α) Ἡ κρίση
Στὴν
πορεία του ὁ κόσμος ἔχει γνωρίσει πολλὲς κρίσεις. Ἡ κρίση στὴν οὐσία
της εἶναι ἡ ἀνατροπὴ τῶν κανονικοτήτων τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, μὲ
ἀνωμαλίες καὶ δυσχέρειες, συχνὰ ἀδυσώπητες, καὶ πολυειδεῖς κινδύνους.
Ἡ
κρίση γίνεται περισσότερο αἰσθητή, ὅταν σχετίζεται μὲ οἰκονομικὰ
προβλήματα. Δὲν εἶναι ὅμως μόνο οἰκονομική, διότι μὲ αὐτὴν διασαλεύεται
ὅλη ἡ κοινωνικὴ τάξη, σὲ ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴν ἠθικὴ σφαῖρα, ποὺ διέπει
τὶς δομὲς μίας κοινωνίας.
Ἡ
σημερινὴ κρίση, ποὺ διερχόμεθα ὡς Ἕλληνες, ἔχει κύριο αἴτιο κατὰ γενικὴ
ὁμολογία τὴ χρεωκοπία τῆς ἡγεσίας, κυρίως τῆς πολιτικῆς, ποὺ ὑπηρετεῖ
τὰ συμφέροντα τῆς νέας παγκόσμιας τάξης, στὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἀσκεῖ τὴν
ἐξουσία της εἰς βάρος τῆς εὐστάθειας τῆς Χώρας. Γενικὴ εἶναι ἡ
συναίσθηση, ὅτι ζοῦμε σὲ ἕνα κόσμο «τραγικὰ παράλογο καὶ παράλογα
τραγικό», ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν βαναυσότητα τῆς μετανεωτερικότητας, παρόλη
τὴ μεγαλαυχία καὶ μεγαλοστομία της. Ὁ πολιτισμὸς τῆς μετανεωτερικῆς
κοινωνίας κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν ἄκρατο ὠφελιμισμό, τὴν ἀπληστία καὶ κατὰ
συνέπεια τὴν ἀδικία, τὴν εἰδωλολατρία δηλαδὴ τῆς φιλαργυρίας (πρβλ. Α´
Τιμ. 6,10), καὶ γι᾽ αὐτὸ καταντᾶ «πολιτισμὸς » ἀφιλάνθρωπος.
Κάθε
κρίση, ἀτομικὴ ἢ κοινωνική, γιὰ ἕνα ἱστορικὸ θεολόγο εἶναι πάντα
συνέπεια τῆς πτωτικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς του
ἀλλοτρίωσης, διότι, ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, «χωρὶς Θεὸ ὅλα
ἐπιτρέπονται». Κυρίαρχο θέμα τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ
αἰώνα εἶναι ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ», ποὺ σημαίνει τὴν ἀποσύνδεση τοῦ
ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ δαιμονοποίηση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.
Κατὰ
τὸ νεώτερο Ἅγιο π. Ἰουστῖνο (Πόποβιτς) «ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννησιν
ἕως σήμερον μετεβλήθη εἰς ἐργαστήριον ρομπότ... Δὲν ὑπῆρξεν ἐπὶ τοῦ
πλανήτου... ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ εὐρωπαϊκὸ ρομπότ... Ἄνθρωπος
χωρὶς Θεὸν καὶ χωρὶς ψυχὴν... Ἀφοῦ ἐφόνευσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴν μέσα
του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου… βαθμηδὸν αὐτοκτονεῖ, διότι ἡ
αὐτοκτονία εἶναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς θεοκτονίας».
Εἶναι,
βέβαια, γεγονός, ὅτι ἡ κατάσταση τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἔχει
μία ἰδιαιτερότητα σὲ σχέση μὲ παλαιότερες κρίσεις, διότι ἡ Χώρα μας
συμμετέχει σὲ μία Οἰκονομικὴ καὶ Νομισματικὴ Ἕνωση καὶ ἐντάχθηκε σ᾽
αὐτήν, ὅπως διατείνονται οἱ Πολιτικοί μας Ἡγέτες, γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ
εὐημερία της. Καὶ ὅμως ἀπὸ τὴν προσδοκώμενη κοινωνία ἀπόλαυσης, προέκυψε
μία κοινωνία δυσπραγίας, ἀθλιότητας καὶ φόβου. Μολονότι ὁ
νεοφιλελευθερισμός ἔχει ἀποβεῖ ἡ θρησκεία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, τὸ
ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ 20% τοῦ παγκόσμιου πληθυσμοῦ νὰ κατέχει τὸ 83% τοῦ
παγκόσμιου πλούτου. Ἡ Εὐρώπη κατάντησε τριτοκοσμικὴ στὸ νότιο μέρος της,
ἐνῶ καλπάζει ἡ φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση ἔχει
ἐπιπτώσεις σ᾽ ὅλους τούς χώρους τοῦ δημόσιου βίου καὶ σ᾽ ὅλες τὶς δομὲς
του (παιδεία, ὑγεία, οἰκογένεια, νεολαία, μέχρι καὶ τὴν οἰκολογία).
Ἰδιαίτερα αἰσθητὴ εἶναι στὴν ψυχικὴ ὑγεία καὶ εὐεξία τῶν νέων, διότι ὁ
ἐφιάλτης τῆς ἀνεργίας, ποὺ πλανᾶται, ἡ φτώχεια, ὁ φόβος τῆς κατάθλιψης
καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος ἀφήνουν βαθειὰ σημάδια στὴν ψυχὴ τῶν
νέων καὶ τῶν παιδιῶν, ποὺ βιώνουν τὴν δυσπραγία τῶν γονέων τους, μὲ
ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία μίας γενεᾶς ψυχικά ἀσθενῶν, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ
γενοκτονία.
β) Ἡ ἐπιστήμη
Τὸ
ἐρώτημα, ποὺ τιμητικὰ γιὰ μένα μοῦ τέθηκε, εἶναι ἡ θέση τῆς ἐπιστήμης
στὸν κυκεώνα τῆς κρίσης, καὶ θὰ τὸ προσεγγίσω ὄχι μόνο ὡς ὀρθόδοξος
Κληρικός, ἀλλὰ ὡς διάκονος καὶ τῆς ἐπιστήμης. Θὰ ἀρχίσω μὲ μία
κοινοτοπία: Ἡ ἐπιστήμη εἶναι μία καὶ ἑνιαία, διότι καὶ τὸ ὑποκείμενό
της, ὁ κόσμος τῶν φαινομένων, εἶναι ἑνιαῖος. Ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης
διάνοιας νὰ συλλάβει τὸ σύνολο τοῦ ἐπιστητοῦ, ὁδήγησε στὸν ἐπιμερισμὸ
τῆς ἐπιστήμης σὲ πολλὰ εἴδη. Ἔτσι ὁ ὅρος «ἐπιστήμη» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ
μὲ ἀναφορὰ σ᾽ ὅλους τους κλάδους, ὡς μέρη ἑνὸς ὅλου, ποὺ πρέπει νὰ
διατηρεῖ τὴν ἑνότητά του μέσα στὴν εὐρύτητα τοῦ φάσματός του καὶ τὴν
ποικιλία τῶν φορέων του. Ἀκριβῶς δέ, μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὸ ἦθος τῶν
φορέων της συναρτᾶται καὶ ἡ καταξίωση ἢ ἡ ἀπαξίωσή της.
Ἡ ἐπιστήμη στὸ σύνολό της εἶναι λειτουργία κοινωνική, ἀναδεικνυόμενη μέσα στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι καὶ ποτὲ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτό.
Ὑπάρχει
γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, ὡς «εὐλογία φιλαδελφείας» κατὰ τὸν
ἐπιστήμονα Μ. Βασίλειο (ΡG 31,1024 D) καὶ διαμορφώνει τελικὰ τὸν
ἀνθρώπινο βίο ὡς καθαρὰ κοινωνικὴ δύναμη. Συνεπῶς, ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ
νὰ ὑπάρχει γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἡ δὲ ἔρευνα διεξάγεται γιὰ χάρη τοῦ
ἀνθρώπου, ὡς προσώπου καὶ κοινωνίας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ ἐπιστήμη
συμμετέχει στοὺς προβληματισμοὺς τῆς κοινωνίας καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴ
γνησιότητά της, ὅταν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀντιμετώπισή τους.
γ) Κρίση καὶ Ἐπιστήμη
Ἡ
κρίση, κυρίως στὴν οἰκονομικὴ ἔκφρασή της, δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστη καὶ
τὴν ἐπιστήμη. Ἡ οἰκονομικὴ στενότητα καὶ πίεση ἐπηρεάζει τὴν ὁμαλὴ
πορεία της, ἀφοῦ ἡ ἔρευνα ἀπαιτεῖ χρηματοδότηση καὶ τὰ κατάλληλα
ὑλικοπνευματικὰ μέσα. Οἱ ἐρευνητικὲς δραστηριότητες, ὅταν λείπουν τὰ
μέσα, ἐπιβραδύνονται ἢ καὶ ματαιώνονται, ἡ δὲ ἀνεργία παραλύει καὶ τὸν
ἐπιστημονικὸ χῶρο σ᾽ ὅλες τὶς δραστηριότητές του. Αὐτὸ ζοῦμε σήμερα.
Ἐρευνητικὰ προγράμματα καρκινοβατοῦν ἢ ματαιώνονται, οἱ ἀδιόριστοι δὲ
ἐπιστήμονες, ἰδιαίτερα οἱ πανεπιστημιακοί, ἀναγκάζονται νὰ
μεταναστεύσουν. Ἤδη περὶ τοὺς 750 καθηγητὲς τῶν ΑΕΙ και ΤΕΙ ἀναζητοῦν
ἐργασία ἐκτὸς Ἑλλάδος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι λαμπροὶ ἐπιστήμονες χάνονται
γιὰ τὴ Χώρα μας, ἀφοῦ συνήθως φεύγουν οἱ καλύτεροι, τὰ δὲ ἑλληνικὰ
Ἀνώτατα Πνευματικὰ Ἱδρύματα ὁδηγοῦνται σὲ ἀσφυξία. Τὸ κακὸ ἔχει φθάσει
σὲ τέτοια ὀξύτητα, ὥστε νὰ γίνεται λόγος στὸν Τύπο γιὰ τὸ «τέλος τῆς
ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν Ἑλλάδα». Τὸ κλείσιμο τοῦ βιβλιοπωλείου τῆς
«Ἑστίας», ἐξ ἄλλου, μετὰ ἀπὸ 129 χρόνια λειτουργίας καὶ ὑψηλῆς
πνευματικῆς προσφορᾶς, εἶναι μία κραυγαλέα περίπτωση, ποὺ τεκμηριώνει
τὴν ἔκταση τῆς δικῆς μας κρίσης.
δ) Ἐπιστήμη καὶ Κρίση
Ὑπάρχει
ὅμως καὶ τραγικότερη ὄψη τοῦ προβληματισμοῦ μας: Εἶναι ἡ ἀνάμειξη καὶ
συμμετοχὴ τῆς ἐπιστήμης στὴν κρίση, ποὺ ἀποβαίνει τελικὰ ἕνας τῶν
συντελεστῶν της. Ἔχει, ὄχι ἀδικαιολόγητα, διατυπωθεῖ τὸ ἐρώτημα: «Κρίση
τῆς κοινωνίας ἢ κρίση τῆς ἐπιστήμης;», πού προϋποθέτει τὴν συνενοχὴ καὶ
τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν ἐπίταση τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ
συμβεῖ, ὅταν ἡ ἐπιστήμη ἀποβάλλοντας τὸν ἠθικὸ ὁπλισμό της, δὲν μπορεῖ
νὰ συμβάλει στὴ διατήρηση τῆς κοινωνικῆς ἑνότητας καὶ συνοχῆς.
Τὸ
ἔργο τῆς ἐπιστήμης εἶναι σὲ κάθε περίπτωση φιλάνθρωπο, στοχεύοντας ὄχι
μόνο τὴν διανοητική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἠθικὴ προαγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν
ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων του. Ἡ τραγωδία καὶ πτώση τοῦ διακόνου τῆς
ἐπιστήμης ἀρχίζει μὲ τὴν αὐταπάτη τῆς ὀρθολογικότητας, ποὺ εἶναι καρπὸς
τῆς φυσίωσής του, ὡς αὐτοεμπιστοσύνης, ὑπερτροφικῆς δηλαδὴ ἀνάπτυξης τοῦ
αὐτοσυναισθήματός του. Ἡ θεοποίηση τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἀδυνατεῖ νὰ παγιώσει
μία φιλάνθρωπη διάθεση, ποὺ θεμελιώνεται στὴν προτεραιότητα τοῦ
ἀνθρώπου, στὴ διακονία τοῦ ὁποίου, ὅπως εἰπώθηκε, εἴμαστε
ἐπιστρατευμένοι. Στήν περίπτωση ὅμως αὐτὴ, ἡ ἐπιστήμη δὲν ἀποβαίνει μόνο
ἀναποτελεσματική, ἀλλὰ συχνὰ καὶ ἐπικίνδυνη, δυσχεραίνοντας τὴν ἐπίλυση
τῶν προβλημάτων τῆς κοινωνίας. Ἐδῶ ἰσχύει τὸ εὐαγγελικό: «Ἐὰν τὸ ἅλας
μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (Ματθ. 5,13).
Ἀφιλάνθρωπη
εἶναι ἡ λεγομένη «κακὴ χρήση» τῆς ἐπιστήμης, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπαξίωση
καὶ αὐτοκατάργησή της. Εἶναι δὲ κακή, ὅταν γίνεται «χρήση» τῶν
πορισμάτων τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση σκοπῶν ἰδιοτελῶν καὶ
-συνεπῶς- ἀνόμων συμφερόντων. Κακὴ ὅμως εἶναι καὶ ἡ χρήση τοῦ
Οὐσιαστικοῦ μόχθου τῶν αὐθεντικῶν ἐπιστημόνων γιὰ ἀτομικὸ ὄφελος, ὅπως
εἶναι τὸ κέρδος. Πρόκειται τότε γιὰ ἐμπορευματοποίηση τῆς ἐπιστήμης. Τὸ
παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀμερικανοῦ ἐπιστήμονος, γερμανικῆς καταγωγῆς,
Τζούλιους Ρόμπερτ Ὀπενχάϊμερ (1904-1967), τοῦ πατέρα τῆς ἀτομικῆς βόμβας
καὶ ἀπὸ τοὺς βασικοὺς συντελεστὲς τῆς ὁπλικῆς κυριαρχίας τῆς
Νεοεποχίτικης Ὑπερδύναμης, εἶναι μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες
συγκρούσεις τοῦ ἐπιστήμονα μὲ τὶς δυνάμεις, ποὺ ἐκμεταλλεύθηκαν
κυριολεκτικὰ τὴν ἀνακάλυψή του. Διότι, ὅπως ἔχει τονισθεῖ, ὁ Ὀπενχάϊμερ
«ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες, ποὺ ἀναγκαστικὰ προβληματίσθηκε, ἀπὸ
φιλοσοφικὴ καὶ κοινωνιολογικὴ ἄποψη, γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις τῆς ἀτομικῆς
ἐνέργειας στὴν ἀνθρωπότητα, ἀφιέρωσε μάλιστα, ἀντιπαλαίοντας τὴν
παλαιότερη δράση του, στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν ἀναζήτηση
τρόπων γιὰ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς κοινωνίας»
(Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, τ. 8,13). Τὰ ναζιστικὰ πειράματα, ἐξ
ἄλλου, πού -mutatis mutandis- συνεχίζονται καὶ σήμερα, εἶναι ἡ
ἀπανθρωπότερη χρήση τῆς ἐπιστήμης, ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὡς «ζῶον
θεούμενον» (ἔμβιον ὄν, ποὺ ἔχει προορισμὸ νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάρη),
ἀλλὰ ὡς πειραματόζωο.
Τὸ
ταπεινὸ φρόνημα τοῦ ἐπιστήμονα διασώζει τὴ δυνατότητα νὰ μείνει πιστὸς
στὴν ἀποστολή του, συνειδητοποιώντας τὰ ὅρια τῶν ἐγχειρημάτων του. Αὐτὸ
γίνεται ἰδιαίτερα ἀντιληπτὸ στὴν περίπτωση τοῦ θανάτου. Ἡ παράταση τοῦ
ὁρίου τῆς ζωῆς (ἄλλο ἡ θεραπεία), ἀποδεικνύεται τελικὰ φενάκη, ἀφοῦ
πρόκειται γιὰ ἁπλῆ μετάθεση τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ νίκη πάνω σ᾽
αὐτόν. Ἡ πίστη, ποὺ ἐμπνέει στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἐπιστήμη γιὰ ὑπέρβαση
τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου, προϋποθέτει τὴν ἀντίληψη περὶ παντοδυναμίας
τῆς ἐπιστήμης. Αὐτὸ ἰσχύει, ἰδιαίτερα στήν περίπτωση τῆς τεχνολογίας,
ποὺ προσλαμβάνει, οἱονεί, μαγικὸ χαρακτήρα. Παρὰ τὴν ἐκπληκτικὴ ὅμως
πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου δὲν
καλύπτονται ἐντελῶς, οὔτε τὰ προβλήματα περιορίζονται. Ἀντίθετα
προκύπτει ἡ ὑποκατάσταση ἐργατικῶν χειρῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀνεργία ἢ
τὴν ἐξυπηρέτηση πολεμικῶν στόχων, ὅπως λ.χ. ἡ ὑποκίνηση ἐμφυλίων
συρράξεων γιὰ τὸν πλουτισμὸ τῶν διαχειριζομένων τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα
καὶ τὴν πρόοδό της. Ἤδη ὁ Ζάν Ζὰκ Ρουσσώ εἶχε προβλέψει, ὅτι «ὅσο
περισσότερος τεχνολογικὸς πολιτισμός, τόσο περισσότερη δυστυχία». Αὐτὸ
συμβαίνει, ὅταν διασαλευθοῦν οἱ ἀναγκαῖες ἰσορροπίες.
Ἡ
ἐπιστήμη κινεῖται στὰ ὅρια μίας διπλῆς δυνατότητας: ἢ τῆς διευκόλυνσης
τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἢ τῆς ἀπειλῆς γιὰ ἀλλοίωση τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς ὡς
τὴν τελικὴ ἐξαφάνισή της. Ἔλεγε ἕνας ἀληθινὰ σοφὸς
Πνευματικὸς-Γέροντας, ὅτι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ περιμένουμε τὸ τέλος τοῦ
κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, διότι μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε μόνοι μας! Κρίση,
συνεπῶς, παράγει καὶ ἡ ἐπιστήμη, ὅταν χειραγωγεῖ τὴν κοινωνία σὲ
ἐνέργειες ἀντιανθρωπιστικὲς καὶ ἀντικοινωνικές. Τότε ἰσχύει τὸ
ἀποδιδόμενο στὸν Πλάτωνα: «Ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία, οὐ
σοφία». Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι, ὄχι σπάνια, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἔπαρσης,
ποὺ δημιουργεῖ ἡ ὑπέρμετρη ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιστήμη, ὁ ἄνθρωπος
στεγνώνει συναισθηματικά, ἀποβάλλοντας κάθε ἀνθρώπινο συναίσθημα καὶ
μηχανοποιεῖται.
Ἡ
ἀθέτηση τῶν ὁρίων τῆς γνώσης γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας ἦταν
«ὕβρις». Ἔλεγα κάποτε σὲ ἕνα μεγάλο ἀστροφυσικὸ σὲ τηλεοπτικὴ συζήτηση,
ὅτι δικό του ἔργο δὲν εἶναι νὰ διαπιστώσει, ἂν ὑπάρχει Θεὸς ἢ δὲν
ὑπάρχει, διότι τότε αὐτοκαταργεῖται ὡς ἐπιστήμων καὶ κάνει μεταφυσική.
Ἔργο δικό του εἶναι ἡ πληροφόρηση τῶν μὴ εἰδικῶν γιὰ τὸ τί ἀκολούθησε τὸ
Big Bang, καὶ ὄχι τὸ ἂν καὶ τί προηγήθηκε. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς
ἐπιστήμης τοῦ Ἀκτίστου καὶ τῶν εἰδικῶν αὐτοῦ τοῦ χώρου, δηλαδὴ τῶν
Ἁγίων. Αὐτοὺς τοὺς προβληματισμοὺς ἀντιμετωπίζοντας ὁ Κομφούκιος,
δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξυψώνει τὴν ἐπιστήμη καὶ ὄχι ἡ ἐπιστήμη τὸν
ἄνθρωπο, κάτι ποὺ θά ἀναδιατυπώσει καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης μὲ τὸ
δικό του σοφὸ ρωμαίϊκο τρόπο: «Ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα
τὸν ἄνθρωπο»!
Ὑπάρχει
ὅμως καὶ κάτι χειρότερο: Εἶναι ἡ χρήση τῶν ἐπιστημόνων ἀπὸ τὶς
δυνάμεις, ποὺ παράγουν τὶς κρίσεις, λειτουργώντας καταλυτικὰ καὶ
καταστροφικὰ στὴν κοινωνία. Ὄργανά τους γίνονται οἱ ἐπιστήμονες ἐκεῖνοι,
ποὺ συνειδητὰ αὐτοπαραδίδονται στὴν ἄνομη πολιτικὴ ἢ οἰκονομικὴ
ἐξουσία, διαθέτοντας τὴ γνώση καὶ τὰ ἐπιτεύγματά τους σὲ ἐπιχειρήσεις,
ποὺ μολύνουν τὸ περιβάλλον, νοθεύουν τὴν αἰσθητική μας, νεκρώνουν τὴν
ψυχή μας, προωθώντας τὴ βία καὶ κραταιώνοντας τὸν θάνατο καὶ τὴν
ἐξόντωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐπιστήμονας τότε καταντᾶ μισθοφόρος τῆς
κατεστημένης ἐξουσίας καὶ ὑποχείριό της.
Μία
ἀξιοπρόσεκτη περίπτωση στὴν κατεύθυνση αὐτή, ποὺ ἀπασχολεῖ τὴν ἐπιστήμη
τῆς Ἠθικῆς καὶ τῆς Θεολογίας, ἀφορᾶ στὴν κλωνοποίηση. Ὑπάρχει ὁ
κίνδυνος ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μεταφέρεται «ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν
κοινωνικῶν σχέσεων, στὸ ἐργαστηριακὸ περιβάλλον καὶ νὰ ὑποκαθίστανται οἱ
φυσικοὶ νόμοι μὲ κριτήρια ἀτομικῆς λογικῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι, δὲν
γεννιέται μόνο ἀπὸ γονεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀποφασίζεται ἀπὸ τεχνίτες». Τοῦτο
συμβαίνει, ὅταν λησμονεῖται, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται ἄνθρωπος σὲ
κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος σὲ κάθε φάση τῆς πορείας
του ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης» (Γ. Μαντζαρίδης), καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς
σύλληψης ζεῖ καὶ νοεῖται μέσα στὴν προοπτική τῆς αἰωνιότητας.
Αὐτοκατάργηση
τοῦ ἐπιστήμονα συμβαίνει καὶ ὅταν βλέπει τὴν ἐπιστήμη ὡς ἁπλῇ
ἐπαγγελματικὴ τακτοποίηση καὶ καριέρα καὶ ὄχι ὡς ἀποστολή. Τότε εἶναι
δυνατὴ ἡ κατευθυνόμενη ἔρευνα ὑπὸ τὴ ἐξουσία τῶν χρηματοδοτῶν του. Οἱ
ἐπιστημονικὲς ἐφαρμογὲς ἐντάσσονται στὴν ὑπηρεσία τῆς ταξικῆς οἰκονομίας
καὶ τῆς ἰδεολογίας τῆς ἄρχουσας τάξης καὶ δύναμης. Αὐτὸ συμβαίνει
ἰδιαίτερα σήμερα καὶ εἶναι ἀξιοθρήνητοι οἱ κομματικὰ στρατευμένοι
οἰκονομολόγοι, ποὺ προσπαθοῦν νὰ συγκαλύψουν τὰ διαπραττόμενα ἀπὸ τὴν
πολιτικὴ ἐξουσία ἐγκλήματα, ἐπιχειρηματολογώντας διαμετρικὰ ἀντίθετα μὲ
τοὺς γνήσιους ἐκπροσώπους τῆς ἐπιστήμης τους. Μία ἐπιστήμη ὅμως στὴν
ὑπηρεσία τῶν ἰσχυρῶν, τοῦ κεφαλαίου, τοῦ θεάματος, τῆς παραπληροφόρησης
φανερώνει τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Τὰ τηλεοπτικὰ παράθυρα
ἀποκαλύπτουν αὐτὸ τὸν ρόλο τῆς ἐπίορκης ἐπιστήμης. Ἡ κρίση τῆς κοινωνίας
εἶναι τότε συνέπεια τῆς κρίσης τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν ἐκπροσώπων της.
Τεράστια
εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ συμβολὴ τῆς δυτικῆς Θεολογίας στὴν
συγκρότηση τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ τῶν ἐφαρμογῶν του. Ὁ Προτεσταντισμός,
ζώντας τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ πατερικοῦ ἤθους, γέννησε μία «θεολογία», ποὺ
ἔθρεφε τὸ θηρίο τοῦ καπιταλισμοῦ τῆς ἀπληστίας καὶ ἀφιλάνθρωπης
κερδοσκοπίας. Ὁ εἰδικὸς ἐρευνητὴς τοῦ θέματος Max Weber ἔχει
παρατηρήσει: «Οἱ ἐπιχειρηματίες καὶ οἱ κάτοχοι κεφαλαίου, ὅπως καὶ τὰ
ἀνώτερα στρώματα τῶν εἰδικευμένων ἐργατῶν καὶ ἐπιπλέον τὸ ἀνώτερο
τεχνικὰ καὶ ἐμπειρικὰ μορφωμένο προσωπικὸ τῶν σύγχρονων ἐπιχειρήσεων
εἶναι στὴν πλειοψηφία τους προτεστάντες» (Ἡ προτεσταντικὴ Ἠθική καὶ τὸ
πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, Gutenberg 1978, σ. 31). Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, διέπει
τὴν πολιτικὴ στάση τῆς ἡγεσίας τῆς σημερινῆς Γερμανίας. Θὰ πρέπει ὅμως
νὰ προστεθεῖ, ὅτι ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν καπιταλιστικὴ
ἀπληστία. Εἶναι ἡ ἀνικανοποίητη σοσιαλιστικὴ δίψα τοῦ πλούτου καὶ τῆς
ἐξουσίας καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ζυμώθηκε ἡ γερμανικὴ ἡγεσία τοῦ ὑπαρκτοῦ
σοσιαλισμοῦ.
ε) Δυνατότητες τῆς Ἐπιστήμης
Ἡ
πίστη ὅμως γιὰ τὶς δυνατότητες τῆς ἐπιστήμης στὴν ἀντιμετώπιση τῶν
κοινωνικῶν κρίσεων παραμένει ἀμείωτη, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ νὰ ἔχει
ἀναχθεῖ ἡ ἐπιστήμη στὸ ὕψος τῆς θρησκείας. Ἡ κοινὴ διαπίστωση, μάλιστα,
τῆς χρεωκοπίας τῆς πολιτικῆς ἐνισχύει τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ὅτι τὸ ἔργο
της μπορεῖ νὰ ἀναλάβει ἡ ἐπιστήμη. Αὐτὸ σημαίνει: νὰ ἀναλάβει ἡ
ἐπιστήμη τὴν στήριξη εὐάλωτων κοινωνικῶν ὁμάδων, ἀποκαθιστώντας συνάμα
τὴν τρωθεῖσα, λόγῳ τῆς ἀνικανότητας ἢ καὶ τῶν σκοπιμοτήτων τῆς
πολιτικῆς, κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια. Καὶ εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ
ἐπιστήμονας δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀδιάφορος μπροστὰ στὸ χάος. Τὴν κρίση
καλοῦνται, συνήθως, νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ ἠθικολόγοι, οἱ ψυχολόγοι ἢ
περισσότερο οἱ οἰκονομολόγοι. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι χρέος ὅλων τῶν
ἐπιστημόνων, κατὰ τὴν εἰδικότητα καὶ γνώση τους. Ὁ ἀνθρωπισμὸς δὲν ἔχει
κλαδικὸ σχῆμα.
Ἂν
ἡ ἐπιστήμη θέλει νὰ βοηθήσει τὴν κοινωνία, ὀφείλει νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴ
ὀρθὴ ἐνημέρωση καὶ προετοιμασία τοῦ Λαοῦ, γιὰ τὴν συνειδητοποίηση τῶν
προβλημάτων καὶ τὴν κριτικὴ στάση ἀπέναντι στὴν παραπλανητικὴ ἐξουσία.
Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἔγινε. Ἡ ἐπιστήμη, ἐξ ἄλλου, μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴ
μετάσταση ἀπὸ τὴν ἀπελπισία στὴν ἐλπίδα, ἀποκαλύπτοντας τὴν τραγικὴ
ἀλήθεια καὶ ὄχι συγκαλύπτοντας τὴν ζοφερὴ πραγματικότητα. Ὁ ἀληθινὸς
ἐπιστήμονας εἶναι, ἄλλωστε, ἡγέτης καὶ ὀφείλει νὰ ἀναλαμβάνει τὸν ρόλο
τοῦ ἡγέτη σὲ κρίσιμες στιγμές, συμπάσχοντας μὲ τὸν ταλανιζόμενο
συνάνθρωπο καὶ μαχόμενος γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης. Τὸ ἀποτέλεσμα
δὲν εἶναι ἐδῶ τόσο σημαντικό, ὅσο ἡ συγκακουχία (Ἑβρ. 11,25), κατὰ τὸν
λόγο τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ: «Τέλειον ἰατρόν λέγομεν, οὐ τὸν θεραπεύοντα
πάντως, ἀλλὰ τὸν μηδὲν τῶν εἰς ὠφέλειαν ἀνηκόντων καὶ θεραπείαν
παραλείποντα· καὶ στρατηγὸν ἄριστον, οὐ τὸν νικῶντα πάντως, ἀλλὰ τὸν
μηδὲν τῶν εἰς νίκην συντεινομένων παραλείποντα. Οὕτω κυβερνήτην ἄριστον
οὐ τὸν τυγχάνοντα πάντως τοῦ εὖ ἄγαν τοῦ Λαοῦ, ἀλλὰ τὸν μηδὲν τῶν ὅσα
δείκνυσι τὸν ἄριστον κυβερνήτην παραλείψαντα...» (ΡG 96,537).
Οἱ
βραβεύσεις νέων μας σὲ διεθνεῖς ἐπιστημονικοὺς διαγωνισμοὺς εἶναι
ἐπιβεβαίωση τῆς ὕπαρξης ὑγιοῦς ψυχισμοῦ σὲ διδάσκοντες καὶ
διδασκομένους, ὡς καὶ τῆς διαπίστωσης ὅτι «ὁ τόπος μας δὲν ἔπαψε νὰ
παράγει μυαλά»! Παρήγορο, ἐξ ἄλλου, εἶναι τὸ παράδειγμα γιατρῶν,
φαρμακοποιῶν ἢ καὶ φαρμακοεταιρειῶν, ποὺ παρέχουν δωρεὰν ἐξετάσεις καὶ
φάρμακα. Φέρνουν στὴν ἐπιφάνεια τὸ παράδειγμα γιατρῶν μας παλαιοτέρων
ἐποχῶν, ποὺ ὄχι μόνο ἐξέταζαν δωρεὰν τοὺς ἀπόρους, ἀλλὰ χορηγοῦσαν καὶ
τὰ ἀναγκαῖα φάρμακα στοὺς φτωχοὺς ἀσθενεῖς τους. Ἡ συστράτευση αὐτὴ στὴν
ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀνάγκης, μὲ τὴν περίθαλψη ὑποσιτιζομένων
ἀσθενῶν, καὶ γενικὰ ἐμπεριστάτων εἶναι ἡ αὐτοεπιβεβαίωση τῆς ἐπιστήμης.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναδύεται ὁ ρόλος τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς θεολογίας καὶ
τῆς Ἱστορίας γιὰ τὴν ὑποβοήθηση στὴν κατανόηση τοῦ πνευματικοῦ χαρακτήρα
τῆς κρίσης, ἀλλὰ καὶ τὴν προβολὴ προτύπων τῆς παράδοσής μας, ποὺ
ἀποδείχθηκαν σωστικὰ σὲ κρίσιμες περιόδους, ὅπως π.χ. ἡ μακρόσυρτη
δουλεία. Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὰ καινοδιαθηκικὰ δεδομένα, ἀλλὰ καὶ ὁ
καταξιωμένος στὴν Ἑλληνορθοδοξία κοινοβιακὸς καὶ κοινοτικὸς τρόπος
ὑπάρξεως καὶ ἡ φιλαδελφία, ποὺ γεννᾶ ἡ συνείδηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς
«πλησίον» (Λουκ. κεφ. 10). Τὰ ἀρχαιοελληνικὰ «κοινὰ» καὶ τὰ μοναστικὰ
κοινοβιακὰ μοναστήρια, ποὺ θεμελίωσαν τὶς κοινότητες, παρήγαγαν ὅλη τὴ
φιλάνθρωπη παράδοση τοῦ Γένους μας, ἀπὸ τὴν ἐνοριακὴ μέριμνα, ὡς τοὺς
Μεγάλους Εὐεργέτες, ποὺ σήμερα, ὅπως φαίνεται, ἔχουν ἐκλείψει. Ἡ
δημοσιονομικὴ πολιτικὴ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναλαμβάνεται ἀπὸ προσωπικότητες
πνευματικοῦ ὕψους, ποὺ ἱεραρχοῦν τὸ ὑλικὸ στὸ πνευματικό. Ὁ Homo
economicus, ποὺ μᾶς κληροδότησε ἡ Εὐρώπη, πρέπει νὰ γίνει Homo
spirutualis (Ε. Θεοδώρου). Μὲ τὴν κρίση ὅμως μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ ὁ
ἐπιστήμονας, ποὺ ἀναλαμβάνει τὶς εὐθύνες του, ὡς μέρος ἑνὸς συνόλου.
Γνώση
καὶ Ἠθική, παρὰ τὶς ἀτέρμονες στὸ ζήτημα αὐτὸ συζητήσεις, πρέπει νὰ
νοοῦνται στενὰ μεταξύ τους συνδεδεμένες. Καὶ αὐτὸ ὑποδεικνύουν τὰ
ἐπιτεύγματα τῆς Μοριακῆς Βιολογίας καὶ τῆς Γενετικῆς, ὡς καὶ ἡ
προσπάθεια ἀντιμετώπισης τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, ποὺ συνδέεται μὲ
τὴν ἐπιβίωση σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ
ρόλος τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ εἶναι δραστικός, ὅταν ἡ ἐπιστήμη
ἀναγνωρίζεται ὡς χάρισμα θεϊκὸ καὶ ὄχι ὡς ἀποκλειστικὸ κατόρθωμα τοῦ
ἐπιστήμονα. Οἱ τεχνολογικὲς ἐπιστῆμες μποροῦν νὰ εἶναι -καὶ εἶναι-
οὑμανιστικές, συμβάλλοντας στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι
ἀναστέλλει τὴν ὁμαλὴ πορεία του. Εἶναι ὅμως γεγονός, ὅτι τὴν ἀνθρώπινη
προσωπικότητα δὲν οἰκοδομεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση, ὅσο ὑψηλὴ καὶ ἂν
εἶναι, ἀλλὰ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Χάρη. Πραγματικὰ
σοφοὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση εἶναι οἱ Ἅγιοι. Γι᾽ αὐτὸ ὅμως
χρειάζεται ταπείνωση, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Ὅσον μέγας εἶ,
τοσοῦτον ταπεινοῦ σεαυτόν». Αὐτὸ μᾶς ἔλεγαν στὰ μαθητικά μας χρόνια καὶ
οἱ δικοί μας πνευματικοὶ πατέρες: «Μάθε πολλὰ γράμματα, γιὰ νὰ μπορεῖς
νὰ στηρίζεις καὶ ὑπερασπίζεις αὐτοὺς ποὺ δὲν γνωρίζουν»!
Ὁ
κίνδυνος τῆς γνώσης ἔγκειται στὸ ὅτιμπορεῖ νὰ «φυσιοῖ», νὰ κάνει
ὑπερφίαλο καὶ ἐγωκεντρικὸ τὸν κάτοχό της (Α´ Κορ. 8,1). Ἡ λαϊκὴ
παροιμία: «μάθε γράμματα, γιὰ νὰ γίνεις ἄνθρωπος», μπορεῖ νὰ σημαίνει ἢ
τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἐπιστήμονα σὲ «συνάνθρωπο» ἢ τὸν πλουτισμό του μὲ τὴν
ἐκμετάλλευση τῆς ἐπιστήμης του. Καὶ ὅμως: καὶ ἂν ἀκόμη ὁ ἐπιστήμονας δὲν
μπορεῖ νὰ περιστείλει τὴν κρίση, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ αὐξήσει τὴν
ἀνθρωπιὰ καὶ τὴν ἀγάπη, ἀρνούμενος τὴν σύμπραξή του μὲ τοὺς δημιουργοὺς
καὶ χειριστὲς κάθε εἴδους κρίσης.
Τοῦ πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
[Ἐναρκτήρια Διάλεξη στὸ Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο: «ΙΗ´ Ἡμερίδα Μεταβολισμοῦ» (Εὐγενίδειο Ἵδρυμα, 16 Μαΐου 2013)]
(ΠΗΓΗ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 31/5/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου