«Πρώτα εκείνοι στους οποίους αναπαύεται ο Θεός, ο μόνος άγιος ‘’εν αγίοις αναπαυόμενος’’ (Ης. 57,15), όπως είναι η αγία Θεοτόκος και όλοι οι άγιοι. Αυτοί είναι εκείνοι που κατά το δυνατόν έγιναν όμοιοι με το Θεό και από τη δική τους προαίρεση και από τη θεία ενοίκηση και βοήθεια, οι οποίοι λέγονται και θεοί, αληθινά, όχι κατά φύση,
αλλά κατά θέση, όπως και το πυρακτωμένο σίδερο λέγεται φωτιά, όχι ως
προς τη φύση του, αλλά ως προς τη θέση και τη μέθεξη της φωτιάς· γιατί
λέει ‘’άγιοι έσεσθε, ότι Εγώ άγιος ειμί’’(Δευτερονόμιο 19,2). Αυτό είναι το πρώτο, δηλαδή η προαίρεση.Έπειτα,
στον καθένα που θέλει το αγαθό, ο Θεός βοηθάει για το αγαθό, έπειτα
‘’ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω’’ (Β’ Κορ. 6,16), και ‘’ναοί εσμέν
Θεού και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν ημίν’’ (Α’ Κορ. 3,16), και
‘’έδωκεν αυτοίς εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά
και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν’’ (Ματθ. 10,1), και ‘’ζω
Εγώ, λέγει Κύριος, αλλ’ η τους δοξάζοντάς με δοξάσω’’ (Ά Βας. 2,30), και
‘’είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν’’ (Ρωμ. 8,17), και ‘’ο Θεός
έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί’’ (Ψαλμός 81,1). Όπως
λοιπόν είναι αληθινά θεοί, όχι κατά φύση, αλλά ως μέτοχοι του κατά φύση
Θεού, έτσι είναι και προσκυνητοί, όχι κατά φύση, αλλ΄ επειδή έχουν μέσα τους τον κατά φύση προσκυνητό,
όπως το πυρακτωμένο σίδερο δεν είναι από τη φύση του απρόσιτο στην αφή
και καυστικό, αλλ΄ επειδή μετέχει στο κατά φύση καυστικό. Προσκυνούνται
λοιπόν ως δοξασμένοι από τον Θεό, επειδή αποδείχτηκαν φοβεροί στους
αντίθετους και ευεργέτες σε εκείνους που τους πλησιάζουν με πίστη, όχι
βέβαια ως κατά φύση θεούς και ευεργέτες, αλλά ως υπηρέτες και λειτουργούς του Θεού και
ως προικισμένους με θάρρος εξαιτίας της αγάπης τους προς αυτόν. Τους
προσκυνούμε λοιπόν, επειδή λατρεύεται ο βασιλιάς βλέποντας να
προσκυνείται αγαπημένος του υπηρέτης, όχι ως βασιλιάς, αλλά ως υπάκουος
λειτουργός και αγαπημένος φίλος. Και ικανοποιούνται τα αιτήματα όσων
πλησιάζουν με πίστη, είτε διότι ο υπηρέτης το ζητά από το βασιλιά, είτε
διότι ο βασιλιάς δέχεται την τιμή και την πίστη εκείνου που ζητάει από
τον υπηρέτη του· αφού τελικά από αυτόν το ζήτησε. Έτσι όσοι προσήρχοντο
μέσω των αποστόλων θεραπεύονταν. Έτσι η σκιά και τα σουδάρια και τα
σιμικίνθια των αποστόλων παρήχαν ιάσεις (Πράξεις Αποστόλων 5:15, 19:12).
Εκείνοι όμως που θέλουν με τρόπο αντάρτη και αποστάτη να προσκυνούνται
ως θεοί, αυτοί είναι απροσκύνητοι και άξιοι της αιώνιας φωτιάς. Και όσοι
περιφρονητικά, με υπερήφανο φρόνημα, δεν προσκυνούν τους υπηρέτες του
Θεού, ως αλαζόνες και υπερήφανοι, καταδικάζονται, σαν να ασεβούν στο
Θεό. Και αυτό το βεβαιώνουν τα παιδιά που ξεφώνιζαν περιφρονητικά τον
Ελισσαίο και έγιναν τροφή στις αρκούδες [1].
Δεύτερος τρόπος είναι εκείνος με
τον οποίο προσκυνούμε τα κτίσματα, μέσω των οποίων και στα οποία ο Θεός
πραγματοποίησε τη σωτηρία μας, είτε πριν από την παρουσία του Κυρίου,
είτε μετά την ένσαρκη οικονομία του, όπως είναι το όρος Σινά και η
Ναζαρέτ, η φάτνη στη Βηθλεέμ και το σπήλαιο, ο άγιος Γολγοθάς, το ξύλο
του σταυρού, τα καρφιά, ο σπόγγος, το καλάμι, η ιερή και σωτήρια λόγχη, η
εσθήτα, ο χιτώνας, τα σεντόνια, τα σπάργανα, ο άγιος τάφος, η πηγή της
αναστάσεώς μας, ο λίθος του μνήματος, το άγιο όρος Σιών, το όρος επίσης
των Ελαιών, η προβατική κολυμβήθρα και ο πανάγιος ναός της Γεσθημανής.
Αυτά και τα παρόμοια τα σέβομαι και τα προσκυνώ και κάθε άγιο ναό του
Θεού και κάθε τι στο οποίο αναφέρεται το όνομα του Θεού, όχι εξ αιτίας της φύσεώς τους, αλλά επειδή είναι δοχεία θείας ενέργειας και
μέσω αυτών και μέσα σε αυτά ευδόκησε ο Θεός να πραγματοποιήσει τη
σωτηρία μας. Και αγγέλους και ανθρώπους και κάθε ύλη που είναι μέτοχη
της θείας ενέργειας και διακόνησε τη σωτηρία μου, τη σέβομαι και την
προσκυνώ εξ αιτίας της θείας ενέργειας. Δεν προσκυνώ τους Ιουδαίους,
γιατί δεν είναι μέτοχοι της θείας ενέργειας, ούτε σταύρωσαν τον Κύριο
της δόξας, το Θεό μου, με σκοπό την σωτηρία μου, αλλά μάλλον κινήθηκαν
από φθόνο και μίσος προς τον Θεό και ευεργέτη. ‘’Κύριε, ηγάπησα
ευπρέπειαν οίκου σου’’, λέει ο Δαβίδ, ‘’και τόπον σκηνώματος δόξης
σου’’, (Ψαλμός 25,8) και ‘’προσκυνήσατε εις τον τόπον, ου έστησαν οι πόδες αυτού’’ (Ψαλμός 131,7), και ‘’προσκυνείτε εις όρος άγιον αυτού’’ (Ψαλμός 98,9). Άγιο και έμψυχο όρος του Θεού είναι η αγία Θεοτόκος, όρη του Θεού λογικά είναι οι απόστολοι· ‘’Τα όρη εσκίρητασαν ωσεί κριοί, και οι βουνοί ως αρνία προβάτων’’ (Ψαλμός 113,4).
Τρίτος είναι ο τρόπος με τον οποίο
προσκυνούμε όσα είναι αφιερωμένα στον Θεό, εννοώ τα ιερά Ευαγγέλια και
τα άλλα βιβλία, γιατί γράφτηκαν για να νουθετήσουν εμάς που ζούμε στα
έσχατα χρόνια. Επίσης είναι φανερό ότι οι δίσκοι και τα ποτήρια, τα
θυμιάματα, οι λυχνίες και οι τράπεζες, όλα αυτά είναι σεβάσμια· γιατί
πρόσεχε, όταν ο Βαλτάσαρ διέταξε να υπηρετηθεί ο λαός με τα ιερά σκεύη,
πως ο Θεός κατάργησε τη βασιλεία του.
Τέταρτος είναι ο τρόπος με τον
οποίο προσκυνούνται οι εικόνες που φανερώθηκαν στους προφήτες (γιατί
είδαν το Θεό με εικονική όραση) και οι εικόνες που αναφέρονται σε εκείνα
που επρόκειτο να συμβούν, όπως είναι η ράβδος του Ααρών, που εικονίζει
το μυστήριο της Παρθένου, και η στάμνα και η τράπεζα· αλλά και ο Ιακώβ
προσκύνησε στο άκρο της ράβδου και ήταν τύπος του Σωτήρα. Επίσης οι
εικόνες που αποτελούν ανάμνηση γεγονότων, διότι η ίδια η σκηνή ήταν
παγκόσμια εικόνα (λέει στο Μωυσή, ‘’όρα τον τύπον τον δειχθέντα σοι εν
τω όρει’’), και τα χρυσά χερουβίμ, έργο χυτό, και τα χερουβίμ του
παραπετάσματος, έργο υφαντό. Έτσι προσκυνούμε τον τίμιο τύπο του
σταυρού, το ομοίωμα της σωματικής μορφής του Θεού μου και εκείνης που
τον γέννησε κατά σάρκα, και των υπηρετών του».
(Ι. Δαμασκηνός, ΕΠΕ 3, σελ. 247- 255).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου