Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Θεραπεία


Παρατίθεται ἐπίσης ἡ μετάφραση στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα ἐδῶ.

Ἂν θέλαμε νὰ ὁρίσουμε συμβατικὰ τὸν Χριστιανισμό, ὡς Ὀρθοδοξία, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Ἀκτίστου (τοῦ Θεοῦ)[1] μέσα στὴν ἱστορία καὶ ἡ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ (τοῦ ἀνθρώπου) νὰ γίνει Θεὸς «κατὰ χάριν». Μὲ δεδομένη τὴν διηνεκῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ὁ Χριστιανισμὸς προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα θεώσεως, ὅπως ἡ Ἰατρικὴ Ἐπιστήμη τοῦ παρέχει τὴν δυνατότητα διατήρησης ἢ ἀποκατάστασης τῆς ὑγείας του μέσα ἀπὸ μία ὁρισμένη θεραπευτικὴ διαδικασία καὶ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς. Ὁ γράφων εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσει τὴ σύμπτωση ἰατρικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης στὸ σημεῖο αὐτό, διότι ὡς διαβητικὸς καὶ ὡς χριστιανὸς γνωρίζει, ὅτι καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ὀφείλει νὰ ἀκολουθήσει πιστὰ τὰ ὁριζόμενα ἑκατέρωθεν γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ διπλοῦ στόχου.
Ὁ μοναδικὸς καὶ ἀπόλυτος στόχος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ θέωση, ἡ ἕνωση δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, μετέχοντας στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει «κατὰ χάριν», αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴν φύσιν του (ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος). Αὐτὴ εἶναι χριστιανικὰ ἡ ἔννοια τῆς σωτηρίας. Δὲν πρόκειται γιὰ μία ἠθικὴ βελτίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνα-δημιουργία, ἀνά-πλαση ἀνθρώπου καὶ κοινωνίας μέσα ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ σχέση μὲ τὸ Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Αὐτὸ ἐκφράζει ἡ φράση τοῦ ἀπ. Παύλου (Β´ Κορ. 5,17): «εἰ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις». Ὁ ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι καινούργιο δημιούργημα. Γι᾿ αὐτὸ χριστιανικὰ ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ λυτρωτικὴ «εἰσβολή» τοῦ Αἰωνίου καὶ Ὑπέρχρονου μέσα στὸν ἱστορικὸ χρόνο, εἶναι ἡ ἀρχὴ ἑνὸς νέου κόσμου, μιᾶς κυριολεκτικὰ «Νέας Ἐποχῆς» (New Age), ποὺ συνεχίζεται ὡς τὰ πέρατα τῶν αἰώνων, στὰ πρόσωπα τῶν αὐθεντικῶν χριστιανῶν, δηλαδὴ τῶν Ἁγίων.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ» καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνία ὑπάρχει στὸν κόσμο, γιὰ νὰ προσφέρει τὴν σωτηρία, ὡς ἔνταξη σὲ αὐτὴ τὴν ἀναγεννητικὴ διαδικασία[2]. Τὸ σωστικὸ αὐτὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτελεῖται μὲ μία συγκεκριμένη θεραπευτικὴ μέθοδο, ὥστε οὐσιαστικὰ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐνεργεῖ ὡς ἕνα παγκόσμιο θεραπευτήριο. «Ἰατρεῖον Πνευματικόν» (Πνευματικὸ Νοσοκομεῖο) ὀνομάζεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο (†407). Στὴν συνέχεια θὰ δοθεῖ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα 1) Ποιὰ εἶναι ἡ ἀρρώστια τὴν ὁποία θεραπεύει ἡ χριστιανικὴ Ὀρθοδοξία; 2) Ποιὰ εἶναι ἡ θεραπευτικὴ μέθοδος ποὺ ἐφαρμόζει; 3) Ποιὰ εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανισμοῦ, ποὺ τὸν διαφοροποιεῖ ριζικὰ ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε μορφὴ θρησκείας;[3]
1) Ἡ ἀρρώστια τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἡ πτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνάμα καὶ ὅλης τῆς κτίσεως, ποὺ συμπάσχει («συστενάζει καὶ συνωδίνει» Ρωμ. 8.22) μαζί του. Ἡ διάγνωση αὐτὴ ἀφορᾷ σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν εἶναι χριστιανὸς ἢ ὄχι, ἂν πιστεύει ἢ ὄχι, λόγω τῆς φυσικῆς ἑνότητας σύννομη τῆς ἀνθρωπότητας (βλ. Πράξ.17.26). Ἡ Χριστιανικὴ Ὀρθοδοξία δὲν κλείνεται στὰ στενὰ ὅρια ἑνὸς θρησκεύματος, ποὺ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τοὺς ὀπαδούς του, ἀλλά, ὅπως ὁ Θεός, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2.4), ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι «σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων» (Α´ Τιμ. 4.10). Ἡ ἀρρώστια λοιπὸν γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5.12: «...εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ (= λόγω τοῦ ὁποίου θανάτου) πάντες ἥμαρτον» (=ἀστόχησαν στὴν πορεία τους πρὸς τὴν θέωση). Ὅπως δὲ ἡ πτώση (δηλαδὴ ἡ ἀρρώστια) εἶναι πανανθρώπινη, ἔτσι καὶ ἡ σωτηρία – θεραπεία ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Ἡ φυσικὴ (αὐθεντική) κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου προσδιορίζεται, ἁγιοπατερικά, ἀπὸ τὴν λειτουργία μέσα του, τριῶν μνημονικῶν συστημάτων, δυὸ ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζει καὶ ἐλέγχει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, ἐνῷ τὸ τρίτο εἶναι ὑπόθεση τῆς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ κυτταρικὴ μνήμη (DNA), ποὺ καθορίζει τὰ πάντα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἐγκεφαλικὴ κυτταρικὴ μνήμη, ἡ λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ποὺ ρυθμίζει τὴν σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ περιβάλλον. Τὰ δυὸ αὐτὰ συστήματα γνωρίζει ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καὶ μεριμνᾷ γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τους.
Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων γνωρίζει ἕνα ἀκόμη μνημονικὸ σύστημα, τὴν καρδιακὴ ἢ νοερὰ μνήμη, ποὺ λειτουργεῖ μέσα στὴν καρδιά. Ἡ καρδιά, στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν λειτουργεῖ μόνο φυσικά, ὡς ἀντλία διακίνησης τοῦ αἵματος. Ἀκόμη, κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, δὲν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος καὶ τὸ νευρικὸ σύστημα τὸ κέντρο τῆς αὐτοσυνειδησίας μας, ἀλλὰ ἡ καρδιά. Διότι πέρα ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἔχει καὶ μία ὑπερφυσικὴ λειτουργία. Ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις γίνεται χῶρος κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἄκτιστη δηλαδὴ ἐνέργειά Του. Βέβαια αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι μὲ τὴ λογικὴ λειτουργία καὶ τὴ διανοητικὴ θεολόγηση. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (+1809), ἀνακεφαλαιώνοντας ὅλη τὴν πατερικὴ παράδοση, στὸ ἔργο του «Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιον» ὀνομάζει τὴν καρδιὰ κέντρο φυσικό, ὑπερφυσικό, ἀλλὰ καὶ παραφυσικό, ὅταν ἡ ὑπερφυσικὴ λειτουργία ἀδρανεῖ, διότι ἡ καρδιὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη. Ἡ ὑπερφυσικὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιὰ τὴν τελείωση, τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴν θέωσή του, ὡς πλήρη ἔνταξή του στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία.
Στὴν ὑπερφυσική της λειτουργία ἡ καρδιά γινεται χῶρος ἐνεργοποίησης τοῦ νοῦ. Στὸν γλωσσικὸ κώδικα τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ νοῦς (στὴν Κ.Δ. ὀνομάζεται «πνεῦμα» τοῦ ἀνθρώπου καὶ «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς») εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν Θεό, φθάνοντας στὴν θέα τοῦ Θεοῦ ἢ θεοπτία. Βέβαια πρέπει νὰ διευκρινήσουμε ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν σημαίνει γνώση τῆς ἀμέθεκτης καὶ ἀπρόσιτης θείας οὐσίας, ἀλλὰ τῆς θείας ἐνέργειας. Ἡ διάκριση οὐσίας καὶ ἐνέργειας στὸν Θεὸ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐκδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιὰ ὀνομάζεται «νοερὰ λειτουργία» (noetic faculty) τῆς καρδιᾶς. Διευκρινίζουμε, καὶ πάλι, ὅτι Νοῦς καὶ Λόγος (Λογική) ὀρθόδοξα δὲν ταυτίζονται, διότι ἡ λογικὴ ἐνεργεῖται στὸν ἐγκέφαλο, ἐνῷ ὁ νοῦς στὴν καρδιά.
Ἡ νοερὰ λειτουργία πραγματώνεται ὡς ἀδιάλειπτη προσευχὴ (πρβλ. Α´ Θεσσ. 5,17) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ (πρβλ. Γαλ. 4,6., Ρωμ.8,26., Α´ Θεσσ. 5,19), καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες μας «μνήμη Θεοῦ». Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν καρδιά του τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ», ἀκούοντας δηλαδὴ στὴν καρδιά του τὴν «φωνή» (Α΄ Κορ. 14,11ε., Γαλ. 4,6.κ.ἄ.) ἔχει αἴσθηση τῆς «ἐνοικήσεως» τοῦ Θεοῦ μέσα του (Ρωμ. 8,11). Ὁ Μ. Βασίλειος στὴ Β´ ἐπιστολή του λέγει, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ μένει ἀδιάλειπτη, ὅταν δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἀλλὰ ὁ νοῦς «ἀναχωρεῖ» πρὸς τὸν Θεό. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι ὁ ἐνεργούμενος ἀπὸ τὴν θεία ἐνέργεια πιστὸς ἀποφεύγει τὶς ἀναγκαῖες φροντίδες τῆς ζωῆς, μένοντας στὴν ἀπραξία ἢ σὲ κάποια ἔκσταση, ἀλλὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὶς φροντίδες αὐτές, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται ἡ λογική. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ἕνα παράδειγμα ποὺ μᾶς ἀγγίζει: Ἕνας ἐπιστήμονας ποὺ ἔχει ἀποκτήσει καὶ πάλι τὴν νοερὰ λειτουργία, μὲ τὴν λογικὴ ἀσχολεῖται μὲ τὰ προβλήματά του, ἐνῷ ὁ νοῦς μέσα στὴν καρδιὰ διατηρεῖ ἀδιάλειπτη τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ διασῴζει καὶ τὰ τρία παραπάνω μνημονικὰ συστήματα εἶναι ὁ Ἅγιος. Αὐτὸς εἶναι ὀρθόδοξα ὁ ὑγιὴς (normal) ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ θεραπεία τῆς Ὀρθοδοξίας συνδέεται μὲ τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἁγιότητα.
Ἡ μὴ λειτουργία ἢ ὑπολετουργία τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ οὐσία τῆς πτώσεως. Τὸ περιβόητο «προπατορικὸ ἁμάρτημα» εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἀρχὴ ἀκόμα τῆς ἱστορικῆς του παρουσίας, νὰ διασώσει τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴν κοινωνία δηλαδὴ μὲ τὸν Θεό, στὴν καρδιά του. Σ᾿ αὐτὴ τὴν νοσηρὰ κατάσταση μετέχουν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν πρωτοπλάστων, διότι δὲν εἶναι κάποιο ἠθικό, προσωπικὸ δηλαδή, ἁμάρτημα, ἀλλὰ νόσος τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου («Νενόσηκεν ἡμῶν ἡ φύσις τὴν ἁμαρτίαν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (+444) καὶ μεταδίδεται ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο ὅπως ἡ ἀρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σὲ ὅσα ἄλλα προέρχονται ἀπὸ αὐτό.
Ἡ ἀδρανοποίηση τῆς νοερᾶς λειτουργίας ἢ τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σύγχυσή της μὲ τὴν λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους μας, ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἄγχος καὶ στὸ περιβάλλον καὶ στὴν ἐκζήτηση τῆς εὐδαιμονίας μέσα ἀπὸ τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τῆς ἀντικοινωνικότητας. Στὴν κατάσταση τῆς νόσου τῆς πτώσεως ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο γιὰ τὴν κατοχύρωση τῆς προσωπικῆς του ἀσφάλειας καὶ εὐτυχίας. Ἡ χρήση τοῦ Θεοῦ γίνεται μὲ τὴν «θρησκεία» (προσπάθεια ἀπόσπασης τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ), ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ αὐτοθεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου («αὐτείδωλον ἐγενόμην» λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὸν «Μέγαν Κανόνα» του). Ἡ χρήση τοῦ συνανθρώπου καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τῆς κτίσης γίνεται μὲ τὴν ἐκμετάλλευσή της μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο. Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ νόσος, τὴν ὁποία ζητεῖ νὰ θεραπεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἐντασσόμενος ὁλόκληρος[4] στὸ «πνευματικὸ θεραπευτήριο» τῆς Ἐκκλησίας.
2) Σκοπὸς τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνίας στὸν κόσμο, εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἀποκατάσταση τῆς καρδιακῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό, τῆς νοερᾶς δηλαδὴ λειτουργίας. Κατὰ τὸν καθηγητὴ π. Ἰ. Ρωμανίδη «ἡ πατερικὴ παράδοσις δὲν εἶναι οὔτε κοινωνικὴ φιλοσοφία, οὔτε ἠθικὸν σύστημα, οὔτε θρησκευτικὸς δογματισμός, ἀλλ᾿ εἶναι θεραπευτικὴ ἀγωγή. Εἰς τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁμοιάζει πολὺ μὲ τὴν Ἰατρικὴ καὶ κυρίως μὲ τὴν Ψυχιατρικήν. Ἡ νοερὰ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ποὺ προσεύχεται νοερῶς καὶ ἀδιαλείπτως εἰς τὴν καρδίαν, εἶναι ἕνα φυσιολογικὸ ὄργανον, ποὺ ὅλοι τὸ ἔχουν καὶ τὸ ὁποῖο χρειάζεται θεραπεία. Οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε καμία τῶν γνωστῶν θετικῶν ἢ κοινωνικῶν ἐπιστημῶν δύναται νὰ θεραπεύσει τὸ ὄργανον αὐτὸ [...] Διὰ τοῦτο ὁ ἀθεράπευτος δὲν γνωρίζει οὔτε κἂν την ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ὀργάνου».
Ἡ ἀνάγκη θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὰ παραπάνω, εἶναι πανανθρώπινη ὑπόθεση, σχετιζόμενη πρῶτα μὲ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ κάθε ἀνθρώπου στὴ φυσική του ὕπαρξη μὲ τὴν ἐνεργοποίηση καὶ τῆς τρίτης μνημονικῆς λειτουργίας. Ἐπεκτείνεται ὅμως καὶ στὴν κοινωνικὴ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κοινωνεῖ ὡς ἀδερφός μὲ τὸν συνάνθρωπό του, πρέπει ἡ ἰδιοτέλειά του, ποὺ λειτουργεῖ τελικὰ ὡς φιλαυτία, νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἀνιδιοτέλεια (πρβλ Α´ Κορ. 13,8: «ἡ ἀγάπη... οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Ἀνιδιοτελὴς εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ (Ρωμ.5,8., Α´ Ἰωάν.5,7 ἔ.), ποὺ δίνει τὰ πάντα χωρὶς ἀντάλλαγμα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κοινωνικὸ ἰδανικὸ τῆς χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ἡ «κοινοκτημοσύνη», ἀλλὰ ἡ «ἀκτημοσύνη», ὡς αὐτοπαραίτηση ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση. Διότι μόνον τότε εἶναι δυνατὴ ἡ δικαιοσύνη.
Ἡ μέθοδος θεραπείας, ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωή, ὡς ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ βιώνεται ὡς ἄσκηση καὶ μετοχὴ στὴν παρεχόμενη μέσῳ τῶν μυστηρίων ἄκτιστη Χάρη. Ἡ ἄσκηση εἶναι βιασμὸς τῆς αὐτονομημένης καὶ νεκρωμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύσεώς μας, ποὺ πορεύεται πρὸς τὸν πνευματικὸ ἢ αἰώνιο θάνατο, τὸν αἰώνιο δηλ. χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄσκηση ἀποβλέπει στὴ νίκη πάνω στὰ πάθη, γιὰ νὰ νικηθεῖ ἡ ἐσωτερικὴ δουλεία στὶς νοσογόνες ἑστίες τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ μετάσχουμε στὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀνάστασή του. Ὁ Χριστιανὸς ἀσκούμενος ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεραπευτῆ- Πνευματικοῦ του, γίνεται δεκτικὸς τῆς Χάρης ποὺ δέχεται μὲ τὴν μετοχή του στὴν μυστηριακὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Χριστιανὸς ἀνάσκητος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὅπως δὲν ὑπάρχει θεραπευμένος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν τηρεῖ τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγή, ποὺ τοῦ ὅρισε ὁ γιατρός του.
3) Τὰ παραπάνω ὁδηγοῦν σὲ κάποιες σταθερές, ποὺ τεκμηριώνουν τὴν ταυτότητα τῆς χριστιανικῆς Ὀρθοδοξίας:
α) Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, λειτουργεῖ ὡς θεραπευτήριο-Νοσοκομεῖο. Διαφορετικὰ δὲν εἶναι Ἐκκλησία ἀλλὰ θρησκεία. Οἱ κληρικοί, ἐκλεγόταν ἀρχικὰ ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους, γιὰ νὰ λειτουργοῦν ὡς θεραπευτές. Ἡ θεραπευτικὴ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας σῴζεται σήμερα κυρίως στὶς Μονές, ποὺ ἀντέχοντας ἀκόμη στὴν ἐκκοσμίκευση (secularism) συνεχίζουν τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων.
β) Οἱ ἐπιστήμονες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς θεραπείας εἶναι ἤδη θεραπευμένοι. Ὅποιος δὲν ἔχει ἐμπειρία τῆς θεραπείας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θεραπευτής. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς καὶ ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Οἱ ἐπιστήμονες τῆς ἰατρικῆς θεραπευτικῆς (Πατέρες καὶ Μητέρες) ἀναδεικνύουν ἄλλους θεραπευτές, ὅπως οἱ Καθηγητὲς τῆς Ἰατρικῆς ἀναδεικνύουν τοὺς διαδόχους τους.
γ) Ὁ περιορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἁπλὴ συγχώρηση ἁμαρτιῶν γιὰ τὴν εἴσοδο μετὰ θάνατον στον παράδεισο συνιστᾷ ἀλλοτρίωση καὶ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ συγχωρεῖ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη τὸν ἀσθενῆ, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ μετὰ θάνατον! Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ στείλει κάποιον στὸν παράδεισο ἢ στὴν κόλαση. Παράδεισος καὶ κόλαση, ἄλλωστε, δὲν εἶναι τόποι, ἀλλὰ τρόποι ὑπάρξεως. Ἡ Ἐκκλησία, θεραπεύοντας τὸν ἄνθρωπο, τὸν προετοιμάζει νὰ βλέπει τὸν Χριστὸ αἰώνια μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς Του ὡς παράδεισος καὶ ὄχι ὡς κόλαση, δηλαδὴ «πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. 12,29). Καὶ αὐτό, φυσικά, ἀφορᾷ σὲ κάθε ἄνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οἱ ἄνθρωποι θὰ βλέπουν αἰώνια τὸν Χριστό, ὡς «Κριτή» τοῦ κόσμου.
δ) Ἡ ἐγκυρότητα τῆς ἐπιστήμης τεκμηριώνεται ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων της (π.χ. στὴν ἰατρική, ἀπὸ τὴ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς). Ἔτσι, διαφοροποιεῖται ἡ αὐθεντικὴ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ ἀπὸ τὸν κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο τῆς ποιμαντικῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἐπίτευξη τῆς πνευματικῆς θεραπείας, μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς πορείας πρὸς τὴν θέωση. Ἡ θεραπεία δὲν μετατίθεται στὴν μεταθανάτια ζωή, ἀλλὰ συντελεῖται στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου σ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο (hinc et nunc). Αὐτὸ διαπιστώνεται ἀπὸ τὰ ἄφθαρτα λείψανα τῶν Ἁγίων, ποὺ νικοῦν τὴν βιολογικὴ φθορά, ὅπως αὐτὰ τῶν Ἁγίων τῆς Ἑπτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου καὶ Θεοδώρας τῆς Αὐγούστας. Τὰ ἄφθαρτα ἱερὰ λείψανα εἶναι στὴ παράδοσή μας οἱ ἀδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις τῆς θεώσεως, τῆς ὁλοκληρώσεως δηλαδὴ τῆς ἀσκητικῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ παρακαλοῦσα δὲ τὸν ἰατρικὸ κόσμο τῆς Χώρας μας νὰ προσέξει ἰδιαίτερα τὴν περίπτωση τῶν ἀκεραίων ἱερῶν λειψάνων, διότι ὄχι μόνο δὲν ἔχουν δεχτεῖ ἐπιστημονικὴ ἐπέμβαση, ἀλλὰ φανερώνεται σ᾿ αὐτὰ ἡ ἐνέργεια τῆς θεϊκῆς Χάρης, διότι τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀρχίζει ἡ διάλυση τοῦ κυτταρικοῦ συστήματος, σταματᾷ αὐτόματα καὶ ἀντὶ δυσοσμίας ἐκπέμπεται εὐωδία. Περιορίζομαι στὰ ἰατρικὰ συμπτώματα, καὶ δὲν ἐπεκτείνομαι στὰ θαύματα ὡς ἀποδείξεις τῆς θεώσεως διότι ἀνήκουν σὲ ἄλλη σφαῖρα.
ε) Τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας (Γραφή, συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα) δὲν κωδικοποιοῦν κάποια Χριστιανικὴ ἰδεολογία, ἀλλὰ ἔχουν θεραπευτικὸ χαρακτῆρα λειτουργώντας ὅπως τὰ πανεπιστημιακὰ συγγράμματα στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ λειτουργικὰ κείμενα, λ.χ. τὶς Εὐχές. Ἡ ἁπλὴ ἀνάγνωση μιᾶς Εὐχῆς (προσευχῆς), χωρὶς παράλληλη ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στὴ θεραπευτικὴ διαδικασία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς καταφεύγει στὸν γιατρὸ μὲ ἰσχυροὺς πόνους, καὶ ἐκεῖνος ἀντὶ νὰ ἐπέμβει δραστικά, περιορίζεται στὸ νὰ τὸν ξαπλώσει στὸ χειρουργικὸ κρεβάτι καὶ νὰ τοῦ διαβάσει τὸ σχετικὸ μὲ τὴ νόσο του κεφάλαιο.
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Δὲν ἔχει σημασία ἂν τὴν ἀποδέχεται κανεὶς ἢ ὄχι. Ἀναφερόμενος ὅμως σὲ ἐπιστήμονες προσπάθησα, ὡς ἐν ἐπιστήμῃ συνάδελφος, νὰ ἀπαντήσω ἐπιστημονικὰ στὸ ἐρώτημα «τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία». Κάθε ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ συνιστᾷ παραποίηση καὶ διαστροφή του, ἔστω καὶ ἂν θέλει νὰ προβάλλεται σὰν Ὀρθοδοξία.

Βιβλιογραφικὴ Σημείωση:

  • π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984.
  • Τοῦ ἰδίου, Ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογικὴ ἀσθένεια, ἡ δὲ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της, στὸν τόμο Ὀρθοδοξία, Ἑλληνισμός, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, Β´ τόμος, 1996, σ.67-87.
  • Τοῦ ἰδίου Church synods and Civilisation, στὴ ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ.63 (1992) 421-450 καὶ Ἑλληνικά, τ.66 (1995) 646-680.
  • π. Ἱεροθέου Βλάχου (τώρα μητροπ. Ναυπάκτου), Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ἔδεσσα 1986.
  • Τοῦ ἰδίου, Μικρὰ εἴσοδος στὴν Ὀρθόδοξη Πνεύματικοτητα, Ἀθῆναι 1992.
  • Τοῦ ἰδίου, Ὑπαρξιακὴ Ψυχολογία καὶ Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λειβαδιὰ 1995.
Ἀκόμη οἱ σχετικὲς κατὰ καιροὺς δικές μας μελέτες, ὅπως:
Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς Κοινωνίας, Ἀθῆναι 1986.
Θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἀθῆναι 1996 κ.ἄ.
Στὰ βιβλία αὐτὰ βρίσκει κανεὶς καὶ τὴ λοιπὴ βιβλιογραφία.

Σημειώσεις- ἐπεξηγήσεις:

1. Ἄκτιστος (=ἀδημιούργητος, ἄπλαστος στὴν λαϊκὴ γλῶσσα) εἶναι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεός. Κτιστὴ εἶναι ἡ κτίση, δημιουργία, μὲ κορυφαῖο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «συμπαντική» δύναμη κατὰ τὴν γλῶσσα τῆς Νέας Ἐποχῆς («ὅλοι ἕνα, ὅλοι Θεός!»), διότι ὡς δημιουργὸς ὑπέρκειται τοῦ σύμπαντος, ὄντας στὴν οὐσία Του «Κάτι» ἐντελῶς ἄλλο (Das ganz Andere). Οὐδεμία ἀναλογικὴ σχέση ὑπάρχει μεταξὺ κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ Ἄκτιστο, γνωρίζεται μὲ τὴν αὐτοαποκάλυψη (αὐτοφανέρωση) Του.
2. Ἕνα σημαντικὸ χριστιανικὸ κείμενο τοῦ Β´ αἰῶνα, Ὁ Ποιμὴν τοῦ Ἑρμᾶ, λέγει ὅτι, γιὰ νὰ γίνουμε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ εἴμαστε «λίθοι τετράγωνοι» (οἰκοδομήσιμοι) καὶ ὄχι «στρογγυλοί»!
3. Κατὰ τὸν π. Ἰ. Ρωμανίδη, στὸν ὁποῖο κυρίως ὀφείλουμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴ «φιλοκαλική» (θεραπαυτικοακουστική) θεώρηση τῆς Πίστης μας, σὲ ἀκαδημαϊκὸ μάλιστα ἐπίπεδο, «θρησκεία» εἶναι κάθε «ταύτιση» Ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, ὅπως συμβαίνει στὴν εἰδωλολατρεία. Ὁ «θρησκευτικός» ἄνθρωπος προβάλει τὶς «προλήψεις» του (σκέψεις-νοήματα) στὸ χῶρο τοῦ θείου, «κατασκευάζοντας» αὐτὸς τὸν Θεό του (Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ στὴ μὴ Πατερικὴ Ὀρθοδοξία). Σκοπός του εἶναι ἡ «ἐξιλέωση», ὁ «ἐξευμενισμός» τοῦ «θείου» καί, τελικά, ἡ «χρήση» τοῦ θεοῦ πρὸς ἴδιον ὄφελος (μαγικὴ σχέση: do, ut des). Στὴ δική μας, ὅμως, παράδοση, ὁ Θεός μας δὲν ἔχει ἀνάγκη «ἐξευμενισμοῦ» διότι «Αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Α´ Ἰωάν. 4,19). Ὁ Θεός μας ἐνεργεῖ ὡς «Ἀγάπη» (Α´ Ἰωάν. 4,16) καὶ μάλιστα ἀνιδιοτελής. Δίδει τὰ πάντα καὶ δὲν ζητεῖ τίποτε ἀπὸ τὰ πλάσματά Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνιδιοτέλεια εἶναι ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης ποὺ ὑπερβαίνει τὴν πρακτικὴ μιᾶς δοσοληψίας.
4. Αὐτὸ ἐκφράζει ὁ γνωστὸς καὶ συχνὰ ἐπαναλαμβανόμενος λόγος : «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἡ πλήρης ἔνταξη γίνεται κατὰ κανόνα στὶς Μονές, ὅταν λειτουργοῦν Ὀρθόδοξα, φυσικά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Μονὲς (π.χ. οἱ ἁγιορείτικες) μένουν πρότυπα γιὰ τὶς ἐνορίες τοῦ «κόσμου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου