Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΔΥΟ ΕΧΘΡΟΙ (Σάρκα καὶ κόσμος)



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΙ ΔΥΟ ΕΧΘΡΟΙ

(Σάρκα καὶ κόσμος)

 

Ὑ­πῆρ­χε κά­πο­τε, Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε Δέ­σπο­τα καὶ λοι­πὸν φι­λό­χρι­στο ἐ­κλη­σί­α­σμα, ὑ­πῆρ­χε κά­πο­τε στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ἀ­νά­με­σα στὸν Ἰσ­ρα­η­λι­τι­κὸ λα­ὸ κά­ποι­ος εὐ­σε­ω­βὴς καὶ φι­λό­θε­ος Ἰσ­ρα­η­λί­της καὶ ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει γι’ αὐ­τὸν ἡ ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ἦ­ταν δί­και­ος καὶ θε­ο­σε­βὴς καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε πα­ρό­μοι­ος μὲ αὐ­τὸν ἐ­πά­νω στὴν γῆ. Ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ὁ Ἰσ­ρα­η­λί­της ἐ­κεῖ­νος. Εἶ­χε ἑ­πτὰ υἱ­οὺς καὶ τρεῖς θυ­γα­τέ­ρες, εἶ­χε ὅ­λα ἐ­κεῖ­να τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­μεῖς ὀ­νο­μά­ζου­με στὸν κό­σμο ἀ­γα­θά καὶ ἦ­ταν «ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος εὐ­γε­νὴς τῶν ἀ­π’ ἡ­λί­ου ἀ­να­το­λῶν» (Ἰ­ώβ 1)

Ὑ­πάρ­χουν με­ρι­κοὶ οἱ ὁ­ποῖ­οι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ἕ­νας ποὺ θε­ω­ρεῖ­ται εὐ­τυ­χι­σμέ­νος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζη τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ· καὶ ὅ­μως· ἐ­κεῖ­νος ὁ Ἰ­ώβ ἦ­ταν ὁ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον τη­ροῦ­σε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ.

Τέ­λος ὁ Ἰ­ὼβ ὑ­πέ­στη τὴν τύ­χη τῶν ἀν­θρω­πί­νων πραγ­μά­των. Ὁ μι­σό­κα­λος καὶ φθο­νε­ρὸς ἐ­ξέβρα­σε ἐ­ναν­τί­ον του ὅ­λες τὶς κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­μεις τοῦ Ἅ­δη. Κα­τα­στρο­φὲς δι­α­δέ­χθη­καν τὶς κα­τα­στρο­φές, τὰ μέ­γα­ρά του ἀ­να­τρά­πη­καν, τὰ κο­πά­δια του χά­θη­καν,  καὶ τὰ φι­λό­στορ­γα τέ­κνα του ἁρ­πά­χθη­καν ἀ­πὸ τὸν θά­να­το μὲ φο­βε­ρὸ καὶ ἀ­πο­τρο­πι­α­στι­κό τρό­πο.

Ξέ­νος πά­λι καὶ ἔ­ρη­μος ὁ Ἰ­ὼβ, ὅ­πως ἐ­ξῆλ­θε ἀ­πὸ τὴν κοι­λί­α τῆς μη­τέ­ρας του. Γυ­μνὸς ἐξ­πῆλ­θε, καὶ πά­λι γυ­μνὸς πα­ρέ­μει­νε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὰ τό­σα δι­α­δο­χι­κὰ ναυά­για. Καὶ ὅ­μως· αὐ­τὸς ὁ με­γά­λος ἀ­γω­νι­στὴς τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στὴν φτώ­χεια καὶ τὶς δυ­σκο­λί­ες δὲν στα­μά­τη­σε νὰ δο­ξά­ζη καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στῆ τὸν Θε­ό. «Κύ­ριος ἔ­δω­κε, Κύ­ριος ἀ­φεί­λε­το. Εἴ­η τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον…». Ὅ­πως τὸ χρυ­σό στὸ χω­νευ­τή­ρι τὸν δο­κί­μα­σε ὁ Θε­ὸς καὶ κα­τό­πιν τὸν ἐ­πα­νέ­φε­ρε στὴν πα­λιά του δό­ξα.

Νὰ πα­ρά­δειγ­μα κα­τάλ­λη­λο γιὰ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη τά­ξι. Καὶ πλού­σιος καὶ πτω­χός, καὶ ἔν­δο­ξος καὶ ἄ­ση­μος, μπο­ρεῖ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζη τὶς ἐ­νο­τλὲς τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­γα­πᾶ τὸν Θε­ό, τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει μὲ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν του. «Ἐ­ὰν ά­γα­πᾶ­τε με, τὰς ἐν­το­λὰς τὰς ἐ­μὰς τη­ρή­σα­τε» μᾶς δι­δά­σκει ὁ ἀ­ψευ­δέ­στα­τος λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Ἡ τή­ρη­σις τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ ἀρ­ρα­βώ­νας τῆς μελ­λού­σης Βα­σι­λεί­ας.

Δὲν πι­στεύ­ω νὰ ὑ­πάρ­χη Χρι­στια­νὸς ποι­ὺ νὰ ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ τὴν σω­τη­ρί­α μας ἡ τή­ρη­σις τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λοι ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐ­πι­τα­κτι­κὸ κα­θῆ­κον μας.

Ἀλ­λ’ ἄν ρί­ξου­με ἕ­να βλέμ­μα στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ὴ τῶν Χρι­στια­νῶν θὰ δι­α­πι­στώ­σου­με τὸ ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θε­το. Ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ὁ­ποί­ας δὲν ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ; Τὰ αἴ­τια, ἀ­γα­πη­τοί μου, εἶ­ναι δύ­ο, καὶ γι’ αὐ­τὰ τὰ αἴ­τια θὰ ἀ­να­φερ­θῶ στὴν ἀ­γά­πη σας καὶ θὰ τὰ ἀ­να­πτύ­ξω, ὅ­σο μπο­ρῶ, μὲ τὴν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ.

Πρῶ­το ἐμ­πό­διο. Ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που

Πρῶ­το ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὰ ­πά­θη καὶ τὶς ὅ­ποι­ες ἀ­δυ­να­μί­ες της. Ἄλ­λες εἶ­ναι οἱ ἐν­τολ­ὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἄλ­λες οἱ ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς σάρ­κας. Ἡ­δυ­πά­θεια ­καὶ κα­τα­χρή­σεις, κα­τα­κρί­σεις καὶ δο­λι­ό­τη­τες, ὅρ­κοι καὶ ἐ­πι­ορ­κί­ες, φθό­νοι καὶ φό­νοι· νὰ τὰ χρώ­μα­τα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μπο­ροῦ­με νὰ ζω­γρα­φή­σου­με τὴν εἰ­κό­να τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας.

Ἀ­πὸ τὴν μιὰ με­ριὰ μᾶς προ­σκα­λεῖ ὁ Θε­ὸς στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἡ κα­λο­πέ­ρα­σι μᾶς ἐμ­πο­δί­ζουν νὰ βγοῦ­με ἀ­πὸ τὴν οἰ­κί­α. Δί­νει ὁ Θε­ὸς ὡς ἐν­το­λὴ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἀλ­λὰ ἡ σάρ­κα τοῦ ἀν­θρώ­που ἀν­τι­στέ­κε­ται. Ἄν συγ­κεν­τρώ­σου­με πλοῦ­το γιὰ δέ­κα γεν­νι­ές, πά­λι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα θὰ ἔ­χη τὸν φό­βο μή­πως δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὸς αὐ­τὸς ὁ πλοῦ­τος. Ἀ­μέ­τρη­τα ὄ­νει­ρα εὐ­τυ­χί­ας στη­ρί­ζου­με πά­νω σὲ ἕ­να ἄν­θος, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­σκορ­πί­ζει ὁ ἄ­νε­μος.

Ὁ Θε­ὸς δί­νει ἐν­το­λὴ νὰ ἀ­γα­πᾶ­με καὶ τὸν ἐ­χθρό μας ἀ­κό­μη. Ὁ ἄν­θρω­πος μι­σεῖ καὶ τὸν ἀ­δελ­φο του τὸν ἴ­διο. Ὁ Θε­ὸς λέ­γει νὰ χαι­ρώ­μα­στε μὲ ὅ­σους χαί­ρον­ται καὶ νὰ λυ­πού­μα­στε μὲ ὅ­σους λυ­ποῦν­ται. Ἐ­μεῖς κά­νου­με τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­ρι­βῶς· Ἡ φή­μη καὶ ἡ πρό­ο­δος τοῦ πλη­σί­ον, ἀν­τί νὰ μᾶς δί­νουν χα­ρά. με­τα­τρέ­πον­ται στὸ σα­ρά­κι τοῦ φθό­νου, ποὺ τρώ­ει τὰ σω­θι­κά μας. Ὅ­ταν αὐ­ξά­νε­ται ἡ πρό­ο­δος τοῦ πλη­σί­ον, αὐ­ξά­νε­ται καὶ τὸ δι­κό μας τὸ μί­σος ἐ­ναν­τί­ον του. Ἡ δι­κή μας εὐ­τυ­χί­α τό­τε πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται, ὅ­ταν πε­ρι­ο­ρί­ζων­ται καὶ οἱ σκι­ὲς τῶν δέν­δρων, ὅ­ταν βγαί­νη ὁ ἥ­λιος καὶ ἀ­νε­βαί­νη στὸν οὐ­ρα­νό.

Ὁ Θε­ὸς δί­νει τὴν ἐν­το­λὴ ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στια­νοῦ νὰ εἶ­ναι πάν­το­τε ἡ ἀ­λή­θεια. Τὸ ναι ναι καὶ τὸ ὄ­χι, ὄ­χι. Ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται τὸ θέ­λη­μα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σάρ­κας. Ἄλ­λα λέ­νε τὰ χεί­λη, ἄλ­λα αἰ­σθά­νε­ται ἡ καρ­διά καὶ ἄλ­λα ἔ­χου­με στὸν  νοῦ μας. Οἱ συ­ν­δι­α­λέ­ξεις μας εἶ­ναι κα­λο­με­λε­τη­μέ­να ψεύ­δη μὲ τὸ πρό­σχη­μα τῆς φι­λί­ας καὶ τῆς φι­λο­φρο­νή­σε­ως.

Ὁ Θε­ὸς δί­νει ἐν­το­λὴ νὰ θε­ω­ροῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον ὡς μέ­λη τῆς ἴ­διας οἰ­κο­γέ­νειας. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ὅ­μως σάρ­κα καὶ ἡ ἀ­πλη­στί­α τῆς σάρ­κας ὁ­πλί­ζουν τὸν ἀ­δελ­φὸ κα­τὰ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ καὶ σπά­ει τοὺς στε­νώ­τε­ρους δε­σμοὺς τῆς φι­λί­ας καὶ τῆς συγ­γέ­νειας.

Δί­και­α ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρὸς τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι οἱ κό­λα­κες. Δί­και­α λοι­πὸν καὶ μεῖς μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ὁ χει­ρό­τε­ρος κό­λα­κας εἶ­ναι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα. Ὅ­ταν ἐ­κτε­λέ­σου­με ὅ­λες τὶ­ςἐ­πι­θυ­μί­ες της θὰ­ πα­ρα­με­λή­σου­με τὴν ἐκ­πλή­ρω­σι ὅ­λων τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ καὶ θὰ γί­νου­με ἕρ­μαι­οι τῶν πα­θῶν μας. Θὰ μοι­ά­σου­με μὲ τὸ φυ­τὸ ἐ­κεῖ­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­σπά­σθη­κε ἀ­πὸ τὸν βρά­χο τῆς πα­ρα­λί­ας, ἔ­πε­σε στὸν ἀ­φρὸ τῶν κυ­μά­των καὶ πε­ρι­φέ­ρε­ται ἐ­δῶ καὶ ἐ­κεῖ.  Λέ­γ­ει καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος· «Ποι­οῦν­τες τὰ θε­λή­μα­τα τῆς σαρ­κός, γι­νό­με­θα τέ­κνα ὀρ­γῆς», δη­λα­δὴ Ὅ­ταν κά­νου­με τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς σάρ­κας, προ­κα­λοῦ­με τὴν ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ (Ἐ­φεσ 2,3).

Δεύ­τε­ρη αἰ­τί­α· ὁ κό­σμος

Δεύ­τε­ρο ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐκ­πλή­ρω­σι τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ, νο­μί­ζω ὅ­τι πα­ρου­σι­ά­ζε­ται αὐ­τὸς ὁ κό­σμος στὸν ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­μα­στε με­τὰ τὴν πτῶ­σι. «Ἡ φι­λί­α τοῦ κό­σμου ἔ­χθρα τῷ Θε­ῷ ἐ­στι», δη­λα­δὴ Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ κό­σμο, εἶ­ναι ἔ­χθρα ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ, λέ­γει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος ὁ Ἀ­δελ­φό­θε­ος (Ἰ­άκ. 4,4).

Πράγ­μα­τι· ἄν ρί­ξη κα­νεὶς ἕ­να ἐ­ξε­τα­στι­κὸ βλέμ­μα θὰ δι­α­πι­στώ­ση ὅ­τι πράγ­μα­τι ὁ κό­σμος ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να σο­βα­ρὸ ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Χύ­νει λά­δι στὴν φω­τιὰ τῆς σάρ­κας.

Πό­σες φο­ρὲς ἀ­πο­φα­σί­ζου­με νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ πό­σες φο­ρὲς βρίσκουμε τὸν κό­σμο ἀν­τί­θε­το σὲ αὐ­τὸ ποὺ θέ­λου­με νὰ κά­νου­με; Σή­με­ρα ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ ἐ­φαρ­μό­σω τὶς ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Πα­ρα­τη­ρῶ τὴν ὁ­δὸ στὴν ὁ­ποί­α μὲ προ­σκα­λεῖ νὰ βα­δί­σω ὁ νό­μος τοῦ Θε­οῦ· τὴν βλέ­πω στε­νὴ καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ θλί­ψεις καὶ στε­νο­χώ­ρι­ες καὶ λί­γοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν. Πα­ρα­τη­ρῶ καὶ τὴν ο­δὸ στὴν ὁ­ποί­α μὲ προ­σκα­λεῖ ὁ κό­σμος νὰ τὴν βα­δί­σω· τὴν βλέ­πω πλα­τειὰ καὶ ἄ­νε­τη. Λε­ω­φό­ρο ὁ­λό­κλη­ρη καὶ πολ­λοὶ εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ τὴν ἀ­κο­λου­θοῦν. Πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­τι λάμ­πει ὅ­πως ἡ φω­τιά. Δὲν πα­ρα­τη­ρῶ ὅ­μως καὶ­ει σὰν φω­τιὰ ὅ­σους τὴν πλη­σιά­ζουν. Πα­ρα­τη­ρῶ τὴν ἄλ­λη ὅ­τι εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀγ­κά­θια καὶ τρι­βό­λια. Βλέ­πω τὴν ἄλ­λη στρωμ­μέ­νη μὲ κρί­να καὶ τρι­αν­τά­φυλ­λα.. Ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι τοὺς μό­χθους τῆς πρώ­της, σκέ­πτο­μαι ὅ­μως καὶ τὰ θέλ­γη­τρα τῆς δεύ­τε­ρης. Ἀ­γω­νί­ζο­μαι νὰ εἰ­σέλ­θω «διὰ τῆς στε­νῆς πύ­λης», ἀλ­λὰ τὸ βλέμ­μα μου εἶ­ναι στραμ­μέ­νο στὴν πλα­τειὰ καὶ ἄ­νε­τη πύ­λη τοῦ κό­σμου. Προ­χω­ρῶ, ἀλ­λὰ χά­νω τὸ θάρ­ρος μου, καὶ νὰ ξαφ­νι­κὰ βρί­σκο­μαι νὰ βα­δί­ζω καὶ ἐ­γὼ μα­ζὶ μὲ ὅ­λο τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν πλα­τεί­α ὁ­δό ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πώ­λεια. «Οὐ­δεὶς ἐ­πι­βα­λὼν τὴν χεῖ­ρα αὐ­τοῦ ἐ­π’ ἄ­ρο­τρον καὶ βλέ­πων εἰς τὰ­ ὀ­πί­σω, εὔ­θε­τός ἐ­στιν εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν τῶν οὐ­ρα­νῶν»· δη­λα­δὴ ὅ­ποι­ος βά­ζει τὸ χέ­ρι του στὸ ά­λέ­τρι καὶ κοι­τά­ζει πρὸς τὰ πί­σω, δὲν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λος γιὰ τὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, λέ­γει τὸ στό­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Θέ­λου­με οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ· ἀλ­λὰ συγ­χρό­νως θέ­λου­με νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σου­με καὶ ὅ­λες τὶς ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς σάρ­κας ποὺ ἀν­τι­στρα­τεύ­ε­ται στὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Τὸν ἕ­να πα­ρα­σύ­ρει ἡ φι­λαυ­τί­α, τὸν ἄλ­λον ἡ κε­νο­δο­ξί­α, ὅ­λους τοὺς πα­ρα­σύ­ρει ὁ κό­σμος. Μᾶς προ­σκα­λεῖ ὁ Θε­ὸς. Ἀλ­λὰ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι αἰχ­μά­λω­τοι στὰ ἄγ­κι­στρα τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ κό­σμου. Ἔ­τσι ὅ­που ὁ κό­σμος ρί­χνει ἄ­φθο­νο τὸ δό­λω­μα, ἐ­κεῖ τρέ­χουν ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοί.

Πρό­κει­ται νὰ δώ­σου­με τὰ χρή­μα­τά μας στὶς ἡ­δο­νὲς καὶ τὶς ἀ­πο­λαύ­σεις, στὰ κέν­τρα τῶν δι­α­σκε­δά­σε­ων καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας; Πα­ρόν­τες ὅ­λοι οἱ χρι­στια­νοί. Καὶ ἄς ξη­με­ρώ­νει ἡ Κυ­ρια­κή. Ἀρ­γί­α εἶ­ναι ὄ­χι βε­βαι­α ἀρ­γί­α γιὰ τὸν Θε­ό. Γιὰ κά­ποι­ον ἄλ­λον. Πρό­κει­ται νὰ δώ­σου­με τὸν ὀ­βο­λό μας σὲ κά­ποι­ο ἔρ­γο τῆς ἐκ­κλη­σί­ας ἤ σὲ κά­ποι­ον συ­νάν­θρω­πο ποὺ ὑ­πο­φέ­ρει; Ἄ­φαν­τοι οἱ χρι­στια­νοί.

Λυ­πη­ρὸ εἶ­ναι νὰ λέ­η κα­νεὶς ὅ,τι μαρ­τυ­ρεῖ γιὰ τοὺς χρι­στια­νοὺς ἡ ση­με­ρι­νὴ πνευ­μα­τι­κὴ μας κα­τά­στα­σις. Σάρ­κα καὶ κό­σμος εἶ­ναι σή­με­ρα τὰ δύ­ο εἴ­δω­λα ποὺ λα­τρεύ­ουν οἱ χρι­στια­νοί καὶ λη­σμό­νη­σαν τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Λέ­γει ὁ Κύ­ριος· «Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λεύ­ειν· ἢ γὰρ τὸν ἕ­να μι­σή­σει καὶ τὸν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἤ τοῦ ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται καὶ τοῦ ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει»· δη­λα­δή· Κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι δοῦ­λος σὲ δύ­ο κυ­ρί­ους· δι­ό­τι ἢ θὰ μι­σή­ση τὸν ἕ­να καὶ θὰ ἀ­γα­πή­ση τὸν ἄλ­λον, ἢ θὰ στη­ρι­χθῆ στὸν ἕ­να καὶ θὰ πε­ρι­φρο­νή­ση τὸν ἄλ­λον (Ματθ. 6,24).

Δὲν ἦ­ταν ὅ­μως καλ­λί­τε­ρη καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­στα­σις ὡ­ρι­σμέ­νων χρι­στια­νῶν καὶ στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ὡς ὁ χρυ­σὸς αἰ­ώ­νας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό­τε ποὺ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ὁ λό­γος τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­ψα­χνε νὰ βρῆ πι­στὸ χρι­στια­νό μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς δὲν εὕ­ρι­σκε χρι­στια­νό, ἀλ­λὰ οὔ­τε ἄν­θρω­πο. Ἄς τὸν πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με γιὰ λί­γο. Ὁ λό­γος του εἶ­ναι δι­α­χρο­νι­κός.

«Βλέ­πω ὅ­τι πολ­λοὶ γί­νον­ται με­τὰ τὸ βά­πτι­σμα πιὸ ἀ­δι­ά­φο­ροι ἀ­πὸ τοὺς ἀ­βά­πτι­στους καὶ δὲν ἔ­χουν κα­νέ­να βα­σι­κὸ γνώ­ρι­σμα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Γι' αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ γνω­ρί­σῃ κα­νεὶς ἀ­μέ­σως οὔ­τε στὴν ἀ­γο­ρὰ οὔ­τε στὴν ἐκ­κλη­σί­α ποι­ὸς εἶ­ναι καὶ ποι­ὸς δὲν εἶ­ναι ὁ πι­στός, ἐ­κτὸς ἂν προ­σέ­ξῃ κα­νεὶς τὴν ὥ­ρα τῆς τε­λέ­σε­ως τῶν μυ­στη­ρί­ων καὶ δῆ ἄλ­λους νὰ ἐ­ξέρ­χων­ται καὶ ἄλ­λους νὰ πα­ρα­μέ­νουν μέ­σα. Ἔ­πρε­πε ὅ­μως νὰ γνω­ρί­ζων­ται ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν τό­πο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸν τρό­πο. Εὔ­λο­γα βέ­βαι­α τὰ κο­σμι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα γί­νον­ται ὁ­λο­φά­νε­ρα ἀ­πὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ση­μά­δια. Ἡ δι­κὴ μας ὅ­μως ἀ­ξί­α πρέ­πει νὰ πη­γά­ζη ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή. Δι­ό­τι ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ δι­α­κρί­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴ συμ­με­το­χὴ του στὰ μυ­στή­ρια ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν νέ­α του ζω­ή.

Ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ εἶ­ναι πη­γὴ φω­τὸς καὶ ἁ­λά­τι τοῦ κό­σμου. Ὅ­ταν ὅ­μως δὲν εἶ­σαι εἰ­λι­κρι­νὴς οὔ­τε μὲ τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ ὅ­ταν δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζης οὔ­τε τὴν δι­κὴ σου τὴν γάγ­γραι­να, ἀ­πὸ ποῦ θὰ σὲ γνω­ρί­σω τέ­λος πάν­των; Ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι ἔ­λα­βες μέ­ρος στὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας εὐ­χα­ρι­στί­ας; Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ κα­τα­λή­γει νὰ εἶ­ναι αἰ­τί­α τῆς τι­μω­ρί­ας σου. Δι­ό­τι τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­ξι­ώ­μα­τα ἐ­πι­σύ­ρουν με­γα­λύ­τε­ρη ποι­νὴ γιὰ ἐ­κεί­νους πού δι­α­λέ­γουν τρό­πο ζω­ῆς ἀ­νά­ξιο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός των.

Πρέ­πει, λοι­πόν, ὁ πι­στὸς νὰ ἀ­κτι­νο­βο­λῆ ὄ­χι μό­νο μὲ ὅ­σα τοῦ ἒ­δω­σε ὁ Θε­ὸς ἀλ­λὰ καὶ μὲ ὅ­σα κά­νει ὁ ἴ­διος καὶ ἀ­πὸ ὅ­λα νὰ δι­α­κρί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὸ βά­δι­σμα καὶ ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα καὶ ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­σι κι ἀ­πὸ τὴν φω­νή. Αὐ­τά τὰ λέ­γω ὄ­χι γιὰ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με στὴ ζω­ὴ μας τὴν ἐ­πί­δει­ξι, ἀλ­λὰ τὴν ὠ­φέ­λεια ἐ­κεί­νων πού μᾶς βλέ­πουν.

Τώ­ρα ὅ­μως, ἀ­πὸ ὅ,τι κι ἂν ζη­τή­σω νὰ σὲ γνω­ρί­σω, σὲ βρί­σκω νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­σαι πάν­το­τε μὲ τὰ ἀν­τί­θε­τα. Ἂν π.χ. θέ­λω νὰ σὲ γνω­ρί­σω ἀ­πὸ τὸν τό­πο, σὲ βρί­σκω νὰ περ­νᾶς τὴν μέ­ρα σου στὰ ἱπ­πο­δρό­μια, στὰ θέ­α­τρα καὶ σὲ ἁ­μαρ­τω­λοὺς τό­πους, σὲ ἐ­πι­λή­ψι­μες συγ­κεν­τρώ­σεις, στὴν ἀ­γο­ρὰ καὶ σὲ συ­να­να­στρο­φὲς μὲ δι­ε­φθαρ­μέ­νους ἀν­θρώ­πους∙ ἂν σὲ κρί­νω μὲ κρι­τή­ριο τὸ ὕ­φος τοῦ προ­σώ­που σου, σὲ βλέ­πω νὰ καγ­χά­ζης συ­νέ­χεια καὶ νὰ εἶ­σαι ἀ­φη­ρη­μέ­νος σὰν γε­λοί­α καὶ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη ἑ­ταί­ρα.

 Ἂν ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά σου, σὲ βλέ­πω νὰ μὴ βρί­σκε­σαι σὲ κα­λύ­τε­ρη κα­τά­στα­σι ἀ­πὸ τοὺς θε­α­τρί­νους∙ ἂν ἀ­πὸ τοὺς συ­νο­δοὺς σου, ἔ­χεις κον­τά σου πα­ρα­σί­τους καὶ κό­λα­κες∙ ἂν ἀ­πὸ τὰ λό­για σου, δὲν σὲ ἀ­κού­ω νὰ λές κά­τι τὸ συ­νε­τό, οὔ­τε τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το οὔ­τε τὸ σπου­δαῖ­ο γιὰ τὴ ζω­ὴ μας. Ἂν ἀ­πὸ τὰ φα­γη­τά σου, ἡ ἐ­πί­κρι­σις στὸν το­μέ­α αὐ­τὸ θὰ εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρη.

Ἀ­πό τί, λοι­πόν, ἀ­πάν­τη­σέ μου, θὰ μπο­ρέ­σω νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σω ἐ­σέ­να τὸν πι­στό, ἀ­φοῦ ὅ­λα τὰ πα­ρα­πά­νω βε­βαι­ώ­νουν τὸ ἀν­τί­θε­το; Ἀλ­λὰ για­τὶ ὁ­μι­λῶ γιὰ πι­στό; Ἀ­φοῦ δὲν μπο­ρῶ νὰ κα­τα­λά­βω μὲ σι­γου­ριὰ ἂν εἶ­σαι ἂν­θρω­πος. Ὅ­ταν λα­κτί­ζης σὰν ὄ­νος καὶ πη­δᾶς ὅ­πως ὁ ταῦ­ρος καὶ χρε­με­τί­ζης γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες ὅ­πως ὁ ἵπ­πος καὶ εἶ­σαι λαί­μαρ­γος ὅ­πως ἡ ἀρ­κού­δα καὶ πα­χαί­νης τὸ σῶ­μά σου σὰν ἡ­μί­ο­νος καὶ μνη­σι­κα­κῆς ὅ­πως ἡ κα­μή­λα καὶ ἁρ­πά­ζης ὅ­πως ὁ λύ­κος, ὀρ­γί­ζε­σαι ὅ­πως τὸ φί­δι, δαγ­κώ­νης ὅ­πως ὁ σκορ­πιός, εἶ­σαι ὕ­που­λος ὅ­πως ἡ ἀ­λε­πού, ἔ­χῃς μέ­σα στὴν ψυ­χή σου δη­λη­τή­ριο ὅ­πως ἡ κόμ­πρα καὶ ἡ ὀ­χιὰ καὶ κά­νης πό­λε­μο κα­τὰ τῶν ἀ­δελ­φῶν σου ὅ­πως ὁ πο­νη­ρὸς ἐ­κεῖ­νος δι­ά­βο­λος, πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ σὲ ὑ­πο­λο­γί­ζω με­τα­ξὺ τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀ­φοῦ βλέ­πω νὰ ἔ­χῃς αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά;

Ἐ­νῶ ἀ­να­ζη­τῶ τὴν δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ πι­στοῦ καὶ κα­τη­χου­μέ­νου, ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ μὴ βρῶ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ ἀν­θρώ­που καὶ θη­ρί­ου.

Τὶ νὰ σὲ ὀ­νο­μά­σω λοι­πόν; Θη­ρί­ο; Τὰ θη­ρί­α ὅ­μως ἔ­χουν ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τά τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τα. Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα, ἀ­φοῦ τὰ συγ­κέν­τρω­σες ὅ­λα μα­ζί, προ­χω­ρεῖς πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ζῳ­ώ­δη κα­τά­στα­σι ἐ­κεί­νων. Νὰ σὲ ἀ­πο­κα­λέ­σω σα­τα­νᾶ; Ἀλ­λὰ ὁ σα­τα­νᾶς οὔ­τε κοι­λι­ό­δου­λος εἶ­ναι, οὔ­τε εἶ­ναι ἐ­ρω­τευ­μέ­νος μὲ τὰ χρή­μα­τα. Ἀ­πάν­τη­σέ μου λοι­πόν. Πῶς θὰ σὲ ἀ­πο­κα­λῶ ἂν­θρω­πο, ὅ­ταν ἔ­χης πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­λατ­τώ­μα­τα ἀ­πὸ τὰ θη­ρί­α καὶ ἀ­πὸ τὸν σα­τα­νᾶ; Καὶ ἂν δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ σὲ λέ­γω ἄν­θρω­πο, πῶς θὰ σὲ ἀ­πο­κα­λέ­σω πι­στό; Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι βέ­βαι­α ὅ­τι, ἐ­πει­δὴ ἔ­χου­με τό­ση κα­κί­α, δὲν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι ἡ ψυ­χὴ μας ἔ­χα­σε τὴν ὀ­μορ­φιά της, οὔ­τε κα­τα­νο­οῦ­με τὴν ἀ­σχή­μια της. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν βρί­σκε­σαι στὸ κου­ρεῖ­ο καὶ πε­ρι­ποι­εῖ­σαι τὴν κό­μη σου, παίρ­νεις τὸν κα­θρέ­πτη καὶ ἐ­ξε­τά­ζεις μὲ με­γά­λη προ­σο­χὴ τὴν γε­νι­κὴ εἰ­κό­να τῶν μαλ­λι­ῶν σου καὶ ῥω­τᾶς τοὺς πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους καὶ τὸν κου­ρέ­α τὸν ἴ­διο, ἂν τα­κτο­ποί­η­σε ὡ­ραῖ­α τὸ μπρο­στι­νὸ τμῆ­μα της. Καί, ἂν καὶ εἶ­σαι γέ­ρος, δὲν ντρέ­πε­σαι νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κης συ­χνὰ νε­α­νι­κὴ ἐμ­φά­νι­σι. Καὶ δὲν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε κα­θό­λου ὅ­τι ἡ ψυ­χή μας δὲν ἔ­χα­σε ἀ­πλῶς τὴν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λὰ ἔ­γι­νε σὰν τὰ θη­ρί­α, ἔ­γι­νε, ὅ­πως λέ­ει ὁ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸς μῦ­θος, Σκύλ­λα ἢ Χί­μαι­ρα. Ἂν καὶ ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α καὶ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­σι αὐ­τὴ πνευ­μα­τι­κὸς κα­θρέ­πτης, καὶ μά­λι­στα πο­λὺ κα­λύ­τε­ρος ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο καὶ χρη­σι­μώ­τε­ρος. Δι­ό­τι δὲν δεί­χνει μό­νον ἂν ἒ­χα­σε τὴν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λά, ἂν θέ­λου­με, τῆς δί­δει καὶ ἀ­πίστευ­τη ὀ­μορ­φιά. (Κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Δ΄ Ε­ΠΕ 9,136-142. PG  57,48).

 

Ὅ­ταν λέ­η ὅ­μως αὐ­τὰ ὁ ἅ­γιος δὲν ἐν­νο­εῖ ὅ­τι πρέ­πει κά­ποιος νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψη τὸν κό­σμο καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του καὶ νὰ πά­η σὲ κἀ­ποι­α κα­λύ­βη ἢ σὲ κά­ποι­ο μο­να­στή­ρι γιὰ νὰ ἐ­κτε­λέ­ση ἀ­πε­ρί­σπα­στα τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ὄ­χι, το­νί­ζει καὶ πά­λι, ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. «Δὲν λέ­ω νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­τε τὶς πό­λεις καὶ τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές σας, ἀλ­λὰ ἐ­νῶ εἶ­σαι μέ­σα στὴν πό­λι δεῖ­ξε ἔμ­πρα­κτα τὴν ἀ­ρε­τή σου». Ὁ Προ­φή­της Δα­βίδ ἦ­ταν καὶ βα­σι­λιὰς καὶ πο­λι­τι­κὸς καὶ ἄ­ρι­στος πο­λε­μι­στής. Ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ἐγ­κα­τέ­λι­πε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ, οὔ­τε πα­ρα­με­λοῦ­σε τὰ κα­θή­κον­τα καὶ τὶς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις ποὺ εἶ­χε στὸν κό­σμο. Μέ­σα στὸ πλῆ­θος τῶν δη­μο­σί­ων ὑ­πο­θέ­σε­ων χω­ρὶς φό­βο μπο­ροῦ­σε νὰ λέ­η· «Κύ­ρι­ε, ἑ­πτὰ φο­ρὲς τὴν ἡ­μέ­ρα σὲ δο­ξο­λό­γη­σα γιὰ τὶς δί­και­ες κρί­σεις τῆς ννο­μο­θε­σί­ας σου καὶ τῆς ἀν­τα­πο­δό­σε­ώς σου» (Ψαλμ. 118,164). Με­σά­νυ­κτα ση­κω­νό­ταν ἀ­πὸ τὸ κρεβ­βά­τι του γιὰ νὰ δο­ξο­λο­γή­ση τὸν Θε­ό· «Με­σο­νύ­κτιον ἐ­ξε­γει­ρό­μην τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γή­σα­σθαι τῷ ὀ­νό­μα­τί σου», δη­λα­δή· Γε­μᾶ­τος ἀ­πὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη σηκ­ων­ό­μουν τὰ με­σά­νυ­κτα γιὰ νὰ σὲ δο­ξο­λο­γή­σω καὶ νὰ σὲ ἀ­νυ­μνή­σω γιὰ τὰ δί­και­α πα­ραγ­γέλ­μα­τα τοῦ νό­μου σου, μὲ τὴν τή­ρη­σι τῶν ὁ­ποί­ων σώ­θη­κα ἀ­πὸ τὶς πα­γί­δες.

Ὁ Θε­ὸς μᾶς χά­ρι­σε τὰ πάν­τα· ἀ­ξι­ώ­μα­τα, τι­μές, πλού­τη,  καὶ ὅ,τι ἄλ­λο μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νη γὰ τὴν δι­κή μας σω­τη­ρί­α, γιὰ νὰ τὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με γιὰ τὴν τή­ρη­σι τῶν ἐν­τολ­λῶν του. «Ὅ­λα ἔ­γι­ναν γιὰ μᾶς» ἀ­να­φω­νεῖ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος (Α΄ Κορ. 1,15).

Σοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς παι­διά καὶ ἐ­νῶ ἐ­σὺ βρί­σκε­σαι στὰ βα­θειὰ γεν­ρά­μα­τα τὰ βλέ­πεις καὶ τὰ χαί­ρε­σαι σὰν ὄρ­θια κυ­πα­ρίσ­σια μπρο­στά σου; Ἀ­νά­θρε­ψέ τα λοι­πόν μὲ τὴν παι­δεί­α καὶ τὴν νου­θεσία τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μὲ τὸ τρό­πο τῆς ζω­ῆς σου δεῖ­ξε καὶ σὲ αὐ­τὰ τὸν δρό­μο ποὺ ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὴν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Σοῦ χά­ρισε ὁ Θε­ὸς πλού­τη καὶ δό­ξα; Μὴ ξε­χά­νης ὅ­τι μπο­ρεῖς μὲ τὸν πλοῦ­το καὶ τὴν ἐ­ξου­σί­α ποὺ σοῦ ἔ­χουν χα­ρί­σει νὰ φα­νῆς χρή­σι­μος στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὴν κοι­νω­νί­α γιὰ νὰ δο­ξά­ζε­ται ἔ­τσι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ Θε­ός. Σὲ στέ­ρη­σε ὁ Θε­ὸς τὰ κο­σμι­κὰ ἀ­γα­θά; Μὴν κα­τη­γο­ρῆς τὸν Θε­ὸ καὶ μὴ φθο­νῆς τὸν πλη­σί­ον σου. Αὐ­τὸς ὁ κό­σμος εἶ­ναι γιὰ ὅ­λους μί­α πα­λαί­στρα, ἕ­νας στί­βος ποὺ ὅ­λοι ἀ­γω­νί­ζον­ται μὲ τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς στε­νο­χώ­ρι­ες. Οἱ χα­ρές του εἶ­ναι ὅ­πως τὰ φῶ­τα ἐ­κεῖ­να, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­νά­βουν γιὰ λί­γη ὥ­ρα καὶ κα­τό­πιν ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται καὶ φεύ­γουν. Ἔ­τσι ὅ­ταν το­πο­θε­τή­σου­με μέ­σα στὴν ψυ­χή μας τὰ πράγ­μα­τα τοῦ κό­σμου, ὅ­λοι μας μπο­ροῦ­με νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν ὅ­μως τὸν κό­σμο αὐ­τὸν τὸν πρό­σκαι­ρο τὸν θε­ω­ροῦ­με ὡς σκο­πὸ τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας καὶ ὄν­τας μέ­σα στὸν κό­σμο λη­σμο­νοῦ­με τὸν Θε­ὸ καὶ τὴν Ἐ­κλη­σί­α του καὶ δὲν θυ­σι­ά­ζου­με με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ἀ­γα­θά του γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, τό­τε εἴ­μα­στε δοῦ­λοι τοῦ κό­σμου καὶ τό­τε ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἕ­να πο­λὺ με­γά­λο ἐμ­πό­διο γιὰ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ.

Ἀλλὰ και­ρὸς εἶ­ναι νὰ βγά­λου­με ἀ­πὸ τὴν μέ­ση τὰ ὅ­σα ­ἐμ­πό­δια ὑ­πάρ­χουν γιὰ να μπο­ρέ­σου­με νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐ­ντο­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ κό­σμου αὐ­τοῦ, ὁ πλοῦ­τος καὶ ἡ δό­ξα εἶ­ναι ἄ­στα­τες θε­ό­τη­τες, ὅ­πως ἄσ­τατ­οι εἶ­ναι καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ τὰ λα­τρεύ­ουν. Τρο­χὸς εἶ­ναι ὁ κόσμ­ος αὐ­τὸς καὶ τὸ μέλ­λον ἄ­γνω­στο καὶ ἡ τύ­χη ἀ­ό­ρα­τη. Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ ὀ­νο­μά­ση δι­κό του κά­ποι­ο μέ­ρος τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τέ­χει; ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πῆ ὅ­τι πράγ­μα­τι αὐ­τὴ ἡ σπι­θα­μὴ τῆς γῆς εἶ­ναι δι­κή του; Μό­νο γιὰ ἕ­να κομ­μά­τι γῆς μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι μᾶς ἀ­νή­κει, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεῖ­νο εἶ­ναι προ­σω­ρι­νό μας κτῆ­μα. Τὸ μέ­ρος ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει ἕ­νας τά­φος. Σή­με­ρα ἐ­πι­κρα­τεῖ γα­λή­νη καὶ κα­λω­σύ­νη, αὔ­ριον τρι­κυ­μί­α καὶ με­γά­λη θα­λασ­σο­τα­ρα­χή. Σή­με­ρα οἰ­κο­δο­μοῦ­με τὰ μέ­γα­ρα τῶν χρυ­σῶν καὶ με­γά­λων μας ἐλ­πί­δων, ἀλ­λὰ ξα­φνι­κὰ ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ ψη­λὰ γε­λά­ει μὲ τὰ σχέ­διά μας. Καὶ σὲ μί­α ἀ­να­πάν­τε­χη στιγ­μὴ τὰ βλέ­που­με ὅλ­α σὲ κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτου νὰ σω­ρι­ά­ζων­ται κά­τω.

Μά­ται­α καὶ ἄ­στα­τα καὶ πρό­σκαι­ρα εἶ­ναι τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ κόσ­μου, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­κτι­μοῦ­με πε­ρισσσό­τε­ρο α­πὸ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Πρό­σε­ξε πῶς φεύγουν οἱ ἄν­θρ­ω­ποι ὅ­πως οἱ σκι­ές. Πρό­σε­ξε πῶς περ­νοῦν οἱ γε­νε­ὲς σὰν τὰ κύμ­μα­τα. Σή­με­ρα ἄ­φο­β­οι καὶ ἀ­τρό­μη­τοι πέ­φτου­με μέ­σα στὰ κύ­μα­τα, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὶς ἀ­νάγ­κες τοῦ κό­σμου, ἀλ­λὰ ξα­φ­νι­κὰ ὁ ὠ­κε­α­νὸς ἄλ­λον τὸν κα­τα­πνί­γει σὲ ἄ­γνω­στο βά­θος, ἄλ­λον τὸν κα­τα­βρο­χθί­ζει στὰ­ ἔγ­κα­τά του καὶ φεύ­γει ἔ­τσι ἀ­δι­ά­βα­στος, ὅ­πως λέ­γε­ται, ἄλ­λον ἀν­τὶ γιὰ τοὺς συγ­γε­νεῖς τὸν πε­ρι­συλ­λέ­γουν τὰ θα­λάσ­σια κή­τη, ἄλ­λον πά­λι τὸν ρί­χνει ἡ θά­λασ­σα σκω­λη­κο­φα­γω­μέ­νο στὶς ἀ­κτές της χω­ρὶς­ νὰ μπο­ρέ­ση πλέ­ον κα­νένας νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­ση ποι­ὸς εἶ­ναι.

Σή­με­ρα εἴ­μα­στε ὑ­γι­εῖς καὶ ρω­μα­λέ­οι καὶ πε­ρι­φρο­νοῦ­με τὸν θά­να­το, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι δὲν πρόκει­ται νὰ πε­θά­νου­με. Ξαφ­νι­κὰ ὅ­μως ἔρ­χε­ται μί­α ἄ­γνω­στη ἀ­σθέ­νεια­ καὶ βλέ­πει κα­νεὶς τοὺς ἀν­θρώ­πους σὰν τὰ μα­νι­τά­ρια­ νὰ πέ­φτουν κά­τω ἥ ὅ­πως τὸ στά­χυ τοῦ σι­τα­ριοῦ ὅ­ταν τὸ χτυ­πά­η τὸ χα­λά­ζι, ἤ ὅ­πως τὸ χορ­τά­ρι ὅ­ταν τὸ κό­βη τὸ δρε­πά­νι.

Σή­μερα ­μί­α ὑ­πε­ρή­φα­νη πο­λι­τεί­α ἀ­νυ­ψώ­νε­ται μέ­χρι τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Σὲ λί­γα λε­πτὰ ἕ­να δυ­να­τὸ τσου­νά­μι καὶ δὲν βρί­σκε­ται τί­πο­τε στὸν τό­πο ἐ­κεῖ­νον. Δο­κά­ρια­ πο­ὺ κα­πνί­ζουν πέ­τρες καὶ σέ­δε­ρα καὶ ὅ,τι ἄλλο πε­ταγ­μέ­να παν­τοῦ, γέ­φυ­ρες σι­δερέ­νι­ες νὰ φλέ­γων­ται· ὅ­λα μαρ­τυ­ροῦν ὅ­τι κά­πο­τε ὑ­πῆρ­χε ­μία ­πε­ρή­φα­νη πό­λις, ἡ ὁ­ποί­α σή­με­ρα ἐ­ξα­φανίσ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν χάρ­τη τῆς γῆς. Κά­τω ἀ­πὸ τὰ πέ­τρι­να θε­μέ­λια καὶ τοὺς προ­η­γού­με­νους ὑ­περ­με­γέ­θεις ἐ­κεί­νους οὐ­ρα­νο­ξύ­στες μπο­ρεῖ νὰ φα­να­τα­σθῆ κα­νεὶ­ς ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καὶ τά­φη­καν δε­κά­δες ἤ καὶ ἑ­κα­τον­τά­δες ἀν­θρώ­πι­νες ὑ­πάρ­ξεις. «Οὐ­αί οὐ­αὶ ἡ πό­λις ἡ Βα­βυ­λών, ἡ πό­λις ἡ ἱ­σχυ­ρά ὅ­τι ἐν μιᾷ ὥ­ρᾳ ἦλ­θεν ἡ κρί­σις σου» (Ἀ­πο­κάλ.).

Ξέ­νοι καὶ πα­ρε­πί­δη­μοι εἴ­μα­στε σ’ αὐ­τὸν τὸν κόσ­μο. Ὅ­ταν βέ­βαι­α ὁ κό­σμος μᾶς κα­τα­θέλ­γη, τό­τε δὲν σκε­πτό­μα­στε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ὥ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ κό­σμος μᾶς ἐγ­κλα­τα­λεί­πει, ἔρ­χε­ται ὥ­ρα κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α οἱ φί­λοι μας ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται ἀπὸ κον­τά μας, για­τὶ δὲν μπο­ροῦν πλέ­ον νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν. Ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ποὺ μὲ σκυμ­μέ­νο τὸ­ κε­φά­λι καὶ μὲ βρεγ­μέ­να τὰ μά­τια μας ἀ­πὸ τὸ κλάμ­μα ἐ­πιστρέ­φου­με ἀ­πὸ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ὅ­που πρὶν ἀ­πὸ λί­γο ξε­προβ­ο­δί­σα­με κά­ποι­ον συ­νάν­θρω­πό μας, κά­ποι­ο πρό­σω­πο πο­λὺ ἀ­γα­πη­τό μας, ἔρ­χε­ται ὥ­ρα ποὺ ἡ ζω­ὴ φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ ­πό­δια μας, ὅ­πως ἡ ξη­ρὰ φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ­ πό­δια ἐ­κεί­νου ποὺ ξα­νοί­γε­ται στὸ πέ­λα­γος.

Ἄς πα­ρα­τη­ρή­ση ὁ κά­θε ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς τὰ χρό­νια ποὺ ἔ­χουν πε­ρά­σει. Ἐ­ξα­φανίσ­θ­η­καν σὰν ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο ἢ δυ­σά­ρε­στο ὄ­νει­ρο. Ἄς πα­ρα­τη­ρή­ση καὶ τὸ μέλ­λον. Τὰ χρό­νια ­περ­νοῦν καὶ τὸ ­πέ­ρα­σμα αὐ­τὸ ἀ­σπρί­ζει τὰ μαλ­λιὰ μας. Ἄς πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὸν τά­φο. Κά­ποι­α πλά­κα θὰ κα­λύ­ψη καὶ τὸ δι­κό μας σῶ­μα, τὸ ὁ­ποῖο θὰ πε­ρι­μέ­νη τὴν ἔ­σχα­τη σάλ­πιγ­γα τῆς ἐκ νε­κρῶν ἀ­να­στά­σε­ως γιὰ νὰ δώ­ση λό­γο μα­ζὶ με τὴν ψυ­χή του γιὰ ὅ,τι ἔ­κα­νε. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ τύ­χη τῶν ἐ­φή­με­ρων ἀν­θρώ­πων. Κα­θη­με­ρι­νὰ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες γε­νι­ὲς ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται καὶ αὐτὴ σκό­νι τους ἀ­κόμ­η δι­α­σκορ­πί­ζε­ται. Ποῦ εἶ­ναι οἱ φί­λοι καὶ οἱ πρό­γο­νοι; Ἦλ­θαν καὶ ἀ­πο­ῆλ­θαν ὅ­πῶς τὰ ἄ­στα­τα ρεύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ καὶ σὲ λί­γο καὶ τὰ δι­κά μας τὰ σώ­μα­τα θὰ εἶ­ναι ἄ­γνω­στα ἀ­νά­μεσα σὲ  τό­σα ἄλ­λα.

Κά­ποι­ος βα­σι­λιὰς τῆς Αἰ­γύ­πτου δι­έ­τα­ξε τὸ ἑ­ξῆς στοὺς ὑ­πη­κό­ους του· ὅ­ταν πε­θά­νη νὰ πά­ρουν ἕ­να σά­βα­νο νὰ τὸ ὑ­ψώ­σουν νὰ τὸ δῆ ὅ­λος ὁ ­λα­ὸς καὶ νὰ φω­νά­ξουν δυ­να­τά· Νὰ, ὁ βα­σι­λιὰς ἀ­πὸ ὅ­λο του τὸν πλοῦ­το μό­νον αὐ­τὸ παίρ­νει καὶ μὲ αὐ­τὸ σκε­πά­ζε­ται στὸν τά­φο». Γυ­μνὸς ἐ­ξῆ­λθον ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου γυ­μνὸς καὶ ἀ­πε­λεύ­σο­μαι» ἔ­λε­γε καὶ ὁ πού­α­θλος Ἰ­ώβ.

Τὶ συμ­βαί­νει λοι­πὸν τώ­ρα; Πό­τε ἄ­ρα­γε ἐ­μεῖς ἐ­κτε­λοῦ­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ; Πῶς τὶς ἐ­κτε­λοῦ­με; Ὅ­ταν σὰν τὴν ὀ­χιὰ πα­ρα­τη­ροῦ­με πό­τε θὰ μᾶς δοθῆ ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ χύ­σου­με τὸ δη­­λη­τή­ριο τοῦ φθό­νου, ἄ­ρα­γε τό­τε ἐ­φαρμόζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ; Ὅ­ταν εἴ­μα­στε δε­μέ­νο­ι χει­ρο­πό­δα­ρα ἀ­πὸ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α καὶ βλέ­που­με τὸν πλη­σί­ο­ν μὲ βρεγ­μέ­να τά μά­τια του νὰ τρώ­η ξη­ρὸ ψω­μὶ, καὶ ἄν ὑ­πάρ­χη καὶ αὐ­τό, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξο­φλή­ση τὰ χρέ­η του καὶ τὸν κυ­νη­γοῦν, τό­τε ἐ­μεῖς ποὺ κα­λο­περ­νᾶ­με δίπλα του, ἄ­ρα­γε ἐ­φαρ­μό­ζου­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ;

Ἀ­πο­κρί­νε­ται ὁ Θε­ός. Γι­ὰ­ ποι­ὸ λό­γο σοῦ ἔ­δω­σα τὸν νό­μο καὶ τοὺς Προ­φῆ­τες; Για­τὶ σοῦ ἔ­σε­τει­λα τὸν Υἱ­ό μου καὶ σταυ­ρώ­θη­κε γιὰ σέ­να; Ὄ­χι γιὰ νὰ σὲ ἀ­παλ­λά­ξη ἀ­πὸ τὴν ἁ­μα­­ρτία ­καὶ νὰ σὲ δι­δά­ξη τὶς ἐν­το­λές μου; Γιὰ ποι­ὸ σκο­πό, ἀ­πο­κρί­νε­ται ὁ Σω­τή­ρας μας, α­νέ­βη­κα στὸν Γολ­γο­θᾶ καὶ σταυ­ρώ­θη­κα καὶ πο­τί­σθη­κα μὲ ξύ­δι; Ὄ­χι γιὰ νὰ σὲ δι­δά­ξω νὰ τη­ρῆς τὶς ἐν­το­λές μου;

Γιατὶ ἑτοίμασα δεῖπνο καὶ σὲ κάλεσα διὰ τῶν Αποστόλων μου στὴν Ἐκκλησία μου; Ὄ­χι γιὰ νὰ σὲ δι­δά­ξουν νὰ τη­ρῆς ὅ­σα τοὺς δι­έ­τα­ξα; Γιὰ ποι­ὸ λό­γο, λέ­γουν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὑ­πε­μεί­να­με γιὰ τό­σα μαρ­τύ­ρια καὶ προ­τι­μή­σα­με νὰ δώ­σου­με πο­τα­μοὺς αἱ­μά­των καὶ χορ­τά­σα­με τὰ θη­ρί­α τῆς γῆς καὶ ὑ­πο­φέ­ρα­με ἀ­να­ρίθ­μη­τα μαρ­τύ­ρια; Ὅ­σα κά­να­τε ἐ­σεῖς, ἐ­μεῖς δὲν τὰ κά­νου­με σή­με­ρα. Ὅ­σα σή­με­ρα κά­νου­με ἐ­μεῖς, ἐ­σεῖς οἱ Πα­τέ­ρες μας οὔ­τε τὰ δι­α­νο­η­θή­κα­τε πο­τέ.

Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­γά­πη­σαν τὸν Θε­ὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό τους, ἐ­μεῖς ἀ­γα­πᾶ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἐ­κεῖ­νοι θυ­σί­α­ζαν τὸν κό­σμο γιὰ τὸν Θε­ό. Ἐ­μεῖς θυ­σι­ά­ζου­με τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ κό­σμου. Πό­σο δι­α­φέ­ρου­με ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους!

Νὰ πῶς οἱ χρι­στια­νοὶ πα­τοῦν στὰ πτώ­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, πῶς ὁ ἕ­νας σκά­βει τὸν λάκ­κο τοῦ ἄλ­λου! Ποῦ εἶ­ναι τὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να ποὺ οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες θαύ­μα­ζαν τοὺς Χρι­στια­νοὺς λέ­γον­τας· Προ­σέξ­τε πῶς ἀ­γα­πᾶ ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον!

Ἀλ­λὰ ἀ­γα­πη­τοί μου, ἄς ξυ­πνή­σου­με ἀ­πὸ τὸν λή­θαρ­γο στὸν ὁ­ποῖ­ον βρι­σκό­μα­στε. Ἄς σκε­φθοῦ­με τὸ πρό­σκαι­ρο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς. «Κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα, φω­νά­ζει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας, καὶ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη δο­ξα, εἶ­ναι ὅ­πως τὸ λου­λού­δι τοῦ ἀ­γροῦ. Ξη­ρά­θη­κε τὸ χορ­τά­ρι καὶ τὸ λου­λού­δι του ἔ­πε­σε» (Ἡ­σα­ΐ­ας 40,2). Ἄς σκε­φθοῦ­με τὸ τι­πο­τέ­νιο τῶν κο­σμι­κῶν ἀ­γα­θῶν. «Ὁ κό­σμος πα­ρέρ­χε­ται καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α αὐ­τοῦ». Ἄς μὴ θαυ­μά­σου­με τί­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν πα­ρα­μέ­νουν, ἄς μὴ κρατ΄ση­ου­με στὴν ἀγ­κα­λιά μας τί­πο­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να ποὺ δὲν εἶ­ναι στα­θε­ρά.

Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ ξυ­πνή­σου­με ἀ­πὸ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ὕ­πνο καὶ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ σκό­τους καὶ νὰ ντυ­θοῦ­με τὰ ἔρ­γα τοῦ φω­τός. Ἄς θυ­μώ­μα­στε νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ρα τὸ ἄ­στα­το καὶ ἀ­βέ­βαι­α τῶν κοσ­μι­κῶν πραγ­μά­των γιὰ νὰ ἐ­κτε­λοῦ­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ. Μὲ μέ­τρο ἄς ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὰ ἀ­γα­θὰ τοῦ πα­ρόν­τος κόσ­μου, δο­ξά­ζον­τας καὶ εὐ­χα­ρι­στῶν­τας τὸν Θε­ὸ, καὶ ἄς δε­χώ­μα­στε μὲ ὑ­πο­μο­νὴ καὶ καρ­τε­ρί­α τὶς θλί­ψεις καὶ τὶς δο­κι­μα­σί­ες.

Ἔ­τσι ζῶν­τας καὶ περ­νῶν­τας τὶς ἡ­μέ­ρες τῆς πα­ρού­σης ζω­ῆς ἔ­χον­τας πάν­το­τε μπρο­στά μας τὴν  με­τρι­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου, θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με τὰ κω­λύ­μα­τα τῆς σάρ­κας καὶ τοῦ κό­σμου, νὰ ἐ­κτε­λοῦ­με τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ γί­νου­με μέ­το­χοι τῶν ἐ­πηγ­γελ­μέ­νων ἐ­κεί­νων ἀ­γα­θῶν μὲ την χά­ρι καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ Σω­τῆ­ρα μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­μήν.

ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΚΗΤΗΣ (Μέρος πρώτο)



                                          Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΧΩΜΙΟΣ, ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ

 

Στὴν Σκή­τη ἀ­σκή­τευ­σε ὁ θαυ­μά­σιος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἰ­ω­σὴφ ὁ πνευ­μα­τι­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος χει­ρα­γώ­γη­σε τὸν ἅ­γιο Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρα Πα­χώ­μιο στὸ μαρ­τύ­ριο. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Προ­κό­πιος. Συ­νερ­γεί­ᾳ τοῦ πο­νη­ροῦ, νέ­ος ὄν­τας στὴν ἡ­λι­κί­α, ἀρ­νή­θη­κε τὸν Χρι­στό. Ὅ­ταν, μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου, συ­νει­δη­ποί­η­σε τὸ τὶ εἶ­χε κά­νει, δι­ψοῦ­σε νὰ μαρ­τυ­ρή­ση καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γῆ ἔ­τσι ἀ­πὸ τὴν ἄρ­νη­σι ἐ­κεί­νη. Γιὰ τὸν σκο­πὸ αὐ­τὸ ἔρ­χε­ται στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ μά­λι­στα στὴν Νέ­α Σκή­τη, στὸ τα­πει­νὸ ἀ­σκη­τή­ριο τοῦ Γέ­ρον­τος Ἰ­ω­σήφ. Σ’ αὐ­τὸν ὁ Προ­κό­πιος ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται μὲ τα­πεί­νω­σι καὶ εἰ­λι­κρί­νεια. Ὕστε­ρα ἀ­πὸ τὴν δο­κι­μα­σί­α γί­νε­ται Μο­να­χὸς ἀ­πὸ τὸν Γέ­ρον­τα Ἰ­ω­σὴφ μὲ τὸ ὄ­νο­μα Πα­χώ­μιος. Πα­ρέ­μει­νε στὴν Σκή­τη δώ­δε­κα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὁ πό­θος ὅ­μως τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τέ­φλε­γε τὴν καρ­διά του. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ συμ­βου­λὲς καὶ ἄλ­λων ἐγ­κρί­των πνευ­μα­τι­κῶν τοῦ ἁγ. Ὄ­ρους, ὁ Γέ­ρον­τάς του τὸν ὁ­δη­γεῖ στὸν ἀ­λεί­πτη πολ­λῶν ὁ­σι­ο­μαρ­τύ­ρων, τὸν ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο τὸν Καυ­σο­κα­λυ­βί­τη. Ἔ­χον­τας τὶς εὐ­χὲς ὅ­λων ἀ­να­χω­ρεῖ μα­ζῖ μὲ τὸν Γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σήφ στὴν Σμύρ­νη. ἀ­πὸ ἐ­κεῖ με­τα­βαί­νει στὸ Οὐ­σά­κι.

Πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καὶ μαρ­τυ­ρεῖ «τὴν εὐ­σέ­βειαν ἐ­νώ­πιον πάν­των· «Ἐκ νε­α­ρᾶς ἡ­λι­κί­ας μέ­χρι τῆς ὥ­ρας ταύ­της ὁ­μο­λο­γῶ τὸν Κύ­ριόν μου Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν Θε­ὸν τέ­λει­ον καὶ ἄν­θρω­πον τέ­λει­ον καὶ διά ταύ­την μου τὴν κα­λὴν ὁ­μο­λο­γί­αν ἤ­μουν καὶ εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ ὑ­πο­μέ­νω πᾶ­σαν βά­σα­νον καὶ νὰ δο­κι­μά­σω κά­θε εἶ­δος θα­νά­του». Ἡ ἀ­πό­φα­σις τοῦ δι­κα­στοῦ ἦ­ταν κα­τα­δι­κα­στι­κὴ εἰς τὸν διὰ μαρ­τυ­ρί­ου θά­να­τον, ἀ­φοῦ ἦ­ταν ἀ­με­τά­πι­στος ὁ μα­κά­ριος στὸ νὰ ἀρ­νη­θῆ τὸν γλυ­κύ­τα­τον Ἰ­η­σοῦν. Ἐν­δυ­να­μού­με­νος μὲ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ μὲ τὶς εὐ­χὲς τοῦ Γέ­ρον­τά του Ἰ­ω­σὴφ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ κον­τὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸ μαρ­τύ­ριο καὶ τὸν ἐν­θάρ­ρυ­νε, διὰ τῆς σφα­γῆς ἔ­λα­βε τὸν­ στέ­φαν­ο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου κα­τὰ τὴν 7ην Μα­ΐ­ου, τὴν Πέμ­πτη τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τὸ 1730.

Ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ ἔν­δο­ξο μαρ­τυ­ρι­κό του τέ­λος ὁ ὁ­σι­ώ­τα­τος Ἰ­ω­σήφ, προ­σῆλ­θε καὶ ἀ­φοῦ «ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς εἶ­δεν κεί­με­νον ἐν τῷ τό­πῳ τῆς σφα­γῆς τὸ τρι­σόλ­βιον λεί­ψα­νον τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του υἱ­οῦ καὶ μάρ­τυ­ρος καὶ με­τὰ δα­κρύ­ων συν­τα­ξά­με­νος εἶ­πεν· «Ἔ­χεις, ὅ πά­λαι πο­τὲ ἐ­πό­θης, Πα­χώ­μι­έ μου, πρέ­σβευ­ε ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ πρὸς Κύ­ριον καὶ ὑ­πὲρ πάν­των τῶν ἐ­πι­κα­λου­μέ­νων σε…».

Τὸ τί­μιο λεί­ψα­νό του εἶ­χε με­τα­φερ­θῆ στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου στὴν Πά­τμο.

Τὸ 1953 ὁ Κα­θη­γού­με­νος τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Παύ­λου ἀρ­χι­μα­δρί­της Σε­ρα­φίμ, πα­ρέ­λα­βε μέ­ρος τοῦ τι­μί­ου λει­ψά­νου τοῦ ἀ­γί­ου ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος. Τε­μά­χιο ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἡ ἱ­ε­ρὰ ἡ­μῶν Μο­νὴ πα­ρε­χώ­ρη­σε ὡς εὐ­λο­γί­α καὶ στὸν πρῶ­το τό­πο τῆς με­τα­νοί­ας του, στὴν Σκή­τη, πρὸς εὐ­λο­γί­α καὶ ἁ­για­σμὸ τῶν πα­τέ­ρων καὶ τῶν εὐ­λα­βῶν προ­σκυ­νη­τῶν.

(Προ­σκυνη­τά­ριον ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἁγίου Παύ­λου, σελ. 106-109. Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996. Ἁγ. Νι­κο­δή­μου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του, Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀ­θῆ­ναι, 1961, σελ. 115-118).

Πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ θαύ­μα­τα τοῦ ἁ­γί­ου μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ συ­ναν­τή­ση στὸ Προ­σκυ­νη­τά­ριο τῆς Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Παύ­λου, σελ. 106-109, καὶ στὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον», ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀ­θῆ­ναι, 1961, σελ. 115-118

                                                ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

 

Σὲ ὅ­λους ὅ­σους ἔ­χουν γρά­ψει σχε­τι­κὰ μὲ τὸ ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ ἀ­να­φέ­ρον­ται μὲ λί­γα λό­για στὴ Νέ­α Σκή­τη ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι γιὰ ἀρ­κε­τὸ δο­ά­στη­μα ἔ­μει­νε ἐ­δῶ καὶ ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος. Δὲν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α γρα­πτὴ μαρ­τυ­ρί­α γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ βα­σι­σθοῦ­με, προ­φο­ρι­κή μό­νον, ὅ­τι στὴν Σκή­τη με­λέ­τη­σε ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος τὰ ἔρ­γα τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου.

                                       ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΕΞ ΑΓΑΡΗΝΩΝ

 

Λέ­γε­ται ὅ­τι ἐ­δῶ σὴν Σκή­τη καὶ μά­λι­στα στὴν κα­λύ­βη τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων πρω­το­ῆλ­θε ὁ Νε­ο­μάρ­τυς Κων­σταν­τῖ­νος (μαρ­τύ­ρη­σε στὶς 2 Ἰ­ου­νί­ου 1819) ὁ ἐξ Ἀ­γα­ρη­νῶν, ὁ ἐκ Μυ­τι­λή­νης κα­τα­γό­με­νος καὶ εἶ­πε τὸν λο­γι­σμό του στὸν τό­τε Γέ­ρον­τα. Ἴ­σως προ­σῆλ­θε στὴν Νέ­α Σκή­τη, δι­ό­τι ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀρ­κε­τοὶ Πα­τέ­ρες ἦ­ταν Μυ­τι­λη­νιοί. Ὅως ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ Νέ­ο Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο «ἀ­νελ­θὼν ὁ νέ­ος ἐν αὐ­τῇ, κα­θή­σας πα­ρά τι­νι ἀ­δελ­φῷ ἕ­ως ἡ­μέ­ρας εἴ­κο­σιν, ἀ­νήγ­γει­λεν αὐ­τῷ τοὺς λο­γι­σμούς του· καὶ ἐ­ξαι­ρέ­τως ὅ­τι ἦ­τον Ἀ­γα­ρη­νὸς καὶ ἐ­πό­θει ἵ­να λά­βῃ τὸ Ἅ­γιον Βά­πτι­σμα» (Νέ­ον Μαρ­τυ­ρο­λό­γιον, σελ. 274. Ἐκδ. Ἀ­στέ­ρος, Ἀ­θῆ­ναι, 1961).

Λέ­γε­ται καὶ τὸ ἑ­ξῆς: Ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ ἅ­γιος ἅ­πλω­σε τὴν φα­νέλ­λα του γιὰ νὰ στε­γνώ­ση καὶ κα­τὰ λά­θος τὴν πῆ­ρε καὶ τὴν φό­ρε­σε ὁ Γέ­ρον­τας. Εὐ­ω­δί­α­ζε ἠ φα­νέλ­λα…

                                         ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ

 

Ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τῆς 8ης Ὀκτωμβρίου ὅτι πέρασε ἀπὸ τὴν Σκήτη καὶ ὁ ἐν λόγῳ ἅγιος καὶ φιλοξενήθηκε στὴν καλύβη τοῦ Γέροντος Κοσμᾶ.

                                             ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΓΕΩΡΓΙΑΝΟΣ

 

Ὁ Ὅ­σιος Ἰ­λα­ρί­ων (1776-1864) γεν­νή­θη­κε στὴν Ἰ­με­ρέ­τη τῆς Δυ­τι­κῆς Γε­ωρ­γί­ας. Ἦ­ταν ἔγ­γα­μος ἱ­ε­ρεύς, σύμ­βου­λος τοῦ βα­σι­λέ­ως τῆς Γε­ωρ­γί­ας καὶ πνευ­μα­τι­κὸς τῶν ἀ­να­κτό­ρων τῆς Μό­σχας. Ἐ­πὶ τουρ­κο­κρα­τί­ας ἦλ­θε στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος ὅ­που ἀ­σκή­τε­ψε σὲ δι­ά­φο­ρες Μο­νὲς καὶ Σκῆ­τες ἀλ­λὰ καὶ στὶς βρα­χώ­δεις σπη­λι­ὲς τοῦ Ἄ­θω­να. Γιὰ ἕ­να μι­κρὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα πα­ρέ­μει­νε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη δι­α­κο­νών­τας τοὺς φυ­λα­κι­σμέ­νους τῶν Τούρ­κων μὲ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς του. Τὸ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν του ἀ­γώ­νων ἦ­ταν ὁ αὐ­τό­βου­λος ἐγ­κλει­σμός του ἐ­πὶ τρί­α χρό­νια στὸν Πύρ­γο τῆς Νέ­ας Σκή­της. Ἐ­κοι­μή­θη τὸ 1864 καὶ ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Ἅ­γιος ἀ­πὸ τὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τῆς Γε­ωρ­γί­ας τὸ 2002. Ἡ μνή­μη τοῦ ἑ­ορ­τά­ζε­ται στὶς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου.

Εἰδικὴ ἔκδοσι γιὰ τὸν ὅσιο Ἱλαρίωνα ἔχει κάνει ὁ Γέροντας τῆς Καλύβης «ἁγ. Ἰω. ὁ Θεολόγος» Παΐσιος Μοναχὸς μὲ τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ», Ἅγιον Ὄρος 2006.

 

Αὐ­τοὶ οἱ λί­γοι εἶ­ναι οἱ γνω­στοὶ Ἅ­γιοι ποὺ πέ­ρα­σαν καὶ ἔ­ζη­σαν στὴν Σκή­τη γιὰ με­γά­λο ἤ μι­κρὸ­ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα.

Πό­σοι εἶ­ναι ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἔ­ζη­σαν στὴν ἀ­φά­νεια καὶ στὴν τα­πεί­νω­σι ὑ­πο­μέ­νον­τας κα­θη­με­ρι­νὰ τὸ «τῆς συ­νει­δή­σε­ως μαρ­τύ­ριον»!.....

 

                               ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ Ή ΠΕΡΑΣΑΝ   ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

 

Γνω­σ­τὸ εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Νέ­α Σκή­τη λό­γῳ τῆς το­πο­θε­σί­ας καὶ τοῦ εὐ­κρά­του κλί­μα­τός της φι­λο­ξέ­νη­σε ἀρ­κε­τὲς μορ­φὲς τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς.

Θὰ πα­ρου­σι­ά­σου­με ὅ­σες μορ­φὲς μπο­ρέ­σα­με νὰ βροῦ­με σὲ δι­ά­φο­ρες ἐκ­δό­σεις καὶ σὲ ὅ,­τι ἀ­κού­σα­με ἀ­πὸ τοὺς πα­λαι­ο­τέ­ρους Πα­τέ­ρες.

 

                                         ΘΕΟΦΑΝΗΣ, ἐπίσκοπος ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΟΣ (1774)

 

Ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κὰ ὁ ἀ­εί­μνη­στος πρώ­ην Λή­μνου Βα­σί­λει­ος Ἀ­τέ­σης στὸ ἔρ­γο του «Ἐ­πι­σκο­πι­κοὶ κα­τά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος….,» σελ. 173·  «Θε­ο­φά­νης πρώ­ην μο­νά­σας με­τὰ τὴν πα­ραί­τη­σίν του εἰς το κελ­λί­ον τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς…. εἰς τὴν Νέ­αν Σκή­την τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, εἰς ἥν ἐ­μό­να­σαν καὶ οἱ Χα­λε­πί­ου Γε­ρά­σι­μος, Σά­μου Θε­ο­δό­σιος, Βησ­σα­ρί­ων (ἐκ Ρα­ψά­νης κα­τα­γό­με­νος) καὶ Καλ­λί­νι­κος ἄ­νευ πα­ρα­θέ­σε­ως τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν τῶν δύ­ο τε­λευ­ταί­ων· ἀ­πέ­θα­νε τὸ 1805». (σ. σ. Καλ­λί­νι­κος· πρό­κει­ται γιὰ τὸν­ Καλ­λί­νι­κο Μο­σχο­νη­σί­ων, ἄν βγά­λου­με τὸ συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­σι ἑ­νὸς χερ­νι­βό­ξε­στου ποὺ ὑ­πάρ­χει στὴν Σκή­τη μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φή· Καλ­λί­νι­κος Μο­σχο­νη­σί­ων, 1832).

Ἀ­κό­μη ἀ­να­φο­ρὰ κά­νει γιὰ τὸν Θε­ο­φά­νη ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της στὸ βι­βλί­ο του «Ὁ­μο­λο­γί­α Πί­στε­ως», στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι «ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε (ὁ Πα­τριά­ρχης Σω­φρό­νιος) ἀ­πὸ τὸν ἀ­εί­μνη­στο πλέ­ον Θε­ο­φά­νη, ἐ­πί­σκο­πο Λα­κε­δαί­μο­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­σκή­τευ­ε στὴ Νέ­α Σκή­τη, πό­τε νὰ κά­νη τὰ μνη­μό­συ­να τοῦ γέ­ρον­τά του ποὺ εἶ­χε κοι­μη­θῆ, τοῦ ἀ­εί­μνη­στου Χα­τζη Με­λε­τί­ου, τὸ Σάβ­βα­το ἢ τὴν Κυ­ρια­κή, ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὥ­ρι­σε οἱ Σκῆ­τες καὶ τὰ Κελ­λιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν γιὰ τὰ Ἱ­ε­ρὰ Μνη­μό­συ­να τὴν τά­ξι ποὺ ἔ­χουν τὰ Ἱ­ε­ρὰ Μο­να­στή­ρια».

Γιὰ τὸν τρό­πο προ­σε­λεύ­σε­ώς του στὸν Μο­να­χι­σμὸ ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­ξῆς πα­ρά­δο­σις:

Σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα τῆς ἐ­παρ­χί­ας του τέ­λε­σαν ἀ­να­κο­μι­δὴ κοι­μη­θέν­τος πι­στοῦ. Κα­τὰ τὴν ἀ­να­κο­μι­δὴ ἐ­κε­ί­νου τοῦ λει­ψά­νου συ­νέ­βη­κε κά­τι τὸ ἀ­σύ­νη­θες γιὰ ἕ­να πι­στό· δη­λα­δὴ δὲν δι­α­λύ­θη­κε τὸ σῶ­μα, ὡς συ­νή­θως, ἀλ­λὰ πα­ρέ­μει­νε ἐν­τε­λῶς ἀ­κέ­ραι­ο. Τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, δι­ό­τι δεί­χνει ψυ­χὴ ὑ­πε­ύ­θυ­νη κα­τα­δί­κης καὶ χρει­ά­ζε­ται ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ ἐ­πέμ­βα­σις τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας. Εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τό­τε οἱ συγ­γε­νεῖς τὸν ᾽Ε­πί­σκο­πο Θε­ο­φά­νη, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­σῆλ­θε πρό­θυ­μα. ῾Η δι­α­πί­στω­σις τοῦ ᾽Ε­πι­σκό­που γιὰ τὴν ἐ­νο­χὴ τοῦ νε­κροῦ ἦ­το βέ­βαι­η, δι­ό­τι τὸ νε­κρὸ καὶ ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα ἦ­ταν θέ­α­μα φρι­κτὸ καὶ ἀ­πα­ί­σιο. Τότε, σκέ­φθη­κε νὰ προ­σκα­λέ­ση τοὺς συγ­χω­ρια­νοὺς τοῦ νε­κροῦ, γιὰ νὰ τὸν συγ­χω­ρή­σουν, δι­ό­τι αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ὡς ἡ αἰ­τί­α τοῦ δε­σμοῦ αὐ­τοῦ, ἀ­φοῦ θέ­μα πί­στε­ως ἢ ἄλ­λης πα­ρα­βά­σε­ως δὲν ἦ­ταν γνω­στό. ῞Ω­ρι­σε λο­πὸν νὰ πε­ρά­ση τὸ χω­ριὸ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα γιὰ νὰ συγ­χω­ρή­σουν τὸν νε­κρό. ῞Ο­σους ἔρ­χον­ταν, προ­έ­τρε­πε ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος νὰ συγ­χω­ρή­σουν τὸν νε­κρό. Στὴν σει­ρὰ τῶν προ­σερ­χο­μέ­νων πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἕ­νας ἁ­πλὸς στὸν χα­ρα­κτῆ­ρα· στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ ἐ­λε­ει­νὸ πτῶ­μα καὶ ἄρ­χι­σε νὰ λέ­η μὲ πι­κρί­α. ῎Ε­τσι σοῦ ται­ρι­ά­ζει, νὰ μά­θης ὅ­τι ὑ­πάρ­χει Θε­ὸς καὶ ἀ­πο­δί­νει δι­και­ο­σύ­νη. Ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν ὅ­λη σκη­νή, πλη­σί­α­σε τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ρώ­τη­σε. «Για­τί δὲν συγ­χω­ρεῖς τὸν συ­νάν­θρω­πό σου, ἔ­στω καὶ με­τὰ θά­να­το». Καὶ ὁ ἁ­πλὸς χω­ρι­κὸς τοῦ εἶ­πε: Για­τί, Δέσποτά μου, νὰ μὲ ἀ­δι­κή­ση καὶ ἐ­νῷ τὸν πα­ρα­κά­λε­σα πολ­λὲς φο­ρὲς δὲν μὲ ἄ­κου­σε· Καὶ σὲ τί σὲ ἀ­δί­κη­σε;» ρώ­τη­σε ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος- Νά, μοῦ πῆ­ρε τὸ παγ­κρά­τσι μου (χάλ­κι­νο σκεῦ­ος γι' ἄρ­μεγ­μα τῶν προ­βά­των) καὶ πολ­λὲς φο­ρὲς τὸν πα­ρα­κά­λε­σα νὰ μοῦ τὸ δώ­ση καὶ ἀρ­νή­θη­κε καὶ ἐ­γὼ εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­νῷ αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν. Τί θέ­λεις τώ­ρα γιὰ νὰ τὸν συγ­χω­ρέ­σης· ρώ­τη­σε ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος. ῍Αν μοῦ δώ­σουν πί­σω τὸ παγ­κρά­τσι μου, τὸν συγ­χω­ρῶ· ἀλ­λι­ῶς εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ χω­ρι­κός. Κάλεσαν τό­τε τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ νε­κροῦ καὶ τοὺς πα­ρε­κά­λε­σαν νὰ τὸ δώ­σουν, ἂν ὑ­πάρ­χη.

Πῆ­ραν τό­τε στὸ σπί­τι τὸν χω­ρι­κό, καὶ ἀ­φοῦ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὸ δι­κό του σκεῦ­ος, τὸ ἔ­λα­βε καὶ κρα­τών­τας το στὸν ὦ­μο πέ­ρα­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν νε­κρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Τώρα, ὁ Θε­ὸς συγ­χω­ρή­σαι σε. ᾽Α­μέ­σως ἐ­νώ­πιον ὅ­λων ἔ­πε­σε κά­τω τὸ πρὶν ἀ­δι­ά­λυ­το σῶ­μα καὶ ἔ­γι­νεν ἀ­μέ­σως χῶ­μα καὶ ξε­ρᾶ ὀ­στᾶ!

῞Ο­ταν ἀν­τί­κρυ­σε τὴν εἰ­κό­να αὐ­τὴ ὁ εὐ­λα­βέ­στα­τος ᾽Ε­πί­σκο­πος, τρό­μα­ξε καὶ ἀλ­λοι­ώ­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρος.

᾽Α­φοῦ ­σκέ­φθηκε κα­λὰ τὸ θέ­μα καὶ μὲ πολ­λὴ προ­σο­χή, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ φύ­γη, μι­μο­ύ­με­νος προ­γενε­στέ­ρους ῾Α­γί­ους ᾽Ε­πι­σκό­πους. Ἐγ­κα­τα­λείπει κρυ­φὰ τὴν ἐ­πι­σκο­πή του καὶ φθά­νει στὸν ­φη­μι­σμέ­νο ῎Αθωνα, στὴν ἥ­συ­χη καὶ γρα­φι­κὴ Νέα Σκή­τη. Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρα­λια­κὲς κα­λύ­βες ἦλ­θε ἄγνωστος ὡς προ­σκυ­νη­τὴς καὶ ­ζή­τη­σε νὰ τὸν κρατήσουν γιὰ νὰ μο­νά­ση κρύβοντας τὴν τὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή­ν του ἰ­δι­ό­τη­τα καὶ τὴν πα­τρί­δα του· εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἀγράμ­μα­τος χω­ρι­κός, πτω­χὸς καὶ χω­ρὶς συγ­γε­νεῖς καὶ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μο­νά­ση.

᾽Α­φοῦ ἔ­γι­νε δε­κτός, ἔ­δει­ξε θαυ­μά­σια μο­να­χικὴ δι­α­γω­γή. Με­τὰ πά­ρο­δον ὀ­λί­γων ἐ­τῶν ἦλ­θε στὴν Σκή­τη ἕνα ἐμ­πο­ρι­κὸ πλοι­ά­ριο μὲ δι­ά­φο­ρα τρόφι­μα καὶ εἰ­δο­πο­ί­η­σαν τοὺς πα­τέ­ρες τῆς Σκή­της καὶ ὅποιος εἶ­χε ἀ­νάγ­κη προ­μη­θε­ί­ας ἐμ­πο­ρευ­μά­των κα­τέβαι­νε στὴν πα­ρα­λί­α καὶ ἀ­γό­ρα­ζε. Τότε ἔ­στει­λαν  καὶ τὸν δό­κι­μο Θε­ο­φά­νη οἱ γέ­ρον­τές του, γιὰ νὰ ἀγο­ρά­ση τρό­φι­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως τοῦ πλο­ί­ου ἦταν ἀ­πὸ τὰ μέ­ρη τῆς μη­τρο­πό­λε­ώς του καὶ ἀ­μέ­σως τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν Γέροντά του.

Τότε ὁ Γέ­ροντας ἐ­νώ­πιον τῆς εἰ­κό­νος τοῦ Χρι­στοῦ μας τὸν ἀ­νάγ­κα­σε νὰ ­πῆ τὴν ἀ­λή­θεια. Τότε ὡ­μο­λό­γη­σε ὁ μα­κά­ριος αὐ­τὸς ἐρ­γά­της τῆς τα­πει­νο­φρο­σύ­νης ὅ­τι ὄν­τως αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ᾽Ε­πί­σκο­πος Λα­κε­δαι­μο­νί­ας Θεο­φά­νης.

Μόλις ἔ­μα­θαν οἱ γέ­ρον­τες τῆς Σκή­της τὸ γε­γονὸς ­θα­ύ­μα­σαν τὴν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­δρὸς καὶ εὐ­λαβο­ύ­με­νοι τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τός του, δὲν ­θέ­λη­σαν νὰ τὸν ἀ­φή­σουν πλέ­ον ὡς ὑ­πο­τα­κτικὸ, ἀλ­λὰ τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ πα­ρα­με­ί­νη ἐ­λε­ύ­θε­ρος στὴν ἀ­σκη­τι­κή του πο­λι­τε­ί­αν. Ὁ μα­κά­ριος αὐ­τὸς τό­τε ­πῆ­ρε τὴν μι­κρὴ κα­λύ­βη τῆς Ζω­ο­δό­χου Πηγῆ­ς τὴν ὁ­πο­ί­α ἀ­νε­κα­ί­νι­σε, καὶ πα­ρέ­μει­νε ἐ­κεῖ ἀ­γωνι­ζό­με­νος τὸν κα­λὸ ἀ­γῶ­να, μέ­χρι τῆς ἐν Κυ­ρί­ῳ κοι­μή­σε­ώς του κα­τὰ τὸ 1805.

 

                                   Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ Ο ΑΠΟ ΡΑΨΑΝΗΣ

Ὁ ὁ­ποῖ­ος ἄ­φη­σε κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη δό­ξα καὶ τὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα τοῦ μα­ταί­ου τού­του κό­σμου καὶ μὲ εἰ­λι­κρι­νῆ με­τά­νοι­α, μὲ ἐ­πί­γνω­σι καὶ συν­τρι­βὴ τῆς καρ­διᾶς του, ἔ­γι­νε ζων­τα­νὸ πρό­τυ­πο ἀ­ρε­τῆς καὶ πα­ρά­δειγ­μα μι­μή­σε­ως τῆς ἁ­γί­ας ζω­ῆς του ἀ­νά­με­σα στοὺς Πα­τέ­ρες καὶ ἀ­δερ­φοὺς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς αὐ­τῆς Νέ­ας Σκή­της.

Γεν­νή­θη­κε στὴν Ρα­ψά­νη Θεσ­σα­λί­ας τὸ 1738. Τὸ κο­σμι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Βα­σί­λει­ος. «Ἐ­μα­θή­τευ­σεν κα­τᾶ πρῶ­τον εἰς τὴν Μα­ρουτ­ζαί­αν Σχο­λὴν τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ με­τέ­πει­τα εἰς τὴν Ἀ­θω­νι­ά­δα Ἀ­κα­δη­μί­αν. Ὑ­πῆρ­ξεν ἐκ τῶν δο­κι­μω­τέ­ρων μα­θη­τῶν τοῦ πε­ρι­φή­μου δι­δα­σά­λου Εὐ­γε­νί­ου Βουλ­γά­ρε­ως». Στὴν Κων­νταν­τι­νού­πο­λι ἦ­ταν δι­δά­σκα­λος τῶν υἱ­ῶν τοῦ με­γά­λου λο­γο­θέ­του Ἀ­λε­ξάν­δρου Μαυ­ρο­κορ­δά­του. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος «ἐ­νε­δύ­θη τὸ μο­να­χι­κὸν σχῆ­μα καὶ ἐ­φη­σύ­χα­σεν μέ­χρι τέ­λους τοῦ βί­ου του ἐν τῇ Νέ­ᾳ Σκή­τῃ». Ὁ Και­σά­ρι­ος Δα­πόν­τε τὸν χαρ­ακ­τη­ρί­ζει ὡς «λο­γι­ώ­τα­τον καὶ φι­λή­συ­χον». Τὸ 1776 με­τέ­βη ὡς ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους στὴν Κωσ­νταν­τι­νού­πο­λι γι­ὰ τὴν ἐ­πί­λυ­σι τοῦ ζη­τή­μα­τος τῶν κολ­λυ­βά­δων. (Χαριλάου Τζώγα, Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα, σελ. 60-62. Θεσσαλονίκη 1969).

Πε­ρὶ τὸ 1790 ὁ Βησ­σα­ρί­ων ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν ἐ­πί­σκο­πο Πλα­τα­μῶ­νος Δι­ο­νύ­σι­ο «Πε­ρὶ τοῦ πῶς δεῖ ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ειν», στὴν ὁ­ποί­α μὲ πολ­λὲς μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Γρα­φῆς καὶ τῶν Πα­τέ­ρων δι­α­κρί­νον­ται οἱ ἀ­λη­θεῖς ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Θε­οῦ ἀ­πὸ τοὺς νό­θους.

Ἀ­κο­λού­θη­σε τὰ ἴ­χνη τῆς ἀ­κρι­βέ­στε­ρης μο­να­χι­κῆς πο­λι­τε­εί­ας καὶ «μό­νας τὰς Κυ­ρι­α­κὰς καὶ με­γά­λας ἑ­ορ­τὰς ἀ­πήρ­χε­το εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν καὶ συ­να­νε­στρέ­φε­το πρὸς τοὺς θέ­λον­τας ἵ­να λα­λή­σω­σι με­τ’ αὐ­τοῦ, τὰς δὲ λοι­πὰς ἡ­μέ­ρας τῆς ἑ­βδο­μά­δος ἐ­μό­να­ζεν ἐν ἡ­συ­χί­ᾳ»

Ἐ­κτὸς ἀπὸ τὸ ἔργο του Πε­ρὶ Μνη­μο­σύ­νων συ­νέ­γρα­ψε καὶ πε­ρὶ Ὀ­πτα­σι­ῶν

Μα­ζὶ μὲ τὸν Αρ­χι­μα­δρί­τη Θε­ο­δώ­ρη­το τὸν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, ἦ­ταν ὁ ἐ­πί­ση­μος ἐκ­πρό­σω­πος τῶν ἀν­τι­κολλ­λυ­βά­δων. Ἀ­νε­ψι­ὸς καὶ μα­θη­τής του ἦ­ταν ὁ Ἰ­ά­κω­βος Νε­ο­σκη­τι­ώ­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Βησ­σα­ρί­ω­νος δι­έ­σω­σε πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες γι­ὰ τὴν ἐ­πι­κρα­τοῦ­σα τό­τε κα­τά­στα­σι στὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.

 

                                                        Ο ΧΑΛΕΠΙΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

Ἡ ψυ­χή του πό­θη­σε νὰ τε­λει­ώ­ση τὸ δρό­μο τῆς ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς καὶ πο­λι­τεί­ας του, στὸ Ἱ­ε­ρὸ Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας Θε­ο­τό­κου, στὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος. Τὸν ἀ­ξί­ω­σε δὲ ὁ Κύ­ριος της δό­ξης νὰ ἡ­συ­χά­ση γιὰ πολ­λὰ χρό­νια σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­ρη­μι­κὲς ἀ­σκη­τι­κὲς Κα­λύ­βες τῆς Νέ­ας Σκή­της.

 

                                       Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

Ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ πολ­λὲς ψυ­χὲς πι­στῶν καὶ εὐ­σε­βῶν χρι­στια­νῶν, μὲ τὸ ὑ­πό­δειγ­μα τῆς ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς καὶ πο­λι­τεί­ας του καὶ τὴν θε­ο­φώ­τι­στη δι­δα­σκα­λί­α του, κα­τεύ­θυ­νε στὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ πολ­λὰ χρό­νια ἐρ­γά­στη­κε, σὰν εὐ­λα­βὴς ἱ­ε­ράρ­χης στὸν ἀμ­πε­λῶ­να τοῦ Κυ­ρί­ου, πρὸς τὸ τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ἐ­πε­θύ­μη­σε νὰ γευ­θῆ τὸ μέ­λι τῆς ἡ­συ­χί­ας.

Ἔ­τσι ὑ­στέ­ρα ἀ­πὸ θερ­μὴ προ­σευ­χή, ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος τὸν ἀ­ξί­ω­σε μα­κα­ρί­ου καὶ ὀ­σια­κοῦ τέ­λους καὶ νὰ συ­να­ριθ­μη­θῆ μὲ τοὺς ὁ­σί­ους Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες Πα­τέ­ρες, κα­τό­πιν πολ­λῆς δο­κι­μα­σί­ας μὲ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ὑ­πο­μο­νή, σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­ρη­μι­κὲς Κα­λύ­βες τῆς ἱ­ε­ρᾶς ταύ­της Νέ­ας Σκή­της τοῦ Ἁ­γί­ου Παύ­λου.

Ὁ μα­κα­ρι­στὸς Ἐ­πί­σκο­πος αὐ­τὸς Ἀ­θα­νά­σιος, ἔ­λα­βε μέ­ρος στὸ ἐ­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν του ἀ­να­φυ­ὲν ζή­τη­μα τῶν Κολ­λυ­βά­δων, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ κα­λὴ θέ­λη­σι ὑ­πο­στή­ρι­ξε καὶ ἔ­δω­σε τὴν κα­λὴ καὶ ψυ­χο­σω­τή­ρια λύ­σι τοῦ προ­βλή­μα­τος.

 

                                                Ο ΑΠΟ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ

Σε­μνο­πρε­πής, τα­πει­νὸς καὶ πο­λὺ ἐ­νά­ρε­τος ἱ­ε­ράρ­χης, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὴ χά­ρι τοῦ Θε­οῦ κα­τέ­λυ­σε τὸν βί­ο καὶ πα­ρέ­δω­σε τὴν μα­κα­ρί­α του ψυ­χή, ὅ­πως καὶ οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες, κι αὐ­τὸς στὴν Ἱ­ε­ρὰ Νέ­α Σκή­τη.

 

                                               Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ

 Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀ­νω­τέ­ρω μνη­μο­νευ­θέν­τα πρ. Λή­μνου Βα­σί­λει­ο Ἀ­τέ­ση ἀρ­χι­ε­ρά­τευ­σε στὴν Σά­μο πε­ρὶ τὸ 1836-1840.  Ἀ­πὸ τὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ὴ καὶ δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἁ­γι­ο­ρει­τῶν Πα­τέ­ρων, τῶν λε­γο­μέ­νων «Κολ­λυ­βά­δων» πα­ρα­δειγ­μα­τι­σθεὶς ἀ­γά­πη­σε τὴν ἡ­συ­χί­α τῆς Μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς.

Τοὺς «Κολ­λυ­βά­δες» γνώ­ρι­σε στὴν ἐ­παρ­χί­α τῆς Μη­τρο­πό­λε­ώς του, ποὺ σὰν ἐ­ξό­ρι­στοι ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος βρί­σκον­ταν στὴν ἱ­ε­ρὰ ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή του. Ἀ­πὸ τὴν δι­δα­χὴ καὶ τὸ τα­πει­νὸ τοῦ φρο­νή­μα­τός τους, πα­ρα­κι­νή­θη­κε νὰ ἔλ­θη κι αὐ­τὸς στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἀ­φοῦ πε­ρι­η­γή­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­να­γί­ας, γιὰ μό­νι­μη καὶ σὰν τε­λευ­ταί­α κα­τοι­κί­α του, καὶ ἀνέλαβε ὡς Γέροντας τὴν καλύβη «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», τὸ 1841, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ Ὁμόλογο ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονή.

 

                                               ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΝΕΑΣΚΗΤΙΩΤΗΣ

 

Ἔ­με­νε στὴν κα­λύ­βη «ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ» πε­ρὶ τὸ 1840, ὅ­που εἶ­χε ἀν­τι­γρα­φι­κὸ κέν­τρο, ἔ­με­νε ὅ­μως καὶ σὲ ἄλ­λα μέ­ρη τοῦ Ἁγ. ὄ­ρους.

Στὸν κό­σμο τῶν πα­λαι­ο­γρά­φων καὶ ἐ­ρευ­νη­τῶν εἶ­ναι γνω­στὸς ὡς ἀν­τιγ­φρα­φέ­ας χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων, ἀ­φοῦ μέ­χρι σή­με­ρα ἔ­χουν ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ 70 χει­ρό­γρα­φα ποὺ ἐ­ξῆλ­θαν ἀ­πὸ τὰ χέ­ρι­α του. 

Ἐ­ξε­πόν­ση­ε καὶ με­τα­φρά­σεις ὡ­ρι­σμέ­νων ἔρ­γων στὴν Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆ (Γε­ρον­τι­κό, βί­ος ἁγ. Συ­με­ὼν τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου, κ. ἄ).

Τέ­λος ἂ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ πρω­το­τύ­πων ἔρ­γων (ποι­η­τι­κῶν, ἱ­στο­ρι­κῶν, ἀν­τιρ­ρη­τι­κῶν).

Ἔ­γρα­ψε ἀ­κο­λου­θί­ες, κα­νό­νες, ὕ­μνους, στί­χους, δι­η­γή­σεις, πολ­λα ἀν­τιρ­ρη­τι­κὰ ἔρ­γα κα­τὰ τῶν κολ­λυ­βά­δων.

Ση­μει­ω­τέ­όν ὅ­τι ὁ Ἰ­ά­κω­βος κα­τὰ τὴν σύν­τα­ξι τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν καὶ ἀν­τιρ­ρη­τι­κῶν ἐρ­γων του σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν θεῖ­ο του Ἀρ­χι­μαν­δρί­τη Θε­ο­δώ­ρη­το τὸν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων.

Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸ 1869.

(Δημ. Γό­νη, Ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Ριλ­λι­ώ­της. Προ­λε­γό­με­να στὰ  ὑ­μνα­γι­ο­λο­γι­κὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κεί­με­να». Ἐκδ. ΑΡΜΟΣ, Ἀ­θῆ­ναι, 1997, σελ. 92-106).

 

                                            ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗΣ

 

Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γε­ρά­σι­μος γεν­νή­θη­κε τὸ 1763 στὴν Κα­λα­μά­τα ἀ­πὸ ἐ­πι­φα­νεῖς, εὔ­πο­ρους καὶ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς, τὸν Ἰ­ω­άν­νη καὶ τὴν Ἀν­τω­νί­α Πα­πα­δο­πού­λου, καὶ στὴν κο­λυμ­βή­θρα ὀ­νο­μά­σθη­κε Γε­ώρ­γι­ος.

Δι­α­κρί­θη­κε στὰ μα­θή­μα­τα καὶ με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σι τῶν Ἀλ­βα­νῶν ἀ­πὸ τὴν Πε­λο­πόν­νη­σο ( 1781) ἦλ­θε μα­θη­τὴς στὴν πε­ρί­φη­μη σχο­λὴ τῆς Δη­μητ­σά­νας, ὅ­που μα­θή­τευ­σε σὲ κα­λοὺς δι­δα­σκά­λους, ἕ­νας των ὁ­ποί­ων τὸν ἔ­κει­ρε μο­να­χὸ σὲ ἡ­λι­κί­α 24 χρό­νων.

Με­τὰ ἕ­να ἔ­τος, ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα του, μοί­ρα­σε με­γά­λο μέ­ρος τῆς πα­τρι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας στοὺς φτω­χοὺς καὶ κα­τέ­στη­σε μέ­ρος τῆς οἰ­κί­ας τοῦ σχο­λεῖ­ο, στὸ ὁ­ποῖ­ο δί­δα­σκε τὰ παι­δι­ὰ δω­ρε­ὰν τὰ ἑλ­λη­νι­κὰ μα­θή­μα­τα «συν­δι­δά­σκων ἐν­ταυ­τῷ καὶ τὴν εὐ­σέ­βει­αν καὶ ἀ­ρε­τήν». Πα­ρα­πλεύ­ρως σύ­στη­σε καὶ σχο­λὴ θη­λέ­ων, στὴν ὁ­ποί­α δί­δα­σκε συγ­γε­νής του μο­να­χὴ καὶ τῆς ὁ­ποί­ας σχο­λῆς τὴν ὁ­δη­γί­α εἶ­χε ὁ ἴ­δι­ος ἐ­πὶ 56 ἔ­τη.

Τὸ δι­δα­σκα­λι­κό του ἔρ­γο συν­δύ­α­ζε μὲ τὴ με­λέ­τη τῶν συγ­γραμ­μά­των τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων, τὴ νη­στεί­α, τὴν ἀ­γρυ­πνί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Με­τὰ ἑ­πτα­ε­τί­α ἄ­φη­σε ἄλ­λον στὴν δι­δα­σκα­λι­κή του θέ­σι καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γι­ὰ τὴν πλη­σί­ον της Κα­λα­μά­τας μο­νὴ τοῦ  Προ­φή­του Ἠ­λι­οῦ. Ἐ­δῶ στὴ μο­νὴ χει­ρο­το­νή­θη­κε σὲ ἡ­λι­κί­α 32 ἐ­τῶν ἱ­ε­ρεύς.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πολ­λὲς ἐ­νο­χλή­σεις Τούρ­κων καὶ λη­στῶν ἔρ­χε­ται γι­ὰ με­γα­λύ­τε­ρη ἡ­συ­χί­α στὸ  Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Πα­ρα­μέ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴ Νέ­α Σκή­τη, ὅ­που ἐ­δῶ ἀ­σκη­τεύ­ουν οἱ γνώ­ρι­μοί του καὶ γνω­στοὶ γι­ὰ τὴν ἀ­ρε­τή τους αὐ­τά­δελ­φοι Θε­ο­φά­νης, πρώ­ην μη­τρο­πο­λί­της Λα­κε­δαι­μο­νί­ας καὶ Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­να­χω­ρη­τής, στοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πα­ρα­κα­λεῖ νὰ συγ­κα­τα­ριθ­μη­θῆ στὴ συ­νο­δεί­α τους. Ὁ Θε­ο­φά­νης τέ­λος «ἔ­δω­σε γνώ­μην πρὸς αὐ­τὸν καὶ προ­έ­τρε­ψε νὰ ἐ­πα­νέλ­θη εἰς τὰ ἴ­δι­α, ὅ­που εἶ­ναι συμ­φε­ρώ­τε­ρον δι­ὰ τὴν σω­τη­ρί­αν καὶ ἄλ­λων πολ­λῶν». Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὴν πα­τρί­δα του πέ­ρα­σε καὶ ἀ­πὸ τὸ Κοι­νό­βι­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ τῆς Σκι­ά­θου γι­ὰ νὰ συμ­βου­λευ­θῆ τὸν πρώ­ην Ἁ­γι­ο­ρεί­τη «ἐ­π' ἀ­ρε­τῇ θαῦ­μα­ζό­με­νον» Γέ­ρον­τα Νη­φω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­πε ὅ,τι καὶ ὁ Θε­ο­φά­νης.

Μὲ χα­ρὰ τὸν ὑ­πο­δέ­χθη­καν ξα­νὰ στὴν πα­τρί­δα του. Οἱ  συμ­πα­τρι­ῶ­τες τοῦ τώ­ρα ἀ­πέ­κτη­σαν μό­νι­μο πνευ­μα­τι­κὸ πα­τέ­ρα, προ­στά­τη, κη­δε­μό­να καὶ εὐ­ερ­γέ­τη. Ὅ­λοι τόν σέ­βον­ταν, τὸν ἐ­κτι­μοῦ­σαν καὶ πολ­λοὶ τὸν λά­τρευ­αν, ἀ­κό­μη καὶ οἱ λη­στὲς καὶ οἱ Τοῦρ­κοι. Ἔρ­γο τοῦ εἶ­ναι καὶ ἡ ἵ­δρυ­σις τῆς  γυ­ναι­κεί­ας μο­νῆς τῶν  Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καὶ  Ἑ­λέ­νης, ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξε ἀ­ξι­ό­λο­γη δρά­σι.

  Ἀ­πτό­η­τος δὲν φο­βή­θη­κε πο­τὲ νὰ ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται παν­τοῦ τα δι­και­ώ­μα­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν καὶ νὰ συ­νη­γο­ρῆ ὑ­πὲρ αὐ­τῶν στὰ τουρ­κι­κὰ δι­κα­στή­ρι­α, δί­χως καμ­μι­ὰ δει­λί­α καὶ φό­βο τῆς ζω­ῆς του. Μὲ τὴ γλυ­κύ­τη­τά του δι­όρ­θω­νε καὶ τὰ σφάλ­μα­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν κι ἔ­σβη­νε τὶς φι­λο­νι­κί­ες.

Ἡ ἐ­πι­δρο­μὴ τῶν Ἀ­ρά­βων τὸν φέρ­νει μὲ τὴ συ­νο­δεί­α του στὴ Ζά­κυν­θο, ὅ­που καὶ «με­γί­στης φή­μης ἔ­λα­βε». Με­τὰ τὴν ἐ­ξά­λει­ψι τοῦ κιν­δύ­νου ἐ­πι­στρέ­φει στὴν Κα­λα­μά­τα. Ἡ φω­τι­ὰ κα­τα­στρέ­φει τὴ μο­νή του καὶ ἡ πί­στις, ἡ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ ἡ ἀ­γά­πη του σύν­το­μα τὴν ἀ­νοι­κο­δο­μεῖ. Με­τὰ τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τῆς οἰ­κί­ας καὶ τοῦ σχο­λεί­ου τοῦ πα­ρα­μέ­νει σ’ ἕ­να κελ­λά­κι πα­ρὰ τὸν να­ό, «ὅ­που λει­τουρ­γῶν κα­θ' ἑ­κά­στην καὶ κοι­νω­νῶν τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­ζο­μέ­νους ἐ­δί­δα­σκε καὶ ἐ­πο­δη­γέ­τει εἰς Χρι­στὸν πάν­τας κα­θ' ἑ­κά­στην».

Ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἕ­να συ­νε­χὲς κυ­νη­γη­τό, μὲ ἀ­δι­ά­κο­πες δο­κι­μα­σί­ες. Στὶς δυ­σμὲς τοῦ βί­ου του βλέ­πει τὴ μο­νή του, γι­ὰ τὴν ὁ­ποί­α τό­σο κο­πί­α­σε, νὰ κλεί­νε­ται, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δι­α­τάγ­μα­τα τῶν Βαυ­α­ρῶν πε­ρὶ μει­ώ­σε­ως τῶν μο­νῶν. Ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ δι­α­μαρ­τυ­ρη­θῆ γι­ὰ τὴν ἀ­δι­κί­α καὶ γι­ὰ τὸ θάρ­ρος τοῦ συλ­λαμ­βά­νε­ται κι ἐ­ξο­ρί­ζε­ται στὴ μο­νὴ Βουλ­κά­νου. Μὲ τὴ με­σι­τεί­α τῶν Κουν­τουρ­γι­ω­τῶν στάλ­θη­κε στὴν Ὕ­δρα, ὅ­που καὶ ἐ­κεῖ «με­γί­στης πνευ­μα­τι­κῆς ὠ­φε­λεί­ας ἐ­γέ­νε­το πρό­ξε­νος».

 Με­τὰ καὶ ἀ­πὸ πολ­λὲς ἄλ­λες δο­κι­μα­σί­ες ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν πα­τρί­δα του, γι­ὰ νὰ συ­νε­χί­ση τὸ καρ­πο­φό­ρο ἔρ­γο τῆς παι­δα­γω­γί­ας τῶν ψυ­χῶν. Συ­νά­μα ἀ­δι­ά­κο­πα καὶ θερ­μὰ συ­νέ­χι­ζε τὴν ἄ­σκη­σι τῶν ἀ­γρυ­πνι­ῶν καὶ προ­σευ­χῶν καὶ λει­τουρ­γι­ῶν καὶ δι­δα­χῶν καὶ αὐ­στη­ρο­τά­των νη­στει­ῶν». Ἀλ­λὰ καὶ ἡ γρα­φί­δα του ἔ­δω­σε ψυ­χω­φε­λῆ δι­η­γή­μα­τα καὶ δι­δα­κτι­κὲς ὁ­μι­λί­ες. Ἔτ­σι ἐρ­γα­ζό­με­νο τὸν συ­νάν­τη­σε καὶ ὁ τοῦ αὐ­τοῦ πνεύ­μα­τος με­γά­λος ἐ­κεῖ­νος Κο­σμᾶς Φλα­μι­ά­τος.

   Στὶς 7.7.1844 ἀ­νε­παύ­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ καὶ «τὸ πλῆ­θος ἅ­παν ἤρ­ξα­το συγ­κε­κι­νη­μέ­νον καὶ με­τὰ πολ­λῆς εὐ­λα­βεί­ας συρ­ρέ­ον καὶ ἀ­σπα­ζό­με­νον τὸ πο­λυ­ᾶ­θλον καὶ ἀ­σκη­τι­κὸν αὐ­τοῦ λεί­ψα­νον».

(Μω­υ­σέ­ως Μο­να­χοῦ Μω­υ­σέ­ως Ἁ­γι­ο­ρεί­του,

Ἱ­ε­ρὲς μορ­φὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους,

σέλ. 182-184. Ἐκ­δό­σεις ΤΕΡΤΙΟΣ, 2006.

 

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Τὸ ΔΙΣ ἐξαμαρτεῖν, οὐκ ἀνδρῶν σοφῶν.

 

σ.σ. Να με συγχωρέσει ο αδελφός Γεώργιος αλλά τούτο το ερώτημα που θέτει στο άρθρο του σε σχέση με τους τηλεοπτικούς εμβολιασμούς υψηλόβαθμων ρασοφόρων μας απασχολεί όλους: «Ἄν χρειαστεῖ νὰ κάνει ἔλεγχο προστάτη ἤ κωλονοσκόπησι ἤ νὰ σφραγίσῃ κανένα δόντι, θὰ γίνῃ τὸ ἴδιο; Θὰ καλέσῃ τὰ κανάλια;»

Γεώργιος Τζανάκης

Τί γίνεται ἐκεῖ μέσα, στὴν ΔΙΣ; Τί κάνουν αὐτοί οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι; Νἄταν μαζὶ, νὰ πῇς ὅτι κάτι ἤπιαν, ὁπότε παροινήσαντες λένε ὅσα θολωμένη διάνοια μεθυόντων διατάζει τὴν μπερδεμένη γλώσσα …. Ὅμως ἦταν, ἀκούω, σὲ τηλεδιάσκεψι. Ὁ ἕνας μακρὰν τοῦ ἄλλου. Ἄρα; Ἄλλο μεθύσι θὰ μέθυσαν, ὅπως τώρα καὶ ἕναν χρόνο…

Ἀνακοινώνουν λοιπὸν, ὅτι ἡ ΔΙΣ:

«ζ) Παρακολουθεί στενά το ζήτημα των εμβολιασμών, μέσω της Συνοδικής Επιτροπής Βιοηθικής, η οποία με συνεχείς αναφορές της ενημερώνει το Συνοδικό Σώμα για όλες τις εξελίξεις. Στο πλαίσιο αυτό η Ιερά Σύνοδος ενημερώθηκε ότι, κατόπιν γενομένης έρευνας, τα εμβόλια κατά του covid-19 που επί του παρόντος χρησιμοποιούνται στην Πατρίδα μας, δεν απαιτούν την χρήση καλλιεργειών εμβρυϊκών κυττάρων για την παραγωγή τους. Με αφορμή την ανωτέρω ενημέρωση η Ιερά Σύνοδος επαναλαμβάνει, ιδίως προς όσα από τα μέλη Της παρουσιάζουν μία ιδιαίτερη ευαισθησία στα σενάρια απειλής και κινδύνων, στηριζόμενα μονομερώς και ανεξέλεγκτα είτε σε διογκωμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες κυρίως από το διαδίκτυο, είτε διακατέχονται από διάφορες προκαταλήψεις, ότι η επιλογή του εμβολιασμού δεν είναι ζήτημα τόσο θεολογικό ή εκκλησιαστικό, αλλά κυρίως ιατρικό-επιστημονικό και αποτελεί ελεύθερη προσωπική επιλογή του κάθε ανθρώπου σε επικοινωνία με τον ιατρό του, χωρίς ο εμβολιασμός να συνιστά έκπτωση από την ορθή Πίστη και ζωή». ΔΙΣ 13/1/2021(1)

Τὸ πρῶτο μέρος, ὅτι δηλαδὴ γιὰ τὰ ἐμβόλια δὲν ἔχουν χρησιμοποιηθῇ καλλιέργειες κυττάρων ἐκτρωθέντων (=δολοφονηθέντων) ἐμβρύων, ἔχει πολλαπλῶς ἀπαντηθῇ καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς τὸ δηλώνουν γραπτῶς.

Στὸ δεύτερο δυσκολεύομαι νὰ δεχτῶ καὶ νὰ καταλάβω τί θέλουν νὰ ποῦν καὶ θὰ προσπαθήσω λίγο, μήπως καὶ ξεδιαλύνουν τὰ πράγματα.

Κατ᾿ ἀρχὴν σὲ ποιούς ἀπευθύνεται ἡ ΔΙΣ, στὸ τμήμα αὐτό; Ἀπευθύνεται στὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου; Τὸ ἀνακοινωθὲν αὐτό λέει: «η Ιερά Σύνοδος επαναλαμβάνει, ιδίως προς όσα από τα μέλη Της…»

Ἀπευθύνεται «στὰ μέλη Της». Στὰ μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δηλαδή. Μὰ τὸ ἀνακοινωθὲν τὸ συνέταξε ἡ Διαρκὴς ἱερὰ Σύνοδος καὶ ὄχι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ἡ ὁποία δὲν συνέρχεται πλέον, οὔτε καὶ διαδικτυακῶς. Καὶ ἀπευθύνεται μὲ ἀνακοίνωσι στὰ μέλη της; Ἔτσι, μὲ τέτοια προχειρότητα, χωρὶς καμμία τεκμηρίωσι, ἀπλῶς μὲ τὴν ἀπόφανσι ὅτι ἔτσι εἶπε ἡ Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς; Πόσοι συναποτελοῦν τὴν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Ὅλη ἡ Ἱεραρχία (ἐν ἐνεργεία, σχολάζοντες καὶ τιτουλάριοι) εἶναι 106 ἄνθρωποι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐνημερωθοῦν ἀλλὰ καὶ νὰ συζητήσουν κάπως σοβαρά οἱ ἄνθρωποι αὐτοί; Ὑπάρχουν πληροφορίες ἄφθονες καὶ ὅσο γίνεται ἀντικειμενικὲς γιὰ τὸ ζήτημα, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἐξετάζουν, ἀπὸ τὶς ὀποῖες ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτὰ ποὺ τοὺς ἐνημέρωσε ἡ Ἐπιτροπὴ Βιοηθικῆς -ἄν ὅντως ἔχει ὑπάρξει τέτοια ἐνημέρωσις καὶ ὁδηγεῖ σὲ τέτοια συμπεράσματα- εἶναι ἐλλιπή, καὶ ἄρα τὰ συμπεράσματα αἴωλα καὶ παραπλανητικά.

Αὐτὸ ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, ἄν εἶναι τὰ μέλη τῆς ΔΙΣ, ἤ δὲν ἀντιλαμβάνονται πόσο μειωτικὰ καὶ ὑποτιμητικὰ μιλοῦν γιὰ τοὺς συνεπισκόπους τους ἤ τὸ ἐπιδιώκουν. Τοὺς ἀναφέρουν ὅτι «παρουσιάζουν μία ιδιαίτερη ευαισθησία στα σενάρια απειλής και κινδύνων». Εἶναι μιὰ πιὸ ἐκλεπτυσμένη διατύπωσις τοῦ χαρακτηρισμοῦ «συνωμοσιολόγοι» (ποὺ πιὸ ἐκλαϊκευμένα κυκλοφορεῖ καὶ ὡς «ψεκασμένοι»).(Ἴσως ἐπειδὴ ἔχει χρησιμοποιηθεῖ κατὰ κόρον ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς καὶ τοὺς δημοσιογράφους κατὰ παντὸς μὴ ἀποδεχομένου ἀμασητὶ τὰ καλοπληρωμένα κηρύγματά τους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ΔΙΣ καὶ μεμονωμένους ἐπισκόπους, ἐνίοτε, ἐναντίον ἄλλων συνεπισκόπων τους καὶ κατὰ κόρον κατὰ τοῦ ἀπείθαρχου ποιμνίου, φαίνεται ὅτι ἐδὼ ἀποφάσισαν νὰ ἀλλάξουν τὸ λεξιλόγιό τους).

Ἐντυπωσιάζει ὅτι γνωρίζουν καὶ τὰ αἴτια αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς: στηρίζονται «μονομερώς και ανεξέλεγκτα είτε σε διογκωμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες κυρίως από το διαδίκτυο, είτε διακατέχονται από διάφορες προκαταλήψεις». Παρουσιάζουν τοὺς συνεπισκόπους τους ὅτι διακατέχονται α) ἀπὸ μονομέρεια («μονομερῶς»), β) δὲν ἐλέγχουν τὰ ὅσα πληροφοροῦνται («ἀνεξέλεγκτα»), γ) ἐπηρεάζονται ἀπὸ διογκωμένες δημοσιογραφικὲς πληροφορίες καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ διαδίκτυο καὶ δ) διακατέχονται ἀπὸ διάφορες προκαταλήψεις!!! Μόνον αὐτά. Ὅλα αὐτὰ, λένε ἐπίσκοποι, ὅτι τὰ κάνουν ἐπίσκοποι. Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἄν ἀντιλαμβάνομαι καλῶς ὅσα λένε. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κατέχουν θέσεις ἀρχιερέων καὶ ἔχουν ἀναλάβει τὴν διαποίμανσι τοῦ λαοῦ. Ποιοί; Οἱ μονομερεῖς, αὐτοὶ ποὺ χάφτουν ἀνέλεγκτα ὅσα διογκωμένα τοὺς πλασάρουν δημοσιογράφοι τοῦ διαδικτύου καὶ μάλιστα διακατέχονται ἀπὸ διάφορες προκαταλήψεις; Τέτοια ἄτομα προφανῶς ( μὲ μονομέρεια, χωρὶς κρίσι καὶ μὲ σωρεία διαφόρων προκαταλήψεων) δὲν κάνουν οὔτε νὰ τοὺς ἐμπιστευτῇς τὸν σκύλο σου νὰ τὸν πᾶνε βόλτα, ὄχι νὰ ποιμαίνουν ἀνθρώπους.

Καὶ δὲν τὰ λένε οἱ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀνθρωπιστὲς-προοδευτικοὶ-ἐπιστημονίζοντες ἀλλὰ τὰ λένε ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας , ἡ ΔΙΣ, σὲ ἐπίσημη ἀνακοίνωσι τους!!! Προφανῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀπαξιοῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν μαζί τους καὶ νὰ διαλεχθοῦν ὡς ὁμότιμοι καὶ ἀδελφοί.

Ἄρα γε καταλαβαίνουν τί λένε καὶ τί κάνουν;

Ἄν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα θὰ ἔπρεπε ἀφοῦ νηστέψουν καὶ προσευχηθοῦν καὶ ἐνδυθοῦν σάκκο καὶ σποδό, μὲ ἀγωνία καὶ δάκρυα νὰ καλέσουν τοὺς συνεπισκόπους τους καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς φορὲς, καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τοὺς ἐνημερώσουν, νὰ τοὺς συνετίσουν, νὰ τοὺς βοηθήσουν γιὰ τό καλό τοῦ λαοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπάρχουν. Νὰ τοὺς βγάλουν ἀπὸ τὴν μονομέρεια, νὰ παραθέσουν στοιχεία ἀληθή καὶ ἀπολύτως τεκμηριωμένα, ὥστε νὰ ξεθολώσουν οἱ ἔννοιες καὶ νὰ καθαρίσουν οἱ λογισμοί καὶ οἱ προκαταλήψεις. Αὐτὸ δὲν παρακαλοῦμε καθημερινῶς τὸν Κύριο; «Τοὺς λογισμὸς διόρθωσον, τὰ ἐννοίας κάθαρον» δὲν λέμε στὸ ἀπόδειπνο; Δὲν Τὸν παρακαλοῦμε ἐπίσης: «Δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεὸς, γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν», ὅπως καὶ τὴν Θεοτόκο νὰ μᾶς ἀπαλάξῃ «ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν λογισμῶν» στὴν εὐχαριστία μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία;

Γιατὶ ἀντὶ νὰ κάνουν αὐτὸ τοὺς ξεφτιλίζουν μὲ «ἐπίσημα» ἀνακοινωθέντα; Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἔτσι ξεφτιλίζονται καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ἐν μέσῳ διωγμοῦ τῆς πίστεως ἀποδεικνύουν τὴν ἀνυπαρξία ἑνότητος, γιὰ τὴν ὁποία μὲ τὰ λόγια -δῆθεν- ἐνδιαφέρονται; Πόσοι καὶ ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ ἐπίσκοποι; Τί μποροῦν νὰ περιμένουν οἱ ἱερεῖς τους καὶ ὁ λαὸς ἀπὸ τέτοιους ἐπισκόπους; Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κινηθοῦν οἱ διαδικασίες γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσί τους, ἀφοὺ προφανῶς ζημιώνουν τὴν ἐκκλησία. Στὸν τρικυμισμένο καιρὸ μας μὲ τὶς «πρωτόγνωρες» καταιγίδες οἱ Ἐκκλησίες χρειάζονται ἐμπείρους καὶ γενναίους καπετάνιους καὶ ὄχι ψιλοχαζοὺς μούτσους, ὅπως παρουσιάζουν αὐτοὶ τοὺς συνεπισκόπους τους. Τὸ ὅτι τίποτε δὲν γίνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἀλλὰ γράφονται καὶ ἀνακοινώνονται ὅλα αὐτά, καταδεικνύει καὶ τὴν αἴσθησι περὶ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ποὺ ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι.

Ἀπορῶ πῶς ἀνέχονται τέτοιες ἀνακοινώσεις οἱ ὑπόλοιποι ἐπίσκοποι ποὺ δὲν εἶναι μέλη τῆς ΔΙΣ. Ἄν ἀντιμετωπίζουν ἔτσι τοὺς συνεπισκόπους τους εἶναι ἀναμενόμενο νὰ ἀντιμετωπίζουν τὸ ποίμνιό τους ὡς ἀγέλη ἐνοχλητικῶν ἠλιθίων, γι᾿ αὐτὸ μᾶς ἐκτοξεύουν ὅλη αὐτὴ τὴν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου θεολογικὴ παραγωγὴ ποὺ μᾶς περιλούει τόσον καιρό, ὅπως τὰ εἰδικὰ λευκὰ ὀχήματα τῆς ἀστυνομίας ποὺ διαλύουν τοὺς διαδηλωτές ἤ ταραξίες μὲ ἐκτοξευόμενο νερό.

Καὶ στὴν συγκεκριμένη παράγραφο ὑπάρχει δεῖγμα αὐτῆς τῆς θεολογικῆς παραγωγῆς: «Η επιλογή του εμβολιασμού δεν είναι ζήτημα τόσο θεολογικό ή εκκλησιαστικό, αλλά κυρίως ιατρικό-επιστημονικό και αποτελεί ελεύθερη προσωπική επιλογή του κάθε ανθρώπου σε επικοινωνία με τον ιατρό του, χωρίς ο εμβολιασμός να συνιστά έκπτωση από την ορθή Πίστη και ζωή».

Προσέξτε σοφία καὶ θεολογικό βάθος, δεδομένου ὅτι «σοφὸν τὸ σαφές» καὶ «οὐ χρὴ ἀποφαίνεσθαι, ἀλλ᾿ ἀποδιδόναι μαρτυρίας» (Ἁγ. Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης PG78,509). «Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ἐμβολιασμοῦ δὲν εἶναι τόσο θεολογικὸ ἤ ἐκκλησιαστικό…» Δὲν εἶναι τόσο. Πόσο εἶναι δηλαδή; Γιατί, παραδέχονται ὅτι εἶναι θεολογικὸ θέμα. Διαφορετικὰ θὰ ἔλεγαν: «Δὲν εἶναι θεολογικὸ ἤ ἐκκλησιαστικό θέμα». Πόσο εἶναι , λοιπόν; Γιὰ πεῖτε μας σεβασμιώτατοι, ἐσεῖς. Ἐδὼ δὲν χρειάζονται οἱ «εἰδικοί». Ἐδὼ ἐσεῖς (ὀφείλετε νά) εἶστε οἱ εἰδικοί, οἱ ποιμένες, οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων, οἱ θεολόγοι. Πόσο λοιπὸν εἶναι θεολογικό τὸ ἄν θὰ πρεπει κανεὶς νὰ κάνει τὸ ἒμβόλιο ἤ ὄχι; Αὐτὸ ὀφείλετε νὰ ἀπαντήσετε καὶ στοὺς συνεπισκόπους σας καὶ στὸν λαό τοῦ Θεοῦ τὸν ὁποῖο (ὑποτίθεται ὅτι) ποιμαίνετε. Τό «τόσο» δὲν εἶναι σαφές. Ἄρα δὲν εἶναι καὶ σοφόν. Ἀπὸ πού ἡ ἔλειψις σοφίας, ἀφοὺ ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου; Ἴσως σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι εἶστε ἀθεόφοβοι. Ἄπαγε, τῆς βλασφημίας.

«Δὲν εἶναι ζήτημα τόσο θεολογικὸ ἤ ἐκκλησιαστικὸ, ἀλλὰ κυρίως ἰατρικὸ-ἐπιστημονικό» λέτε. Ἄν μιλᾶτε γιὰ τὴν ἔρευνα, τὴν παρασκευὴ καὶ τὴν χρῆσι τοῦ ἐμβολίου ποιός, κατ᾿ ἀρχὴν, ἔχει ἀντίρησι ὅτι εἶναι ἰατρικὸ-ἐπιστημονικὸ ζήτημα. Ὅπως καὶ τὸ θέμα τῆς ἀσθένειας τοῦ κωρονοϊοῦ, ποιὸς κατ᾿ ἀρχὴν διαφωνεῖ ὅτι εἶναι θέμα ἰατρικὸ- ὲπιστημονικό; (Ἀσχέτως ὅτι χρησιμοποιεῖται πολιτικά). Ἀσφαλῶς γνωρίζετε ὅμως ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι μία συνεχῶς ἐξελισσομένη κατάστασις. Ἂσφαλῶς γνωρίζετε ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν σταματᾶ, οὔτε ἐξαντλείται, οὔτε ὁλοκληρώνεται. Ἡ γνώσις ποτέ δὲν εἶναι ἀπόλυτη, ποτέ δὲν εἶναι πλήρης. Τὸ λένε καὶ οἱ σύγχρονες ἐπιστημονικὲς θεωρίες, ὅπως ἀκούω, τὸ λέει ἐξ ἄλλου καὶ ὁ ἀπόστολος: «εἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι·» (Πρὸς Κορινθίους Α΄κεφΗ΄, 2). Ἡ ἐκμετάλευσις ὅμως καὶ τῆς ἀσθενείας καὶ τοῦ ἐμβολίου δὲν εἶναι θέμα θεολογικὸ-ἐκκλησιαστικό; Δὲν ἀφορᾶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ φόβος ποὺ καλιεργήθηκε, ἄς μείνουμε μόνο σ᾿ αὐτό, δὲν εἶναι θεολογικό καὶ ἐκκλησιαστικό ζήτημα; Φόβος, ἄγχος, ἀβεβαιότης, ἀγωνία ἀλλὰ καὶ βίαιες ἐνέργειες καὶ αὐτοκτονίες καὶ ἀπομάκρυνσις ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν, δὲν εἶναι θεολογικὰ ζητήματα; Δὲ θὰ τρέξει στὸν ἱερέα ὁ τρομοκρατημένος, ὁ πανικόβλητος, ὁ προβληματισμένος νὰ βρεῖ παρηγοριὰ καὶ κουράγιο; Αὐτὸ δὲν εἶναι ἐκκλησιαστικὸ ἄρα καὶ θεολογικὸ γεγονός; (Δὲν ἀσχολούμαστε τώρα ἐδὼ μὲ τὰ ὁσα ἐσεῖς οἱ ἐπίσκοποι πράξατε, ἐνῷ δὲν ἔπρεπε· καὶ ὅσα δὲν πράξατε, ἐνῷ ἦταν χρέος σας -κλειστὲς ἐκκλησίες καὶ διακωμώδησις τῆς πίστεως).

Τώρα δεύτερη φορά ξανακάνετε τὰ ἴδια. Ὡραία . Ἄς δεχτοῦμε, ὡς ὑπόθεσι, ὅτι τὸ ἐμβόλιο εἶναι κυρίως ἰατρικὸ-ἐπιστημονικὸ ζήτημα. Ἐσεῖς γιατί βγαίνεται ἔργῳ καὶ λόγῳ καὶ παρεμβαίνετε σὲ ἕνα τέτοιο ζήτημα καὶ κάνετε προτάσεις ἀκόμη καὶ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἔνωσι; «Κάνει έκκληση τόσο προς την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως όσο και προς την Ελληνική Κυβέρνηση να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε να εξασφαλιστεί άμεσα ο ικανός αριθμός εγκεκριμένων εμβολίων για τους πολίτες». Ανακοινωθὲν ΔΙΣ/4/1/2021(2)

Αὐτὴ τὴν ἔκκλησι βρήκατε νὰ κάνετε πρὸς τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἔνωσι ἤ τὸ λέτε ἀπλῶς γιὰ νὰ ἀκουστῇ ἀπὸ τὸν λαό, ὅτι συναινεῖτε καὶ ἐνδιαφέρεστε γιὰ τὸν ἐμβολιασμό του; Δηλαδὴ ἐνισχύετε τὴν προσπάθεια νὰ πειθαναγκαστῇ ὁ λαὸς νὰ ἐμβολιαστῇ μὲ ἀμφιβόλου ἀποτελεσματικότητος καὶ πιθανῶς ἀγνώστων κινδύνων ἐμβόλια ἐνῷ λέτε ὅτι «αποτελεί ελεύθερη προσωπική επιλογή του κάθε ανθρώπου»; Εὐχαριστοῦμε πάντως γιὰ τὴν λεκτικὴ γενναιοδωρία σας νὰ μᾶς ἐπιτρέπετε νὰ ἐπιλέγουμε ἐλευθέρως. Ἄν τὸ ἐννοεῖτε κιόλας, τότε σημαίνει ὅτι ὁ κάθε ἕνας μας ἔχει δικαίωμα νὰ ἐπιλέξῃ. Ἔχει; Ἐλεύθερα; Ἄν φρονεῖτε κάτι τέτοιο τότε πρέπει νὰ συμμαζέψετε τὸν συνάδελφό σας ποὺ ἔχετε τοποθετήσει στὴν Ἀργολίδα –καὶ καμπόσους ἄλλους -διότι αὐτοὶ δημοσίως ἰσχυρίζονται ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κανεὶς χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἄν κάνει εἶναι ὄργανο τοῦ διαβόλου: «Αυτός που κάνει κάτι χωρίς ευλογία του επισκόπου, έστω και αν νομίζει ότι είναι το πιο άγιο, εργάζεται για τον διάβολο». ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ 21/12/2020(3)

Γιατὶ ὅμως βγῆκε ὁ Ναυπάκτου μετὰ βαΐων καὶ κλάδων καὶ τηλεοπτικῶν καμερῶν καὶ ἐμβολιάστηκε εἰς θέαν τῶν πάντων; Γιατὶ ἀκολούθησε καὶ ὁ Πειραιῶς; Ἕνα γεγονὸς προσωπικῆς ἐλευθερίας, ὅπως λέτε, ἰατρικὸ μάλιστα, ποὺ συνδέεται μὲ τὸ ἀπόρρητον τῶν ἱατρικῶν πράξεων γιατί προβάλεται δημοσίως; Ποιὸν ἐνδιαφέρει ἄν ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος π.χ. Ἰερόθεος, ὁ ὁποῖος συμβαίνει νὰ εἶναι ἐπίσκοπος Ναυπάκτου, ἀποφάσισε ἐλευθέρως νὰ κάνει ἐμβόλιο; Ἀφορᾶ αὐτὸν καὶ τὴν ἐλευθέρα ἐπιλογή του. Γιατί νὰ συμβαίνῃ μπροστὰ στὶς κάμερες τῶν δημοσιογράφων; Ἄν χρειαστεῖ νὰ κάνει ἔλεγχο προστάτη ἤ κωλονοσκόπησι ἤ νὰ σφραγίσῃ κανένα δόντι, θὰ γίνῃ τὸ ἴδιο; Θὰ καλέσῃ τὰ κανάλια; (Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν Πειραιῶς καὶ γιὰ κάθε ἐπίσκοπο). Μπορεῖτε νὰ μᾶς ἐξηγήσετε γιατί ὅλα αὐτά; Ἐξηγῆστε τα ὅπως νομίζετε. Ἐπιστημονικὰ, θεολογικά, ἐκκλησιαστικά μὲ κάποια μορφὴ κοινῆς λογικῆς τέλος πάντων. Νὰ καταλάβουμε τί ἀκριβῶς φρονεῖτε. Σὲ ποιὲς ράγες κινεῖται τὸ βαγόνι τῆς λογικῆς σας. Ποὺ ὁδηγεῖ ἡ ξέφρενη πορεία τῶν πράξεών σας τὸ ζοῦμε… Οἱ πολιτικοὶ γνωρίζουμε καλὰ ποιὸν ὑπηρετοῦν, οἱ δημοσιογράφοι καὶ οἱ «εἰδικοὶ» τί παροχὲς ἔχουν. Ἐσεῖς; Ποιόν ὑπηρετεῖτε; Νὰ βάλουμε κάτω τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὴν πράξι τῆς Ἐκκλησίας; Ἔχει νόημα; Ὅσον ἀφορᾶ ἐσᾶς ἤ πολλοὺς ἀπὸ σᾶς –δὲν γνωρίζω τὰ πρόσωπα βλέπω τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν ὅλη πορεία, τὴν τελευταῖα: Κολυμπάρι, Οὐκρανικὸ, Κορωνοϊός, ἐμβόλια- δὲν ἔχει κανένα νόημα. Πολλοὶ σεβάσμιοι κληρικοὶ κάθε βαθμῖδος ἔχουν μιλήσει καὶ τὸ ἀποτέλεσμα … οἱ ἀνακοινώσεις αὐτές καὶ οἱ δημόσιοι ἐμβολιασμοί σας.. Ἔχει, ὅμως, γιὰ ὅσους νομίζουν ὅτι ἐσεῖς ὑπηρετεῖτε τὴν ἐκκλησία μέχρι καὶ ὅτι εἶστε ἡ ἐκκλησία ὅπως ψευδόμενοι, ἐνίοτε, λέτε, καὶ σᾶς ἀκολουθοῦν σὲ αὐτὲς τὶς προτροπές σας. Ἔχει καὶ γιὰ ὅσους κλονίζονται καὶ φοβοῦνται καὶ ἀποροῦν γιατὶ ἄλλα νοιώθουν μὲ τὴν καρδιά τους καὶ ἄλλα φτάνουν στὰ αὐτιά τους καὶ στὰ μάτια τους ἀπὸ ἐσᾶς.

Πάντως ἐπειδὴ μάκρυνε ὁ λόγος, δὲν προβληματίζεστε, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν παραπάνω, ἄν δικαιοῦσθε νὰ ἀποφαίνεστε αὐθεντικῶς ἄν κάτι, ὅπως ὁ ἐμβολιασμὸς συνιστᾶ ἤ ὄχι ἔκπτωσι τὴν ὀρθὴ πίστι καὶ ζωή; Λέτε ἀδιστάκτως: «χωρίς ο εμβολιασμός να συνιστά έκπτωση από την ορθή Πίστη και ζωή» καὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀργότερα τὸ ἴδιο θὰ πεῖτε γιὰ ὁποιαδήποτε μορφὴ σφραγίσματος. Δὲν εἶναι παράξενο, οἱ ἅγιοι πατέρες τὸ ἔχουν πεῖ, καὶ ὁ πολύτλας ἅγιος Παΐσιος τὸ ἔχει πεῖ καὶ χειρογράφως γράψει. Παράξενο εἶναι ποὺ πολλοὶ κάνουν ὅτι δὲν τὸ καταλαβαίνουν καὶ καλύπτουν τὴν δειλία τους καὶ τὸ βόλεμά τους πίσω ἀπὸ τὶς δικὲς σας σοφὲς ἀποφάνσεις. Ἀλλὰ, ὅπως λέτε καὶ σεῖς ἐλεύθεροι εἴμαστε νὰ διαλέξουμε, ἄρα καὶ ὑπεύθυνοι γι᾿ αὐτές τὶς ἐπιλογές μας. Ἔ! Νὰ δοῦμε τί θὰ ποῦμε τότε στὸ μεγάλο κριτήριο: «Μὰ, ἑμεῖς τὴν ΔΙΣ ἀκούγαμε…».

Γεώργιος Κ. Τζανάκης Ἀκρωτήρι Χανίων. 19/1/2021

(1) http://www.ecclesia.gr/epikairotita/main_epikairotita_next.asp?id=3104

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Γεώργιος Τζανάκης


Γεώργιος Τζανάκης

Αὐτὸ ποὺ ζοῦμε εἶναι διωγμός κατὰ τῆς πίστεως ἀπὸ τοὺς δαιμονοκινήτους ἄρχοντες σὲ συνεργασία μὲ τοὺς προδότες τῆς πίστεως, ἱεράρχες καὶ κληρικοὺς.

Φαίνονται βαρειὰ τὰ λόγια αὐτὰ, ἀλλὰ αὐτὰ λένε καὶ διδάσκουν οἱ ἅγιοι πατέρες. Αὐτὰ ἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ γνωρίσαμε καὶ αὐτὰ βεβαιώνονται ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων.

Οἱ ἐκκλησίες εἶναι κλειστὲς γιὰ δεύτερη φορά. Τὴν πρώτη φορὰ οἱ Ἱεράρχες (καὶ ἀκολούθως οἱ ἱερεῖς) εἶπαν ὅτι αἰφνιδιάστηκαν, ὅτι βρέθηκαν μπροστὰ σὲ πρωτόγνωρες καταστάσεις καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς φιλανθρωπίας, δῆθεν φροντίζοντας γιὰ τοὺς κινδυνεύοντες συνανθρώπους δέχτηκαν ἀδιαμαρτύρητα νὰ κλείσουν οἱ ἐκκλησίες, παραδεχόμενοι ἐμπράκτως ὅσα ἔλεγαν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως, ὅτι οἱ ναοὶ καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς τελούμενα εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν ὑγεία τῶν ἀνθρώπων…. Ἔχουν εἰπωθῇ καὶ ἔχουν γραφτεῖ τόσα, ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐκμεταλευόμενοι τὸ ἱερατικὸ σχῆμα καὶ τὴν προβολὴ τῶν ἀπόψεών τους ἀπὸ τὰ πληρωμένα μέσα ἐνημερώσεως καὶ ἀπὸ τοὺς κυβερνητικοὺς καὶ μὴ μηχανισμοὺς, συνεχίζουν τὴν ἐξαπάτησι τῶν χριστιανῶν.

Τώρα συνενοοῦνται μὲ τοὺς πολιτικοὺς γιὰ τὸ δῆθεν ἄνοιγμα τῶν ἐκκλησιῶν τὴν περίοδο τῶν Χριστουγγένων, μὲ τρόπους ποὺ θὰ ἐπινοήσουν, ὥστε νὰ φανῇ ὅτι ὑπάρχει μέριμνα γιὰ τοὺς πιστοὺς καὶ ὅτι ἀγωνίστηκαν γι᾿ αὐτό. Καὶ τοῦτο διότι ὁ λαὸς, ὅσο ἀκατήχητος καὶ ἄν εἶναι ἔχει τὴν διαίσθησι, μυρίζεται τὴν προδοσία καὶ φοβοῦνται ἀντιδράσεις, ὅπως φοβοῦνται καὶ οἱ πολιτικοὶ μὲ τὰ ἀλλόκοτα παράλογα καὶ ἀτελέσφορα μέτρα ποὺ ἐφαρμόζουν.

Καὶ ἄν ἀνοίξουν οἱ ἐκκλησίες τὴν παραμονὴ καὶ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων καὶ προγραμματιστοῦν περισσότερες τῆς μιᾶς λειτουργίες κατὰ περίπτωσι, τί θὰ σημαίνῃ αὐτό; Ἄλλαξε τίποτα; Σταμάτησε ὁ διωγμὸς; Οἱ ἐπίσκοποι ἀγωνίστηκαν ὑπὲρ τῆς πίστεως; Τὰ «προβληματίζομαι» καὶ «ἀγωνιῶ» καὶ «πονῶ» καὶ «θλίβομαι», ποὺ ἀναμασοῦν, δείχνουν κάτι; Γιὰ αὐτὰ ὑπάρχουν οἱ ἐπίσκοποι; Γιὰ νὰ ἐκφράζουν συναισθήματα, νὰ κάνουν δηλώσεις καὶ νὰ γράφουν σχόλια καὶ κείμενα;

Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικαλοῦνται τὴν κόπωσι καὶ τὴν ἀγανάκτησι τοῦ λαοῦ καὶ νὰ παρουσιάζουν ὑπογραφὲς καὶ διαμαρτυρίες, προκειμένου νὰ «πιέσουν», δῆθεν, τοὺς κυβερνῶντες νὰ παραχωρήσουν κάποια ψιχία καὶ νὰ τὰ ἐμφανίσουν ὡς ἀγώνα καὶ νίκη; Δὲν ἀντιλαμβάνονται πόσο ἐξευτελίζονται μὲ τὸν τρόπο αὐτόν;

Οἱ κυβερνῶντες βλέποντας ὅτι ὁ κόσμος ἀγανακτεῖ μὲ τὰ παράλόγα καὶ καταστροφικὰ μέτρα τους καὶ λόγῳ τῆς ἀβεβαίας ἐκβάσεως τους ὡς πρὸς τὸ ὑγιεινομικὸ σκέλος καὶ τῆς βεβαίας οἰκονομικῆς καταστροφῆς ποὺ ἐπαπειλεῖται, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς κοπώσεως ἀπὸ τὸν ἐγκλεισμὸ καὶ τὰ κατοχικὰ μέτρα περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας, θέλουν νὰ κάμουν ἕνα μικρὸ διάλειμα πρὶν τοὺς ἐμβολιασμούς καὶ ὅτι ἄλλο τοὺς ὑποδείξουν οἱ κινοῦντες τὰ νήματα. Οἱ συνεργάτες τους ἐκκλησιαστικοὶ αἰσθανόμενοι τὴν ἀπέχθεια τοῦ λαοῦ, ποὺ σιγά σιγά συνειδητοποιεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς προδοσίας τῆς πίστεως καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς φθορεῖς πνευματικοὺς πατέρες, θέλουν καὶ αὐτοὶ κάτι νὰ παρουσιάσουν. Ὅμως στὴν ἐκκλησία οἱ ἀγῶνες δὲν γίνονται ἀπλῶς καὶ γενικῶς ἐν ὀνόματι τοῦ λαοῦ ποὺ ἀγανακτεῖ. Γίνονται ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἡ ὁποία πίστις εἶναι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ἄρα καὶ γιὰ τὸ σύνολο τοῦ λαοῦ. Καὶ σ’αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες ὀφείλουν νὰ πρωτοστατοῦν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ κληρικοὶ καὶ νὰ άκολουθῇ ὁ λαός.

Ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν πίστι οἱ πνευματικοί μας ἡγέτες; Ὅχι μόνον δὲν ἀγωνίστηκαν, ἀλλὰ ἐξ ἀρχῆς συνέπραξαν μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἐκκλησίας. Αὐτοὶ ἄνοιξαν τὶς πόρτες καὶ ἔβαλαν μέσα τοὺς πραιτωριανοὺς. Αὐτοὶ πρόδωσαν καὶ τώρα ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία γιατὶ καὶ στὸν δρόμο κινδυνεύει καὶ οἱ ἐκκλησίες εἶναι κλειστές. Αὐτοὶ ἔδωσαν τὸ παράδειγμα τῆς ὑποχωρητικότητος καὶ τοῦ συμβιβασμοῦ ὥστε νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ὁ λαός. Ἔκαμαν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος ἔγινε παράδειγμα ὥστε οἱ μάρτυρες ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν νὰ ἔχουν ἕνα ἱσχυρὸ στήριγμα τοῦ ζήλου καὶ νὰ μὴν γίνουν μιμητὲς τῆς δειλίας.

«Ἵνα οἱ ἑξῆς ἐποικοδομούμενοι μάρτυρες ἰσχυρὰν λάβωσι τοῦ ζήλου τὴν ὑποβάθραν καὶ μὴ δειλίας γένωνται μιμηταί» ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΑΜΑΣΕΙΑΣ PG40, 345

Οἱ ἱεράρχες ἔκαμαν τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο. Συνεργάστηκαν μὲ τοὺς πολιτικοὺς, ἐχθροὺς τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἔγιναν παράδειγμα δειλίας καὶ συμβιβασμοῦ γιὰ τοὺς πιστοὺς. Πρόδωσαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐκκλησία. Δὲν χρησιμοποίησαν οὔτε τὴν δύναμι τῆς πίστεως, οὔτε τὴν δύναμι τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν, οὔτε τὰ δικαιώματα τὰ ἐκ τοῦ Συντάγματος τῆς χώρας. Καθαρὴ προδοσία ἀπὸ μέσα. Ἐξ ἄλλου ἀπὸ μέσα πέφτουν οἱ πόλεις. Ἀπὸ τοὺς ἐντὸς προδότες. Τὶς ὀχυρωμένες πόλεις πολλὲς φορὲς τὰ ὅπλα καὶ οἱ μεθοδεῖες τῶν ἀπέξω δὲν κατάφεραν νὰ τὶς πορθήσουν. Ὅμως ἡ προδοσία ἑνὸς ἤ δύο ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντες τὶς παρέδωσαν χωρὶς κόπο στοὺς ἐχθροὺς.

«Καὶ γὰρ τὰς ὀχυρὰς τῶν πόλεων ὅπλα μὲν πάντα πολλάκις καὶ μηχανήματα τῶν ἔξωθεν οὐκ ἴσχυσεν καθελεῖν, προδοσία δὲ ἑνὸς ἢ δύο τῶν ἔνδον οἰκούντων πολιτῶν ἀπονητὶ παρέδωκεν τοῖς ἐχθροῖς». ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΠΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΝ ΕΚΠΕΣΟΝΤΑ Β΄) PG 47 313

Ἐδὼ τὴν ἐκκλησία δὲν τὴν πρόδωσαν ἕνας ἤ δύο τυχόντες ἀπὸ τοὺς ἐντὸς. Τὴν πρόδωσαν οἱ ἵδιοι οἱ ποιμένες. Καὶ δὲν ἔγινε ἡ προδοσία τώρα ξαφνικά. Ἔχει ξεκινήσει χρόνια τώρα. Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ ἀπὸ προσωπικὸς δρόμος ἀγάπης καὶ εὐθύνης ἔναντι τοῦ Χριστοῦ κατήντησε σιγά-σιγά ἔθιμο καὶ συνήθεια καὶ θεσμὸς καὶ στάδιο ἀνέλιξης καὶ ἀνόδου καὶ καριέρας καὶ ἐξουσίας καὶ αὐτοεπιβεβαιώσεως πολλῶν καὶ διαφόρων. Ἀτόνησε τὸ ἀσκητικὸ καὶ ἀγωνιστικὸ καὶ μαρτυρικὸ πνεῦμα καὶ φτάσαμε σὲ ἔναν ἄκοπο ἄνευρο ἄγευστο μαλακὸ ἐγκεφαλικὸ χριστιανισμὸ, δεκανίκι κάθε ἐξουσίας καὶ μοχλό χειραγωγήσεως τοῦ λαοῦ. Κέντρο ἔγινε πλέον ὁ ἄνθρωπος καὶ οἱ ἐπίγειες ἀξίες του καὶ ὄχι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ μαρτυρικὸς δρόμος του. Ποιὸς ἱεράρχης ἤ ἱερεῦς πλέον ἔχει ὡς κέντρο τῆς διδαχῆς καὶ τοῦ παραδείγματός του τὶς θεῖες γραφὲς καὶ τοὺς θείους νόμους καὶ τὸ παράδειγμα τῶν ἀγίων, ποιήσας προηγουμένως ὅσα διδάσκει; (Ἐννοεῖται ὅτι ἀναφέρομαι στοὺς μηδίσαντες καὶ ὄχι σὲ ὅσους ἀντιστέκονται καὶ διώκονται ἤ χλευάζονται ἤ άπειλοῦνται). Μιλᾶνε γιὰ σοφοὺς, γιὰ εἰδικοὺς, γιὰ φιλοσόφους γιὰ λογοτέχνες καὶ ἀπὸ ἐκεὶ ἀντλοῦν ἀξίες καὶ παραδείγματα καὶ διδαχὲς καὶ προτροπὲς. Τί εἶπε ὁ Καμὺ, τί εἶπε ὁ Ρουσσώ, τί ἔγραψε ὁ Καζαντζάκης, καὶ ἡ κάθε μεγάλη διάνοια κατ᾿ αὐτοὺς. Ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι οὔτε τὴν ἁμαρτία ξέρουν, οὔτε τὸν διαβολο γνωρίζουν, οὔτε τὰ τεχνάσματά του, οὕτε γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν αἰώνιο ζωή ἐνδιαφέρονται. Ἔτσι χάθηκε ἡ ἀσφάλεια ποὺ προστατεύει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἔτσι βρεθήκαμε στὸ βάραθρο τῆς ἄγνοιας, ξεχάσαμε τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι γεμίσαμε αἱρέσεις, ἡ ζωή κατήντεσε μιὰ διεφθαρμένη κατάστασι καὶ ὅλα γίναν ἄνω κάτω. Νὰ ἡ  προδοσία τῆςσωτηρίας. Νὰ καὶ οἱ προδότες ποιμένες (καὶ ἀκολουθήσαμε καὶ μεῖς οἱ λαϊκοὶ, φυσικά)

«Μεγάλη ἀσφάλεια πρὸς τὸ μὴ ἁμαρτάνειν τῶν Γραφῶν ἡ ἀνάγνωσις, μέγας κρημνὸς καὶ βάραθρον βαθὺ τῶν Γραφῶν ἡ ἄγνοια, μεγάλη προδοσία σωτηρίας τὸ μηδὲν ἀπὸ τῶν θείων εἰδέναι νόμων· τοῦτο καὶ αἱρέσεις ἔτεκε, τοῦτο καὶ βίον διεφθαρμένον εἰσήγαγε, τοῦτο τὰ ἄνω κάτω πεποίηκεν». ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ .PG48 995

Ὅταν μένει ὁ λαὸς χωρὶς πραγματικὴ ἀρετή, ἀλλὰ μαθαίνει στὸν τυποποιημένο εὐσεβισμὸ, στὴν ἐπίπλαστη εὐσέβεια, στὴν φαυλότητα τοῦ βίου τότε ἡ πόλις τῆς ἐκκλησίας ἔχει ἤδη προδοθῇ. Ἐδὼ νὰ ἀναζητηθῇ ἡ προδοσία, ποὺ σήμερα εἶναι ὁλοφάνερη σὲ ὅλους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱεράρχες καὶ τοὺς πνευματικοὺς ποὺ ἐπιμένουν νὰ ζητοῦν ὑπακοὴ καὶ νὰ προπαγανδίζουν τὴν συμμόρφωσι σὲ καθε δαιμονικὸ καθεστωτικὸ κέλευσμα προσθέτοντας στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου Θεοῦ!!!.

«Ἀσφάλεια γὰρ πόλεως, οὐκ οἰκοδομῆς ἁρμονία, οὐδὲ λίθων μέγεθος, ἀλλ’ ἡ τῶν ἐνοικούντων ἀρετή. Ὥσπερ οὖν καὶ προδοσία πόλεως οὐκ οἰκοδομημάτων σαθρότης, ἀλλ’ ἡ τῶν πολιτῶν φαυλότης». ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ PG64 793

Ἕνα ἀπλὸ, ἀλλὰ κραυγαλέο, παράδειγμα ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν πατέρων, εἶναι τὸ Κολυμπάρι καὶ ἡ, ἄς ποῦμε, σύνοδος ποὺ ἔγινε ἐκεῖ. Μόνον ἐθελοτυφλοῦντες ἤ ασπόνδυλοι δογματικῶς δὲν καταλαβαίνουν τί συνέβη. Ἐκεῖ ἀναγνώρισαν ὡς ἐκκλησίες κάθε αἱρετικὸ μόρφωμα, παπιστὲς προτεστάντες καὶ δὲν συμμαζεύεται, ἐνῷ ἔχει εἰπωθῇ μυριάκις ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ δαιμονικὴ μεθοδεία, ὥστε παρουσιάζοντας καὶ ὀνομάζοντας πολλὲς ἐκκλησίες ὁ διάβολος, ἤ καλύτερα στήνοντας εἴδωλα ἐκκλησιῶν σὲ ὅσους πειστοῦν σ᾿ αὐτὸν, τοὺς κάνει νὰ ἀποταχθοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ. Ὅπως παληὰ τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὰ εἰδωλα, ἔτσι καὶ τώρα διὰ τῶν λεγομένων ἐκκλησιῶν τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ὄντως ἐκκλησία. Μὲ τέτοιες μεγάλες ἐπαγγελίες συνηθίζει ὁ διάβολος νὰ ἐξαπατᾷ. (Σήμερα μὲ τὴν «ἀγάπη» γιὰ τοὺς εὐπαθείς συνανθρώπους μὴπως τοὺς κολλήσουμε ἀρρώστια)

«Οὐ παύεται (ὁ διάβολος) ἀπατῶν τοὺς ἀστηρίκτους· ὡς γὰρ πρὸ τοῦ εἴδωλα μετονομάσας θεοὺς ἀπὸ τοῦ ὄντως θεοῦ ἀπεπλάνησε τοὺς ἀνθρώπους, οὕτως καὶ νῦν πολλὰς ἐκκλησίας ὀνομάσας, μᾶλλον δέ, εἰ δεῖ τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν, εἴδωλα ἐκκλησιῶν ἀναστήσας τῇ τοῦ Χριστοῦ ἀποταγῇ τοὺς πειθομένους αὐτῷ, ἵν’ ὥσπερ τότε διὰ τῶν λεγομένων θεῶν ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἀπέστησεν, οὕτως καὶ νῦν διὰ τῶν λεγομένων παρ’ αὐτοῖς ἐκκλησιῶν τῆς ὄντως ἐκκλησίας ἀποσπάσῃ. Ἔθος γὰρ τῷ διαβόλῳ διὰ μεγάλων ἐπαγγελιῶν ἀπατᾶν»· ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ (ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ) (στὸ TLG) 60- 75

Δὲν τὰ ξέραν αὐτὰ οἱ ἅγιοι πατέρες ποὺ πῆγαν ἐκεί, στὸ Κολυμπάρι; Τὰ ξέραν, φυσικά. Ἄν δὲν τὰ ξέραν τότε δὲν κάναν γιὰ αὐτὴ τὴν δουλειά. Ἀλλα ἦταν ἐκεὶ καὶ οἱ πράκτορες τῆς CIA καὶ ἡ κυρία Ἐλισάβετ Προδρόμου -μετὰ τῶν ἄλλων γυναικῶν τοῦ Πατριάρχου , ὅπως ἔγραφαν οἱ ἐφημερῖδες- καὶ εἶχαν τὴν ἴδια νεοεποχήτικη ἀτζέντα ποὺ ἔχουν καὶ τώρα ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδοποιμένες.

Ὅταν λοιπὸν ἔτσι καθοδηγεῖται ὁ λαὸς, ἔτσι γυμνάζεται, ἔτσι ἐκπαιδεύεται ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς του, μὲ φιέστες, χάπενινγκ, συνέδρια, κουβέντες, ἐκδρομὲς, πολιτιστικὰ κέντρα, ὁμιλητὲς στὺλ νεο(α)πατερικῶν ἀστέρων, λείψανα καὶ εἰκόνες ποὺ πηγαίνουν πέρα δώθε καὶ χιλιάδες φωτογραφίες καὶ μπουρδολογίες στὰ κοινωνικά μέσα καὶ πάσα νόσος καὶ πᾶσα μαλακία νὰ γίνεται πρότυπο πνευματικοῦ βίου τότε τί περιμένουμε; Οἱ ἄνθρωποι, οἱ πιστοὶ προσκολημένοι στὸν κάθε ἰκανὸ ἤ ἀνίκανο ὀργανωτικὰ πνευματικὸ, ὡς ὀπαδοὶ ἤ ἀκόλουθοι ἤ θαυμαστὲς, σὰν μέλη συλλόγου, σὰν ὁπαδοὶ ὁμάδας, σὰν θαυμαστὲς εἰδώλου τῆς σύγχρονης βιομηχανίας τοῦ θεάματος, ἀλλὰ ἐντελῶς ἄσχετοι καὶ ἀπὸ παράδειγμα καὶ ἀπὸ βίωμα καὶ ἀπὸ ἐμπειρία καὶ στόχευσι ὀρθοδόξου βίου, τί θὰ μποροῦσαν νὰ κάμουν μπροστὰ σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἦρθαν; Ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν συμβῇ, ποὺ μακαρὶ νὰ μὴν συμβῇ, πόλεμος ἐναντίον τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ διωγμὸς σκέψου πόσο γέλιο θὰ πέσει καὶ πόσες κοροϊδίες. Καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ. Ὅταν κανεὶς δὲν γυμνάζεται πῶς θὰ παρουσιαστῇ λαμπρὸς στοὺς ἀγῶνες;»

«Εἰ τοίνυν γένοιτο, ὃ μὴ γένοιτο, μηδὲ συμβαίη ποτὲ, γενέσθαι πόλεμον Ἐκκλησιῶν καὶ διωγμὸν, ἐννόησον πόσος ἔσται ὁ γέλως, πόσα τὰ ὀνείδη. Καὶ μάλα εἰκότως· ὅταν γὰρ ἐν τῇ παλαίστρᾳ μηδεὶς γυμνάζηται, πῶς ἐν τοῖς ἀγῶσιν ἔσται λαμπρός;» ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ) PG57 395

Καὶ ὁ διωγμὸς ἤρθε καὶ μαζὶ ἡ ἀναπόφευκτη γελοιποίησις. Καὶ τὸ γελοιωδέστερον; Ἐπιμένουν οἱ Ἱεράρχες ὅτι δὲν εἶναι διωγμὸς. Φυσικὸ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς, διότι ἀφοὺ εἶναι συνεργοὶ θέλουν νὰ ἀποσείσουν τὶς εὐθύνες τους. Καὶ ἄν δὲν εἶναι διωγμὸς σεβασμιώτατοι τί εἶναι; Ἐκκλησίες κλειστὲς, μυστήρια συκοφαντημένα, ἡ πίστις λοιδωρεῖται, οἱ πιστοὶ διώκονται καὶ δικάζονται.

Ποιός ἀκόμη τολμᾶ νὰ λέει ὅτι ἐτοῦτος ὁ καιρὸς εἶναι εἰρηνικὸς γιὰ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ὄχι διωγμός; Καὶ μάλιστα διωγμὸς ποὺ ποτὲ δὲν ἔγινε μέχρι τώρα οὔτε ἄλλος θὰ κάμῃ παρὰ μόνο «ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας»;

«Ἆρα τίς ἔτι τολμᾷ λέγειν τὸν καιρὸν τοῦτον εἰρηνικὸν εἶναι Χριστιανῶν καὶ οὐ μᾶλλον διωγμόν; καὶ διωγμόν, οἷος οὔτε πώποτε γέγονεν οὔτε τάχα τις ποιήσει ποτὲ τοιοῦτον εἰ μὴ ἄρα «ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας» ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ PG25 785

Τολμοῦν καὶ τὸ λένε οἱ ἴδιοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἐκκλησίας καὶ οἱ πνευματικοὶ ποιμένες τοῦ λαοῦ. Καὶ κατηγοροῦν καὶ ἀπὸ πάνω ὅσους δὲν ἀκολουθοῦν τὴν προδοσία τους, καὶ μάλιστα προσπαθοῦν νὰ τὰ στηρίξουν ὅλα αὐτὰ πατερικῶς, διαστρεβλώνοντας τὰ πάντα.

Μὴν πλανᾶσθε, πλανεμένοι ποιμένες. Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσι. Ἔχουν γίνει καὶ ξαναγίνει ὅλα αὐτά. Πράγματι ὁ διωγμὸς γίνεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει -ὅπως ἐσεῖς τὸ ἐρμηνεύετε παραπλανῶντας τοὺς ἀνθρώπους- νὰ μείνουμε μὲ σταυρωμένα χέρια, δειλοὶ καὶ φοβισμένοι, ἐφαρμόζοντας ἐκουσίως τὶς ἐντολὲς τῶν τυράννων ποὺ διώκουν τὴν πίστι, ὥστε νὰ μὴν φαίνεται ὁ διωγμὸς ὅτι εἶναι διωγμός ἀλλὰ ὅτι πεισθήκαμε καὶ ἔτσι ἡ ντροπὴ καὶ ὁ ξευτιλισμὸς μας νὰ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῶν άπειλῶν τῶν τυράννων.

«Πειθοῦς ὄνομα προσεῖναι τῷ γινομένῳ, μὴ τυραννίδος, ὡς ἂν μεῖζον ᾖ τοῦ κινδύνου τὸ τῆς αἰσχύνης αὐθαιρέτως χωροῦσι πρὸς τὴν ἀσέβειαν»·ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΕΙΣ ΚΑΙΣΑΡΙΟΝ) PG35 768

Καὶ βλέπουμε ὅτι συνεχίζεται ἡ συνεργασία σας μὲ τοὺς διῶκτες καὶ ἀνακοινώνουν δημόσια ὅτι «ἡ ἐκκλησία θὰ συμμετάσχῃ στὴν ἐκστρατεία ἐμβολιασμοῦ» (Κικίλιας 9/12). Στὴν ἐκστρατεία ἐμβολιασμοῦ!!! Μὲ τί ἐμβόλια; Παρὰ τὰ ὅσα λένε οἱ ἐπιστήμονες (ὄχι οἱ ἐπιταγμένοι καὶ πληρωμένοι) καὶ τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ διατυπώνουν… Καὶ καλὰ οἱ ἐπιστήμονες. Ὅποτε θέλουν καὶ ὅποιους θέλουν ἀκοῦν καὶ ἐπικαλοῦνται. Τουλάχιστον νὰ ἄκουγαν λιγάκι καὶ τοὺς ἁγίους; Προλέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος:

«Τώρα πάλι παρουσιάσθηκε μιὰ ἀρρώστια, γιὰ τὴν ὁποία βρῆκαν ἕνα ἐμβόλιο ποὺ θὰ εἶναι ὑποχρεωτικὸ καί, γιὰ νὰ τὸ κάνη κανείς, θὰ τὸν σφραγίζουν». ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ. ΛΟΓΟΙ Β΄. 1999 Σουρωτή Θεσσαλονίκης. σελ.181

Ἀλλὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο θὰ ἀκούσουμε ἐμεῖς; Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἱεραρχία. Καὶ τότε ποὺ ζοῦσε τὰ ἴδια γινόταν:

«Ξεκάθαρα τὰ γράφω στὸ φυλλάδιο «Σημεῖα τῶν καιρῶν», ἂς ἐνεργήση ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὴν συνείδησή του. Βέβαια μερικοὶ εἶπαν: «Ἔ, αὐτὰ εἶναι μιὰ γνώμη ἑνὸς καλογήρου· δὲν εἶναι ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας». Ἐγὼ ὅμως δὲν εἶπα δική μου γνώμη, ἀλλὰ διατύπωσα ἁπλὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Εὐαγγελίου, γιατὶ τὴν δική μας γνώμη πρέπει νὰ τὴν ὑποτάσσουμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκφράζεται μέσα στὸ Εὐαγγέλιο». ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ὅ.π. σελ. 184

Ὁ καλόγηρος βέβαια ἁγιοκατατάχθηκε, δηλαδὴ ἀναγνωρίστηκε καὶ ἐπισήμως ἡ ἁγιότης του καὶ ὁρίστηκε ἡμέρα ἑορτῆς του. Ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ. Ἐδὼ δὲν ἀκοῦν οὔτε Χριστὸ, οὔτε ἀποστόλους, οὔτε τοὺς παλαιοὺς ἁγίους πατέρες. Θὰ ἀκούσουν τὸν φτωχὸ καλόγερο; Ὅσοι τὸν γνώρισαν καὶ ὅσοι τὸν ἐμπιστεύονται ἐλπίζω νὰ ξέρουν τί θὰ ἀκολουθήσουν. Οἱ ὑπόλοιποι κινδυνεύουν νὰ πᾶνε ὑπάκουοι καὶ φασκιωμένοι:

«Δυστυχῶς, καὶ πάλι ὁρισμένοι «Γνωστικοὶ» φασκιώνουν τὰ πνευματικά τους τέκνα σὰν τὰ μωρά, δῆθεν γιὰ νὰ μὴ στενοχωριοῦνται. «Δὲν πειράζει αὐτό· δὲν εἶναι τίποτε. Ἀρκεῖ ἐσωτερικὰ νὰ πιστεύετε»! ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ὅ.π. σελ. 191

Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων 10/12/2020

Μητρ. Μόρφου Νεόφυτος: «…οἱ ἱεροὶ ναοί μας θὰ συνεχίσουν ἀπρόσκοπτα τὴ λειτουργία τους καὶ δὲν θὰ κλείσουν καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο.»


ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΟΙΜΝΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ (09.12.2020)

Πρὸς τὸ Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Μητροπόλεως Μόρφου

Τέκνα ἐν Χριστῷ ἀγαπητά,
Χαίρετε πάντοτε ἐν Κυρίῳ!

Θέμα: Τέλεση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ Μυστηρίων στοὺς ναούς μας κατόπιν τῶν νέων μέτρων ποὺ ἐξήγγειλε ἡ Κυπριακὴ Κυβέρνηση γιὰ ἀντιμετώπιση τοῦ κορωνοϊοῦ.

Μὲ ἀφορμὴ τὰ νέα περιοριστικὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ἐξήγγειλε σήμερα, 09.12.2020, ἡ Κυβέρνησή μας, ἕνεκα τῆς ἐπισήμανσης αὐξημένων κρουσμάτων τῆς μεταδοτικῆς ἀσθένειας τοῦ κορωνοϊοῦ καὶ στὴν Κύπρο, καὶ τὰ ὁποῖα ὁμολογουμένως ἦταν ἀναμενόμενα, θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ σᾶς γνωστοποιήσουμε τὰ ἑξῆς, ἀναφορικὰ πρὸς τὸ ἀνωτέρω θέμα.

Ὅπως γράφει καὶ στὴ χθεσινὴ (ἡμερ. 08.12.2020) ἀνοικτὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πρόεδρο καὶ τὰ μέλη τῆς Κυπριακῆς Κυβερνήσεως ὁ ἀναπληρωτὴς Καθηγητὴς Ἐπιδημιολογίας καὶ Δημόσιας Ὑγείας στὸ Ἀνοικτὸ Πανεπιστήμιο Κύπρου, δρ. Ἐλπιδοφόρος Σωτηριάδης, «Μετὰ ἀπὸ 8 μῆνες ἐμπειρίας ἀπὸ τὴν διασπορὰ τοῦ κορωνοϊοῦ στὸν πληθυσμὸ τῆς Κύπρου καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν λήψη δεκάδων διαφορετικῶν μέτρων ἐλέγχου, βρισκόμαστε περίπου στὸν ἴδιο σταθερὸ παρονομαστή. Βλέπουμε δηλαδὴ νὰ συνεχίζεται ἡ ἐξάπλωση τοῦ κορωνοϊοῦ στὸν πληθυσμό, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Τὸ φαινόμενο δὲν εἶναι παράξενο, διότι οὐσιαστικὰ ὅποια μέτρα καὶ νὰ λάβουμε, ὁ κορωνοϊὸς θὰ συνεχίσει νὰ διασπείρεται στὸν πληθυσμό, ἰδιαίτερα τώρα τὸν χειμώνα, ποὺ οἱ καιρικὲς καὶ ἄλλες συνθῆκες εὐνοοῦν τὴν μετάδοσή του». Καί, αὐτὰ ποὺ σημειώνει ὁ εἰδικὸς Ἐπιδημιολόγος τῆς Κύπρου ἐπικυρώνουν καὶ ἄλλοι διεθνοῦς κύρους εἰδικοὶ ἐπιστήμονες, ὅπως ὁ ἐξ Ἑλλάδος Ἐπιδημιολόγος τῆς Ἀμερικῆς δρ. Ἰωάννης Ἰωαννίδης, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Stanford.

Ἐμεῖς, σὲ ὁμιλίες καὶ κηρύγματα ποὺ κάναμε κατὰ τὸ διάστημα τοῦ διαρρεύσαντος «φοβεροῦ ἔτους» 2020, εἴχαμε ἐπανειλημένα ἀναφέρει πὼς τὰ ἀνωτέρω περιοριστικὰ μέτρα εἶναι μέτρα προορισμένα γιὰ νὰ ἀποτύχουν, ὥστε ὁ λαὸς νὰ φθάσει σταδιακὰ σὲ ἀπόγνωση, ἡ κοινωνία σὲ χάος καὶ ὁ συστηματικὰ καλλιεργούμενος ἐκφοβισμὸς νὰ φυγαδεύσει τὴν πίστη. Κι ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο οἱ ἄνθρωποι τῆς «Νέας Τάξης Πραγμάτων» στὴν κατάσταση νὰ ἐκλιπαρεῖ γιὰ τὸ «θαυματουργικὸ ἐμβόλιο», ποὺ ἑτοίμασαν οἱ ἴδιοι ποὺ δημιούργησαν τὴν ὅλη αὐτὴ κατάσταση. Τὰ ἐμβόλια ὅμως αὐτὰ μὲ τὸ ἐμπεριεχόμενο τεχνητὸ γενετικὸ ὑλικό, πολλοὶ ἐπιστήμονες τῆς παγκόσμιας ἐπιστημονικῆς κοινότητας μᾶς παροτρύνουν νὰ μὴν τὰ λάβουμε, γιατὶ οἱ παρενέργειές τους, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ ἀποδειχθοῦν τραγικές, καθὼς δὲν ἔχουν δοκιμασθεῖ ὅπως τὰ λοιπὰ ἐμβόλια τῶν ποικίλων μολυσματικῶν λοιμωδῶν ἀσθενειῶν, ἀλλὰ καὶ γιατὶ θὰ ἀποτελέσουν μία «ψηφιοποιημένη ταυτότητα» —κατὰ τὴν ἔκφραση τῶν ἰδίων τῶν νεοεποχιτῶν ἐφευρετῶν τους—, ποὺ θὰ λειτουργοῦν ὡς μέσα πλήρους ἐλέγχου τῆς ὅλης ζωῆς τῶν ἐμβολιασθέντων. Ἔτσι, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καθίσταται πειραματόζωο τῆς «Νέας Τάξης Πραγμάτων», ποὺ μεταξὺ ἄλλων στοχεύει στὴν κατακόρυφη μείωση τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς… Καί, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ ἀμεσώτερα, οἱ πολυμήχανοι Ἄγγλοι ἀποτρέπουν τὶς ἔγκυες γυναῖκες καθὼς καὶ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ τεκνοποιήσουν στὸ μέλλον νὰ ἐμβολιασθοῦν μὲ αὐτά. Ὁ δὲ Πρόεδρος τῆς Κίνας, προχωρημένος Νεοταξίτης, εἰσηγήθηκε πρόσφατα στὴ Σύνοδο τῶν G20 τὸ χάραγμα τῶν πολυπληθῶν πολιτῶν του μὲ τὸ κώδικα QR γιὰ διευκόλυνση στὸν ἄμεσο γενικὸ ἔλεγχό τους. Ἐπειδὴ ἀποτολμοῦμε καὶ τὰ ἀναφέρουμε αὐτά, μερικοὶ μᾶς ἀποκαλοῦν «συνομωσιολόγους». Ἐὰν ἐμεῖς εἴμαστε «συνομωσιολόγοι», τότε ποιοί εἶναι οἱ συνομῶτες εἰς βάρος τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ὁ Θεὸς δώρησε στὴν εἰκόνα Του, τὸν ἄνθρωπο;

Μᾶς ἐμποιεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση, ποὺ ἡ Κυβέρνηση στὰ ἀνωτέρω μέτρα/διατάγματά της, ἐξισώνοντας τοὺς χώρους τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μὲ τὰ τεμένη, τὰ μπάρ, τὶς ταβέρνες, τὰ ἑστιατόρια καὶ λοιποὺς χώρους ἑστίασης, ἐπιβάλλει ἐξίσου τὸν ἀποκλεισμὸ προσέλευσης τῶν πολιτῶν. Αὐτὰ βεβαίως τὰ μέτρα θεωροῦμε πὼς θὰ ἐπιταχύνουν τὴν αὔξηση τῆς ἀνεργίας καὶ πτώχευσης, τῆς ἤδη βεβαρυμένης ψυχοπαθολογίας τῶν πολιτῶν καὶ ἀρχίζει νὰ διαφαίνεται ἡ προφητευθεῖσα ἔλλειψη τροφίμων, εἰδῶν βασικῆς ἀνάγκης καὶ καυσίμων.

Οἱ ἐναγώνιες εἰσηγήσεις κλήρου καὶ πιστοῦ λαοῦ δὲν εἰσακούσθηκαν, καὶ δυστυχῶς, σὲ ἄκρα ἀντίθεση αὐτοῦ ποὺ σημαίνει ἐννοιολογικά, θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ ὁ «ἐκκλησιασμός» —δηλαδὴ ἡ συνάθροιση ἐπὶ τὸ αὐτὸ κλήρου καὶ λαοῦ πρὸς δοξολογίαν Θεοῦ—, τώρα ἐπιβάλλεται νὰ τελεῖται «χωρὶς τὴν παρουσία πιστῶν». Κι αὐτὰ σὲ μία περίοδο νηστείας, κατὰ τὴν ὁποία ὁ πιστὸς λαὸς ἀγωνίζεται ἰδιαίτερα πνευματικὰ καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐκκλησιάζεται καὶ νὰ κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων πιὸ τακτικά. Καὶ ἀφήνουμε ἔτσι τὶς ψυχὲς ἀτροφικὲς γιὰ τὴν ἀμφιλεγόμενη προστασία τῆς σωματικῆς ὑγείας, ποὺ δὲν ἐξασφάλισαν τὰ μέτρα τῶν κρατούντων καὶ τῶν συμβούλων τους ἐπιδημιολόγων. Θὰ δώσουμε ὅμως λόγο στὸν Θεὸ γιὰ τὴ συμπεριφορά μας αὐτή. Ἐπιλέξαμε τὴν «ὑγειονομικὴ λογικὴ» τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀφήσαμε τὰ ἔργα τῆς πίστεως, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, νὰ γελιοποιοῦνται ἀπὸ ἐπιστήμονες καὶ δημοσιογράφους. Νὰ ὑπογραμμίσουμε ἀκόμη πὼς οἱ σκοτεινὲς καὶ ἑωσφορικές δυνάμεις, ἐπειδὴ δὲν θέλουν τὸν κόσμο νὰ εἶναι πνευματικὰ καὶ σωματικὰ δυνατός, ἔχουν βάλει ὡς στόχο, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Καὶ δὲν θέλουν νὰ μεταλαμβάνουν οἱ πιστοί, γιατὶ γνωρίζουν ὅτι ἡ κατεξοχὴν πνευματικὴ δύναμη τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ζωοποιοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ ὁποιοδήποτε Μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τελεῖται μὲ τὴ συνάθροιση τῶν πιστῶν ἐπὶ τὸ αὐτό, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς λατρείας τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τὴν θεοπαράδοτη ἐντολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε, «τοῦτο (τὸ Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας) ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», καθὼς καὶ τὴν ἀνέκαθεν λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μποροῦν νὰ ὑποβιβαστοῦν καὶ νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἁπλὲς συναθροίσεις ἀνθρώπων. Καὶ ἡ Θεία Κοινωνία, αὐτὸ δηλαδὴ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ μυστικὰ ἀλλὰ πραγματικὰ θυσιάζεται χάριν τῶν πιστῶν σὲ κάθε Θεία Λειτουργία, ὄχι μόνο εἶναι ἀδύνατον νὰ εἶναι μεταδοτικὸ ὁποιασδήποτε μολυσματικῆς-λοιμικῆς ἀσθένειας, ἀλλὰ σὲ ὅσους προσέρχονται σ᾽ αὐτὸ μὲ πίστη καὶ τὴν κατάλληλη προετοιμασία, χορηγεῖ ὑγεία ψυχῆς καὶ σώματος καὶ γίνεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν τὴν αἰώνιον». Ἐπίσης, ἐπισημαίνουμε τὸν πατρικὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας σὲ ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ἁμαρτωλοὺς καὶ δικαίους, «τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω» (Ἰω. 6,37). Ὁ Κύριος δὲν ἀποδιώκει κανέναν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Του, ἀλλὰ δέχεται ὅλους ποὺ προσέρχονται σ᾽ Αὐτόν. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἰσχύει διαχρονικὰ γιὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ποιμένες καὶ διαδόχους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, κατεξοχὴν μάλιστα ἐμᾶς τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ὡς ἐκ τῶν ὡς ἄνω, στὰ ὅρια τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, πληροφορῶ, ὡς ὁ κατὰ τόπον ἁρμόδιος Μητροπολίτης, ὅτι οἱ ἱεροὶ ναοί μας θὰ συνεχίσουν ἀπρόσκοπτα τὴ λειτουργία τους καὶ δὲν θὰ κλείσουν καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο. Δηλαδή, τόσον οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ Θεῖες Λειτουργίες, ὅσο καὶ τὰ ἱερὰ Μυστήρια θὰ τελοῦνται κανονικά. Οὔτε κορδέλλες θὰ τοποθετηθοῦν στοὺς σκάμνους, οὔτε οἱοσδήποτε ἱερέας ἢ ἐπίτροπος θὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καθορίζει τὸν ἀριθμὸ τῶν εἰσερχομένων στὸν ναὸ πιστῶν, οὔτε καὶ νὰ τοὺς ἀπαγορεύσει τὴν εἴσοδο ἐν ὥρᾳ Ἀκολουθίας.

Ἐὰν ἡ Κυβέρνηση θεσπίζει νόμους γιὰ τὴν περιφρούρηση, ὅπως θεωρεῖ, τῆς σωματικῆς ὑγείας τῶν πολιτῶν, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ δική της ἱερὰ Παράδοση καὶ τοὺς δικούς της νόμους καὶ ἱεροὺς Κανόνες ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια, γιὰ νὰ διασφαλίζει καὶ διατηρεῖ τὴν ψυχοσωματικὴ ὑγεία τῶν πιστῶν. Καὶ τονίζουμε ἐν προκειμένῳ τὸ ἀρχαῖο νομικὸ ἔθος τῆς ἀσυλίας τῶν ἱερῶν ναῶν, τῶν χώρων τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καταστοῦν χῶροι ἀστυνόμευσης τῶν πιστῶν, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ αὐτὴ τὴν ἱερότητα καὶ ἀσυλία σεβάστηκαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ ἑτερόδοξοι, καὶ ἀλλόθρησκοι, καὶ κατακτητές… Καὶ νὰ ὑπενθυμίσουμε ἀκόμη ὅτι αὐτὴ ἡ ἀσυλία τυγχάνει σεβαστὴ στοὺς χώρους λατρείας ὅλων τῶν θρησκειῶν. Πολλοῦ γὲ δὴ πρέπει νὰ τυγχάνει στοὺς Ὀρθοδόξους ναοὺς ἑνὸς Ὀρθοδόξου ἀπὸ δισχιλιετίας Χριστιανικοῦ κράτους.

Ἐὰν τὰ ἀνωτέρω, δηλαδὴ ἡ ἀπρόσκοπτη λειτουργία τῶν ναῶν μας θεωρηθεῖ ὅτι ἀντίκειται στὰ σχετικὰ κυβερνητικὰ διατάγματα, τὴν εὐθύνη δὲν θὰ ἔχουν, οὔτε οἱ ἱερεῖς, οὔτε οἱ διάκονοι, οὔτε οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Ἐπίτροποι, ἀλλὰ τὴν ἀναλαμβάνω ἐξ ὁλοκλήρου, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνώπιον τοῦ νόμου, ἐγὼ προσωπικά, ὁ Μητροπολίτης σας. Καὶ εἶμαι ἕτοιμος, χάριν τῆς ἀπρόσκοπτης λειτουργίας τῶν ἱερῶν μας ναῶν καὶ τῆς τέλεσης τῶν Ἀκολουθιῶν καὶ Μυστηρίων μας, νὰ παρασταθῶ στὰ δικαστήρια τοῦ κόσμου τούτου.

Μετὰ πατρικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καὶ Χριστουγεννιάτικες εὐχὲς

Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος

Ἐπισκοπεῖον Εὐρύχου, τῇ 9ῃ Δεκεμβρίου 2020.

Κοινοποίηση: Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου κ. Χρυσόστομον Β´ καὶ ἀρχιερεῖς-μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Πηγή Ιερά Μητρόπολις Μόρφου