Ερώτηση ακροατηρίου 1η: «Θα' θελα να μας μιλήσετε για τον λεγόμενο κοσμικό Χριστιανισμό και τον πατερικό Χριστιανισμό.»
-Ο πρώτος είναι ο κοσμικός, όπως είπατε κι ο δεύτερος, ο πατερικός χριστιανισμός, είναι ο των Αγίων Πατέρων ο Χριστιανισμός. Ο ένας είναι ένας κοσμικός Χριστιανισμός κι αυτό αρχίζει από τον 4ο αιώνα που μπήκαμε στο Βυζάντιο, στη Ρωμανία δηλαδή, και έχουμε μία ομάδα που αρχίζει με τον Ευσέβιο Καισαρείας σχηματικά, τον ιστορικό και ημιαρειανό, ο οποίος ήταν αυλοκόλακας. Ήταν δηλαδή κοντά στους σπουδαίους και τρανούς, για να 'χει εξουσία και αυτός. Και δημιούργησε αυτή την ομάδα, του κοσμικού ή «γιαλαντζί» χριστιανισμού, ο Ευσέβιος, ο επικεφαλής αυτού του ρεύματος. Και από την άλλη πλευρά, σύγχρονός του, είναι ο Μέγας Αθανάσιος, με τον Μέγα Αντώνιο, Βασίλειο, Χρυσόστομο, Γρηγόριο, κ.ο.κ., που είναι ο Πατερικός Χριστιανισμός. Γιατί τότε, αν δεν είχε φθάσει στο φωτισμό κανείς -και στη θέωση- επίσκοπος δεν εγίνονταν.Σήμερα, γίνεται κανείς επίσκοπος επειδή ξέρει δύο γράμματα ή είναι φίλος του μεγάλου Αρχιερέα, για να είναι χειροκροτητής του πρώτου. Και δεν είναι αρρώστια του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μόνο, αλλά και του Σεραφείμ, Ιερώνυμου και όσο πάμε πίσω, ο κοσμικός χριστιανισμός αυτό κάνει. Πώς εξελέγησαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί στην Αιτωλοακαρνανία; Θα δούμε, όταν βγουν. Άμα πάρουν την πατερίτσα, τότε φαίνεται ο άνθρωπος. Εύχομαι.
Όπως πολύ σωστά είπε ο κύριος Λευτέρης, έλεγε στην αντιφώνησή του ή στη προσφώνησή του, στη χειροτονία του ο μητροπολίτης Αιτωλοακαρνανίας, που τον ξέρω και φαίνεται ωραίος άνθρωπος -μακάρι να μείνει έτσι, γιατί η εξουσία διαφθείρει- «Δώσε μου ταπείνωση γιατί αυτή χρειάζομαι από τώρα και μπρος». Θα του πω εγώ, (επειδή ήταν μαθητής μου κι ο αδελφός του μαθητής μου): «Πρόσεξε, δε σ' τη δίνει ο Θεός τη ταπείνωση. Σ' τη δίνει όταν κι εσύ δουλεύεις για τη ταπείνωση». Δεν είναι σαν το κλειδί που «μπαμ» πατάει από τον ουρανό ο Θεός και λέει «Ο παπα-Γιώργης, ταπείνωση!» Δε γίνεται έτσι...! Πρέπει μαζί να δουλεύω κι εγώ -όπως λέει η πίστη μας- συνέργεια και συνεργασία.
Εγώ λέω «Κύριε Ιησού Χριστέ σώσε με». Καταλαβαίνω την πτώση μου, την αρρώστια και ζητώ τη χάρη Του. Κι Αυτός έρχεται και μου λέει «Πάρε παιδί μου». Εάν όμως δεν το ζητήσω; «αιτείτε και δοθήσεται υμίν,... κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ΄/7, 7), λέει. Διότι τότε, όπως με ρωτούσε κάποιος, θα μας είχε ο Θεός κουρδιστά ρομπότ όπου θα κάνουμε αυτό που θέλει δια της βίας. Δεν είναι Χριστιανισμός αυτό. Ελεύθερα εγώ το ζητάω και βέβαια, για να φτάσω στο να το ζητήσω, έχει αρχίσει την ενέργεια ο Θεός, χωρίς να το καταλαβαίνω, διότι Εκείνος αρχίζει την Σωτηρία. Αλλά -εξωτερικά- εγώ ζητώ κι Εκείνος μου δίνει, αν πρέπει να μου δώσει κι αν μπορώ να κρατήσω αυτό που μου δίνει.
Κι έτσι, λοιπόν, η εξουσία φθείρει. Κι η απόλυτη εξουσία φθείρει απολύτως. Αυτό το έλεγε ένας μεγάλος Άγγλος πολιτικός, τέλη του 18ου αιώνος με αρχές του 19ου, ο Γουίλιαμ Πητ, στα όρια των Άγγλων, της βρετανικής πολιτικής: «Absolut power corrupts absolutely». Διαφθείρει, δηλαδή, και φθείρει τον άνθρωπο απολύτως η απόλυτη εξουσία, η απόλυτη δύναμις.
Ερώτηση ακροατηρίου 2η: «Ήθελα να ρωτήσω, πάνω σ' αυτό που είχε πει ο Χριστός στους Φαρισαίους ότι «καταργήσατε την παράδοση του Θεού για την παράδοση των ανθρώπων», αν συνδέεται μ' αυτό αυτά που είχατε πει σχετικά με τα πρόσθετα στοιχεία της παράδοσης (τη μίτρα, κ.τ.λ.), πως μερικοί άνθρωποι θεωρούν παράδοση ό,τι αυτό νομίζουν ότι τους εξυπηρετεί και τους βολεύει στην ιστορική συνέχεια της χώρας και του Χριστιανισμού. Και αν μπορούμε να βρούμε κάποια βιβλιογραφία, κάποια συγγράμματα στα οποία, πιο αναλυτικά, θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει αυτά τα στοιχεία της παράδοσης, που είναι τα κοσμικά στοιχεία, που έχουν ενταχθεί και τα θεωρούμε ως ελληνοχριστιανισμό.»
Έχουμε, στη γλώσσα της θεολογίας, την παράδοση και τις παραδόσεις. Οι παραδόσεις είναι ιστορικά καθιερούμενες στάσεις ζωής, τρόποι ζωής, κ.τ.λ.. Ανάλογα με τη χρήση που κάνουμε σ' αυτά τα πράγματα δείχνουμε και την εσωτερικότητά μας. Διότι λένε πολλοί «Φορώ αυτά τα τα άμφια πολυτελή κ.τ.λ. για να τιμήσω το Χριστό». Υπάρχει η δυνατότητα να τιμήσει κανείς το Χριστό με απλούστερα άμφια. Δεν είπα ούτε βρόμικα, ούτε ξεσκισμένα, γιατί τότε πάμε στην υποκρισία των Φαρισαίων. Επομένως: αυτές οι παραδόσεις δεν είναι παράδοση της πίστεως, αλλά έχουν κάποια ιστορική αρχή. Χάνεται, δηλαδή, ο αυτοκράτορας και παίρνουμε εμείς τα αυτοκρατορικά ενδύματα, το σάκκο με τα κουδούνια, κ.τ.λ.. Το ερώτημα είναι, γιατί τα πήραμε; Για να δείξουμε δύναμη. Να επιβαλλόμεθα στο λαό!Κάποιοι εθνάρχες είχαν ανάγκη να επιβάλλονται. Και επιβάλλεται κανείς και δι' όλων αυτών των στοιχείων και μάλιστα τότε -μη κοιτάζετε σήμερα που έχουμε ξυπνήσει και τα βλέπουμε διαφορετικά. Το ερώτημα είναι: χάνεται η πίστις; Αν το κάνει κανείς από επιπολαιότητα και μιμείται, δεν χάνεται η πίστις. Όπως οι παλαιοημερολογίτες, που χρησιμοποιούν τα ίδια. Εάν το κάνει, όμως κανείς, επειδή πιστεύει ότι δι' αυτών θα επιβάλλει την εξουσία του, τότε είναι -ούτε καν φαρισαϊσμός- μα σατανισμός σκέτος. Και το ονομάζουμε Ορθοδοξία!
Οπότε, αυτό κάνανε και οι Φαρισαίοι, δηλαδή, ο παρεφθαρμένος εβραϊσμός. Άλλο οι προφήτες, που είναι η γνήσια παράδοση, οι «προ Χριστού χριστιανοί» και άλλο οι Φαρισαίοι. Γι' αυτό οι Φαρισαίοι σκοτώνανε τους προφήτες. Κανείς, προφήτης, δεν πέθανε στο κρεβάτι του. Και λέει ο Χριστός «Οι πατέρες σας σκοτώσανε τους προφήτες». Μέχρι τον Ζαχαρία και την εποχή του, σκοτώνανε προφήτες, γιατί λέγανε την αλήθεια. Άρα, για να καταλήξουμε, είναι ένας χριστιανισμός τον οποίον -τουλάχιστον- δεν πρέπει να ζηλεύουμε. Μη ξεχνάτε ότι, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του Βυζαντίου, στους τελευταίους αιώνες που είναι η παρακμή των πάντων και χάνουμε την ουσία, αρχίζουν οι τίτλοι «Πανυπερσέβαστος», «Πανιερότατος», κ.τ.λ.. Αυτά είναι κοσμικά που μπήκανε μέσα στη πίστη. Όταν ψάλλουμε έναν Άγιο, π.χ. Άγιο Νικόλαο, τι του λέμε; «Πανάγιε Νικόλαε» λέμε εμείς, γιατί πραγματικά είναι κορυφή αγιότητος. Κι όμως, τι λέμε ψάλλοντας; «Πάτερ Νικόλαε». Π.χ. «Πάτερ Σπυρίδων μακάριε...». Δεν λέμε «Σεβασμιώτατε Σπυρίδων». Βλέπετε ότι η πίστη μας διασώζει το σωστό, αρκεί να το διακρίνουμε.
Δε νοθεύτηκε η παράδοσή μας. Ενώ στη Δύση νοθεύτηκε, αυτά όλα έγιναν δόγματα πίστεως. Αυτή είναι η διαφορά με το Παπισμό. Δεσποτικό φρόνημα μπορεί να έχω κι εγώ, να' μαι εξουσιαστικός τύπος, αλλά δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι Ορθοδοξία. Θα έλθει ο άλλος, θα' ρθείτε κι εσείς και θα μου πείτε «Είσαι μασκαράς παπα-Γιώργη». Στον Πάπα δεν μπορείς να πεις «Είσαι μασκαράς». Γιατί τα πρωτεία εξουσίας, τα αλάθητα, το βασιλικό αξίωμα του πάπα είναι δόγματα πίστεως. Δεν σώζεσαι, δηλαδή, αν δεν τα αποδεχθείς. Εκεί είναι το τραγικό! Ακόμα εμείς, δεν φτάσαμε εκεί πέρα. Τώρα πάνε κάποιοι να τα κάνουνε δόγματα πίστεως αλλά δε πιστεύω να το κατορθώσουν.
Έτσι, λοιπόν, έχουμε την παράδοση των Αγίων που είναι το ήθος, η σεμνότητα, κ.τ.λ., μέσα από την πίστη. Γιατί; Διότι δίνουν σημασία στα πράγματα, στην ουσία. Και όχι στους τύπους. Όποιος δεν έχει περιεχόμενο μέσα του προσπαθεί να επιβληθεί με τα εξωτερικά. Βλέπεις εκεί έναν, όπως ντύνεται, φαμφαρόνος, σαν πετεινός στολισμένος και νομίζει ότι επιβάλλεται!
Μια φορά ήμουνα στο Πειραιά και έκανα μία ομιλία στη μητρόπολη Πειραιώς. Και ανέβηκε μετά ο σεβασμιώτατος -που σέβομαι σαν άνθρωπο και ως ιεράρχη, αν και δεν συμφωνώ με κάποια πράγματα κι ούτε κι εκείνος συμφωνεί με μένα- και παρεπονείτο για τη νεολαία. Ήταν οκτώ μητροπολίτες στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος και κάνανε λιτανεία μετά. Και ήτανε, λέει, οι νέοι στις καφετέριες και δεν σηκώθηκε κανένας. Και μετά πήρα το λόγο και του λέω, «Σεβασμιώτατε, μη παραπονείστε. Διότι κι εγώ που είμαι παπάς, θεολόγος και πανεπιστημιακός, εάν σας έβλεπα τους οκτώ με τις μίτρες, τους σάκκους, τις πατερίτσες, κ.τ.λ., δεν θα σηκωνόμουν κι εγώ, γιατί είναι εξευτελισμός της πίστεως όλα αυτά τα πράγματα».
Ξέρουν οι άνθρωποι πόσες φορές αλλάζω άμφια. Έχω δικά μου εγώ, μου πρόσφεραν και δύο στολές. «Να σου φέρουμε στολή;». Λέω «Όχι, τώρα δόξα τω Θεώ έχω. Αν αργότερα τριφθούν αυτά και δεν μπορώ να τις έχω, τότε εντάξει, θα δεχτώ την ελεημοσύνη σας ή θα ψάξω εγώ». Έχω δύο στολές καλοκαιρινές. Τη μία την έχω στον Άγιο Αντίπα -τα μπλε που φοράω την Κυριακή- και τα άλλα τα έχω για το ταξίδι που πάω στην Κέρκυρα, στην Κεφαλλονιά το καλοκαίρι. Είμαι και άγαρμπος και επομένως δεν μου κάνει να μου δώσει ο άλλος παπάς τα άμφιά του -θέλω να το έχω ψηλό, λόγω αναστήματος, κ.τ.λ.. Το χειμώνα -από τώρα τον Οκτώβρη- μόλις βγουν τα κρύα μέχρι τα Χριστούγεννα θα φορώ μια στολή η οποία θα οδηγήσει στα Θεοφάνια. Είναι η μπλε στολή. Απλή κι απέριττη, όχι όμως βρόμικη κι ούτε σκισμένη, γιατί πάμε στο άλλο άκρο. Μόλις θα μπει η Σαρακοστή θα φορώ κόκκινα, που είναι το αίμα του Χριστού. (Το πένθος δεν είναι το μαύρο του φορούμε ή το μοβ, αλλά είναι το κόκκινο). Και τη Μεγάλη Εβδομάδα έχω να φορώ κανονικά πορφυρά, δηλαδή, απλά αλλά πορφυρά που είναι το χρώμα της Μεγάλης Εβδομάδος. Μετά έρχεται το Πάσχα που είναι λίγο πιο φωτεινή. Αυτές οι στολές είναι που έρχονται. Και τις φορώ έτσι γιατί η παράδοση των Αγίων αυτό ορίζει, για την εμφάνιση του ιερέως, τις κουρτίνες και τα πάντα.
Αυτό δεν είναι για επίδειξη, (δηλ. το να έχει βελούδα, μετάξια, κ.τ.λ.). Αλλά για να συμμετέχεις και να εμπνέεις το κλίμα της περιόδου αυτής. Ο σκοπός των αμφίων δεν είναι η εμφάνιση, σαν να είναι μια γυναίκα φιλάρεσκη -συγγνώμη που μιλώ έτσι- και να θέλει να αλλάζει συνεχώς τουαλέτες. Δεν είναι τουαλέτες τα άμφια. Τα άμφια είναι λειτουργικά στοιχεία που δένουν με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της λειτουργικής ζωής! Και επομένως, τα χρώματα των αμφίων βαρύνουν και σε κάθε περίοδο έχουμε τα κατάλληλα χρώματα. Από' κει και πέρα, όσο πιο πολυτέλεια ζητεί κανείς κακόν της κεφαλής του, δεν είναι πλέον χριστιανικό.
Άρα, «Έχετε απόλυτα δίκιο...» και μην επιμείνουμε περισσότερο. Θα του πεις του άλλου με το περίστροφο ή με το όπλο, «Μη βάλεις αυτή τη στολή»; Η συνείδησή του αυτό επιτρέπει, αλλά δείχνει αμέσως την κατάπτωσή μας, το πού βρισκόμαστε. Θα πω εγώ μέσα μου: «Ε, εσύ παπα-Γιώργη μη το κάνεις». Δε θα βγω λοιπόν να βρίσω κανέναν, ούτε να προσβάλλω. Αλλά θα προσπαθήσω να μη το κάνω. Μου έλεγε ένας συνάδελφός μου, που πήγε στη Πολωνία, του παραπετάσματος τότε -οι σλαβοορθόδοξοι- έχουνε μίτρες και στους πρωτοπρεσβυτέρους, χωρίς σταυρό (σταυρό έχουν οι επίσκοποι). Και μου φέρνει μια μίτρα «Μου την έδωσε ένας μητροπολίτης και την έφερα να την φορείς». Λέω, «Για καρναβάλι θα πάμε ή για λατρεία; Εγώ δεν έγινα δεσπότης και έκαμα οικογένεια -δόξα τω Θεώ- για να μη φορώ μίτρες, πατερίτσες, κ.τ.λ. κι εσύ μου φέρνεις μίτρα;» Γελούσαμε βέβαια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου