Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος βιώνει τόν Παράδεισο, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν Θεία τρέλλα καί γίνεται «κατά Χάριν ἄκτιστος»[1]. Ἐκεῖνος,
πού εἰσέρχεται στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μοιάζει μέ τό σίδηρο, πού μπαίνει
στήν φωτιά. Σιγά-σιγά γίνεται καί αὐτός φῶς καί φωτιά. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν»[2],
μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Ὅποιος Τήν ἀναζητεῖ, θά Τήν βρεῖ καί θά Τήν βιώσει
προσωπικά. Θά εἰσέλθει στόν Χριστό καί ὁ Χριστός θά ἔλθει μέσα του.
Γίνεται τότε ὁ πιστός κατά Χάριν Χριστός, ἀφοῦ μετέχει στίς θεῖες
ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές οἱ ἐνέργειες εἶναι Φῶς καί Φωτιά
πνευματική, ἡ ὁποία καθαρίζει καί φωτίζει. «Συμβαίνει», δίδασκε ὁ
Γέροντας Πορφύριος «ὅπως μ’ἕνα κομμάτι σίδηρο, πού τοποθετημένο μές στή
φωτιά γίνεται φωτιά καί φῶς, (ἐνῶ) ἔξω ἀπ’τή φωτιά, πάλι σίδηρος
σκοτεινός, σκοτάδι»[3].
Μπορεῖ ἄραγε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συνέχεια φῶς;
Μπορεῖ, θά μᾶς πεῖ ὁ Ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀρκεῖ νά προσθέτει συνεχῶς φλόγα στή φλόγα[4], φωτιά στή πνευματική φωτιά πού ἄναψε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του.
Μπορεῖ, θά μᾶς πεῖ ὁ Ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀρκεῖ νά προσθέτει συνεχῶς φλόγα στή φλόγα[4], φωτιά στή πνευματική φωτιά πού ἄναψε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του.
Ἡ παραμονή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι
μία παθητική κατάσταση ἀλλά μία ἄκρως ἐνεργητική βιοτή. Ἡ προσπάθεια
πρέπει νά εἶναι συνεχής καί ἡ πορεία ἀνοδική. «Ὁ γέρων Πορφύριος, ἔλεγε
μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ὅτι ὁ πιστός πρέπει νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία.
Αὐτό σημαίνει ἑνωμένος μέ τόν Χριστό καί μέ ὅλους τοῦ Χριστοῦ ... Ἀλλά
αὐτό, τό νά εἶναι κανείς μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι κάτι τυπικό, ὅπως
ἡ ἐγγραφή κάποιου ὡς μέλους ἑνός συλλόγου ἤ ἡ τέλεση ...τοῦ
Βαπτίσματος. Διότι δέν ἀρκεῖ νά μπεῖ κανείς στήν Ἐκκλησία μιά φορά (μέ
τό Ἅγιο Βάπτισμα). Αὐτό πρέπει νά σημαίνει ἡ διαθήκη του (Ἐπιστολή τοῦ
πατρός Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά)[5], στήν ὁποία εὔχεται νά μποῦμε στήν «ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»»[6].
Εἰσερχόμενοι στήν «ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία»[7]
μπαίνουμε σέ μιά ἄλλη «διάσταση», ἤ μᾶλλον εἰσερχόμαστε ἐκεῖ, πού δέν
ὑπάρχει καμμία χωροχρονική διάσταση, ἀλλά «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»[8]. Εἰσορμοῦμε στό ἀδιάστατον, στό ἄναρχον, στό ἀτελεύτητον, στό αἰώνιον, στό ἀΐδιον, στό ἀπερινόητον μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Μετέχουμε στήν ζωή τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖ, ὅπου δέν ὑπάρχει θάνατος, φθορά, χρόνος, χῶρος, διάβολος, ἀσθένεια, πόνος, λύπη ἤ στεναγμός.
Μπαίνουμε στήν «περιοχή» τῆς νίκης καί τοῦ Νικητῆ, στήν «χώρα» τοῦ
Ἀχωρήτου, στόν τρόπο τοῦ «εἶναι σύν καί ἐν Αὐτῷ». Εἰσερχόμεθα στήν
διαμονή «ἐν Αὐτῷ», τῷ Δημιουργῷ καί Προνοητῇ τῶν ἁπάντων, ὁδηγούμεθα
«εἰς τό εἶναι» μετά τοῦ στοργικοῦ Πατέρα καί Ἀδελφοῦ, τοῦ ἀείποτε
προτρέποντος ἡμᾶς εἰς τό ἀενάως κατατρυφᾶν Αὐτοῦ: «Κατατρύφησον τοῦ
Κυρίου καί δώσει τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου»[9].
Οἱ ἐνέργειες τῆς Θείας Χάριτος στήν Ἐκκλησία δέν ἐξηγοῦνται πλήρως. Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι μία ζωή «ἐν Χάριτι». Ὁ θεῖος φόβος δέν λειτουργεῖ καταπιεστικά στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, ἀλλά θεραπευτικά, ἀφοῦ ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή καί γνήσια μετάνοια.
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀρχικά, καί στή συνέχεια ὅλη ἡ πρωτοχριστιανική
κοινότητα, εἶχαν αὐτό τό βίωμα τῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅπως δίδασκε ὁ Γέροντας:
«ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν
ἑνωθεῖ»[10].
Αὐτή ἡ ζηλευτή ἑνότητα, ἀποτέλεσμα τῆς ἐσωτερικῆς πλήρωσης μέ τό Ἅγιο
Πνεῦμα, ἦταν τό ἠχηρότερο ἱεραποστολικό κήρυγμα διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ
Γέροντας, «ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό βίωμα καί τό ζοῦνε κι’ ἄλλοι»[11].
Ἡ Θεία Χάρη, ἡ Θεία Ἐνέργεια εἶναι ἡ ζωή ἡ ἀληθινή, ὁ Παράδεισος ἐπί
γῆς· αὐτή μᾶς ζεῖ, μᾶς τρέφει, μᾶς χαροποιεῖ, μᾶς γεμίζει, εἶναι τό πᾶν,
γίνεται τό πᾶν γιά τόν πιστό.
Τά ἀνωτέρω φανερώνονται στή ζωή ὅλων τῶν
Ἁγίων, ὅπως εἶναι καταγραμμένη στά Συναξάρια τους. Ὁ Γέροντας βίωνε
συχνότατα (ἄν ὄχι ἀδιάλειπτα) στό κελλάκι του στά Καυσοκαλύβια (Ἱερόν
Κελλίον: Ἅγιος Γεώργιος) αὐτήν τήν παραδείσια κατάσταση, ψάλλοντας καί
προσευχόμενος μέ τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. «Μοῦ ἄρεσαν», ἔλεγε, «αὐτά πού
ἔχουν Θεῖο Ἔρωτα. Ἦταν μοιρολόϊ, ἐρωτικό τραγούδι»[12]. Στούς ἀνθρώπους φαινόταν σάν νά ἔχει χάσει τά λογικά του[13], ἀλλά ὁ ἴδιος ζοῦσε τήν μακαριότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος γίνεται «τοῖς πᾶσι τά πάντα»[14]. Δάκρυα χαρᾶς πλημμύριζαν τά μάτια του. Τρεφόταν μέ τήν Θεία Χάρη. «Ἦταν ἡ ζωή μου αὐτή. Ζοῦσα μέ τήν Χάρι τοῦ Κυρίου, ὄχι μέ τήν δική μου δύναμη»[15], ἔλεγε.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης.
[1] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 194.
[2] Πρβλ. Λουκ. 17, 21.
[3] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 201.
[4] Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Α’, στ. 48, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, ἔκδ. 9η, Ὠρωπός 2002, σελ. 48- 49.
[5] Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇ 4/17 Ἰουνίου 1991, στό: Αἰκατερίνας μοναχῆς, Ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος, Ἡ ἀγαπῶσα καρδία, Ἐκδόσεις Ἐφραιμιάς, Κονταριώτισσα Κατερίνης, σελ. 355-357.
[6] Θαυμαστά γεγονότα, σελ. 28-29.
[7] Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇ 4/17 Ἰουνίου 1991, στό Αἰκατερίνας μοναχῆς, Ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος, Ἡ ἀγαπῶσα καρδία, Ἐκδόσεις Ἐφραιμιάς, Κονταριώτισσα Κατερίνης, σελ. 355-357.
[8] Κολ. 3, 11.
[9] Ψαλμ. 36,4.
[10] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 205.
[11] Ὅ.π. σελ. 205.
[12] Ὅ.π. σελ. 74.
[13] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 65 - 66.
[14] Ἐφ. 1, 23.
[15] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 75.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: «Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Γέροντα Πορφύριο» (Σάββα Ἱερομονάχου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου