Πρόσφατα ἐκδόθηκε ἕνα σημαντικό πολυσέλιδο (πάνω ἀπό 400 σελίδες) βιβλίο ἀπό τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς στό Ποιμαντικό Τμῆμα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Βασίλειο Τσίγκο, μέ τόν τίτλο «Περιχώρησις» καί ὑπότιτλο «Θεολογικό περιεχόμενο τοῦ ὅρου καί οἱ ἐφαρμογές του κατά τή Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (ἐκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2015).
Καθηγητοῦ Β. Τσίγκου: Ἡ θεολογία τῆς περιχώρησης Ὁ Καθηγητής Βασίλειος Τσίγκος μᾶς ἔδωσε καί στό παρελθόν κατάλληλα δείγματα ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ἀρίστης καταρτίσεώς του σέ πατερικά κείμενα καί ἀρίστης γνώσεως τῆς αὐθεντικῆς Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς ἀκαμάτου φιλοπονίας του, ἀφοῦ ὡς ἐργατική μέλισσα περιέρχεται στόν ἀνθώνα τῶν κειμένων τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἀπό ὅπου παραλαμβάνει τό πολύτιμο νέκταρ καί στήν συνέχεια παράγει τό ἐκλεκτό ὀρθόδοξο μέλι πού παρατίθεται στά βιβλία του. Αὐτό εἶναι διάχυτο καί στό παρόν βιβλίο.
Τό βιβλίο πού παρουσιάζεται μέ αὐτό τό κείμενο ἀρχίζει μέ τά εἰσαγωγικά καί στήν συνέχεια χωρίζεται σέ τρία κεφάλαια, ἤτοι στό πρῶτο μέ τίτλο «Ἡ περιχώρηση τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος», ὅπου ἑρμηνεύεται ὁ ὅρος περιχώρηση στήν Τριαδολογία∙ στό δεύτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Τό Χριστολογικό περιεχόμενο τοῦ ὅρου περιχώρησις», ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό∙ καί στό τρίτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἀνθρωπολογικές ἐφαρμογές καί προεκτάσεις τῆς περιχώρησης καί ἡ σημασία τους», ὅπου γίνονται οἱ σχετικές ἀναλύσεις τοῦ ὅρου αὐτοῦ στό ἀνθρωπολογικό θέμα. Μετά τά βασικά τρία αὐτά κεφάλαια ὑπάρχει τό «ἐπίμετρο» μέ τίτλο «Ἡ πρόσληψη τοῦ ὅρου περιχώρησις στή σύγχρονη θεολογική σκέψη», στό ὁποῖο γίνεται παρουσίαση πῶς οἱ σύγχρονοι θεολόγοι, κυρίως ἑτερόδοξοι, χρησιμοποιοῦν καί παρερμηνεύουν τόν ὅρο περιχώρηση, ἀφοῦ μέ αὐτόν τόν ὅρο ἐξετάζουν κοινωνικά καί κοινωνιολογικά θέματα. Στό τέλος τοῦ βιβλίου παρατίθενται τά συμπεράσματα, ἡ βιβλιογραφία καί οἱ πίνακες ἁγιογραφικῶν χωρίων, ὀνομάτων καί ὅρων καί θεμάτων.
Τό βιβλίο εἶναι πολύ σημαντικό καί ἄρτια δομημένο καί δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἀποφευχθῆ ὁ σύγχρονος ἀντορθόδοξος ὅρος «κοινωνία προσώπων» στήν Ἁγία Τριάδα καί στούς ἀνθρώπους, καί νά φανῆ ἡ ἀξία τοῦ ὅρου περιχώρηση.
Ἡ ἐξέταση δέ τοῦ ὅρου περιχώρηση πραγματοποιεῖται «σέ τρία ἀλληλοσυνδεόμενα καί ἐν μέρει ἀλληλοπεριχωρούμενα πλαίσια: Στό Τριαδολογικό, πού ἀναφέρεται στή περιχώρηση τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό Χριστολογικό, πού ἀφορᾶ στή περιχώρηση τῶν φύσεων στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί στό ἀνθρωπολογικό, δηλαδή στίς ἀκολουθίες καί προεκτάσεις τῆς περιχώρησης γιά ὁλόκληρη τήν Δημιουργία, μέ κέντρο τόν ἄνθρωπο καί τήν προοπτική τῆς κατά χάριν θεώσεώς του ἐντός τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐπειδή πολλές φορές σέ κείμενά μου ἀμφισβήτησα καί κατέκρινα τόν σύγχρονο περσοναλισμό μέ τίς κακόδοξες ἑρμηνεῖες καί προεκτάσεις του, καί ὁμιλοῦσα κυρίως γιά τήν ἀλληλοπεριχώρηση καί ἀλληλοενοίκηση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, καθώς ἐπίσης γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό χάρηκα ἰδιαιτέρως διαβάζοντας αὐτό τό βιβλίο.
Στήν συνέχεια θά κάνω μερικές ἐπισημάνσεις πρός χάριν τῶν ἀναγνωστῶν, γιά νά ἐνημερωθοῦν ὡς πρός τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου, καί γιά νά καταλάβουν τήν μεγάλη ἀξία του.
1. Ὁ ὅρος καί ἡ θεολογική ἔννοια τῆς περιχώρησης
Ἡ λέξη περιχώρηση προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «περιχωρέω-ῶ». Ἐνῶ στήν «κλασσική ἑλληνική γραμματεία» ἔχει τήν σημασία τοῦ «κάνω χῶρο σέ κάποιον, ὑποχωρῶ, προχωρῶ, ἔχω ὁρισμένη χωρητικότητα, περιέχω, περιλαμβάνω, κοινῶς χωράω», ἐν τούτοις στήν ἐκκλησιαστική παράδοση ἔχει διαφορετική σημασία. Ὁ Καθηγητής ἐπισημαίνει ὅτι ἔγιναν ζυμώσεις, διά μέσου τῶν αἰώνων, στό θέμα αὐτό, ἀπό τούς Ἀπολογητές, τόν ἅγιο Εἰρηναῖο, τόν Μέγα Ἀθανάσιο, τούς Καππαδόκες Πατέρες ὡς τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Ὁ πρῶτος πού χρησιμοποίησε τόν ὅρο «περιχώρησις μέ μία αὐστηρά θεολογική ἔννοια, πρός δήλωση τῆς ἑνότητας τῶν φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου» ἦταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί ἀργότερα αὐτός ὁ ὅρος ἐμπλουτίσθηκε ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ἐκεῖνος πού τόν ἀνέπτυξε περισσότερο ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί οἱ μεταγενέστεροι Πατέρες. Ἔτσι, ὁ ὅρος περιχώρηση χρησιμοποιήθηκε στήν Τριαδολογία καί τήν Χριστολογία κυρίως μέ τήν ἔννοια τοῦ «ἀλληλοδιαπερνῶ».
Γιά νά διαπιστωθῆ ποιά εἶναι ἡ θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου περιχώρηση στό βιβλίο αὐτό γράφεται ὅτι στήν Τριαδολογία τό ρῆμα περιχωρέω «ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ἀλληλοδιαπερνῶ», ὁπότε τό οὐσιαστικό περιχώρηση «ὡς θεολογικός ὅρος, δηλώνει μεταξύ ἄλλων τή συνύπαρξη τῶν θείων ὁμοούσιων ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος∙ τήν ἀΐδια παρουσία, τήν ἀμοιβαία διείσδυση τῆς μιᾶς ὑπόστασης στήν ἄλλη, τήν ἐνύπαρξη τῆς μιᾶς ἐντός τῶν δύο ἄλλων, τήν ἀλληλοενύπαρξη καί τήν ἀλλήλοις ἐνοίκηση τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων». Αὐτή ἡ περιχώρηση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι συνέπεια «τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὁμοουσίου» ἀφοῦ τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν τήν ἴδια φύση-οὐσία.
Ἐνῶ στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία «ἡ θεότητα εἶναι κατά κανόνα στατική καί ἀκίνητη», ἀφοῦ κατ’ αὐτήν (τήν φιλοσοφία) «ἡ κίνηση ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἀτελῶν ὄντων» καί ἡ θεότητα ὡς τέλεια εἶναι ἀκίνητη, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι «ζῶν, κοινωνικός καί κινητικός». Οἱ θεούμενοι γνωρίζουν τήν κοινωνικότητα τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν φανέρωσή Του στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν σαφῆ διάκριση μεταξύ Θεολογίας καί Οἰκονομίας. Αὐτό δέν εἶναι θέμα φιλοσοφίας, ἀλλά θεολογίας-θεοπτίας. Οἱ ἅγιοι μετέχουν τῆς ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί γνωρίζουν αὐτήν τήν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τά ἔξω, ἀλλά βεβαιώνουν καί τήν συνύπαρξη καί διείσδυση τῆς μιᾶς ὑπόστασης στήν ἄλλη ὑπόσταση.
Στήν Χριστολογία ὁ ὅρος περιχώρηση ἔχει τίς σημασίες «τοῦ ἀλλάζω θέση μέ, διεισδύω ἀμοιβαία καί ἀλληλοδιαπερνῶ». Στό Χριστολογικό δόγμα ὁ ὅρος περιχώρηση χρησιμοποιεῖται μέ τίς ἔννοιες «ἀλληλοενύπαρξη καί ἀλληλεπίδραση δύο τελείων πλήν ὅμως ἀνομοίων φύσεων, ἀκτίστου καί κτιστῆς, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου». Ὁ ὅρος περιχώρηση χρησιμοποιεῖται ἐναλλακτικά μέ τόν ὅρο «ἀντίδοση» τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στήν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Ὑπάρχει, ὅμως, διαφορά στήν Χριστολογία ἀπό τήν Τριαδολογία. Ἐνῶ στήν Τριαδολογία ὑπάρχουν τρεῖς ὁμοούσιες ὑποστάσεις, στήν Χριστολογία ἡ περιχώρηση γίνεται σέ δύο ἀνόμοιες φύσεις (θεία καί ἀνθρωπίνη), ἀλλά στήν περίπτωση αὐτή ἡ θεία φύση διεισδύει στήν ἀνθρωπίνη φύση καί ὄχι τό ἀντίστροφο, ὅπως σέ ἕνα πεπυρακτωμένο κάρβουνο, τό πῦρ εἰσέρχεται μέσα στό κάρβουνο.
Στήν ἀνθρωπολογία ὁ ὅρος περιχώρηση ἐμπνέει καί καθορίζει «τόν τρόπο τῆς κατά Θεόν ζωῆς» τοῦ ἀνθρώπου ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν ὅρο αὐτόν δηλώνεται «ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό» πού χαρακτηρίζεται ὡς κατά Χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς «τρίτος τύπος περιχώρησης», πού εἶναι ἐφαρμογή καί συνέπεια, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, «ἀπό τήν τριαδολογική καί χριστολογική ἑρμηνεία τῆς περιχώρησης». Δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀκριβής αὐτός ὁ ὅρος γιά τόν ἄνθρωπο ὡς «τρίτος τύπος περιχώρησης» καί «δέν συγκρίνεται οὔτε ταυτίζεται μέ τήν χριστολογική σημασία τῆς περιχώρησης τῶν φύσεων» στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ἀλλά ὑπάρχουν συνέπειες στήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι, κατά τήν θεοπτία τους, μετέχουν τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί τό σῶμα τους φωτίζεται, θεοῦται καί τό πρόσωπό τους λάμπει, ὅπως ἔλαμπε τό πρόσωπο τοῦ Θεόπτου Μωϋσῆ ὅταν κατέβαινε ἀπό τό ὄρος Σινᾶ, καί ὅπως ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, πού φαινόταν ὡς πρόσωπο ἀγγέλου.
Τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου τόν καθιστᾶ ἀπό τήν δημιουργία του «σχεσιακό, μετοχικό καί περιχωρητικό», καί «ὁ ἄνθρωπος ἑρμηνεύεται περιχωρητικῶς, καθώς σχετίζεται καί περιχωρεῖ ἐντός του σύμπασα ἡ Δημιουργία».
2. Σημαντικά σημεῖα
Τό ὄλο θέμα τῆς περιχώρησης ἀπό πλευρᾶς Τριαδολογίας, Χριστολογίας καί ἀνθρωπολογίας ἀναπτύσσεται ἀπό τόν συγγραφέα ἐπιστήμονα σέ ὑψηλό ἐπίπεδο καί μέ ἱκανά ἐπιχειρήματα εἰλημμένα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τούς θεουμένους ἁγίους Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους, διά μέσου τῶν αἰώνων. Ἐδῶ θά ὑπογραμμισθοῦν ἰδιαιτέρως δύο σημεῖα:
Τό πρῶτο σημεῖο πού ἐντοπίζει ὁ ἀναγνώστης, διαβάζοντας τό βιβλίο αὐτό, κυρίως στά εἰσαγωγικά, εἶναι ὅτι ὁ συγγραφεύς διερευνᾶ τό θέμα του μέ βάση μερικές σημαντικές καί ἀπαραίτητες «μεθοδολογικές ἀρχές».
Μία «μεθοδολογική ἀρχή» εἶναι ὅτι «τό μυστήριο τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» στηρίζεται στήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος Χριστός ἀνάγει τούς ἀνθρώπους στόν Πατέρα καί τούς ἀποκαλύπτει τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὁπότε διά τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν γνώση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἄλλη «μεθοδολογική ἀρχή» εἶναι ὅτι «ἡ θεολογία τῶν Πατέρων στό σύνολό της εἶναι πάντοτε θεολογία γεγονότων», γιατί ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στήν ἱστορία, πού σημαίνει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δέν ὁδηγεῖται στή γνώση τοῦ Θεοῦ μέ λογικά ἐπιχειρήματα ἤ μέ τήν πίστη του σέ φυσικές, ἐνδοκοσμικές ἤ τυχόν ἄλλες δυνάμεις, ἀλλά μέ τήν ἐμπειρία καί βίωση τῆς ἐν σαρκί φανέρωσής Του μέσα στόν κόσμο καί τήν ἱστορία». Ἄλλη «μεθοδολογική ἀρχή» εἶναι ὅτι «οἱ Πατέρες διατύπωσαν μέ δογματικούς ὅρους καί περιέγραψαν μέ ἀκρίβεια, πιστότητα καί ἐνάργεια τή μαρτυρία καί ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας γιά τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντική ἐν Χριστῷ ζωή τῶν μελῶν της». Τέλος, μιά ἄλλη «μεθοδολογική ἀρχή» εἶναι ὅτι ἡ ἐπεξεργασία τοῦ θέματος γίνεται ἀντίθετα ἀπό τήν σχολαστική νοοτροπία, στήν ὁποία τά θέματα χωρίζονται «σέ ἑνότητες συχνά ἀνεξάρτητες καί ἀπομονωμένες μεταξύ τους». Ὅμως, ὁ συγγραφεύς τῆς παρούσης μελέτης διασχίζει «διαφορετικές περιόδους» καί ἀλλάζει «συχνά τίς θεματικές περιοχές ἐξέτασης», ἀφοῦ «τό τριαδολογικό καί χριστολογικό δόγμα ἀλληλοδιαπλέκονται καί συσχετίζονται ὀργανικά, συναρμόζονται ἄρρηκτα καί συνυφαίνονται λειτουργικά», καθώς ἐπίσης «ἡ Χριστολογία συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ἀνθρωπολογία καί τή Σωτηριολογία».
Ἔπειτα, ἡ ὅλη ἐπεξεργασία τοῦ θέματος εἶναι συστηματική, γιατί ἀναφαίρεται στήν διδασκαλία τῆς περιχώρησης τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀπό τούς Ἀποστολικούς Πατέρες, τούς Ἀπολογητές, τόν ἅγιο Εἰρηναῖο, τόν Μέγα Ἀθανάσιο, τούς Καππαδόκες Πατέρες, τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καί τήν διδασκαλία τῆς περιχώρησης στήν Χριστολογία κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
Τό δεύτερο σημαντικό σημεῖο εἶναι ὅτι στό βιβλίο αὐτό, κυρίως στό ἐπίμετρο, γίνεται μιά ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυση γιά τό πῶς ὁ ὅρος περιχώρηση γίνεται ἀντικείμενο διαφόρων «ἐπιστημονικῶν συζητήσεων καί ζυμώσεων, κυρίως ἀπό ξένους θεολόγους», ἀλλά καί ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι «διαστρέφουν τήν ἔννοια τῆς περιχώρησης», ἀφοῦ τήν ἐξετάζουν «ἔξω ἀπό τό τριαδολογικό της κυρίως πλαίσιο» καί «τήν ἐφαρμόζουν ὁπουδήποτε λανθασμένα». Κυρίως στό βιβλίο ἀναλύονται οἱ ἀπόψεις τοῦ προτεστάντη Jürgen Moltmann πού «ἀποτελοῦν τό πλέον ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα τῆς χαρακτηριζόμενης ὡς ἀνανεωτικῆς τριαδοκεντρικῆς θεολογίας».
Σύμφωνα μέ ὅσα καταγράφονται στό βιβλίο, στήν σύγχρονη θεολογική βιβλιογραφία στήν Δύση, ἀπό ρωμαιοκαθολικούς καί προτεστάντες θεολόγους, γίνεται μεγάλη κατάχρηση τῆς θεολογίας τῆς τριαδικῆς περιχώρησης. Ἐνῶ ὁ ὅρος περιχώρηση στήν πατερική θεολογία ἀναφέρεται στά ἐνδότερα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στήν Χριστολογία, ἐν τούτοις, οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τήν μεταφέρουν σέ θέματα «πού ἀφοροῦν στήν προσωπική καί κοινωνική ἠθική, στήν οἰκογενειακή ζωή, στό γάμο καί τίς σχέσεις, στή πολιτική, στήν αἰσθητική καί στή θεολογία τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἀκόμη καί σέ μία Οἰκουμενική συμφωνία (consensus) στήν Ἁγία Τριάδα, σέ μιά Οἰκουμενική περιχωρητική κενωτική τριαδολογική ὀντολογία, σέ μία περιχωρητική θεολογία τῶν θρησκειῶν κ.ἄ.».
Ἑτερόδοξοι θεολόγοι ἐπιχειροῦν νά ἐντοπίσουν παραλληλισμούς καί ἀντιστοιχίες «μεταξύ τῆς περιχώρησης ἤ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς ἀποκαλούμενης ἐκκλησιολογίας τῆς κοινωνίας».
Οἱ θεολόγοι αὐτοί «ἀποστρέφονται τόν μονισμό τῆς οὐσίας» καί «προσπαθοῦν νά καταστήσουν τήν ἑνότητα τῆς τριαδικῆς θεότητας ὡς κοινωνία ὑποκειμένων ἤ προσώπων χρησιμοποιώντας τήν σύγχρονη ψυχολογική, φιλοσοφική καί κοινωνιολογική κατανόηση τῶν προσώπων».
Ἡ θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου ἐπέδρασε σέ αὐτό τό γεγονός καί κυρίως στήν ἑρμηνεία τοῦ Θεοῦ καί ἀναλογικά πρός τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Καθηγητής κρίνει ὅλες αὐτές τίς ἀπόψεις τῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦν νά κάνουν διάκριση μεταξύ τῆς θεολογίας καί τῆς Οἰκονομίας, καί τίς συγχέουν, δηλαδή θεωροῦν «τήν ἀΐδια σχέση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσα στό πλαίσιο τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως ἔκαναν καί οἱ αἱρετικοί τῶν πρώτων αἰώνων (Ἀρειανοί, Εὐνομιανοί, Πνευματομάχοι, Εἰκονομάχοι)». Τέτοιες ἀπόψεις ἀντιβαίνουν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, κατασκευάζεται μιά θεολογία ἀπό τά κάτω πρός τά ἄνω, ἀναπτύσσεται μέ «τό πρίσμα ἑνός μοντέλου περσοναλιστικοῦ καί ὑπαρξιακοῦ τύπου». Ἀναφέρονται ἀπόψεις δύο θεολόγων ἐναντίον μιᾶς τέτοιας θεολογίας.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης καταδίκασε αὐτές τίς προσπάθειες τῶν «κοινωνιολογούντων θεολόγων», οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν «γιά διαπροσωπικές σχέσεις ἤ γιά κοινωνία προσώπων, κατά τό πρότυπο τῶν σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος», προσπάθειες πού εἶναι ἐσφαλμένες.
Ἐπίσης, ὁ Νίκος Ματσούκας ἔκρινε «τήν σύγχρονη θεολογία τοῦ προσώπου», ἐπισημαίνοντας ὅτι «περιηγήσεις νεοτέρων θεολόγων στά ἄδυτα τῶν ἀΐδιων σχέσεων τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, γιά νά θεμελιώσουν μία θεολογία τοῦ προσώπου καί ἕνα περσοναλισμό» εἶναι ἐσφαλμένες. Οἱ θεωρίες αὐτές «δέν ἔχουν κανένα ἀντίκρυσμα στήν θεολογία τῶν Πατέρων», ἀλλά ἐκβιάζονται «κάποια κείμενα μέ τήν παράθεση πληθωρικῶν καί ἐν πολλοῖς ἀκατανόητων σχολαστικῶν ὅρων, χωρίς νά ὑπάρχει πρός τοῦτο καμιά ἀπολύτως ἀνάγκη».
3. Συμπέρασμα
Ἡ θεολογική αὐτή μελέτη γιά τήν περιχώρηση εἶναι πρωτότυπη γιά τήν ἑλληνική θεολογία, σημαντικότατη καί ἀξίζει νά διαβαστῆ ἀπό Κληρικούς, θεολόγους, μοναχούς, Χριστιανούς, γιατί δέν ἀναφέρεται μόνον σέ ἀκαδημαϊκά θεολογικά θέματα, ἀλλά προσδιορίζει καί τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως χάρηκα γιατί ἡ ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν περιχώρηση στήν Τριαδολογία, τήν Χριστολογία καί τήν ἀνθρωπολογία θέτει τήν ὀρθόδοξη βάση τῆς θεολογίας αὐτῆς καί διορθώνει κακόδοξες καί ἀντορθόδοξες ἀντιλήψεις. Πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι κάνουν λόγο γιά «κοινωνία προσώπων», πράγμα πού εἶναι ἀντορθόδοξη καί ἀντιπατερική ἄποψη. Στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά κοινωνία φύσεως καί ἐνεργειῶν τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά κοινωνία φύσεως, θείας καί ἀνθρωπίνης, στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, καί γιά κοινωνία καί μέθεξη τῶν θείων ἐνεργειῶν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὅλη ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας περί τῆς περιχώρησης στήν Τριαδολογία, τήν Χριστολογία καί τήν ἀνθρωπολογία πού γίνεται στό παρουσιαζόμενο βιβλίο, στήν πραγματικότητα ἀντικρούει καί ἀποβάλλει τόν περσοναλισμό.
Συγχαίρω ὁλοκαρδίως τόν καθηγητή Βασίλειο Τσίγκο γιά τήν ἐξαίρετη μελέτη του, πού εἶναι ἐν πολλοῖς πρωτότυπη γιά τά ἑλληνικά δεδομένα καί στηρίχθηκε σέ κείμενα τά ὁποῖα ἑρμηνεύει αὐθεντικά καί ὄχι στοχαστικά καί αὐθαίρετα. Τόν συγχαίρω ἐπίσης γιά τήν θεολογική του ἐπιμέλεια ὡς πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, καί εὔχομαι τό βιβλίο νά διαβαστῆ ἀπό ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τό θέμα, γιά νά ἀποκτήσουν ὀρθόδοξη αἴσθηση τῶν πραγμάτων.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου