε τὰ ἔργα τοῦ φωτός. Ἄς θυμώμαστε νύκτα καὶ ἡμέρα τὸ ἄστατο καὶ ἀβέβαια τῶν κοσμικῶν πραγμάτων γιὰ νὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Μὲ μέτρο ἄς ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ παρόντος κόσμου, δοξάζοντας καὶ εὐχαριστῶντας τὸν Θεὸ, καὶ ἄς δεχώμαστε μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες.
Ἔτσι ζῶντας καὶ περνῶντας τὶς ἡμέρες τῆς παρούσης ζωῆς ἔχοντας πάντοτε μπροστά μας τὴν μετριότητα τοῦ κόσμου, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀποφεύγουμε τὰ κωλύματα τῆς σάρκας καὶ τοῦ κόσμου, νὰ ἐκτελοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνουμε μέτοχοι τῶν ἐπηγγελμένων ἐκείνων ἀγαθῶν μὲ την χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.