Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Οι σύγχρονοι Άγιοι ως κανόνας μη αποτείχισης Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος


Αποτείχιση ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση από τα όρια της επίσημης Εκκλησίας εξαιτίας δογματικών ή κανονικών αποκλίσεων του ανώτερου, προπαντός, ιερατείου της. Στο όνομα της αποτείχισης,[1] ωστόσο, κανονικού μέτρου εξάπαντος προληπτικού και θεραπευτικού της προάσπισης της πίστεως έναντι των οιωνδήποτε αιρετικών παρεκκλίσεων, παρατηρείται τελευταία μια νεοαιρετική ομώνυμη εκκλησιολογική τάση και στάση, σύμφωνα με την οποία και στο όνομα τού δήθεν γενικού οικουμενιστικού μαγαρισμού των Ορθοδόξων Επισκόπων ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνιστά πλάνη.
Osios Porfyrios Kafsokalyvitis & osioi Gerontes Iakovos Tsalikis & Paisios Agioreitis4
Οι σημερινοί αποτειχισθέντες, διακατεχόμενοι από το γνωστό σύνδρομο της κολοβής αλεπούς, θέλουν, ομοτρόπως με την αισώπεια πρωταγωνίστρια, να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη τους, την οποία φυσικά και βαπτίζουν ορθοδοξία γνήσια, όπως προ αιώνος έγινε με το έτερο μεγάλο Σχίσμα των Παλαιοεορτολογιτών. Στην έκνομη εκ πνευματικής επόψεως προσπάθειά τους, χρησιμοποιούν και τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ασκούντες την προπαγανδιστική τους τακτική μέσα από δικά τους sites, στρατευμένα στον «αγώνα» κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού, όπως φυσικά τη φαντασιώνονται εκείνοι εξαπλούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα άρθρο[2] δια του οποίου ο συντάκτης του προσπάθησε να αναιρέσει το κύριο και καίριο ακανθώδες επιχείρημα σε βάρος των αποσχισθέντων αδερφών: τη μη αποτείχιση εκ των κόλπων της επίσημης και Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των σύγχρονων Αγίων και ηγιασμένων χαρισματούχων Γερόντων. Όταν γράφαμε προ καιρού[3] για τη στάση τους αυτήν αναφερόμενοι ως εις παραδειγματικό εκκλησιολογικό άξονα, επί του οποίου δύνανται απλανώς να βαδίζουν οι χριστιανοί των εσχάτων, το βασικό αντεπιχείρημα των αποτειχισθέντων ήταν πως δεν πρόκειται για Αγίους, αλλά απλά και μόνο για γέροντες, ει και χαρισματικούς. Σήμερα που δύο εξ αυτών αγιοκατετάγησαν επίσημα (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης) τολμάνε – φευ – ακραίοι εξ αυτών να προβαίνουν σε βλάσφημες δηλώσεις περί ενός δήθεν οικουμενιστικού σχεδίου αγιοποίησης ανθρώπων, που υποστηρίζουν έμμεσα το οικουμενιστικό οικοδόμημα της εποχής. Τα αυτά, άραγε, δεν κάνουν εδώ και χρόνια και οι Παλαιοημερολογίτες αναφερόμενοι στην Εκκλησία των νεοημερολογιτών; Σε όλες δε τις περιπτώσεις τούτες είναι είτε υποδόρια είτε προφανής η διολίσθηση στο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος (Μαρκ. 3:20-30, Λουκ. 12:10).
Η αλήθεια είναι ότι το υπό εξέτασιν άρθρο είναι πιο προσεχτικό και, ενώ πάει να υποπέσει στο ως άνω σοβαρότατο αμάρτημα, κάπως το σώζει και παραδέχεται την αγιότητα των ανδρών. Το βασικό του επιχειρηματολογικό, εντούτοις, οικοδόμημα ερείδεται επί αυτών ακριβώς των σύγχρονων αγίων, ήτοι περί της αποδόμησης του κύρους και της αμφισβήτησης της ορθότητος των πεπραγμένων και λεγομένων τους. Προσπαθεί να μας πείσει ότι όλοι αυτοί οι γεροντάδες – ένιοι εξ αυτών, σημειωτέον, και Άγιοι πλέον – δεν ακολούθησαν τη διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, που κατ’ αυτόν είναι η υποχρεωτική αποτείχιση στις περιπτώσεις των αιρέσεων.
Το άρθρο, αν και δομημένο σε (θεο)λογικές βάσεις ως προς το φαίνεσθαι τουλάχιστον, έχει, ωστόσο, εγγενώς πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, δεν μας ξεκαθαρίζει το αν παραδέχεται πως οι σύγχρονοι γέροντες είναι απλοί χαρισματούχοι ή και Άγιοι (οι δύο είπαμε ήδη αναγνωρίστηκαν και επίσημα και έπεται η συνέχεια). Επίσης συγχέει την έννοια της Παράδοσης, την οποία αποδίδει γενικά και αόριστα στην Εκκλησία, από την οποία εν προκειμένω εμμέσως πλην σαφώς εξαιρεί τους γέροντες και Αγίους, οι οποίοι, κατ’ αυτόν, δεν είναι αλάθητοι. Να παρενθέσουμε εδώ ότι δεν δίνεται καμιά επαρκής επεξήγηση επί της παραδοχής των παλαιοτέρων Αγίων, η οποία, ως και επί των συγχρόνων, δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρό θέμα πίστης
Φυσικά και δεν έχουμε καμιά πρόθεση ούτε να απαντήσουμε διεξοδικά ούτε να αποδομήσουμε τα επιχειρήματα του γράφοντος. Αυτό που θέλουμε να καταδειχθεί είναι μια προφανής αλήθεια, την οποία τεχνηέντως παρακάμπτει εκείνος: πως δεν πρόκειται για μεμονωμένες απόψεις ενίων γερόντων, αλλά για ένα άτυπο consensus partum, στο οποίο ακριβώς εδράζεται και η Ορθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Οι σύγχρονοι Γέροντες και Άγιοι εξάπαντος δεν πρέπει να συγκρίνονται με τους αρχαιότερους με βάση την παλαιότητα (!), καθώς έτσι αδιοράτως ακυρούται η διαχρονικότητα της δύναμης της Εκκλησίας να παράγει Αγίους. Έπειτα, αναφορικά με το εν λόγω άρθρο έχουμε να κάνουμε τρεις ακόμη ενδεικτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι αναφέρεται στη διαχρονική αποτειχιστική πρακτική της Εκκλησίας, χωρίς να αναφέρει παραδείγματα, πλην ενός επουσιώδους περιστατικού αντίδρασης σε παρεξήγηση εκλατίνισης ιερέως τινος. Δεύτερον, πως για τους γεροντάδες που αναφέρει ότι δεν αποτειχίστηκαν, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα και προβάλλει τη μισή αλήθεια. Ενδεικτικά και μόνον, ο π. Ιερώνυμος Αιγίνης είχε πολλές επαφές με άτομα του νέου εορτολογίου και δεν αμφισβήτησε ποτέ τη σωτηριολογική δύναμη της Εκκλησίας μας, παρά το γεγονός ότι εορτολογικά επέστρεψε στο «πάτριο» εορτολόγιο μάλλον για προσωπικούς λόγους. Τρίτο και τελευταίο, μιλάει για το υποχρεωτικό της αποτείχισης με βάση μια «εντολή» του οσίου Παϊσίου σε αγιορείτικη μονή να αποτειχιστεί, χωρίς να μας εξηγεί γιατί ο ίδιος ο όσιος τελικά εκοιμήθη σε κοινωνία με την «αίρεση»! Και ο μακρύς κατάλογος των αυτοαναιρέσεών του θα μας φάει πολύ χρόνο…
Όλοι όσοι προσπαθούν να αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τους σύγχρονους γεροντάδες (ακόμη και για πιθανότητα φοβιών τους, έγραψε!) δεν μπορούν να μας εξηγήσουν για ποιον λόγο υπάρχει περίπτωση να πλανήθηκαν εκείνοι (και καλά δεν είχαν πληροφόρηση καλή, αναφέρει, λες και τους έλειπε η θεία τοιαύτη, την οποία συνεπαγωγικά διεκδικεί ο κύριος δι’ εαυτόν) και όχι οι σημερινοί αποτειχισθέντες, οι αυτόκλητοι «φορείς» της Παράδοσης, ώστε να ακολουθούμε το πεπλανημένο παράδειγμα των τελευταίων.
Είναι αληθές ότι ακόμη και η στάση των όποιων γερόντων και Αγίων κρίνεται από την Ορθόδοξη Παράδοση, τη βιβλική και πατερική και ασκητική και ευχαριστιακή. Από το σύνολο σώμα της Εκκλησίας και δη από τον λαό του Θεού. Δεν ειδωλοποιούμε τη στάση του α ή β γέροντα, αλλά και δεν μπορούμε να παρακάμψουμε έτσι απλά και ελαφρά τη καρδία την προκείμενη σύμφωνη εκκλησιολογική στάση τους, γνωρίζοντες σαφέστατα την κοινωνία τους με τον Θεό και το πνευματικό ύψος στο οποίο είχαν φτάσει.[4] Δεν θα πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι δεν είδαμε ούτε στην περίπτωση των εν λόγω γερόντων ούτε στην πρόσφατη εκκλησιαστική μας ιστορία κάποια επίσημη πράξη αιρετικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα κάποια παράνομη ένωση και λειτουργική κοινωνία με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Το θέμα του Οικουμενισμού, χωρίς να εθελοτυφλούμε ότι δεν είναι υποστατό σε κάποιες περιπτώσεις, σίγουρα αποτελεί μια συγκεχυμένη και απροσδιόριστη αφορμή, εκ της οποίας μπορεί να αρπαχτεί ο οιοσδήποτε θέλει να δημιουργήσει ένα υπερορθόδοξο αντάρτικο φονταμενταλιστικής υφής και προέλευσης. Πού θα οδηγήσει, όμως, και πού θα τελειώσει όλη αυτή η ακαταστασία; Αυτά τα έκτροπα προβλέποντας οι σύγχρονοι Πατέρες εν Πνεύματι, τήρησαν οι ίδιοι και προέτρεψαν σε συνετή παραμονή εντός των κόλπων της Εκκλησίας, μακριά από ζηλωτικές και αντικανονικές ενέργειες και αποσχίσεις, χωρίς, επαναλαμβάνουμε, σε καμιά περίπτωση να παρακάμπτουν τη δογματική ακρίβεια της Ορθόδοξης πίστης και πράξης.
Όπως ορθά προφήτεψε ο όσιος Παΐσιος, αν αρχίσουμε να αποτειχιζόμαστε, θα κομματιαστούμε όπως οι Προτεστάντες, συστήνοντας έκαστος μια δική του Εκκλησία, όπως βλέπουμε ήδη στη Σερβία (Αρτέμιος)  και στην περιοχή της Λάρισας (Ευθύμιος). Θα καταντήσουμε σε πολλά μικρά συνοδικά σχήματα, αντιμαχόμενα αλλήλοις, όπως μας δίδαξε το πρόσφατο παράδειγμα του παλαιοημερολογιτισμού. Πρόκειται για εκκλησιολογικές πλάνες και τίποτε περισσότερο. Τώρα, αν θέλει ο καθένας να βρει ιστορικά και πατερικά «παραδείγματα» να δικαιώσει εαυτόν, μπορεί να το πράξει και να σχίσει την Εκκλησία. Εμείς, ωστόσο, δεν αφιστάμεθα της συνετής εκκλησιαστικής διαχρονικής παράδοσης, όπως άριστα και διακριτικότατα εξεφράσθη προσφάτως υπό των ηγιασμένων Γερόντων της εποχής μας, όσιο Πορφύριο, όσιο Παΐσιο, Ιάκωβο, Σωφρόνιο, Αμφιλόχιο, Φιλόθεο, Σίμωνα, Βησσαρίωνα, Ευμένιο, Γαβριηλία, Μακαρία, Επιφάνιο, άγιο Ιουστίνο… Ας ακολουθήσουμε την ωραία «πλάνη τους», να ζεις την πνευματική ζωή ορθοδόξως και χωρίς φανατισμούς και εκκλησιολογικές υποχονδρίες, μέσα στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και Καθολικής Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Χριστού.

[1] Κανών ΙΕ’ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[2] http://apotixisi.blogspot.gr/2015/02/blog-post_54.html#more
[3] Νούση Κώστα, Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Εκκλησιολογία – Θεολογία, εκδ. Γρηγόρη 2014, σσ. 177 κ. εξ.
[4] http://aktines.blogspot.gr/2014/11/15_28.html

Επιστολή ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΟΜΑΔΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ για το διωγμό των Αγιορειτών Πατέρων


ΕΠΙΣΤΟΛΗ  ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
ΟΜΑΔΑΣ  ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ


    Άγιοι Καθηγούμενοι, σεβαστέ Γέροντα,

Εἴμαστε Ἀστυνομικοί, προσκυνητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Μετά λύπης παρακολουθοῦμε τίς διεργασίες τόσο πρίν ὅσο καί μετά τὴν Σύνοδο  τοῦ Ἰουνίουτοῦ 2016, ὅσο καί τόν τρόπο πού ἐλήφθησαν οἱ ἀποφάσεις, καθιστώντας ἔτσι δέσμια τήν Μία Ἁγία Καθολική καί  Ἐκκλησία στόν Οἰκουμενισμό καί στήν ἐπερχόμενη πανθρησκεία πού τώρα προετοιμάζεται.
Ἐπιγραμματικά σᾶς ὑπενθυμίζουμε κάποιες ἀπό τίς ἀποφάσεις:


Α) Ἀποδοχή τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησίες.
Β) Δέν ἀναγνωρίζει ξεκάθαρα προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους ὡς τέτοιες, ἀλλά ἁπλᾶ γίνεται μία ἀσαφής ἀναφορά σέ αὐτές (τῆς 8ης ἐπί Μ. Φώτιου τοῦ 879 καί τῆς 9ης ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ τῶν ἐτῶν 1341-1351)
Γ) Καταπατεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες (72ος τῆς Πενθέκτης) ἐπιτρέποντας μικτούς γάμους μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν.

Ὡς ἀστυνομικοί καί φύλακες τοῦ νόμου ἀντιτιθέμεθα σέ πάσης μορφῆς διωγμό κατά τῶν ἀγωνιζομένων ὑπέρ τῆς πίστεως Ἁγιορειτῶν Πατέρων (Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας, Ι. Μ. Χιλανδαρίου, Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, Ρουμάνικη Σκήτη Τιμίου Προδρόμου και πολλών Κελιωτών), τῶν θεμελιούντων τόν καλόν ἀγώνα τους στήν Ἱερά Παράδοση καί τούς Ἱερούς κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας .

Ὡς ὑπεύθυνος Καθηγούμενος, ἔχετε χρέος ἀπέναντι στό ποίμνιό σας νά πάρετε θέση, ἔχουμε δέ ὅλοι χρέος (κλῆρος καί λαός) νά διαφυλάξουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας, ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες, ἀνόθευτη. Σᾶς ἐπισυνάπτουμε τήν ὁμολογία Ὀρθόδοξου πίστεως τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, καί σᾶς καλοῦμε νά καταδικάσεται τήν “σύνοδο” τῆς Κρήτης, ὅσο καί τίς ἀποφάσεις της, εὐφραίνοντας ἔτσι τό ἀγωνιόν ποίμνιόν σας. Εὐχαριστοῦμε γιά τό χρόνο σας, προσδοκοῦμε στήν τοποθέτησή σας καί εὐχόμαστε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά φωτίζει τό ἔργο σας.


Μετά τιμῆς

Οἱ ὑπογράφοντες



Καλαϊτζιδης Αριστειδης
Καμπουρης Αθανασιος
Σακουλεβας Σωτηριος
Τριανταφυλλιδης Τριανταφυλλος
Γουσιος Νικολαος
Φαλκωνης Μιχαηλ
Παπαδοπουλος Δημητριος
Φιλοκωστας Γεωργιος
Καρταλης Ευστρατιος
Ιωαννιδης Βασιλειος
Κισσας Νικολαος
Διαφας Τριανταφυλλος
Χατζης Παναγιωτης
Γεωργιαδης Λεωνιδας
Πουλιος Ιωακειμ
Βιλαδερης Χαραλαμπος
Πολυανιδης Στεφανος
Καλαιτζιδης Βασιλειος
Τζιλιας Στεργιος
Σφελινιωτης Αλεξανδρος
Ευθυμιαδης Χρηστος
Γκισης Θεοδωρος
Νταπουλιας Δημητριος
Μουσας Χρηστος
Μουχταρης Δημητριος
Μιχαλακης Γεωργιος

Ταουκτσης Νικολαος
Τσιολακης Αχιλλεας

Τοσκα Μελπομενη    
Καζακιδης Στεφανος
Χατζης Αριστοτελης
Μπουζινη Πηνελοπη
Ευθυμιαδου Δεσποινα
Σαραντοπουλος Ανδρεας
Παρχαριδης Σιλβεστρος
Στραντζαλης Ηλιας
Μαλωγιαννης Χρηστος
Βαλαβανης Βασιλειος
Δεκουλακος Παναγιωτης
Παπαδοπουλος Αθανασιος
Ασλανιδης Ευθυμιος
Οικονομου Ιωαννης
Μαλιωρας Βαγγελης
Σερετης Νικολαος
Τσενεκλιδης Γεωργιος
Κερτενης Σταματης
Τζανη Φωτεινη
Προυβας Ιωαννης
Μηλινη Φωτεινη
Τζοκακτζης Παντελης
Βαραγκουλης Αντωνης
Χατζης Θεοδωρος
Αμανατιδης Γεωργιος
Γραματογλου Κωστας
Παραταλκης Ευαγγελος
Πολυχρονιδης Βασιλειος
Βενετικιδης Τιμολεων
Παυλιδης Λαμπρος
Τσιλιγκεριδης Αναστασιος
Μαγοπουλου Μαρια
Σπαλας Αναστασιος
Χαριτιδης Αναστασιος
Σκρανδωνιδης Κωστας
Πασκουδης Αναστασιος
Βασιος Βασιλειος
Αγγελιδης Χρηστος
Παπαδακης Θεοφιλος
Σπατωρης Νικολαος
Τανιμανιδης Κωστας
Τριγκος Γεωργιος
Κακαφικας Γεωργιος
Τσουκαλας Γεωργιος
Βακαλφωτης Παρης
Σταθοπουλος Φωτιος
Ψωμιαδου Λουιζα
Παυλιδης Κωστας
Τσιακας Αλεκος
Ραπτης Ηλιας
Παπαδοπουλος Παυλος
Μισχακης Παρης
Κεχαγιας Χρηστος
Δασκαλακη Σοφια
Γεωργουλετης Νικολαος
Κουλανδρος Σαββας
Κιτζιαν Ιορδανης
Φωτιαδης Κωστας

Θεοχαριδης Αθανασιος



ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 8η Νοεμβρίου 2016
Σύναξις τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ
καὶ πασῶν τῶν ἀσωμάτων καὶ ἐπουρανίων Δυνάμεων.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος.
Πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους
καὶ τοὺς Σεβαστοὺς ἁγίους Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν.

      “Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπωνὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπωνἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. (ΜτΙ, 32)
    “Eὐχαριστοῦντες τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ
κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί”, ὅπου κατεξοχὴν εἶναι καὶ λέγεται  μοναχισμόςτὸ ἀκρότατον τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας κλήση τῆς ὁποίας ἀπαιτεῖ κατὰ τὸ ἀποστολικὸν λόγιον: “περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ”, “ ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ έν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ”, αὐτῆς τῆς γνώσεως διὰ τῆς φωτουργοῦ διδασκαλίας τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίαςἤλθαμε εἰς ἐπίγνωσιν τῶν κρισίμων δογματικῶν ζητημάτων πίστεωςτὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦκαὶ τὰ ὁποῖα διενεργοῦνται κατὰ τῆς ἁγίας καὶ ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεωςἘπὶ 114 συναπτὰ ἔτηἀρχῆς γενομένης τὸ 1902,  ἑκάστοτε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πρωτοστατεῖἔργῳ καὶ λόγῳστὴν ἐπιβολὴ τῆς παναιρετικῆς καινοφανοῦς διδασκαλίας τοῦ ΟἰκουμενισμοῦΔυστυχῶςπαρατηρεῖται ἐντὸς τῶν περισσοτέρων μονῶν καθὼς καὶ κελλιωτικῶν συνοδειῶν  καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος ἀμεριμνίας καὶ ἀδιαφορίας ὁποία ἐγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἠθελημένης ἄγνοιαςμὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἐκεῖ μονάζοντες πατέρες νὰ ἀγνοοῦν ἕως καὶ τὰ βασικότερα περὶ τῆς παναιρέσεως τοῦ ΟἰκουμενισμοῦΤούτων οὕτως ἐχόντωνκατόπιν πολλῆς καὶ ἐμπόνου προσευχῆς φωνὴ τῆς συνείδησεως μᾶς ὑπέδειξε νὰ ξεκινήσουμε ἀγῶνα ὁμολογιακὸθεμελιωμένο στὴν ἀντιαιρετικὴ στάση τῶν ὁσίων Πατέρων τοῦ παρελθόντοςἐξαιρέτως τῶν Ἁγιορειτῶν.

               Γιατὶ οἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), εἶναι αἱρετικές.
             μελέτη τῶν ἀποφάσεων τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (ΑκΜΣ), ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας καὶ ὄχι κατὰ τὴν ἑκάστου προσωπικὴ γνώμημᾶς ὡδήγησε στὸ συμπέρασμα ὅτι  ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀντὶ νὰ ὀρθοτομήσει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ νὰ καταδικάσει ὡς ΑΙΡΕΣΗ τὸν Οἰκουμενισμόἀντιθέτως τὸν ἐπέβαλε προσδίδοντάς του πανορθόδοξον κῦροςἀποδεχομένη τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν πάλαι ποτὲ καταδεδικασμένων αἱρέσεων τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ προτεσταντισμοῦ λήψη τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως καὶ μόνον τὴν καθιστᾶ μία ἀντορθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας ψευδοσύνοδο.
1)        Συγκεκριμένα στὸ τελικὸ κείμενο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον’’, στὴν παράγραφο 6 ἀναφέρεται: “  Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾿ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν. Ἐδῶ βλέπουμε τὸ παραπλανητικὸ παιχνίδι τῶν χρησιμοποιουμένων ἐκφράσεων χρήση ἀφ’ ἑνὸς μέν τῆς ἐκφράσεως ὅτι  Ἐκκλησία “ἀποδέχεται”, ἀφ’ ἑτέρου δέτοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν αἱρετικῶν ὡς “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν”, καταφανῶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι  ΑκΜΣ (καὶ δι’ αὐτῆς πάντες οἱ ἀποδεχόμενοι αὐτήν), υἱοθέτησε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῆς Β´ Βατικανῆς “συνόδου”, ὅπως ἐκφράστηκε στὰ ἐπίσημα κείμενά της (βλκυρίως Lumen Gentium 15, Unitatis Redintegratio 3, ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη “ Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων”), συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν  “ἐκκλησία” διεσπάσθῃ ἐν χρόνῳπλὴν τὰ διασπασθέντα μέληἐὰν μὲν διατηροῦν ἐπισκοπάτο καὶ μυστήρια (ΒάπτισμαΧρῖσμαΕὐχαριστία), καλοῦνται “ Ἐκκλησίες” καὶ θεωρεῖται ὅτι διακρατοῦν περισσότερα στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, (οἱ Παπικοὶ ἀναφερόντουσαν στοὺς Ὀρθοδόξουςστοὺς Μονοφυσῖτεςκαὶ σὲ τμήματα τοῦ Προτεσταντικοῦ κόσμουὅπως π.χοἱ Ἀγγλικανοί· στὸ δὲ κείμενο τῶν Σχέσεων,  ἀναφορὰ καλύπτει Μονοφυσῖτες καὶ Προτεστάντες ὅπως ἀνωτέρωμὲ τὴν προσθήκη τῶν Παπικῶν), ἂν δὲ δὲν διατηροῦν τὰ ἀνωτέρῳπαρὰ μόνον τὸ Βάπτισμαὀνομάζονται “ Ἐκκλησιαστικὲς Κοινότητες” (μ’ αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοίὅσο καὶ  σύνοδος τῆς Κρήτης ποὺ τοὺς ἀκολουθεῖ, -ἁπλῶς ἀλλάζοντας τό “Κοινότητες” σέ “ Ὁμολογίες”- ἐννοοῦν τοὺς καλβινίζοντες Προτεστάντες).
2)              Ἐκτὸς τῶν ἄλλωνεἰδικὰ στὶς παραγράφους 9-11, ἐπικυρώνεται συνοδικὰοὐσιαστικὰτὸ σύνολο τῶν ἀποφάσεων-κειμένων τοῦ συμβουλίου ‘’Πίστις καὶ Τάξις’’ τοῦ Π.Σ.Εὅσο καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν παραχθεῖ ἀπὸ τὴ Μικτὴ Θεολογικὴ Ἐπιτροπὴ Παπικῶν καὶ ‘’ὀρθοδόξων’’. Προσδίδεται ἔτσι σὲ ὅλα αὐτὰ πλέον συνοδικὴ ἔγκριση πανορθοδόξου κύρουςἈποδέχεται ἑπομένως καὶ ἀναγνωρίζει στὶς αἱρετικὲς κοινότητες ὅτι ἔχουνκαθὼς καὶ οἱ ὀρθόδοξοιἀποστολικὴ διαδοχήἱερωσύνηβάπτισμα καὶ αὐθεντικὰ μυστήρια, (βλσυμπεφωνημένα κείμενα Μονάχου 1981, Μπάρι 1987, Νέου Βάλαμο 1988, Μπαλαμάντ 1993, Ραββένας 2007). Ἐν ὀλίγοις ἀποδομεῖται ὁλόκληρη  ἀποστολικοπαράδοτηδογματικὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
 ΑκΜΣ ἀποδέχεται ὅτι  Πάπας καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δίχος νὰ ἀποκηρύξουν κανένα ἀπὸ τὰ αἱρετικὰ δόγματά τους εἶναι καὶ αὐτοὶ Ἐκκλησίεςἐνῶ ἀντιθέτωςοἱ ἅγιοι Πατέρες ἀναθεμάτιζαν καὶ ἀπέκοπταν τοὺς αἱρετικοὺς ὡς σάπια καὶ νεκρὰ μέληὡς παντελῶς ξένα δηλαδὴ πρὸς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
            3)        Ὅσον ἀφορᾷ στὸ κείμενο περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου, παρατηρεῖται μία ἐσκεμμένα παραπλανητικὴ ἀμφισημία κατὰ τὴν ὁποίανἐνῶ ἀρχικῶς καταγράφεται  σχετικὴ πατερικὴ διδασκαλία ἐπὶ τοῦ θέματος (παράγραφοι ἕως καὶ II,3), κατόπιν αὕτη ἀνατρέπεται πλήρως διὰ τῆς ἐπισήμου ἀποδοχῆς τῶν μικτῶν λεγομένων “γάμων”, μέσω τῆς ἐφαρμογῆς μιᾶς ψευδωνύμου “οἰκονομίας”,  ὁποία καταστρατηγεῖ τόσο τὸ γράμμαὅσο καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ 72ου κανόνος τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου (692), μιγνύοντας τὰ ἄμικταὀρθόδοξους καὶ αἱρετικούς συγκεκριμένη ἀπόφαση ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἐκκλησιαστικότητος τῶν ἀποκεκομμένων ἐκ τῆς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν κοινοτήτωνἀφοῦ γίνεται ἀποδεκτὸ πλέον καὶ συνοδικῶςτὸ ἔγκυρον τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος καὶ κατὰ συνέπειαν τῶν αἱρετικῶν “μυστηρίων” καὶ συνακόλουθα τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας:
            “ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ᾿ ἑτεροδόξων κωλύεται κατὰ κανονικὴν ἀκρίβειαν (κανὼν 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλῳ Συνόδου).        δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρὸς τὰ κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. (παράγραφοι II,5,i-ii).
4)        Ἀναφορικῶς δὲ πρὸς τὸ κείμενο τῆς Νηστείας, ἰσχύει ,τι ἐλέχθη καὶ γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Γάμουἕως καὶ τὴν παράγραφο 7, παρουσιάζεται  σχετικὴ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ νηστείαςἀκολούθως ὅμως “ἐπιτρέπεται”  κατάλυσίς της (Νηστεία 8), μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραδίδεται τελεσιδίκως  ἀσκητικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση στὸ ἐκκοσμικευμένο καὶ ἀντιασκητικὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ ἐδῶ διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς «οἰκονομίας»: καταλύονται οἱ ἱεροὶ κανόνες περὶ τῆς νηστείας.
5)        Στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης δὲν ὑπῆρξε οὔτε κἂν  ἐπίφασις συνοδικότητος ποὺ βλέπουμε στὴν Β’ Βατικανὴ σύνοδοστὴν ὁποία εἶχε κληθεῖ τὸ σύνολο τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη παπικῶν ἐπισκόπων, ἐνῶ στὴν ΑκΜΣ δὲν συμμετεῖχε τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων παρὰ μόνον “ἀντιπροσωπεῖες”.  σύνοδος λειτούργησε σὰν νὰ ἦταν κάποιο πολιτικὸ σῶμαὅπου οἱ ἀντιπροσωπεῖες ψήφισαν κατ’ ἀρχὰς ἐσωτερικάὅπως καὶ οἱ κοινοβουλευτικὲς ὁμάδες τῶν κομμάτωνμὲ τελικὴ κατάληξη τὴν ψηφοφορία τῶν πρώτωνὡς ἄλλων πολιτικῶν ἀρχηγῶν. Μὰ οὔτε καὶ πανορθόδοξος ἦτανἐφόσον τελικῶς ἔλειψαν τέσσερεις Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.
Ὄντως  ΑκΜΣ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου ἘκκλησίαςἘξάλλουὅπως χαρακτηριστικὰ δήλωσε  Ἀναστάσιος Ἀλβανίαςσυνιστᾶ μία νέου εἴδους “σύνοδο”.  νέα πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται μὲ “συνόδους” τύπου Κολυμπαρίου Κρήτης εἶναι ὅτι καταλύεται τὸ συνοδικὸ σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰσάγεται  ἐκκοσμίκευση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ λιβανιοῦ ἀλλὰ ἡ δυσωδία τῶν κοσμικῶν ἀρωμάτων. Ὄντως δὲν ὑπάρχει οὐδαμοῦ  αὐθεντικὸς δογματικὸς λόγος καὶ  ἀκρίβεια ποὺ ἁρμόζει σὲ μία Ὀρθόδοξη Σύνοδοὥστε νὰ ἀποπνέει ἐμπιστοσύνη καὶ αὐθεντικότητα.
6)        Κλείνονταςπαρατηροῦμε ὅτι σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῆς Συνόδου δὲν ὑπάρχει  εὐθύτης τοῦ λόγουτὸ εὐαγγελικόν «ἔστω  λόγος ὑμῶν ναὶ ναίοὔ οὔ» (Ματθεʹ, 37), ἐκεῖνο μάλιστα ποὺ ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι οἱ λέξεις ποὺ συστηματικὰ ἀποφεύγονται εἶναιαἱρετικοίαἵρεσις καὶ δόγμα. Σκοπὸς βεβαίως τοῦ παρόντος κειμένου δὲν εἶναι  λεπτομερὴς θεολογικὴ ἀνάλυση ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣἐπ’ αὐτοῦ παραπέμπουμε στὴ θεολογικὴ μελέτη τοῦ ἁγιορείτου Μοναχοῦ Ἐπιφανίου Καψαλιώτουκαθὼς καὶ ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων καθηγητῶνΣτὶς ἐν λόγῳ ἐργασίες γίνεται σαφὲς ὅτι πέραν τοῦ κακοδόξου κειμένου τῶν Σχέσεωνκαὶ τὰ ἄλλα συνοδικὰ κείμενατῆς Ἐγκυκλίουτοῦ Μηνύματοςκαὶ τῆς Ἀποστολῆς, βρίθουν ἀντορθοδόξων θέσεων περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ ἀποκορύφωμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Πάντως τὰ τελικῶς γενόμενα στὴν λεγομένη ΑκΜΣ δὲν προξενοῦν ἐντύπωση ὡς κάτι τὸ ἀπρόσμενοἀντιθέτως, ἀποτελοῦν τὴν φυσιολογικὴ κατάληξη μιᾶς ὁλοκλήρου πορείας αἱρετικῶν πράξεων καὶ λόγων τοῦ ἑκάστοτε πατριάρχου ἀπὸ τὸ 1902 καὶ ἐντεῦθενΤὸ φοβερὸν εἶναιὅτι εὐθὺς μετὰ τὴν ΑκΜΣ  νῦν Πατριάρχης ἔδραμε σπουδαίως στὴ διαθρησκειακὴ σύναξη τῆς Ἀσσίζης γιὰ νὰ ἀνάψει καὶ αὐτὸς τὸ κεράκι του στὸν κοινὸ βωμὸ τοῦ Βάαλ τῆς Πανθρησκείας (Αὔγουστος 2016). Τοῦτο ἀποτέλεσε συνέχεια προηγουμένων συμπροσευχῶν μετὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦὅπως ἙβραίωνΒουδιστῶνἸνδουϊστῶνΕἰδωλολατρῶν κ.Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ἄρνηση Χριστοῦτότε τί εἶναιὙπηρετεῖδυστυχῶςπιστὰ τὴν Πανθρησκεία τοῦ ἈντιχρίστουΑὐτὰ οὐδεὶς αἱρετικόςδιὰ μέσῳ τῶν αἰώνων δὲν τόλμησε οὔτε κἂν καὶ νὰ τὰ σκεφθεῖ!
Ἀναπόφευκτα τὸ ἑπόμενο καὶ τελικὸ στάδιο  θὰ εἶναι  ὑποταγὴ στὸ πρωτεῖο ἐξουσίαςστὸ ἀλάθητο τοῦ αἱρεσιάρχη Πάπα καὶ «τὸ κοινὸ ποτήριο» , δηλαδὴ στὴ μετατροπὴ τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σὲ Οὐνιτικές.
            Εἶναι γνωστὸ τοῖς πᾶσι ὅτι  νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τυγχάνει  κύριος ἐμπνευστὴς ὅλων τῶν κακοδόξων ἀποφάσεων τῆς ΑκΜΣκαθὼς αὐτὸ ἀποτελοῦσε ὅραμα ζωῆς καὶ ἦταν  διαρκής του στόχοςΟἱ αἱρετικοῦ χαρακτήρα θεολογικὲς θέσεις τοῦ Πατριάρχου -οἱ ὁποῖες ἔλαβαν πλέον καὶ πανορθόδοξον κῦροςεἶναι ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια γνωστὲς καὶ εἶναι καταγεγραμμένες τόσο σὲ κείμεναὅσο καὶ ὡς προφορικὲς δηλώσεις καὶ ἔχουν ἐλεγχθεῖ δημοσίως ἀπὸ θεολογικὲς μελέτες ἐπισκόπωνἀπὸ τὴ “Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν”, ἀπὸ ἀκαδημαϊκοὺς καθηγητὲς τῆς Θεολογίαςκαθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλους κληρικοὺς καὶ λαϊκούςἘμεῖς ἀπὸ τὴν πλευρά μαςδώσαμε τὴν ἁγιορειτικὴ μαρτυρία ἐκδίδοντας τὸν συλλογικὸ τόμο «Ἅγιον ὌροςΔιαχρονικὴ μαρτυρία στοὺς ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς πίστεως» τὸ 2014, καὶ τὸν ὁποῖο ὑπέγραψαν τέσσερις ἁγιορεῖτες Ἡγούμενοι καθὼς καὶ πλῆθος κελλιωτῶν καὶ γερόντων. Περιέχει παλαιότερα κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητοςπροβάλλοντας ἔτσι τὴ διαχρονικὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρὸς ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ ὁποῖος ὅμως σήμερα κρατεῖται στὸ σκότος καὶ τὴν ἄγνοιαΣτὸ συγκεκριμένο κείμενοκαθὼς καὶ σὲ ἄλλα ποὺ ἔχουν δεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητοςγίνεται σαφὲς ὅτι  Πατριάρχης κηρύττει αἵρεσιν γυμνῇ τῇ κεφαλῇἘνδεικτικῶς ἀναφέρουμε ὁλίγα ἐκ τῶν (πάρα) πολλῶν:
ΓΙΑΤΙ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
            1)        Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, δηλαδὴ εἰς «Μίαν Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
            Τὸ Μάϊο τοῦ 2014 στὴ συνάντησή του μὲ τὸν Πάπα στὰ Ἱεροσόλυμα στὸ λόγον του εἶπε: « Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησίαλόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καὶ τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοὸς διεσπάσθη ἐν χρόνῳαἱ κατὰ τόπους Ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως» (προσφώνησις Πατριάρχου πρός Πατριάρχην Ἱεροσολύμων 24 Μαΐου 2014 βλ. ἱστολόγιο amen).
            Ἔχει πεῖ, «Ἐφ᾿ ὅσον δηλονότι ἡ μία Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἄλλη τις Ἐκκλησία εἶναι ταμιοῦχος τῆς χάριτος καὶ ἀρχηγὸς σωτηρίας, ἀποκλείεται, ὡς ἀντιφάσκουσα εἰς τὴν παραδοχὴν ταύτην, ἡ προσπάθεια ἀποσπάσεως πιστῶν ἀπό τῆς μιᾶς καὶ προσαρτήσεως αὐτῶν εἰς τὴν ἑτέρανδὲν εἶναι ἀνταγωνίστρια τῶν ἄλλων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ᾿ ἕν σῶμα μετ᾿ αὐτῶν». (Προσφώνησις πρὸς τήν παπικὴν ἀντιπροσωπίαν εἰς τὴν θρονικὴ ἑορτὴ, Κων/πολις 1998, περ. Ἐπίσκεψις).
            Σὲ ἄλλη του ὁμιλία εἶπε: « Ἀπηλλαγμένοι λοιπὸν τῶν ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντοςΚάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τἠν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίεςὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (Ὁμιλία εἰς Γενεύην 17 -2 2008).
            Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν Πατριάρχη εἶναι διεσπασμένη καὶ διῃρῃμένη. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν διῃρημένη «Ἐκκλησία» συγκαταλέγει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Πιστεύει στὴν οἰκουμενιστικὴ «θεωρία τῶν κλάδων». Ἐπ᾿ αὐτοῦ δημοσίευσε θεολογικὴ κριτικὴ ἡ ‘’Σύναξις Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ μοναχῶν’’, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Πατριάρχη.
            Κατὰ συνέπειαν, «ὅποιος πιστὸς κληρικὸς καὶ λαϊκὸς ἀμφισβητεῖ ἤ ἀρνεῖται συνειδητὰ τήν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρικὴ ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετεῖται μὲ κάθε ἀκρίβεια στοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἰδιαιτέρως στὰ μονοσήμαντα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, εὐλόγως ἐκπίπτει ἀπό τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑποκείμενος σὲ καθαίρεση ἢ ἀφορισμὸ κατὰ τίς Οἰκουμενικὲς Συνόδους». ( βλ. Ζʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Γʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὴν μελέτη “Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου”, ἔκδ. Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν, 2015, σελ. 13).
            2)        Ὁ Πατριάρχης δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Θεός καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὅπως τὸν ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς πίστεώς μας « Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν…», καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται πάλιν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια καὶ ἔργα του. Δὲν πιστεύει εἰς τὸ «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». (Ἐφ. Δʹ, 5).
            Τὸ 2001 στὴν νότιο Ἀφρικὴ, δήλωσε ὅτι: « ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους γιὰ μία συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀλήθειας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως ». (ἐκ τῆς ἱστοσελίδος τοῦ Πατριαρχείου).
            Ὁ Πατριάρχης λέγοντας ὅτι δὲ χρειάζεται νὰ διδάσκουμε «γιὰ μιὰ συγκεκριμένη ἀντίληψι τῆς Ἀληθείας ἢ τῆς Ἀποκαλύψεως», καταργεῖ τὴν ἱεραποστολὴ καὶ τὸ βάπτισμα· γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπαγορεύει τὸ ὀρθόδοξο βάπτισμα στοὺς προσηλύτους.
            3)        Πιστεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν.
            Στὴ Γενεύη τὸ 1995 ἔκανε τὴ δαιμονικὴ, βλάσφημη δήλωση: «ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΔΟΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 523, σελ. 12).
            Ἐὰν ὅλες λοιπὸν οἱ θρησκεῖες σώζουν, γιατί τότε νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς στὴν γῆ; Γιατί νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ σταυρωθεῖ , ἀφοῦ ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν; Γιὰ τὸν Πατριάρχη λοιπὸν, ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἁπλᾶ μία θρησκεία, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Καὶ ἀκόμη μνημονεύεται ἡμέρας καὶ νυκτὸς ὡς ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας;…
            Στὴν 6η Παγκόσμια Συνάντηση Θρησκείας καὶ Εἰρήνης στὶς 4/11/1994 δηλώνει: «Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ...Ρωμαιοκοθολικοὶ, καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται  καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί...». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994).
            Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι “ἴσο μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἱερὸ, ὅπως αὐτή[1] καὶ ὅτι οἱ Μωαμεθανοὶ μποροῦν νὰ πᾶνε στὸν παράδεισο χωρὶς νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό[2]
Ὁ Πατριάρχης στήν Ἀτλάντα τῆς Τζώρτζια τῶν ΗΠΑ, προσφώνησε τόν ἰδιοκτήτη τῆς Coca Cola Μουχτὰρ Κέντ καὶ εἶπε: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο, μικρό, ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στή Δάφνη καί στόν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων  ἀδελφῶν μας». (Περιοδικό: Ἅγιον Ὄρος - Διαχρονικὴ μαρτυρία στούς ἀγῶνες τῆς Πίστεως, ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἁγ. Ὄρος 2014, σελ. 69).
Πιστεύει καὶ κηρύττει ὅτι πολλὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινές[3], διαφωνώντας ἀκόμα καὶ μὲ τὸν Κύριο!
Ὀνομάζει "εὐλογημένηκαὶ τιμᾷ τὴ Συναγωγὴ τῶν Ἑβραίωνἐκεῖ ποὺ ὑβρίζεται  Χριστὸς καὶ  Θεοτόκος[4]Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο  Συναγωγὴ εἶναι “χῶρος δαιμονίων ποὺ συνάζονται οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ θεομάχοι[5].
4)        Πιστεύει καὶ κηρύττει τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Μασονίας ὅτι δηλαδή: "ἕκαστος νὰ λατρεύῃ τὸν Ἕνα Θεὸν ὡς προτιμᾷ…". " Θεὸς εὐαρεστεῖται εἰς τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ μάλιστααὐτῶν οἱ ὁποῖοι Τὸν λατρεύουν ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορῶναἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τὴν πίστιν μεταξὺ τῶν τριῶν μεγάλων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν"[6].
5)        Ἐπιδιώκει τὴν κατάργηση  τροποποίηση πλειάδος Ἱερῶν Κανόνωνκάτιποὺ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξίαεἶναι γνώρισμα αἱρετικοῦ ἀνθρώπου[7]Ὀνομάζει τοὺς Κανόνες "τείχη τοῦ αἴσχους"[8]!
6)         Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐπίσης ἐκφράζεται ὑβριστικὰ κατὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίαςδιότι στὴν θρονικὴ ἑορτὴ τὸ 1998, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τοῦ παπισμοῦ καὶ τὶς σχέσεις ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε μαζί τουςεἶπε« μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητοςΔὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζήτησιν εὐθυνῶνΟἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου ΘεοῦΑἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον αὐτοῦὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων (!)» (ΒλἘκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια, 16/2/1998 καὶ περἘπίσκεψις).
Φρικιᾶ  κάθε εὐσεβὴς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀκούγοντας τὰ ἀσεβῶς τολμηθέντα “ρήματα” τοῦ πατριάρχουΒλασφημεῖται ἅπας  χορὸς τῶν ἁγίων Πατέρωνοἱ ὁποίοι ὡς γνήσιοι ποιμένες τῶν διαπιστευμένων εἰς αὐτοὺς λογικῶν προβάτωντὸ διεφύλαξαν ἀμόλυντο ἀπὸ τὴ λύμη τῶν αἱρέσεωνμεγαλυτέρα τῶν ὁποίων ἦταν (καὶ παραμένει), αὐτὴ τοῦ ἀθέου παπισμοῦΒλασφημοῦνται ἀνερυθριάστωςὡς δῆθεν ὄργανα τοῦ διαβόλου καὶ ὡς ὑπαίτιοι τοῦ σχίσματοςαὐτοὶ δηλαδὴγιὰ τοὺς ὁποίους ψάλλει  Ἐκκλησία:
Ὅλην συλλεξάμενοιποιμαντικὴν ἐπιστήμηνκαὶ θυμὸν κινήσαντεςνῦν τὸν δικαιώτατον ἐνδικώτατατοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκουςτῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματοςἐκσφενδονήσαντεςτοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματοςπεσόντας ὡς πρὸς θάνατονκαὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσανταςοἱ θείοι Ποιμένεςὡς δούλοι γνησιώτατοι Χριστοῦκαὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματοςμύσται ἱερώτατοι.” (στιχηρὸ προσόμοιο αἴνωνἐκ τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων)
7)        Πιστεύει καὶ κηρύττει -σὲ ἀντίθεση μὲ δεκάδες Συνόδους καὶ ἑκατοντάδες Ἁγίουςὅτι  παπική "ἐκκλησίαεἶναι κανονικὴ καὶ  Πάπας Ρώμηςκανονικὸς ἐπίσκοποςΤὸ 1991 στὸ Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου ἀποδέχτηκε τὸ ἔγκυρον τῶν μυστηρίων τῶν παπικῶν καθὼς καὶ τὴν Οὐνία[9]Τὸ 1995, ὅπως καὶ τὸ 2014, συνυπέγραψε μὲ τὸν Πάπα "ΚΟΙΝΗΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑΝ ΠΙΣΤΕΩΣ". Τὸ 2011, κατήχησε σπουδαστὲς παπικοῦ πανεπιστημίου ὑπὲρ τοῦ Πάπα. “Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος δέχτηκε ἐπίσκεψη ὁμάδος φοιτητῶν τοῦ Ποντιφικικοῦ Ἰνστιτούτου Saint Apollinaire. Ἀπευθυνόμενος στοὺς φοιτητὲς τοὺς προέτρεψε: Ἀκολουθῆστε τὸν Πάπα. Ὁ Πάπας Βενέδικτος ὁ ΙΣΤ΄ εἶναι ἕνας μεγάλος θεολόγος ποὺ κάνει καλὸ σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Ἀκολουθῆστε τον μὲ ἀγάπη καὶ συμπάθεια”[10].
8)        Ἀναγνωρίζει τὶς χειροτονίες τῶν ἀγγλικανῶν[11] καὶ κάνει ἀποδεκτὸ τὸ βάπτισμα τῶν Λουθηρανῶν[12] (ὅπως καὶ γενικῶς πάντων τῶν προτεσταντῶν), ποὺ εἶναι διαστρεβλωτὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑβριστὲς τῆς Κυρίας Θεοτόκου, περιφρονητὲς τῶν Ἁγίων μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς εἰκονομάχοι ποὺ εἶναι, βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄλλωστε στὸ συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ 2006, στὸ Porto Alegre, ἀποδέχτηκε σὲ κοινὴ δήλωση μὲ τοὺς προτεστάντες ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνο Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅτι οἱ 348 ἐκκλησίες -μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.- εἶναι γνήσιες ἐκκλησίες. Μία δὲ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Οἱ ποικίλες αἱρετικὲς διδασκαλίες τῶν προτεσταντῶν θεωροῦνται ὡς διαφορετικοὶ τρόποι ἐκφράσεως τῆς ἰδίας πίστεως καὶ ὡς ποικιλία τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δεχόμενος ἔτσι ὅτι τελικὰ δὲν ὑπάρχουν αἱρέσεις! “Αὐτὲς οἱ ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ συμβαδίζουν, ἀκόμη καὶ ὅταν διαφωνοῦν”[13].
9)        Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1993 προέβη σὲ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ στὴν αἵρεση τῶν μονοφυσιτῶν. Ἡ κάθε πλευρὰ ἀναγνώρισε τὴν ἄλλη ὡς Ὀρθόδοξη. Τὶς καταδίκες καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πρὸς τοὺς Μονοφυσίτες (ποὺ τὰ ἐπανέλαβαν οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι) τὰ ὀνομάζει "παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος ποὺ ἔχουν ξεπεραστεῖ", ἀφοῦ, "δὲν ὑπάρχει θεολογία ποὺ μᾶς χωρίζει"[14]!
            Δι’ ὅλων αὐτῶν ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν συκοφαντοῦμεοὔτε κατηγοροῦμεμὰ οὔτε καὶ ὑβρίζουμε τὸν Πατριάρχηἁπλῶς μὲ τὸ νὰ προβάλλουμε τόσο τὰ ἔργα, ὅσο καὶ τοὺς λόγους τουἀφήνουμε αὐτὰ νὰ μιλήσουν μόνα τους καὶ νὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ καταγγέλλουν τὴν αἵρεσή τουΚατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπονἀποδεικνύουμε ὅτι ἐμεῖς πραγματικὰ τὸν ἀγαποῦμεδιότι ὅποιος ἀγαπᾶὁμιλεῖ καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν κολακεύειΕὐχόμεθα ὁλοψύχως νὰ τοῦ χαρίσει  Κύριος τοῦ ἐλέους μετάνοιαν, (ὅπως καί στοὺς λοιπούςὁμόφρονες πρὸς αὐτόνοἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους), ὥστε νὰ ἀποκηρύξει τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
            Κατόπιν τούτων νῦν Πατριάρχης στὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶνδὲν ὑφίσταται πλέον ὡς ὀρθόδοξος Πατριάρχης ἀλλὰ ὡς αἱρεσιάρχηςκαθὼς καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ αἱρετικοίὅπως  Νεστόριος Βέκκος κ..
            Ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοίεἶναι προφανῶς κατανοητὸ ἔχουμε ἰδιαίτερο πρόβλημα συνειδήσεωςκαθότι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει ἄμεση ἐκκλησιαστικὴ ἀναφορὰ πρὸς αὐτόνὌντως  ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ποὺ ζοῦμε σήμεραὡς πρὸς τὴν προδοσία τῆς ὀρθοδόξου πίστεωςμᾶς παραπέμπει στὰ ἀλγεινὰ γεγονότα τῶν Συνόδων τῆς Λυών (1274) καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1439-40).
Τὰ 114 ἔτη ἄκρας οἰκονομίας (ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν αἱρετικῆς ἐμπνεύσεως ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γʹτὸ 1902) καὶ ἀνοχῆς στοὺς οἰκουμενιστέςλατινόφρονες καὶ φιλενωτικοὺς ἐπισκόπους εἶναι ὑπὲρ τοῦ δέοντος ἀρκετά ζημία ποὺ ἔχει προκαλέσει αὐτὴ  ψευδεπίγραφη “οἰκονομία” στὴ δογματικὴ αὐτοσυνειδησία κλήρου καὶ λαοῦ εἶναι ἤδη τεραστίων διαστάσεωνμὲ συνέπεια τὴν ἀλλοίωση τῶν ὑγειῶς νοουμένων ὀρθοδόξων κριτηρίων τοῦ θεολογεῖνΣκοπὸς καὶ στόχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους πρωτίστωςκαθ’ ὅλην τὴν ὑπερχιλιετῆ ἱστορία τουὑπῆρξε  διαφύλαξη καὶ ὑπεράσπιση τῆς ὈρθοδοξίαςὉσάκις ἀνεφύη αἵρεσις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας διαχρονικὴ ἁγιορειτικὴ στάσηθεμελιωμένη καὶ στοιχοῦσα στὴν ἱεροκανονικὴ παράδοσηδιδάσκει τὴν αὐτονόητο ὑποχρέωση διακοπῆς τοῦ μνημοσύνουἐν τοῖς μυστηρίοιςτοῦ αἱρετίζοντος πατριάρχου.
 ἐφαρμογὴ τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ μνημοσύνου στὸ Ἅγιον Ὄρος
            Εἰδικότερακατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο ποὺ ἀκολούθησε τὴν ἑνωτικὴ σύνοδο τῆς Λυών (1274), πατριάρχου ὄντος τοῦ λατινόφρονος Ἰωάννου Βέκκου ἅγιος Κοσμᾶς  Πρῶτος καθὼς καὶ τὸ σύνολο τῶν ἐν Ἀγίῳ Ὄρει μοναχῶνἔχοντας προβεῖ εἰς διακοπὴν τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου καὶ τοῦ αὐτοκράτοροςἐδιώχθησαν καὶ -τινὲς ἐξ αὐτῶνἐμαρτύρησαν ὑπὸ τῶν ἑνωτικῶν.
“ Ἄνωθεν γὰρ  τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτοΓέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίαςὅτι ἀναφέρει  ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, «δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴνκαὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦτῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος» ”. (βλV. Laurent-J. Darrouzes, Dossier Grec de I’ Union de Lyon, Paris 1977σελ. 399).
             οὐσιαστικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ὀφείλουμε νὰ κάνουμε τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου ἑνὸς αἱρετικοῦ πατριάρχου καὶ ἐπισκόπου εἶναιὃτι διὰ τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματὸς του γινόμεθα καὶ ἐμεῖς συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεώς τουκαίτοι δηλώνουμε ὅτι ἐμεῖς δὲν συμφωνοῦμε.
            Ἄλλος Ἁγιορείτης Ὁμολογητὴς  ὅσιος Ἡσαΐαςσυνασκητὴς τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτουὅπως τὸν ἀναφέρει  ὅσιος Νικόδημος  Ἁγιορείτης: «Οὗτος  μακάριος ἔπαθε πολλὰ κακὰ ἀπὸ τὸν βασιλέα Μιχαήλ τὸν Παλαιολόγον τὸν λατινόφροναδιατὶ δὲν ἤθελε νὰ συγκοινωνήσῃ μὲ τὸν τότε Πατριάρχη τὸν Βέκκον διὰ τὴν καινοτομίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ἀλλὰ θείῳ ζήλῳ κινούμενος ἠγωνίσθη πολλὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίαςκαὶ μὲ τὴν ἀκούραστον διδασκαλίαν του ἥνωσεν ὅλους μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πλέον τελεώτερον».(βλ. «Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων », 2,2,2,  Ε.Π.ΕτομΒʹ σελ. 350)σελ. 251).
            Κατὰ τὴ νεωτέρα δὲ ἐποχή (1924), ἕνεκα τῆς καινοτόμου καὶ ἀντικανονικῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἡμερολογίουτὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε καὶ τὸ πρῶτο πλῆγμα τοῦ Οίκουμενισμοῦ στὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίαςοἱ τότε πατέρες συνεχίζοντες τὴν πάγια ἁγιορειτικὴ παράδοση ἐπανέλαβαν τὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου διαχρονικὴ αὐτὴ παράδοσηδυστυχῶς διεκόπη ὑπαιτιότητι τῶν νέων συνοδειῶντῶν προερχομένων ἐκ τοῦ κόσμουκαὶ οἱ ὁποῖες τὸ 1971 ἐπανέφεραν τὸ πατριαρχικὸ μνημόσυνοΝὰ σημειωθεῖ ὅτι  διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου γίνεται ἐπὶ σκοπῷ ἀποφυγῆς τοῦ μολυσμοῦ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἐκ τῆς κακοδόξου διδασκαλίας  πρακτικῆςμὲ ἀπώτερον σκοπὸν τὴν δι’ Ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδίκης τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας ( πρακτικῆςκαὶ τῶν αἱρεσιαρχῶν ἐπισκόπων.
            Ἐπὶ πατριαρχείας Ἀθηναγόρουτό Ἅγιον Ὄροςσχεδὸν στὸ σύνολό τουὁλοψύχως καὶ ὡς ἓν σῶμαἀντέδρασε δυναμικὰ καὶ διέκοψεὡς ὤφειλετὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, (τὸ αὐτὸ ἔπραξαν καὶ κάποιοι ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδοςτῶν νέων καλουμένων Χωρῶν). Μάλιστα  Ἀθηναγόρας σεβόμενος” τὴν ὲλευθερία τῆς συνειδήσεως τῶν Ἁγιορειτῶν δὲν τοὺς ἐδίωξε, (βλπατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο ἈριθΠρωτ. 140/Κ. 17-9-1968), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν τακτικὴ τοῦ πατριάρχου Δημητρίουὅπως καὶ τοῦ νῦν πατριάρχου Βαρθολομαίου.
            Οἱ δυσμενεῖς ἐξελίξεις τῶν δεκαετιῶν τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70, κατὰ τὶς ὁποῖες  Οἰκουμενισμὸς ἦταν σὲ ἔξαρση -ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμεραἔχοντας ὅμως ὁδηγήσει τὰ πράγματα σὲ πολὺ χειρότερη κατάστασηἀνάγκασε τοὺς ἁγιορεῖτες στὴν ἀπόφαση νὰ δημοσιεύσουν κείμενα ἁγιοπατερικῆς πνοῆςποὺ κατεδίκαζαν τὸν Οἰκουμενισμὸ ὀνομάζοντάς τον “αἵρεσιν”, ἀποδεχόμενοι μάλιστα καὶ τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τοῦ εἶχε δώσει  ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτςαὐτὸν τῆς παναιρέσεως.
Οἱ Ἱερὲς Μονὲς ποὺ προέβησαν εἰς διακοπὴν τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου:
 ΜὉσίου Διονυσίουμὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Γαβριήλ,
Ἱ. Μ. Καρακάλλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Παῦλο,
Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Χαράλαμπο,
Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα,
Ἱ. Μ Ἁγίου Παύλου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀνδρέα,
Ἱ. Μ.Ξενοφῶντος, μὲ ἡγούμενον τόν Γέροντα Εὐδόκιμο,
Ἱ.Μ.Ἐσφιγμένου, μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Ἀθανάσιον,
Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα μὲ ἡγούμενον τὸν Γέροντα Βασίλειον (διέκοψε τὸ μνημόσυνο τό 1968, ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν καὶ ἡ πρώτη ποὺ τὸ ἐπανέφερε τὸ 1971).
Ἡ Ἱ.Μ. Κουτλουμουσίου, μνημόνευε μόνο στὴν πανήγυρη τῆς Μονῆς ‘’τυπικά’’ μόνον, ὅπως καὶ ἡ Ἱ. Μ. Κωσταμονίτου.
            Ἐπίσης, ἀπὸ τὶς τότε Ἰδιόρρυθμες Μονές, στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, μνημόνευαν μόνο στὸ καθολικό, ‘’τυπικά’’. Πολλοὶ ἱερομόναχοι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπως καὶ ὁ πρῶτος ἡγούμενος, μετὰ τὴν κοινοβιοποίησή της τό 1981, γέρων Ἀθανάσιος, ἐνῶ μνημόνευε ‘’τυπικά’’ στὸ Καθολικό τῆς Μονῆς, ὁ ἴδιος στὰ παρεκκλήσια, ὅταν λειτουργοῦσε, δὲν μνημόνευε, ὅπως ἐπίσης καὶ ἄλλοι ἱερομόναχοι τῆς Μονῆς. Τὸ αὐτὸ συνέβαινε καὶ σὲ ἄλλες Μονές, ὅπως π.χ. στὴν Ἱ. Μ. Ἁγίου Παύλου, στὴν ὁποία ὁ παπά-Παῦλος συνέχισε μέχρι τέλους νὰ μὴ μνημονεύει (+1995), καίτοι ἡ Μονὴ μετὰ τὴν παραίτηση ἐκ τῆς ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέα ἐπανέφερε τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ ἡγουμενίας γέροντος Παρθενίου. Πάντως, καί ἄλλες Ἱ. Μονές ἀντιδροῦσαν καὶ δὲν ἤθελαν τὸ μνημόσυνο καὶ οἱ ὁποῖες μνημόνευαν περισσότερο ἀπό ‘’εὐγένεια’’. Ἐπίσης σὲ ὅλες τὶς Ἱερὲς Σκῆτες καὶ στὰ περισσότερα κελλιὰ δὲν μνημόνευαν, τόσο ζηλωτὲς ὅσο καὶ μὴ ζηλωτές.
            Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρουμε, ἐνδεικτικῶς μόνον, τὶς ἀπαντήσεις δύο Ἱερῶν Μονῶν πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα περὶ τοῦ ζητήματος τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου.
            Ἡ Ἱ.Μ. Καρακάλλου εἰς ἀπάντησίν της πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότηταεἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: ‘’  καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερὰ Μονὴ ὑπὸ στοιχεῖα ΙΔ΄ ἐν τῇ σημερινῇ Συνάξει 21/9/1972 ἐξήτασε καὶ αὖθις τὸ ἐπίμαχον θέμα τοῦ μνημονεύματοςἘπιθυμοῦμε νὰ ἐπαναλάβωμεν τὴν ἐν πεποιθήσει καὶ ἀμετάθετον ἀπόφασιν ἡμῶν περὶ συνεχίσεως τῆς διακοπῆς τοῦ Πατριαρχικοῦ Μνημοσύνου εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας, ἐφ᾽ ὅσον  νέος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος  Α΄ θὰ συνεχίσῃ τὴν τηρουμένην ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γραμμῆςτὴν ὁποίαν εἶχε χαράξει  Ἀθηναγόρας.’’ (βλΟ.Τ. ἀρ.φ. 213, 1/7/1974).
             .ΜἉγίου Παύλου, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ γέροντος Ἀνδρέαἀπήντησε ὡσαύτως ἀπόφασις ἡμῶν εἶναι ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ προχωρήσωμεν εἰς συζήτησιν παρὰ μόνον ἐφ᾽ ὅσον δηλωθῇ ὑπὸ τῆς ΑΠαναγιότητος διὰ τοῦ τύπου ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ τὴν πορείαν τοῦ προκατόχου Αὐτοῦ”. (π.)
            Ἐπίσης  αὐτὸς ἡγούμενος τῆς Μονῆς πἈνδρέας στὴ σχετική του ἀπάντηση πρὸς τὴν . Κοινότητα ἀνέφερεΛόγοι ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως δὲν μοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνονδιότι  Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης εἶναι νεωτεριστήςβαδίζει τὰ ἴχνη τοῦ Οἰκουμενιστοῦ Ἀθηναγόρουτοῦ ὁποίου τὰς ἀπόψεις καὶ τὰ αἱρετικά φρονήματα δὲν κατεδίκασεν”. (π).
            Κατόπιν ὅλων αὐτῶν  Ἔκτατος Διπλή Ἱερὰ Σύναξις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἰς τὴν ΝΒʹ Συνεδρίατῆ 13 Νοεμβρίου 1971 καὶ κατόπιν πολλῶν διεργασιῶν ἀπεφάσισε ὅτι: «...ἐπαφίεται εἰς τὴν συνείδησιν ἑκάστου μονῆς  διαμνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».
            Πάντως ὀφείλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωροῦν τυπικότητες καὶ εὐγένειες. Ἡ πίστις δὲν εἶναι θέμα εὐγενείας πρὸς πρόσωπα, ἀλλά ὁμολογίας καὶ τηρήσεως τῆς ἀκριβείας τῶν δογμάτων, ‘’εἰς τὰ τῆς πίστεως οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις’’, ὅπως ἐτόνιζαν οἱ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες. Ἀξίζει πάντως ἐδῶ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴ πρακτικὴ τῶν τότε ἁγιορειτῶν. Ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος καὶ μόνον, δυστυχῶς, κρίνεται ὡς ἀνεπιτυχὴς ἡ τότε προσπάθεια ἀντιμετώπισης τοῦ προελαύνοντος Οἰκουμενισμοῦ καὶ οἱ λόγοι εἷναι πολλοί. Ἀκροθιγῶς σημειώνουμε ὅτι ὑπῆρχε ἡ λανθασμένη αἴσθηση ὅτι τὰ οἰκουμενιστικά “ἀνοίγματα”, ὅπως τὰ ἀποκαλοῦσαν, δὲν χαρακτήριζαν συνολικὰ τὸ Πατριαρχεῖο, ἀλλ’ ἀποκλειστικῶς τὸν τότε Πατριάρχη καὶ κάποιους λίγους συνοδοιπόρους του. Ἐπιστεύετο μάλιστα ὅτι θανόντος τοῦ Ἀθηναγόρου τὰ πάντα θὰ ἐπέστρεφον στὴν ὁμαλότητα. Ἡ κατάληξη εἶναι σὲ ὅλους γνωστή: στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του ὁ νέος Πατριάρχης Δημήτριος ἀνακοίνωσε τὴ συνέχιση τῶν οἰκουμενιστικῶν προσπαθειῶν τοῦ προκατόχου του. Ἐκείνην τὴν κρίσιμη στιγμὴ βρῆκαν οἱ τότε ἁγιορεῖτες νὰ ἐπαναφέρουν τὸ μνημόσυνο, ἐπὶ καταστροφῇ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος! Τὸ μήνυμα ποὺ ἐδόθη στοὺς πατριαρχικοὺς ἦταν σαφές: προχωρῆστε! Δυστυχῶς, ἡ ἐλλειπὴς κατανόησις τοῦ ἐφαρμοζομένου ἕως τότε, ιε´ κανόνος τῆς Α´-Β´ συνόδου (861), κατὰ τὴν ὁποία ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐθεωρεῖτο ὡς ἁπλῶς ἔχουσα σημασίαν “διαμαρτυρίας”, ἐξ οὗ καὶ οἱ προαναφερθεῖσες χάριν “εὐγενείας” παλινωδίες μνημονεύσεως, π.χ. σὲ πανηγύρεις, εἶχαν ὡς ἀφετηρία τὴν ἀποσύνδεση τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Κανόνος ἀπὸ τὸ σωτηριολογικό του περιεχόμενο. Ἡ τραγικὴ ἐπαναφορὰ τοῦ μνημοσύνου, ἔστω καὶ μὲ τὸ λειψὸ τρόπο ποὺ ἐφαρμοζόταν ἠ διακοπή, πέραν τῆς γενικότερης ζημίας ποὺ προξένησε, δυστυχῶς ἄνοιξε τὴν θύρα καὶ στὶς ποικίλες, κακόβουλες καὶ στρεβλωτικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ποὺ κυριαρχοῦν σήμερα.
            Πράγματι, ὁ ὀρθοδόξως νοούμενος ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας, ὅπως διαχρονικῶς εἶναι διαπιστωμένο, δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ λήψη κάποιων πρακτικῶν ἡμιμέτρων καὶ λύσεων, οἱ ὁποῖες τελικῶς διαιωνίζουν τὴν αἵρεση ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἀπὸ τὴν ἐνδεδειγμένη ἔκθεση-διασάφηση, ἀφ’ ἑνὸς τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ ἀφ’ ἑτέρου, τοῦ δογματικοῦ πυρήνα τῆς αἱρέσεως, δηλαδὴ τῶν βαθυτέρων θεολογικῶν αἰτίων ποὺ ὡδήγησαν στὴν ἐμφάνιση της, ὅσο καὶ τῶν καταστρεπτικῶν συνεπειῶν της. Σκοπὸς ἑπομένως εἶναι ὄχι ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου καθεαυτή, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀρχικὸ στάδιο, ἀλλὰ ἡ συνολικὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Τοῦτο θὰ συμβεῖ διὰ τῆς συγκλήσεως ὀρθοδόξου Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία καὶ συνιστᾶ τὸ τελικὸ στάδιο τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀγῶνος, καὶ στὴν ὁποίαν θὰ καταδικασθεῖ ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοί. Τότε μόνον μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε περὶ πλήρους ἐκκριζώσεως τῆς αἱρέσεως.
Ἡ δι’ ἐπιστολῶν ἐνημέρωσις πρὸ καὶ μετὰ τῆς ΑκΜΣ
            Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγιορειτικῆς μοναστικῆς πολιτείαςἔχοντες λόγον εὐθύνης ἀναφορικὰ πρὸς τὰ θέματα πίστεως καὶ παραδόσεωςθεωρήσαμε ὡς ἐπιβεβλημένο πνευματικὸν καθῆκον μας νὰ κινητοποιηθοῦμε, μετὰ τοῦ ὀφειλομένου σεβασμοῦ καὶ κατὰ τὴν τάξινἈπευθυνθήκαμε λοιπὸν ἐντὸς τοῦ ἔτους 2016, μὲ δύο δημόσιες ἀνοικτὲς ἐπιστολὲς πρὸς ὑμᾶςτὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν τόπου καὶ τοὺς Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν ΜονῶνΚατ’ ἀρχάςστὴν ἐπιστολή μας τῆς 13ης Μαΐου 2016, πρὸ τῆς λεγομένης “ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου” τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτηςσᾶς εἴχαμε υἱκῶς δηλώσει ὅτιἐὰν  ἐν λόγῳ σύνοδος δὲν ὀρθοτομήσει τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ δὲν καταδικάσει τὴν παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦθὰ εἴμεθαὡς ἐκ τούτουὑποχρεωμένοι νὰ ἐφαρμόσουμε τοὺς ἁρμοδίους Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίαςποὺ ὁρίζουν τὰ περὶ διακοπῆς μνημοσύνου τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου (δηλτοῦ πατριάρχου).
            Τέλοςὅπως καὶ στὴ δευτέρα πρὸς ὑμᾶς ἐπιστολή μαςτῆς 20ης Ἰουνίου 2016, σᾶς εἴχαμε ὑποβάλει τὴν θερμὴν παράκλησιν καὶ σᾶς εἴχαμε ἐπισημάνει ὅτι θὰ ἀναμέναμε, ἐντὸς εὐλόγου χρονικοῦ διαστήματοςἀφοῦ συζητηθεῖ τὸ ὅλον ζήτημα τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καὶ ὑφ᾽ ὑμῶνὡς τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν θεσμικὸν ὄργανον τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπουνὰ ληφθεῖ μία ξεκάθαρη θέση ἔναντι τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεωνΤὸ ἐρώτημα ποὺ ξεκάθαρα τίθεται καὶ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπάντηση ἀναμένουν πάντες οἱ ἀγωνιῶντες πιστοὶ εἶναιοἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου εἶναι ὀρθόδοξες  αἱρετικές;
            Ἀντὶ ὅμως τῆς ὀφειλομένης σπουδῆς ὅπου ὤφειλε τὸ καθ’ ὑμᾶς ὄργανο νὰ ἐπιδείξη ἔναντι ἑνὸς τόσο σημαντικοῦ ζητήματος, καίτοι ὡς Ἱερὰ Κοινότης πρὸ τῆς Συνόδου εἴχατε ἐκθέσει δι᾿ ἐπιστολῆς τὴν ἀντίθεσή σας ἐπὶ τινῶν σημαντικῶν θεμάτων πίστεωςὅσον ἀφορᾶ τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ἀντ’ αὐτοῦ ὑπῆρξε ὄχι μόνον  ἀπόλυτος σιωπήγιὰ τόσους μῆνεςἀλλὰ καὶ κάποιες ἐκ τῶν Μονῶν προέτρεξαν καὶ ἐνήργησαν διωγμόκατὰ παράβασιν τῶν ἁρμοδίων διατάξεων τοῦ Κ.Χ.Α.Ο., ἐναντίον Ἁγιορειτῶν μοναχῶνπρὶν κἂν συνέλθη  καθιερωμένη Διπλῆ Ἱερὰ ΣύναξιςΣυγκεκριμένακατὰ τοῦ Προϊσταμένου Γέροντος Σάββα μοναχοῦ καὶ τοῦ Γέροντος τοῦ .ΚἉγίων Ἀρχαγγέλων-Κουκουζέλημοναχοῦ Χερουβείμἐκ τῆς .Μ.ΜΛαύραςκαθὼς καὶ τῶν μοναχῶν ΛουκᾶΔαμιανοῦὈνουφρίου καὶ Δανιὴλ δοκίμουἐκ τῆς ΜΧιλανδαρίου.
            Ὅπως εἶναι γνωστὸν Διπλῆ Σύναξις ἕως καὶ σήμερον δὲν ἔχει λάβει θέσηὩς πρὸς τὴν πιθανὴ αἰτία τῆς ἐνόχου σιωπῆς καὶ τῆς ἀποφυγῆς νὰ ἐκδοθεῖ ὑπεύθυνη ἀπόφαση σχετικὰ μὲ τὴν ΑκΜΣφῶς ρίχνει  ἐπίσημη ἔκθεση πρὸς τὴν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα ἈρχιμΤύχωνος ( ὁποία δημοσιεύθηκε στὶς 23-9-2016, ἀρφυλ. 2132, ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος”). Τὸ Ἅγιον Ὄρος ἄλλωστε ἐκπροσωπήθηκε ἐπισήμως εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ συγκεκριμένου ἡγουμένου ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν θεσμικὴ ἰδιότητα τοῦ συμβούλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ ΠατριαρχείουΤὸ τραγικὸν μὲ τὴν ἔκθεσίν του εἶναι ὅτιπαρὰ τὶς κάποιες μικροεπισημάνσειςπεριγράφει τὴν αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο ὡς ὀρθοδοξωτάτη.
Ἕκαστος ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν του
            Νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀπευθύνουμε μία τελευταία ἔκκληση θέσις σας εἶναι «ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς», ἀναλογισθεῖτε τὶς τρομακτικὲς εὐθύνες πού ἔχετε ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπωνὩς Ἱερὰ Κοινότητα καὶ ὡς Καθηγούμενοιὅσοι ἀπὸ ἐσᾶςμὴ γένοιτοὑποκύψετε ἀποδεχόμενοι τὶς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς ΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ψευδοσυνόδουκαὶ ἐξακολουθήσετε -ἐν συνειδήσει πλέοννὰ μνημονεύετε ἕναν αἱρετικὸν πατριάρχηἂς γνωρίζετε ὅτι ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως θὰ εἶσθε ἀναπολόγητοικαθότι:
            Μὲ τὴν στάση σας θὰ ἔχετε διαιρέσει τὴν ἁγιορειτικὴ μοναστικὴ κοινότητα.
            Συνακόλουθα, θὰ εἶσθε ἐσεῖς ὑπεύθυνοι δημιουργίας σχισμάτων καὶ ὄχι ὅσοι ἁπλῶς θέλουν νά παραμείνουν ὀρθόδοξοι.
            Θὰ ἔχετε καταστρέψει τὴ χιλιόχρονη ἑνότητα ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου.
            Τέλος, ἡ ἀντιπατερικὴ αὐτὴ πορεία θὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπαξίωση, δυστυχῶς, τοῦ (ἐπισήμου-θεσμικοῦ) Ἁγίου Ὄρους, στὰ μάτια τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, καθιστῶντας το σκότος ἀντί, ὡς ὤφειλε, φῶς τοῦ κόσμου (πρβλ. “Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς κοσμικοῖς μοναχοί”, Κλῖμαξ, Λόγος 26Α, 25).
            Ἴσως ὁ λόγος μας νὰ σᾶς στεναχωρήσει, ἴσως φανεῖ σκληρὸς καὶ ἐλεγκτικός, ἀλλὰ ἂς γνωρίζετε ὅτι δὲν ἔχουμε οὐδεμία ἐμπάθεια πρὸς τὰ θεοτίμητα πρόσωπά σας. Εἶναι ἀποτέλεσμα πόνου καὶ ἀγάπης γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστιν μας. Ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, εἶναι λόγος Χριστοῦ, καὶ εἶναι δίστομος μάχαιρα, γιατὶ πρέπει πάντα νὰ ὀρθοτομεῖ. Παρακαλοῦμε λοιπὸν τὴν ἀγάπη σας νὰ μελετήσετε ὅσα σᾶς ἐπισημαίνουμε καὶ πατρικῶς νὰ συμπονέσετε, νὰ συμπροβληματιστεῖτε καὶ νὰ προχωρήσετε στὴ θεραπεία τοῦ κακοῦ. Ἀπὸ ἐσᾶς περιμένουμε νὰ ποιμαίνετε ἀγαπητικῶς καὶ ὄχι ἐξουσιαστικῶς: “ποιμάνετε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστικῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως…τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου”. (Αʹ Πετρ. εʹ, 2-3)
            Ἅπαντες ἱστάμεθα ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας, ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας. Ἡ ἕως τοῦ νῦν ἀκολουθουμένη τακτικὴ ἔχει βοηθήσει στὴν ἀνεμπόδιστο ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ὑπευθύνων θὰ ζητήσει ὁ Κύριος τό “αἷμα” τῶν ψυχῶν ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ ἂς ἀναλογιστεῖ ἕκαστος τί εἴδους Ἅγιον Ὄρος θέλουμε νὰ παραδοθεῖ στὶς ἑπόμενες γενεές, καὶ τί εἴδους μοναχοὶ θὰ ἐγκαταβιώνουν σ’ αὐτό. Ἡ κατάντια τοῦ παπικοῦ μοναχισμοῦ ἂς μᾶς προβληματίσει...
            Ἐμεῖς ὡς ἁγιορεῖτες μοναχοὶ διαχωρίζουμε, πλέον, τὴ θέση μας ἔναντι τῆς ἕως τῆς σήμερον ἀκολουθουμένης πορείας. Δὲ συμφωνοῦμε οὔτε συνευδοκοῦμε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε τὴν συμπόρευση μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀποστασία ἐκ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν μποροῦμε νὰ συνεχίσουμε νὰ στραγγαλίζουμε τὴν ὀρθόδοξο συνείδησίν μας καὶ νὰ παριστάνουμε ὅτι δὲν καταλαβαίνουμε μὰ οὔτε καὶ νὰ δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὰ ἀδικαιολόγητα, καλύπτοντας τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ Πατριάρχου. Ἤρθαμε ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, κάποιοι ἀπὸ παιδιὰ ἀκόμη, στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀφήσαμε πίσω γονεῖς, οἰκείους, σπουδές, ἐργασίες, μήπως γιὰ νὰ καταντήσουμε αἱρετικοὶ καὶ νὰ μᾶς σέρνει πίσω του ὁ κάθε ἀσεβὴς Πατριάρχης καὶ ἐπίσκοπος; Μὴ γένοιτο! Εὐχόμεθα ὁλοκαρδίως τὴν ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως, τῆς θεσμικῆς Ἀρχῆς τοῦ Ἀγίου Ὄρους, τὴν ἀπόκτηση τῆς χάριτος τῆς ὁμολογίας, τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα, εἰδικὰ ἐν καιρῷ κηρυσσομένης αἱρέσεως.
            Κατόπιν, ὅλων τῶν ἀνωτέρῳ, πιστεύουμε ὅτι ἀνεδείχθη ἡ ἄκρα σοβαρότης τοῦ θέματος τῆς ἐν Κρήτῃ συνόδου καὶ τῶν σωτηριολογικοῦ χαρακτῆρος ἐπιπτώσεων ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς πιστούς. Οὐδεὶς ἁγιορείτης δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶ τά φοβερὰ λόγια τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ποὺ εἶπε στὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸ Ζωγραφίτη: “ ἔρχονται οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ μου. Ὅμοιοι πρὸς τοὺς τότε ἑνωτικοὺς λατινόφρονες εἶναι οἱ, ὄντως πολὺ χειρότεροι ἐκείνων, σημερινοὶ οἰκουμενιστές. Ἐμεῖς ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ἁγιορεῖτες μοναχοί, ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Πρῶτο καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ἐπὶ Βέκκου, ἐφαρμόζουμε, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, τὸν ιεʹ Ἱερὸν Κανόνα τῆς Α´-Β´ ἐπονομαζομένης συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου ἐν ἔτει (861) καὶ χάριτι θείᾳ προχωροῦμε εἰς τὴν ἐπιβεβλημένην διακοπὴν τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Λυπούμεθα, διότι ἡ ὄντως ὀδυνηρὴ καὶ στενάχωρη αὕτη ἀπόφαση ὀφείλεται, καθ᾿ ὁλοκληρίαν, στὴ συνολικὴ αἱρετικὴ πορεία τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ἐπιστέγασμα τῆς ὁποίας εἶναι οἱ αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
            Τηροῦμε ὡς Ἁγιορεῖτες πιστὰ τὰ τῶν θεοφόρων Πατέρων:
            “Οἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν, μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδ᾿ ἀδελφοὺς καλεῖν” (ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία ἐν Φλωρεντία, Τὰ εὑρισκόμενα ἅπαντα τ. Α´, σελ. 422)
            ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος͵ οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας͵ κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν͵ χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον͵ ἢ μετ΄ αὐτῶν ἐμβληθῆναι͵ ὡς μετά Ἄννα καὶ Καϊάφα͵ εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.” (Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1257)
              Τέλος, διευκρινίζουμε πρὸς πάντας, ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀγώνας τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνουμε γίνεται πρωτίστως γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς φύσεως, ἐμμένοντες πιστοὶ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως, καὶ ἕνεκα τούτου, ἐντὸς τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν προβαίνουμε εἰς σύστασιν ἑτέρας “ἐκκλησίας”, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, οὔτε προσχωροῦμε σὲ κάποια παλαιοημερολογητικὴ ἐπισκοπικὴ παράταξη. Μένοντας πιστοὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, παραμένουμε ἁπλὰ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ καὶ ὁμολογοῦμε τὴ διαχρονικὴ ἁγιοπατερικὴ σωτήριο ἀλήθεια ποὺ παραλάβαμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καταδικάζουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὴν Παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ, Διαθρησκειακοῦ, Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ΑκΜΣ. Ὅ,τι ἄλλο κυκλοφορήσει εἰς βάρος μας, θὰ ἀποτελεῖ κατάπτυστη συκοφαντία.
            Ἀγωνιζόμαστε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν αἰσιοδοξία ὅτι πράττοντας καθηκόντως τὸ ἀνθρωπίνως δυνατόν, θὰ ἀξιωθοῦμε τοῦ ἐλέους τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ καὶ ὅτι μὲ τὴ σκέπη τῆς Κυρίας Θεοτόκου, ἐφόρου τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τόπου, θὰ ἔρθουν καλύτερες ἡμέρες γιὰ τὴν φιλτάτη μας ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ καὶ τὴν πατρίδα μας τὴν ΕΛΛΑΔΑ.
Μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
   Υ.Γ.
Εντός ημερών θα δημοσιευθούν οι υπογραφές καθ’ ότι η συλλογή συνεχίζεται.



[1] Ἀντιφώνηση πρὸς τὸν πρόεδρο τοῦ Ἰρὰν Mohamend Khatami στὶς 13/1/2002. “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 606, σελ. 2. Ἐφημ. "Ὀρθόδοξος Τύπος", 15/3/2002, "Ἐπίσκεψις", ἀρ. 563, σελ. 21.
[2] www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3117&Itemid=2, Ἐκκλ. Πρακτορεῖο Εἰδήσεων www.amen.gr 20/1/2013.
[3] Ἐφημ. “ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ”, 21/9/2003.
[4] Νέα Ὑόρκη, 28η Ὀκτ. 2009. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης παραλαμβάνει τὸ βραβεῖο "Μακκαβαίων" μὲ τὸ ὁποῖο τὸν “τίμησε” ἡ Ἑβραϊκὴ Συναγωγὴ τῆς πόλης.
[5] Λόγος Κατά Ιουδαίων, 2,4,6
[6] Ὁμιλία στὸ Μπαχρέϊν, στὶς 25/9/2000, “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 588, σελ. 16 καθὼς καὶ μήνυμα ποὺ ἔστειλε στοὺς Μουσουλμάνους ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ Ραμαζανίου. Ρεπορτὰζ τοῦ Νίκου Παπαδημητρίου στὸ σταθμὸ “Flash” στὶς 16/12/2001.
[7] Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσ/κη 1970, σελ. 15.
[8] “Ἐπίσκεψις”, ἀρ. 423, 15/7/1989, σσ. 6-7.
[9] Πορίσματα Διορθόδοξου Συνεδρίου γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό, Θεσσαλονίκη 2004, περ. “Θεοδρομία”, τ. 4ο.
[10] http://entoytwnika.blogspot.com/2011/03/blog-post_28.html#ixzz1cja7kdc6
[11] Στεφανίδου Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, σελ. 711.
[12] “Ἐπίσκεψις” ἀρ. 640, 31/10/2004: “Κοινὸν ᾿Ανακοινωθὲν τῆς 13ης συναντήσεως μεταξὺ Θεολόγων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως καὶ τῆς Εὐαγγελικῆς ᾿Εκκλησίας ἐν Γερμανίᾳ”.
[13] “Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐπὶ εὐκαιρίᾳ τῆς 60ης ἐπετείου ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.”, “Θεοδρομία” 1 (Ἰαν.–Μάρτιος 2008), σελ. 145.
[14] www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=816