Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΟΙ "ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ" ΛΟΓΟΙ

ΟΙ "ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ" ΛΟΓΟΙ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Μετάφραση στη νεοελληνική
Βασίλης Καραγιώργος
 
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
α. Βασίλειος, ο φίλος του Χρυσοστόμου, ο οποίος υπερέβαλλε όλους τους άλλους.
Στη ζωή μου δημιούργησα πολλούς φίλους, γνήσιους και αληθινούς, οι οποίοι γνώριζαν και φύλατταν με ακρίβεια τους νόμους της φιλίας. Από τους πολλούς όμως αυτούς, ένας προσπαθούσε να τους υπερβή όλους στην επιδεικνυόμενη προς το πρόσωπό μου φιλία τόσο πολύ, όσο όλοι εκείνοι μαζί υπερέβαλλαν τους απλώς φίλα διακείμενους έναντί μου. Αυτός, λοιπόν, ήταν ένας από εκείνους, με τους οποίους διήγα από κοινού το μεγαλύτερο μέρος του βίου μου, δεδομένου μάλιστα ότι επιλέξαμε κοινούς πνευματικούς δρόμους και διδασκάλους. Μας χαρακτήριζε δε η ίδια προθυμία και εργατικότητα για τις σπουδές μας, αλλά και γενικότερα είχαμε κοινούς στόχους, οι οποίοι εκκινούσαν από την ίδια αφετηρία, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των σπουδών μας, αλλά και μετά την περάτωσή τους, όταν προσπαθούσαμε να επιλέξουμε την καλύτερη οδό που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε στη ζωή μας· και στην περίπτωση αυτή το φρόνημά μας συνέπιπτε.
β. Η ομόνοια Βασιλείου και Χρυσοστόμου, και συζητήσεις περί πάντων.
Πέραν τούτων, υπήρχαν και άλλα στοιχεία, τα οποία συντελούσαν στην αρραγή και ασφαλή διατήρηση της ήδη στενής φιλίας μας. Κανείς από τους δύο δηλαδή δεν φρονούσε υπεροπτικά για την πατρίδα του και την καταγωγή του, όσον δε αφορά στα υλικά αγαθά εγώ μεν δεν διέθετα υπερβολικά πλούτη, αλλά και εκείνος δεν βρισκόταν σε κατάσταση εσχάτης πενίας και έτσι το μέγεθος της περιουσίας του καθενός ήταν περίπου το ίδιο, όμοιο δηλαδή προς την ταυτότητα των εσωτερικών μας ανησυχιών. Είχαμε λοιπόν ισότιμη κοινωνική θέση και οι απόψεις μας συνέπιπταν.
γ. Ο ζυγός της φιλίας έγινε άνισος όταν ο Βασίλειος εγκολπώθηκε τον μοναστικό βίο.
Η ισορροπία αυτή όμως ανατράπηκε όταν ο μακάριος φίλος μου αποφάσισε να περιβληθή το μοναχικό σχήμα και να μυηθή στις αρχές της αληθούς φιλοσοφίας· η πλάστιγγα εκείνου εμετεωρείτο από την ελαφρύτητα των βαρών της, ενώ αντιθέτως εγώ, δεμένος σφικτά με τα δεσμά των κοσμικών επιθυμιών, την τραβούσα προς τα κάτω, όπου και τη διατηρούσα με τη βία, στιβάζοντας πάνω της νεανικές φαντασίες. Για τον λόγο λοιπόν αυτό η μεν φιλία μας έμεινε σταθερή, όπως και ενωρίτερα, η συναναστροφή μας όμως εύλογα διακόπηκε, αφού τα περί του βίου ενδιαφέροντα του καθενός είχαν διαφοροποιηθή πλέον. Όταν μάλιστα και εγώ κατόρθωσα κάποτε να διασωθώ από τις τρικυμίες του βίου, ο φίλος μου με δέχθηκε μεν με ανοικτές αγκάλες, όμως δεν ήταν δυνατό να διατηρηθή η προγενέστερη ισορροπημένη καθ᾿ όλα σχέση μας, διότι εκείνος έχοντας όχι μόνο προηγηθή χρονικώς στον μοναχικό βίο, αλλά και επιδεικνύοντας μεγάλο ζήλο στην οικείωση της ασκητικής εμπειρίας, ανήλθε σε τέτοιο ύψος, ώστε τελικά κατέστη ανώτερός μου.
δ. Η πρόθεση για τη συγκατοίκηση των δύο φίλων.
Πλην, όμως, όντας αγαθός και αποδίδοντας μεγάλη τιμή στη φιλία μας, απομάκρυνε τον εαυτό του από όλους και αφιέρωσε σε μένα όλο τον χρόνο του. Αυτό εξ άλλου επιθυμούσε και ενωρίτερα, κωλυόταν όμως από τη δική μου ραθυμία να ακολουθήσω τον ίδιο βίο. Πράγματι, δεν ήταν δυνατό εγώ, ασχολούμενος με τις δικαστικές υποθέσεις και συγκινούμενος από τις θεατρικές απολαύσεις να συναναστρέφομαι πολλές φορές εκείνον ο οποίος ήταν προσηλωμένος στη μελέτη των βιβλίων και δεν είχε εμφανισθή ποτέ στην αγορά. Όταν λοιπόν με αποδέχτηκε με ικανοποίηση στη ζωή του μου αποκάλυψε τον βαθύτερο πόθο που έτρεφε μέσα του από παλαιότερα· έκανε δηλαδή τα πάντα, ώστε να είμαστε το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας μαζί, επί πλέον δε με παρακαλούσε συνεχώς να εγκαταλείψουμε τις οικίες μας και να συγκατοικήσουμε, κάτι για το οποίο τελικά με έπεισε. Είμεθα λοιπόν έτοιμοι να υλοποιήσουμε την απόφαση αυτή.
ε. Οι διαμαρτυρίες της μητέρας.
Όμως οι συνεχείς διαμαρτυρίες της μητέρας μου με εμπόδισαν να ανταποκριθώ στην επιθυμία του, μάλλον δε να λάβω τη δωρεά που μου προσέφερε. Η μητέρα μου είχε καταλάβει τα σχέδιά μου και αφού έπιασε το δεξί μου χέρι με οδήγησε στον ιδιαίτερο χώρο της, όπου καθίσαμε κοντά στην κλίνη επί της οποίας με γέννησε. Εκεί, χύνοντας ποταμούς δακρύων, μου απηύθυνε οδυρόμενη τα ακόλουθα λόγια, τα οποία πονούσαν περισσότερο και από τα δάκρυά της· Εγώ, παιδί μου, είπε, δεν αφέθηκα να απολαύσω για πολύ την αρετή του πατέρα σου, επειδή αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Τις ωδίνες που γνώρισα κατά τον τοκετό σου διαδέχτηκε ο θάνατος εκείνου, γεγονός που προκάλεσε σ' εσένα ορφάνια, σε μένα δε άωρη χηρεία, τα δεινά της οποίας μόνο οι παθούσες μπορούν να γνωρίζουν καλά. Καμμιά ακτίνα ανακουφίσεως δεν φαινόταν στον ορίζοντα της βαρυχειμωνιάς και της τρικυμίας που ζει μία κοπέλα, η οποία μόλις έχει εγκαταλείψει τον πατρικό της οίκο και είναι εντελώς άπειρη, ξαφνικά πέφτει σε βαρύ πένθος και αναγκάζεται να επωμισθή φροντίδες, οι οποίες είναι πολύ μεγάλες τόσο για την ηλικία, όσο και τη φύση της. Διότι πρέπει, νομίζω, και τις αμέλειες των υπηρετών να επανορθώνη και τις κακουργίες τους να παρατηρή προσεκτικά, και τις επιβουλές των συγγενών να αποκρούη, και τις ύβρεις και την τραχύτητα των εισπρακτόρων των δημοσίων εσόδων κατά τη συγκέντρωση των φόρων να υπομένη με θάρρος. Εάν δε ο κοιμηθείς απέλθη αφήνοντας και παιδί, τότε η μητέρα θα επωμιστή το βάρος πολλών φροντίδων, ακόμη, και αν αυτό είναι θήλυ, οπότε αυτή θα απαλλαγή και εξόδων και φόβου· πολύ δε περισσότερες δυσκολίες θα έχη αυτή να αντιμετωπίση αν πρόκειται για αγόρι, το οποίο θα την επιφορτίζη καθημερινά με πολλούς φόβους και περισσότερες φροντίδες. Αφήνω δε κατά μέρος το χρηματικό κόστος που θα πρέπει να επιβαρυνθή αν επιθυμή να το μορφώση ως ελεύθερο πολίτη. Εμένα όμως τίποτα από όλα αυτά δεν με κατέπεισε να προχωρήσω στη σύναψη δεύτερου γάμου και να εισάξω νυμφίο στην οικία του πατέρα σου. Αντίθετα μάλιστα, προτιμούσα να παραμένω στη στενοχώρια και τη σύγχυση χωρίς να φεύγω από τη σιδερένια κάμινο της χηρείας. Στον αγώνα μου αυτό αρχικά ενισχύθηκα από τη θεία αρωγή, με παρηγορούσε όμως και το γεγονός ότι με τη συνεχή θέα της όψεώς σου διαφυλασσόταν μέσα μου η έμψυχη εικόνα του θανόντος πατέρα σου. Γι᾿ αυτό λοιπόν και όταν ήσουν νήπιο και δεν είχες ακόμη μάθει να μιλάς, όταν δηλαδή ήσουν στην ηλικία που τα παιδιά ευχαριστούν τους γονείς, μου έδινες πολύ κουράγιο. Έτσι, δεν μπορείς να με μεμφθής ότι δεν αντιμετώπισα με κουράγιο τη χηρεία μου ή ότι ελάττωσα την περιουσία που σου άφησε ο πατέρας σου για να ικανοποιήσω διάφορες ανάγκες της ζωής μας λόγω της χηρείας μου, γεγονός που γνωρίζω ότι συνέβη σε πολλούς, οι οποίοι δυστύχησαν να μείνουν ορφανοί. Αντιθέτως και αυτήν διατήρησα ακέραια και σε όσες δαπάνες απαιτήθηκαν για την πρόοδό σου ήμουν συνεπέστατη, αντλούσα δε πάντοτε τα χρήματα από την προικώα περιουσία μου. Μη νομίσης δε ότι με τα όσα λέγω τώρα προσπαθώ να σε ψέξω· εκείνο που σου ζητώ ως χάρη αντί όλων αυτών είναι η παράκληση να μη με περιβάλης με μία δεύτερη χηρεία και να μη αναζωπυρήσης τον κατασιγασθέντα πια πόνο του πένθους, αλλά να περιμένης τον θάνατό μου, αφού είναι μάλλον πιθανό ότι θα πεθάνω σε λίγο χρόνο, δεδομένου ότι οι νέοι ελπίζουν βέβαια να φθάσουν μέχρι το βαθύ γήρας, εμείς όμως δεν αναμένουμε τίποτα άλλο από τον θάνατο. Όταν λοιπόν με παραδώσης στη γη και με αναμίξης με τα οστά του πατέρα σου, τότε ετοιμάσου για μακρινά ταξίδια και πλεύσε σε όποια θάλασσα θέλης, κανείς δεν θα σε εμποδίση. Για όσο όμως ζω εξακολούθησε να μένης μαζί μου και μη προσκρούσης μάταια και χωρίς λόγο στον Θεό, περιβάλλοντας με τόσα κακά εμένα, που ποτέ δεν σε αδίκησα. Εάν βέβαια με εγκαλέσης ότι σε σύρω γύρω από βιοτικές φροντίδες και σε αναγκάζω να αναλάβης τη διαχείριση της περιουσίας σου, τότε ούτε τους φυσικούς νόμους, ούτε την ανατροφή σου, ούτε τα επικρατούντα ήθη, με μία λέξη δε μη σεβασθής τίποτα, φύγε μακριά μου, σαν να είμαι επίβουλος και εχθρός σου. Εάν όμως κάνω τα πάντα για να διευκολύνω τη ζωή σου, τότε αν μη τι άλλο ας σε κρατά κοντά μου αυτός ο δεσμός. Όσο και αν λέγης ότι σε αγαπούν χιλιάδες άνθρωποι, κανείς δεν θα σου δώση τη δυνατότητα να απολαύσης τόση ελευθερία, γιατί δεν υπάρχει κάποιος, ο οποίος να επιθυμή την ευδοκίμησή σου όσο εγώ.
στ. Η απάτη του Χρυσοστόμου στη χειροτονία.
Αυτά και πολλά περισσότερα ακόμη μου έλεγε η μητέρα μου, τα οποία με τη σειρά μου ανέφερα στον φίλο μου. Εκείνος όχι μόνο δεν επτοείτο από τα λόγια αυτά, αντιθέτως μάλιστα επέμενε περισσότερο, διατυπώνοντας τα ίδια προς τα προγενέστερα αιτήματα. Και ενώ βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτή, εκείνος δηλαδή συνεχώς ικέτευε, εγώ δε από την πλευρά μου δεν έδινα τη συγκατάθεσή μου, ξαφνικά κάποια φήμη που διαδόθηκε μας τάραξε και τους δύο· η φήμη αυτή μας έφερνε υποψηφίους για το επισκοπικό αξίωμα. Μόλις άκουσα την πληροφορία κατελήφθην από φόβο και απορία· από φόβο μεν μήπως αναγκασθώ και παρά τη θέλησή μου να αποδεχθώ το επισκοπικό αξίωμα, από απορία δε διότι δεν μπορούσα να κατανοήσω πως οι άνθρωποι εκείνοι θυμήθηκαν για κάτι τέτοιο εμάς τους δύο, γιατί, όσον αφορούσε σε μένα, δεν με θεωρούσα καθόλου άξιο εκείνης της τιμής. Ο φίλος μου από την πλευρά του με επισκέφθηκε κατ᾿ ιδίαν και νομίζοντας ότι αγνοούσα τη σχετική φήμη με κατέστησε κοινωνό αυτής, ζητώντας, όπως και παλαιότερα έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση να πράξουμε και να φανούμε ότι σκεπτόμαστε τα ίδια. Ήταν μάλιστα προετοιμασμένος να ακολουθήση όποια απόφαση και αν έπαιρνα, είτε την οδό της φυγής είτε της εκλογής στο επισκοπικό αξίωμα. Αντιλαμβανόμενος όμως εγώ την προθυμία του να αναδεχθή την εκλογή και θεωρώντας ζημία για όλον τον λαό της Εκκλησίας να αποστερήσω την ποίμνη του Χριστού από έναν νέο τόσο αγαθό και ικανό να διευθύνη τις υποθέσεις των πιστών εξ αιτίας της δικής μου αδυναμίας, δεν του αποκάλυψα τη γνώμη που είχα διαμορφώσει για το θέμα. Και τούτο μολονότι ποτέ στο παρελθόν δεν του είχα αποκρύψει τις σκέψεις μου. Λέγοντάς του όμως ότι έπρεπε η σχετική απόφαση να ετεροχρονισθή, διότι ήταν κάτι που δεν πίεζε χρονικά, τον έπεισα να μην ασχολείται άλλο με το θέμα, του έδωσα δε τα εχέγγυα ότι σε περίπτωση που συνέβαινε εκείνο που φοβόταν, να χειροτονηθή δηλαδή χωρίς τη θέλησή του, θα τον στήριζα στην απόφαση που θα έπαιρνε σχετικά. Μετά την παρέλευση λίγου χρόνου, όταν έφθασε στην πόλη μας ο επίσκοπος, ο οποίος επρόκειτο να μας χειροτονήση, εγώ έμενα κρυμμένος, αυτός δε μη γνωρίζοντας τίποτε από όλα όσα συνέβαιναν οδηγείται ενώπιον του επισκόπου με άλλη πρόφαση και τελικά δέχεται τον ζυγό της ιερωσύνης, ελπίζοντας σε ό,τι του είχα υποσχεθή, ότι δηλαδή θα τον ακολουθούσα στην απόφασή του, μάλλον δε νόμιζε ότι ακολουθούσε εμένα. Διότι μερικοί από τους παρευρισκομένους, βλέποντες αυτόν να αγανακτή με την όλη κατάσταση, τον εξαπάτησαν λέγοντες ότι ήταν άτοπο εγώ, ο θεωρούμενος από όλους θρασύτερος να αποδέχομαι με συγκατάβαση την κρίση των Πατέρων, εκείνος δε ο συνετότερος και μετριοπαθέστερος να φέρεται με θράσος και κενοδοξία, αντιδρώντας με έπαρση και προσπαθώντας να αποφύγη τη συμμόρφωσή του προς την ειλημμένη απόφαση. Τα λόγια αυτά τον έκαναν να υποχωρήση, επειδή όμως πληροφορήθηκε ότι εγώ απέφυγα να εμφανισθώ, με επισκέφθηκε όντας πολύ κατηφής. Κάθισε λοιπόν δίπλα μου και ήθελε μεν κάτι να μου ειπή, όμως η στενοχώρια που τον κατείχε δεν του επέτρεπε να παραστήση με λόγια τη βία που υπέστη, αφού η βαρυθυμία εμπόδιζε τις φράσεις να περάσουν τα δόντια του και να ακουστούν. Τότε, βλέποντάς τον δακρυσμένο και πολύ ταραγμένο και γνωρίζοντας την αιτία, γελούσα με μεγάλη ευχαρίστηση και κρατώντας το δεξί του χέρι προσπαθούσα να τον ασπασθώ, ενώ παράλληλα δόξαζα τον Θεό για την αίσια έκβαση του τεχνάσματός μου. Εκείνος, καθώς με είδε περιχαρή και γελαστό και καταλάβαινε ότι τον είχα εξαπατήσει, ελυπείτο ακόμη περισσότερο.
ζ. Επιεικής και αφελής η κατηγορία του Βασιλείου.
Όταν σε κάποια στιγμή αμβλύνθηκε για λίγο η ψυχική του ταραχή, είπε, Αν εμένα με περιφρόνησες εντελώς και δεν αποδίδεις καμμία σημασία στα λόγια μου, δεν γνωρίζω για ποιο λόγο θα έπρεπε να φροντίζης για την υπόληψή σου. Τώρα πλέον προκάλεσες τα γενικά σχόλια του κόσμου· όλοι λέγουν ότι από κενοδοξία αποσύρθηκες από τη διακονία του ιερατικού λειτουργήματος, δεν υπάρχει δε εκείνος που θα σε απαλλάξη από την κατηγορία αυτή. Εγώ πλέον ούτε στην αγορά δεν μπορώ να εμφανισθώ, διότι πολλοί με πλησιάζουν και εκτοξεύουν εναντίον μου κατηγορίες καθημερινά. Όταν με δουν σε κάποιο σημείο της πόλεως φίλοι μας, με παίρνουν κάπου ιδιαίτερα και μου επιρρίπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης, διότι, λέγουν, αφού γνώριζες την απόφασή του, δεδομένου ότι γνωρίζεις όλες τις σκέψεις του, δεν έπρεπε να μας την αποκρύψης, αλλά να μας την καταστήσης γνωστή· έτσι, εμείς θα εξευρίσκαμε κάποιο τέχνασμα για να τον φέρουμε ενώπιον του επισκόπου. Από την πλευρά μου, ντρέπομαι και κοκκινίζω να τους πω ότι δεν γνώριζα τις αποφάσεις που είχες λάβει σχετικά, για να μη νομίσουν ότι και η δική μας φιλία κυλούσε μέσα στην υποκρισία. Ακόμη και αν έτσι είναι, όπως πράγματι είναι, αφού δεν μπορείς να το αρνηθής μετά τα όσα έπραξες σήμερα εναντίον μου, καλό είναι εντούτοις να κρύβουμε τις αδυναμίες μας προς εκείνους οι οποίοι έχουν θετική αντίληψη για μας. Διστάζω να τους πω την αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της σχέσεώς μας και αναγκάζομαι να σιωπώ και να σκύβω το κεφάλι μου στη γη, όσους δε συναντώ τους αποφεύγω αλλάζοντας δρόμο. Και αν ακόμη με απαλλάξουν από την προηγούμενη κατηγορία, της κατ᾿ επίφαση φιλίας, θα με κατακρίνουν αναγκαστικά ως ψεύτη, διότι δεν θα πιστεύσουν ποτέ ότι εσύ κατέταξες και τον Βασίλειο μαζί με εκείνους, οι οποίοι δεν δικαιούνται να γνωρίζουν τις σκέψεις σου. Για το θέμα αυτό όμως δεν έχω να πω πολλά, αφού έτσι έκρινες σκόπιμο να πράξης. Πώς όμως θα απαλείψουμε την υπόλοιπη αισχύνη; ʼλλοι σου προσάπτουν την κατηγορία της υπεροψίας, άλλοι της φιλοδοξίας, οι αφειδέστεροι δε των κατηγόρων σου σε εγκαλούν και για τα δύο, προσθέτουν μάλιστα και την ύβρη προς τους εκλέκτορες, για τους οποίους λέγουν ότι δικαίως υπέστησαν την ταπείνωση αυτή, θα τους άξιζε δε και μεγαλύτερη ακόμη ατίμωση από αυτή, διότι παρέβλεψαν τόσους αξιόλογους άνδρες και προτίμησαν ανώριμα παιδιά, τα οποία μόλις είχαν εισέλθει στους κλυδωνισμούς του βίου. Αυτά λοιπόν τα μειράκια, τα οποία προσποιούνται ευσέβεια και ταπείνωση και φορούν τα μαύρα ενδύματα, ξαφνικά τα περιποιήθηκαν με τέτοια τιμή, την οποία ούτε στον ύπνο τους δεν προσδόκησαν ότι θα ελάμβαναν ποτέ. Έτσι, εκείνοι οι οποίοι ασκήθηκαν από πολύ μικρή ηλικία μέχρι τα βαθιά τους γεράματα είναι στην τάξη των αρχομένων και άρχονται από τα παιδιά τους, τα οποία ούτε καν έχουν ακούσει τους νόμους, πάνω στους οποίους στηρίζεται η άσκηση αυτής της εξουσίας. Αυτά και άλλα πολλά μας προσάπτουν καθημερινά, εγώ δε μη όντας σε θέση να απαντήσω χρειάζομαι τη βοήθειά σου, διότι νομίζω ότι δεν απέφυγες χωρίς λόγο τη χειροτονία και προκάλεσες έτσι την έχθρα τόσο σπουδαίων ανθρώπων. Αντίθετα, πιστεύω ότι κατέληξες στην απόφασή σου αυτή μετά από σοβαρή σκέψη και για τον λόγο αυτό στοχάζομαι ότι είσαι έτοιμος να απολογηθής σχετικά. Πες μου λοιπόν αν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε κάποια σοβαρή αιτιολογία για όλα αυτά στους κατηγόρους μας. Όσον αφορά στις αδικίες, τις οποίες υπέστην από εσένα δεν θα σου ζητήσω τον λόγο· ούτε για την απάτη, ούτε για την προδοσία, ούτε για όσα απήλαυσες από εμένα κατά τον προγενέστερο χρόνο. Και την ψυχή μου ακόμα, για να το πω έτσι, εναπέθεσα στα χέρια σου. Εσύ όμως μου συμπεριφέρθηκες με τόση πανουργία, σαν να επρόκειτο να προφυλαχθής από κάποιους εχθρούς σου. Έπρεπε, εάν μεν θεωρούσες ωφέλιμη τη χειροτονία να μη την αποφύγης, ενώ αντίθετα εάν διέβλεπες σ᾿ αυτή βλάβη, έπρεπε να προφυλάξης και εμένα από τη ζημία αυτή, αφού έλεγες ότι πάντοτε με έθετες υπεράνω όλων των άλλων. Τουναντίον, εσύ έκανες τα πάντα ώστε να πέσω στην παγίδα, δεν εφείσθης δε ούτε δόλου ούτε υποκρισίας έναντι εκείνου, ο οποίος συνήθιζε να σου συμπεριφέρεται πάντοτε άδολα και ειλικρινά. Όμως, όπως είπα, δεν σε εγκαλώ για όλα αυτά, ούτε αναφέρομαι στη μοναξιά, στην οποία με έφερες μετά τη διακοπή της συναναστροφής μας, από την οποία πολλές φορές αποκόμισα όχι ευκαταφρόνητη ευχαρίστηση και ωφέλεια. Όλα αυτά βέβαια τα αντιπαρέρχομαι με σιωπή και πραότητα, όχι επειδή μου φέρθηκες ανάλογα, αλλά επειδή από την ημέρα που αποδέχτηκα τη φιλία μας έθεσα ως απαράβατο όρο να μη σου ζητώ τον λόγο κάθε φορά που θα μου προκαλούσες λύπη. Φυσικά, γνωρίζεις και ο ίδιος ότι μου προξένησες όχι μικρή ζημία, εάν βέβαια θυμάσαι ό,τι έλεγαν τόσο οι έξωθεν για μας, όσο και εμείς οι ίδιοι, ότι δηλαδή το κέρδος μας ήταν μεγάλο από την ομοψυχία και από τη στερέωση της φιλίας μας. Και οι μεν άλλοι όλοι έλεγαν ότι η δική μας ομόνοια θα ωφελήση και πολλούς άλλους σημαντικά, κάτι που εγώ, όσον αφορά σε μένα, ποτέ δεν διανοήθηκα, έλεγα δε ότι από την ομοφροσύνη μας θα προκύψη τουλάχιστον το μεγάλο κέρδος να καταστούμε απρόσβλητοι σε όσους προσπαθήσουν να διαβάλουν τη φιλία μας. Για όλα αυτά ποτέ δεν σταμάτησα να σου μιλώ, διότι ο καιρός είναι χαλεπός, οι επίβουλοι πολλοί, η γνήσια αγάπη χάθηκε και έχει επικρατήσει ο όλεθρος της βασκανίας. Βαδίζουμε πλέον μέσα από παγίδες και περπατούμε πάνω σε επάλξεις πόλεων. Πράγματι, υπάρχουν πολλοί σε πολλά μέρη, οι οποίοι είναι έτοιμοι να εκμεταλλευθούν τη δυστυχία μας και κανείς αρωγός μας, ή πολύ ελάχιστοι. Πρόσεχε, μήπως με την τυχόν διάστασή μας γίνουμε καταγέλαστοι και υποστούμε ακόμη μεγαλύτερη ζημία από αυτήν. Ο αδελφός, ο οποίος βοηθείται από τον αδελφό του είναι σαν πόλη καλά οχυρωμένη και βασίλειο στέρεα θεμελιωμένο. Μη διαλύσης λοιπόν τη γνήσια φιλία μας και μη γκρεμίσης τα στέρεα θεμέλιά της. Αυτά και άλλα πολλά έλεγα συνεχώς, μη υποπτευόμενος ποτέ ότι θα συνέβαινε το αντίθετο, αφού θεωρούσα ότι τηρούσες την ορθή στάση έναντι της φιλίας μας. Προσπαθούσα δηλαδή να σε θεραπεύσω ενώ ακόμη ήσουν υγιής, αλλά μου διέφευγε, όπως φαίνεται, ότι χορηγούσα τα φάρμακά μου σε ασθενή. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερα τίποτα από την υπερβολική αυτή χορηγία. Διότι όλα τα απέρριψες με μία κίνηση και δεν διαλογίσθηκες καθόλου πάνω σε όσα σου έλεγα. Έτσι, με άφησες μόνο σαν ακυβέρνητο πλοίο στο άπειρο πέλαγος, χωρίς να συλλογισθής τα άγρια κύματα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσω. Αν μάλιστα με συκοφαντήσουν, ή με χλευάσουν ή με υβρίσουν με οποιοδήποτε τρόπο, πράγμα εύλογο να συμβή, σε ποιόν θα καταφύγω για να εκμυστηρευθώ τα προβλήματά μου, ποιός θα θελήση να με υπερασπισθή και να ανακόψη εκείνους οι οποίοι με λυπούν με το έργο τους, επί πλέον δε να με παραμυθήση και να με καταστήση ικανό να αντισταθώ στις οποιεσδήποτε προσβολές; Δεν υπάρχει κανείς, αφού εσύ στέκεσαι μακριά από τον φοβερό αυτόν πόλεμο και δεν μπορείς ούτε την κραυγή μου να ακούσης. Γνωρίζεις άραγε το κακό που διέπραξες, κατανόησες το μέγεθος της πληγής που μου επέφερες; Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά, αφού δεν μπορούμε πλέον να αναλύσουμε όσα ήδη έγιναν, ούτε να εξεύρουμε λύση για δυσεπίλυτα προβλήματα. Ας ασχοληθούμε με την απολογία μας προς εκείνους οι οποίοι μας κατηγορούν.
η. Απολογία του Χρυσοστόμου έναντι των κατηγοριών.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Έχε θάρρος, είπα εγώ. Είμαι έτοιμος να αναλάβω την ευθύνη όχι μόνο για τις κατηγορίες αυτές, αλλά και για όσα εσύ με κατέστησες αθώο· και γι᾿ αυτά θα προσπαθήσω να απολογηθώ, σαν να ήμουν ένοχος. Από αυτά, λοιπόν, εάν βέβαια θέλης, θα αρχίσω την απολογία μου. Θα ήμουν παράλογος και πολύ αγνώμων εάν μεν φρόντιζα για την υπόληψή μου και έκανα τα πάντα για να μεταπείσω τους κατηγόρους μου, τον αγαπητότερο φίλο μου δε, ο οποίος τόσο επιεικής υπήρξε έναντί μου, να μη προσπαθήσω να τον πείσω ότι δεν τον αδίκησα και ότι είμαι αθώος σε όσα με εγκαλεί. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτός ακόμη εξακολουθεί να φροντίζη περισσότερο για τις δικές μου υποθέσεις, θα ήμουν αγνώμων αν επεδείκνυα μεγαλύτερη ραθυμία από το ενδιαφέρον που έχει επιδείξει ο ίδιος. Σε τι λοιπόν σε αδίκησα; Από την ερώτηση αυτή θα μπω στο πέλαγος της απολογίας μου. Μήπως σε εξαπάτησα, επειδή σου απέκρυψα τις σκέψεις μου; Για καλό σκοπό σε εξαπάτησα και σε παρέδωσα σ᾿ εκείνους οι οποίοι σε εξαπάτησαν. Αν βέβαια η απάτη είναι εν γένει κακό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή καθόλου, τότε είμαι έτοιμος να αποδεχθώ την καταδίκη που εσύ νομίζεις ότι μου αρμόζει. Επειδή όμως εσύ ποτέ δεν θα δεχθής να με καταδικάσης, θα επιβάλω στον εαυτό μου την ποινή εκείνη που επιδικάζουν οι δικαστές στους εναγομένους από τους κατηγόρους σε δίκη ενόχους. Λοιπόν, αν η απάτη δεν είναι πάντοτε κακή, αλλά αποκτά αρνητικό ή θετικό περιεχόμενο ανάλογα με την προαίρεση εκείνων που τη χρησιμοποιούν, αφού σταματήσης να με εγκαλής απόδειξε ότι χρησιμοποίησα για κακό σκοπό το τέχνασμά μου. Μέχρι όμως να αποδειχθή αυτό δεν πρέπει να κατηγορείται ο απατών, προς τον οποίο μάλιστα σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να επιδεικνύεται ευγνωμοσύνη από τους απατωμένους, αν αυτοί θέλουν να είναι δίκαιοι. Τόσο δε είναι το κέρδος που προκαλείται από την επίκαιρη και ορθά επινοηθείσα απάτη, ώστε πολλοί να έχουν τιμωρηθή επειδή δεν έκαναν χρήση της απάτης όταν αυτό επιβαλλόταν. Έτσι, αν εξετάσης την ιστορία των επιτυχημένων στρατηγών όλων των εποχών, τότε θα διαπιστώσης ότι τα περισσότερα κατορθώματά τους υπήρξαν προϊόντα απάτης, μάλλον δε αυτοί επαινούνται πάρα εκείνοι οι οποίοι νίκησαν με φανερό τρόπο. Διότι οι τελευταίοι κερδίζουν τους πολέμους με τρομακτική χρηματική δαπάνη και τεράστιες απώλειες στρατιωτών, ώστε τελικά δεν προκύπτει κανένα ουσιαστικό όφελος από τη νίκη τους, πολύ περισσσότερο δε αφού οι νικητές δεν δυστυχούν λιγότερο από τους ηττημένους, δεδομένου ότι και τα στρατεύματά τους κατέστρεψαν και τα ταμεία άδειασαν. Επί πλέον δε οι ηττημένοι δεν τους αφήνουν να απολαύσουν όλους τους καρπούς της νίκης, αφού κάποιες φορές συμβαίνει και αυτοί να καρπώνονται μέρος της, αφού ηττώνται μόνο σωματικά, όχι ψυχικά. Τούτο συμβαίνει διότι αν ήταν δυνατό ο πληττόμενος να μη πεθαίνη, τότε δεν θα σταματούσε ποτέ να είναι ορμητικός και πρόθυμος να αγωνισθή. Αντίθετα, εκείνος ο οποίος κατόρθωσε να κερδίση τους εχθρούς με απάτη, τότε βαρύνει αυτούς όχι μόνο με τη συμφορά, αλλά και με τη γελοιοποίηση. Έτσι, λοιπόν, ενώ στην περίπτωση που το αποτέλεσμα μιας μάχης κρίνεται από την ανδρεία των στρατιωτών ο έπαινος κατανέμεται και στις δύο παρατάξεις, αντίθετα, στην περίπτωση που κυριαρχεί η φρόνηση και τα τεχνάσματα, ο θρίαμβος ανήκει ολοκληρωτικά στους νικητές και τα οφέλη από τη νίκη διαφυλάσσονται ακέραια για το Κράτος τους. Και τούτο διότι η φρόνηση της ψυχής δεν είναι ανάλογη προς τον πλούτο των χρημάτων και το πλήθος των στρατιωτών, τα οποία χρησιμοποιούμενα στους πολέμους συνεχώς μειώνονται και τελικά εκλείπουν, σε αντιδιαστολή προς τη φρόνηση, η οποία από τη φύση της όσο περισσότερο ασκείται τόσο περισσότερο αυξάνει. Η δε χρεία της απάτης δεν είναι αναγκαία μόνο σε πολέμους, αλλά και κατά τη διάρκεια της ειρήνης, όχι δε μόνο στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική ζωή, στις σχέσεις μεταξύ των συζύγων, του πατέρα προς τον υιό, του φίλου προς τον φίλο, ακόμη δε και των παιδιών προς τον πατέρα, όπως συνέβη με τη θυγατέρα του Σαούλ, η οποία δεν μπορούσε να αποσπάση τον άνδρα της από τον πατέρα της παρά μόνο με την απάτη. Αλλά και ο αδελφός αυτής, προκειμένου να συλλάβη και πάλι τον απελευθερωθέντα σύζυγο, κατάφερε να επιτύχη τον σκοπό του με τη χρήση τεχνάσματος.
Και ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ απάντησε· Όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με μένα, διότι εγώ ούτε εχθρός είμαι, ούτε από εκείνους οι οποίοι επιχειρούν να σε αδικήσουν. Εντελώς αντίθετα, εγώ εμπιστεύθηκα όλα όσα με αφορούσαν στη βούλησή σου, την οποία πάντοτε και ακολουθούσα.
θ. Μεγάλο το κέρδος της απάτης. Η θέση του Χρυσοστόμου και η κοινή λογική.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ. Μα, αγαπητέ μου και θαυμάσιε φίλε, γι᾿ αυτό ακριβώς και εγώ έφθασα στο σημείο να πω ότι όχι μόνο στον πόλεμο, ούτε μόνο στους εχθρούς, αλλά και στην ειρήνη και στους πολύ αγαπημένους είναι καλό να χρησιμοποιείται η απάτη. Ότι δε αυτή είναι χρήσιμη όχι μόνο στους απατώντες αλλά και στους απατωμένους, μπορείς να το διαπιστώσης αν επισκεφθής έναν από τους ιατρούς και τον ρωτήσης πως θεραπεύει τους ασθενείς του. Θα ακούσης από τους ιατρούς ότι δεν αρκούνται μόνο στην επιστήμη τους, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες συνδύασαν με αυτήν και τη βοήθεια της απάτης και έτσι κατάφεραν να θεραπεύσουν τους ασθενείς τους. Πράγματι, αφ᾿ ενός μεν η δυστροπία των ασθενών, αφ᾿ ετέρου δε η βαρειά μορφή κάποιας ασθένειας, επιφέρουν κάποιες φορές τη μη συμμόρφωσή τους προς τις ιατρικές οδηγίες και καθιστούν αναγκαίο στον θεράποντα να υποδυθή το προσωπείο της απάτης, για να μπορέση να αποκρύψη την αλήθεια όσων πρέπει να γίνουν, όπως γίνεται δηλαδή και στη θεατρική σκηνή. Εάν δε θέλης μπορώ και εγώ να σου διηγηθώ μία από τις πολλές απάτες, τις οποίες άκουσα να μεταχειρίζονται ιατροί για να πετύχουν τον σκοπό τους. Κάποιος, λοιπόν, έπεσε ξαφνικά βαρειά άρρωστος και ο πυρετός του ανέβαινε συνεχώς. Ο ασθενής εκείνος αποστρεφόταν όμως τα φάρμακα, που μπορούσαν να κατεβάσουν τον πυρετό, επιθυμούσε δε να γευθή μεγάλη ποσότητα καθαρού οίνου και παρακαλούσε όσους προσέρχονταν να τον επισκεφθούν να του επιτρέψουν να ικανοποιήση την ολέθρια επιθυμία του. Αν όμως κάποιος του έκανε αυτή τη χάρη, τότε όχι μόνο θα του ανέβαινε ο πυρετός, αλλά επί πλέον ο δυστυχής θα πέθαινε από αποπληξία. Στο σημείο αυτό, όταν πλέον η επιστήμη περιήλθε σε πλήρη αμηχανία και δεν μπορούσε να εξεύρη καμμία λύση, αφού είχε πλήρως εκβληθή από τον δύστροπο ασθενή, εισήλθε η απάτη και έδειξε τη μεγάλη δύναμή της, όπως θα ακούσης αμέσως. Ο θεράπων ιατρός πήρε ένα αγγείο, το οποίο μόλις είχε βγη από την ειδική υψικάμινο και αφού το βύθισε σε πολύ κρασί, ακολούθως το γέμισε με νερό. Στη συνέχεια έδωσε εντολή να συσκοτισθή το δωμάτιο του ασθενή με πολλά παραπετάσματα, ώστε να μην αποκαλυφθή η απάτη του και του έδωσε να πιή από το περιεχόμενο του αγγείου, το δήθεν καθαρό κρασί. Ο ασθενής πριν ακόμη το λάβη στα χέρια του απατήθηκε από την οσμή του αγγείου και από το σκοτάδι και χωρίς να εξετάση προσεκτικά το ποτό που του δόθηκε, επειγόμενος από την επιθυμία για κρασί, ήπιε τελικά το υγρό που του δόθηκε αμέσως και έτσι διέφυγε τον κίνδυνο που διέτρεχε. Βλέπεις, λοιπόν, ποιο είναι το κέρδος της απάτης, αν δε κάποιος ήθελε να αριθμήση τους δόλους των ιατρών, ο λόγος του θα επιμηκυνόταν στο άπειρο. Μπορεί δε να διαπιστώση κάποιος ότι το φάρμακο αυτό το χρησιμοποιούν συνεχώς όχι μόνο οι θεράποντες των σωμάτων, αλλά και οι επιμελούμενοι τα ψυχικά νοσήματα. Και ο μακάριος Παύλος με το φάρμακο αυτό προσπάθησε να προσελκύση τους αναρίθμητους Ιουδαίους, όταν περιέταμε τον Τιμόθεο, εκείνος, ο οποίος γράφοντας προς τους Γαλάτες υποστήριξε ότι ο Χριστός δεν πρόκειται να ωφελήση σε τίποτα τους περιτεμνομένους. Για να πετύχη τον σκοπό του υπέβαλε τον εαυτό του στις διατάξεις του νόμου, εκείνος ο οποίος θεωρούσε τη συμμόρφωση προς τις μωσαϊκές διατάξεις ζημία, μετά την οικείωση της πίστεως στον Χριστό. Διότι η δύναμη της απάτης είναι πολύ μεγάλη, αρκεί αυτή να μη γίνεται με κακή προαίρεση. Υπό την έννοια αυτή πρέπει η πράξη αυτή ούτε καν απάτη να ονομάζεται, αλλά είδος οικονομίας και σοφής διαχειρίσεως των καταστάσεων, ώστε να εξευρίσκεται διέξοδος στα αδιέξοδα και να επανορθώνονται τα ψυχικά πλημμελήματα. Έτσι, δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε τον Φινεές φονέα αν και με ένα κτύπημα σκότωσε δύο ανθρώπους, όπως επίσης και τον Ηλία, ο οποίος θανάτωσε τους εκατό στρατιώτες και τους επικεφαλής τους και έχυσε χείμαρρο αιμάτων από τη σφαγή των ιερέων των ειδώλων. Εάν δε επιτρέπαμε να συμβή το αντίθετο και απογυμνώναμε τις πράξεις από την προαίρεση των δρώντων, εξετάζοντες αυτές καθ᾿ εαυτές, τότε εκείνος ο οποίος θα ήθελε να κρίνη τον Αβραάμ θα τον χαρακτήριζε παιδοκτόνο, στον δε εγγονό του και στον απόγονό του θα έπρεπε να τους προσάψη την κατηγορία της κακουργίας και του δόλου, αφού ο μεν πρώτος υπεξαίρεσε τα φυσικά πρεσβεία, ο δε δεύτερος τον πλούτο των Αιγυπτίων τον μετέφερε στον στρατό των Ισραηλιτών. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα, αντίθετα μάλιστα, αφού όχι μόνο απαλλάσσουμε των κατηγοριών αυτούς τους άνδρες, αλλά και τους θαυμάζουμε για τις πράξεις τους αυτές, επειδή και ο Θεός τους επήνεσε γι᾿ αυτά που έκαναν. Απατεώνας λοιπόν θα μπορούσε δικαίως να χαρακτηρισθή εκείνος ο οποίος χρησιμοποιεί την απάτη με δόλο και όχι εκείνος ο οποίος αποβλέπει σε υγιείς σκοπούς. Πολλές φορές μάλιστα είναι αναγκαίο να χρησιμοποιηθή απάτη και προκύπτει όντως μεγάλη ωφέλεια από τη χρήση της, ενώ ο προσεγγίζων μία υπόθεση με ευθύ τρόπο τυχαίνει να βλάπτη σοβαρά τον μη απατηθέντα.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ




ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
Δυό λόγια εισαγωγικά

Η καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, γύρω στα 1100 μ.Χ. στους χρόνους των Κομνηνών, προκειμένου να καταπαύσει μία διαμάχη ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Σημαντικό ρόλο έπαιξε τότε η προσωπικότητα του Ιωάννου Μαυρόποδος, Επισκόπου Ευχαϊτων.
Το έτος 1842 η Πανεπιστημιακή Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδοστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε για πρώτη φορά την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα της Ελληνικής Παιδείας και των Γραμμάτων γενικότερα.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, την 30ή Ιανουαρίου εορτάζουμε περίλαμπρα την εορτή των Τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος, Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τα πάγχρυσα αυτά στόματα του ελληνικού και χριστιανικού λόγου, που κατά τον Υμνογράφο τους κατάρδευσαν όλη την οικουμένη με νάματα θεογνωσίας.
Με αφορμή την εορτή αυτή η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος ετοίμασε το Αφιέρωμα που ακολουθεί για να φωτίσει και να εξάρει την λαμπρή προσωπικότητα και το πολυσήμαντο έργο των Τριών αυτών Ιεραρχών, των σκαπανέων της ελληνικής παιδείας και του χριστιανικού βιώματος.
Το Αφιέρωμα περιλαμβάνει κείμενα που γράφτηκαν ή εκφωνήθηκαν για τους Τρεις Ιεράρχες στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ή ακόμη αναφέρονται με τρόπο ουσιαστικό σ? αυτούς. Είναι φυσικό ότι η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, ώστε επιλεκτικά και ενδεικτικά περιλήφθησαν κείμενα σημαντικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, εκλεκτών ακαδημαϊκών και πανεπιστημιακών καθηγητών, ως και ειδικών επιστημόνων.
Πιστεύουμε ότι με το Αφιέρωμα αυτό φωτίζουμε διάφορες πτυχές της θεολογικής πρωτοτυπίας και της πολυσχιδούς δράσεως των Τριών Ιεραρχών, παρέχοντας και βιβλιογραφικό υλικό σ? εκείνους πού θέλουν να μελετήσουν έτι περισσότερο τη συμβολή τους τόσο στο ελληνικό όσο και στο χριστιανικό πνευματικό στερέωμα.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσῆ, Ἁγιορείτου, καί τοῦ Ἰωάννου Κορναράκη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου 

Μιά ἰσχυρή πρόκληση
Ζοῦμε δυστυχῶς σ' ἕναν κόσμο μ' ἕνα ἐπαναστατημένο θέλημα, ὁ ὁποῖος σήμερα παρά ποτέ, δέν εἶναι "ἐπίγειος οὐρανός, ἀφιλόνικος, ἀπολέμητος, ἀστασίαστος, ἄφθονος, εἰρηνικός, ἀζήμιος καί ἀναμάρτητος". Αὐτό μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσωμε συνειδητά καί βαθειά τήν σπουδαιότητα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ ὕπαρξή μας μέσα σ' ἕναν κόσμο συγκεχυμένο καί ἀντιφατικό στίς ἀναζητήσεις του, καταπιεστικό καί ἐξουθενωτικό στίς καθημερινές καταστάσεις πού δημιουργεῖ, ἀκολουθεῖ μοιραίως τήν ὁδό τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πού βιώνει ἀνεξέλεγκτα καί ἀνεύθυνα τίς καθημερινές ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, ἀποξενώνεται συνεχῶς ὄχι μόνο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Γι' αὐτό τόν λόγο ἡ σωτηρία του ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δυνατότητα τήν ὁποία μπορεῖς νά ἀποκτήσεις νά ἀντιλαμβάνεται κάθε στιγμή τήν ποιότητα τῆς ζωῆς πού ζῆ καί ἐκφράζει. Χρειάζεται, λοιπόν, ἰσχυρές προκλήσεις γιά νά ἀφυπισθῆ καί νά ἀναζητήση τήν ἀληθινή ὁδό τῆς ζωῆς.
Μία τέτοια ἰσχυρή πρόκληση-νυγμός γιά τήν θρησκευόμενη συνείδηση, εἶναι ἡ κατανυκτική εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου:
"Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί
ἀργολογίας μή μοι δῷς,
πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς
καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ,
ναί Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν
τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου".
Ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή εὐχή ἀφυπνίζει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί μᾶς προτρέπει νά ἀνέλθουμε στίς βαθμίδες τῆς καταξιώσεως τῆς ἀνθρωπιᾶς μας καί τῆς πνευματικῆς ποιότητος τῆς ζωῆς μας.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ παρ' ὅτι ἔζησε πρίν 1.600 χρόνια ἐπικοινωνεῖ ἄριστα μέ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, γιατί ὁ λόγος του εἶναι θεόπνευστος. Εἶναι ὁ διδάσκαλος ἐκεῖνος, πού μέ ὅλη του τή δύναμη μᾶς προσκαλεῖ καί προκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στά βαθύτερα τῆς ψυχῆς μας πρός ἀνεύρεση τῶν δυνάμεων πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός γιά ἕναν εἰλικρινή διάλογο μαζί Του, ὥστε νά πραγματοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας.
Ἄς κάνουμε τόν σταυρό μας καί ἄς προχωρήσουμε στήν προσωπική συνάντηση μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ καθένας μας μυστικά καί ἀθόρυβα θά πάρει ὅ,τι ζητᾶ καί δέν μπορεῖ τόσο ὥριμα, καθολικά καί ὁλοκληρωμένα νά τό βρῆ πουθενά ἀλλοῦ. 

Περί ἀργίας
Ὁ μέγας ὅσιος γνωρίζει καλά γιατί θέτει στό πρῶτο σκαλοπάτι τῶν παθῶν τήν ἀργία. Ἡ ἀργία εἶναι ἕνα βαρύ νέφος πού σκεπάζει τήν ψυχή καί δέν τήν ἀφήνει νά ἀνασάνει. Σκοτίζει τόν νοῦ καί δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά δῆ τά πράγματα καθαρά. Ὁ ἀργός εἶναι συνεχῶς εὐάλωτος ἀπό τήν ἀπόγνωση. Διά τοῦτο ἡ ἀργία εἶναι τρομερός ἐπίβουλος τῆς ζωῆς μας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν θεωροῦν μητέρα ἄφθονων κακῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος χαρακτηριστικά τήν παρουσιάζει ὡς αἰτία κάθε κακουργίας καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς πηγή πάσης ἁμαρτίας. Καί τά ἄλλα πάθη στά ὁποῖα παρασυρόμεθα εἶναι περιπλοκαί τῆς ἀργίας, γιατί αὐτή μέ τήν διάβρωση τῆς προσοχῆς πού προκαλεῖ, ἀνοίγει τήν εἴσοδο στά συγγενῆ καί συναφῆ πάθη τά ὁποῖα μᾶς αἰχμαλωτίζουν.
Ἡ ἀργία εἶναι τό εὔφορο ἔδαφος γιά νά ἀναπτυχθοῦν τά ἀγκάθια τῶν ρυπαρῶν λογισμῶν, τῶν ἀτόπων πράξεων καί πονηρῶν ἐνθυμήσεων. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν σοβαρότητά του, τήν ἀξιοπρέπειά του καί τήν εὐγένειά του. Πλήττει, νευριάζει, ἄγχεται, μελαγχολεῖ ἤ ὁδηγεῖται στήν περιπλάνηση, τήν πολυλογία, τήν εὐτραπελία καί τήν εἰρωνεία.
Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, γράφει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χερσῶνος Ἰννοκέντιος, ἀναφωνεῖ: "Μή δώσεις Κύριε, οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, οἱ τόσο λίγες καί σύντομες, νά κυλήσουν στήν ματαιότητα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καί στήν ἀπραξία. Μή μέ ἀφήσεις νά θάψω τά τάλαντα, πού μοῦ ἐνεπιστεύθης, στή γῆ τῆς λήθης καί τῆς ὀκνηρίας".
Ὅσο ἡ κατάσταση τῆς ἀργίας προχωρᾶ στήν ψυχή τόσο σοβαρότερη γίνεται ἡ ἀσθένεια. Μπορεῖ ἔτσι εὔκολα ἡ ψυχή νά ὁδηγηθεῖ σέ μαρασμό καί ἀπελπισία, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά δαιμονικές καταστάσεις.
Δέν εἶναι μικρός δυστυχῶς ὁ ἀριθμός τῶν ψυχῶν πού ἀπό διαφορετικές ἀφετηρίες, ἀφορμές καί αἰτίες, ἔπαυσαν ἐσωτερικά νά ἀντιστέκονται, τό ἀνικανοποίητο τούς κυρίευσε καταδικαστικά καί ἡ ἐρήμωση, ἡ πλήξη, ἡ ἀνία καί ἡ θλίψη ἔγιναν οἱ φίλοι τῆς καρδιᾶς τους.
Τό πνεῡμα τῆς ἀπελπισίας πού γεννιέται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς ἐπιβλαβοῡς ἀργίας τῆς μή ἐκτελέσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐμποδίζει νά ἀρχίσουμε μιά πνευματική πορεία.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ νά γίνει ἅγιος. Τό ὅτι δέν φθάνουμε ὅλοι στήν ἁγιότητα ὀφείλεται στήν ἀργία πού εἶναι εὐθέως ἀντίθετη μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄρνηση τῆς προσωπικῆς μας ἐξελίξεως, τό μαράζωμα στήν στασιμότητα.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στό πολύτιμο ἔργο του "Πνευματικά γυμνάσματα" γίνεται ἀναλυτικός καί πολύ παραστατικός. Ἀναφέρει πώς ὁ δαίμονας ἄνοιξε σέ αὐτόν τόν κόσμο ἕνα σχολεῖο πονηριῶν, βλέποντας πώς αὐτός δέν προλαβαίνει νά δίνει μαθήματα κακουργίας, κι ἔβαλε στή θέση του τήν ἀργία διδάσκαλο, ὅπου καί οἱ χειρότεροι γίνονται οἱ καλύτεροι μαθητές του. 

Περί περιεργείας
Ὡς δεύτερο πάθος, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, ἀναφέρει τήν περιέργεια, τήν ὁποία ἡ ἀσκητική παράδοση τήν καταδικάζει. Ὁ ἅγιος Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος ἀναφέρει πώς ἀπό τήν ἀργία γεννιέται ἡ περιέργεια, ἀπό τήν περιέργεια ἡ ἀταξία καί ἀπό τήν ἀταξία κάθε κακία. Ἡ περιέργεια, λοιπόν, συνδέεται μέ τήν ἀργία καί πιστά τήν ἀκολουθεῖ. Εἶναι κατά τόν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ἡ "κόλλα πού μᾶς κρατάει προσκολλημένους στά γήϊνα".
Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ ἀργός καί περίεργος μέ κάτι εὔκολο θέλει νά ἀσχολεῖται, ὥστε νά δικαιολογεῖ τήν ὕπαρξη καί τήν παρουσία του. Ἀθετώντας οὐσιαστικά τήν ἐκτέλεση τῶν θείων ἐντολῶν ψάχνει καί βρίσκει μιά ἀπατηλή ἐνασχόληση μέ τούς ἄλλους καί τά πράγματα, θεωρεῖ ὁλοκλήρωση τήν φροντίδα καί τίς ἐρωτήσεις γιά τά πολλά, φοβούμενος καί ἀποφεύγοντας συστηματικά τά ἐπώδυνα.
Ἡ περιέργεια καί ἡ φυγοπονία, κατά τούς Πατέρες, χαρακτηρίζουν τόν ἐργάτη τῶν παθῶν. Ἡ περιέργεια ἐπίσης φανερώνει τή φιλαυτία τοῦ ἀνθρώπου καθώς καί τήν ὑπερηφάνειά του, ἀφοῦ φθάνει στό σημεῖο ὁ κατεχόμενος ἀπό τό πάθος αὐτό νά ἀσχολεῖται συνεχῶς μέ τούς ἄλλους καί καθόλου μέ τόν ἑαυτό του.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ἀσχολεῖται μέ μιά σπανιώτερη περίπτωση περιέργειας. Ἀναφέρει: "Τυγχάνει καμμιά φορά νά ὑποψιαστεῖ κάποιος κάτι καί τά πράγματα νά ἀποδείξουν ὅτι ἦταν ἀληθινό. Καί γι' αὐτό ἀκριβῶς ἰσχυρίζεται ὅτι, ἐπειδή θέλει νά διορθώσει τόν ἑαυτό του, πάντοτε κινεῖται μέ καχυποψία καί περιέργεια, κάνοντας τήν ἀκόλουθη σκέψη: "Ἄν μιλάει κανείς ἐναντίον μου κι ἐγώ τόν ἀκούσω, θά καταλάβω ποιό εἶναι τό σφάλμα μου, γιά τό ὁποῖο μέ κατηγορεῖ, καί θά διορθωθῶ". Ὁ μέγας ἀββᾶς καταδικάζει ἀμέσως τόν σκεπτόμενο ἔτσι, τόν θέλει μάλιστα δαιμονοκίνητο. Ἄν ἔχει πράγματι διάθεση διορθώσεως, ἄς μετανοήσει ὅταν τοῦ ὑποδείξουν τό λάθος του κι ἄς μήν αὐξάνει καί δικαιολογεῖ ἔτσι τήν περιέργειά του. 

Περί φιλαρχίας
Τό τρίτο πάθος εἶναι τῆς φοβερᾶς φιλαρχίας, ἡ ὁποία ἀγγέλους γκρέμισε ἀπό τόν οὐρανό, κατοίκους τοῦ παραδείσου τούς ἀπομάκρυνε ἀπό αὐτόν χαιρέκακα, σοφούς τούς ἔκανε ἄσοφους, ἀκόμη καί μικρούς ξεγελᾶ πώς θά τούς κάνει μεγάλους.
Ὁ φίλαρχος εἶναι μανιώδης, ἄρρωστος, ἐπικίνδυνος, ἀσύνετος καί ἀνυπόμονος. Ἡ φιλαρχία διαφοροποιεῖ τήν συμπεριφορά μας πρός τόν πλησίον. Τόν βλέπουμε ὡς σκαλοπάτι γιά νά πατήσουμε πάνω του καί ν' ἀνεβοῦμε. Τόν μετατρέπουμε δηλ. σέ πρᾶγμα ἤ ἐργαλεῖο γιά νά τόν χρησιμοποιήσουμε κατά τίς ἀνάγκες μας. Ἡ ἀληθινή ὅμως σχέση τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει στήν ἐκμετάλλευση, τήν ἐξαπάτηση καί τή συνδιαλλαγή, ἀλλά στήν ἱερότητα τῆς προσφορᾶς καί τῆς διακονίας.
Μᾶς βλάπτει ἡ δίψα, ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, νά κυριαρχήσουμε στούς ἄλλους. Γι' αὐτό γίνεται ἡ προσευχή νά μᾶς ἀπελευθερώσει ὁ Κύριος ἀπό τό πνεῦμα τῆς φιλαρχίας, ἕνα πνεῦμα δαιμονικό, πού κυριαρχεῖ σέ ὅλους μας λίγο-πολύ. Καί ὅπου τό πνεῦμα αὐτό τῆς φιλαρχίας ἐκεῖ φεύγει τό πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως τοῦ Κυρίου, καί τό πνεῦμα τῆς διακονίας καί τό πνεῦμα πραγματικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἄν ὁ Θεός δέν εἶναι ὁ Κύριος καί Δεσπότης τῆς ζωῆς μας, τότε τό ἐγώ μας γίνεται ὁ κύριος καί δεσπότης μας, γίνεται τό ἀπόλυτο κέντρο τοῦ κόσμου καί ἀρχίζουμε νά ἐκτιμοῦμε κάθε τί μέ βάση τίς δικές μας ἀνάγκες, τίς δικές μας ἰδέες, τίς δικές μας ἐπιθυμίες καί τίς δικές μας κρίσεις. 

Περί ἀργολογίας
Ἄν ἡ ἀργία καί ἡ περιέργεια μᾶς ὁδηγοῦν στήν πνευματική καταστροφή, ἡ φιλαρχία καί ἡ ἀργολογία ὁλοκληρώνουν τό ἔργο τῆς καταστροφῆς μέ τήν πνευματική δολοφονία τῶν ἀδελφῶν μας. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνεκτίμητο δῶρο καί ἀξίζει τόσο, ὥστε νά μᾶς ζητεῖται ἀπολογία γιά τήν χρήση του κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Εἶναι κρίμα νά χρησιμοποιοῦμε τό δῶρο αὐτό τῆς θεϊκῆς ἀρχοντιᾶς καί καταγωγῆς μας ἀπερίσκεπτα. Τόν χρυσό αὐτό συνδετικό κρίκο μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τήν γλώσσα, νά τόν ἀφήνουμε ἐπιδέξια χαλαρό, ἠθελημένα ἐλατωμματικό, ἔξυπνα παραποιημένο, τεχνηέντως ἀπατηλό καί ἀναιδῶς ψεύτικο. Οἱ ὅποιοι λόγοι μένουν πάντα στή μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Τούς ἐπεξεργάζονται σέ ὥρες ἡσυχίας γιά νά λυποῦνται ἤ νά χαίρονται ἀναλόγως. Πόσο προσεκτικοί ὀφείλουμε νά εἴμαστε στίς ἐκφράσεις μας, καί περισσότερο στούς χαρακτηρισμούς καί τίς κρίσεις μας.
Ἡ μανιώδης σκανδαλωθηρία, ἡ ἐπαίσχυντη συκοφαντία καί ἡ θεομίσητη κατηγορία ἀρχίζουν πάντα ἀπό τήν φλυαρία τῆς περιττολογίας. Ὁ ὅσ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν πολυλογία χαρακτηρίζει ὡς θρόνο τῆς ματαιοδοξίας, σημάδι ἀγνωσίας, εἴσοδο στήν κατάκριση, ὁδηγό στήν ἀνοησία, πρόξενο τοῦ ψεύδους, διάλυση τῆς πνευματικῆς εὐφορίας τῆς προσευχῆς. Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, στόν ἴδιο τόνο, συνεχίζει ὀνομάζοντάς την ὡς ψυχρότητα τῆς εὐλαβοῦς θερμότητος.
Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος κάνει μιά ἀξιόλογη παρατήρηση: "πολλές φορές συζητᾶμε ἀπό μιά διάθεση ἀργολογίας. Κάτι θά ποῦμε, ἴσως χωρίς νά τό θέλουμε, θά μᾶς ξεφύγει, καί θά λυπήσουμε τόν ἀδελφό μας. Ἐνῶ ὅταν μιλᾶ κανείς μετρημένα πρός ὠφέλεια τοῦ ἄλλου καί μέ γνήσια ἀγαπητική διάθεση, δέν θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ταραχθεῖ ὁ ἄλλος ἀπό τούς λόγους μας". Καί συνεχίζει: "ὅπως ἀκριβῶς νηστεύουμε ἀπό τροφές, ἔτσι νά νηστεύει καί ἡ γλῶσσα μας καί νά εἶναι μακρυά ἀπό τήν καταλαλιά, τό ψέμα, τήν ἀργολογία, καί γενικά κάθε ἁμαρτία πού γίνεται μέ τήν γλώσσα". Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἐπί τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἐπανελάμβανε στήν προσευχή του: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σκέπασόν με ἀπό τῶν πτωμάτων τῆς γλώσσης μου".
Ἡ ἀργία σκοτώνει τή συνείδηση ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ· ἡ περιέργεια σκοτώνει τήν συνείδηση ἀπέναντι στά πράγματα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦμε γιά τήν καταστροφή μας καί ὄχι γιά τήν σωτηρία μας· ἡ φιλαρχία, ἡ ὁποία δέν ὑπολογίζει τόν ἄνθρωπο, σκοτώνει τήν συνείδηση ἔναντι τοῦ πλησίον καί ἡ ἀργολογία σκοτώνει τή συνείδηση ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας μέ τήν σπατάλη τοῦ θεϊκοῦ λόγου.
Νά γιατί ἀπό τά τριακόσια πάθη πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός στήν φιλοκαλία, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἐπέλεξε μόνο αὐτά τά τέσσερα. Γιατί ἔχουν τόση δύναμη ὥστε εὔκολα νά νεκρώνουν τήν ψυχή χωρίς νά τό ὑποψιαζόμαστε. 

Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας
"Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ ἁμάρτημα, οὐδέ πρᾶξις, οὐδέ κακία, ἥν ἐγώ Σωτήρ οὐκ ἐπλημμέλησα κατά νοῦν καί λόγον καί προαίρεσιν, καί θέσει, καί γνώμη, καί πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδείς πώποτε".
Σέ πολλά λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας συναντοῦμε τροπάρια μέ τό νόημα τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ τοῦ Μ. Κανόνος. Πολλά τροπάρια παρουσιάζουν τόν προσευχόμενο ἄνθρωπο νά ὁμολογῆ ἤ νά παραδέχεται μιάν ἀπόλυτη καί μοναδική ἁμαρτωλότητα.
Ἀπό πολλές διηγήσεις Γεροντικῶν καί βίους Ἁγίων γνωρίζουμε ὅτι πολλοί ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, μέ μεγάλη ἱστορία σκληρῶν ἀσκήσεων καί πνευματικῶν ἀγώνων, αἰσθάνοντο ἁμαρτωλοί ἀκόμη καί κατά τήν κρίσιμη στιγμή τῆς ἐξόδου τους, λίγο πρίν τήν κοίμησή τους, πού ἦταν ἀπόδειξη τῆς μεγάλης τους ἁγιότητας καί τῆς εὐαρεστήσεώς τους στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας μ' ἕνα τρόπο ἀπόλυτο εἶναι ἴσως τό συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς τοῦ αὐθεντικοῦ ἁγίου ἀνθρώπου. Καί ὁπωσδήποτε ὅταν καθρεπτιζόμαστε στό συγκλονισμό πού προκαλεῖ ἡ συναίσθηση μιᾶς μοναδικῆς καί ἀπόλυτης ἁμαρτωλότητας, δεχόμαστε ἰσχυρό νυγμό στό βάθος τῆς αὐτογνωσίας μας. Πῶς ἀντιδροῦμε ὅμως στό νυγμό αὐτό;
Ὅταν ἐμεῖς διαβάζουμε ἤ ἀκοῦμε τά τροπάρια πού ἐκφράζουν τή συναίσθηση μιᾶς ἀπόλυτης ἁμαρτωλότητας, σκεπτόμαστε ἴσως, ὅτι δέν μᾶς ἀφοροῦν. Γιατί οἱ πληροφορίες πού ἔχουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας δέν μᾶς δίνουν μιά τόσο ἀπελπιστική εἰκόνα. Δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε, ὅτι εἴμαστε οἱ μόνοι ἁμαρτωλοί μ' ἕνα τρόπο ἀπόλυτο. Συγχρόνως ὅμως σκεπτόμαστε, ὅτι δέν πρέπει νά ἀφοροῦν καί τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ πού συνέθεσε ἕνα τόσο ἀπελπιστικό τροπάριο, πού βεβαιώνει μιά τόσο ἀπόλυτη ἁμαρτωλότητα. Ποῦ βρίσκεται λοιπόν ἡ ἀλήθεια; Τά τροπάρια μέ τήν ἀπόλυτη καί μοναδική συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος εἶναι αὐθεντικά ἀπό πλευρᾶς ὑπαρξιακῆς λειτουργικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἤ εἶναι ὑπερβολές, προσφερόμενες γιά σκοπούς παιδαγωγούς; Τό ἐρώτημα αὐτό προκαλεῖ τήν αὐτογνωσία μας καί κεντρίζει τήν χριστιανική μας συνείδηση σάν ἀγκάθι, πού προκαλεῖ πόνο. Τή λύση στό ἐρώτημα αὐτό τή δίδει ἡ κατανυκτική εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ.
"Ναί, Κύριε, Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα".
Ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή εὐχή βεβαιώνει ἔγκυρα, ὅτι ἡ πραγματική θέα τῶν ἁμαρτιῶν μας καί γενικῶς τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεώς μας, μόνο ὡς δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά νοηθῆ. Ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό του σέ ὅλες τίς διαστάσεις καί στούς κρυφούς καί πολυδύναμους μηχανισμούς του. Ἀπό μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει αὐθεντική αὐτογνωσία, σωστή καί ὁλοκληρωμένη γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Γι' αὐτό παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἐνισχύει νά εἰσερχόμεθα στήν καρδιά μας, λέγει ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Σιναΐτης: "Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἴσελθε στήν καρδιά σου, ἐκεῖ ὁ Θεός, ἐκεῖ οἱ Ἄγγελοι, ἐκεῖ ἡ ζωή καί ἡ βασιλεία".
Ἕνα βασικό στάδιο, τό ὁποῖο προηγεῖται ἀπό τή μετάνοια, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἡ ἐπίγνωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, "ἥτις μεγάλη ἐστί πρός ἱλασμόν ἀφορμή". Ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ἔλθει σέ μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σέ ἐπίγνωση τῶν "οἰκείων πλημμελημάτων" καί μεταμελεῖται μπροστά στόν Θεό, στόν ὁποῖο καταφεύγει μέ συντρετριμμένη καρδία ἀφήνει τόν ἑαυτό του στό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί νά ὀνομάζεται υἱός του.
Οἱ πατερικές αὐτές ἐμπειρικές ἀλήθειες καταδεικνύουν ὅτι ὡς ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐγκαταλείψουμε κάποια αὐτονόητα πράγματα ἄν ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά νά προκόψουμε στήν πνευματική ζωή. Ὅλοι λέμε ὅτι γνωρίζουμε τόν ἑαυτό μας. Ποιός στ' ἀλήθεια τόν γνωρίζει εἰλικρινά. Ὅλοι ὁμολογοῦμε ὅτι μετανοοῦμε; Ποιός ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἕτοιμος νά συντρίψει τό αὐτονόητο τῆς μετάνοιας;
Ἡ ἱστορία τῆς ζωῆς, ἡ καθημερινότητα, ἡ ἀλλοτρίωση τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως ἀποδεικνύουν ὅτι δέν εἴμαστε πολύ ὥριμοι νά δεχθοῦμε αὐτές τίς ἀλήθειες ἤ τουλάχιστον ποτέ δέν τίς ἔχουμε σκεφθεῖ καί τίς ἀγνοοῦμε.
Ὁ χῶρος τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας στό θέμα αὐτό διακρίνεται γιά τή σκληρότητά του. Ὅ,τι γίνεται μέσα σ' αὐτόν τόν χῶρο τῆς ψυχῆς μας, σάν προσπάθεια νά μάθουμε τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, συνδέεται ἄμεσα μέ δάκρυα, μέ πόνο καί μέ αἷμα ψυχῆς. Ὁ πνευματικός ἀγωνιστής δέν εἶναι ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος πού μάχεται μέ ἐξωτερικούς ἐχθρούς. Εἶναι πρῶτα-πρῶτα ἕνας ἄνθρωπος ἀγκαλιασμένος μέ τόν ἀδελφό του, τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἔχει μέσα του τόν ἐχθρό. Γι' αὐτό πρέπει νά παλεύει μέ τόν ἑαυτό του. "Ἀπαιτεῖ σε γάρ ὁ Κύριος, ἵνα ὀργισθῇς σεαυτῷ, καί μάχην ποιήσης μετά τοῦ νοός σου...". Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀξιώνει νά γίνει ὁ ἄνθρωπος ἐχθρός τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ἡ μάχαιρα τῆς προσευχῆς
Μέσα σ' αὐτή τήν συμπλοκή ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά βοηθήσει στήν αὐθεντική ξεκαθάριση εἶναι τό μαχαίρι τῆς προσευχῆς. Βέβαια στόν δικό μας ἀδόκιμο νοῦ αὐτή ἡ φράση φαίνεται περίεργη καί γιατί ὄχι ἀκατανόητη. Γιατί ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἔχουμε σχηματισμένη μέσα μας παράσταση τῆς ἐννοίας τῆς προσευχῆς. Ἔτσι τήν προσευχή τήν καταλαβαίνουμε σάν μιά ἤρεμη ψυχική καί πνευματική λειτουργία. Σάν μιά κίνηση τῆς ψυχῆς πού ἐκφράζεται μέσα στό χῶρο τῆς σιωπῆς, τῆς περισυλλογῆς καί τῆς ἡσυχίας. Καί ἀναμφίβολα εἶναι καί αὐτή μιά ὄψη τῆς λειτουργίας τῆς προσευχῆς.
Στήν εὐαγγελική ὅμως ἐκδοχή ἡ προσευχή εἶναι πράγματι ἡ μάχαιρα. Μιά πνευματική λειτουργία μέ ἀσύλληπτη δραστικότητα. Ἡ προσευχή εἶναι τό ὄργανο τοῦ ἐσωτερικοῦ διαλόγου πού ξεχωρίζει καί δίνει τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σταθῆ μπροστά στόν ἑαυτό του. Στόν αὐθεντικό καί γνήσιο ἑαυτό του. Βλέπετε τέτοιοι προβληματισμοί δέν ἀπασχολοῦν συνήθως τόν χριστιανό ἄνθρωπο μέ τήν "δεδομένη" πνευματικότητα. Διότι θεωρεῖ κάποια πράγματα αὐτονόητα. Ὅσο πιό αὐτονόητα ὅμως τά θεωρεῖ, τόσο πιό μακρυά βρίσκεται ἀπό τήν ἀλήθεια.
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, πού στερούμεθα τῆς δυνατότητος μιᾶς αὐθεντικῆς αὐτογνωσίας (ὅπως οἱ ἅγιοι), δημιουργοῦμε στή φαντασία μας μιά εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό μας ὅπως τή θέλουμε, ἤ ἀκριβέστερα νομίζουμε πώς τή θέλουμε. Κλείνουμε τά μάτια μπροστά στίς ἀτέλειες καί ἀδυναμίες τοῦ ἑαυτοῦ μας (τόν δικαιολογοῦμε, κάτι πού δέν κάνουμε πολύ τακτικά γιά τόν ἄλλον) καί μένουμε προσκολλημένοι σέ μιά εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας πού εἶναι ἐπιθυμητή. Ἡ ταύτισή μας μέ τήν ἐπιθυμητή εἰκόνα εἶναι πηγή φαντασιώσεων καί ψευδαισθήσεων στό χῶρο τῆς ὑπάρξεως.
Τό καυτό πρόβλημα λοιπόν εἶναι τό τί εἶμαι καί τό ποιός εἶμαι. Καί γιά νά ἀντέξω στίς ἀπαντήσεις αὐτές πού προκαλοῦν πόνο καί ἀπόρριψη τοῦ ἑαυτοῦ μου χρειάζονται ἀπαραίτητα οἱ πνευματικές προϋποθέσεις.
Δυστυχῶς, πολλές φορές ἡ αὐτογνωσία μας εἶναι μιά ἀθεράπευτη πλάνη. Γι' αὐτό τούτη τήν περίοδο ἐπαναλαμβάνουμε μαζί μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ, μαζί μέ τούς ἀδελφούς μας τήν εὐχή "Ναί Κύριε βασιλεῦ δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα...".
Πράγματι. Ὅσο κι ἄν εἴμαστε προχωρημένοι στήν πνευματική ζωή, ποτέ δέν μποροῦμε νά ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας στήν κρίση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἀκόμη καί στό χῶρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς παρεισφρύει ὁ "ἀνθρώπινος κακός δαίμων" τῆς πλάνης καί τῆς ἀπάτης· ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Γι' αὐτό ἡ εὐχή τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ εἶναι πράγματι νυγμός ἰσχυρός στήν θρησκευομένη συνείδηση.
Ἡ σωστική αὐτογνωσία εἶναι δωρεά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ἐπίσης κατ' ἐπέκταση: τό νά αἰσθάνεσαι ἁμαρτωλός στίς πραγματικές διαστάσεις τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεώς σου, εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στήν ἱκεσία "Κύριε Βασιλεῦ...." μία μόνη ἁγιοπνευματική ἀπάντηση ὑπάρχει: "Ἥμαρτον σοι μόνος ἐγώ, ἥμαρτον ὑπέρ πάντας, Χριστέ Σωτήρ, μή ὑπερίδης με". 
Ἡ ὁδός τῆς καλῆς ἀλλοιώσεως
Ἡ μόνη διέξοδος ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν παθῶν εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή καί πράξη. Διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀνάπλαση, ἡ καλή ἀλλοίωσις, ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου. Σώφρονα, ταπεινά, ὑπομονετικά καί ἀγαπητικά ἄς πορευθοῦμε στή μυστηριακή Χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ζώντας ἁπλά, σάν τό παιδί στά χέρια τοῦ Πατέρα του. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό μέσα στήν ἀδυναμία μας εἶναι μιά συνεχής προσευχή μέ θετικά ἀποτελέσματα καί πολλές εὐλογίες.
Προχωρώντας καί ἀγωνιζόμενοι ἄς συνειδητοποιήσουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, τίς πραγματικές διαστάσεις τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεώς μας, διότι γιά νά γίνουμε Χριστός πρέπει νά γνωρίσουμε τόν Ἀδάμ πού εὑρίσκεται μέσα μας.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ

 
 
 
 
 
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
Τα ιστορικά πλαίσια
Η εορτή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, την B' Κυριακή των Νηστειών, ο οποίος έζησε σε κρίσιμη ιστορική περίοδο (1296-1359), δίνει αφορμή να σκεφθούμε ότι η διδασκαλία του είναι αρκετά επίκαιρη, αφού ο 14ος αιώνας έχει πολλές ομοιότητες με την εποχή μας. Φυσικά η διδασκαλία του δεν είναι δική του εφεύρεση, αφού την ταραχώδη εκείνη εποχή εξέφρασε τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Τα ιστορικά πλαίσια
Ακριβώς εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν τρείς φοβεροί εχθροί, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, επεδίωκαν δε και την αλλοίωση της πολιτιστικής της ζωής.
Ο πρώτος κίνδυνος προερχόταν από τον σχολαστικισμό της Δύσεως, που συνδεόταν αναπόσπαστα με τον ηθικισμό, όπως εκφραζόταν από τον φιλόσοφο Βαρλαάμ. Προσπάθησαν μερικοί να παρουσιάσουν τον Βαρλαάμ ωσάν έναν ελληνίζοντα Πατέρα της Εκκλησίας ή ακόμη υπέρμαχο του νομιναλισμού, όπως τον εξέφραζε ο Γουίλιαμ Όκκαμ. Όπως απέδειξε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο Βαρλαάμ ήταν Πλατωνιστής φιλόσοφος και βρισκόταν σε αντίθεση με την όλη Ορθόδοξη Παράδοση. Πράγματι, η θεολογία του ήταν ιδεαλιστική και δυιστική, αφού ξεχώριζε την ψυχή από το σώμα, υποτιμούσε το δεύτερο και εκινείτο στα πλαίσια της κλασικής μεταφυσικής.
Ο δεύτερος κίνδυνος προερχόταν από τους Οθωμανούς. Τα τέλη του 13ου αιώνος μια ορδή των Σελτζούκων Τούρκων, που ονομάζοταν Ghuzz, απέκτησε ως αρχηγό κάποιον Οσμάν (Οθμάν), οποοίος υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Οθωμανών, στους οποίους έδωσε το όνομά του και άρχισε να καταλαμβάνει τις επαρχίες της Μικράς Ασίας. Κατά την εποχή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά και συγκεκριμένα το 1354 μ.Χ., για πρώτη φορά οι Οθωμανοί εισήλθαν στη Θράκη, καταλαμβάνοντας την Καλλίπολη. Τότε συλλαμβάνεται και ο ίδιος και και παρέμεινε περίπου ένα χρόνο αιχμάλωτος. Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του έκανε διάλογο τόσο με τον Ισμαήλ, εγγονό του Ορχάν, στην Προύσσα, όσο και με τους Χιόνας, μια συγκρητιστική ομάδα, που παρουσιάσθηκαν ως οι θεολόγοι των Τούρκων. Επίσης έκανε διάλογο και με έναν Τασιμάνη, υπεύθυνο για την ταφή των νεκρών. Οι διάλογοι αυτοί είναι αρκετά ενδιαφέροντες.
Ο τρίτος κίνδυνος προερχόταν από τους Σλάβους και συγκεκριμένα από τον Στέφανο Δουσάν, ο οποίος είχε καταλάβει ολόκληρη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης την Ήπειρο, Θεσσαλία και μέρος της Στερεάς Ελλάδος. Μάλιστα το Πάσχα του 1346 στην πρωτεύουσα του τα Σκόπια, συνεκάλεσε μεγάλη Σύνοδο, η οποία εξέλεξε Πατριάρχη των Σέρβων και ανεκύρηξε τον Στέφανο Βασιλέα Σέρβων και Ρωμαίων. Βέβαια για να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε ότι ο Στέφανος Δουσάν τότε επεδίωκε την κατάληψη του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, για να είναι διάδοχος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Επρόκειτο για στάση μέσα στους κόλπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ύπαρξη των τριών αυτών παραγόντων συνοδευόταν και από παράλληλα πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα. Κυρίως επικρατούσε ένας ηθικισμός αποξενωμένος από τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, μια ευδαιμονία και ένας ανατολικός μυστικισμός. Αν προσθέσει κανείς και την αναβίωση της αιρέσεως Μασσαλιανών, τους οποίους συνάντησε ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς στο Παπίκιο όρος, που συνδέονται με τους Βογομίλους, τότε αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της εποχής εκείνης.
© HydroGraphiX. "ΠΕΛΑΓΙΑ".
© Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για το άρθρο του Ν. Δήμου για το άγιο Φως

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για το άρθρο του Ν. Δήμου για το άγιο Φως



Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για το άρθρο του Ν. Δήμου για το άγιο Φως
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com
Πειραιεύς, 15 Ἀπριλίου 2014
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Ἡ ἀναφορά τοῦ κ. Ν. Δήμου στό «δῆθεν» Ἅγιο Φῶς πού τό ἐξομοιώνει μέ εἰδωλολατρικό σύμβολο θέτει ἀναπόδραστα γιά ἐκεῖνον καί τούς ἀναγνῶστες του κάποια πολύ σημαντικά ἐρωτήματα:
1. Ἐνῶ ὁ ἀξιότιμος κ. Δήμου δηλώνει στό ἄρθρο του ἄνθρωπος «ἐλεύθερος ἀνοικτός καί ἀδογμάτιστος» ὑπηρετεῖ μέ τήν δημοσιοποιηθεῖσα θέση του τόν πιό σκληρό δογματισμό τοῦ οἰηματία καί παντογνώστη γιατί ὅπως προκύπτει ἀπό τό κείμενό του οὐδέποτε παρηκολούθησε τήν τελετή τοῦ Ἁγίου Φωτός καί συνεπῶς δέν ἔχει μήτε ἰδίαν ἀντίληψι μήτε ἰδίαν γνῶσι καί ἑπομένως ἀποφθέγγεται ὑβρίζων «ὁρμώμενος ἐξ ἐμπαθοῦς καί μόνον προαιρέσεως»καί βυθιοτάτου δογματισμοῦ Αὐτό δέν ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ κειμένου σαςκ. Δήμου;
2. Εἶναι πασίδηλο γεγονός πού δέν χρειάζεται ἀπόδειξη ὁ σαφής καί διαχρονικός ἀντιχριστιανισμός τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί εἶναι ἐπίσης «δεδομένο» ὅτι ὁ πανίερος Ναός τῆς Ἀναστάσεως ἐντός τοῦ ὁποίου ἐπί αἰῶνες τελεσιουργεῖται τό μεγαλειῶδες θαῦμα τοῦ Ἁγίου Φωτός εὑρίσκεται ἐντός τοῦ κράτους τοῦ Ἰσραήλ, τό ὁποῖο θά εἶχε κάθε λόγο νά «ἀποκαλύψει» τήν ἀπάτη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἀσφαλῶς νά καταδείξει τοιουτοτρόπως τήν «ἀλήθεια» τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἡ τελετή ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός γίνεται ἐπί παρουσία τῶν δημοσίων ὀργάνων τοῦ Κράτους τοῦ Ἰσραήλ καί μετά ἐνδελεχῆ ἔλεγχο γιά τήν δυνατότητα ὑπάρξεως φυσικοῦ τρόπου ἁφῆς. Γιά ποιό λοιπόν λόγο τό σαφῶς ἀρνητικό στό Χριστιανισμό Ἰσραήλ ἀνέχεται μιά ἀπάτη πού εὐτελίζει καί ἀποδεικνύει ἀνυπόστατη τή δική του πίστη;
3.  Τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο πού μόνο αὐτό ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εὐλογεῖται ἀπό τόν Πανάγιο Θεό διά τήν θαυματουργικῆς ἁφῆς τοῦ ἀκτίστου Ἁγίου Φωτός «συγκατοικεῖ» στήν Ἁγία Γῆ μετά τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν δογμάτων καί ὁμολογιῶν, τά ὁποῖα ἔχουν κάθε προφανῆ λόγο νά ἐλέγχουν ἐπισταμένως ὅπως προβλέπεται τήν γνησιότητα τοῦ γεγονότος καί γιά λόγους δικῆς τους αὐτοσυνειδησίας. Γιά ποιούς λόγους λοιπόν τά ἄλλα Χριστιανικά δόγματα ἀνέχονται μία πρόδηλη «ἀπάτη» πού ἐμποιεῖ τιμή καί δόξα στό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί ἀναδεικνύει θεόθεν τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τήν στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ μέν Ρωμαιοκαθολικοί ἀτέχνως ἀποπειρῶνται διαχρονικά νά καλύψουν τήν ἔλλειψη τῆς θείας χάριτος ἀπό τήν παρασυναγωγή τους ἀνάβοντας τεχνητή φωτιά ἀπό θειάφι στόν λίθο τῆς ἀποκαθηλώσεως, οἱ δέ Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀρμένιοι καί λοιποί προσέρχονται καί ἀσπάζονται τήν χεῖρα τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχου καί λαμβάνουν ἀπό ἐκεῖνον τό Ἅγιο Φῶς;
4. Πῶς ἑρμηνεύεται τό ἱστορικῶς πλήρως ἐξακριβωμένο γεγονός γιά τήν θαυματουργική κάθοδο τοῦ Ἁγίου Φωτός πού συναντᾶμε τό Πάσχα του 1634 ὁπότε θέλησαν οἱ Ἀρμένιοι δωροδοκώντας τούς Τούρκους κατακτητές νά ἐμποδίσουν τούς Ἑλληνορθοδόξους νά διεξάγουν τήν τελετή ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτός καί νά τήν τελέσουν ἐκεῖνοι. Μέ δωροδοκία τῶν διοικητῶν τῆς Παλαιστίνης καί τοῦ σατράπη τῆς Δαμασκοῦ Κουτζούκ Ἀχμέτ πασᾶ κατόρθωσαν νά ἀπαγορευθεῖ στούς Ἑλληνορθοδόξους ἡ εἴσοδος στόν Πανάγιο Τάφο καί τότε τό Ἅγιο Φῶς ὡς κεραυνός ἐξῆλθε ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ πεσοῦ τῆς Κεντρικῆς Θύρας τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως χαράσσοντας ἀνεξίτηλα τόν μαρμάρινο πεσό ἐνώπιον τοῦ ἐκδιωχθέντος Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων σημεῖο πού ἐμφαίνεται καί σήμερα;
5. Εἶναι γνωστή ἡ ἐμπάθεια τῶν αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν Ἀρμενίων κατά τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριαρχείου καί τά συνεχῆ βίαια ἐπεισόδια τῶν Κληρικῶν τους. Γιά ποιό λόγο οἱ συγκεκριμένοι δέν ἐπαναλαμβάνουν τό τόλμημα τοῦ 1634; Γιά ποιό λόγο ἑκόντες ἄκοντες σύρονται ἐνώπιον τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Πατριάρχου, ἐνῶ ἐάν ἐπρόκειτο περί ἀπάτης θά ἦτο εὐχερέστατο καί οἱ ἴδιοι νά τήν ἐπαναλάβουν;
6. Εἶναι πανθομολογούμενο τό γεγονός ὅτι μία ἀπό τίς ἰδιότητες τοῦ Ἁγίου Φωτός πού μέ ἀστραπές κατέρχεται στόν Πανάγιο Τάφο καί ἀνάπτει αἰφνιδίως καί μυστηριωδῶς καντήλια καί λαμπάδες πού κρατοῦν οἱ πιστοί σέ ὅλο τό εὗρος τοῦ Πανιέρου Ναοῦ εἶναι ἡ ἰδιότης τῆς ἀκαΐας γιά τά πρῶτα λεπτά τῆς ἐμφανίσεώς Του, πῶς ἑρμηνεύεται αὐτό τό πασίδηλο καί αὐταπόδεικτο γεγονός ἐάν πρόκειται κατά τόν κ. Δήμου γιά εἰλωλολατρικό σύμβολο;
Στά παραπάνω ἐρωτήματα θά πρέπει νά ἀπαντήσει ὁ ἀξιότιμος κ. Δήμου ἄν σέβεται τόν ἑαυτό του καί τούς ἀναγνῶστες του, ἄλλως ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν λόγων του καί δογματικός καί ἐμπαθής καί ὑλοποιεῖ στό χῶρο καί τόν χρόνο τό ἀξίωμα τοῦ Μ. Βασιλείου «Ἄνθρωπος, ἀποστάς τοῦ Θεοῦ, θηριώδης ἤ δαιμονιώδης γίνεται!» Καί ἐπειδή ὁ ἀξιότιμος κ. Δήμου καί ἡλικιακῶς καί σωματικῶς δέν κέκτηται τά στοιχεῖα τοῦ θηριώδους μᾶλλον θά ἰσχύει τό δεύτερο.
Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ

Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη
Καθηγητή
Στο σύγγραμμά του, "Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας", ο άγνωστος συγγραφέας του τέλους του πέμπτου αιώνα καταγράφει δύο "ιεράς επωνυμίας", όπως λέει, οι οποίες εκφράζουν με περιεκτικό τρόπο τον χαρακτήρα και το ήθος "της των μοναχών φιλοσοφίας". Πρόκειται για τις επωνυμίες "θεραπευταί" και "μοναχοί".
Και κατά πρώτο λόγο, αυτοί που ενστερνήσθησαν τον "μονήρη βίο" ονομάζονται "θεραπευταί" γιατί είναι αφοσιωμένοι, όπως επιγραμματικά τονίζεται, "εις την του Θεού καθαρά υπηρεσία και θεραπεία".
Η επωνυμία "θεραπευταί" φαίνεται ότι έχει μακριά ιστορία, υιοθετήθηκε δε ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, διασώζει τις αντιλήψεις του Ιουδαίου Φίλωνος, ο οποίος, αναφερόμενος στην "φιλοσοφικωτάτη" και "σφοδροτάτη" άσκηση των πρώτων εραστών του "θεωρητικού βίου", σημειώνει ότι ονομάζονται "θεραπευταί". Επεξηγεί δε τον λόγο: Επειδή "τας ψυχάς των προσιόντων αυτοίς των από κακίας παθών, ιατρών δίκην, απαλλάττουσι" ή ακόμη "ένεκα της περί το θείον καθαρής και ειλικρινής θεραπείας". Ο Ευσέβιος, όπως και ο Ιερώνυμος, πιστεύει ότι οι απόψεις αυτές του Φίλωνος αναφέρονται στον "βίο των παρ’ ημίν ασκητών", τον οποίο "ιστορεί", "ουκ ειδώς μόνο, αλλά και αποδεχόμενος εκθειάζων τε και σεμνύνων".
Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στη συζήτηση αν όντως υπήρχε περίπτωση ο Φίλων να ήταν γνώστης του θεωρητικού βίου των πρώτων χριστιανών, ούτε αν οι εκτιμήσεις του Ευσεβίου έχουν ιστορική καταξίωση. Εκείνο το οποίο θέλω να εξάρω είναι ότι το μοναχικό ήθος προσδιορίζεται από τον συγγραφέα της "Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας" με μια παλαιά επωνυμία, η οποία προδιαγράφει δύο τινά: πρώτο, τον αποκλειστικό προς το θείο προσανατολισμό του μοναχικού βίου, και δεύτερο, την από πρόσωπο σε πρόσωπο πραγμάτωση της αγάπης και τους ελέους.
Η θεραπεία του Θεού και η θεραπεία του ανθρώπου συνιστούν τους δύο στόχους της μοναχικής κλήσεως. Η έννοια δηλ. "θεραπευταί" με τη χριστιανική της ασφαλώς σημασία, αποκλείει κάθε στεγανή και μονιστική κατανόηση της μοναχικής πολιτείας, αποτελεί δε, σε τελευταία ανάλυση, σύνοψη της χρήσης ευαγγελικής αρχής: "αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου εξ όλης της καρδιάς σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου" και "αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε εαυτόν" (Μάρκ. 12: 30-31. Ματθ. 22: 37-39). Έχει σημασία, για μια ορθή εκτίμηση του Ορθόδοξου μοναχικού βίου, να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι, ήδη από τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας, απεκλείσθη μια "μυσταγωγική", μονιστική και ατομοκεντρική μοναχική ζωή. Ήδη από τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας η μοναχική κλήση απέβλεπε στη διττή κατεύθυνση: θεραπεία του Θεού και θεραπεία του ανθρώπου.
Είναι βέβαια αυτονόητο ότι, όταν γίνεται λόγος για "θεραπεία του ανθρώπου" ουδόλως υποτίθεται εξωστρέφεια, η οποία αναντίρρητα αποδιοργανώνει τη ζωή της αφιερώσεως. Ούτε ασφαλώς υπονοείται ένας "ακτιβισμός", μια κοσμική δραστηριότητα, η οποία εγκλωβίζει τον μοναχό στη διαδικασία της κοινωνικής προσφοράς και της "βελτιώσεως" της ζωής του ανθρώπου. Η "θεραπεία του ανθρώπου" υποδηλώνει την ευθύνη την οποία έχει και ο μοναχός, μέσα στα πλαίσια της μοναχικής του κλήσεως, να συμμερίζεται, με τον τρόπο που αρμόζει στην μοναχική ζωή, την ποία ανθρώπινη τραγωδία. Ο Μ. Βασίλειος στον λόγο του "Πως δει κοσμείσθαι τον μοναχόν" παρατηρεί ότι, οφείλει "συμπάσχειν τοις πάσχουσι και συνδακρύειν και σφόδρα τούτους πενθείν . . . νουθετείν τους ατάκτους παραμυθείσθαι τους ολιγόψυχους υπηρετείν τοις αρρώστοις, πόδας αγίων νίπτειν ξενοδοχίας και φιλαδελφείας επιμελείσθαι".
Οι λόγοι αυτοί του Μ. Βασιλείου επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός δεν παραχαράσσει την διττή ευαγγελική κατεύθυνση: "αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου . . . και τον πλησίον σου ως σε αυτόν". Αυτός που στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης ονομάζεται "πλησίον" (Λουκ. 10: 29. Πράξ. 7: 27. Ρωμ. 13: 9-10. 15: 2. Εφ. 4:25. Ιακ. 4: 12) δεν είναι έξω από τον κύκλο των ενδιαφερόντων του μοναχού. Έτσι και ο έσχατος ακόμα ερημίτης, αυτός που πράγματι ζει "εν ερημίαις και εν σπηλαίοις", με την οσιακή του ζωή θεραπεύει τον άνθρωπο και αγιάζει την κτίση ολόκληρη. Η αγιότητά του διοχετεύεται μ’ έναν τρόπο μυστικό σ’ ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα, "προσαναπληρούσα τα υστερήματα των αγίων". Μ’ αυτή την έννοια ο μοναχός προσεύχεται γι’ αυτούς που δεν μπορούν ή δεν έχουν μάθει να προσεύχονται. Ο "απαρηγόρητος" βίος του γίνεται μυστικά θεραπεία του ανθρώπου και παρηγοριά του κόσμου.
Τη διττή κατεύθυνση του μοναχικού βίου προσδιόριζε με τη λιτότητα και τη βαρύτητα του λόγου του ο Ευάγριος, όταν κατέγραφε τους γνωστούς τέσσερις ορισμούς του:
o "Μακάριος εστί μοναχός, ο πάντων την σωτηρίαν και προκοπή, ως οικείαν μετά πάσης χαράς ορών".
o "Μακάριος εστί μοναχός, ο πάντας ανθρώπους ως Θεόν, μετά Θεόν λογιζόμενος".
o "Μοναχός εστίν, ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος".
o "Μοναχός εστίν, ο εαυτόν μετά πάντων ηγούμενος, δια το εν εκάστω εαυτόν απαραλείπτως δοκείν οράν".
Ιδιαίτερη όμως σημασία για το θέμα μας παρουσιάζει η δεύτερη "επωνυμία", την οποία βρίσκουμε στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία η γνωστή δηλαδή και καθιερωμένη επωνυμία "μοναχοί".
Η ετυμολογική ανάλυση του όρου "μοναχοί", την οποία επιχειρεί ο οξύνους συγγραφέας του κειμένου αυτού, προκαλεί και πράγματι μπορεί να αποτελέσει σταθερή βάση πάνω στην οποία είναι δυνατό να στηριχθεί μια θεολογία του μοναχικού βίου. Το θέμα είναι ότι, οι μοναχοί φέρουν το επώνυμο αυτό, όχι απλώς γιατί διάγουν βίο "εν τη μονώσει", ούτε βέβαια γιατί επέλεξαν την αγαμία ως τρόπο ζωής, αλλά γιατί η κλήση τους αποβλέπει στην μία και μόνη ζωή, γιατί είναι εραστές "της αμέριστου και ενιαίας ζωής, της ενοποίησης αυτών, εν ταις των διαιρετών ιεραίς συμπτύξεσιν, εις θεοειδή μονάδα και φιλόθεον τελείωσιν".
Η μοναχική πολιτεία καταξιώνεται ως "φιλοσοφία", "εν επιστήμη των ενοποιών εντολών ενεργούμενη", γιατί είναι υπέρβαση και αποταγή "των μεριστών ζωών και φαντασιών". Εδώ η μοναχική ζωή προβάλλεται ως άρση της πολλαπλότητας και διαχύσεως, την οποία εισήγαγε η αμαρτία και την οποία εκτρέφει το φρόνημα του κόσμου. Κατανοείται ως επιστροφή σε μια ζωή επανασυγκροτήσεως, ως παλινδρόμηση στην ακεραιότητα του αυθεντικού ανθρωπίνου προσώπου. Ο συγγραφέας της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας συνοψίζει στην ακόλουθη φράση του την κλήση των μοναχών: "Προς το εν αυτών οφειλόντων ενοποπιείσθαι και προς ιεράν μονάδα συνάγεσθαι".
Η αντίληψη ότι ο πνευματικός δρόμος είναι διάβαση από την πολυμέρεια στην ενότητα, από το πολλαπλό, το πολυσχιδές και πολύπλευρο στο απλό και στο ένα, είναι σαφώς αντίληψη νεοπλατωνική. Ο Πλωτίνος π.χ. μιλάει για την "πολυειδή" ενέργεια, την "δι’ ετερότητος χωριζομένην", την οποία και αντιδιαστέλλει από την "ενοειδή" θεία πραγματικότητα. Ο Θεός του Πλωτίνου κατανοείται ως "δύναμη γεννώσα τα όντα, μένουσα εν αυτή και ου ελαττούμενη". Στην ίδια γραμμή κινείται και η σκέψη του νεοπλατωνικού Πρόκλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται την "θεία ένωση" ως "ένα όρμο ασφαλή των όντων απάντων". Το "εν" τούτο είναι "υποστατικό και σωστικό των όντων απάντων".
Ενώ όμως μπορεί να επισημάνει κανείς φραστική, εξωτερική δηλ. συγγένεια μεταξύ νεοπλατωνικού μυστικισμού και χριστιανικής πνευματικότητος, είναι πέρα πάσης αμφιβολίας ότι, η χριστιανική διδασκαλία περί του "ενός" διαφοροποιείται ριζικά από την νεοπλατωνική σκέψη. Κατ’ αρχάς στην νεοπλατωνική κατανόηση διαπιστώνουμε μια εκ προοιμίου αρνητική στάση έναντι του κόσμου. Είναι αναγκαίο να παραιτηθεί κανείς από τον πολλαπλό κόσμο για να συναντήσει το "εν". Ο κόσμος στην ουσία του είναι κάτι βδελυρό, μόνο δε με τη φυγή μπορεί κανείς να λυτρωθεί από τα δεινά που του επιφυλάσσει. Επί πλέον το νεοπλατωνικό "εν" είναι μια απόλυτα απρόσωπη έννοια. Δεν υπάρχει εδώ η έν ελευθερία σχέση προσώπου προς πρόσωπο, αλλά μια σχέση η οποία εξαφανίζεται μέσα σε μια άβυσσο αοριστίας. Το "εν" του νεοπλατωνικού μυστικισμού είναι τελικά ψυχρό, αόριστο και ανέφικτο υπέρτατο "αγαθόν". Πρόκειται για ένα υπέρ ον, το οποίο ταυτίζεται προς την ίδια τη νοημοσύνη. Κατά το νεοπλατωνικό μυστικισμό, αυτό το οποίο θεοποιεί την ψυχή είναι ο υπέρτατος νους. Ο ανθρώπινος νους οφείλει να κινηθεί και να ταυτισθεί προς αυτόν τον υπέρτατο νου. Η κίνηση δηλ. για τη συνάντηση του ενός, η θεωρία, οδηγεί σε μία ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου. Εδώ δεν υπάρχει η σχέση των δύο, υπάρχει μόνο το απρόσωπο ένα. Πρόκειται πράγματι γι’ αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως "μυστικιστικός μονισμός". Είναι αυτονόητο ότι εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια γι’ αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζουμε "κοινωνία".
Στη χριστιανική σκέψη η προς το "εν" κατεύθυνση είναι ελεύθερη, τόσο από το μυστικιστικό μονισμό του νεοπλατωνισμού, όσο και από ποια διάθεση αποδοχής ενός θεωρητικού βίου, ο οποίος είναι έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Το χριστιανικό "εν" δεν είναι κάποιο ανεξήγητο και αβυσσαλέο αγαθό προς το οποίο αναφέρονται μεμονωμένα άτομα, αλλά ο προσωπικός Θεός προς τον οποίο ελεύθερα κατευθύνεται ο κάθε πιστός μέσα στην Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία και με τους δοκιμασμένους τρόπους που η Εκκλησία γνωρίζει, αίρεται η διάσπαση, καρπός της αμαρτίας, σ’ όλα της τα επίπεδα και πραγματοποιείται η αποκατάσταση της κοινωνίας με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή με τον Θεό συνεπάγεται την επανασυγκρότηση του ανθρωπίνου προσώπου και την αρμονική σχέση όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Ο Ευάγριος, αναφερόμενος στην Αρχιερατική προσευχή του Χριστού και ειδικότερα στο σημείο: "Δος αυτοίς, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσι, καθώς εγώ και συ εν εσμέν", επισημαίνει: "Εις ων ο Θεός, εν έκαστο γινόμενος ένοι τους πάντας και απόλλυται ο αριθμός τη της μονάδας επιδημία". Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην Εκκλησία είναι πράγματι ξένη η έννοια "διάσταση", "χωρισμός" και "απομόνωση". "Δεν αρμόζει στο Χριστιανό", σημειώνει ο π. Γ. Φλωρόφσκι, "να αισθάνεται χωρισμένος και απομονωμένος. Ο άνθρωπος σώζεται μόνο ενωμένος με την καθολική Εκκλησία, καθ’ όσον unus christianus, nullus christianus.
Μέσα σ’ αυτό το εκκλησιολογικό πλαίσιο θα πρέπει να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί η μοναχική μαρτυρία. Μέσα σ’ αυτό το εκκλησιολογικό πλαίσιο η προσωπική άσκηση, η προσευχή, ο ενάρετος βίος δεν δηλώνουν ατομικά και μόνο επιτεύγματα ή ανθρώπινες ικανότητες, αλλά κατανοούνται ως έκφραση της μιας ζωής της Εκκλησίας, της καθολικής της αυτοσυνειδησίας, της ενιαίας εμπειρίας της, του ενός ήθους και φρονήματός της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι, στην παράδοση της Ορθοδοξίας, Εκκλησία είναι η ενότητα εν χάριτι ζωής, η οποία δόθηκε από τον Χριστό και αδιάκοπα συντηρείται στο κάθε ιστορικό παρόν, εν Αγίο Πνεύματι. Αυτή η ενότης εν χάριτι ζωής συνιστά το κοινό ήθος στο οποίο συναντιόνται τα επιμέρους ανθρώπινα πρόσωπα, ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους κλήσεις και τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους. Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ένας κοινός δρόμος, τον οποίο καλούνται να βαδίσουν με συνέπεια όλοι όσοι ελεύθερα έχουν δεχθεί τον ζυγό του Χριστού (Ματθ. 11: 29-30).
Η κλήση όλων των πιστών, μέσα στην Εκκλησία, είναι: "δια πάσης ταπεινής αγωγής ενώσαι εαυτούς τον Θεό". Αυτό σημαίνει ότι ο κοινός δρόμος, στον οποίο συναντιόνται όλοι οι πιστοί, προσδιορίζεται ως δρόμος συνεπής υπακοής στο θείο θέλημα. Ο Δωρόθεος Γάζης διευκρινίζει ότι, "αι εντολαί Χριστού πάσι τοις χριστιανοίς εδόθησαν, και υπόκειται πας χριστιανός φυλάξαι αυτάς". Κάθε πιστός με την είσοδό του στην Εκκλησία, κατά το Βάπτισμά του, αποκηρύσσει τον πρότερο πολύπλοκο βίο του και δίνει υποσχέσεις οι οποίες καθορίζουν τον χαρακτήρα της νέας του εν Χριστώ ζωής. Εδώ έχουμε μια σύνταξη όλων των πιστών σ’ ένα νέο τρόπο υπάρξεως, ο οποίος αποβλέπει σε μια κοινή κατεύθυνση και χαρακτηρίζεται από ένα κοινό ήθος.
Ο μοναχικός βίος δεν είναι έξω απ’ αυτήν την κοινή κλήση. Η μοναχική πολιτεία δεν είναι μια "αντι-πολιτεία" σε σχέση με το χριστιανικό εν γένει πολίτευμα. Είναι όμως μια "αντι-πολιτεία" σε σχέση με το φρόνιμα του κόσμου. Οι μοναχοί, επισημαίνει ο Δωρόθεος, "κατενόησαν τι εν το κόσμο όντες, ούκ ευχερώς δύνανται κατορθώσαι την αρετήν, και επενόησαν εν αυτοίς ξένον βίο, ξένην τινά διαγωγή". Ο "ξένος" αυτός "βίος" είναι απόλυτα εκκλησιαστικός βίος. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούν και χαρακτηρίζουν την εκκλησιαστική πολιτεία. Ακόμα περισσότερο, η μοναχική "διαγωγή", η "σεμνότερη διαγωγή", όπως θα έλεγε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εκφράζει με αυθεντικό και απόλυτο τρόπο την εκκλησιαστική διαγωγή. Αποτελεί κοινό τόπο ότι, η εκκλησιαστική διαγωγή αρχίζει με την αποδοχή μιας κλήσεως, η οποία υποθέτει την αποταγή του κοσμικού φρονήματος και η οποία συνοψίζεται στη φράση του Χριστού: "Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω το σταυρό αυτού και ακολουθείτω μοι" (Ματθ. 16: 24). Οι μοναχοί, με την εκούσια αποδέσμευσή τους από "πάσα την βιοτική μέριμνα", με την προσφορά των "δώρων" της "παρθενίας και ακτημοσύνης", τηρούν με ακρίβεια την αφετηριακή και θεμελιώδη αυτή αρχή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Αυτό σημαίνει ότι οι μοναχοί ακολουθούν πιστά και μ’ όλες τις συνέπειες μια ζωή "υποταγής" και "ξενιτιάς". Ή μάλλον η ζωή τους αρχίζει μ’ ένα έξαλμα ελευθερίας (πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τα δρώμενα κατά την ακολουθία της μοναχικής κουράς;) και θεμελιώνεται σ’ ένα συνεχές φρόνημα ελευθερίας. Η "ξενιτιά" είναι πράξη ελευθερίας, κατανοήθηκε δε πάντα στην ανατολή ως δημιουργική "υποταγή", ως αφοσίωση σ’ ένα απόλυτα πνευματικό - χριστιανικό "εργόχειρο". "Πρώτη των λαμπρών αγωνισμάτων", μας λέει ο άγιος Νείλος, "εστί ξενιτιά". Η αποδέσμευση από "πατρίδα, γένος, ύπαρξη", είναι αυτή που τοποθετεί τον μοναχό "έμπροσθεν των λαμπρών αγώνων". Βέβαια είναι δεδομένο ότι η "ξενιτιά", ως τρόπος ζωής, έχει μια καθολική αναφορά. Ο κάθε πιστός υποχρεώνεται να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό που ονομάζουμε φρόνημα του κόσμου. Η παρουσία του Χριστού στην ιστορία, η ζωή γενικά του Χριστού, οδηγεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που προσφέρει η ζωή μας μέσα στον κόσμο. Η καθολικής σημασίας πρόσκληση του "Ακαθίστου": "Ξένον τόκο ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες", βρίσκει στην μοναχική πολιτεία την κατά γράμμα εφαρμογή τους.
Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι ήδη από τους πρώτους χρόνους του μοναχικού πολιτεύματος υπήρχε βαθιά πεποίθηση ότι ο "ξένος" αυτός βίος είναι σαρξ εκ της σαρκός της Εκκλησίας είναι η ίδια η εκκλησιαστική ζωή, βιούμενη από πρόσωπα τα οποία έχουν ολοκληρωτικά αφοσιωθεί σ’ αυτήν. Στον βίο του Μ. Αντωνίου, ο Μ. Αθανάσιος περιγράφει την μοναχική κοινωνία, της εποχής του Μ. Αντωνίου, ως ιδιάζουσα κοινωνική κατάσταση ως πολιτεία εν Χριστώ κοινωνίας και αγάπης. Ως άλλου είδους πολιτεία, η οποία δεν ήταν άλλη παρά η αυθεντική εικόνα της εκκλησιαστικής πολιτείας. "Η έρημος επολίσθη", παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, "υπό μοναχών, εξελθόντων υπό των ιδίων, και απογραψαμένων της εν τις ουρανοίς πολιτεία". Σ’ αυτή την άλλης τάξεως πολιτεία η ομόνοια και η εν Χριστώ ευσέβεια, η εφαρμογή των ευαγγελικών αρχών και η αφοσίωση ήταν θεμελιακά της δομής και της υπάρξεώς της.
Αλλά και σε λίγος μεταγενέστερους χρόνους, όταν δηλ. το κοινοβιακό σύστημα καθιερώθηκε, ως τρόπος μοναχικής πολιτείας, από τον Μ. Βασίλειο, υπήρχε έντονη συνείδηση ότι η κοινοβιακή ζωή ήταν "μικρόκοσμος" της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Το μοναχικό "κοινόβιο" κατανοήθηκε ως χώρος αθλήσεως, που οι της "ευσεβείας αγωνισταί", οι ακολουθούντες "τον ησύχιον και απράγμονα βίον ως συνεργόν της φυλακής των ευαγγελικών δογμάτων", έθεταν ως στόχο ζωής "πως μηδέν αυτής διαφυγή των εντεταλμένων", έτσι ώστε δια της καθάρσεως και της αρετής να φθάσουν "εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού" (Εφ. 4: 13). Ο "απράγμων" βίος τους ήταν στην ουσία μια "πολυπράγμων" πνευματική μέριμνα για την απόκτηση της ζωής του Θεού. Το κοινόβιο γινόταν ο χώρος ενός αδυσώπητου αγώνα για την εσωτερική καθαρότητα, δεδομένου ότι "η Θεία Τριάς ενοικεί εν τη καθαρώς εχούση ψυχή, της θείας χρηστότητος συνεφαπτομένης ενοικεί δε ου καθ’ έστιν αχώρητος γαρ και αυτή πάση τη κτίσει αλλά καθ’ όσον γουν επιτηδείως έχει δεκτικώς ο άνθρωπος".
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος θα ορίσει, στην κλασσική διατύπωσή του, ότι " μοναχός έστι βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλιπής". Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία αναμορφώσεως του ανθρωπίνου προσώπου και η κοινωνία του Θεού προϋποθέτουν την ακατάπαυστη και επίμονη εργασία της ασκήσεως. Η συνεπής εργασία της ασκήσεως εξασφαλίζει την πνευματική αύξηση, εφ’ όσον "αλλήλων εκδέδενται πάσαι αι αρεταί, ωσπερεί γαρ τις πνευματική άλυσις μια της μιας ήρτηνται. Η ευχή από της αγάπης, η αγάπη από της χαράς, η χαρά από της πραότητα, η πραότητα από την ταπείνωση, η ταπείνωση από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα".
Στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας το ασκητικό φρόνημα είναι θεμελιώδες και προσδιοριστικό της πνευματικότητός της στοιχείο. Η εκκλησιαστική ζωή σ’ όλες της τις εκφάνσεις είναι ασκητισμός. Η θεολογία της Εκκλησίας, η λατρεία και η ευσέβειά της είναι ποτισμένα από ένα ήθος αδιάκοπου και ανένδοτου αγώνα. Ωραιότατα προσδιορίζει αυτό το ασκητικό ήθος της Εκκλησίας ο Ευάγριος, όταν λέει: "Ήθος εστί προσευχής σύνοια, μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και οδύνης ψυχής, εν εξαγορεύσει πταισμάτων, μετά στεναγμών αφώνων". Πρέπει να υψωθεί κανείς σ’ αυτό το επίπεδο, πρέπει να περάσει απ’ αυτόν τον τρόπο της Εκκλησίας για να ελευθερωθεί από τα πάθη και, αν ευδοκήσει ο Θεός, να φθάσει σε κατάσταση θεωρίας της δόξας του.
Ο μοναχικός βίος υπήρξε πάντα στην ανατολική αυθεντική πραγμάτωση με έκφραση της ζωής του Ευαγγελίου. Μέσα από την ιδιαίτερη κλήση τους οι μοναχοί, με την αδιάλειπτη επίκληση του θείου ελέους, με την ταπείνωση και την υπακοή τους, απέβλεπαν στην "κατά φύση" ακεραιότητα, στον άνθρωπο όπως τον παρέδωσε στην δημιουργία η θεία συγκατάβαση, δηλ. "εν ευχή, εν θεωρία, εν πάση δόξα και τιμή, έχοντας σώας τις αισθήσεις και όντα εν το κατά φύση".
Η "κατά φύση" ακεραιότητα του ανθρώπου, αυτό το τέλος του χριστιανικού βίου, στο οποίο σταθερά και επίμονα αποβλέπει η μοναχική πολιτεία, λειτουργεί αγιαστικά σ’ ολόκληρο το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός μοναχός, ο απαθής, ο "απερισπάστως ευχόμενος", ο έχων "αδιάπτωτων" την μνήμη του Θεού, σαν φορέας μιας άλλου είδους, μιας κεχαριτωμένης ζωής, επιδρά ευεργετικά σ’ όλους τους ανθρώπους και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο μοναχός γίνεται και οφείλει αδιάκοπα να είναι το ευεργετικό εκείνο σπέρμα της μεταμορφώσεως του κόσμου.