Παράδοσις και ανανέωσις
εις την Ορθοδοξίαν
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Εἰσήγηση σέ Συνέδριο στήν Βάρνα τῆς Βουλγαρίας (8.9.2011).
Τήν μετάφραση στά Βουλγαρικά ἔκανε
ὁ Δρ. τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, κ. Πέτρος Σιμεόνοφ.
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 7/10/2011
Ὁ
λόγος γιὰ παράδοση εἶναι σήμερα ἀποκρουστικός, ἰδιαίτερα στὶς
οἰκουμενικὲς σχέσεις, πόσον μᾶλλον, ὅταν ἡ παράδοση ταυτίζεται μὲ τὴν
συντηρητικὴ προσκόλληση στὸ παρελθόν. Μεθυστικὸς κυριολεκτικὰ εἶναι,
ἀντίθετα, ὁ λόγος γιὰ πρόοδο, ἀνανέωση, ἀλλαγή.
Ὁ
ὅρος, μάλιστα, ἀλλαγὴ ἀπὸ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789) ἔχει γίνει τὸ
κύριο σύνθημα τῆς σοσιαλιστικῆς ἰδεολογίας, ὅπως τὸ ζοῦμε ἐμεῖς στὴν
Ἑλλάδα, τουλάχιστον. Ἡ παράδοση συνδέεται ἀπὸ τοὺς ἐκσυγχρονιστὲς μὲ τὴν
καθυστέρηση καὶ τὴν ὀπισθοδρόμηση. Καὶ ὅμως! Τίποτε δὲν ἀρχίζει στὴν
καθημερινότητά μας ἀπὸ τὸ μηδέν. Σὲ κάθε ὄψη τῆς ζωῆς μας ὑπάρχει πάντα
κάποιο παρελθόν, πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται τὸ παρόν, γιὰ νὰ ὑπάρξει
καὶ μέλλον. Μιὰ ἀναφορὰ στὰ μεγέθη παράδοση καὶ ἀνανέωση θὰ ἐπιχειρηθεῖ
στὴ συνέχεια...
Α) Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ
1. Οὐσία τῆς παραδόσεως:
Παράδοση
γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς
σώματος Χριστοῦ στὸν ἱστορικὸ χρόνο. Ἡ συνέχεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς στὸ
σύνολό της, ὡς πίστεως, πράξεως καὶ μαρτυρίας. Ἐν Χριστῷ ζωὴ εἶναι ὁ
τρόπος ὑπάρξεως, ποὺ εἰσήγαγε στὸν κόσμο ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ,
«ἀσάρκως» στὴν Παλαιὰ Δια θήκη καὶ «ἐνσάρκως», ὡς Θεάνθρωπος, στὴν
Καινή. Εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνη, πού μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ στὸν μόνο καὶ διαιώνιο
προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, τήν θέωση. Παράδοση, συνεπῶς, δέν εἶναι ἡ
μετάδοση σέ κάθε ἐπερχόμενη γενεά «μιᾶς «νεκρῆς», ἄσαρκης ἰδεολογίας,
ἀλλά μιᾶς ἐμπειρίας, μέσα στήν ὁποία «παρατείνεται», ἐν Ἁγίῳ Πνεύ ματι, ἡ
ζωή τοῦ Χριστοῦ διά τῶν Ἁγίων Του. Αὐτή ἡ «πνευματοκίνητη» ζωή
φανερώνεται σέ κάθε στιγμή τῆς ἱστορίας, στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων μας, ὡς
ζωντανὴ πραγματικότητα, ποὺ διαφοροποιεῖται ριζικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ χωρὶς
Χριστὸν κόσμου καὶ συνιστᾶ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι,
δικαιώνεται ὁ λόγος τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου, ὅταν ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία
«Χριστὸν εἰς αἰῶνας -παρατεινόμενον». Χριστόν, δηλαδή, πού συνεχίζει νὰ
ζεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν ἱστορία.
Ἡ
ἐκκλησιαστικὴ παράδοση δὲν ταυτίζεται, λοιπόν, μὲ τὴν μηχανικὴ
μεταβίβαση μιᾶς κωδικοποιημένης διδασκαλίας, ἀλλὰ τὴν συνεχῆ μετάδοση
ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ (Trans-do, Traditio) τοῦ ζῶντος στὴν Ἐκκλησία ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο
νοεῖται ἡ παράδοση ὡς ἀδιάκοπη παραλαβὴ καὶ μετάδοση Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν
ἔννοια ἔχουν τὰ λόγια του: «Τοῦτο παρέδωκα ὑμῖν, ὅ καὶ παρέλαβον» (Α'
Κορ. 15,3), ὅπου ὁ λόγος εἶναι γιά τήν Θεία Εὐχαριστία.
Ἡ
Ἐκκλησία ὑπάρχει στὸν κόσμο, γιὰ νὰ δίνει σὲ κάθε ἐποχὴ μαρτυρία γιὰ
τὸν Χριστό «της», ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, «ἵνα μαρτυρήσῃ τῇ
ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 18,37). Αὐτὸ εἶναι συνέπεια μιᾶς ἐσώτατης ἀνάγκης στὴ
ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε γενεά, ποὺ εἰσέρχεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ διὰ
τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἔχει ἀνάγκη νὰ παραλαμβάνει τὸν Ἕνα, ἀληθινὸ καὶ
γνήσιο Χριστό, γιὰ νὰ ἔχει καὶ αὐτὴ τὴν δυνατότητα νὰ σώζεται ἐν Χριστῷ,
ἄλλα καὶ νὰ μεταδίδει, μὲ τὴ σειρά της, τὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Χριστὸ (Α'
Ἰωάν. 5,20), ἀμετάβλητο καὶ ἀναλλοίωτο στὶς ἑπόμενες γενεές, γιὰ νὰ
μποροῦν καὶ αὐτὲς νὰ σώζονται, ὁδηγούμενες στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ τὴν θέωση. Ἂν δὲν παραλαμβάνεται ἀπὸ μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία ὁ
Ἕνας ἀληθινὸς Χριστός, χάνεται ἡ δυνατότητα σωτηρίας. Καὶ αὐτὸ
συμβαίνει στὶς αἱρέσεις, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ
σημεῖο ὅμως αὐτὸ φαίνεται ἡ ταύτιση τῆς παραδόσεως μὲ τὴν «ἀποστολικὴ
διαδοχὴ» στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ παραλαβὴ τοῦ ὅλου Χριστοῦ κατὰ τὸ γνωστὸ
ἀπολυτίκιο τῶν ἱερομαρτύρων, καὶ μάλιστα τῶν ἐπισκόπων: «Καὶ τρόπων
μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόμενος». Ὁ ἐπίσκοπος δὲν
διαδέχεται μόνο στὸν «θρόνο» τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ μετέχει καὶ στὸν
τρόπο ζωῆς τους, ὥστε νὰ εἶναι μετὰ τοὺς Ἀποστόλους ἀπόστολος. Αὐτὴ ἡ
πνευματικὴ σκυταλοδρομία ἐκφράζεται συμβολικά, ἀλλὰ καὶ ρεαλιστικά, σὲ
ἕνα κεντρικότατο γεγονὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Κατὰ τὴν χειροτονία
τοῦ Πρεσβυτέρου, ἀκριβῶς μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, ὁ
Ἐπίσκοπος παραδίδει ἐκ μέρους ὅλης τῆς συνάξεως στὸν νεοχειροτονηθέντα
τὸν Ἅγιον Ἄρτο-Χριστό, λέγοντάς του: «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην καὶ
φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, ὅτι παρ᾽ αὐτοῦ
μέλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». Εἶναι ἡ συγκλονιστικότερη ἐμπειρία στὴ ζωὴ
τοῦ Κληρικοῦ, ποὺ μὲ τὴν χειροτονία του «παραλαμβάνει» τὸν Χριστό,
καλούμενος νὰ τὸν παραδώσει (ὡς πράξη καὶ ζωὴ) ἀνόθευτο καὶ ἀμετάβλητο
-ὀρθόδοξα δηλαδὴ καὶ ὄχι αἱρετικὰ τεμαχισμένο- στὸν Κριτή του
.
Εὐγλωττότερη
ἔκφραση τοῦ γεγονότος τῆς παραδόσεως δὲν μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ ὑπάρξει!
Κατὰ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο Λουγδούνου (β´ αἰ.), γνωστὸν στὴν Ἐκκλησία ὡς
«Θεολόγο τῆς παραδόσεως», διότι ἐθεολόγησε γι᾽ αὐτήν, μόνο στὴν Μία
Ἐκκλησία, τὴν Καθολική, ἀφοῦ σώζει τὸν ὅλο Χριστὸ (totus Christus),
εἶναι δυνατὸν νὰ εὑρεθεῖ ἡ μία καὶ μόνη ἀληθὴς «παράδοση τοῦ Χριστοῦ»
καὶ τῶν Ἀποστόλων Του καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ ἱστορικά, διότι ἡ ἴδια ἡ Μία καὶ
ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αὐθεντικὴ παράδοση. Γιὰ τὸν ἅγιο Πατέρα ἐξ
ἄλλου, αὐθεντικοὶ φορεῖς καὶ ζωντανοὶ μάρτυρες τῆς παραδόσεως (πρέπει
νὰ) εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι (Πρεσβύτεροι), οἱ ὁποῖοι ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία
μεγαλύτερη σημασία καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν Ἁγία Γραφή, διότι συνιστοῦν τὴν
ἀμετακίνητη ἐγγύηση γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς παραδόσεως. Παράδοση καὶ
Ἐπίσκοποι συνδέονται ἀδιάσπαστα καὶ σ' αὐτὸ ἔγκειται καὶ ἡ τεράστια
εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, στὴν ἱστορικὴ συνέχεια
τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ παρὰ τὶς πρακτικὲς διαφορὲς τῶν
ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ὑπάρχει, κατὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο,
ἑνότητα παραδόσεως, ποὺ ἐκφράζεται ὡς ἑνότητα πίστεως καὶ ζωῆς. Οἱ
διαφορὲς στὴ γλώσσα, τὸν πολιτισμὸ κ.λπ. δὲν μποροῦν νὰ κλονίσουν τὴν
ἑνότητα τῆς παραδόσεως τῆς καθ᾽ ὅλου Ἐκκλησίας, ποὺ διασώζεται μὲ τὸ
ἑνιαῖο χριστοκεντρικὸ φρόνημα (πρβλ. Ρωμ. 15,6-7).
2. Παράδοση καὶ Καθολικότητα:
Ἡ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν καθολικότητά της, τὴν
Ὀρθοδοξία της, ὡς γνησιότητα καὶ πληρότητα τῆς σωζομένης σ᾽ αὐτὴν
Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία μένει σὲ κάθε ἐποχὴ καθολική, ὅταν διασώζει στὴν ὅλη
ζωή της, τὴν παραδεδομένη ἀπὸ τὸν Χριστὸ Ἀλήθεια. Μόνο ὡς «κοινωνία
Ἁγίων», θεουμένων καὶ ἀγωνιζομένων γιὰ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση τῶν
πιστῶν, διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία τὴν καθολικότητα καὶ μαζὶ καὶ τὴν ταυτότητά
της. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὅτι γίνεται δεκτὸς ὁ ὅλος Χριστὸς καὶ ζεῖ στὴν
Ἐκκλησία, τὸ σῶμα Του, ὡς «ὁδός, ἀλήθεια καὶ ζωὴ» (Πράξ. 2,42 ἑπ. καὶ
4,32 ἑπ.).
Ἂν
ὁ Χριστός, πού «παραδίδει» μιὰ τοπικὴ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι «ὁλόκληρος», ἡ
τοπικὴ αὐτὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι καθολική, διότι τότε ὁ Χριστός, ποὺ
βιώνεται σ' αὐτήν, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς (ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς)
παραδόσεως. Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζεται μὲ τὴν καθολικότητά
της, ἀλλὰ καὶ ἡ καθολικότητα (ὀρθοδοξία) τῆς Ἐκκλησίας πραγματώνεται
μέσα στὴν παράδοσή της. Οἱ διάφορες αἱρέσεις (βιώνουν δική τους
(ψευδο)παράδοση, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν μία παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, διότι εἶναι «ψευδὴς παράδοση», ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ «τῶν
ἀνθρώπων» (Κολ. 2,8).
3. Οἱ φορεῖς τῆς παραδόσεως:
Ἡ
παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ, ὡς «πληρώματος» τῆς παραδόσεως,
ἀνιχνεύεται μέσα στὴν ἱστορία, στὸν λόγο καὶ τὴν πράξη τῶν Ἁγίων μας,
τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ γνησίων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ
ζωὴ ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων (καὶ Μητέρων) μας, σὲ ὅλο τό πλήρωμά της,
συνιστᾶ τὴν εὐθεῖα γραμμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Γι᾽ αὐτό, γιὰ
μᾶς τοὺς «Ὀρθοδόξους», μία Ἐκκλησία χωρὶς Ἁγίους εἶναι ἀδιανόητη. Ὁπότε,
κάθε λόγος γιὰ «μεταπατερικὴ» θεολογία καὶ ἡ στήριξη ἀπὸ αὐτὴν μιᾶς
Θεολογίας καὶ Παραδόσεως ἔξω ἀπὸ τὴν ἀποστολικοπατερικὴ συνέχεια ὁδηγεῖ
σὲ ἄλλο Χριστιανισμό, ἀποξενωμένο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ τοῦ Χριστοῦ καί
τῶν Ἀποστόλων του, καὶ συνεπῶς, ἂν ὄχι αἱρετικό, τουλάχιστον
αἱρετίζοντα. Σ᾽ αὐτὴν ὅμως τὴν συνάφεια γίνεται κατανοητό, πῶς γίνεται
κάποιος φορέας τῆς ἐν Χριστῷ παραδόσεως. Αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει
διανοητικὰ καὶ μὲ τὴν σχολικὴ παιδεία.
Ἡ
διανοητικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴν παράδοση, ὅπως γίνεται σὲ μιὰ Θεολογικὴ
Σχολή, μπορεῖ μόνο νὰ προσανατολίσει εἰσαγωγικὰ στὸν τρόπο τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ὑπάρξεως, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μυήσει σ᾽ αὐτήν. Αὐτὸ γίνεται
μὲ τὴν ἔνταξη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση
δὲν τὴν μαθαίνει κάνεις, ὅπως μαθαίνει κάποιο σχολικό, μάθημα, ἀλλὰ τὴν
ζεῖ, ἐντασσόμενος σ' αὐτήν, ὅπως ὁ δόκιμος μοναχὸς ἐντάσσεται στὴν ζωὴ
τῆς Ἱ. Μονῆς του. Στὴν Ὀρθοδοξία καὶ αὐτὸς ὁ θεολογικὸς στοχασμὸς εἶναι
ὀρθόδοξος, ὅταν προϋποθέτει τὴν ἀσκητικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ
θεολογικὴ μέθοδος τῶν ἁγίων Πατέρων.
Τὸ
δόγμα, ὡς ἀκαδημαϊκὴ διδασκαλία, εἶναι καρπὸς καὶ ἔκφραση αὐτῆς τῆς
ἐμπειρίας καὶ τὸ διδασκόμεθα στὶς Σχολές μας, γιὰ νὰ ἐνταχθοῦμε καί μεῖς
στὴν πορεία τῶν Ἁγίων πρὸς τὴν θέωση. Δὲν εἶναι, λοιπόν, μιὰ Θεολογικὴ
Σχολὴ ὁ κυρίως χῶρος τῆς παραδόσεως, ἀλλὰ ἡ Ἐνορία καί τὸ Μοναστήρι,
ὅταν βέβαια σώζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ δὲν ἔχουν
ἐκκοσμικευθεῖ. Στὸ κοινοβιακὸ μοναστήρι, καὶ στὴν πιὸ ἀτελῆ, κατ᾽
ἄνθρωπο, συγκρότησή του, βιώνεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ
λειτουργία τῆς ἀναπνοῆς, ὡς ὑπαρξιακὸ δηλαδὴ γεγονὸς «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Θεοῦ δὲν ζεῖ μὲ γνῶμες (ἰδέες), ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων», ἔλεγε ὁ
ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, μητροπολίτης Ἀχρίδος.
Ἡ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας λειτουργεῖ, ὅπου ὑπάρχει βίωση τῆς ἁγιότητος. Τὸ
παρὸν τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν βεβαιώνει τὴν ὀρθοδοξία του μὲ μία στεῖρα καὶ
ἄσαρκη ἀναφορὰ στὸ παρελθὸν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ τὴν γόνιμη βιωματικὴ
ἀναβίωσή του σὲ κάθε στιγμὴ καὶ ὄψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Προφῆτες,
Ἀπόστολοι, Ἅγιοι Πατέρες (καὶ Μητέρες) συμπορεύονται μὲ τοὺς
ἀγωνιζομένους Ὀρθοδόξους, ἡ θριαμβεύουσα μὲ τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία
στὸ αἰώνιο παρὸν τῆς θείας βασιλείας. Τὰ κείμενα, ποὺ κατὰ καιροὺς ἔχουν
λάβει στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δογματικοσυμβολική σημασία, εἶναι
μάρτυρες τῆς παραδόσεως, ποτὲ ὅμως δὲν νοοῦνται ὡς ἀποκλειστικοὶ φορεῖς
της. Ἁπλῶς ὑπομνηματίζουν τὴν παράδοση καὶ ὑποδεικνύουν τὰ ὅρια της, δὲν
τὴν ὑποκαθιστοῦν ὅμως, μεταβαλλόμενα σὲ κάποιο «χάρτινο πάπα».
4. Παράδοση καὶ μορφές:
Στὴν
Δύση, ἡ ἀπουσία σχέσης μὲ τὴν πατερικὴ παράδοση, ὁδήγησε στὴν ἀντίληψη
ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνας στεῖρος συντηρητισμός, ποὺ ἐξαντλεῖται στὴ
διατήρηση αὐτούσιων μορφῶν καὶ σχημάτων, τοῦ παρελθόντος. Ἔτσι ἡ
Ἐκκλησία, καὶ ἐν προκειμένῳ ἡ Ὀρθοδοξία, νοεῖται ὡς μουσεῖο τῆς
παραδόσεως. Δὲν θὰ ἰσχυρισθοῦμε, βέβαια ὅτι δὲν ἐμφανίζονται τέτοιες
συντηρητικὲς τάσεις καὶ στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖες στὴν οὐσία
εἶναι αἱρετικὲς νοοτροπίες, ποὺ μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀρνοῦνται
τὴν οὐσία της, ἡ ὁποία εἶναι κίνηση, «ἐν καινότητι ζωῆς» (Ρωμ. 6,4),
συνεχὴς ἀνακαίνιση τῶν πάντων, ἐν Χριστῷ ὅμως, στὴν ἑνότητα μαζί Του. Ἡ
τυφλὴ προσκόλληση σὲ παρωχημένους τρόπους ἐκφράσεως δὲν ἔχει σχέση μὲ
τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ συντηρητικότητα αἰχμαλωτίζεται σὲ τύπους,
ἀπολυτοποιώντας τους. Ὀρθοδοξία ὅμως εἶναι ἡ συμφωνία παρελθόντος καὶ
μέλλοντος σὲ ἕνα παρόν, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὶς δικές του
μορφὲς καί τοὺς δικούς του τρόπους. Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ κριτήριο ἐδῶ;
Ὅταν ἡ μορφή, ὡς ἐξωτερικὸ στοιχεῖο, εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖα γιὰ τὴν
ἔκφραση ὄψεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἢ ὅταν μία νέα μορφὴ
ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφράσει μὲ πληρότητα καὶ ἀκρίβεια τὸ σωτηριολογικὸ
περιεχόμενο τῆς παραδόσεως, ἡ διατήρηση παλαιῶν μορφῶν εἶναι ἀπόλυτα
ἀναγκαία. Αὐτὸ ἰσχύει ἀμεσότερα γιὰ τὴ δογματικὴ ὁρολογία τῆς Ἐκκλησίας
μας. Ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἀρχαίας δογματικῆς ὁρολογίας θὰ ὁδηγήσει σὲ σύγχυση
σχετικὰ μὲ τὴν πίστη, μὲ κίνδυνο νὰ συσκοτισθεῖ τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας.
Μία ἀσαφὴς ἔκφραση τῆς πίστεως (δόγματος) δημιουργεῖ νόθο φρόνημα καὶ
διακυβεύει τὴν σωτηρία.
Γι᾽
αὐτὸ ὁ μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης (1927-2001) συνέκρινε τὸ δόγμα
μὲ μία ἰατρικὴ συνταγή, ἡ ὁποία πρέπει παντοῦ καὶ πάντοτε νὰ
διατυπώνεται μὲ τὴν ἴδια ὁρολογία γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἐπικινδύνων συγχύσεων.
Εἶναι ἀνάγκη ὅμως νὰ γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στὴν παράδοση καὶ τὸ
ἔθιμο. Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς († 258) ὀρθὰ παρατήρησε ὅτι «ὁ Κύριος εἶπε “ἐγὼ
εἰμὶ ἡ ἀλήθεια” δὲν εἶπε “ἐγὼ εἶμαι ἡ συνήθεια”» (Consuetudo) (Ρ.L. 3,
1103Β). Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μετατροπὴ σὲ
«ταμπού», ἡ εἰδωλοποίηση καὶ μουμιοποίηση δηλαδή, τῶν ἱστορικῶν μορφῶν,
μὲ ἀποτέλεσμα τὴν τυποποίηση-τυποκρατία (Ritualismus) καὶ τὴν μετατροπὴ
τῆς εὐσέβειας σὲ φαρισαϊκὸ εὐσεβισμό. Ὁ κίνδυνος ὅμως αὐτὸς ἀποφεύγεται
μὲ τὴν ὀρθὴ λειτουργία τῆς ἀνανεώσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Β) Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ
1. Αἴτημα τῶν καιρῶν:
Ὁ
λόγος γιὰ ἀνάνεωση, καὶ στὴν Ὀρθοδοξία, ἔφθασε στὸ κατακόρυφο στὶς
τελευταῖες δεκαετίες, γίνεται δὲ ἐντονότερος σήμερα μὲ τὴν ἐξάπλωση τῆς
λεγομένης «Μεταπατερικῆς Θεολογίας».
Ἡ
Ἐκκλησία ἐκλαμβάνεται ὡς ἕνα κοσμικὸ μέγεθος, ποὺ πρέπει καὶ αὐτὴ νὰ
δεχθεῖ ὅλες τὶς θεωρούμενες ὡς ἀναγκαῖες μεθοδεύσεις βελτιώσεως καὶ
«προόδου». Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου (1962- 65) ὁ ὅρος
«Αggiornamento» (ἐκσυγχρονισμὸς) ἔγινε τὸ κοινότερο σύνθημα, ποὺ βαίνει
παράλληλα μὲ τὸ πολιτικὸ σύνθημα τῆς «ἀλλαγῆς» στὶς σύγχρονες κοινωνίες.
Ἡ ἀνάγκη ἀνανεώσεως τῶν μεθόδων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραποστολῆς, γιὰ νὰ
παραχθοῦν οἱ ἀναμενόμενοι καρποί, προχωρεῖ στὴν ἀντίληψη τῆς ἀνάγκης
μιᾶς θεμελιακῆς ἀνανέωσης «τῆς Ἐκκλησίας», μέσα σὲ ἕνα «διαρκῶς καὶ
ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο». Αὐτὸ τὸ σύνθημα τὸ ἔζησα καὶ ἐγώ, ὅταν
σπούδαζα στὴν Γερμανία (1969-1975). Καλεῖται, λοιπόν, ὁ Ὀρθόδοξος νὰ
ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα:
α) Τί εἶναι αὐτὸ πού μπορεῖ νὰ ἀνανεωθεῖ (νὰ ἀλλάξει) μέσα στὴν Ἐκκλησία;
β) Ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ γνήσια ἀνανεωτικὴ διαδικασία;
2. Τὸ ἀνανεούμενο ὀρθόδοξα νοούμενο:
Στὴν
Ἐκκλησία συνυπάρχουν δύο στοιχεῖα: Τὸ ἄκτιστο καὶ τὸ κτιστό, τὸ
ὑπέρχρονο καὶ τὸ χρονικό, τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο. Τὸ πρῶτο εἶναι αὐτό,
ποὺ ἁγιάζει καὶ σώζει· τὸ δεύτερο αὐτὸ ποὺ ἁγιάζεται καὶ σώζεται. Τὸ
θεῖο στοιχεῖο, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἀμετάβλητο. Ἂν ἔπρεπε καὶ αὐτὸ νὰ
μεταβάλλεται, τότε δὲν θὰ εἶχε ὁ κόσμος, σὲ κάθε ἐποχή, τὴν ἴδια
δυνατότητα καὶ βεβαιότητα σωτηρίας. Ἀφοῦ ὅμως τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο δὲν
σώζεται αὐτόματα καὶ μαγικά, ἀλλὰ ἐνσυνείδητα καὶ μὲ τὴν «συνεργεῖα»
του, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἀνανέωση καὶ στὸν θεανθρώπινο
ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως τοῦ θείου στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλὰ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου της, τὸ ὁποῖο ζῶντας μέσα στὸν κόσμο καὶ
τὴν ἁμαρτία του, ὑπόκειται στὴ διαδικασία τῆς φθορᾶς καὶ στὴν ἀνάγκη
συνεχοῦς «μετανοίας» καὶ «ἀνακαινώσεως» (Τίτ. 3,5).
Ἡ
Ὀρθοδοξία δὲν μιλεῖ γιὰ ἀνανέωση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῆς ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας, διότι ἡ Ἐκκλησία μένει πάντα «καινὴ κτίσις» καὶ ἡ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων
Του. Ὅ,τι ζεῖ πραγματικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ζεῖ ἐν Χριστῷ καὶ ὡς «καινὴ
κτίσις» (Ἐφεσ. 5,27) δὲν χρειάζεται ἀνανέωση. Αὐτὸ πού
παλαιώνει-γηράσκει τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἁμαρτία (Ἑβρ. 8,13). Γι' αὐτὸ
ἀνανέωση στὴν οὐσία σημαίνει συνεχῆ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς
ἁμαρτίας. Αὐτὴ τὴ διαδικασία τῆς συνεχοῦς ἀνανεώσεως προβάλλει ὡς αἴτημα
τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἀνανεοῦσθε δὲ τῷ πνεύματι τοῦ
νοὸς ὑμῶν, καὶ ἐνδύσασθε τὸν καινὸν ἄνθρωπον, τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα,
ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ» (Ἐφεσ. 4, 23-24). Τὸ μόνο συνεπῶς, ποὺ ὡς
ἀγωνιζόμενοι πιστοὶ χρειαζόμεθα στὴ ζωὴ μας εἶναι μία συνεχὴς ἐπιστροφὴ
στὴν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπίπτουμε μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἡ
ἀνανέωσή μας αὐτὴ λειτουργεῖ ὡς «ἀναπαλαίωση» καὶ συνίσταται στὴν διαρκῆ
ἐπανένωσή μας μὲ τὸν Χριστό, τὴν πηγὴ καὶ τὴν διασφάλιση τῆς καινῆς
ζωῆς. Νέο εἶναι αὐτὸ ποὺ μένει στὸν Χριστὸ (Β' Κορ. 5,17 ἐπ. - Ἐφεσ. 4,
22 ἐπ.). Καινὴ κτίση σημαίνει νὰ ὑπάρχει ὁ πιστὸς «ἐν Χριστῷ» καὶ νὰ ζεῖ
«ἐν Αὐτῷ». Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτά, ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ στὸν τρόπο,
μὲ τὸν ὁποῖο κόσμος καὶ Ἐκκλησία ἐννοοῦν καὶ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο
«ἀνανέωση». Γιὰ τὸν κόσμο τὸ «νέο» εἶναι χρονικὴ κατηγορία. Γιὰ τὴν
Ἐκκλησία ὅμως εἶναι κατηγορία ποιοτικὴ καὶ πνευματική. Ἐξ ἄλλου, στὴν
«σημαντική» τοῦ κόσμου τὸ «νέο» ἔχει σχετικὴ σημασία. Τὸ «νέο» παίρνει
κάθε φορά τὴ θέση κάποιου ἄλλου, γιὰ νὰ ἀντικατασταθεῖ καὶ αὐτὸ μὲ τὴ
σειρά του ἀπὸ κάποιο ἄλλο, ἀφοῦ τίποτε σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ
ὑπερβεῖ τὸν νόμο τοῦ προσωρινοῦ.
Στὴν
Ἐκκλησία ὅμως μιλοῦμε γιὰ τό αἰώνια νέο καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ
νέος Ἀδάμ, ὁ πάντοτε «καινὸς ἄνθρωπος». Ὁ Χριστὸς καὶ «οἱ τοῦ Χριστοῦ»
(Γαλ. 5,22) -οἱ Ἅγιοι- δὲν γηράσκουν ποτέ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «νέο» καθ᾽
ἑαυτό, τὸ ἀπόλυτα καινό, ποὺ χρειαζόταν ὁ κόσμος γιὰ νὰ σωθεῖ, νὰ
ὑπερβεῖ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὅ,τι συνεπῶς μένει ἐν Χριστῷ εἶναι
καὶ αὐτὸ νέο, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ ἄφθαρτα λείψανα τῶν Ἁγίων μας.
Τὸ
συμπέρασμα: Ἡ γνήσια ἀνανέωση, ὅπως τὴν νοεῖ ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ἡ
διπλῆ ἀντικατάσταση τοῦ παλαιοῦ... μὲ κάτι νεώτερο, ἀλλὰ ἡ παραμονὴ στὸν
Χριστό, ἡ συνέχεια τῆς ὑπάρξεως μέσα στὴν χάρη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ
στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ τῆς συνεχοῦς
ἀνακαινίσεως μέσα στὴν σώζουσα Ἀλήθειά Του.
Γ) ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΕΩΣ
Ὑπάρχει
ὅμως, ὀρθόδοξα, πάντα ἡ δυνατότητα γιὰ μιὰ συμπληρωματικὴ σχέση μεταξὺ
παραδόσεως καὶ ἀνανεώσεως. Ἡ παράδοση, ὡς ἡ συνέχεια τῆς «ἅπαξ τοῖς
ἁγίοις παραδοθείσης πίστεως» (Ἰούδ. 3), δὲν πρέπει νὰ νοεῖται στατικά,
ἀλλὰ μέσα στὸν δυναμισμό, ποὺ γεννᾶ ἡ ἁγιοπνευματικὴ χάρη.
Ἡ
Ἐκκλησία σὲ κάθε νέο περιβάλλον ἢ κατάσταση (πολιτισμό, ἐποχὴ) πρέπει
νὰ ἐξασφαλίζει τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ὥστε νὰ καθίσταται δυνατὴ ἡ
ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στὴν παράδοσή της, μὲ ὅλες τὶς σωτηριολογικὲς
συνέπειες στὰ νέα μέλη της. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Ἅγιοί μας δὲν γίνονται ποτὲ
ὑπέρμαχοι ἑνὸς στατικοῦ συντηρητισμοῦ, ἀλλὰ ἐπιδεικνύουν γνήσιο
ἀνανεωτικὸ πνεῦμα, γιὰ τὴν ἀνταπόκριση στὶς νέες ἀνάγκες τοῦ πληρώματος.
Μιὰ τέτοια δὲ πρακτικὴ χαρακτηρίζει ἰδιαίτερα τὸν χῶρο τῆς λατρείας. Ἄς
θυμηθοῦμε τὴν ἀντικατάσταση τοῦ Κοντακίου μὲ τὴ νέα σύνθεση τοῦ Κανόνος
τὸν 8° αἰώνα, τὴν συχνῆ συντόμευση Ἀκολουθιῶν κ.ἄ. Στὸ ἀνανεωτικὸ αὐτὸ
πνεῦμα ἀνήκει καὶ ἡ χρησιμοποίηση μέσων τοῦ νέου ἱεραποστολικοῦ περιβάλ-
λοντος γιὰ ἐπανέκφραση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ δικαιολογεῖται ἡ
πολυμορφία, μὲ τὴν σύγκραση καὶ συνανάμειξη μορφῶν μὴ συγκρουομένων ὅμως
μεταξύ τους. Στὴν περίπτωση δηλαδὴ αὐτὴ πρόκειται γιὰ ἐπανέκφραση τῆς
μιᾶς ἑνιαίας παραδόσεως, μὲ μέσα καὶ τρόπους, ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὸ
νέο ἱεραποστολικὸ περιβάλλον καὶ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς. Χαρακτηριστικὸ
παράδειγμα στὴν κατεύθυνση αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
Παλαμᾶ, ποὺ συνιστᾶ ἐπανέκφραση τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν, τοῦ
Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου καὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἢ ἡ θεολογία
τῶν ἁγίων Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ († 1444) καὶ Νικοδήμου Ἁγιορείτου (†
1809), ποὺ εἶναι ἡ ἐπανέκφραση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
καὶ τῶν παλαιοτέρων Πατέρων. Χαρακτηριστικότερο ὅμως εἶναι, διότι
πραγματοποιεῖται σὲ μιὰ κοσμογονικὴ ἐποχή, τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ
τοῦ Αἰτωλοῦ († 1779), πού μέσα στὴν ἁπλότητα καὶ ταπεινότητα τῆς μορφῆς
προσέφερε στὴν ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη τὴν γνήσια ἀποστολικοπατερικὴ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ στὴ συνάφεια αὐτή, ὅτι ἡ
αἵρεση εἶναι καινοτομία καὶ ὄχι «καινότητα», νεωτερισμὸς καὶ ὄχι
ἀνανέωση, καὶ γι' αὐτὸ ἀλλοιώνει ὅλη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ πρέπει δὲ
νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι συντηρητικοί.
Λ.χ. οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις (Ἀρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμὸς
κ.λπ.) προσπάθησαν νὰ ζωογονήσουν καὶ νὰ ὑποστυλώσουν πεπαλαιωμένες καὶ
ἀπὸ τὸν Χριστὸ καταργημένες πιά, φιλοσοφικοκοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ
δοξασίες (πλατωνικές, ἀριστοτελικές, νεοπλατωνικές), παρουσιάζοντάς τες
ὡς χριστιανικὴ θεολογία-διδασκαλία.
Ὅ,τι,
λοιπόν, παρουσιάζεται ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ὡς ἀνανέωση δὲν ἦταν (καὶ δὲν
εἶναι) παρὰ τραγικὴ ὀπισθοδρόμηση. Ἀντίθετα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τοῦ 4ου
αἰώνα, χρησιμοποιώντας τὸν δυσφημισμένο ἀπὸ τὸν Σαβέλλιο ὅρο
«ὁμοούσιος», γιὰ νὰ ἐκφρασθεῖ ἡ σχέση τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων (ἔχουν
ὁμοῦ, τὸ καθένα, ὅλη τὴν μία θεία οὐσία) ἀπέδειξαν τὸ τολμηρὸ πνεῦμα τῶν
Ἁγίων μας. Τὸ ἀνανεωτικὸ ἔργο τους σὲ κάθε ἐποχὴ λειτουργεῖ ὡς
«evolutio» (ἐξέλιξη) καὶ ὄχι «revolutio» (ἀνατροπή). Ἡ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο
πατερικὴ ἀνανέωση βρίσκει θεολογικὸ ἔρεισμα στὸ παράδειγμα τοῦ
Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ μας. Ὁ Χριστός, ὡς «ἀπόστολος» (Ἑβρ. 3,1) τοῦ Θεοῦ
στὸν κόσμο, σαρκούμενος «ἐκένωσεν ἑαυτὸν» (Φιλιπ. 2,7) καὶ «γέγονεν ὅ
οὐκ ἦν δι᾽ ἡμᾶς» (ὑμνογραφία Χριστουγέννων), γιὰ νὰ κοινωνήσει λυτρωτικὰ
μαζί μας. Ἡ σάρκωσή Του ἦταν «μετάφρασή» Του στὴ δική μας «γλῶσσα», γιὰ
νὰ μπορέσει νὰ Τὸν δεχθεῖ ὁ κόσμος. Ἡ «κένωσή» Του ὅμως δὲν σήμανε στὸ
ἐλάχιστο ἐγκατάλειψη τῆς θεότητός Του, ἀφοῦ «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό
πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9).
Μήπως
κάτι ἀνάλογο δὲν γίνεται καὶ σήμερα ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία στοὺς χώρους τῆς
ἱεραποστολῆς, π.χ. στὴν Ἀσία, τὴν Ἀφρική, μὲ τὴ χρήση τῶν τοπικῶν
γλωσσῶν γιὰ τὴ μετάδοσή της; Αλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἔγινε καὶ μὲ τὴν κήρυξη τοῦ
Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου στὸν κόσμο τῶν Σλαύων ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς
ἀδελφούς, ἁγίους Μεθόδιο καὶ Κύριλλο, τὸν 9° αἰώνα; Ὁ χῶρος, συνεπῶς,
στὸν ὁποῖο τὸ πρόβλημα τῆς ἀνανεώσεως ἀποκτᾶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴν
μεγαλύτερη ὀξύτητά του, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ μέριμνα τῆς
Ἐκκλησίας ὡς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ἡ ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολῆς της,
ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς.
Αὐτὸ
σημαίνει, πώς ἡ «παρακαταθήκη» (Β' Τιμ. 1,12) τῆς παράδοσής της, ποὺ
προέρχεται ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη ἐποχή, τὸ κοσμοείδωλο καὶ τὸ
κοινωνικοπνευματικὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας εἶναι πιὰ γεγονὸς τοῦ
παρελθόντος, θὰ ἀγγίξει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν διάνοια ἀνθρώπων ἄλλης ἐποχῆς
καὶ πολιτιστικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ὅλο καὶ περισσότερο διαφοροποιούμενη
ἐποχή μας, λέγουν, ἀπαιτεῖ τὴν ἐπανερμηνεία τοῦ «παλαιοῦ» καὶ
ἐπαναδιατύπωσή του στοὺς δικούς της ὅρους. Τὸ πρόβλημα εἶναι, λοιπόν,
πῶς ἡ Ἐκκλησία θὰ συνεχίσει νὰ προσφέρει πάντοτε τὸν Χριστό της καὶ ὄχι
νὰ καταντήσει αἵρεση, προσφέροντας στὸν κόσμο Χριστό, ποὺ δὲν ὑπάρχει.
Σχετικὰ μὲ τὴ μέθοδο αὐτῆς τῆς διαδικασίας ὁ Ἀπ. Παῦλος ἔθεσε ἕνα νόμο,
ποὺ ἀκολουθεῖ , μὲ πιστότητα ἡ Ἐκκλησία στὸ ἱεραποστολικό της ἔργο:
«Τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α' Κορ. 9,22). Ἡ
λέξη «πάντα» φυσικὰ δὲν σημαίνει κάποια ἐσωτερικὴ μεταβολὴ τοῦ
Ἀποστόλου, ἀλλὰ χρήση τῶν καταλλήλων μέσων καὶ μεθόδων, χωρὶς ὅμως νὰ
ἀλλοιώνεται ἡ οὐσία τοῦ κηρύγματος. Ἂν ὅμως ὑπάρχει κίνδυνος ἀλλοιώσεως
τῆς οὐσίας, τότε τὰ μέσα δὲν ἀλλάζουν, ἀλλὰ βοηθοῦνται οἱ δεχόμενοι τὸ
κήρυγμα στὴν ἐξοικείωση μαζί τους καὶ τὴν κατανόησή τους. Ὁ δρόμος τῆς
Ὀρθοδοξίας περνᾶ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς συμπληγάδες ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τῆς
ἀφομοιώσεώς της ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἀρνήσεως καὶ ἀπορρίψεως
τῆς «γλώσσας» τοῦ κόσμου καὶ συνεπῶς καὶ τῆς προσέγγισής του.
Υπάρχουν
ὅμως ὅρια, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ὑπερβεῖ στὴν διαχρονική της πορεία ἡ
Ὀρθοδοξία. Εἶναι ἡ μόνιμη ἀποστασιοποίησή της ἀπὸ τὸν περιδεῆ φαρισαϊσμό
καὶ τὸν ἀδιάφορο σαδδουκαιϊσμό, τὸν τυφλὸ συντηρητισμὸ καὶ τὸν
ἀχαλίνωτο μοντερνισμό. Πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο γιὰ τὴν
πρόσληψη καὶ σωτηρία του καὶ γι᾽ αὐτὸ ὀφείλει νὰ εἶναι πάντα ἀνοικτή,
ἀλλὰ συνάμα καὶ κριτικὴ ἀπέναντι στὸν κόσμο. Γιατί μόνο ἔτσι δὲν θὰ
«συσχηματίζεται» μὲ τὸν κόσμο (Ρωμ. 12,2). Ἡ ἐπίτευξη αὐτῆς τῆς
ἰσορροπίας μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἶναι δυνατή. Γνήσια ἀνανέωση στὴ ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας προϋποθέτει, ὅτι τὸ προσλαμβανόμενο νέο εἶναι ὁμοούσιο μὲ
τὸ παλαιό. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ὑπάρχει συνέχεια στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, νὰ
σώζεται δηλαδή, ἡ παράδοσή της, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ «φῶς» καὶ τὴν «ἐλπίδα»
τοῦ κόσμου.
Συμπερασματικά:
1)
Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἀποφεύγεται κάθε διλημματικὴ κατανόηση τῆς
σχέσης παράδοσης καὶ ἀνανέωσης. Διότι δὲν πρόκειται γιὰ ἔννοιες
ἀλληλοαποκλειόμενες, ἀλλὰ ἀλληλοσυμπληρούμενες, ὅταν λειτουργεῖ ὀρθὰ ὁ
ἐκκλησιαστικὸς ὀργανισμός, στὴν ἀνθρώπινη φυσικὰ πλευρά του. Ὅταν ἡ
παράδοση καὶ τὸ σύμφυτο μὲ αὐτὴν πατερικὸ φρόνημα λειτουργοῦν ὀρθά, τότε
ἡ παράδοση συνεχῶς ἀνανεοῦται καὶ γεννᾶ παράδοση, κατὰ τὸν γνωστὸ
πνευματικὸ λόγο: «μένουσα ἐν ἑαυτῇ καινίζει τὰ πάντα».Γι᾽ αὐτὸ ἡ
ἀνανέωση εἶναι δεκτή, ἀλλ᾽ ὡς ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς
παραδόσεως.
2)
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν γνωρίζει τὴν ἀντίθεση, δῆθεν, παλαιοῦ
καὶ νέου. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο. Αὐτὸ ποὺ (πρέπει νὰ) ἐνδιαφέρει τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ εἶναι, ἂν ἡ Ἐκκλησία προσφέρει τὴν ἴδια χάρη
«χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας», πραγματοποιώντας τὸν ἀμετακίνητο
στόχο της, τὸν ἁγιασμὸ τῶν μελῶν της.
3)
Μόνον οἱ «γεγεννημένοι ἐκ τοῦ Πνεύματος» (Ἰωάν. 3,6), δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι,
μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσουν ἀληθινὴ «ἀναγέννηση» καὶ «ἀνανέωση», ὄχι τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς κοινωνία Ἁγίων οὐδέποτε γηράσκει, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ
παλεύουν μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορὰ τῆς πτώσεως, τῶν πιστῶν.
4)
Περισσότερο ἀπειλητικὴ ὅμως γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ
συμπόρευση καὶ ταύτιση τῶν ἀνανεωτικῶν τάσεων μὲ τὸ ρεῦμα τοῦ
ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἀντὶ δηλαδὴ οἱ ἐλάχιστα συνδεδεμένοι μὲ τὴν ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας νὰ γίνουν «σῶμα Χριστοῦ» μὲ τὴν πλήρη («ὁλοτελῆ», Α' Θέσσ.
5,23) σ᾽ αὐτὸ ἔνταξή τους, ἐπιδιώκεται ἡ σαγήνευσή τους μὲ τὶς
ἐπιδιωκόμενες κοσμικοῦ τύπου «ἀνανεώσεις». Τότε ἡ πορεία εἶναι πρὸς τὸν
κόσμο (ἐκκοσμίκευση) καὶ ὄχι πρὸς τὴν Ἐκκλησία (ἐκκλησιοποίηση).
πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/2011/10/blog-post_3973.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου