Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Ποια είναι η μεταφυσική θεώρησις της Θεολογίας

Ποια είναι η μεταφυσική θεώρησις της Θεολογίας





33. Ποια είναι η μεταφυσική θεώρησις της Θεολογίας


Έχομε ήδη αναφέρει ότι μεταξύ Θεού και κτισμάτων ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Και, εφ’ όσον ουδεμία ομοιότης υπάρχη, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουδεμία αναλογία μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Τώρα η μεταφυσική θεώρησις68  της θεολογίας ποια είναι; Για να υπάρχη μεταφυσική ή οντολογία στην Θεολογία, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχη κάποια αναλογία μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Στην φιλοσοφική και θεολογική παράδοσι της Δύσεως υπάρχουν δύο αναλογίες, δηλαδή δύο διαφορετικές συσχετίσεις. Στην Ορθόδοξη Θεολογία αντιθέτως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Γιατί; Απλούστατα, διότι οι Πατέρες τονίζουν ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου ή μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει καμμία αναλογία μεταξύ τους, δηλαδή συσχέτισις ή σύγκρισις• που σημαίνει ότι δεν μπορούμε μέσω των κτισμάτων να γνωρίσωμε το άκτιστο, δηλαδή τον Θεόν, Αυτόν ή την ενέργειά Του.
Στην Δυτική παράδοσι η αναλογία, που έχουν δεχθή οι Δυτικοί ότι υπάρχει, έχει δύο μορφές: Είναι η αναλογία του όντος (analogia entis) και η αναλογία της πίστεως (analogia fidei).

Η αναλογία του όντος υποστηρίχθηκε από όσους ακολούθησαν τον Αυγουστίνο. Στον Αυγουστίνο όμως υπάρχουν και οι δύο αναλογίες και γίνεται σ’ αυτόν μία σύγχυσις μεταξύ της φιλοσοφικής μεθόδου ερεύνης των δογμάτων της Εκκλησίας και της αγιογραφικής ερεύνης. Χρησιμοποιεί δηλαδή στην έρευνα του εκτός από την Αγία Γραφή, και την λογική μέθοδο και τον
φιλοσοφικό στοχασμό.
Για την ιστορική εξέλιξι της Δυτικής θεολογίας έχει επίσης μεγάλη σημασία η συμβολή του Γουλιέλμου Όκκαμ (Ockham),
ο οποίος είναι ο πατέρας του Νομιναλισμού και ο οποίος έκανε μία γενική επίθεσι εναντίον της αναλογίας του όντος. Οι

νομιναλισταί απορρίπτουν κάθε είδος διακρίσεως μεταξύ θείας ουσίας και θείων ιδιοτήτων μεταξύ δηλαδή θείας ουσίας   και ενεργείας και ισχυρίζονται ότι η διάκρισις είναι μόνο κατ’ όνομα (εξ ου και νομιναλισταί).
Εξ αιτίας του Γουλιέλμου Όκκαμ δημιουργήθηκε μία παράδοσις, που δεν εδέχετο την αναλογία του όντος,  μεταξύ κτιστού και ακτίστου.  Έλεγε δηλαδή ότι από την φιλοσοφία δεν μπορούμε να ανιχνεύσωμε κάποια γνώσι περί Θεού. Αυτός έκανε μία γενική  επίθεσι  εναντίον  των  αρχετύπων  του  Πλάτωνος,  εναντίον  δηλαδή  των  καθ’  όλου  (Universalia)  της  Πλατωνικής
παραδόσεως με πολύ γερά φιλοσοφικά επιχειρήματα, και σχεδόν κατήργησε τους προηγούμενους Πλατωνικούς της Δυτικής
παραδόσεως, προκαλώντας έτσι μία μεγάλη κρίσι στην Δυτική Θεολογία.
Αυτό για την Ορθόδοξη παράδοσι έχει πολύ μεγάλη σημασία, εφ’ όσον η διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών επίσημα καταδικάσθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας»  που διαβάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας υπάρχει η επίσημος καταδίκη αυτής της διδασκαλίας του Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών και αναθεματίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία επίσημα πλέον, όσοι παραδέχονται αυτήν την διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνος. Και τούτο διότι η Πλατωνική αντίληψις περί Θεού είναι καθαρά ανθρωπομορφική.
Η περί των αρχετύπων ειδών στον νουν του Θεού διδασκαλία αυτή καταργεί ουσιαστικά την Θεία ελευθερία και αποτελεί την όλη γνωσιολογική βάσι της λεγομένης Σχολαστικής θεολογίας και φιλοσοφικής παραδόσεως, δηλαδή της θεολογίας των Παπικών, κατά την οποία πιστεύουν ότι υπάρχει μία αναλογία του όντος και μία αναλογία της πίστεως μεταξύ των κτιστών ουσιών και των ακτίστων αρχετύπων ειδών ή ιδεών ή λόγων, που υποτίθεται ότι υπάρχουν μέσα στον νουν του Θεού. Έτσι κατ’ αυτούς μπορεί κανείς να εξιχνιάση τα περί της Θεία ουσίας, εάν διεισδύση εις την ουσίαν και εις την καθ’ όλου έννοιαν των όντων μέσω της ανθρωπίνης λογικής.
Αυτή όμως η διδασκαλία, όπως είπαμε, καταδικάσθηκε από την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία κατά την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπον καθιερώνεται και κατοχυρώνεται η Πατερική άποψις ότι μεταξύ κτιστών και ακτίστου, δηλαδή μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει.
Την ως άνω Πλατωνική αντίληψι περί Θεού ακολούθησε ο Αυγουστίνος και ολόκληρη η Δυτική παράδοσις. Ο Γουλιέλμος Όκκαμ δεν κατήργησε όμως την αναλογία της πίστεως, η οποία γι’ αυτόν είναι η Αγία Γραφή. Γι’ αυτόν δηλαδή στην Αγία Γραφή περιγράφονται τα του Θεού όπως είναι στην πραγματικότητα. Και μόνο μέσω της Αγίας Γραφής, λέγει, μπορεί  κανείς να γνωρίση τον Θεόν.
Κατά την αναλογία της πίστεως υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Όχι όμως από την φιλοσοφική σκέψι (που είναι η αναλογία του όντος), αλλά από την αποκάλυψι του Θεού στους ανθρώπους, που είναι κατατεθειμένη μέσα στην Αγία Γραφή.
Δηλαδή λέγει η αναλογία της πίστεως ότι ο Θεός αποκαλύπτει στον άνθρωπο τα περί του εαυτού Του μέσα στην Αγία
Γραφή και ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση τα περί Θεού σωστά από την φιλοσοφία. Εδώ βέβαια κάνει ο Όκκαμ μία επίθεση εναντίον της φιλοσοφικής μεθόδου του Αυγουστίνου, όχι όμως και εναντίον της θεολογικής μεθόδου, που βασίζεται στην Αγία Γραφή, δηλαδή της αναλογίας της πίστεως.
Αυτήν την αναλογία της πίστεως ακολουθεί και ο Λούθηρος, ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού. Ο Λούθηρος βέβαια είχε διδάξει σωστά ότι υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστις είναι η εγκεφαλική πίστις, της λογικής αποδοχής. Κατ’ αυτήν ο άνθρωπος αποδέχεται κάτι με την λογική του και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η πίστις που δικαιώνει τον άνθρωπο. Όταν λέγη η Αγία Γραφή ότι ο άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται, δεν εννοεί απλώς την πίστι της λογικής αποδοχής αλλά την ενδιάθετη πίστη.
Ο Λούθηρος παρετήρησε ότι στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι πράγματι υπάρχει μία άλλη πίστις, που είναι δώρο Θεού και ότι αυτή η πίστις ενεργείται στον χώρο της καρδιάς. Έφθασε όμως μέχρι αυτού του σημείου και δεν προχώρησε παραπέρα. Δεν ολοκλήρωσε δηλαδή το θέμα αυτό εμβαθύνοντας στην Πατερική αντίληψι περί της ενδιαθέτου πίστεως.
Στην Ορθόδοξη παράδοσι ούτε η αναλογία της πίστεως υπάρχει. Διότι μεταξύ της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της αληθείας περί Θεού δεν υπάρχει αναλογία πίστεως. Γατί; Διότι μεταξύ Θεού και κτισμάτων δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης. Γι’ αυτόν τον λόγο τα νοήματα της Αγίας Γραφής περί Θεού  είναι καταργήσιμα νοήματα. Καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως. Πριν είναι απλώς βοηθητικά, απαραίτητα, σωστά και ορθά ως καθοδηγητικά μόνο προς τον Θεόν.
Η Αγία Γραφή είναι οδηγός προς τον Θεόν, αλλά δεν έχει η περιγραφή του Θεού στην Αγία Γραφή καμμία ομοιότητα με τον Θεόν. Μιλά για τον Θεόν, μιλά για την Αλήθεια, αλλά δεν είναι  η Αλήθεια. Είναι οδηγός προς την Αλήθειαν και την Οδόν, που είναι ο Χριστός. Διότι οι λέξεις στην Αγία Γραφή είναι απλώς σύμβολα, τα οποία περιέχουν ωρισμένα νοήματα. Αυτά τα νοήματα είναι όλα ανθρώπινα και οδηγούν προς τον Θεόν, προς τον Χριστόν και τίποτε άλλο.
Οπότε διαβάζοντας απλώς κανείς την Αγία Γραφή δεν μπορεί να θεολογή σωστά μόνο βάσει της Αγίας Γραφής. Αν αυτό το κάνη, δεν μπορεί παρά να γίνη αιρετικός. Διότι σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής μπορεί να γίνη μόνον, όταν η μελέτη ή η ανάγνωσις της Αγίας Γραφής συνοδεύεται από την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως. Χωρίς φωτισμό ή θέωσι δεν μπορεί η
Αγία Γραφή να ερμηνευθή σωστά.
Όπως διαβάζοντας απλώς κάποιος βιβλία χειρουργικής δεν μπορεί να γίνη χειρούργος, αν δεν παρακολουθήση μαθήματα στην Ιατρική Σχολή και δεν εξασκηθή στην χειρουργική κοντά σε έμπειρο καθηγητή, έτσι και σε οποιαδήποτε άλλη θετική επιστήμη πρέπει κανείς να εξασκηθή, για να μπορή από την άσκηση και την εμπειρία να προχωρήση στην επαλήθευσι και διαπίστωσι της θεωρίας. Δηλαδή η θεωρία διαπιστώνεται, αν είναι αληθινή, από την εμπειρική πράξι, από την εμπειρική γνώσι.
Κατά τον ίδιο τρόπο ένας ο οποίος δεν προσεγγίζει την Αγία Γραφή μέσω εμπειρογνωμόνων, δηλαδή μέσω ανθρώπων που έχουν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες ή τους Αποστόλους, που είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν μπορεί να βεβαιωθή για την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Η βάσις, το θεμέλιο της εμπειρίας αυτής είναι ο φωτισμός και η θέωσις, δηλαδή ο δοξασμός.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου