Πηγή: Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, 2004
1. Οἱ ἁλυσιδωτὲς ἐκρήξεις βιαιότητας καὶ μισαλλοδοξίας, ποὺ κάνουν τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ πλανήτη μας καταθλιπτική, ἔφεραν στὴν ἐπιφάνεια τοὺς ὅρους φανατικὸς καὶ φανατισμός, καὶ τὶς ἀπάνθρωπες ἐφαρμογές τους. Ὁ χαρακτηρισμός, ὅμως, τῶν ἰδεολογιῶν, ποὺ ἐμπλέκονται στὴ θλιβερὴ αὐτὴ ἀντιπαράθεση ὡς «φανατικῶν» παραπέμπει αὐτόματα στὸ χῶρο τῆς θρησκείας, ὅπου οἱ ὅροι κυριολεκτοῦνται. Τὸ ἐπίθετο φανατικὸς (fanaticus) συνδέεται μὲ τὸ fanum, ποὺ σημαίνει «ναός» - ἱερὸ καὶ προσδιορίζει αὐτόν, ποὺ εἶναι συνδεδεμένος μὲ κάποιο «ἱερό». Φανατικοὶ χαρακτηρίζονταν οἱ «θεόληπτοι», οἱ κατεχόμενοι ἀπὸ κάποιο δαίμονα ἢ εὑρισκόμενοι ὑπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ θείου (Κικ., De Divin. 2, 57). Ὁ φανατικὸς κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν -ἀναπόδεικτη- πίστη, ὅτι τελεῖ σὲ ἄμεση κοινωνία μὲ τὴν θεότητά του, ποὺ τοῦ ἀναθέτει κάποια ὑψηλὴ ἀποστολὴ (θρησκευτική, πολιτικὴ ἢ κοινωνική), γιὰ νὰ τὴ πραγματώσει, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατὸ μέσο, ἀκόμη καὶ τὴ βία. Ἡ «ἰδέα» τοῦ φανατικοῦ μεταβάλλεται ἔτσι σὲ «ἀλήθεια πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη», ποὺ πρέπει νὰ ἐπιβληθεῖ σ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες. Σ᾿ αὐτὴ τὴ συλλογιστικὴ ὁ φανατισμὸς δὲν κλείνεται στὰ ὅρια μόνο τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται ἐξ ἴσου στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας, συναπτόμενος μὲ τάσεις ὁλοκληρωτισμοῦ καὶ σωβινισμοῦ (=ἐκφυλισμοῦ τοῦ πατριωτισμοῦ), ποὺ κυριαρχοῦνται ἐπίσης ἀπὸ φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία.
Οἱ συμπεριφορὲς τῶν φανατικῶν ἐκτείνονται σὲ ἕνα μεγάλο φάσμα, ἀπὸ τὴν μυστικιστικὴ ἀπομόνωση, ὡς τὸ ἀνεξέλεγκτο πάθος, τὴν ἐξαλλοσύνη καὶ ἀπολυτότητα τοῦ ζηλωτισμοῦ (φουνταμενταλισμοῦ), τὴν ἐκδικητικότητα καὶ ἐπιθετικότητα, ποὺ λειτουργοῦν τυφλὰ καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε ὅριο λογικῆς καὶ σύνεσης. Προσφυέστατα ἔχει λεχθεῖ, ὅτι «δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ ἠλιθίου (ἐδῶ ἀνήκει καὶ ὁ φανατικός) μὲ μίαν ἰδέα»! Ἡ ψυχολογία καὶ ἡ ἰατροδικαστικὴ διακριβώνουν στὸν φανατισμὸ ἕνα εἶδος παράνοιας, ποὺ ἀνήκει στὴν ψυχοπαθολογία τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας, τῆς σέκτας ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτικῆς φατρίας, διότι οἱ φανατικὲς ἀκρότητες δὲν χαρακτηρίζουν μόνο, τὴ θρησκευτικὴ παθολογία, ἀλλὰ καὶ τὴν «θρησκειοποιημένη πολιτικὴ ὁμάδα, ποὺ κινεῖται ἀπὸ τὴν ἀνατρεπτικότητα (ὄχι ἐπαναστατισμό) καὶ τὴν ἀναρχικὴ ὑποκίνηση τῶν μαζῶν σὲ βιαιοπραγίες καὶ κατάλυση τῆς ἔννομης τάξης, ὡς τὴν «κρατολατρία (κρατισμό) (ἔξαρση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας), τὴν ἀπολυτοποίηση, εἰδωλοποίηση τοῦ κράτους, ποὺ ἀπαιτεῖ τυφλὴ ὑποταγή. Μηδενισμός, ἀναρχία καὶ κρατι(κι)σμός, ἐξ ἴσου, κυριαρχοῦνται ἀπὸ φανατικὸ πνεῦμα καὶ καταφεύγουν στὴν τρομοκρατία, σ᾿ ὅλες τὶς δυνατὲς παραλλαγές της (καταστροφὴ ἢ ἐκφοβισμὸς τῶν μαζῶν).
Τὴν βιαιότερη μορφὴ φανατισμοῦ εὐνοεῖ ἡ θεοκρατία, ἡ συγκέντρωση δηλαδὴ θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας στὸ ἴδιο πρόσωπο. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πολιτικοποιεῖται ἡ θρησκεία καὶ θρησκειοποιεῖται ἡ πολιτική. Πρέπει δὲ νὰ ἐπισημανθεῖ, ὅτι θεοκρατικὰ καθεστῶτα δὲν ἀπαντοῦν μόνο στὸ Ἰσλάμ, ἀλλὰ καὶ στὴ Χριστιανικὴ Δύση (κράτος τοῦ Βατικανοῦ, ὅπως ὁ πάπας εἶναι φορέας ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας, ὅπως καὶ μετριασμένα -λόγω τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ- στὴν Βρετανία, ὅπου ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Κράτους εἶναι καὶ ἀρχηγὸς τῆς θρησκείας). Πρέπει δὲ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ τονισθεῖ, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν γνώρισε θεοκρατία στὴν ἱστορία της, διότι διακρίνονται πάντα οἱ φορεῖς τῶν δυὸ ἐξουσιῶν (ἐξουσιαστικῶν διακονιῶν, καλύτερα), ὁ δὲ ἐθναρχικὸς θεσμὸς δὲν εἶναι σφετερισμὸς πολιτικῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸν χῶρο, ἀλλὰ ἀνάθεση (ἀπὸ τὸ ἀκέφαλο πολιτειακὰ λαϊκὸ σῶμα) μιᾶς πρόσκαιρης διακονίας στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Γιὰ νὰ μιλήσουμε καθαρότερα: Εἶναι ἀδύνατο, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνας ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης νὰ σφετερισθεῖ πολιτικὸ ρόλο ἢ πολιτειακὸ ἀξίωμα, κάτι ποὺ στὰ θεοκρατικὰ καθεστῶτα ἀνατολῆς καὶ δύσεως εἶναι αὐτονόητο, ὡς θεσμικὰ καθιερωμένο.
2. Πολὺ ἐνδιαφέρον φαινόμενο, καὶ γνωστὸ στὴ ἱστορία, εἶναι ἡ προσφυγὴ στὴ θρησκεία καὶ ἡ ζήτηση τῆς συνδρομῆς της γιὰ τὴν ψυχολογικὴ ἔξαψη τῶν λαϊκῶν μαζῶν στὴν ἀντιμετώπιση κρισίμων καταστάσεων, ὅπως συνέβη μετὰ τὴν 11η Σεπτ. 2001 στὶς Η.Π.Α. μὲ τὴν «ἀντιμετώπιση» τῆς τρομοκρατίας. Ἡ πολιτικὴ γνωρίζει τὴν δυναμικὴ τῆς θρησκείας στὴν συναισθηματικὴ κινητοποίηση τῶν μαζῶν καὶ τὴ δυνατότητα τοῦ φανατισμοῦ τους γιὰ τὴν ἀποδοχὴ κυβερνητικῶν ἐνεργειῶν, ποὺ κανεὶς νηφάλια δὲν θὰ ἐνέκρινε (γενικευμένη καταστροφὴ μὲ τὴν μορφὴ τῶν ναζιστικῶν ἀντιποίνων). Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς γίνεται ἰδεολογικὴ χρήση τῆς θρησκείας καὶ τοῦ θείου. Ὁ Θεὸς ἐπιστρατεύεται, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὶς κρατικὲς ἐπιλογές. Γιὰ νὰ ἐξαφθεῖ τὸ πάθος τοῦ πλήθους, φορτίζεται ὁ Θεὸς ἀνθρωπομορφικά, ὅπως στὴν εἰδωλολατρικὴ ἀρχαιότητα. Τὰ ἀνθρώπινα πάθη προβάλλονται στὸ Θεό, ποὺ συστρατεύεται, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τοὺς ἀνθρώπινους στόχους. Ἔτσι, ἀκολουθεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς Καμπαλᾶ, ὅτι δὲν ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό! Ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος μετα-πλάσσει τὸν Θεὸ κατὰ τὶς ὀρέξεις του. Ὅλα, βέβαια, γίνονται ἐρήμην του Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμπλακεῖ καὶ ἐνταχθεῖ στὰ ἄνομα σχέδιά μας. Ἡ «χρήση» ὅμως, τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θρησκείας ἐξυπηρετεῖ τὸν φανατισμὸ τῶν μαζῶν καὶ αὐτὴ τὴν μέθοδο ἀκολουθεῖ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία ἀπὸ αἰώνων.
Στὸ σημεῖο, ὅμως, αὐτὸ ἀναδύεται καὶ μία ἀντινομία. Παρὰ τὶς προσδοκίες τῶν οἱωνδήποτε ἐκσυγχρονιστῶν γιὰ τὸ τέλος τῆς θρησκείας, ἡ κλασικὴ διαπίστωση τοῦ Πλουτάρχου («...πόλεως ἀνιέρου καὶ ἀθέου [...] οὐδείς ἐστιν ἢ ἔσται θεατής») ἀποδεικνύεται ἀκατάρριπτη. Μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ ἡ στροφὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ κάποιο θεῖο ἀποδεικνύεται σύμφυτη μὲ τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση καὶ αὐτὸ δὲν λειτουργεῖ μόνο θεοκεντρικὰ καὶ σωστικά, ἀλλὰ καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ, ὅταν συντρέχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις. Παράλληλα, ὅμως, μὲ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῆς πίστης, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ, εἰσάγεται καὶ ἡ ἰδέα τοῦ «ἱεροῦ πολέμου», ποὺ συνιστᾷ τὴν ἀπαισιότερη καταξίωση τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς πολιτικοποίησης τῆς θρησκείας. Ἕνα μέρος τοῦ Ἰσλάμ, τὸ φουνταμενταλιστικό, ἀλλὰ καὶ ὁ δυτικοχριστιανικὸς κόσμος κινοῦνται μὲ τὶς ἴδιες προϋποθέσεις καὶ μεθόδους, μὲ βάση δηλαδὴ τὴν χρήση τῆς θρησκείας γιὰ πολιτικοὺς στόχους καὶ τὴν ἱεροποίηση τοῦ πολέμου. Καὶ στὸ μὲν Ἰσλάμ, γιὰ ἱστορικοὺς λόγους αὐτὸ εἶναι μόνιμη ἀπ᾿ ἀρχῆς τακτική. Τὸ πρόβλημα εἶναι μὲ τὴν χριστιανικότητα ἑνὸς κόσμου, ποὺ θέλει νὰ λέγεται χριστιανικός.
3. Ἡ ἀναφορά, ὅμως, στὸν Χριστιανισμὸ ἀπαιτεῖ σαφῆ ὁριοθέτηση Δυτικοῦ καὶ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ, Παπισμοῦ - Προτεσταντισμῶν καὶ Ὀρθοδοξίας. Ὅταν δὲν γίνεται αὐτὴ ἡ διάκριση καὶ δὲν λαμβάνεται ὑπόψη ἡ διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ὁδηγούμεθα σὲ ἀνεπίτρεπτες παρεξηγήσεις καὶ συγχύσεις. Ἀπὸ τὴν ἐκφράγκευση τῆς Δύσεως, ποὺ ὁμολογεῖται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς δυτικοὺς ἱστορικοὺς (πρόσφατη σχετικὴ διατριβὴ τοῦ James Russel, 1994) καὶ ἡ ὁποία κορυφώνεται μὲ τὴν φραγκικὴ κατάκτηση καὶ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης (πρῶτος φραγκογερμανὸς πάπας τὸ 1046), πραγματοποιεῖται ἡ διαφοροποίηση τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς κοινωνίας ὄχι μόνο θεολογικά, ἀλλὰ καὶ πολιτικὰ καὶ πολιτιστικά. Ἡ διαφοροποίηση, ὅμως, συντελεῖται πρωταρχικὰ στὸ χῶρο τῆς πίστης (θρησκείας), ποὺ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ (αὐτὸ ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὸν S. Huntington). Ἡ θεωρία γιὰ πολιτισμικὴ σύμπτωση Ὀρθοδόξου καὶ Δυτικῆς Εὐρώπης εἶναι φενάκη καὶ ἰδεολόγημα τῶν ταυτισμένων μὲ τὴ Δύση πολιτικῶν καὶ διανοουμένων γιὰ τὴ συσκότιση τῶν πραγμάτων καὶ τὴν παραπλάνηση τῶν ἀγνοούντων τὴν ἱστορία. Οἱ δυὸ πολιτισμοί, ἀκόμη καὶ σήμερα, εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο».
Ἡ προοδευτικὴ φραγκικὴ ἐπέκταση καὶ κατάκτηση στὴ Δύση ὁδήγησε στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας (βρ. Βασιλ. Στεφανίδου, Ἐκκλ. Ἰστορ., Ἀθ. 19592, σ. 488 ἔ.ἔ. καὶ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, σ. 113 ἔ.ἔ.). Στὴν Ἀνατολή, ὅμως, ὁ Χριστιανισμός, στὴν κοσμικὴ διάστασή του, μεταποιήθηκε σὲ κρατικὴ θρησκεία (πρβλ. τὸ διάταγμα τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Α´, 28.2.380), στὴ δὲ Δύση ὑποβιβάσθηκε σὲ «ἀτομικὴ θρησκεία», δηλαδὴ «ἰδεολογία ἀτομικῶν πεποιθήσεων, ἠθικὴ ἀτομικῶν ἀξιομισθιῶν καὶ θεσμοποιημένη ὀργάνωση ἀντικειμενικοῦ ἐλέγχου τῶν πεποιθήσεων ἐπὶ τῆς ἠθικῆς τῶν ἀτόμων» (Χρ. Γιανναρᾶς, σ. 44). Καὶ εἶναι δυνατὴ ἱστορικὰ ἡ παρακολούθηση τῶν ἐξελίξεων, ποὺ γέννησαν καὶ θεσμοθέτησαν τὸν φανατισμὸ καὶ τὴ μισαλλοδοξία στὴν ἀτομικὴ καὶ συλλογικὴ συμπεριφορὰ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης. Ἡ ἀναφορὰ δὲ ἐδῶ στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμὸ γίνεται, γιὰ νὰ ἑρμηνευθοῦν ἀπὸ τὴν ὀπτική της Ὀρθοδοξίας οἱ σημερινὲς συμπεριφορές.
Ἡ γένεση τοῦ παπισμοῦ, δογματικὰ κατοχυρωμένου, ὁδήγησε στὴν ἐκκόλαψη τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ στὴν Εὐρώπη, μὲ τὴ θεία καταξίωση τῆς βίας. Θεολογικὴ θεμελίωση τοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ εἶναι τὸ περίφημο dictatus papae (παπικὲς ὑπαγορεύσεις) τοῦ πάπα Γρηγορίου Ζ´ τοῦ Ἰλδεβράνδη (1073-1085) σὲ 27 προτάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ πάπας αὐτοανακηρύσσεται ἀπόλυτος κύριος ἐκκλησίας καὶ πολιτείας («ὁ μόνος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ πρίγκιπες φιλοῦν τὰ πόδια», «ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ καθαιρεῖ τοὺς αὐτοκράτορες», «δὲν μπορεῖ νὰ κριθεῖ ἀπὸ κανέναν» κ.λπ.). Ὁ «περὶ περιβολῆς» (de investitura) ἀγώνας καὶ ὅλοι οἱ μετέπειτα πόλεμοι τοῦ παπικοῦ κράτους εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ πνεύματος. Ἡ αὐθεντία τοῦ Πάπα ἐξουδετέρωσε τὴν αὐθεντία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ μεταβλήθηκαν σὲ συμβουλευτικὰ σώματα τῆς παπικῆς ἐξουσίας. Ὁ πάπας μέσῳ τοῦ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεολογουμένου ἀλαθήτου του (ἐπίσημη δογματοποίηση τὸ 1870), σφετερίσθηκε τὸ ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ ἀλάθητο ἔδωσαν στὸν παπικὸ θεσμὸ τὴν ἀνωτάτη ἐξουσία στὸν κόσμο. Τὰ κράτη θεωρήθηκαν φέουδα τοῦ πάπα καὶ οἱ βασιλεῖς ὑποτελεῖς του, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ τοῦ φιλοῦν τὸ πόδι καὶ νὰ ἐκτελοῦν καθήκοντα ἱπποκόμου του. Τὸ τριώροφο στέμμα του (ὡς σήμερα) δείχνει τὴν ἐξουσία τοῦ πάπα στὰ ἐπίγεια, οὐράνια καὶ καταχθόνια (καθαρτήριο, συγχωροχάρτια).
Βασικοὶ θεσμοὶ ἐπιβολῆς τῆς παπικῆς δύναμης καὶ ἐξουσίας ἀπέβησαν ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση (ἐσωτερικά) καὶ ἡ Οὐνία (ἀρχὴ τὸ 1215, ἐξωτερικά), γιὰ τὴν διευκόλυνση, τοῦ ἐπεκτατισμοῦ. Τὸ 1252 (Ἰννοκέντιος Δ´) εἰσάγονται τὰ βασανιστήρια ὡς ἀνακριτικὴ μέθοδος, πρότυπο ὅλων τῶν μεταγενεστέρων εὐρωπαϊκῶν ὁλοκληρωτισμῶν. Καρπὸς αὐτοῦ τοῦ πνεύματος ὑπῆρξαν οἱ «σταυροφορίες» (ἡ ἐπαναφορὰ τοῦ ὅρου στὰ σήμερα συμβαίνοντα, δείχνει συνέχεια αὐτῆς τῆς συνείδησης), μὲ κορυφαῖο ἀποτρόπαιο γεγονὸς τὴν 4η σταυροφορία (1204) καὶ τὴν ἅλωση καὶ καταστροφὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Ε. Bradford ὁ φανατισμός, ἡ βία καὶ οἱ ὠμότητες τῶν σταυροφόρων ἔκαναν τὶς ἰσλαμικὲς ἐπιδρομὲς νὰ φαίνονται φιλάνθρωπες. Αὐτὸ καὶ ἄλλα ἀνάλογα ἔκαμαν τὸν Σ. Χάντινγκτον νὰ ὁμολογήσει: «Δὲν θεωρῶ ὅτι τὸ Ἰσλὰμ εἶναι πιὸ βίαιο ἀπὸ τὶς ἄλλες θρησκεῖες καὶ ἂν τὸ δεῖτε σωρευτικά, περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουν σφαγιασθεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς παρὰ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους» («Ν. York Times» / «Βῆμα»).
Οἱ θρησκευτικὲς αὐτὲς καταβολὲς ἐπέφεραν συνταρακτικὲς ἐπιπτώσεις στὴ Δυτικὴ κοινωνία, στὶς δομὲς καὶ τοὺς θεσμούς της. Διαμορφώθηκε ἡ συνείδηση τῆς καθολικῆς στράτευσης τῶν πιστῶν σὲ μία στρατιὰ τοῦ Χριστοῦ (Militia Christi) μὲ ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση καὶ πειθαρχία γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν στόχων τῆς ἐκκλησίας - κράτους. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ πολεμικὸς ἀρχηγὸς στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ κακοῦ. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐξ ἄλλου, τὸ 1517, ὁδήγησε στὴν τραγῳδία τῶν ἐνδοχριστιανικῶν πολέμων, τὴν πλήρη ἐκβαρβάρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ εἰδωλοποίηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς Θεολογίας ἀποτύπωσε στὶς συνειδήσεις μία μόνιμη πιὰ νοοτροπία. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θεμελιώθηκε καὶ ἡ συνέχεια τῆς κοινωνικῆς διαλεκτικῆς. Ἡ παποκρατούμενη φεουδαρχία, ὁδήγησε στὴν ἀντίδραση τοῦ καπιταλισμοῦ - ἀστισμοῦ, μὲ τὸν προτεσταντικὸ καθαγιασμὸ τοῦ κέρδους. Οἱ σοσιαλισμοί, καὶ κυρίως ὁ μαρξιστικός, ἦταν ἡ κορύφωση αὐτῆς τῆς διαλεκτικῆς διαδικασίας, ποὺ τοῦ κληροδότησε ὅλη τὴν παθολογία τοῦ καπιταλισμοῦ («παρηλλαγμένο καπιταλισμό» ὀνόμασε τὸν μαρξισμὸ ὁ πολὺ καλὸς γνώστης του, ὡς ἀρχικὰ ὀπαδός του, Ν. Μπερντιάϊεφ). Τὸ Βατικανὸ τοῦ Μαρξισμοῦ ἔγινε τὸ Κρεμλίνο. Ὁ ἀλλοτριωμένος Χριστιανισμὸς τῆς εὐρωπαϊκῆς θρησκείας ἐπιβίωσε καὶ στὸν δυτικογεννημένο μαρξισμὸ ὡς συνέχεια τῆς ἴδιας διαλεκτικῆς καὶ νοοτροπίας.
Μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου 2001, εἰς πεῖσμα ὅσων στὸ ἐκσυγχρονιστικὸ παραλήρημά τους μιλοῦσαν γιὰ τὸ θάνατό της, ἐπανέρχεται ἡ θρησκεία σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς φουνταμενταλιστὲς γιὰ τὴν ἔξαψη καὶ τὴν φανατικὴ συστράτευση τῶν μαζῶν στὴν νέα δυτικὴ σταυροφορία. Ἡ «ἐκδίκηση τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν» ἀπαιτεῖ γενικὴ ἐπιστράτευση τῶν θρησκευμάτων στὸ πλαίσιο τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἡ θρησκεία προσφέρεται ἔτσι, ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῶν νεοεποχικῶν ἐπιδιώξεων. Μήπως καὶ ὁ Στάλιν δὲν ἀνέσυρε τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὶς κατακόμβες της, γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ὁ Χίτλερ; Πόσο εὐκολότερο εἶναι αὐτὸ στὴ Δύση, ὅπου συνυπάρχουν ἑκατοντάδες χριστιανικὲς ὁμολογίες καὶ θρησκεύματα. Οἱ «ἀφελεῖς», ποὺ ἐπιμένουν νὰ εἶναι ὀπαδοὶ κάποιας θρησκευτικῆς θεότητας, καλοῦνται νὰ ὑπηρετήσουν, μαζὶ μὲ τοὺς θεούς τους, τὴν θεότητα τοῦ Καίσαρα καὶ Ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου!
4. Τί γίνεται, ὅμως, μὲ τὴν «καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολήν» καὶ τὴν Ὀρθοδοξία; Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ποὺ ἡ πολιτικὴ προσπαθεῖ, μέσῳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, νὰ κινητοποιήσει καὶ τὴν (ἱδρυματική) Ὀρθοδοξία σὲ μία «σταυροφορία» -χρησιμοποιήθηκε ἤδη ὁ ὅρος- γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς τρομοκρατίας, στὴ «ρέμπελη» μορφή της φυσικά, σὲ συνεργασία μὲ τὰ θρησκεύματα τοῦ κόσμου, καὶ κυρίως μὲ τὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη. Βέβαια, αὐτὴ ἡ σχεδιαζόμενη διαθρησκειακὴ συνεργασία ἐντάσσεται στὰ ὅρια τῆς «ἐν ἐξελίξει» νεοεποχικῆς κίνησης πρὸς τὴν «πανθρησκεία» καὶ θέτει τὸ πρόβλημα τῆς δυνατότητας σύμπτωσης, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀποτελεσματικὴ συνεργασία. Φοβοῦμαι, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται καὶ πάλι μεταξὺ δυὸ κατέναντι, τοῦ δυτικοῦ καὶ τοῦ ἀνατολικοῦ, τὰ ὁποῖα συμπίπτουν τελικά, στὴν ἰδεολογικοποίηση, δηλαδὴ πολιτικοποίηση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Ἡ ἰσλαμικὴ «τζιχάντ», ὅποιες ἑρμηνευτικὲς ἀποχρώσεις καὶ ἂν λάβει, δὲν παύει, ὅταν ἀναθερμανθεῖ ὁ θρησκευτικὸς φανατισμός, νὰ προσλαμβάνει τὴν ἔννοια τοῦ «ἱεροῦ πολέμου» κατὰ τῶν ἀπίστων (αὐτὴ ἦταν ἡ ἰδεολογία τῶν Ταλιμπάν), συμπίπτοντας ἔτσι μὲ τὴν «ἱερὰ ἐκδίκηση», ὄχι ὡς ἀπόδοση δικαιοσύνης, ἀλλ᾿ ὡς «ἱερὸ πόλεμο», τῆς ἄλλης πλευρᾶς, ποὺ καθαγιάζει τὰ τυφλὰ - γενικευμένα ἀντίποινα μὲ θύματα ἀμάχους. Τὸ κοινό, ἡ νομιμοποίηση τῆς βίας γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς πολιτικοποιημένης θρησκείας ἢ τῆς θρησκειοποιημένης πολιτικῆς, ὅπως ἐλέχθη. Τὸ ἀποτέλεσμα, ὅμως, εἶναι τὸ ἴδιο.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅταν καὶ ὅπου βιώνεται καὶ λειτουργεῖ ὡς ἀποστολικότητα καὶ πατερικότητα (καὶ αὐτὸ εἶναι, ἔστω καὶ ἐλλιπῶς, τὸ φρόνημα τῆς πλατειᾶς βάσης τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος), εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἰδεολογίας, τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἠθικῆς. Τῆς ἰδεολογίας, διότι βιώνεται ὡς ἐμπειρία· τῆς θρησκείας, διότι εἶναι τρόπος ὑπάρξεως καὶ «ὁδός» (Πράξ. 9, 2) πρὸς τὴ θέωση καὶ τῆς ἠθικῆς, διότι εἶναι ἦθος ἁγιοπνευματικὸ καὶ ὄχι ἐξωτερικὴ ἠθικὴ μίμηση. Οἱ ἡσυχαστικὲς -αὐθεντικὰ δηλαδὴ ὀρθόδοξες- πρακτικές της «νήψεως» (καθάρσεως τῆς καρδιᾶς), ἔστω καὶ ἀνεπίγνωστα, κυριαρχοῦν στὴν ὀρθόδοξη λαϊκὴ πνευματικότητα (νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχὲς κ.τ.λ.) καὶ δημιουργοῦν φρόνημα ἀγαπητικό, καταλλακτικό, οὐσιαστικὸ καὶ ὄχι ἐκδικητικὸ καὶ φανατικό. Ἡ δυτικὴ χριστιανοσύνη, κυρίως στὴν καλβινίζουσα ἐκδοχή της, ποὺ εἶναι ἡ βάση τοῦ ἀμερικανικοῦ χριστιανισμοῦ, μένει ἐγκλωβισμένη στὸν ἐκδικητικὸ καὶ ἀνταποδοτικὸ Θεὸ τῆς Π. Διαθήκης («ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ»), ποὺ ἐπεκτείνεται στὸ δόγμα «ἀποθανέτω ἡ ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων» (Κριτ. 16, 30), ποὺ εἶναι τὸ κίνητρο τῶν τρομοκρατῶν - «καμικάζι» τῆς ἄλλης πλευρᾶς.
Ἡ δύναμη ποὺ κινεῖ τὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου, εἶναι ἡ δικαιοσύνη, ἀλλὰ ἐν ἀγάπῃ. Ἀγάπη δὲ ὄχι «πρὸς τὸ ὁμοεθνὲς μόνον, ἀλλὰ πρὸς πᾶν τὸ ὁμογενὲς (σὲ κάθε ἄνθρωπο)», ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν (ἀνιδιοτελή) ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Κύριλλος Ἀλεξ. ΡG. 72,686). Ἀκόμη καὶ ὁ ἀφορισμὸς (ἡ φρικτὴ πράγματι αὐτὴ ἐκκλησιαστικὴ πράξη) δὲν συνιστᾷ ἐκδίκηση ἢ ποινή, ἐπιβαλλόμενη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὴν πλάνη καὶ τὸν πλανώμενο, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνει «τὸν αὐτοαποκλεισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν σωτηρία καὶ ὑπαρκτικὴ γνησιότητα» καὶ στοχεύει στὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφή του (πρβλ. Α´ Κορ. 5, 1 ε.). Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶναι διάχυτο καὶ κυριαρχικὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν εὐδοκίμησαν στὴν Ὀρθοδοξία θεσμοί, ὅπως ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση ἢ οἱ σταυροφορίες. Δὲν ἀπουσιάζουν, βέβαια, περιπτώσεις βίαιης συμπεριφορᾶς καὶ ἐπιθετικότητας, κρατικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς, ἡ διαφορά, ὅμως, μὲ τὴν δυτικὴ «χριστιανικὴ νοοτροπία» εἶναι, ὅτι παρόμοιες συμπεριφορὲς στὴν Ὀρθοδοξία καταδικάζονται ὡς ἀντιχριστιανικές, ἐνῷ στὴ δυτικὴ κοινωνία ἔχουν ἔμμεσα θεσμοθετηθεῖ, ἂν ὄχι οἱ ἴδιες οἱ συμπεριφορές, τουλάχιστον τὰ γενεσιουργά τους αἴτια (ὁλοκληρωτικὸ πνεῦμα). Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως, ἐδῶ νὰ ἐπανέλθουμε στὴν δυτικὴ χριστιανικὴ σκέψη.
O δυτικὸς χριστιανισμὸς ἔχει βαθειὲς θεολογικὲς προϋποθέσεις στὸν καθαγιασμὸ τῆς βίας, ἤδη ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα. Ἡ «θεολογία» τοῦ Ἀνσέλμου Κανταβρυγίας (1100) «περὶ ἱκανοποιήσεως (satisfactio) τῆς θείας δικαιοσύνης» διαποτίζει τὸ ἐκεῖ χριστιανικὸ φρόνημα καὶ διαμορφώνει νοοτροπίες φανατισμοῦ, ποὺ προσδιορίζουν καὶ τὶς συλλογικὲς καὶ ἀτομικὲς συμπεριφορές. Ἡ οὐσία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι, ὅτι ὁ Θεὸς στέλνει τὸν Υἱό Του -Ἰησοῦ Χριστὸ στὸν κόσμο ὄχι ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο («οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν» (θυσίασε)- μαρτυρεῖ ὁ Ἰωάννης, 3. 17 καὶ ὁ Παῦλος: «συνίστησι (ἀποδεικνύει) τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε», Ρωμ. 5, 8, ποὺ εἶναι ἡ κρηπίδα τῆς χριστιανικῆς σωτηριολογίας), ἀλλὰ γιὰ νὰ «ἱκανοποιηθεῖ» γιὰ τὴν προσβολή(!) ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Τὸ δυτικὸ φεουδαρχικὸ-ἱπποτικὸ δίκαιο προβλήθηκε στὸ Θεό, μεταβάλλοντας τὸν χριστιανισμὸ σὲ εἶδος εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ κατασκευάσθηκε Θεός, ποὺ δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεός, ἔτσι, νοεῖται ὄχι ὡς Πατέρας, «πλήρης οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας», ἀλλὰ ὡς φεουδάρχης - τύραννος καὶ τιμωρός, ποὺ ζητεῖ συνεχῶς ἐκδίκηση. Αὐτὴ ἡ περὶ Θεοῦ ἀντίληψη διαποτίζει ὅλη τὴ δυτικὴ -κυρίως τὴν καλβινικὴ- νοοτροπία. Τὰ ἔργα τοῦ Ἴγκμαρ Μπέργκμαν βεβαιώνουν μία διάχυτη τάση «θεοδικίας», ἀποστροφῆς πρὸς τὸν Θεὸ - τύραννο καὶ ἐκδικητή, ποὺ κινεῖ καὶ τὸν πιστό του σὲ ἐκδίκηση, καὶ συνεπῶς φανατικὴ ἀνταπόδοση καὶ ὄχι δικαιοσύνη. Εἶναι μᾶλλον μιὰ ἄλλη κατανόηση τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ στὶς ἀτελέστερες βιώσεις της, δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια λογική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπωθεῖ μόνιμα τὴν ἔννοια τοῦ «ἱεροῦ πολέμου». Κανεὶς πόλεμος δὲν μπορεῖ νὰ ἱεροποιηθεῖ στὴν Ὀρθόδοξη συνείδηση, διότι ὁ πόλεμος εἶναι σατανικὴ κατάσταση. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, ὀρθόδοξα, διάκριση δικαίου καὶ ἀδίκου πολέμου, ἱεροῦ καὶ ἀνίερου. Οὔτε νὰ γίνει δεκτὸ τὸ δόγμα «πόλεμος κατὰ τοῦ πολέμου», μὲ τὴν συντριβὴ τῶν ἄλλων (πρβλ. τὸ ἀρχαῖο «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται»). Ὁ πόλεμος, ὀρθόδοξα, συνιστᾷ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀκόμη (Ματθ. 5, 44). Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ «παράδοξα» τῆς πίστεώς μας. Ὁ Χριστὸς διευκρίνησε: «πάντες οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται» (Ματθ. 26,52). Αὐτὸ εἶναι τὸ αὐθεντικὸ κήρυγμα «μὴ βίας». Ἡ στράτευση τῶν Χριστιανῶν στὴν αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης ὑπῆρξε «ἔκπληξη» γιὰ τοὺς Ἁγίους, τοὺς αὐθεντικοὺς ἐνσαρκωτὲς καὶ ἐκφραστὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ γρήγορα (4ο αἰ.) ἔδωσε τὴν ἀπάντησή της. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Ἐπ. πρὸς Ἀμμούν, ΡG. 26,1173 β) καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος (κανόνας 13) λέγουν, ὅτι τιμῶνται οἱ μετέχοντες καὶ φονεύοντες σὲ ἀμυντικὸ (ἢ ἀπελευθερωτικό) πόλεμο (ὅταν εἶναι ἄμυνα «ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας» κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, ποὺ τὸ τονίζει: «ἀμυνομένοις»!). Εἶναι ἡ μόνη «κατ᾿ οἰκονομίαν» ἐξαίρεση στὸν κανόνα, ὡς πραγμάτωση τοῦ Κυριακοῦ λόγου: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τὶς θῇ (νὰ θυσιάσει) τὴν ψυχὴν (ζωήν) αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (τῶν συνανθρώπων του) (Ἰωάνν. 15.13). Εἶναι δηλαδὴ αὐτοθυσία καὶ ὄχι ἐκδικητικότητα. Ὅταν, ὅμως, ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς (963-969), λόγω τῶν πολλῶν ἀμυντικῶν πολέμων τῆς αὐτοκρατορίας, ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οἱ φονευόμενοι στὸν πόλεμο νὰ ἀνακηρύσσονται μάρτυρες, ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος καὶ ἡ Σύνοδος ἀπέρριψαν τὴν πρόταση ὡς μὴ χριστιανική. (Γιὰ τὸ θέμα βλ. πρόχειρα: π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἁγιότης μαρτυρουμένη, στὸ: Λόγος ὡς ἀντίλογος, Ἀθῆναι 19982, σ. 49 ε.ε. κάθε ἁγιοποίηση εἶναι παπισμός...). Καταλαβαίνουμε, συνεπῶς, πόσο ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τὸ πνεῦμα αὐτὸ στὰ νεώτερα χρόνια... Ἔχω διακηρύξει πολλὲς φορὲς ὅτι τὸ προτεινόμενο «τόξο» τῶν Ὀρθοδόξων δὲν μπορεῖ νὰ λάβει πολιτικὸ - κοσμικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ συγκροτεῖται γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα καὶ λειτουργεῖ μὲ ἕνα διαφορετικό, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, τρόπο.
Καὶ ἡ Ὀρθοδοξία γνωρίζει τὴν βία, ἀλλὰ διαφορετικά. Καὶ ὄχι μόνο τὴν γνωρίζει, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐφαρμόζει στὴ σκληρότερη μορφή της. Ἡ βία της, ὅμως, δὲν στρέφεται πρὸς τὰ ἔξω, πρὸς τὸν συνάνθρωπο, ἀλλὰ πρὸς τὰ μέσα, τὸ ἐσωτερικό μας. «Ἡ βασιλεία (=ἡ ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11,12). Σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἐντάσσεται καὶ ὁ περίεργος γιὰ πολλοὺς λόγος τοῦ Χριστοῦ: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ τί θέλω, εἰ ἤδη ἀνήφθη» (Λουκ. 12, 49). Ὁ Χριστὸς γίνεται ἀφορμὴ νὰ χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι ὄχι, ὅμως, ἐπιθετικά, ἀνάλογα μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντί του (12, 51 ε.). Ἡ «βία» τοῦ Χριστοῦ ἀσκεῖται στὴν ἐπαναστατημένη καὶ διεστραμμένη φύση μας, στὴν τυραννικὴ δεσποτεία τῶν παραμορφωμένων ἐνστίκτων μας. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅλη ἡ ἀσκητικονηπτικὴ πράξη τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ τὸν αὐτοβιασμό του ὁ χριστιανὸς ἐλευθερώνεται καὶ ἀνοίγεται στὴ Θεία Χάρη. Διότι, ὅταν γίνει «ναὸς -κατοικητήριο- τοῦ Θεοῦ», τότε γίνεται καὶ συν-ἄνθρωπρς, «πλησίον» (Λουκ. 10,36 ἑ.). Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ ἡ μόνη δυνατότητα κατανίκησης τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς τρομοκρατίας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ αὐθεντικὴ χριστιανικότητα (ἁγιοπατερικὴ Ὀρθοδοξία) δὲν παράγει τρομοκράτες, κάθε εἴδους, ἀλλὰ Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητές. Ὁ τρομοκράτης, κάθε εἴδους, βιάζει τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἐξολοθρεύει, εἴτε μὲ μέσα καλυπτόμενα ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν κρατικὴ καὶ διεθνῆ νομιμότητα, ἢ αὐτοκτονώντας μαζί τους («καμικάζι»). Ὁ Μάρτυρας νικᾷ τὴν ἀνομία τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου μὲ τὴν αὐτοθυσία του, ποὺ προσφέρεται ὑπὲρ τῶν ἄλλων! Ἔχω ὀνομάσει τοὺς (Νεο)μάρτυρές μας στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, «τοὺς δυναμικότερους καὶ ἀποτελεσματικότερους ἀντιστασιακούς, ὄχι μὲ τὰ ὅπλα, ἀλλὰ μὲ τὸν σταυρό». Ὁ Μάρτυρας καὶ Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποδεικνύει μὲ τὴ θυσία του, ὅτι οἱ τύραννοι τοῦ κόσμου δὲν εἶναι ἀκαταγώνιστοι, ἐμψυχώνοντας συνάμα τοὺς ἄλλους στὴν παρόμοια ἀντιμετώπισή τους.
Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ ἀπὸ τὴν φύση της νὰ συγκαλύψει ὁποιαδήποτε ἀδικία καὶ ἀπανθρωπιά, ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν προέρχεται. Δὲν συντάσσεται μὲ τοὺς ἰσχυρούς, ἀλλὰ μὲ τοὺς ἀδικουμένους. Εἶναι ξένη πρὸς κάθε μορφὴ τρομοκρατίας, ποὺ τὴν θεωρεῖ ἔγκλημα φρικτὸ καὶ ἀπάνθρωπο. Ὅταν δὲν γίνεται αὐτό, ἂς μὴ μιλοῦμε γιὰ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γιὰ μία ἀκόμη παραχάραξή της. Διακηρύσσει, ὅμως, καὶ τὴν ἐμπειρία της ἡ Ὀρθοδοξία, ὅτι ἡ τρομοκρατία, ὁ φανατισμὸς καὶ ἡ βία, δὲν πολεμοῦνται μὲ μανιφέστα, διακηρύξεις, ἢ μὲ ἀντί-βία, καὶ μάλιστα «τυφλή», ἀλλὰ μέσα μας. Ὄχι μὲ ἐξωτερικὲς συμφωνίες -ἔστω καὶ διαθρησκειακές-αλλα μὲ τὴν ἔνταξη στὸν τρόπο ζωῆς καὶ τὸ ἦθος τῶν Ἁγίων μας, ποὺ νικᾷ ὅλες τὶς ἐκτροπὲς τῆς πτώσης καὶ πτωτικότητάς μας. Διαφορετικά, ἀλλοτριώνεται καὶ ἡ Ὀρθοδοξία σὲ μία κοσμικὴ δύναμη καὶ ἐξουσία. Καὶ ὑπάρχει πάντα αὐτὸς ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ὄχι τῶν ἁγίων, ἀλλὰ τὴ δική μας.
Στὸ ἐκκλησιαστικό μας σῶμα, ὅταν λειτουργεῖ παραδοσιακὰ - πατερικά, ἐνεργοποιεῖται μία ἰδιότυπη ἐξουσία, διαμορφούμενη στὰ ὅρια τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως καὶ ἀσκούμενη μέσῳ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Ἡ «ἱεραρχημένη πολλαπλότητα» τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἀποτρέπει τὴν ἀπολυτοποίησή της, ἀφοῦ ὅλων τῶν δομῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὑπέρκειται ἡ σύνοδος, ὁ δημοκρατικότερος θεσμὸς (Η. Gregoire), ποὺ συνδέει τὴν ἀποκέντρωση μὲ τὴ συλλογικὴ ἔκφραση. Ὅταν, λοιπόν, σῴζεται ἡ πατερικότητα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία παραμένει πνευματική, μὲ ρόλο ὄχι τιμωρητικό, ἀλλὰ φιλάνθρωπο καὶ διακονικό. Βέβαια, πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τάσεων γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑπέρ-ἐξουσιῶν καὶ ἀντιγραφὴ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἐμφανής, μάλιστα, σήμερα κίνηση γιὰ ἀναγνώριση καὶ ἐπιβολὴ τοῦ «ἀλαθήτου» κάθε συνόδου (ὄχι μόνο τῶν Οἰκουμενικῶν) προδίδει ἀντιγραφὴ τοῦ παπικοῦ προτύπου καί, ὅπως λέγω συχνά, κατὰ κανόνα στὴν ἐποχή μας οἱ κληρικοὶ «παπίζουμε», ἐνῷ οἱ λαϊκοὶ «προτεσταντίζουν»! Ἔτσι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία στὰ πρόσωπα κάποιων φορέων της ἰδεολογικοποιεῖται καὶ ἐκκοσμικεύεται, μὲ ὅλες τὶς αὐτονόητες συνέπειες, καὶ κυρίως τὴν ἀπώλεια τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεως τῆς (πνευματικῆς) ἐξουσίας της. Καὶ πάλι ὅμως, στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐνεργοῦν ἀνασχετικὰ οἱ χῶροι ἐκεῖνοι, ποὺ διασῴζουν κατὰ κανόνα τὴν ὀρθόδοξη αὐθεντικότητα, π.χ. οἱ μονές. Ὁ μοναχισμὸς ἀπὸ τὸν 4ο αἰ. παραμένει στὴν Ἀνατολὴ ἡ δυναμικότερη - ἔμπρακτη διαμαρτυρία στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ συνεχὴς ἀγῶνας γιὰ τὴν συνέχεια τῆς διακονικῆς καὶ θυσιαστικῆς μαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο. Οἱ ἱεροὶ κανόνες, ἐπίσης, ποὺ δὲν ἔχουν διαβρωθεῖ ὅπως στὴ Δύση, ἀναδιαγράφουν συνεχῶς τὴν ποιότητα τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους καὶ τῆς μαρτυρίας, ὥστε κάθε παρέκκλιση νὰ κρίνεται αὐτόματα ὡς ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀπορριπτέα.
Αὐτὲς οἱ τάσεις, ποὺ δὲν ἀπουσιάζουν καὶ ἀπὸ τὴν ἐμπερίστατη καὶ πολὺ κοσμικὰ συμπεριφερόμενη συχνὰ «Ὀρθοδοξία» μας, ἐντάσσεται στὸ κλίμα τοῦ ὀρθοδοξισμοῦ, ὅπως προσφυῶς ὀνομάσθηκε κάθε κίνηση γιὰ θρησκειοποίηση, ἰδεολογικοποίηση καὶ ἐκκοσμίκευση τῆς Ὀρθοδοξίας. Μιὰ μορφὴ αὐτῆς τῆς παρέκκλισης εἶναι ὁ ὑπερβολικὸς τονισμὸς τῆς ἱστορικῆς διάστασης τοῦ Ἔθνους (ἰδίως ἀπὸ τὸν Κλῆρο), ἡ ὑπέρβαση τοῦ ὑγιοῦς πατριωτισμοῦ καὶ ἡ ἔξαψη τοῦ ἐθνικιστικοῦ φυλετικοῦ πνεύματος, ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἐκφράσεις φανατισμοῦ καὶ βιαιοτήτων. Ἡ διάσωση, ὅμως, τῆς συνέχειας τῆς πατερικότητας, ὅπως ἐλέχθη, αὐτόματα ἐλέγχει αὐτὲς τὶς συμπεριφορὲς καὶ τὴν ἀπορρίπτει ὡς παραποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔτσι κωδικοποιεῖ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση στὸ θέμα τῆς φιλοπατρίας, ἔξω ἀπὸ κάθε τάση γιὰ ἀπολυτοποίηση τῆς πατρίδας: «Ἡ πατρίδα μου -γράφει- ἡ ψεύτικη, ἡ γήινη καὶ ματαία (=ὡς ἱστορικὴ καὶ παροδική), εἶναι ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Ἄρτης καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν Ἀποκούρου... Ἡμεῖς Χριστιανοί μου δὲν ἔχομεν ἐδῶ πατρίδα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔβαλεν τὸν νοῦν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, διὰ νὰ στοχαζώμεθᾳ πάντοτε τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὴν ἀληθινὴν πατρίδα μας». Δὲν καταργεῖται μὲν ὁ ἐθνισμὸς καὶ ἡ πατρίδα, ἀλλὰ ἱεραρχεῖται στὸ «πραγματικό», ποὺ εἶναι τὸ αἰώνιο. Στὴν ἴδια αὐτὴ λογικὴ καταδικάσθηκε ὁ «ἐθνοφυλετισμός» (ρατσιστικὸς ἐθνικισμός) συνοδικὰ τὸ 1872 στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ ἀφορμὴ τὸ ἑλλαδικὸ πραξικοπηματικὸ αὐτοκέφαλο τοῦ 1833 καὶ τὴν βουλγαρικὴ Ἐξαρχία (1870).
Ὅσοι μένουν ἄγευστοι τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καὶ τοῦ πατερικοῦ φρονήματος εὔκολα θεωροῦν τὸ πρόβλημα «τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στὶς ταυτότητες» ὡς χαρακτηριστικὴ ἔκφραση φανατισμοῦ καὶ μισαλλοδοξίας, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τοὺς «πολιτικούς» μηχανισμοὺς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου. Γιὰ τὸν ὀρθόδοξο, ὅμως, πιστὸ τὸ θέμα ἐντάσσεται στὴν περιοχὴ τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας. Ὁ κακὸς χειρισμὸς τῆς Πολιτείας, μὲ τὰ ὑπεύθυνα ὄργανά της, δημιούργησε τὸ πρόβλημα ἐντελῶς ἀπολιτικὰ (διότι δὲν προβλέφθηκαν οἱ ἀντιδράσεις αὐτῆς τῆς ἔκτασης), ἐνῷ κάποιες ὑπερβολὲς στοὺς χειρισμοὺς ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὄξυναν τὸ ζήτημα, ποὺ γιὰ τὸν μέσο πιστὸ εἶναι ὑπαρκτὸ καὶ σημαντικότατο. Τὸ ἐρώτημα εἶναι, λοιπόν, γιατί προκλήθηκε τὸ ζήτημα μὲ τὶς δηλώσεις τοῦ τ. ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης (8.5.2000), ἐνῷ οἱ (ἐνεργοὶ) ὀρθόδοξοι μιλοῦσαν, ὡς τότε, γιὰ «χριστιανοὺς τῆς ταυτότητας» περιπαικτικά! Ἀπὸ ἐκείνη, ὅμως, τὴ στιγμὴ τὸ θέμα ἔγινε πρόκληση γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη συνείδηση, καὶ ἡ ἐναντίωση στὴν «ἀπάλειψη», ὁμολογία πίστεως.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ Ἡγεσία ὄφειλε νὰ μείνει πιστὴ στὴν εὐθύνη της γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καὶ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς τοῦ λαοῦ της (ἡ ἐπιλογὴ τῶν μέσων δὲν βαρύνει ἐδῶ), ὅταν μάλιστα εὐτελιζόνταν, μὲ τὸ θόρυβο τῆς διαγραφῆς, τὰ δυὸ βασικὰ συστατικά της πολιτισμικῆς ταυτότητας τοῦ παραδοσιακοῦ Ἕλληνα, ἡ ἐθνικότητα καὶ τὸ θρήσκευμά του. Τὸ αἴτημα, ἐξ ἄλλου, γιὰ δημοψήφισμα, δείχνει τὴν πιστότητα στὸ δημοκρατικότερο μέσο, ποὺ διασῴζει τὸ πνεῦμα τῆς αὐθεντικῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Φανατικοί, συνεπῶς, μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν ὅσοι πολιτικοὶ καὶ πολιτειακοὶ παράγοντες ἐμμένουν στὴν ἀδιαλλαξία τους καὶ ὄχι τὰ τρία ἑκατομμύρια τῶν Ἑλλήνων, ποὺ μὲ τὴν ὑπογραφή τους πρότειναν τὴ δημοκρατικὴ λύση τοῦ δημοψηφίσματος. Τὸ πρόβλημα, συνεπῶς, δὲν εἶναι ἡ μὴ ἀναγραφή, ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς μεθοδεύσεώς της, ποὺ πρόδιδε ἄλλους βαθύτερους στόχους, στὸ πλαίσιο τῆς ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς κινήσεως γιὰ τὴν ἐθνική μας ἀλλοίωση. Γιατί δὲν εἶναι (καί) αὐτὸ φανατισμός; Ἀλλ᾿ αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ ἀναπτυχθοῦν στὸ ἤδη μακρὸ αὐτὸ κείμενο.
Πέρα ἀπὸ κάθε δυνατὴ πολιτικοκομματικὴ ἐκμετάλλευση τοῦ θέματος (γιατὶ δὲν τὸ σκέφθηκαν αὐτὸ οἱ «ἀρξάμενοι χειρῶν ἀδίκων»;) οἱ πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐπιμένουν «στὴν προαιρετικὴ ἀναγραφή» δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν φανατικοί, διότι δὲν ἀπειλοῦν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δηλώνουν τὴν διάθεσή τους νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν πίστη τους. Πόσο μᾶλλον, ὅταν σ᾿ αὐτὴ τὴν Πίστη τὸ Ἔθνος μας ὀφείλει τὴν ἱστορικὴ ἐπιβίωσή του καὶ ἔχει ταυτισθεῖ ἱστορικὰ μαζί της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου