Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Ελεημοσύνη


kyriaki

Ο Αββάς Θεόδωρος κάποτε ζήτησε από τον Όσιο Παμβώ να του πει ένα ωφέλιμο λόγο, που να τον θυμάται σε όλη του τη ζωή.
- Απόκτησε έλεος για όλους τους συνανθρώπους σου, Αββά Θεόδωρε, για να έχεις παρρησία στο Θεό.
Τα παραπάνω λόγια του Οσίου καταδεικνύουν τη σπουδαιότητα της αρετής της ελεημοσύνης. «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» ψελλίζει ό ψαλμωδός τονίζοντας την ανταμοιβή πού ό Θεός παρέχει στους ελεήμονες.
Ή εποχή στην οποία ζούμε χαρακτηρίζεται ως εποχή των μεγάλων αντιθέσεων. Ό πλούτος και ή οικονομική ευρωστία των ισχυρών αντιτίθεται στη φτώχεια και στην εξαθλίωση των αδυνάτων. Χρέος όλων των χριστιανών αποτελεί ή βοήθεια προς τούς αναξιοπαθώντας αδελφούς μας. 'Εκείνος πού ελεεί τον αδερφό του πού έχει ανάγκη, στην ουσία ελεεί τον ίδιο του τον εαυτό. Πώς μπορεί κανείς να ζητήσει το έλεος του Θεού τη στιγμή κατά την οποία αρνείται να ελεήσει το συνάνθρωπό του; Όποιος αγαπά πραγματικά το Θεό δεν μπορεί παρά να αγαπά και τον πλησίον του.

Ή ελεημοσύνη αποτελεί κατάθεση ψυχής. 'Ελεεί κανείς το συνάνθρωπο του όποτε και όπως μπορεί. Ελεήμων δεν είναι μόνο εκείνος που προσφέρει χρήματα. Ελεήμων είναι εκείνος που συντροφεύει και παρηγορεί τον άρρωστο και μοναχικό γέροντα, προσφέροντάς του θαλπωρή και αγάπη. 'Ελεήμων είναι εκείνος που με το λόγο και το παράδειγμά του μεταδίδει το λόγο του Θεού στις ψυχές εκείνες που δε είχαν τις κατάλληλες ευκαιρίες και συνθήκες, για να τον γνωρίσουν. 'Ελεήμων είναι εκείνος που σκορπά απλόχερα ειλικρινή αγάπη προς τον πλησίον του παρέχοντάς του βοήθεια σε οποίο πρόβλημα τον απασχολεί.
Μία ευλαβής παιδική ψυχή ανέφερε χαρακτηριστικά : «Δε θέλω να ξέρω πόσο στοιχίζουν τα μοντέρνα παπούτσια της συμμαθήτριάς μου. Θέλω να ξέρω πόσο στοιχίζουν τα παπούτσια που θα κάνουν όλα τα παιδιά να μη περπατούν με πόδια γυμνά. Δε θέλω να ξέρω πόσο στοιχίζουν τα γούνινα παλτά και οι τουαλέτες των κυριών. Θέλω να ξέρω πόσο κοστίζει να ντυθούν όλα της γης τα ορφανά. Δε θέλω να ξέρω πόσο στοιχίζουν τα πλούσια φαγητά και τα γλυκίσματα των πλουσίων. Θέλω να ξέρω πόσο κοστίζει λίγο ψωμί για όλους τούς πεινασμένους. Δε θέλω να ξέρω πόσο στοιχίζουν τα βαρύτιμα κοσμήματα των 'Μεγάλων'. Θέλω να ξέρω πόσο στοιχίζει ένα μικρό παιχνίδι για τα παιδιά που δε χάρηκαν ποτέ».
Ό ιερός Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά, τονίζοντας την αναγκαιότητα της ελεημοσύνης. «Δεν είναι μόνο υποχρέωσή σου, αλλά και συμφέρον σου να δίδεις στους φτωχούς. Ποια απόκριση θα δώσεις στον Κριτή σου, όταν ντύνεις τούς τοίχους με πολύτιμα μάρμαρα και αφήνεις γυμνό το συνάνθρωπο σου; Ποια απόκριση θα δώσεις στον Κριτή σου όταν θάπτεις στα θησαυροφυλάκια το χρυσάφι και αφήνεις να θάβεται καθημερινά από τη φτώχεια και την ανέχεια ό συνάνθρωπος σου;
Ό άγιος πρεσβύτερος της Κων/πολης Μαρκιανός στολιζόταν με πολλές αρετές, ιδιαίτερα με την ακτημοσύνη και την ελεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός ! Ενώ ήταν ακτήμων, ελεούσε !...
Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα από κάθε γήινο αγαθό, ό άγιος Μαρκιανός δεν απέκτησε ποτέ πράγμα δικό του, που να έχει κάποια αξία, ούτε δεύτερο ένδυμα! Όταν οι γνωστοί του, του χάριζαν κάτι, το έδινε παρευθύς στον πρώτο φτωχό που θα συναντούσε στο δρόμο του.
Την ημέρα των εγκαινίων του ναού της άγιας Αναστασίας, έφυγε ξημερώματα από τη φτωχή καμαρούλα του, για να ετοιμάσει το άγιο βήμα. θα ερχόταν ό Πατριάρχης με πολλούς αρχιερείς! θα ερχόταν και ό αυτοκράτωρ με όλους τούς άρχοντες!
Όταν έφθασε στο μεγαλοπρεπέστατο ναό, που ό ίδιος με την απαράμιλλη δραστηριότητα του είχε ανακαινίσει, τον πλησίασε ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, γυμνός, μελανιασμένος από το κρύο. Έδειχνε να υποφέρει πολύ. Άπλωσε διστακτικά το χέρι να του γυρέψει ελεημοσύνη. Ό άγιος Μαρκιανός Έψαξε στις τσέπες του. Αλλά, συνηθισμένο πράγμα σ' αυτόν, δε βρήκε καθόλου χρήματα. Έπρεπε όμως να δώσει κάτι σ' εκείνον τον δυστυχή. Του ράγισε την καρδιά ή γύμνια του, το τρεμούλιασμά του.
Ό φιλάνθρωπος ιερέας πήρε την απόφασή του. Θα του έδινε τα δικά του ρούχα! Δεύτερα δεν είχε, αλλά αυτό δεν πείραζε. Τώρα θα φορούσε τα ιερατικά του, αφού θα Έπαιρνε μέρος στη Θεία Λειτουργία. Πήγε λοιπόν στο σκευοφυλάκιο, φόρεσε τα άμφιά του και όλα του τα ρούχα τα έδωσε στο φτωχό. Εκείνος έμεινε με το στόμα ανοικτό μπροστά σε τόση καλοσύνη!
Ήρθαν στο μεταξύ και οι άλλοι κληρικοί με τον Πατριάρχη και άρχισε ή Θεία Λειτουργία. Μα κάτι παράδοξο συνέβαινε εκείνη τη μέρα. Τα βλέμματα του εκκλησιάσματος από τον αυτοκράτορα μέχρι τον τελευταίο πιστό, είχαν καρφωθεί πάνω στον Μαρκιανό. Το ίδιο και των κληρικών μέσα στο Ιερό. Δυο μάλιστα από αυτούς είχαν αρχίσει να σιγοψιθυρίζουν τις επικρίσεις τους.
- Πού βρήκε άραγε τη χρυσούφαντη στολή; Αυτός δεν έχει ποτέ του χρήματα. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε...
- Κοίταξε και με διαμάντια κεντημένη! Έ, αυτό πια καταντά σκάνδαλο.
Όταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας βγήκε με το Άγιο Ποτήριο να κοινωνήσει τον κόσμο, ένας ψίθυρος θαυμασμού ακούστηκε απ' όλα τα χείλη. Ό ναός άστραψε από το φεγγοβόλημα των αμφίων του.
Ένας ανώτερος κληρικός πλησίασε τότε τον Πατριάρχη με φανερή αγανάκτηση και του είπε:
- Δεν πρέπει ή αγιοσύνη σου, δέσποτα, να παραλείψει να συστήσει κάποια μετριότητα σ' αυτόν τον άσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στο Βασιλιά.
Ό αγαθός πατριάρχης άρχισε να στενοχωριέται με τις διαμαρτυρίες του ιερατείου του. Είχε φυσικά κι ό ίδιος απορήσει με την πρωτοφανή πολυτέλεια των αμφίων πού φόρεσε - έτσι τουλάχιστον νόμιζε - για την πανήγυρη ό άγιος Μαρκιανός. Τον γνώριζε όμως πολύ καλά και γι' αυτό δεν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει ματαιόδοξο. Ωστόσο αποφάσισε να του πει κάτι. Μετά την απόλυση τον κάλεσε στο σκευοφυλάκιο.
- Που βρήκες τη στολή αυτή, Μαρκιανέ; Θα έλεγε κανείς πώς πήρες την απόφαση να συναγωνιστείς σε πολυτέλεια τον αυτοκράτορα! Ό ιερέας πρέπει να είναι μέτριος στην εμφάνισή του, για να μη σκανδαλίζει το λαό και μάλιστα τις φτωχότερες τάξεις.
Εκείνος έριξε πρώτα ένα φευγαλέο βλέμμα στα φτωχικά λινά του άμφια, τα μοναδικά που είχε για να ιερουργεί. Έπειτα κοίταξε με απορία τον Πατριάρχη.
- για ποια στολή ομιλεί ή αγιοσύνη σου, δέσποτα; Αν πρόκειται γι' αυτή που φορώ, είναι ή ίδια που πήρα από τα χέρια σου, όταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια με χειροτόνησες πρεσβύτερο!
Ό πατριάρχης συνοφρυώθηκε. Έ, ήταν πάρα πολύ να προσπαθεί να τον ξεγελάσει μπροστά στα μάτια του.
- Κι αυτή εδώ; του φώναξε, παίρνοντας στα χέρια του το φελόνι.
Τότε όμως παρατήρησε πώς κάτω από τα άμφιά του ήταν γυμνός, κι εκείνη ή πολύτιμη στολή, που είχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό και θόρυβο, δεν ήταν άλλη από τη συνηθισμένη, με την οποία τόσα χρόνια τώρα τον έβλεπε να λειτουργεί.
- Ποιος σε γύμνωσε, Μαρκιανέ; ρώτησε έκπληκτος ό Πατριάρχης.
Ό άγιος πήρε τότε στα χέρια του το Ευαγγέλιο, που μόλις προ ολίγου είχε τοποθετήσει στη θήκη του και το έδειξε στον αρχιερέα.
- Αυτό με γύμνωσε, άγιε δέσποτα! Κατασυγκινημένος ό Πατριάρχης τον έσφιξε στην αγκαλιά του και φιλώντας τον πατρικά του είπε:
- "Ω, αν όλοι οι ιερείς σού έμοιαζαν, δε θα είχαμε ανάγκη από ιεροκήρυκες, θα κήρυττε το φωτεινό τους παράδειγμα!
Ό άγιος Νεκτάριος ήταν πάντα πτωχός. Ή φτώχεια του όμως δεν τον εμπόδιζε να πλουτίζει πολλούς. στην πενία, στην ασθένεια, συνέτρεχε τούς πάντας. Μια μικρή διήγηση θα μάς πείσει πόσο φιλάνθρωπα αισθήματα είχε ό γέροντας.
Τις ιερουργίες του Αγίου παρακολουθούσε πολύς κόσμος. Ωστόσο δεν Έλειπαν και πολλοί και διάφοροι που αναζητούσαν ελεημοσύνη. Όσο πλήθαινε ό κόσμος που παρακολουθούσε τις ιερουργίες, τόσο πλήθαιναν και οι άποροι με τις χίλιες δύο στερήσεις και ανάγκες. Ευτυχώς πού με μικροποσά και πρόχειρα κέρματα ξεμπέρδευε τούς ύποπτους, τούς «κατ' επάγγελμα» ζητιάνους. Ό άγιος Έλεγε χαρακτηριστικά στα πνευματικά του παιδιά «ημείς δεν Έχομεν, ό Θεός όμως δεν στερείται ουδενός. Αποφασίζει και λαμβάνομεν. Μην αποθαρρύνεσθε ποτέ».
Και να, αυτές τις ημέρες φάνηκε Ένας επί πλέον δυστυχισμένος. Ήταν ψηλός κι αυτός, χλωμός, κίτρινος σαν το λεμόνι, με γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους. Κρατούσε στα δάχτυλα κάτι συνταγές από γιατρό και σχεδόν Έτρεμε.
- Σεβασμιώτατε, ψιθύρισαν τα χείλη του, μόλις βγήκα από απέναντι.
- από τον Ευαγγελισμό;
- Μάλιστα.
- Τί επιθυμείς;
- Τυγχάνω οικοδόμος και με συμβούλεψαν οι γιατροί να μη δουλέψω καμιά δεκαπενταριά μέρες. Μούδωσαν και τούτο το χαρτί πού γράφει ένα σωρό φάρμακα, μα πού να τα βρω τα λεφτά ... δεν Έχω δεκάρα. αν δεν με βοηθήσετε, θα λιώσω στα πόδια μου.
Ό άγιος έστειλε παρευθύς τον κλητήρα, κάλεσε τον Κωστή, αλλά εκείνος σήμερα δεν κρατούσε ούτε μία πεντάρα για σπίρτα. Ό,τι οικονόμησαν δέκα οκτώ μέρες, τα μέτρησε προχθές στο Λεώνη. Το βιβλίο του Αντιόχου ήταν πια στον βιβλιοδέτη κι όλο τραβούσαν αντίτυπα.
Κοίταξε για κάμποσο ό ένας τον άλλον και σώπαιναν.
- Χμ, έχω κάποιο δέμα με εσώρουχα, παραμίλησε. Είναι δώρον από την Αίγυπτον. Και παρακάλεσε τον Κωστή να ειδοποιήσει την κυρά Στάσα, τη γριά πλύντρια και σιδερώτρα.
- Κυρία Αναστασία, της είπε μόλις την είδε, φέρε σε παρακαλώ το πακέτο με τις αλλαξιές που ήρθε από την Αίγυπτον.
- Τί το θέλετε, σεβασμιώτατε;
- Είναι ανάγκη να το παραχωρήσουμε εις τον αδελφόν μας εδώ.
- Μα ... θαρρώ δεν έχετε άλλα εσώρουχα, για ν' αλλάξετε...
- δεν πειράζει.
Ή γριά έφυγε σκυφτή, μουρμουρίζοντας. σε λίγο έφερε το δέμα.
- Άκουσε, αδελφέ, είπε παραδίδοντάς το στο χλωμό επισκέπτη. Αυτό το δέμα περιέχει εσώρουχα και είναι καινούργια. Να τα πας κάτω, στο Μοναστηράκι στην αγορά. Με τα χρήματα που θα σού δώσουν θα τα καταφέρεις να προμηθευτείς και να συντηρηθείς επί δυο εβδομάδες. Εις την ευχήν του Θεού.
Ό χλωμός άνθρωπος συγκινήθηκε, με δυσκολία έκανε ένα δυο βήματα. Έσκυψε ώσαμε χάμου και φίλησε το κράσπεδο του ράσου του. Πήρε το δέμα και προχωρώντας τόξευε ευχές ευγνωμοσύνης.
'Ελεεί κανείς γιατί αγαπά και όχι γιατί επιθυμεί τον έπαινο και την αυτοπροβολή. Ή ελεημοσύνη είναι πράξη αγάπης και όχι εντυπωσιασμού. Ή αγάπη προς το συνάνθρωπο ουσιαστικά είναι αγάπη προς το Θεό, καθώς ό γνήσιος χριστιανός διακρίνει στο πρόσωπο που βοηθά τον ίδιο το Θεό. για το λόγο αυτό ό ελεήμων στέκεται στο παρασκήνιο, αθέατος, χωρίς ποτέ να καυχιέται και να περηφανεύεται για την πράξη του. Είναι χαρακτηριστικός ό λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού «όταν ούν ποιής ελεημοσύνην μη σαλπίσης εμπρόσθέν σου, ώσπερ οι υποκριταί ποιούσιν εν ταις συναγωγαίς και έν ταις ρύμαις όπως δοξασθώσι υπό των ανθρώπων (Ματθ. 6, 2). Όταν λοιπόν κάνεις ελεημοσύνη μη το διαφημίσεις με σάλπιγγα, που σημαίνει εμπρός από σε, όπως κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για να δοξασθούν από τούς ανθρώπους (νεοελληνική απόδοση Τρεμπέλα).
Πλείστα είναι τα παραδείγματα Αγίων που προσέφεραν απλόχερα την αγάπη τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τούς ευεργετημένους. Ό Άγιος Νικόλαος διέθεσε την περιουσία του σε ανθρώπους που πραγματικά είχαν ανάγκη περιθάλπτοντας φτωχούς, ορφανά, χήρες, ανθρώπους που έχρηζαν βοηθείας. Ή ελεημοσύνη από τον Άγιο ήταν καθημερινή και τις περισσότερες φορές αθέατη. Επί της εποχής του πλούσιος, που είχε τρεις κόρες, φτώχευσε και για να μπορέσει ν' ανταποκριθεί στα προς το «ζην» αποφάσισε να βάλει τις κόρες του σε πορνείο.
Ό Άγιος Νικόλαος, όταν πληροφορήθηκε τις προθέσεις του πατέρα, ενεργεί άμεσα για να προλάβει την καταστροφή της οικογενείας. Την ίδια ημέρα και κατά τη διάρκεια της νύχτας τοποθέτησε μέσα σ' ένα μαντήλι τριακόσια φλουριά και αφού το έδεσε το έριξε κρυφά στην αυλή του πτωχεύσαντος πλουσίου. Την επόμενη μέρα ό πατέρας ξυπνώντας μένει έκθαμβος μπροστά στον απρόσμενο θησαυρό. Μη γνωρίζοντας τον ευεργέτη του δοξολογούσε κι ευχαριστούσε το Θεό για την οικονομία του και αμέσως διαχειριζόμενος με σύνεση πλέον τα χρήματα παντρεύει τη μεγάλη του κόρη με την ελπίδα ότι ό Θεός που οικονόμησε την προίκα της πρώτης, θα φροντίσει και για τις υπόλοιπες. Όταν ό 'Άγιος πληροφορήθηκε τη σωστή διαχείριση των χρημάτων εκ μέρους του πατέρα προέβη στην ίδια ενέργεια κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες φροντίζοντας και για τη δεύτερη κόρη. Ό πατέρας δεν μπορούσε να πιστεύσει το τί συνέβαινε και παρακαλούσε το Θεό να γνωρίσει τον ευεργέτη του. Με τον ίδιο τρόπο νύμφευσε και τη δεύτερη κόρη και με αγωνία περίμενε τον άνθρωπο πού θα ερχόταν να προικίσει την τρίτη κόρη όμοια με τις προηγούμενες. Πράγματι ό Άγιος θέλησε να τελειώσει το καλό πού άρχισε και για τρίτη φορά προσφέρει το ίδιο χρηματικό ποσό. Ό πατέρας όμως αγρυπνούσε και ακούγοντας το θόρυβο όσο πιο γρήγορα μπορούσε έτρεξε και πρόλαβε τον Άγιο πέφτοντας με δάκρυα στα πόδια του κι ευχαριστώντας τον για το καλό πού του έκανε. Όταν ό Άγιος αντιλήφθηκε ότι ή αρετή του είχε φανερωθεί, ζήτησε ως αντάλλαγμα από τον πατέρα την αποσιώπηση του ονόματος του και τη μη αποκάλυψή του. Την επόμενη μέρα ό πλούσιος νύμφευσε και την τρίτη του κόρη και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του δοξάζοντας καθημερινά το Θεό για το καλό πού του έκανε.
Βαδίζοντας ό Άγιος Νήφων με κάποιο πνευματικοπαίδι του στην πλατεία της πόλεως, βλέπουν στα δεξιά τους έναν άνθρωπο κάτι να ψιθυρίζει. Τον ακολουθούσαν πολλοί φτωχοί ζητώντας του βοήθεια. Κι εκείνος κάνοντας τάχα ότι τούς διώχνει, τούς έβαζε στο χέρι την ελεημοσύνη του. Έτσι κρυβόταν από τούς ανθρώπους. Μόλις το γεγονός έγινε αντιληπτό από το πνευματικοπαίδι, ρώτησε τον όσιο για την αρετή του ανθρώπου αυτού. Κι εκείνος του λέει:
- Στα μάτια του Θεού είναι μέγας. Τον ξέρω, γιατί αρκετές φορές βρεθήκαμε μαζί.
Ύστερα από μερικές ήμερες τον ρώτησε σχετικά με αυτή την αρετή κι εκείνος με τη σειρά του, του διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
-Ήμουνα τότε, του είπε, μικρό παιδί, δώδεκα χρονών περίπου και είχα πάει στην εκκλησία του Αποστόλου Θωμά να προσευχηθώ. Βρήκα εκεί ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Μεταξύ άλλων, μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του Κυρίου. Όταν το άκουσα αυτό παραξενεύθηκα και κατέκρινα τον άνθρωπο του Θεού ότι ήταν ψεύτης. Γιατί έλεγα μέσα μου: αφού ό Κύριος είναι στους ουρανούς, στα δεξιά του Πατέρα του, πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά πού δίνουμε στους φτωχούς;
Καθώς όμως βάδιζα και συλλογιζόμουν όσα άκουσα βλέπω κατά σύμπτωση ένα κουρελιάρη φτωχό, πού πάνω από το κεφάλι του - τί θαύμα! - στεκόταν ή μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εκεί πού προχωρούσε ό φτωχός τον συνάντησε κάποιος ελεήμων και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί. Μόλις λοιπόν άπλωσε το χέρι του ό φιλόπτωχος εκείνος προς το ζητιάνο, άπλωσε και ό Κύριος το χέρι του από την εικόνα, πήρε το ψωμί και τον ευχαρίστησε. Έπειτα το έδωσε στο φτωχό. Ούτε αυτός όμως ούτε και ό ελεήμων κατάλαβαν τίποτε. Θαύμασα και πίστεψα. από τότε ήξερα ότι όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού. Αυτήν την εικόνα του Χριστού τη βλέπω να στέκεται πάνω απ' όλους τούς φτωχούς και γι' αυτό με δέος ασκώ, όσο μπορώ, την αρετή της ελεημοσύνης πού τόσο ευχαριστεί τον Κύριο.
Στην υποκρισία και το φαρισαϊσμό της σημερινής εποχής, πού δυστυχώς έχει διαποτίσει και ανθρώπους που υποτίθενται ότι βρίσκονται μέσα στο χώρο της 'Εκκλησίας, δεν είναι λίγοι εκείνοι, που με γενναιοδωρία προσφέρουν απλόχερα την αγάπη τους. Ή πραγματική ελεημοσύνη δε συνοδεύεται από κάμερες, ούτε πραγματοποιείται σε πολυτελή κέντρα, πού μετατρέπονται σε χώρους επίδειξης και τόπους ικανοποίησης της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Ή ελεημοσύνη δε συνάδει με τη δημοσιότητα, ούτε πραγματοποιείται βάσει εγωιστικών κινήτρων. δεν είναι λοιπόν λίγοι, λαϊκοί και ιερείς, που γνωρίζουν καθημερινά πρακτικά προβλήματα ανθρώπων και οικογενειών και στέκονται δίπλα τους, παρέχοντας αμέριστη την αγάπη τους με κάθε τρόπο, αφανείς στα μάτια των ανθρώπων, ορατοί όμως στα μάτια του Θεού. Χαρακτηριστικός και στο σημείο αυτό είναι ό λόγος του Κυρίου «σού δε ποιούντος ελεημοσύνην μη γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου, όπως ή σού ή ελεημοσύνη έν τω κρύπτω και ό πατήρ σου βλέπων έν τω κρύπτω αποδώσει σοι έν τω φανερώ (Ματθ. 6, 4).
Ό διάσημος Γάλλος συγγραφεύς και φιλόσοφος Φοντενέλ (1657—1757) είχε εξαιρετική προσήλωση στο ευαγγελικό ρητό: «Μη γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου».
Μια μέρα τον βρήκε κάποιος γνωστός του και τού είπε:
- Θυμάστε, που μού είχατε υποσχεθεί να ενδιαφερθείτε για κάποιο ζήτημά μου;
Καλά λέτε, απάντησε ό Φοντενέλ, το είχα ξεχάσει.
- Μα δεν το ξεχάσατε. Κάνατε ό,τι σάς ζήτησα και ήρθα για να σάς ευχαριστήσω.
- Πραγματικά, ομολόγησε ό Φοντενέλ, δεν είχα ξεχάσει να σάς βοηθήσω. Είχα ξεχάσει ότι σάς βοήθησα.
Ή ελεημοσύνη συμφωνά με τον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο είναι χρήματα που αποταμιεύονται στην Τράπεζα του Ουρανού. Ό Θεός σκέπει κι ευλογεί τον ελεήμονα προσφέροντάς του εκατονταπλάσια από τα προσφερόμενά του. Πέρα όμως από την ευλογία του Θεού καθημερινά στη ζωή του ό ελεήμων με τις πράξεις του ανοίγει διάπλατα για τον ίδιο τις πύλες του Παραδείσου.
Κάποτε ήρθε στο κελί του Αγίου Νήφωνα ένας χριστιανός να τον συμβουλευθεί. Μετά τον συνήθη χαιρετισμό, ρώτησε τον όσιο:
- σε παρακαλώ, πάτερ, τί ωφέλεια έχουν αυτοί που μοιράζουν την περιουσία τους στους φτωχούς;
- δεν άκουσες τί λέει το ευαγγέλιο; του απάντησε εκείνος.
Πολλά άκουσα και διάβασα. αλλά θα ήθελα ν' ακούσω κάτι και από το στόμα σου. Τότε ό Νήφων του είπε:
- Ό Θεός του Ουρανού και της Γής να σε διδάξει κατά την πίστη σου. Γιατί εγώ είμαι αδύνατος και ανάξιος. Αφού όμως ήρθες, για ν' ακούσεις κάτι, πρόσεξε και ό Θεός, καθώς είπα, θα σε φωτίσει.
Σώπασε λίγο κι έπειτα άρχισε:
- Στις ημέρες του επισκόπου των 'Ιεροσολύμων Κυριάκου ζούσε ένας πολύ ελεήμων άνθρωπος, ονόματι Σώζων. Περνώντας κάποια μέρα απ' την πλατεία της πόλεως, βλέπει ένα φτωχό πού ήταν γυμνός και τουρτούριζε από το κρύο. Τον πόνεσε ή ψυχή του. Έβγαλε λοιπόν το ιμάτιο του και το έδωσε στο φτωχό. σε λίγο επέστρεψε σπίτι του. 7Ηταν σούρουπο και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Βλέπει τότε στο όνειρο του ότι βρέθηκε σ' ένα θαυμαστό κήπο που φωτιζόταν με καθαρό άυλο φως. Πλήθος λουλούδια - ρόδα και κρίνα - και ψηλόκορμα δένδρα τον στόλιζαν, που ξέχυναν απ' την κορφή ως τις ρίζες μια υπέροχη ευωδία, ενώ τα δένδρα ήταν κατάφορτα με ωραιότατους καρπούς, ώστε τα κλαδιά τους έγερναν ως τη γη. Το καθένα είχε ξεχωριστή ομορφιά. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολυάριθμα πουλιά απ' όλα τα είδη και τα χρώματα και κελαηδούσαν μελωδικά. Το κελάηδημά τους ήταν τόσο θεϊκό, ώστε νόμιζες ότι ερχόταν απ' τον ουρανό. "Όλα τα δένδρα, τα φυτά και τα λουλούδια κυμάτιζαν με πολλή χάρη.
Βλέποντας και ακούγοντάς τα δοκίμαζε ό άνθρωπος εκείνος απερίγραπτη γλυκύτητα και ανέκφραστη ηδονή.
Καθώς παρατηρούσε εκστατικός, έρχεται ένας νέος και του λέει, «ακολούθησέ με». Άρχισε να βαδίζει πίσω του και σε λίγο έφτασαν σ' ένα χρυσοκάγκελο φράχτη. Έριξε το βλέμμα του πέρα, ανάμεσα απ' τα κενά που σχημάτιζαν τα χρυσά κάγκελα και είδε μιαν αυλή και στο βάθος ένα θαυμάσιο παλάτι, που άστραφτε. Καθώς κοιτούσε ό Σώζων, βγαίνουν απ' το ανάκτορο δέκα έξι άνθρωποι φτερωτοί, που έλαμπαν σαν τον ήλιο. Μετέφεραν ανά τέσσερις από ένα χρυσοστόλιστο κιβώτιο. Καθώς διέσχιζαν το παραμυθένιο εκείνο προαύλιο οι άγγελοι αυτοί του Θεού, ό Σώζων κατάλαβε ότι κατευθύνονταν προς αυτόν.
Μόλις πλησίασαν στα χρυσά κάγκελα, ακριβώς απέναντι του, στάθηκαν, κατέβασαν τα κιβώτια απ' τους ώμους και τα ακούμπησαν στη γη. Φαίνονταν τώρα σαν να περίμεναν κάποιον μεγάλο να έρθει. Και πράγματι, σε λίγο βλέπει ό Σώζων να κατεβαίνει από τα ανάκτορα ένας πανέμορφος άνδρας και να έρχεται προς το μέρος των αγγέλων. «Ανοίξτε τα κιβώτια», τους διέταξε, «και δείξτε σ' αυτόν τον άνθρωπο τί του φυλάω για το ιμάτιο πού μού δάνεισε προ ολίγου διά μέσου του φτωχού».
Αμέσως άνοιξαν το ένα χρυσό κιβώτιο και άρχισαν να βγάζουν χιτώνες και ιμάτια βασιλικά, άλλα κατάλευκα κι άλλα πλουμιστά, όλα πανέμορφα. Τα άπλωναν μπροστά του ρωτώντας τον :
- Σού αρέσουν, Σώζων; Και κείνος είπε με δέος:
- δεν είμαι άξιος να δω ούτε τη σκιά τους! Συνέχιζαν ωστόσο να του δείχνουν λαμπρούς, καταστόλιστους και ολόχρυσους χιτώνες, ώσπου ανέβηκε ό αριθμός τους στους χίλιους.
"Όταν πια με αυτόν τον τρόπο ό Κύριος των αγγέλων του έδωσε να καταλάβει τί σημαίνει το «εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει», του είπε:
- Βλέπεις, Σιόζων, πόσα αγαθά σού ετοίμασα, επειδή με είδες γυμνό και με σπλαγχνίσθηκες και μ' έντυσες; Πήγαινε λοιπόν και συνέχισε να κάνεις το ίδιο. αν δώσεις στο φτωχό ένα ιμάτιο, εγώ θα σού ετοιμάσω εκατονταπλάσια.
Ακούγοντας αυτά ό Σιόζων ρώτησε με δέος αλλά και με χαρά τον Κύριο:
- Κύριε μου, το ίδιο θα κάνεις και σ' όλους όσους βοηθούν τούς φτωχούς; Τούς φυλάς εκατονταπλάσια αγαθά και την αιώνια ζωή:
Κι Εκείνος του αποκρίθηκε:
- Όποιος θα θυσιάσει σπίτια ή χωράφια ή πλούτη ή δόξα ή πατέρα ή μητέρα ή αδελφούς ή αδελφές ή γυναίκα ή παιδιά ή οποιοδήποτε αγαθό της γης, «εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει».
Γι αυτό ποτέ μη μετανιώσεις για μία σου ελεημοσύνη εξευτελίζοντας τον φτωχό πού του έδωσες κάτι! μη τυχόν. αντί για ανταμοιβή, πάθεις διπλή ζημιά. Διότι αυτός πού κάνει ένα καλό κι έπειτα μετανιώνει ή εξευτελίζει τον φτωχό, χάνει και τον μισθό του, αλλά βρίσκεται και ένοχος την ημέρα της Κρίσεως.
Υστέρα από αυτά τα λόγια ό Σιόζων ξύπνησε γεμάτος θαυμασμό για το όραμα. Σηκώθηκε αμέσως απ' το κρεβάτι του και έδωσε και το άλλο του ιμάτιο σε κάποιον πού ήξερε προς το είχε ανάγκη.
Τη νύχτα βλέπει πάλι το ίδιο όραμα και το πρωί, χωρίς καθυστέρηση μοίρασε όλη του την περιουσία, απαρνήθηκε τον κόσμο και έγινε ένας θαυμάσιος μοναχός.
Αυτό να το έχεις και συ παιδί μου στο νου σου στο εξής, συμβούλευσε τον επισκέπτη του ό άγιος Νήφων και να κάνεις ότι μπορείς, για να θησαυρίσεις εκατονταπλάσια στον ουρανό.
Ανάμεσα στα άλλα. πού μας αφηγήθηκε ό Αββάς Θεωνάς, ήταν και τούτο πού συνέβη στα χρόνια του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας Παύλου. 'Εκεί, λοιπόν στην Αλεξάνδρεια, όταν ένα ζευγάρι πολύ πλουσίων αναπαύτηκε ξαφνικά, έμεινε ορφανή μια μικρή κόρη τους, αβάφτιστη ακόμη. Μια μέρα, εκεί πού περιποιόταν τον κήπο της. βλέπει έναν άντρα πού ετοίμαζε κι έδενε το σκοινί, για να κρεμαστεί. Πανικοβλήθηκε ή κόρη, τρέχει κοντά του και τον ρωτάει:
- Τί κάνεις εδώ, άνθρωπέ μου:
- Άφησε με, κόρη μου, της άπαντα εκείνος, γιατί με έχει γονατίσει πραγματικά μεγάλη θλίψη.
- Πες μου όλη την αλήθεια, του λέει εκείνη και φαντάζομαι πως μπορώ σε κάτι να σε βοηθήσω.
Καταστενοχωρημένος εκείνος της λέει:
- Δυστυχώς, κόρη μου, χρωστώ πολλά χρήματα και οι δανειστές μου με πνίγουν για να τούς τα δώσω τώρα· γι' αυτό κι εγώ αποφάσισα να πεθάνω το γρηγορότερο και να μη ζω τέτοια δυστυχισμένη ζωή ...
Εκείνη στοργικά του λέει:
- σε παρακαλώ, πάρε ο,τι έχω και δώσε πίσω αυτά πού χρωστάς· μα, μην κάνεις κακό στον εαυτό σου.
Ανακουφισμένος, με την απρόσμενη πρόταση, πήρε εκείνος τα απαραίτητα χρήματα, ξεχρεώθηκε κι αισθάνθηκε πάλι τον εαυτό του ελεύθερο. Στενεμένη, όμως, ή κόρη, που της έλειψαν τα χρήματα και πεντάρφανη καθώς ήταν, αναγκάστηκε να δοθεί στην πορνεία για να ζήσει. Τότε ακουστήκανε και μερικοί να λένε:
- Ανεξερεύνητες οι βουλές του Κυρίου! Ποιος ξέρει άραγε, για ποιους λόγους συγχωρεί ό Θεός σε κάποια ψυχή να πειράζεται και να ξεπέφτει τόσο πολύ...
Όμως, ύστερα από λίγο καιρό, ή κόρη αρρώστησε. Άρχισε να συλλογίζεται σοβαρά την περιπέτεια του βίου και ή ψυχή της πλημμύρισε ξάφνου ένα κύμα κατανύξεως. Φώναξε, λοιπόν, τούς γείτονες και τούς παρακάλεσε:
- Για τ' όνομα του Κυρίου, λυπηθείτε την ψυχή μου! Παρακαλέστε τον Πάπα και Πατριάρχη να με βαπτίσει και να με κάμει χριστιανή!
Εκείνοι γυρνούσαν την πλάτη κι έλεγαν με περιφρόνηση:
- Και ποιος να καταδεχτεί να γίνει ανάδοχος, βαφτίζοντας μια πόρνη;
Ή θλιβερή αυτή κατάσταση τη γέμιζε πόνο και θλίψη. Κι ενώ ζούσε σ' αυτήν τη μαύρη ατμόσφαιρα, παρουσιάζεται άγγελος Κυρίου, με τη μορφή εκείνου του ανθρώπου, τον οποίο είχε γλυτώσει εκείνη κάποτε απ' την αυτοκτονία και της λέει:
- Τί έχεις και είσαι τόσο στενοχωρημένη; Κι εκείνη του απαντά :
- Επιθυμώ να βαφτιστώ και να γίνω χριστιανή, μα κανείς δε βρέθηκε να μιλήσει στον Πατριάρχη και να με βοηθήσει...
- Μη στενοχωριέσαι καθόλου, της λέει εκείνος - εγώ θα φέρω μερικούς φίλους μου και θα σε μεταφέρουμε. Και πράγματι, ό άγγελος που είχε παρουσιαστεί εμπρός της, παίρνει άλλους δύο αγγέλους και, υποβαστάζοντάς την, την μεταφέρουν στην εκκλησία. 'Εκεί μετασχηματίζονται και παίρνουν τη μορφή σπουδαίων προσώπων του τόπου, της τάξεως των αριστοκρατών. Φωνάζουν τούς αρμοδίους κληρικούς, πρεσβυτέρους δηλαδή και διακόνους και όσους ήταν ταγμένοι για το μυστήριο της βαπτίσεως. Κι εκείνοι τούς ρωτάνε:
- Ή αγάπη σας, μπορείτε να εγγυηθείτε γι' αυτήν και την πνευματική της κατάσταση;
- Ναι, απαντούν με μια φωνή εκείνοι- εμείς γινόμαστε εγγυηταί γι' αυτήν.
Πήραν λοιπόν οι κληρικοί την άρρωστη και τη βαφτίσανε. Μετά την πήραν οι ανάδοχοί της, με την ηγεμονική παρουσία των προυχόντων της περιοχής και την πήγαν στο σπίτι της, λευκοφορεμένη. Εκεί, την άφησαν κι αμέσως έγιναν άφαντοι. Ωστόσο, οι γείτονες, που τούς έφαγε ή περιέργεια, πήγαν και τη ρωτούσανε, όταν έφυγαν οι επίσημοι εκείνοι:
- Σε βλέπουμε λευκοφορεμένη. Ποιος έγινε ανάδοχός σου και σε βάφτισε;
Κι εκείνη, απλά τούς διηγήθηκε την ιστορία : Ήρθαν μερικοί, με πήραν και με πήγαν στην εκκλησιά- κι εκεί είπαν στους κληρικούς και με βαφτίσανε.
- Μα ποιοι, τέλος πάντων, ήταν αυτοί; Τούς ξέρεις; τη ρωτούσανε.
Κι όταν εκείνη δεν έβρισκε τί να τούς απαντήσει, εκείνοι πήγαν και ρώτησαν τον Πατριάρχη. 'Εκείνος εκκάλεσε τούς κληρικούς, που ήταν υπεύθυνοι για το άγιο Βάπτισμα και τούς ρωτάει:
- Την δείνα κόρη εσείς τη βαφτίσατε;
- Ναι απαντούν εκείνοι- γιατί ήρθαν και μάς παρακάλεσαν ό δείνα και ό δείνα, γνωστοί από τούς άρχοντες του τόπου μας και τη βαφτίσαμε.
Ό πατριάρχης έστειλε και κάλεσε τούς άρχοντες εκείνους, κατά θείαν οικονομία και τούς ρωτούσε αν έγιναν ανάδοχοι στη βάφτιση της τάδε κόρης και αν εγγυηθήκαν εκείνοι γι' αυτήν.
'Εκείνοι, απορημένοι, απάντησαν:
- 'Εμείς δεν ξέρουμε τίποτε, κι ούτε θυμόμαστε να 'χουμε κάνει ποτέ κάτι τέτοιο.
Τότε ό πατριάρχης άρχισε να πληροφορείται μέσα του, πώς το πράγμα ήταν ένα θαύμα, που οφείλονταν στη θεία οικονομία.
Έστειλε, λοιπόν, να φωνάξουν τη νεοφώτιστη κόρη και τη ρώτησε:
- Πες μου, κόρη μου, τί καλό πράγμα έχεις κάνει στη ζωή σου;
- 'Εγώ, - άπαντά εκείνη, συμμαζεμένα - μία πόρνη και θεόφτωχη, σαν τί καλό θα μπόραγα να κάμω;
Ό πατριάρχης την ξαναρωτά, επίμονα:
- Για σκέψου λίγο, κόρη μου· δε θυμάσαι να 'χεις κάνει κάποτε κάποιο καλό στη ζωή σου;
'Εκείνη απάντησε:
- Όχι. Εκτός μονάχα τούτο, αν ενδιαφέρει: πώς κάποτε είδα έναν άνδρα, έτοιμο να αυτοκτονήσει, γιατί τον έπνιγαν οι δανεισταί του για τα χρέη τα μεγάλα, κι εγώ του έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, για να τον γλυτώσω και να τον ελευθερώσω από τα δεινά του.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έγειρε και αναπαύτηκε έν Κυρίω.
Ό πατριάρχης, θαυμάζοντας αναφώνησε:
- Δίκαιος είσαι, Κύριε και δίκαιες οι κρίσεις σου!
Κλείνοντας αναφέρουμε την προτροπή του Αγίου 'Ιωάννου του Χρυσοστόμου προς τους χριστιανούς.
«Ένας πρακτικότατος τρόπος είναι να κάνουμε ένα ειδικό κιβώτιο (κουμπαρά) για τούς φτωχούς, πού θα είναι τοποθετημένο στο μέρος όπου ό καθένας προσεύχεται. Έτσι, κάθε φορά πού θα μπεις εκεί, για να προσευχηθείς, πρώτα να καταθέτεις την ελεημοσύνη σου στο κιβώτιο των πενήτων και τότε να απευθύνεις την προσευχή σου στο Θεό. Και πρέπει να ξέρεις πώς το να βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι σου, όπου προσεύχεσαι το κιβώτιο της ελεημοσύνης δεν είναι κατώτερο από το να έχεις κρεμάσει εκεί το ιερό Ευαγγέλιο. Γιατί, αν σαν φυλαχτό, κρεμάσεις το ιερό Ευαγγέλιο, χωρίς να κάνεις τίποτε από όσα λέγει (όπως είναι και ή ελεημοσύνη) δε θα ωφεληθείς τόσο, όσο από το κιβώτιο πενήτων. Δίπλα σε αυτό το Ιερό κιβώτιο να βρίσκεται και το κρεβάτι σου και ή νύχτα θα περνά χωρίς κακά όνειρα, αρκεί μόνον να μην μπει εκεί τίποτε πού προέρχεται από αδικία».

 Εισαγωγή κειμένων από το Βιβλίο :

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΙΚΩΝ
Πρωτ. Κωνσταντίνος Ακριβόπουλος

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου