Ένας αδελφός
εξομολογήθηκε στον Αββά Σισώη :
- Έπεσα, Πάτερ. Τί να
κάνω τώρα;
- Σήκω, του είπε με τη
χαρακτηριστική του απλότητα ό Άγιος Γέροντας.
- Σηκώθηκα, Αββά, μά πάλι
έπεσα στην καταραμένη αμαρτία, ομολόγησε με θλίψη ό αδελφός.
- Και τί σ' εμποδίζει να
ξανασηκωθείς;
- 'ΩΣ πότε; ρώτησε ό
αδελφός.
- Έως ότου σε βρει ό
θάνατος ή στην πτώση ή στην έγερση. Δεν είναι γραμμένο «όπου ευρώ σε εκεί και
κρινώ σε;» εξήγησε ό Γέροντας. Μόνο εύχου στο Θεό να βρεθείς την τελευταία σου
στιγμή σηκωμένος με την αγία μετάνοια.
Κάθε άνθρωπος αναζητά στη
ζωή του την ευτυχία και τη χαρά. δεν είναι όμως λίγες οι φορές που ή προσπάθειά
του αυτή καταλήγει σε αδιέξοδο. Ό λόγος είναι απλός. Ό προσανατολισμός και οι
στόχοι που θέτουν πολλοί στη ζωή τούς οδηγούν σε πρόσκαιρη ευτυχία και στη
συνέχεια στο απόλυτο κενό. Προσπαθούν πολλοί να καλύψουν το κενό πού υπάρχει
μέσα τους καταφεύγοντας στην απόλαυση των υλικών αγαθών.
Μάταια, όμως, γιατί ό
σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι τελείως διαφορετικός. Όλοι αργά ή γρήγορα
οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το φθαρτό τού κόσμου στον όποιο ζούμε και να
δώσουμε στη ζωή μας αιώνια προοπτική. Ό αγώνας είναι μεγάλος, οι πειρασμοί
πολλοί και ό ανθρώπινος μανδύας δύσκολα αποτινάσσεται από πάνω μας. δεν είμαστε
όμως μόνοι μας. Τις προσπάθειές μας ενδυναμώνει ό Κύριος 'Ιησούς Χριστός, πού
με την έλευσή του στη γη και με τη διδασκαλία του μάς εφοδίασε με τα κατάλληλα
πνευματικά όπλα, για να πολεμήσουμε, να αγωνιστούμε και τελικά να φτάσουμε στην
αιώνια ευτυχία. Μοναδικό λυτρωτικό μέσο, ικανό να μας οδηγήσει κοντά του, είναι
ή μετάνοια.
Ή μετάνοια πρέπει να
αποτελεί μόνιμη φροντίδα κάθε πνευματικού άνθρωπου. Είναι το μέσο εκείνο πού
ανακαινίζει τον άνθρωπο και συντελεί στην ψυχική του ανάταση. για να αντιληφτεί
κανείς τη ρυπαρότητα της ψυχής του και την ανάγκη να απαλλαγεί από το βάρος της
αμαρτίας αρκεί μια μικρή περισσυλλογή κι ενδοσκόπηση του εαυτού του. Άλλωστε ό
φιλάνθρωπος Κύριος γι' αυτό το σκοπό ήλθε στον κόσμο. Ήλθε για να καλέσει
«αμαρτωλούς εις μετάνοιαν», για να απαλλάξει τον αμαρτωλό από την αμαρτία, ήλθε
για να γίνει οδοδείκτης μας, ήλθε με ανοιχτή την αγκαλιά του για όλους μας.
«Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Ό Κύριος
καλεί κοντά του τούς πάντες, ακόμη κι εκείνους πού έχουν περιπέσει στα βαρύτερα
και φρικτότερα σφάλματα. Δέχεται όλους με χαρά, αρκεί να τον αναζητήσουν, με
ένα λόγο να μετανοήσουν. δεν απορρίπτει τον αμετανόητο, αλλά συνεχίζει να τον
καλεί διαρκώς κοντά του και να του δίνει ευκαιρίες, ώστε να κατορθώσει απόλυτα
ελεύθερος να αναζητήσει και να βρει το πραγματικό φως και την αληθινή ζωή.
Την εποχή που ανθούσε ό
ασκητισμός στην Αίγυπτο, ζούσε στην Αλεξάνδρεια μια ορφανή κόρη που την Έλεγαν
Ταϊσία. Όταν πέθαναν οι καλοί γονείς της, της άφησαν κληρονομιά πρώτα απ' όλα
την ευσέβεια και την αγάπη τους για τούς φτωχούς και ξένους και ύστερα ένα
μεγάλο σπίτι και πολλά χρήματα.
Ή κόρη, από μεγάλη
ευλάβεια προς τούς ερημίτες, Έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη τους. Κι όταν
κατέβαιναν στην πόλη να πουλήσουν τα εργόχειρά τους, τούς περιποιούνταν με όλη
της την καρδιά. Με τα χρόνια όμως τα χρήματα ξοδεύτηκαν και ή ίδια άρχισε να
στερείται. Τότε μπήκαν στη μέση κακοί και διεφθαρμένοι άνθρωποι.
'Εκμεταλλεύτηκαν τη δυστυχία της και με την πονηρία τους την παρέσυραν στη διαφθορά.
Ή ωραία Ταϊσία κατάντησε
διάσημη εταίρα!
Όταν έμαθαν το
κατρακύλισμα της ορφανής κόρης οι πατέρες της ερήμου, αποφάσισαν να κάνουν ότι
περνούσε από το χέρι τους, για να τη σώσουν.
- 'Εκείνη, όταν είχε τα
μέσα, μάς Έδειχνε όλη τη συμπάθειά της, Έλεγαν μεταξύ τους. Τώρα που κινδυνεύει
ή ψυχή της, πρέπει κι εμείς να τη βοηθήσουμε.
Ανέθεσαν λοιπόν στον Αββά
'Ιωάννη τον Κολοβό τη λεπτή και δύσκολη αποστολή. 'Εκείνος στην αρχή δίστασε.
Του φαινόταν ακατόρθωτο το Έργο. Τέλος όμως, για να μη γίνει παρήκοος στους
γέροντες, αποφάσισε να κατέβει στην πόλη και να παρουσιαστεί στο σπίτι της
αμαρτωλής. Παρακάλεσε τη θυρωρό να τον οδηγήσει στην κυρία της.
- Φύγε από δω,
παλιοκαλόγερε! του φώναξε εκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρώτα την περιουσία της κι
ακόμη δεν παύετε να την ενοχλείτε.
Ό Αββάς δεν απελπίστηκε.
'Εξακολουθούσε να παρακαλεί να δει την Ταϊσία. Έλεγε πώς την ήθελε για κάτι
πολύ ωφέλιμο. Μπροστά στη μεγάλη του επιμονή, ή γριά υποχώρησε και πήγε να
ειδοποιήσει την κυρία της.
- Αυτοί οι καλόγεροι
ψαρεύουν συχνά στην 'Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια, είπε ή Ταϊσία.
Φέρε τον επάνω.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη
της, έφτιαξε τα μαλλιά και τα φορέματά της, έριξε άφθονο άρωμα πάνω της και
πήρε το ύφος των ξεπεσμένων γυναικών, για να υποδεχτεί τον ερημίτη.
Ό Αββάς 'Ιωάννης μπήκε
στο δωμάτιο και στάθηκε περίλυπος απέναντί της. Την κοίταξε αρκετή ώρα αμίλητος
με οίκτο. 'Ύστερα της είπε με σιγανή φωνή:
- Σε τί σού έφταιξε ό
Χριστός μας, Ταϊσία και τον προσβάλλεις τόσο άσπλαχνα;
Σταμάτησε. Δεν μπορούσε
να συνεχίσει. Τον έπνιγαν οι λυγμοί. Από τα βαθουλωμένα μάτια του έτρεχαν καυτά
δάκρυα. Εκείνη ένιωσε ντροπή. Άφησε την άπρεπη προκλητική της στάση και
στενοχωρημένη τον ρώτησε:
- Γιατί κλαις, Αββά;
- Πώς να μην κλάψω, κόρη
μου, πού βλέπω το σατανά να παίζει στη μορφή σου;
Ή κόρη ταράχτηκε. Ρίγος
διαπέρασε ολόκληρο το κορμί της.
- Τώρα πού ήρθες είναι
πολύ αργά, γέροντα... δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο μέσα μου. Τα κύλισα όλα στη
λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
'Ήθελε και κάτι άλλο να
πει, αλλά σταμάτησε. Ό γέροντας περίμενε με σταυρωμένα χέρια. Μέσα του
προσευχόταν τόσο δυνατά για τη σωτηρία της κόρης, που λες και γύρευε να
τραντάξει τα ουράνια.
- Υπάρχει άραγε ελπίδα
σωτηρίας για μένα, Αββά; ψιθύρισε με αμφιβολία εκείνη.
- Ναι, υπάρχει, κόρη μου,
φώναξε με αγωνία ό γέροντας. Ή μετάνοια οδηγεί στη σωτηρία.
Το θαύμα, που τόση ώρα
γύρευε με την προσευχή του, έγινε τη στιγμή εκείνη.
Ή Ταϊσία έπεσε
συντετριμμένη στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε:
- Βγάλε με από δω μέσα,
πάτερ. Δείξε μου το δρόμο της σωτηρίας.
- Ακολούθησέ με.
Χωρίς άλλη κουβέντα ή
κόρη σηκώθηκε και ακλούθησε το γέροντα. 'Εκείνος θαύμασε πώς δεν έδειξε κανένα
ενδιαφέρον για το σπιτικό της. Πήραν το δρόμο για την έρημο. Μά είχαν πολύ
διάστημα να βαδίσουν και τούς βρήκε ή νύχτα. Σταμάτησαν. Ό Αββάς 'Ιωάννης έκοψε
θάμνους κι έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεββάτι για την κόρη.
- Κοιμήσου εσύ αιδώ μέχρι
να ξημερώσει, τη συμβούλεψε. 'Εκείνος απομακρύνθηκε αρκετά. Είπε τις προσευχές
του και πλάγιασε στο χώμα να ξαποστάσει, παίρνοντας για προσκεφάλι του μια
πέτρα. Κοιμήθηκε λίγο και ξύπνησε πάλι τα μεσάνυχτα να συνεχίσει την προσευχή
του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια του ένα θέαμα μεγαλειώδες. Από το
σημείο, πού είχε αφήσει την κόρη να κοιμάται, άρχιζε ένας δρόμος ολοφώτεινος
πού άγγιζε τον ουρανό! Άγγελοι γοργόφτεροι ανέβαζαν μια ψυχή, ολόλευκη σαν
περιστέρι, στο θρόνο του Θεού! Ό όσιος στάθηκε πολλή ώρα και κοίταζε
συνεπαρμένος.
Ύστερα πήγε να συναντήσει
την Ταϊσία. Της φώναξε να ξυπνήσει. Δεν πήρε απάντηση. Την κίνησε ελαφρά. Δεν
αισθανόταν. Ή ψυχή της είχε πετάξει στον ουρανό.
Ό όσιος γονάτισε και
προσευχήθηκε με το πρόσωπο στη Γή. Τότε θεία φωνή τον πληροφόρησε ότι ή σύντομη
μετάνοια της πόρνης, ευαρέστησε το Θεό περισσότερο από τη μετάνοια πολλών
άλλων, για τη θερμότητα της.
Ό Θεός είναι
ακριβοδίκαιος και πολυεύσπλαχνος. Διακρίνει τη συντριβή και τη μετάνοια του
παιδιού του και του χαρίζει αμέτρητο έλεος. Από τη μετάνοια πηγάζουν δύο
αρετές, ή ταπείνωση και ή προσευχή. Ή συνειδητοποίηση του σφάλματος και ή
ομολογία του χρειάζεται συντριβή και κατάθεση ψυχής. Ό Θεός δε θα κρίνει τον
άνθρωπο και δε θα του καταλογίσει ότι αμάρτησε. Αυτό όμως πού σίγουρα θα
εξετάσει είναι αν μετανόησε. Τα βουρκωμένα μάτια είναι τα ωραιότερα για το
Χριστό, γράφει ό Γάλλος ποιητής Ροστάν. Το δάκρυ είναι δείγμα υγείας για το
μάτι και σημείο εξυγίανσης για την ψυχή. Το δάκρυ της μετανοίας δεν είναι
πένθος, είναι καθαρμός, είναι χαρά. Όποιος δακρύζει για τις αμαρτίες του έχει
δοκιμάσει την άρρηκτη ψυχική γαλήνη πού έρχεται μετά το δάκρυ.
Σε ένα κοινόβιο της
Αιγύπτου ζούσε κάποιος ενάρετος διάκονος. Κάποτε ζήτησε άσυλο εκεί ένας
άρχοντας, πολιτικός φυγάς, με την οικογένειά του. Ό διάβολος λοιπόν τα έφερε
έτσι πού να πέσει σε αμαρτία ό διάκονος με μια από τις νεαρές φιλοξενούμενες
αρχοντοπούλες. Το κακό δεν άργησε να φανερωθεί και να σκανδαλίσει πολλές
συνειδήσεις.
Ό φταίχτης όμως μετανόησε
ευθύς. Πήγε χωρίς χρονοτριβή σ' ένα γείτονα του ερημίτη και με συντριβή
εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Ό γέροντας είχε μια κρύπτη στο εσωτερικό της
καλύβας του και ό διάκονος το γνώριζε. Τον παρακάλεσε λοιπόν να του την
παραχωρήσει. "Ήθελε να ταφεί μέσα ζωντανός και να κλαίει μέχρι να τον βρει
ό θάνατος!
Έτσι κι έγινε. Ό
αμαρτωλός κλείστηκε στο σκοτεινό του τάφο. Ό γέροντας κάθε βράδυ του έριχνε
λίγο ψωμί από ένα μικρό άνοιγμα.
Πέρασαν χρόνια. Οι άνθρωποι
έχασαν τα ίχνη του διακόνου. Σταμάτησαν με τον καιρό να σχολιάζουν το σκάνδαλο.
Στο τέλος το λησμόνησαν.
Μια εποχή ό Νείλος
κρατούσε με πείσμα τα νερά του χαμηλά. Δε φούσκωνε να ποτίσει τη διψασμένη από
το λιοπύρι αιγυπτιακή πεδιάδα. Τα χωράφια χλώμιασαν. Τα σπαρτά καταστρέφονταν
σιγά σιγά, προμήνυμα μεγάλης δυστυχίας. Απελπισμένοι οι άνθρωποι έτρεχαν στα
μοναστήρια και στις εκκλησίες για προσευχές και λιτανείες. Μάταια όμως. Τα νερά
του ποταμού δεν ανέβαιναν με κανένα τρόπο.
Τέλος, ό επίσκοπος μιας
επαρχίας, ένας άγιος άνθρωπος, που έκανε πολλή προσευχή για τη δυστυχία του
κόσμου, άκουσε φωνή στον ύπνο του να του λέει πώς, αν δεν προσευχηθεί ό
διάκονος που είναι κρυμμένος στην καλύβα του τάδε γέροντα, το νερό δεν
ανεβαίνει!
Την άλλη μέρα ό ευσεβής
επίσκοπος με όλον τον κλήρο του και πολύ λαό πήγε στην καλύβα του γέροντα και
έβγαλε διά της βίας τον διάκονο από την κρυψώνα του. Τον ανάγκασε να
προσευχηθεί.
Μόλις εκείνος ύψωσε τα
χέρια του στον ουρανό και ψιθύρισε λίγα θερμά λόγια προσευχής, ό Νείλος πλημμύρισε
και πότισε τα διψασμένα χωράφια.
Οι άνθρωποι που
προηγουμένως είχαν σκανδαλιστεί με το σφάλμα του, βλέποντας τώρα την παρρησία
που είχε αποκτήσει με την καλή του μετάνοια, τον ευλαβήθηκαν και δόξασαν το
Θεό.
Ή πτώση του άνθρωπου
είναι αναπόφευκτη, κάτι που επιβεβαιώνεται και στην Παλαιά Διαθήκη «Τις καθαρός
έσται από ρύπου, άλλ' ουδείς και αν μία ημέρα ό βίος αυτού επί της γης»; (Ιώβ
14,5). Ένας μόνο ήρθε στη γη χωρίς να αμαρτήσει και αυτός δεν είναι άλλος από
τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό. Από την αμαρτία δεν μπόρεσε να ξεφύγει κανείς,
ούτε και οι Άγιοι. για τούς Αγίους ωστόσο ή κάθε πτώση αποτελεί μία αρχή, ένα
νέο ξεκίνημα. Με δάκρυα στρεφόμενοι προς τον Πατέρα τους ικέτευαν «Καρδίαν
καθαράν κτίσον έν εμοί ό Θεός και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον έν τοις εγκάτοις
μου». Πρέπει επομένως διαρκώς να θέτουμε νέους στόχους στη ζωή μας και ποτέ να
μην απογοητευόμαστε από την πτώση μας. Ό διάβολος είναι εκείνος που κεντρίζει
τούς ανθρώπους προς το κακό, που τους ωθεί και επιχειρεί με κάθε μέσο να τούς
οδηγήσει στην παραβίαση του θείου θελήματος. Ωστόσο, ή ευθύνη του άνθρωπου
είναι μεγάλη όχι τόσο για τα σφάλματα στα όποια λόγω της ανθρώπινης ιδιότητας
πέφτει, όσο για την ανυπαρξία πνευματικού αγώνος και για την προσπάθεια κάθε
φορά δικαιολόγησης των λανθασμένων ενεργειών του. Ή συναίσθηση του σφάλματος
και ή προσέλευση στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως είναι το καθοριστικό
βήμα, που θα σημάνει το νέο αγωνιστικό ξεκίνημα μέχρι την επόμενη πτώση.
Σημασία τελικά δεν έχει το ότι σφάλλει κανείς, όσο το να συνειδητοποιεί και να
επανορθώνει το λάθος του αγωνιζόμενος στο εξής να μην το επαναλάβει. Ή
προσπάθεια τελικά και ή διάθεση του ανθρώπου είναι καθοριστική για τη σωτηρία
του.
Ένας αδελφός παρεκάλεσε
κάποιο Γέροντα να του εξηγήσει τί εννοεί ό Ψαλμωδός, όταν λέγει «ουκ έστι
σωτηρία αυτώ έν τω Θεώ αυτού».
- Τούς λογισμούς της
απογνώσεως εννοεί, πού σπέρνει ό πονηρός στο νου του ανθρώπου, εξήγησε ό Γέρων.
Αυτούς πού του λέγουν διαρκώς πώς δεν υπάρχει πια γι' αυτόν σωτηρία, αφού
αμάρτησε και άδικα καταφεύγει στο Θεό με τη μετάνοια. Έτσι προσπαθεί να τον
παρασύρει, για να τον ρίξει στο γκρεμό της απελπισίας. Ή ψυχή όμως πού ποθεί τη
σωτηρία της, ας αγωνίζεται σκληρά ν' απομακρύνει αυτούς τούς λογισμούς.
Και διηγήθηκε την
ακόλουθη ιστορία:
Στα περίχωρα της
Θεσσαλονίκης ήταν τον παλιό καιρό ένα ησυχαστήριο γυναικών. Κάποτε ή προεστώσα
έστειλε μια νέα μοναχή στην πόλη για υπηρεσία. Εκείνη από συνεργεία διαβολική
έπεσε σε βαρύ σφάλμα. 'Ύστερα, απελπισμένη από την πτώση της, δε γύρισε αμέσως
στο ησυχαστήριο. Έμεινε στον κόσμο και παρασύρθηκε σ' έκλυτη ζωή. Γρήγορα όμως
αηδίασε την αμαρτία και, μετανοημένη ειλικρινά για το κατάντημα της, πήρε το
δρόμο της επιστροφής. δεν ξέρουμε όμως γιατί ό Θεός δεν επέτρεψε να πατήσει το
πόδι της μέσα στον Παρθενώνα. Μόλις έφθασε στην εξώθυρα, έπεσε κάτω νεκρή.
Το γεγονός έκανε μεγάλη
εντύπωση στις μοναχές και στους Πατέρες πού ασκήτευαν εκεί γύρω. "Όλοι
αμφέβαλλαν για τη σωτηρία της. Ένας άγιος Ερημίτης όμως πού έμενε σε μια σπηλιά
στην κορυφή του βουνού διηγήθηκε αργότερα το δράμα που είδε, καθώς προσευχόταν,
τη στιγμή ακριβώς που ή μετανοημένη μοναχή έπεσε νεκρή. Άγγελοι από τον Ουρανό
κατέβαιναν να παραλάβουν την ψυχή της, αλλά και πλήθος πονηρά πνεύματα
μαζεύονταν από παντού για να την αρπάξουν. Τότε έγινε μεγάλη φιλονικία ανάμεσα
στα αγαθά και στα πονηρά πνεύματα. Οι δαίμονες απαιτούσαν την ταλαίπωρη ψυχή
πού τόσον καιρό δούλευε στην αμαρτία. Οι Άγιοι Άγγελοι βεβαίωναν πώς είχε
μεταμεληθεί και γι' αυτό ήταν άξια σωτηρίας.
- Πού είναι ή μετάνοιά
της; αντιλογούσαν τα πονηρά πνεύματα. Αφού ούτε να μπει στο Μοναστήρι της
πρόλαβε και τη βρήκε ό θάνατος έξω από την πόρτα.
- Άφ' ότου είδε ό
Πανάγαθος Θεός τη θέλησή της να κλίνει στη διόρθωση, δέχτηκε την μετάνοιά της,
αποκρίθηκαν οι Άγγελοι. Ή ψυχή είναι κυρία της θελήσεώς της, της δε ζωής και
του θανάτου ό πάντων Δημιουργός και κυρίαρχος Θεός.
Έτσι οι δαίμονες έφυγαν
νικημένοι, ενώ οι Άγιοι Άγγελοι με χαρά οδήγησαν την ψυχή στα Ουράνια.
Αναφέρεται ότι ό αετός,
όταν γεράσει και δεν μπορεί πια να φάει ούτε να πιει, ανεβαίνει σε μεγάλο
ύψος και χυμά σε μυτερό βράχο, για να
ισιώσει το ράμφος του. Ύστερα λούζεται σε κάποια κρύα λίμνη και κάθεται στον
ήλιο. Με τον τρόπο αυτό ξαναβρίσκει τη χαμένη του δράση. Ό Άγιος Επιφάνιος
προτρέπει τούς συνανθρώπους του να εξακολουθήσουν το παράδειγμα του αετού
αναφέροντας χαρακτηριστικά. Όταν αμαρτήσεις, ανέβα σε ύψος , πού είναι ή
συναίσθηση και ρίξου με ορμή πάνω στο βράχο, δηλαδή στην ορθή πίστη. Λούσου στη
λίμνη των δακρύων σου και πυρώσου στις ακτίνες του Αγίου Πνεύματος. Με αυτόν
τον τρόπο "ανακαινισθήσεται ως αετού ή νεότης της ψυχής σου".
Ο Μέγας Αντώνιος, για να
τονίσει την αξία της μετανοίας, υπογράμμιζε ότι, αν ό άνθρωπος θέλει, έχει τη
δυνατότητα από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου να φθάσει στην αγιότητα. Ό
πονηρός ωστόσο δε σταματά μά προσπαθεί διαρκώς να πλανεύει τον άνθρωπο. Κάποιοι
συνεχώς αναβάλλουν πείθοντας τον εαυτό τους ότι ό Θεός είναι αγαθός και θα τούς
σώσει έτσι κι αλλιώς. για να εξαλείψουν την όποια αμφιβολία και ανησυχία τους
ισχυρίζονται ότι, αφού και να εξομολογηθούν θα αμαρτήσουν έκ νέου, θα μετανιώσουν
μια φορά στο τέλος της ζωής τους. Με το σκεπτικό αυτό και τη συνεχή
αναβλητικότητα ή ψυχή συνεχίζει την πτωτική της πορεία. Ό ιερός Αυγουστίνος
έλεγε για κάποιον τέτοιον άρρωστο, που είχε ζήσει ακόλαστη ζωή κι έταζε
μετάνοια στην επιθανάτια κλίνη του «Ή μετάνοια που δείχνει ό άρρωστος ίσως
είναι άρρωστη. Φοβάμαι μήπως πεθάνει κι αυτή μαζί με τον ετοιμοθάνατο».
Ή μετάνοια κρύβει
συντριβή και ταπείνωση και δεν είναι αποτέλεσμα ψυχρού υπολογισμού. Και βέβαια
μπορεί να συμβεί εντυπωσιακή μεταστροφή στη ζωή του άνθρωπου, έστω και την
τελευταία στιγμή. Ό Θεός είναι αγάπη και ποθεί τη σωτηρία του άνθρωπου, γι αυτό
και μέχρι την τελευταία στιγμή παρουσιάζει και δίδει ευκαιρίες στον άνθρωπο να
μετανοήσει. Ή μεταστροφή όμως αυτή δεν είναι τυπική, ούτε υποκριτική, ούτε
μπορεί να επιτευχθεί με λεκτικούς τρόπους. Ή μετάνοια είναι εσωτερική και
ψυχική κάθαρση, ενσυνείδητη μεταστροφή, που οδηγεί σε ριζική και αυτόβουλη
αλλαγή. Τρανό παράδειγμα αποτελεί ή συμπεριφορά των δύο ληστών δίπλα στον
'Ιησού Χριστό. Ό ένας ληστής λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή συνετρίβη
εσωτερικά, αναγνώρισε το λάθος του και ζήτησε συγχώρεση από τον Κύριο
ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες του Ουρανού. Ή συμπεριφορά ωστόσο του έτερου
ληστού κάτω από τις ίδιες συνθήκες κατέδειξε άνθρωπο σκληρόκαρδο, χωρίς διάθεση
αναγνώρισης των σφαλμάτων και των εγκλημάτων του. Ή αγάπη προς το Θεό δεν είναι
κάτι που λέγεται, αλλά κάτι που βιώνεται. Mε τον ίδιο τρόπο ό καθαρμός της
ψυχής από τούς ρύπους της αμαρτίας είναι εσωτερική ανάγκη του άνθρωπου, που συντετριμμένος
από το βάρος της ενοχής του ζητά ικετευτικά συγνώμη από τον φιλεύσπλαχνο Πλάστη
και Δημιουργό.
«Σήμερον μετ' εμού έση έν
τω Παραδείσω» λέγει ό Κύριος στο ληστή. Ό ιερός Χρυσόστομος αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Φύλαγαν τον Παράδεισο τα Χερουβείμ. Αλλά ό Ιησούς είναι ό
Δεσπότης των Χερουβείμ. Φλόγινη ρομφαία στριφογύριζε εκεί. Αλλά ό Ιησούς είναι
ό εξουσιαστής της φλογός και της γεένης, της ζωής και του θανάτου. Κανείς
βασιλεύς δε θα έπαιρνε μαζί του ένα ληστή, για να τον συνοδεύσει, καθώς θα εισερχόταν
στη βασιλεία του. αλλά ό Χριστός κάνει ακριβώς αυτό.
Τα πόδια του ληστού δε
μολύνουν καθόλου το έδαφος της ουρανίου βασιλείας, αλλά το τιμούν. Διότι είναι
πόδια μετανοίας».
Σε ένα μουσείο υπάρχει
ένας ζωγραφικός πίνακας, πού παριστάνει τον Δαυίδ να κλαίει πικρά για την
αμαρτία, που έκανε παίρνοντας τη γυναίκα του αξιωματικού του Ουρία, αφού τον
έστειλε να σκοτωθεί στη μάχη. Δίπλα στον προφητάνακτα είναι ένας άγγελος, που
μαζεύει τα δάκρυα του σ' ένα κρυστάλλινο βάζο και τα δείχνει στο Θεό.
Κάτω από αύτη την ωραία
παράσταση, υπάρχουν τα εξής λόγια ενός από τούς Πατέρες της Εκκλησίας:
- Ό Δαυίδ αμάρτησε μονάχα
μια φορά κι έκλαιγε σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Συ αμάρτησες πολλές φορές και
δεν έκλαψες ποτέ σου.
Ο Αγ. Συμεών ό Νέος
Θεολόγος αναφέρει: «Ή αιτία της σωτηρίας μας είναι ή μετάνοια. σε κανέναν ό
Χριστός δεν κλείνει και ούτε ποτέ θα κλείσει τα φιλάνθρωπο σπλάγχνα της
αγαθότητάς του. Ή συγχώρησης των αμαρτιών μας δε γίνεται από τα έργα μας - κι
ας μη καυχηθεί κανείς γι' αυτά - αλλά από τη χάρη του Θεού. Ή βαθιά μετάνοια,
πού γίνεται με επίγνωση και δάκρυα, μοιάζει με τη Δευτέρα Παρουσία. Δηλαδή ό
αμαρτωλός κρίνεται μόνος του εδώ και καταδικάζεται και πλένεται μέσα στα δάκρυά
του και γι' αυτό δε θα κριθεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία».
Ένας ληστής αποφάσισε να
μετανοήσει για τα φοβερά του εγκλήματα και πήγε σ' ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Ό
άγιος και σοφός ηγούμενος του τον διέταξε στην αρχή να μην κάνει τίποτε, παρά
μόνο επί επτά ημέρες να παρατηρεί τη ζωή και την τάξη της μονής.
Την ογδόη μέρα τον κάλεσε
ιδιαιτέρως και τον ρώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήσει μαζί τους. Όταν τον
είδε να το επιθυμεί πολύ, τον ξαναρώτησε τί αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Ό
ληστής αμέσως τα εξομολογήθηκε όλα! Τότε ό ηγούμενος, για να τον δοκιμάσει, του
είπε:
- Θέλω όλα αυτά να τα
φανερώσεις και στην αδελφότητα.
Κι εκείνος, έχοντας
μισήσει τελείως τις αμαρτίες του και περιφρονώντας κάθε ντροπή, του απάντησε
χωρίς δισταγμό.
- Αν θέλεις, τα
εξομολογούμαι ακόμη και στο κέντρο της Αλεξάνδρειας!
Ύστερα από αυτό, ό
ηγούμενος συναθροίζει στον κεντρικό ναό όλα τα λογικά του πρόβατα, διακόσια
τριάντα τον αριθμό και κατά τη διάρκεια της Θείας
Λειτουργίας, μετά την
ανάγνωση του Ευαγγελίου, διατάζει να φέρουν ατό ναό τον αθώο πλέον κατάδικο.
Τον έσυραν μερικοί
αδελφοί χτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκο
και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι. Και μόνο ή θέα του δημιούργησε κατάπληξη
σε όλους, γιατί κανείς δε γνώριζα τί συνέβαινε. Μερικοί μάλιστα αναλύθηκαν σε
δάκρυα. Μόλις ή συνοδεία έφθασε στην πύλη του ναού, ό άγιος ηγούμενος φώναξε με
δυνατή φωνή από το ιερό:
- Στάσου! Είσαι ανάξιος
να μπεις εδώ μέσα...
Εκείνος συγκλονίστηκε!
Νόμισε πώς άκουσε βροντή και όχι φωνή. Έπεσε αμέσως κάτω στο έδαφος με το
πρόσωπο στη Γή. Τρέμοντας από το φόβο. Ό θαυμαστός γιατρός των ψυχών, που όλα
τα μεταχειριζόταν για τη σωτηρία του και που συγχρόνως ήθελε να δώσει και σε
όλους τούς αδελφούς παράδειγμα ταπεινώσεως και μετανοίας, τον πρόσταξε τότε να
εξομολογηθεί μπροστά στην αδελφότητα μία μία ξεχωριστά όλες τις αμαρτίες του.
Πράγματι ό ληστής άρχισε
με τρόμο την εξομολόγηση. Έλεγε πράγματα που οι μοναχοί δεν είχαν ξανακούσει.
Ακόμη και άλλα που παραξένευαν κάθε άνθριώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά
αμαρτήματα παρά φύση ή κατά φύση, με ανθρώπους ή με ζώα, αλλά και μαγείες και
φόνους και άλλα. Τα όποια δεν πρέπει ούτε να τα ακούσει κανείς ούτε να τα
γράψει.
Έπειτα από την
εξομολόγηση αυτή. ό σοφός γέροντας έδωσε μια ακόμη πρωτοφανή εντολή: να γίνει
αμέσως ή μοναχική του κούρα. Ή μετάνοια και ή εξομολόγηση του θεωρήθηκε επαρκής
δοκιμασία!
Ό όσιος 'Ιωάννης ό
Σιναΐτης, που ως επισκέπτης παρακολούθησε τη σκηνή, ρώτησε τον άγιο ηγούμενο,
γιατί χρησιμοποίησε αυτόν τον παράδοξο τρόπο.
- για δύο λόγους,
απάντησε εκείνος: Πρώτον, για χάρη του ίδιου του αδελφού, ώστε με τη ντροπή της
δημοσίας εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από τη μέλλουσα ντροπή, πράγμα που
ασφαλώς Έγινε. Διότι, αδελφέ μου 'Ιωάννη, δε σηκώθηκε από το έδαφος πριν
συγχωρεθούν όλες οι αμαρτίες του! Και μην αμφιβάλλεις, γιατί κάποιος από τούς
αδελφούς μού είπε ότι Έβλεπε την ώρα εκείνη ένα φοβερό και Επιβλητικό άνδρα,
πού κρατούσε στα χέρια χαρτί γραμμένο και κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά πού
ό αδελφός έλεγε μία αμαρτία, εκείνος με το κοντύλι τη διέγραφε! Δεύτερον, το
Έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το
παράδειγμα αυτό τούς παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγηση, χωρίς την οποία
κανείς δε θα επιτύχει την άφεση των αμαρτιών του.
ΑΣ ευχηθούμε όλοι μας τα
λόγια του Ιερού Ψαλμωδού να έχουν απήχηση στην ψυχή του καθενός μας "Της
Μετανοίας άνοιξον μοι πύλας ζωοδότα- όρθρίζει γάρ το πνεύμα μου, προς ναόν τον
άγιόν Σου, ναόν φέρον του σώματος όλον έσπιλωμένον άλλ' ως οικτίρμων κάθαρον
εύσπλάχνω Σου έλέει".
Εισαγωγή κειμένων από το
Βιβλίο :
ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΙΚΩΝ
Πρωτ. Κωνσταντίνος
Ακριβόπουλος
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου