Ἄρθρο στὴν Ἐφημερίδα Ἡ Καθημερινή, 19 Μαρτίου
2000
Στὶς 11 Μαρτίου 843 - πρώτη Κυριακὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς τότε - μία σύνοδος στὴν Πόλη «ἀναστήλωσε», ἀνάρτησε καὶ πάλι στοὺς στύλους τῶν ναῶν, τὶς ἅγιες εἰκόνες, δίνοντας ἔτσι τέλος στὴν πολιτικοθρησκευτικὴ ἀναστάτωση τῆς εἰκονομαχίας (726-843). Πρωτοστάτησε μία γυναίκα, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, ἐπιβεβαιώνοντας τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γυναῖκες, ὡς μόνιμος φορέας τοῦ πολιτισμοῦ, σώζουν τὴν πίστη! Ἡ Θεοδώρα εἶχε ὁσιακὰ τέλη στὴ Μονὴ τῶν Γαστρίων καὶ ἴσως κάποιοι νὰ μὴ γνωρίζουν ὅτι τὸ λείψανό της βρίσκεται ἀκέραιο καὶ ἄφθαρτο στὴν Κέρκυρα.
Ὀνομάστηκε «ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» ὡς «νίκη τῆς ἀληθοῦς Πίστεως», ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο ὡς δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδὴ θέωσης. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν ἁγιοπατερικὸ χαρακτηρισμό, «ἐργαστήριον ἁγιότητος», δηλαδὴ «ἐργοστάσιο παραγωγῆς Ἁγίων», ἀνθρώπων μεταμορφωμένων μέσα στὴ Θεία Χάρη, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν ὡς συν - άνθρωποι, ἱκανοὶ νὰ δημιουργήσουν σχέσεις ἰσότητας καὶ ἀδελφοσύνης. Ὅπου δὲ σώζεται αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, οὔτε αὐθεντικὴ κοινωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Στὴν Ὀρθοδοξία - ὅταν καὶ ὅπου ὑπάρχει - σώζεται ἕνα τρισορθογώνιο σύστημα ἀναφορᾶς στὸ Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ συνιστᾶ τὴν ἑνότητα καὶ ἀκεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου (=σαότης/σωτηρία). Στὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας δὲ σώζεται κανεὶς ἀτομικά, ἀλλὰ «διὰ τοῦ πλησίον». Αὐτὰ γιορτάζουμε σήμερα...
«Εὑρήκαμεν Ἰησοῦν»
Ὀρθοδοξία, ὅμως, εἶναι ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ καὶ Σωτῆρα. Αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου «εὑρήκαμεν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1,69). Εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς λυτρωτικῆς προσδοκίας σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ ἀπ. Πέτρος, ἀπολογούμενος ἐνώπιον τοῦ ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου, τόλμησε νὰ πεῖ: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» - Κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ σώσει (Πρ. 4,11). Αὐτὸ σημαίνει: Κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ Θεογνωσία, στὴν ἀληθινὴ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό, τοῦ κτιστοῦ με τὸν Ἄκτιστο. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲ γνωρίζουμε τὸ Θεὸ διανοητικά, στοχαστικά, ἀφηρημένα ὡς κάποιο ἀπρόσιτο «πνεῦμα», ἀλλὰ στὸ Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ ἀνήκει στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἔγινε ὅμοιος μὲ μᾶς (ἄνθρωπος), χωρὶς ὅμως τὴν ἁμαρτία μας (Ἑβρ. 4,15). Ἡ ἁμαρτία δὲν ἀνήκει στὴν ἀρχικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔπλασε ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτὸ στὸν ἀληθινὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς χαρακτηριστικὰ καὶ συμπεριφορές, ὅμοια μὲ τὰ δικά μας, ποὺ ζοῦμε μὲ τὴν τραγικότητα τῆς πτώσης. «Ὑπὲρ ἄνθρωπον αὐτοῦ τὰ ἀνθρώπινα» διακηρύσσει ὁ ἁγιοπατερικὸς λόγος. Ἑκούσια προσέλαβε ὁ Χριστὸς τὰ «ἀδιάβλητα» (μὴ ἐφάμαρτα) πάθη μας: τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὸν πόνο, τὸ θάνατο, τὶς συνέπειες δηλαδὴ τῆς πτώσης, μετέχοντας ἔτσι στὴν ἱστορικὴ περιπέτειά μας, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ἁγιάσει τὴν ἱστορία. Ὁ Χριστός, ποὺ σώζει, εἶναι ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων μας, ὡς «Χριστὸς τῆς πίστεως» ἀλλὰ καὶ «τῆς ἱστορίας». Αὐτὸν τὸ Χριστὸ συναντᾶμε στὸ Σῶμα του, τὴν Ἐκκλησία.
Προσωπικὴ προσέγγιση
Βέβαια, ὁ καθένας μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὸ Χριστὸ μὲ τὸ δικό του τρόπο, πλάθοντας - αὐθαίρετα - τὸ Χριστό, κατὰ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς του ἢ τῆς διανοίας του (μεταφυσικὴ κατανόησή Του). Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅμως, προβάλλουμε στὸ Χριστὸ τὰ δικά μας πάθη καὶ «τιμᾶμε» τὸ Χριστὸ τῶν παθῶν μας (ἂς θυμηθοῦμε τὸ ἑλληνικὸ δωδεκάθεο). Πάντα τὸ πρόβλημα τῆς προσέγγισης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. «Δεῖξόν μοι τὸν ἄνθρωπόν σου, κἀγὼ σοὶ δείξω τὸν Θεόν μου», ἀπάντησε ὁ ἀρχαῖος ἀπολογητὴς (β´ αἰ.) Θεόφιλος στὸν ἐθνικὸ συνομιλητή του Αὐτόλυκο.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν καθαρίσει τὴν καρδιά του καὶ δὲν «πλησθῇ Πνεύματος Ἁγίου» (Πρ. 2,4) θὰ «βλέπει» τὸ Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς (ἀρρωστημένης) φαντασίας του.
Οἱ ἅγιοι - ἄνδρες καὶ γυναῖκες - βλέποντας τὸ Χριστὸ «ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ» «δοξάζουν» - δηλαδὴ φανερώνουν - τὸν ἀληθινὸ Χριστὸ καὶ δὲ συντελοῦν, ὅπως ἐμεῖς οἱ διαστρεβλωτὲς τῆς ἁγιότητας στὸ νὰ «βλασφημῆται ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (Ρωμ. 2,24). Δὲν ξέρω, ἀλήθεια, ἄν, κάθε φορὰ ποὺ συκοφαντεῖται ὁ Χριστός, μποροῦμε οἱ λεγόμενοι χριστιανοὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὴν αἰτία στὴν ἀντίχριστη συμπεριφορά μας (βλ. Ρωμ. 2,17 - 23)...
Ἱεραποστολικὴ μαρτυρία
Ἡ ἀληθινὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Σωτῆρα Χριστὸ βεβαιώνεται μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱεραποστολικὴ μαρτυρία καὶ (πρόσ)κληση σ᾿ ἐκεῖνον: «Ἔρχου καὶ ἴδε» (Ἰω. 1,46). «Οὐαί μοι, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» - ἀλίμονό μου, ἂν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ - ὁμολογοῦσε ὁ ἀπ. Παῦλος στοὺς Ἕλληνες τῆς Κορίνθου (Α´ Κορ. 9,15). Στὸν Παῦλο, ἄλλωστε, ὀφείλει τὸν ἐν Χριστῷ φωτισμό της καὶ ὅλη ἡ Εὐρώπη. Σ᾿ αὐτόν, ποὺ συνέχισε - μὲ ἕναν ἄλλο τρόπο - τὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴ Δύση. Γι᾿ αὐτὸ ἴσως μοιράζεται καὶ ὁ Παῦλος τὶς ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἐπιθέσεις! Ἄλλο τὸ πῶς κατάντησε τὸ χριστιανισμὸ - καὶ τὸ Χριστὸ - τοῦ Παύλου ἡ Εὐρώπη! Εἶναι, πάντως, εὔστοχη ἡ σύνδεση τῆς «Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας» μὲ τὴν ἱεραποστολή, ὡς ἔκφραση τῆς «ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας» («εὑρήκαμεν Ἰησοῦν») καὶ κλήση στὴν «ἐν Χριστῷ» σωτηρία («ἔρχου καὶ ἴδε»). «Ἴδε» ὅμως σημαίνει «Ζῆσε»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου