Εἰσήγηση
Ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν 8ην Ὀκτωβρίου 2015, μέ θέμα:
«Ἡ θεολογική κρίση καί οἱ ἐπιπτώσεις της στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς»
Μακαριώτατε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἱεράρχαι,
Εὐχαριστῶ τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον
Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τά Μέλη τῆς προλαβούσης
Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφ’ ἑνός μέν γιατί
ἐπέλεξαν αὐτό τό θέμα γιά τίς Συνεδριάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας
μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί τό ἀνέθεσαν στήν ἐλαχιστότητά μου.
Ὁμολογουμένως, εἶναι ἕνα σοβαρό θέμα πού
ἔχει δύο ἑνότητες, ἡ μία εἶναι ἡ «θεολογική κρίση» καί ἡ ἄλλη εἶναι «οἱ
ἐπιπτώσεις στήν καθημερινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας». Τό θέμα, ὅπως φαίνεται
ἐκ πρώτης ὄψεως, εἶναι θεωρητικό, ἀλλά ἔχει καί πρακτικές συνέπειες,
ἄλλωστε συνδέεται στενά ἡ θεωρία μέ τήν πράξη, καί δέν μποροῦν νά
χωρισθοῦν μεταξύ τους.
Τά τελευταῖα χρόνια γίνεται, συνεχῶς,
λόγος γιά οἰκονομική κρίση, καί αὐτό ἔχει ἀπορροφήσει ὅλη τήν σκέψη καί
τήν δραστηριότητά μας, ἀγνοώντας ὅτι ἡ κρίση εἶναι βαθύτερη, εἶναι
γεωπολιτική, πολιτιστική καί στό βάθος θεολογική. Ὁ Μάξ Βέμπερ ἔχει
ἀποδείξει ὅτι ἡ καπιταλιστική νοοτροπία προῆλθε ἀπό τήν προτεσταντική
ἠθική, καί στούς τόπους πού ἐπικράτησε αὐτή ἀναπτύχθηκαν τά ἐργοστάσια,
οἱ Τράπεζες, τό τραπεζικό σύστημα. Αὐτό, ὅμως, δέν θά εἶναι τό θέμα τῆς
εἰσηγήσεώς μου, ἀλλά θά περιορισθῆ στήν κρίση τῆς θεολογίας στήν
Ἐκκλησία καί τίς συνέπειες πού δημιουργοῦνται ἀπό αὐτήν τήν κρίση.
Ἐξ ἀρχῆς θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι θά
εἶμαι, ὅσο μπορῶ, σύντομος καί περιεκτικός, ἄλλωστε μιά εἰσήγηση ἐνώπιον
τῆς Ἱεραρχίας δέν μπορεῖ νά καλύψη ὅλο τό θέμα, ἀλλά σᾶς ἐνημερώνω ὅτι
ἔχω τελειώσει ἕνα ὀγκῶδες βιβλίο 600 σελίδων μέ τό θέμα αὐτό, στό ὁποῖο
ἐκθέτω καί τήν σχετική βιβλιογραφία.
Στήν συνέχεια, θά τονισθοῦν τρία
κεντρικά σημεῖα. Τό πρῶτον «ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τό
δεύτερον «ἡ ἀλλοίωση τῆς θεολογίας» καί τό τρίτον «οἱ ἐπιπτώσεις τῆς
θεολογικῆς κρίσεως στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς». Ζητῶ
τήν ἐπιείκειά σας.
1. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Θεολογία, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ὁ
λόγος περί τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἐπειδή ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τόν Θεό,
ὅπως οἱ φιλόσοφοι, οἱ δεϊστές, οἱ ἀγνωστικιστές, οἱ ἄθεοι, ὅταν εἶναι
ἀντίθεοι καί πολεμοῦν τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ὑπάρχει διαφορά θεολογιῶν.
Δέν εἶναι ἀρκετό νά ὁμιλῆ κανείς γιά θεολογία, ἀλλά θά πρέπει νά
προσδιορίζη τό ἐννοιολογικό της περιεχόμενο.
Οἱ Πρωτόπλαστοι πρίν τήν πτώση εἶχαν
προσωπικό, ἄμεσο διάλογο μέ τόν Θεό, ἀλλά μετά τήν πτώση διακόπηκε αὐτός
ὁ διάλογος, καί οἱ ἀπόγονοι τῶν Πρωτοπλάστων δημιούργησαν μιά δική τους
θεολογία, κατ’ ἀρχάς θεοποίησαν τήν σκέψη τους, τίς ἔννοιες μέ τίς
φαντασίες, στήν συνέχεια θεοποίησαν τά ὑλικά ἀντικείμενα καί ἀργότερα
τίς ἰδέες. Ἔτσι, δημιουργήθηκε ἡ εἰδωλολατρεία καί ἡ κλασσική
μεταφυσική.
Ὁ Θεός μέ τήν ἐμφάνισή Του στούς
Πατριάρχες, τούς Δικαίους καί τούς Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη
προσέφερε τήν ἀληθινή γνώση Του, τούς ἔδειχνε τήν διαφορά μεταξύ κτιστῶν
καί ἀκτίστων, τούς ἔδωσε τόν Νόμο Του ὥστε νά διακρίνουν ὅτι ἄλλος
εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀποκαλύψεως καί ἄλλο ὁ θεός τῆς φιλοσοφίας, τοῦ
μυστικισμοῦ, τῆς μαγείας καί τῆς δεισιδαιμονίας. Ἰσχύει αὐτό πού
γράφεται στήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πολυμερῶς
καί πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεός λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿
ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβρ. α΄, 1).
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ φανέρωσή
Του στούς Ἀποστόλους, ἡ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν Ἰορδάνη Ποταμό,
στό ὄρος Θαβώρ, ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, ἡ κάθοδος τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος στό Ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς, προσέφερε τήν πραγματική
θεολογία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά γράψη ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ «Θεός
ὤν προαιώνιος δι’ ἡμᾶς καί θεολόγος ἐγεγόνει». Κατ’ ἐπέκταση, θεολόγοι
εἶναι ὅσοι γνώρισαν τόν Θεό μέσα στήν δόξα Του, ἤτοι οἱ Προφῆτες, οἱ
Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες, οἱ ἅγιοι. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀπό τήν
ἀρχή τοῦ διαλόγου του μέ τούς Εὐνομιανούς χρειάσθηκε νά καθορίση τό
ποιοί εἶναι οἱ θεολόγοι στήν Ἐκκλησία. Εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά
θεολογήση ἀσφαλῶς, γιατί τό νά ὁμιλῆ κανείς γιά τόν Θεό δέν εἶναι
εὐθυνόν πράγμα «καί τῶν χαμαί ἐρχομένων». Αὐτό εἶναι ἔργο τῶν
«ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί
σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων τό μετριώτατον».
Ἔτσι, ὁ κατ’ ἐξοχήν θεολόγος εἶναι ὁ
Χριστός καί ἔπειτα οἱ φίλοι Του, σέ ὅσους φανερώθηκε ὁ Θεός, δηλαδή οἱ
Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες, καί στήν συνέχεια ὅσοι δέχονται τήν
ἐμπειρία αὐτῶν τῶν πεπειραμένων. Τό προοίμιο στόν «ἁγιορειτικόν Τόμον»,
πού συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δείχνει καθαρά ποιοί εἶναι οἱ
χαρισματικοί-ἐμπειρικοί θεολόγοι καί ποιοί εἶναι οἱ μαθητές τῶν
ἐμπειρικῶν αὐτῶν θεολόγων.
Δέν θά ἤθελα νά ἐπεκταθῶ περισσότερο στό θέμα αὐτό, ἁπλῶς νά ὑπενθυμίσω αὐτό πού ὁμολογοῦμε ὅλοι στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας:
«Οἱ
Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν,
οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς
ἔλαμψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς
ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν· οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν,
οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν». Καί στήν συνέχεια
ὁμολογοῦμε: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων,
αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Αὐτά εἶναι γνωστά σέ ὅλους μας, ἁπλῶς νά
ὑπενθυμίσω μέ σεβασμό καί φιλαδελφία ὅτι αὐτή ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν
καταγράφηκε μόνον στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί στά
ὁμολογιακά κείμενα τῶν Πατέρων, ἀλλά περιλήφθηκε στήν λατρεία τῆς
Ἐκκλησίας καί στήν εἰκονογραφία της. Ὑπάρχει βαθύτατη σχέση μεταξύ lex
credendi (νόμος πίστεως) καί lex orandi (νόμος προσευχῆς).
Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνός ἔγραψε τό περίφημο βιβλίο του πού τό ὀνόμασε Ἔκδοσις ἀκριβής
τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως –καί μοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι χρησιμοποίησε τήν λέξη
ἀκριβής, γιατί ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει ἀκρίβεια καί ὄχι λέξεις καί
ἔννοιες στό «περίπου»– στό ὁποῖο βιβλίο συμπεριέλαβε ὅλη τήν θεολογία
τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων, οὐσιαστικά τήν θεολογία τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, ἀλλά καί ὁ ἴδιος συνέθεσε τά περίφημα τροπάρια τῆς Ὀκτωήχου,
κυρίως τά Θεοτοκία τῶν ἤχων, καί τούς κανόνες στίς Δεσποτικές καί
Θεομητορικές ἑορτές, στά ὁποῖα πέρασε ὅλη τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ἔτσι, ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ δόγματος καί λατρείας,
θεολογίας καί προσευχῆς, ἱστορίας καί θεολογίας.
Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν θέλη κανείς νά
ἐξακριβώση τήν θεολογία ἑνός θέματος, πέρα ἀπό τά Πρακτικά τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πρέπει νά διαβάση τούς ὕμνους, τά τροπάρια, ἀλλά
καί τίς εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Πατέρων
της, ἔβαλε ὅλη τήν θεολογία γιά τό τί εἶναι Χριστιανός στά Μυστήρια τοῦ
Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, γιά τό τί εἶναι ὁ γάμος, στίς εὐχές τοῦ
Μυστηρίου τοῦ γάμου, γιά τό τί εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, στίς εὐχές τοῦ
Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἔτσι, ὑπάρχει βαθύτατη σχέση μεταξύ τῶν
Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τοῦ Εὐχολογίου καί τῆς ὑμνογραφίας.
Βεβαίως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
ἐπειδή συνάντησαν ἕνα μεγάλο ρεῦμα στήν ἐποχή τους, τόν ἑλληνισμό μέ τήν
φιλοσοφία του, καί ἔπρεπε νά τό ἀντιμετωπίσουν δημιουργικά, γι’ αὐτό
προσέλαβαν ὅρους ἀπό τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς τους, τόσο τήν
ἀριστοτελική ὅσο καί τήν νεοπλατωνική φιλοσοφία, ἀλλά αὐτό ἔγινε μόνον
στήν ὁρολογία, χωρίς νά ἀποδομῆται ὁ ἀποκαλυπτικός λόγος. Ἔτσι, ἐνῶ ὁ
Προτεστάντης Χάρνακ ἔκανε λόγο γιά ἀλλοίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν
πρόσληψη τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὁ λεγόμενος «ἐξελληνισμός τοῦ
Χριστιανισμοῦ», ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὑποστήριξε τό ἀντίθετο, ὅτι
ἰσχύει ὁ «ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ἔτσι, ὑπάρχει ταυτότητα
ἐμπειριῶν καί θεολογίας μεταξύ Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἀλλά ἡ
διαφορά εἶναι μόνον στά ρήματα, τά νοήματα, καί ὄχι στήν ἴδια τήν
ἐμπειρία. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό σημεῖο.
Αὐτά εἶναι εἰσαγωγικά γιά νά προχωρήσω στά περαιτέρω.
2. Ἡ ἀλλοίωση τῆς θεολογίας
Τό θέμα τῆς ἀλλοίωσης τῆς θεολογίας
εἶναι μεγάλο καί μπορεῖ κανείς νά τό μελετήση ἀπό διάφορες πλευρές. Θά
προτιμήσω νά ἀρχίσω ἀπό τό πῶς βλέπουμε τήν ἀλλοίωση στήν δεύτερη
χιλιετία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, στήν σχέση μεταξύ τοῦ lex credendi καί
τοῦ lex orandi. Στήν πρώτη χιλιετία, ὕστερα ἀπό πολλούς ἀγῶνες, ὑπῆρχε
κατά βάση μιά ἰσορροπημένη σχέση μεταξύ τῆς δογματικῆς θεολογίας καί τῶν
εὐχῶν τοῦ Εὐχολογίου.
Ὁ Andrew Sopko ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι στήν
ἀρχαία παράδοση ὑπῆρχε στενή σχέση μεταξύ τοῦ δόγματος καί τῆς
προσευχῆς, ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τήν Ἁγία
Γραφή, τά Μυστήρια καί τήν λατρεία. Μέ τήν πάροδο τῶν χρόνων
δημιουργήθηκε μιά διχοτομία μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο παραγόντων. Αὐτό
φαίνεται καθαρά στό ὅτι παραμένει σταθερή ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, μέ τήν
ὁρολογία της, τόν σκοπό της, τόν προσδιορισμό της, ἀλλά κατά καιρούς
διαφοροποιεῖται ἡ δογματική ὁρολογία μερικῶν θεολόγων. Αὐτό φαίνεται στό
ὅτι τά ὀρθόδοξα δογματικά ἐγχειρίδια ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό ἄλλες
παραδόσεις, κυρίως σχολαστικές, ἐνῶ ἡ λατρεία ἦταν ἡ ἴδια.
Χαρακτηριστικές εἶναι οἱ δυτικές ἐπιδράσεις στό θεολογικό ἔργο τοῦ
Εὐγενίου Βουλγάρεως (Γεώργιος Παναγόπουλος).
Ἔτσι, οἱ φοιτητές μάθαιναν μία ἄλλη
δογματική στίς Σχολές, ἡ ὁποία ἦταν διαφορετική ἀπό τήν θεολογία τῆς
λατρείας. Αὐτό μπορεῖ κανείς νά τό διαπιστώση στήν κατάσταση στήν ὁποία
βρέθηκε ὁ ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, ὁ ὁποῖος σπούδαζε στήν
Ἐκκλησιαστική Σχολή τοῦ Κιέβου, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀφήση τήν Σχολή του, νά
ἀκολουθήση τόν μοναχισμό, νά γνωρίση τόν ἡσυχασμό στό Ἅγιον Ὄρος καί νά
μεταφέρη ὅλη αὐτήν τήν παράδοση στήν Μολδαβία, καί νά ἀλλάξη ὅλο τό
ἀντορθόδοξο κλίμα πού ἐπικρατοῦσε τότε στήν Ρωσία καί τίς γύρω περιοχές.
Γιά νά γίνω πιό συγκεκριμένος καί γιά νά
φανοῦν τά διάφορα θεολογικά ρεύματα πού ἀναπτύχθηκαν κατά τήν δεύτερη
χιλιετία, γιά νά φανῆ ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex
orandi, θά ἤθελα νά κάνω μιά σύντομη ἐπισκόπηση τῆς σχολαστικῆς, τῆς
βιβλικῆς καί τῆς ρωσικῆς θεολογίας.
Κατά τήν πρώτη χιλιετία ἔγιναν πολλοί
ἀγῶνες γιά τήν καταγραφή τῆς ἀποκαλυπτικῆς παραδόσεως σέ ὅρους τῆς
ἐποχῆς ἐκείνης, χωρίς νά χαθῆ αὐτή ἡ παράδοση. Ἔτσι, κατοχυρώθηκε ἡ
ὀρθόδοξη παράδοση ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί διαφοροποιήθηκαν
ἄλλες παραδόσεις πού ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, ἤτοι οἱ Προχαλκηδόνιοι
(μονοφυσίτες-νεστοριανοί), οἱ μονοθελῆτες. Ἡ διαφορά μεταξύ τῶν
παραδόσεων αὐτῶν εἶναι ὅτι ἡ πατερική παράδοση στηριζόταν στήν ἐμπειρία
τῶν Προφητῶν καί τῶν Πατέρων, πού τήν «ἐπένδυαν» μέ ὅρους σύγχρονους,
καί ἡ θεολογία τῶν ἄλλων ὁμάδων στηριζόταν στήν φιλοσοφία.
Ἡ μεγάλη, ὅμως, ἀλλοίωση ἔγινε στόν
δυτικό χῶρο, ἀπό τό τέλος τῆς πρώτης χιλιετίας καί τίς ἀρχές, ἀλλά καί
τήν συνέχεια τῆς δεύτερης χιλιετίας.