Διάκρισις ουσίας και ενεργείας
65. Διάκρισις ουσίας και ενεργείας
Ποια τώρα είναι η διαφορά μεταξύ της φιλοσοφικής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας, και της Πατερικής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας;
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η αρχαία Εκκλησία ήταν η φιλοσοφία του Αριστοτέλους και ειδικότερα η διδασκαλία του Αριστοτέλους περί εντελεχείας. Αυτή λέγει ότι σε κάθε μεταβλητό υπάρχει το δυνάμει και το ενεργεία. Ο σπόρος π.χ. είναι δυνάμει δένδρο. Οπότε ο σπόρος δεν είναι τέλειος, αλλά ατελής. Ο σπόρος γίνεται τέλειος, όταν φυτεύεται, ποτίζεται, αυξάνει και αναπτύσσεται σε δένδρο. Η τελειοποίησις του σπόρου είναι η δενδροποίησίς του.
Σε όλα τα μεταβλητά υπάρχει κατά τον Αριστοτέλη αυτή η εντελέχεια, οπότε τελειοποιείται το μεταβλητό μεταβαίνοντας από το δυνάμει στο ενεργεία. Και αυτό ο Αριστοτέλης το παρετήρησε σε όλα τα μεταβλητά. Ξεχώρισε τα αμετάβλητα από τα μεταβλητά, ξεχώρισε δηλαδή τα μετά τα φυσικά, στα οποία δεν υπάρχει αυτή η αλλαγή από το δυνάμει στο ενεργεία, τα οποία γι’ αυτό είναι και αμετάβλητα. Είναι δε αμετάβλητα, διότι είναι τέλεια κατά την φύσι τους. Και γιατί είναι τέλεια κατά την φύσι τους; Διότι δεν είναι φυσικά, δεν αλλάζουν.
Για τον Αριστοτέλη μεταξύ των μετα-φυσικών είναι και τα άστρα, τα οποία είναι ορατά και τα οποία τότε για εκείνους ήταν και αμετάβλητα, επειδή πίστευαν ότι αμεταβλήτως κινούνται. Αυτή η Αριστοτελική φιλοσοφία δημιούργησε ωρισμένα σοβαρά προβλήματα στους Χριστιανούς, διότι έλεγαν οι φιλόσοφοι ότι ο Θεός των Χριστιανών δεν είναι Θεός, επειδή είναι μεταβλητός. Εφ’ όσον δηλαδή έλεγαν οι Χριστιανοί ότι κάποτε δεν υπήρχε ο κόσμος, αυτό για τους φιλοσόφους σήμαινε ότι τότε ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός του κόσμου, έγινε δε μετά την Δημιουργία ενεργεία δημιουργός του κόσμου. Δηλαδή ο Θεός των Χριστιανών ήταν ατελής, διότι για να γίνη τέλειος δημιουργεί τον κόσμο, επειδή χρειάζεται τον κόσμο για να τελειοποιηθή.
Ο Θεός τους δηλαδή, έλεγαν οι Αριστοτελικοί, δεν μπορεί να υπάρχη χωρίς τον κόσμο. Και όταν έλεγαν οι Χριστιανοί ότι ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, εκείνοι το ερμήνευαν κατά το πνεύμα του Πλάτωνος, ότι δηλαδή ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο. Όμως ο έρωτας για τους Πλατωνικούς είναι μία αδυναμία. Διότι κατ’ αυτούς κάποιος έχει έρωτα για κάτι, επειδή το έχει ανάγκη. Λένε δηλαδή ότι εάν δεν έχης ανάγκη από κάτι, δεν έχεις έρωτα γι’ αυτό. Λοιπόν ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο, γι’ αυτό και ο Θεός έχει έρωτα για τον κόσμο.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκε η ανάγκη εκ μέρους ωρισμένων Χριστιανών να απαντούν στα επιχειρήματα αυτά των Αριστοτελικών και κατέφυγαν στην διάκρισι που έκαναν οι Πατέρες μεταξύ ουσίας και ενεργείας. Έλεγαν δηλαδή στους Αριστοτελικούς ότι ο Θεός δεν είναι κατά την ουσία Του ούτε δυνάμει ούτε ενεργεία Δημιουργός. Ο Θεός κατά την ουσία Του είναι αμετάβλητος. Όμως, επειδή ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος, δεν ταυτίζεται η βούλησις του Θεού με τη ουσία του Θεού, διότι, αν ταυτιζόταν η βούλησις του Θεού με την ουσία του Θεού, τότε ο Θεός δεν θα ήταν ελεύθερος. Επειδή όμως ο Θεός είναι ελεύθερος, δεν ταυτίζονται η ουσία και η ενέργεια στον Θεό, και γι’ αυτό ο Θεός πράττει τα πάντα κατά βούλησιν, ποτέ όμως κατ’ ουσίαν. Διότι, εάν τα έπραττε κατ’ ουσίαν, τότε ο Θεός θα ήταν υποδουλωμένος σε κάποια ανάγκη. Οπότε, εάν ο Θεός ήταν δυνάμει δημιουργός κατ’ ουσίαν και μετά γινόταν ενεργεία δημιουργός κατ’ ουσίαν, θα είχαν βέβαια δίκιο οι Αριστοτελικοί να λένε ότι ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο.
Έτσι αντιπαρέθεσαν οι Χριστιανοί με μεγάλη επιτυχία αυτήν την επιχειρηματολογία στον αντίλογό τους προς τους Αριστοτελικούς. Βάσει λοιπόν αυτής της επιχειρηματολογίας απαντούσαν ότι, εφ’ όσον ο Θεός δεν ποιή τίποτε κατ’ ουσίαν, αλλά όλα κατά βούλησιν, άρα ο Θεός είναι ελεύθερος. Οπότε ο Θεός θα μπορούσε να μην είχε δημιουργήσει τον κόσμο, διότι ο κόσμος δεν προσθέτει τίποτε στον Θεό. Ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν αυτός που είναι και κάνει αυτό που κάνει όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν, δηλαδή κατ’ απόλυτον ελευθερίαν, χωρίς να εξαναγκάζεται από τίποτε.
Πήραν λοιπόν ωρισμένοι Χριστιανοί από τους Πατέρες την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό και την εφιλοσοφοποίησαν κατά τον ανωτέρω τρόπο. Και λέμε εφιλοσοφοποίησαν, διότι όλα αυτά που είπαμε έχουν να κάνουν με την φιλοσοφική διάκρισι ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Είναι όμως αξιοσημείωτο το φαινόμενο, ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργεία έχει γίνει το θεμέλιο και η πηγή των αιρέσεων.
Η Πατερική όμως διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας δεν έχει καμμία σχέσι με φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά προέρχεται από την εμπειρία τη θεώσεως. Φαίνεται ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είχαν εντυπωσιασθή τόσο πολύ από τα επιχειρήματα εναντίον των Αριστοτελικών, τα οποία προέβαλε η παράταξις των αιρετικών (Παύλος Σαμοσατεύς κλπ.), διότι η ιδική τους αντιμετώπισις στο δόγμα περί της δημιουργίας του κόσμου δεν ήταν φιλοσοφική. Και τούτο, διότι ήξεραν την διάκρισι μεταξύ κτιστού και ακτίστου από την εμπειρία της θεώσεως και ήξεραν ότι η Αγία Γραφή δεν κάνει φιλοσοφία, όταν ομιλή περί της δημιουργίας του κόσμου. Φαίνεται όμως ότι αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε αιτία να γίνουν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες.
Έτσι η δύναμις αυτής της διακρίσεως ήταν μεγάλη, και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Διότι και εγώ χρησιμοποιούσα αυτήν την διάκρισι για χρόνια. Το Προπατορικό Αμάρτημα στην πρώτη του έκδοση ήταν βασισμένο σ’ αυτήν την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, από την αρχή μέχρι του τέλους του, αλλά στην νέα έκδοσι 125 θα τακτοποιηθή το βιβλίο ως προς το σημείο αυτό. Αλλά και πολλούς ετεροδόξους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν την εμπειρική διάκριση
μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, έπεισα για την ανάγκη να γίνεται αυτή η διάκρισις χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βέβαια, ναι μεν τους έπεισα, αλλά τους έπεισα στραβά επάνω στο θέμα αυτό. Διότι μετά ανεκάλυψα ότι οι Πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αλλά κάνουν εμπειρική διάκριση. Δηλαδή Βιβλική διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως και όχι στην φιλοσοφία.
Ο Ωριγένης σ’ αυτά τα θέματα είναι πολύ Ορθόδοξος. Είναι αιρετικός σε άλλα θέματα, διότι δέχθηκε την προΰπαρξι της ψυχής του Χριστού, την αποκατάστασι των πάντων στην αιρετική μορφή αυτής της διδασκαλίας, την προΰπαρξι των ψυχών των ανθρώπων κλπ. Είχε ο Ωριγένης κάτι τέτοιες δεισιδαιμονικές ιδέες. Αλλά δεν είναι ο πατέρας του Αρειανισμού. Ο πατέρας του Αρειανισμού είναι καθαρά ο Παύλος ο Σαμοσατεύς.
Η πηγή του κακού ήταν πρώτα οι δυναμικοί Μοναρχιανοί (Παύλος ο Σαμοσατεύς κλπ.) και μετά οι τροπικοί Μοναρχιανοί. Από τους δυναμικούς Μοναρχιανούς ξεφυτρώνουν από το ένα μέρος οι Αρειανοί (Άρειος, Συλλουκιανισταί κλπ.), των οποίων η εμφάνισις οφείλεται στον Λουκιανό και από το άλλο μέρος όσοι έγιναν αιρετικοί στα Χριστολογικά θέματα
(Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), δηλαδή οι Νεστοριανοί. Τα φιλοσοφικά θεμέλια του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια ακριβώς. Και τα δύο βασίζονται στην φιλοσοφοποίησι της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
Πριν λίγα χρόνια επικρατούσε η άποψις ότι αρχικά μόνον οι Καππαδόκες Πατέρες έκαναν περιωρισμένα διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, βασισμένη στην εμπειρία τους της θεώσεως και ότι αργότερα μόνον ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε την ξεκάθαρη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Όμως και ο Άρειος κάνει διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οπότε αποκαλύφθηκε ότι εκτός από την Πατερική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως, υπάρχει και η αιρετική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που είναι όμως φιλοσοφική και την περιγράψαμε παραπάνω.
Εδώ έχομε ένα κλασσικό παράδειγμα, του ότι μπορεί κάποιος να πάρη μία διδασκαλία της Εκκλησίας, που βασίζεται επάνω στην εμπειρία της θεώσεως, και να κάνη φιλοσοφία επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία και να βρεθή στο τέλος ζημιωμένος και να γίνη πηγή πολλών αιρέσεων. Έτσι και αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε η βάσις
της αιρέσεως του Παύλου Σαμοσατέως και του Λουκιανού, που είναι ένας από τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέως, των εγγονών του, που ήταν οι Αρειανοί και των δισεγγονών του, που ήταν οι Νεστοριανοί. Οπότε έχομε το αξιοσημείωτο φαινόμενο οι τρεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι να ασχολούνται με τις ίδιες φιλοσοφικές διακρίσεις, που ξεφυτρώνουν και στα ανωτέρω τρία είδη των αιρέσεων.
Στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν που διαμορφώθηκε αυτή η φιλοσοφική γραμμή, που βασίσθηκε επάνω στην διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που έκαναν οι παλαιοί Εβραίοι, αλλά και οι αρχαίοι Χριστιανοί. Βάσει αυτής της φιλοσοφικής διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού αντιμετωπίσθηκαν οι Αριστοτελικοί και οι Πλατωνικοί από τους Χριστιανούς της αρχαίας Εκκλησίας και φαίνεται ότι κατατροπώθηκαν με αυτά τα επιχειρήματα.
Λεπτομέρειες αυτών των επιχειρημάτων βρίσκει κανείς σε συγγράμματα, τα οποία αποδίδονται στον Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα, έχει όμως αποδειχθή ότι δεν είναι δικά του. Τέτοια επιχειρήματα βρίσκει επίσης κανείς στο «Κατά Κέλσου» του Ωριγένους, ο οποίος απήντησε σε έναν φιλοσοφούντα ειδωλολάτρη, ο οποίος κορόϊδευε τις Χριστιανικές διδασκαλίες. Ένα από τα σημεία που ενέπαιζε ο ειδωλολάτρης ήταν η Χριστιανική διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου.
Βέβαια σήμερα αυτό ίσως να φαίνεται αστείο σε έναν ο οποίος μεγάλωσε σε Ορθόδοξο περιβάλλον, στο οποίο περιφρουρείται η Ορθοδοξία από αεροπορία, στρατό και ναυτικό 126 και ο οποίος δεν καταλαβαίνει την δύναμι αυτής της φιλοσοφικής σκέψεως, ως και της αντιρρήσεως στην Ορθόδοξη διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου. Αυτό το θέμα όμως απασχόλησε όλους τους Σχολαστικούς θεολόγους και ήταν καθοριστικό στην ανάπτυξι της Σχολαστικής παραδόσεως. Απασχόλησε τους Μετασχολαστικούς φιλοσόφους της Δύσεως και ακόμη μέχρι των ημερών μας απασχολεί και μερικούς φιλοσοφούντας και θεολόγους, οι οποίοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου